Author: Πετεφρής

  • Η ανακάλυψη της Δεξιάς

    Φτάνει με τους λάτρεις των διαφορών μεταξύ ποσαδιστών και αρχειομαρξιστών. Ώρα να μελετήσετε τις διαφορές μεταξύ χαλυβδοκράνων και εναλλά εθνικιστών.

    Παραμένουμε η χώρα των ονοματολατρών.

  • H κυρία Γεννηματά δεν θεωρεί πως οι “δέκα” έχουν κάποια θεσμική ιδιότητα, άρα μια συνάντησή τους, εξηγεί στον κύριο Αλιβιζάτο, είναι άχρηστη.

    Σωστά. Η μόνη τους προοπτική είναι ξεφτίλα και διασυρμός. Τώρα φταίει ο διαιτητής. Το “χέρι στην μεγάλη περιοχή”, ακολουθεί.

  • Φευγαλέος περίπατος

    Ηταν άνοιξη του 1974 και περιοδεύαμε στον Νομό Κιλκίς, με τον Τάκη Γραμμένο, προκειμένου να επικαιροποιήσουμε τον χάρτη του French toy 1963 με τα προϊστορικά της περιοχής. Σταλμένοι από την Κατερίνα Ρωμιοπούλου.

    Πεζοπορίες, ενίοτε ποδηλατάδα, σπανιότερα τραίνο και ΚΤΕΛ.

     Κάποια στιγμή φτάσαμε στην τρόικα των χωριών Άνω, Μέσοι και κάτω Απόστολοι. Είχε  γίνει μια ανασκαφή εκεί, αποκάλυψαν ένα Ρωμαϊκό λουτρό. Βράδιαζε και ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού μας προσέφερε φιλοξενία. Δεν ήμεσθεν τόσο λέτσοι, αλλά μια κιτρινίλα εξάντλησης διακοσμούσε τις προεξοχές των προσώπων μας.

    Το σπίτι του ήταν τεράστιο και παράξενο. Το μόνο που μας εξομολογήθηκε ήταν πως, εμπνευσμένος απο τις αρχαιότητες, ανίδρυσε μια τουαλέτα μεγέθους σαλοτραπεζαρίας ή σαλονοκουζίνας. Όντως έμπαινες και ατένιζες βάθος δεξιά έναν νιπτήρα, καρσί  μια λεκάνη. Δεν υπήρχε έξτρα επίπλωση, μόνον τα ίδια Παντελάκη μου σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.

    Μας τάισε σε αχανή κουζίνα, μια γραία εκάθητο καππαδοκιστί καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας.

    Μετά, αποφάσισε πως μας άξιζε η νυφική παστάδα του Οίκου. Ήταν στρωμένη με χράμια, νταντέλες και μια κούκλα στις μαξιλάρες. Εμεινα με το βρακί και ξάπλωσα. Ο Τάκης έβγαλε το μοντγκόμερι.  Φεγγαράδα χλομή υποφώτιζε το δωμάτιο.

    Ξάφνου, ανοίγει η θύρα και μπαίνει μέσα ένας παχύς καμαρωτός παππούς.  Τότε προσέξαμε πως δίπλα στην πόρτα ήταν ένα ντιβάνι. Δεν μας μιλάει, αρχίζει και γδύνεται Πρώτα ο σκούφος και η πατατούκα, από μέσα ένα, δύο πλεχτά, άλλα δύο πουκάμισα, το ένα βαμβακερό, ένα παντελόνι με κουμπί στον αστράγαλο, έξω πατούμενα σοσόνια, μετά παντόφλες-μπαμπάδες, μετά ποτούρια. Τονε βλέπαμε εκστατικοί , πόμεινε με βλάχικη μακρυσωβρακοφανέλλα και κάλτζες.

    Ητον ένας παππούς πετσί και κόκκαλο. Στεγνός. Σαν επίδειξη φανταιζί ταχυδακτυλουργού ήταν. Μόνον ο Μαντρέηκ τον ξεπερνούσε.

    Μας λέει «άει καλλνύχτα» και ξαπλώνει στο ντιβάνι. Τον πήρε αμέσως, ροχαλίζοντας.Ο Τάκης τον έπιασε το νευρικό και χιχίνιζε μέσα στην σάστιση και την μαγεία. Σφίχτηκε το στομάχι μου από το κρυφό χαχανητό. Όλο το βράδι.

    Πρωί, εγκαρδιωμένοι ευχαριστήσαμε και φύγαμε.Από τη μιa έλαμπε η Πικρολίμνη και τα καλάμια της Γλυκολίμνης, από την άλλη οι αητοί που πλανάριζαν στην πέρα βραχιά του Γυναικόκαστρου, κάστρο της Μαρούλας και έτσι. Ανάμνηση της Κρηστωνικής  Μορύλλου δηλαδή, στα κυματιστά λοφάκια.

    Αλλά η μέρα ήταν παραγωγική ,εμπνεύστηκα άλλα δύο ποιήματα, το μόνο που μ΄ένοιαζε, εικοσιέξη χρονών αμπλαούμπλας κι ενώ πατούσα τα χώματα όπου μαζεύτηκαν το 44 οι συνεργάτες των Γερμανών, πρώτη στάση πριν φύγουνε να μακελλευτούν στο Κιλκίς, Κισά Μπατζάκ και έτσι.

    Αλλ΄αυτό είναι από άλλο τραγούδι.

  • Το να παίζει το ματάκι ενός μπιζιμπόντη, συν μυτερό γελάκι, συν κινητικότητα άνευ λόγου,τον κάνει αυτομάτως ανεπαρκή, και δεν εννοώ κανέναν αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας.

  • O Τζακ και τι του ζητούσαν

    Ακόμη διατηρώ την γεύση από τη συμπόνοια και τη λύπηση που τύλιγε τις αδύνατες γυναίκες έναν καιρό. Η κακότητα και η περιφρόνηση ακολουθούσαν .Το «τσαγλί» ήταν ,να φανταστείτε, ελαφρά συνηγορία-εννοούσαν με τη λέξη την γυναίκα που είχε τσαγανό. Το «σκελετός» και το «λυμφατική» ήταν ανθρωπολογικού και ιατρικού χαρακτήρα. Το κοντό ανάστημα, οδηγούσε κατευθείαν στο «τσιλιβήθρα».

    Μερικές ανδρικές περιγραφές είχαν μια υποψία αναστολής , με κύρια έκφραση το «κοκκαλιάρα, αλλά με πιασίματα». Τα πιασίματα ήταν λόγος ανεκτικότητας. Τότε που λυνόταν το γυναικείο σώμα σε τομείς και καπετανάτα, όπου τα στήθη, τα πισινά και σχετικό γέμισμα των μηρών, εάν ήταν αρκούντως ορατά, δημιουργούσαν απαλλαγή, όχι αθώωση.

    Ο δημόσιος λόγος, ο κεκράκτης λόγος, συνήθως περιείχε έκκληση προς κατοικίδιο, προς σκύλο με το όνομα Τζακ. «Όρμα Τζάκ και τα κόκκαλα δικά σου». Και άλλα κατοικίδια είχαν εκπροσώπηση, επί ανδρών και γυναικών. «Ντικ» λεγόταν ο άνθρωπος με πεταχτά αυτιά. «Παλαμίδα» ήταν το άτομο με αχνά ή δυσδιάκριτα φρύδια.

     

    Στους αντίποδες, οι εύχυμες, πληθωρικές κυρίες είχαν μόνον επαίνους. «Σουλτάνα», «φρεγάδα», «γιαβουκλού», τέτοια. Αλλά κι εκεί υπήρχαν κατηγορίες. Οι μικροκαμωμένες, σπανίως απέφευγαν το «καπάτσα που τυλίγει», συνήθως άνδρες ψηλέκες και θεωρητικούς. Με ορατό και ακμάζον μυικό σύστημα πάλι, ήταν «μπρατσκοβέες», «μπαμπάτσκες» και «αντρογυναίκες».

     

    Το 1963, μια καταιγίδα ήρθε και τα σάρωσε αυτά. Η εμφάνιση της Τουίγκι, του μοντέλου από την Αγγλία της ποπ, της Μαίρη Κουάντ, και της μίνι φούστας, πέρασε από περίοδο σύγχυσης. Διότι δεν είχε πιασίματα. Δεν πήρε πολύν καιρό για να ατονήσουν οι αντιδράσεις.

    Εξάλλου για τους περιπαθείς, αρκούσαν άλλα μοντέλα-η Τζήν Σρίμπτον και η Βέρουσκα. Η Έλενα Ναθαναήλ, έδινε την εντύπωση εξωγήινης, αλλά ευμενή εντύπωση.Όταν έλεγες σε μια κοπέλα πως μοιάζει της Ναθαναήλ, απαντούσε «το ξέρω», ένδειξη ότι το ήξερε πως ήταν κομπλιμέντο.

     

    Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία-δηλαδή, ελαφρώς ανιστόρητα.

  • …και όταν μας εμπιστεύονται στο ραδιόφωνο ένα παλαιό διήγημα του Δροσίνη, φροντίζουμε, λέω τώρα, να το προβάρουμε μερικές φορές. Συνήθως δύο η τρεις φορές επαρκούν- ενίοτε, μήτε είκοσι δεν είναι αρκετές.

  • Ο αθέατος παράγων

    Αμαρτία ξομολογημένη, πες πως δεν έγινε. Mπορεί να λειτουργεί ο οργανισμός, η πολιτική διαμάχη, αλλά την διχόνοια, τον εκνευρισμό, την αίσθηση της απώλειας δεν την κυβερνά το φως και το σκότος, το άσπρο-μαύρο, η “δεξιά” και η “αριστερά”.

    Την ζωή μας, την κυβερνούν οι παύσεις που δεν τις παίρνουμε χαμπάρι.

    Η καρδιά, τα πνευμόνια, τα μάτια, περνάνε οργανωμένα διαστήματα λειτουργικών διαλειμμάτων, αλλοιώς θα ζούσαμε μερικούς μήνες, πριν φτάσουμε σε ηλικία πολιτικαντισμού.

    Αλλά και η Ζωή με τον Θάνατο, δεν πάνε ζευγαράκι. Υπάρχει και ο Ύπνος, που μας υποχρεώνει σε μερική αναστολή διαδικασιών.

    Το μόνο ντιρι ντίρι που επιμένει, είναι οι διχαστικές σκέψεις. Επειδή και η Σκέψη θέλει την άπλα της, συχνά το ρίχνουμε στην διύλιση του κώνωπος.

    Τόσους μήνες τώρα, τόσα τέρμινα, καθώς ο πολιτικός ορίζοντας στενεύει και γίνεται ασφυκτικός, το έχουμε ρίξει απαξάπαντες, πλην ελαχίστων, στην ορθογραφία, στις ασυνταξίες, στις σαχλαμαρέ δηλώσεις, σε αντινομίες και συμπεριφορές πολιτικών στελεχών, υπό την παρότρυνση και την ενθάρρυνση των social media.

    Με το γενικό Σχέδιο, ελάχιστοι ασχολούνται. Με το να ρίχνουμε σμπάρους στον ένα και στον άλλον, μάλλον προσδοκούμε, βάσει επισημάνσεων συμπεριφοράς, να μπαίνουν στο δικό μας μαντρί κοψοχέρηδες ψηφοφόροι της άλλης όχθης και τούμπαλιν.

    Μόνο που για να ρίξεις επιτυχώς το καμάκι, να τηνε φάει ο Μόμπι Ντικ, χρειάζεται και ένας αθέατος παράγων που ξεπερνάει και το καμάκι, και τον Αχάμπ, και τα μυθιστορήματα και την επιδεξιότητα, και τους στόχους.

    Λέγεται περίσκεψη. Συγκέντρωση.  Στόχευση. Αλλιώς , οι προσπάθειές μας είναι σαν των Τρώων. Κι ας μη ελπίζουμε πως η Φάλαινα θα σκοτωθεί επειδή της ρίχνουμε τερμίτες, μελίγκρες ή  πορδίτσες.

     

  • Χαρτί-ψαλλίδι-πέτρα κλπ

    1961.Όταν αποφάσισαν την Ένωση Κέντρου, οι συνεταίροι αποφάσισαν εκ των προτέρων να παραιτηθούν από τα δικά τους κόμματα κι έπειτα έβγαλαν αρχηγό. Και πάλι άρχισαν να φυλλοροούν από την πρώτη εβδομάδα.

    2017.Πρώτα αρχηγός και μετά βλέπουμε; γιατί δε χώνονται ο καθείς εκεί που ονειρεύεται, να γλυτώσουν από την ταλαιπωρία; sorry, την ταλαιπωρεία;

  • Κάτι πάει τελείως στραβά με τον τρόπο που γίνεται, αντιμετωπίζεται, πυρακτώνεται, διασπάται και ξεχνιέται μια ζημιά στη χώρα.

  • Διήγημα για τον Βασίλη

    Του Σταυρού, πάντα θυμόμασταν πως είχε γενέθλια ο παπάκος μου και γιόρταζε ο κύρις και πατέρας του.Κι ας είχαν φύγει απο καιρό. Έτσι τα φέρναμε, αλλιώς τα γυρίζαμε, Σεπτέμβριο μήνα τα λέγαμε εμπιστευτικά, όχι για σινεμάδες και ανάδυση αναμνήσεων εκ του σχολείου, αλλά λυτρωτικά, για άρρητα και απόρρητα και ου φωνητά.

    Έπινε ουίσκι, σε μορφή γιαννιτσιώτικου μίνι, κι εγώ σόδες, ακατάσχετες.Φουμέρναμε λονγκ σάιζ ωσάν αηδώς παλαιές τσιμινιέρες. Είχε πάντα διαθέσιμη τσατσάρα στην κωλότσεπη και κάθε τόσο τραβούσε μια χτενισιά, ακόμη κι όταν του είχαν απομείνει παππόφτερα στο καυκάκι. Τον κοίταζα «κάπως», κι εκείνος ατάραχος μου θύμιζε πως ποτέ δεν με είχε ιδεί να τρώγω, χωρίς να βαστώ ψωμί στο δεξί και να το κουνάω ενώ μασούσα γατοκέφαλα, με άκρα ευαρέσκεια.

    Όποτε ήτανε να αλλάξουμε σπίτι, σοβάρευε. «Θα σου βρώ εγώ, μαλάκα. Και θα σου το δείξω. Με έναν όρο. Μόλις μπεις, θα ανασαίνεις κανονικά, δεν θα φέρεσαι σα να έπαθες εγκεφαλικό». Ήξερε τι έλεγε. Κάθε φορά που ήταν να νοικιάσω έλεγα στο νοικοκύρη «μου αρέσει , το παίρνω» πριν να μπω στο διαμέρισμα. Μια φορά έφτασα στα άκρα, όταν του είπα ενθουσιασμένος «βρήκα σπιταρώνα, μαλάκα». «Τι έχει και σ άρεσε;» ρωτούσε ψυλλιασμένος. «Στο πλατύσκαλο, ανεβαίνοντας έχει έναν ξεκοιλιασμένον καναπέ δεκαετίας του πενήντα, με μαρκετερί και βελούδο. Εκεί θε να κάθομαι!» Ανέβηκε, είδε και το ξενοίκιασε στο λεπτό.

    Είτε είχα, είτε δεν είχα λεφτά, δεχόμουν αδιαμαρτύρητα να πλερώνω δοσίματα και εισφορές. Φοβόμουνα. Αυτός εκράτει λεφτά στο πορτοφόλι του τακτικά, με τα χαρτονομίσματα κατά την αρίθμησή τους.Μια φορά κατεβαίναμε Αθήνα με την αλβανόφωνη Μερσεντές του (κάθε που ήρχονταν Αλβανός με Μερσεντέ απέναντι, του αναβόσβηνε τα φώτα) και επιδεικτικά του έδειχνα ένα κέρμα από την τσέπη και το πετούσα έξω, ενώ έτρεχε με 220 .Έπεφτε στα φρένα, σταμάταγε στην Εθνική Οδό και το έψαχνε, ώσπου να το βρει, κραυγάζοντας στις ερημιές «είσαι και πολύ μαλάκας» αλλά προφανώς το διασκέδαζε.

    Οι κρίσεις, οι υποτιμήσεις, η ανεργία, με τρόμαζαν ,αλλ΄αυτός ήταν ενθουσιασμένος. «Τώρα είναι ευκαιρία να κάνουμε κατάσταση». Δεν το καταλάβαινα, ώσπου είδα με τα μάτια μου τι έγινε με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην διαλυμένη Γιουγκοσλαβία. Έφερνε  προϊόντα για τις δουλειές του, ευπαθή, από παντού. Όταν βγήκε η βρώμα για το εμπλουτισμένο ουράνιο ,και βγήκαν απαγορεύσεις εξαγωγών,μέχρι κι εγώ ανησύχησα. «Και τώρα, μαλάκα, πως θα ταΐζεις τις γραμμές παραγωγής;» «Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι. Τα στέλνουν οι γείτονες όλα στο Κόσσοβο, που το βομβαρδίζουν ,αλλά δεν έχει βγει ντιρεκτίβα για εκεί. Κοψοχρονιά θα τα πάρω όλα». Το’πε και τόκανε.

    Με την αρχή του αιώνα, έκοψα να τον βλέπω, άλλαξα και πόλη, επειδή του έκαμα βαρύ χουνέρι και τον ντρεπόμουνα. Κοινοί φιλοι που τον ρωτούσαν τι συνέβη, έπαιρναν την απάντηση «και που θές να ξέρω που δεν μου μιλάει ο μαλάκας;» Μετά από δέκα χρόνια, συναντηθήκαμε στη Σαλονίκη και ξαναρχίσαμε στενή παρέα. Κι όποτε πήγαινα να του εξηγήσω, με έκοβε.Έκανε πως δεν θυμόταν.

    Τέταρτος Σεπτέμβριος που δεν θα ανταμώσουμε, λέγοντας τα σώψυχά μας. Μετακόμισε. Πόθανε. Μετέστη. Όπως το έλεγε ο ίδιος, όποτε κινδύνευε: “Θα πέθνησκα” έλεγε. Αλλά συχνά ξεκαρδίζομαι στα γέλια, μόνος στο δώμα μου. Είναι που βλέπω την ταινία, με όλες μας τις σκηνές και την πλοκή. Από το 1950, που αντάμωσαν οι μανάδες μας φορώντας μαντό, σέρνοντας τα αγοράκια τους, εμάς,στη γωνία του Τσολακίδη κι ο Βασίλης κρυβότανε, ντροπιάρης και με κρυφοκοίταζε, πεταρίζοντας τις τεράστιες βλεφαρίδες του.