Author: Πετεφρής

  • Ο κρόνιος λίθος 2/9

    Ένα νέο βαλκανικό μέτωπο

    Όταν άρχισε να ψιθυρίζεται πως τα ψωμιά των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν λίγα, τα πολεμικά μέτωπα ήταν ο ασφαλής κριτής για το άμεσο μέλλον. Δεν ήταν η απόβαση στη Νορμανδία, 6 Ιουνίου του 1944, που δημιουργούσε τις ελπίδες, μήτε η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χίτλερ στις 20 Ιούλιου, που ακολούθησε. Παρά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, μήνα Σεπτέμβριο, ο Άξονας μπορεί να έχασε την κυριολεξία του όρου, άλλα οι Γερμανοί ασφάλισαν μια πανίσχυρη αμυντική γραμμή σε ένα αργά διολισθαίνον προς τον Ιταλικό βορρά μέτωπο και  κατέλαβαν όλες τις περιοχές της Ελλάδας υπό Ιταλική διοίκηση, αστραπιαία. Ώσπου να βρει τον βηματισμό του ο συνεργαζόμενος Αγγλικός στρατός με τον νεοπαγή Αμερικάνικο, η Γοτθική γραμμή σκέπασε με ασφάλεια την κοιλάδα του Πάδου και η συμμαχική προέλαση σταμάτησε επί μήνες.

    Οι Γερμανοί άφησαν και τους Βούλγαρους να προωθηθούν σε περιοχές που οι γείτονες  θεωρούσαν «αλύτρωτες», παρά την κοινή άρνηση των Ελλήνων να αποδεχτούν τετελεσμένα γεγονότα και ξεκίνησαν ευρύτατες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα των βουνών και των ανταρτών.

    Οι Γερμανοί επίσης, διδαγμένοι από την διπροσωπία αρκετών στελεχών της Ιταλικής διοίκησης, δεν σκόπευαν να εμπιστευτούν περαιτέρω ενίσχυση των ελληνικών τμημάτων που πολεμούσαν στο πλευρό τους, ως τάγματα ασφαλείας. Αυτά έγιναν στον ελληνικό νότο. Βορειότερα, προτίμησαν να  δημιουργήσουν ομάδες από οπλαρχηγούς που είχαν τοπική  επιρροή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε Μακεδονία και Θράκη, καθώς και αντάρτες που πολεμούσαν τους Βουλγάρους και τώρα έπρεπε να στραφούν σε άλλους αντιπάλους.

    Το μέτωπο που κοίταζαν με έκδηλη ανησυχία ή προσδοκία, ανάλογα με τη στολή που φορούσαν, ήταν το επίφοβο της Ρουμανίας. Χάνοντας στρατιές στο Στάλινγκραντ, οι Ρουμάνοι εξόντωσαν πειθήνια τους «εχθρούς του Ράιχ», τσιγγάνους και Εβραίους και ενάντιους, και κρατούσαν μετά βίας τα πολύτιμα για τον Χίτλερ πετρέλαια της χώρας. Αν όμως έσπαζε το μέτωπο εκεί, ολόκληρα τα Βαλκάνια, χωρίς άλλη επαφή με την Γερμανία, παρά τα δίκτυα που ένωναν τον νότο με την Αυστρία και την βόρεια Ιταλία (οι απέναντι ακτές ανήκαν ήδη στους Συμμάχους) κινδύνευαν να αποκοπούν. Ρουμανία και Βουλγαρία δεν θα ήταν πλέον μέρος του Άξονα, αλλά εχθροί του, όπως εξάλλου και η Ιταλία.

    Η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη σε μια νέα περίοδο. Ίσως στην κορύφωση μιας μαύρης περιόδου από αυτές που θα επαναλαμβάνονταν αρκετές φορές έως το τέλος της δεκαετίας. Βουλγαρία εχθρική για τους Γερμανούς, σήμαινε πως  οι ένοπλες ομάδες που εξόπλιζαν οι τελευταίοι από τον πληθυσμό της Ελλάδας, θα έπρεπε πλέον να λάβουν υπόψη τους ότι οι Βούλγαροι ήταν στο πλευρό των Συμμάχων και του κόκκινου στρατού. Επίσης πως αυτοί οι ίδιοι Βούλγαροι που λειτουργούσαν ως ένας βίαιος και αυταρχικός στρατός κατοχής, παρέμεναν σε ελληνικό έδαφος ως δυνητικοί σύμμαχοι της εξόριστης κυβέρνησης, της ΠΕΕΑ στο βουνό και του ΕΛΑΣ, ως ομοϊδεάτες!  Ήταν  ένας πραγματικός γόρδιος δεσμός, που οι συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στη χώρα τον έκαναν όχι μόνον άλυτο, αλλά όταν τα αντιμαχόμενα μέρη προσπάθησαν να τον κόψουν με το ξίφος, αποδείχτηκε πως έκρυβε μια ολέθρια χειροβομβίδα!

  • Το άσπρο χαρτί, σκληρός καθρέφτης

    Μήτε δέντρα να κόβονται, μήτε πανιά για χαρτιά πολυτελείας. Αέναη,  σβουριχτή, πολτώδης ανακύκλωση, παντού και πάντα.Με γερή αμοιβή και βέβαια όχι θανατηφόρα λευκαντικά. Το νέο χαρτί θα ξεκινήσει ως υπόλευκο, είτα ελαφρού γαιώδους χρώματος, ακολουθεί, πάνω στη τριακοσιοστή επεξεργασία, καφεμποδροκόκκινο, και έως τις εκλογές ποντικί, αν και υπάρχουν θεωρητικοί που το προβλέπουν πίσσα,κατράμι, κατάμαυρο. Άρα, όποιος γράφει, ιδίως ο ματαιόσπουδος που συγγράφει, είτε θα περιοριστεί σε ό,τι υπάρχει στις οθόνες (ευκολάκι, διότι θα του κόβουμε το ρεύμα και πάπαλα) είτε θα καταφύγει σε χάραξη πετραίων επιγραφών, με λέηζερ οι κατέχοντες, με καλέμι οι ανεχείς πλην νουνεχείς και μη έχοντες.Το δυσάρεστο επιφαινόμενο να αυξηθούν υπέρμετρα οι ήχοι, ο προφορικός λήρος και τα έπεα πτερόντα ίνα λέμε και καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα, θα μειωθεί δραστικά με την γενική εφαρμογή ηχοαπορροφητικών υλικών σε ό,τι οροφώνεται, πατώνεται ή τοιχώνεται. Τα κυβερνητικά non papers και τα αντικυβερνητικά λυσάρια και κεκραγάρια, θα δημοσιεύονται με παχείς λιθίνους κίονες εις την Αγοράν. Κάθε μέρα, ειδικοί και αρμόδιοι με πετρομηχανές νεοτάτου τύπου θα γεμίζουν τους κίονες με τα λαμπρά κείμενα της εξουσίας και της διαδόχου καταστάσεως. Το βράδι, οι κίονες θα υφίστανται λείανσιν δια τριβείου και από την επομένην πρωίαν, νέαι επιγραφαί προς ανάγνωσιν. Η παρατήρησις ακραίων τινών ότι με τον τρόπον αυτόν οι κίονες, οσημέραι λεπτυνόμενοι θα καταντούν λεπτοκάλαμοι και ολόγυρα λιθόσκονη, είναι φέεικ και δεσπεράτα φληναφήματα. Διότι τα βασικά, όπως οι Νόμοι μας, θα γράφονται σε παχύ τιτάνιο, εγχυομένου του χρυσού εις μήτρας,  «Ή μαλάκας θα είσαι διότι ή τελείως μαλάκας» όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας της «πρώτης φοράς εκλογές χωρίς ταξίματα».

    Απόσπασμα της τελευταίας σωζομένης επιγραφής επί οβελίσκου, οστις εκόσμει την πλατεία Συντάγματος, αγνώστου κατά τα λοιπά λαού,αποδιδομένη είς «εγκύκλιον» του 21ου αιώνος, προφανώς δημοσίου χαρακτήρος. Πάντως,προ της οριστικής λύσεως της «τελικής γλώσσης»που χειριζόμεθα, αποτελουμένης από καταλλήλως προσφερόμενα και εισπραττόμενα γλωσσόφιλα.

  • Ο κρόνιος λίθος 1/9

    Το μαρτύριο που προηγήθηκε

    Το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς, που αναπτύσσεται συστηματικά και μεθοδικά αναδεικνύοντας τις συλλογές του ιδρυτή και προέδρου του, του αγαπητού μου Χρήστου Καλεμκερή, διαθέτει μια μοναδική σειρά φωτογραφιών από τις τελευταίες ώρες της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τις πρώτες ώρες της ελευθερίας. Πρόκειται για την κατάσταση της πόλης, ιδίως του λιμανιού της, και για την απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου και από ένα μεγάλο συλλαλητήριο τιμής και μνήμης προς τους νεκρούς εκείνων των σκοτεινών χρόνων, που τελέστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1944.Κυκλοφόρησε σε λεύκωμα και εκτενή απόσπάσματα από την εισαγωγή που έγραψα, παρουσιάζω εδώ ,σε εννέα συνέχειες.

    Η ίδια η φύση του φωτογραφικού υλικού, ανοίγει τον δρόμο για ενδελεχείς έρευνες που τούτος ο τόμος αναφοράς θα προκαλέσει, καθώς  τα πρόσωπα της εποχής, φωτίζονται εν συνόλω, σε αποτυπωμένες εικόνες πλήθους, δράσης και εντυπώσεων, με φόντο τα σπίτια και τους δρόμους, τη διαφαινόμενη οργάνωση και τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών. Το παρελθόν δεν είχε ακόμη στεγνώσει (νομίζω πως ακόμη ισχύει αυτό) ενώ το άδηλο μέλλον ξανοιγόταν γεμάτο φόβους και ελπίδες. Μήτε αυτό έχει κοπάσει.

    Αρκετές δεκάδες επιζώντων, εκείνων των αξέχαστων ημερών, βρίσκονται ανάμεσά μας, σε προχωρημένη ηλικία. Πολλοί έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους, άλλοι σιωπούν. Είναι ένα έργο που θα αναλάβουν οι νεότεροι, έχοντας ως βάση τις σελίδες αυτού του ιστορικού φωτογραφικού λευκώματος.

    Η δική μας δουλειά, είναι να παρουσιάσουμε απλά και χωρίς εξειδικευμένες προσχώσεις, το πλαίσιο, το πριν και το μετά των ημερών της απελευθέρωσης αφήνοντας για την απελευθέρωση την ίδια και τις εορταστικές εκδηλώσεις ικανό χώρο για να αποτυπώσει ο φακός τα συμβάντα εκείνων των ωρών.

    Το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευχερές, εάν οι πηγές ομονοούσαν σε πολλά, άφηναν απροσδιόριστα άλλα, με λίγα λόγια εάν, εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, η ιστορική έρευνα, τα απομνημονεύματα και οι αναμνήσεις, έπαιρναν τον δρόμο τους, δρόμο αποτίμησης, ψυχραιμίας και νόστου.

    Εδώ παρεμβαίνει η μακρά ασυμφωνία των μαρτυριών όταν γίνονται πηγές και αντιμετωπίζονται κριτικά, πάντως με κριτήρια ελάχιστα ασφαλή. Ακόμη και για τα συνταρακτικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922 διατηρούνται θύλακοι έντασης και ισχυρών συναισθηματικών φορτίσεων. Στην περίπτωση της πιο σκοτεινής δεκαετίας του νέου ελληνισμού, 1941-1950, παρ’ όλο το σχετικά μεγάλο διάστημα που έχει παρέλθει, η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτυριών είναι έντονα απολογητική, πάρα πολλοί μάρτυρες και συντελεστές των γεγονότων φωτίζουν όσο μπορούν τον τομέα  της δικής τους ευθύνης, ενώ τα γεγονότα που συνέβησαν δύο οικοδομικά τετράγωνα από την κατοικία τους ή στο διπλανό χωριό τους, είτε αγνοούνται, είτε εμφανίζονται ντυμένα με τη στολή της διάδοσης.

    Ο λόγος όλων αυτών των εμπλοκών δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να γίνει κατανοητός. Τα γεγονότα φωτίζονται όχι με μιας μορφής δικαιοσύνη της συνέχειας, αλλά με τα φρικτά αποτελέσματα μιας εμφύλιας σύρραξης που άφησε, και συνεχίζει να αφήνει, ένα ματωμένο ίχνος στη χώρα. Δεν έχει ξεχαστεί τίποτε, και η επικαλύπτουσα -συνήθως ευεργετικά- το παρελθόν λήθη και συγχώρεση, η αμοιβαία παραδοχή σφαλμάτων, στην ουσία η μόνη κινητήρια δύναμη για να υπάρξει ιστορική συνέχεια της πορείας ενός λαού, βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε αναμονή.

    Χαρακτηριστικά αναφέρω, διατρέχοντας πολλές χιλιάδες σελίδων προκειμένου να καταλάβω τα τεκταινόμενα ολίγων ημερών και το αποτέλεσμα των φωτογραφίσεων ενός μόνου ανθρώπου, ότι μόλις κάτι πάει να συμφωνηθεί, έρχεται ως μάταιο αντεπιχείρημα το «ναι, αλλά οι κομμουνισταί…» και απέναντί του το «ναι, αλλά οι γερμανοτσολιάδες…». Ακόμη κι αν αυτό το «ναι, μεν αλλά» υπερκερασθεί μέσα από τις συγκυρίες και τα ιστορικά αντίστοιχα άλλων χωρών, έρχεται το κούνημα ενός εγγράφου, μιας συμφωνίας, μιας “βεβαιότητας” που χρειάζονται ατέλειωτοι κόποι για να εκτιμηθεί η γνησιότητά του, επομένως η πρώτη τάση προς σύγκλιση απόψεων, πριν γεννηθεί, χάνεται.

    Χαρακτηριστικές είναι οι έντονες μεταπολεμικές συζητήσεις στην ελληνική Βουλή πριν τη δικτατορία για τον ρόλο μερικών αυτοπτών μαρτύρων ή συντελεστών εκείνης της εποχής. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρακτικά της δίκης Μέρτεν ή τα όποια αρχεία έχουν διασωθεί. Οι ήρωες εκείνων των γεγονότων κυκλοφορούν ακόμη με μια έτοιμη δικαιολογία στα χείλη που, σε άλλες περιπτώσεις και σε άλλες χώρες, θα είχαν ήδη σφραγιστεί και απορριφθεί ως γλίσχρες αιτιολογίες. Γενικά ο λόγος και ο αντίλογος συνήθως τελειώνει ακόμη με το «ναι μεν κάναμε κι εμείς ακρότητες, αλλά όχι τόσο ακραίες όσο εσείς», ή, ακόμη πιο δραματικά, «είστε ακόμη μίσθαρνα όργανα μιας υπηρεσίας ή μιας ιδεολογίας». Και μόνον η ομοιότητα των αλληλοκατηγοριών θα έπρεπε πολλούς αναγνώστες και αναλυτές να τους συνετίσει ή να τους βάλει σε δεύτερες σκέψεις.

    Περισσότερη αξιοπρέπεια (δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό) έχουν τα απομνημονεύματα αρκετών πρωταγωνιστών της εποχής. Και χωρίς την έκδοση έργων αναφοράς σημαντικών, που έχουν αναφανεί σε πρόσφατα χρόνια, ακόμη και εάν πολλά είναι προκατειλημμένα από έντονη τάση «δικαίωσης» κάποιας πλευράς που φαίνεται «αδικημένη» από την μετέπειτα αντιμετώπισή της, ομολογώ πως ακόμη και μια απλή λεζάντα σε φωτογραφία μη προσημασμένη, θα ήταν πρόβλημα. Πηγάδες, κονσερβοκούτια, μαύρη αντίδραση, συμμοριτισμός, διάθεση αντεκδίκησης, σφαγμένοι ανιόντες και κατιόντες συγγενείς πρώτου και ποικίλων βαθμών, αθώοι που εκτελέστηκαν, μπουραντάδες, Δαγκουλαίοι και Μελιγαλάδες έχουν από καιρό υπερβεί την ένταση της δεκαετίας του ’40 και ακμάζουν, προκαλώντας αμείωτη οργή και πόνο σήμερα. Η δήθεν ψύχραιμη προσέγγισή τους, είναι συχνά μια κεφαλαιοποίηση στερεοτύπων.

    Αυτό είναι το πλαίσιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε μια φράση του Τίτου Πατρίκιου, για εντελώς διαφορετικό ζήτημα, που ωστόσο θα μας απελευθέρωνε: ένα ένα τα ζητήματα. Είναι τεχνικά αδύνατον, εάν δεν ξεπεραστεί ο πρώτος πόνος μιας απώλειας, να ολοκληρωθεί στο μυαλό του πενθούντος οποιαδήποτε πρόθεση δικαιοσύνης. Όλα φαίνονται συνδεδεμένα με τον πρώτο κύριο συνειρμό, και μετά βλέπουμε. Έτσι βέβαια δεν γίνεται κάποια Αφήγηση, αλλά εγκαθίσταται ένα τρόπαιο νίκης ή ένα μνημείο ήττας, όχι ένα Ηρώο  Μνήμης τόσων Νεκρών.

    Όταν η Ιταλία περνάει τον Σεπτέμβριο του 1943 στο συμμαχικό στρατόπεδο και οι Γερμανοί αφαιρούν από τους τέως συμμάχους τους το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που βρισκόταν στην κατοχή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετο γεγονός πως η κατοχική ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιεί διατάξεις για τάγματα ασφαλείας, άσχετο εάν προϋπήρξαν ή ακολούθησαν συμπολεμιστές των αρχών κατοχής και για άλλους λογούς. Δεν γέμισε η Ελλάδα θύματα της κόκκινης βίας που ορκίστηκαν εκδίκηση όταν στρατολογούνταν, άνεργοι και πένητες στην μόνη εργοδοσία των ημερών, στην ένταξη στα τάγματα.

    Και όταν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Αθήνα, αλλά και από την Θεσσαλονίκη, με συγκεκριμένο βηματισμό και σύστημα, έφυγαν με ασήμαντες, τυχαίες απώλειες έως τα σύνορα είναι μάταιο να επαινείς μια μεραρχία που έχει δύναμη καταδρομικού τάγματος το πολύ, επειδή «έδιωξε ενόπλως» τους κατακτητές με προμελετημένο σχέδιο που λειτούργησε στην εντέλεια,όταν ο ένας καπετάνιος ισχυρίζεται ότι πήγε τους Γερμανούς σηκωτούς στην έξοδο, ενώ ο ομοϊδεάτης του σε άλλο σημείο της πόλης κατέβασε τους δικούς του σχηματισμούς όταν βεβαιώθηκε πως οι Γερμανοί είχαν φτάσει στο Βαρδάρι.

    Κι όμως, ακόμη και σήμερα, τα πάθη και οι εντάσεις που κληρονομήθηκαν στα παιδιά των επιζώντων και στα εγγόνια τους, ακριβώς επειδή η απελευθέρωση εκείνη δεν ήταν μια «εφάπαξ» ημέρα, αλλά συνέχιζε, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την Αφήγηση των ημερών εκείνων, έως πολύ αργά να καταθλίβει και να κρίνεται αμείλικτα, επειδή η μαύρη αλήθεια είναι πιο μαύρη από τις στιγμές πριν το ξημέρωμα:

    Η Θεσσαλονίκη ελευθερώθηκε προερχόμενη από μία άκρως επώδυνη δοκιμασία πολλών ετών που την ακολούθησε μια εξίσου επώδυνη διαδοχή γεγονότων, πολλά από τα οποία έχουν άμεση επίπτωση έως τις μέρες μας.

    Αυτή η στυγνή πραγματικότητα, όπως πολλά ζητήματα στη χώρα μας, αφέθηκαν να αυτορυθμιστούν, όπως η αντιπαροχή! Ένα στρώμα προσωπικής αυθαιρεσίας, που οφείλεται στην απόλυτα δικαιολογημένη άμεση εμπειρία των ημερών εκείνων, που από τους αυτόπτες και τους δράστες μεταφέρθηκε σε παιδιά και εγγόνια, ήταν αδύνατον να «συνετισθεί» σε πιο ψύχραιμες θεωρήσεις.

    Αντί για την ψυχραιμία, προτιμήθηκε αυτό που αποκαλώ «κατ όνομα επίλυση του ζητήματος».

    Με ένα λόγο, επινοήθηκε ένα είδος στερεοτύπων που υποτίθεται θα άφηνε ευχαριστημένες όλες τις πλευρές που υπήρξαν στον μεσοπόλεμο, στον πόλεμο, στην κατοχή, στον Εμφύλιο και στον μεταπόλεμο, ως ενεργά δρώσες δυνάμεις που αγωνίστηκαν να αλλάξει η χώρα ή  να μη μεταβληθεί  η «γενόσημη» ουσία της. Επινοήθηκε ο όρος «Εθνική Αντίσταση», όχι ως ενωτική ορολογία, αλλά ως συμφυρμός των τέως αντιπάλων που είχαν διακριτούς στόχους σε κάτι διαφορετικό. Οι χειρονομίες συμφιλίωσης παρέμειναν τυπικές, και οι χωριστοί αναμνηστικοί εορτασμοί έγιναν καθεστώς.

    H Αντίσταση έχει το όνομα Resistance ,όπου ασκήθηκε-απλά, «Αντίσταση». Δεν υφίσταται «Αντεθνική Αντίσταση» για να υπάρξει και «Εθνική». Και από την εισβολή των Γερμανών στην τότε Σοβιετική Ένωση, έως τον πυρηνικό ανταγωνισμό,ή κάπου εκεί, οι Δυτικοί Σύμμαχοι και οι Σοβιετικοί, ήταν σύμμαχοι-τελεία και παύλα. Και ως σύμμαχοι ,επιφανειακά τουλάχιστον, προσπαθούσαν να ασκήσουν την Αντίσταση.

    Αλλά ο όρος «εθνική αντίσταση» μεταπολεμικά σημαίνει στην ουσία αναγνώριση σε «σπαστές» χρονικές περιόδους διαφόρων ομάδων, αλλά και στρατευμάτων, επίπεδα και με στόχο την παροχή ευεργετημάτων, ηθικών και υλικών.  Ακόμη και σήμερα, και τελείως άσχετα με τα πολιτικά γεγονότα που επιβλήθηκαν στην κοινή γνώμη, υπάρχουν αντιρρήσεις, που ενίοτε τελειώνουν με βίαιες αντεγκλήσεις και  ξυλοφορτώματα, ομάδων που καταθέτοντας ένα στεφάνι δέχονται τις αντιδράσεις των εναντίων.

    Μια απλή παραδοχή πως τόσοι και τόσοι άνθρωποι, δεν θυσιάστηκαν ή μακελεύτηκαν για την ευλογημένη ημέρα της ελευθερίας, αλλά για την επόμενη μέρα της επικρατούσας διακυβέρνησης.

    Μακριά από εμάς και τους συντελεστές της έκδοσης, η εμφύλια πρόθεση. Θα μετρήσουμε τις σίγουρες χρονολογίες, θα χωρέσουμε ανάμεσά τους γενικές προτάσεις που δεν γέρνουν από φιλίες ή έχθρες προς κάποια πλευρά. Είναι πολλοί οι νεκροί και μεγάλες οι ελπίδες της ειρήνης, και είναι κρίμα που δεν σεβόμαστε την άλλη πλευρά χωρίς να λειτουργούμε με κανόνα και διαβήτη.

    Αυτό το πολύτιμο αποδεικτικό στοιχείο,που ο Χρήστος Καλεμκερής βγάζει στο φως, μακάρι να γεμίσει με σχόλια, αναμνήσεις, επεισόδια της εποχής, τοπογραφία και πολιτικές αποφάσεις. Ούτως ή άλλως ήταν ένα σύνθετο σύντομο χρονικό διάστημα, όπου ενάντιες δυνάμεις έπαιρναν θέσεις αναμέτρησης, βασανιστές και εκμεταλλευτές είχαν ήδη εξαφανιστεί από το προσκήνιο, άλλοι καιροφυλακτούσαν πάνω στις λίρες τους περιμένοντας να περάσει η μπόρα και πενήντα χιλιάδες απόντες, από μήνες, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, θάμπωναν ως εικόνες μέσα στα μαρτύρια που τράβηξαν, ενώ το βιός τους το μοιράζονταν ανίδρωτοι επιτήδειοι. Οι ένοπλοι, ο καθένας με το βάρος του, άλλαζαν θέσεις και γραμμές μέσα στην μακεδονίτικη γεωγραφία, ωσάν ένα περίτεχνο και φαινομενικά άλυτο σύστημα δεκάδων εξισώσεων με πολλαπλάσιους αγνώστους. Παιχνίδια με τον καιρό, παιχνίδια με την πολιτική, τα τοπία που κανένας δεν θα ζούσε πια.

    Μπροστά μας είναι το προφανές. Χωρίς καθόλου να ξεχάσει (είναι ολέθρια τακτική η άμβλυνση της ορολογίας στην αμφίδρομη βία και η τοποθέτηση καυδιανών δικράνων στους μισούς Έλληνες από τους άλλους μισούς, κατ΄εναλλαγήν) ο ελληνικός λαός είναι επείγον να ζητήσει συγγνώμη για το μάταια και άδικα χυμένο αίμα και να παραγραφεί η όποια συνέπεια από την εμφύλια διαμάχη, μακριά από ορολογίες. Εάν μου επιτρέπεται μια έκκεντρη σύσταση, η συγγνώμη έχει σημασία όταν την ζητούν οι αθώοι. Και ακόμη πιο σημαντικό είναι να χωριστούν οι περίοδοι για τις οποίες μιλάμε, και να πάψει η υποδοχή σε ενιαίο τορβά ετεροχρονισμένων γεγονότων.

    Πρέπει να καταλάβουμε από το σχολείο και από το σπίτι πως η εποχή των εκτελεστικών αποσπασμάτων από τις δυνάμεις κατοχής δεν έχει καμία σχέση με τα εκτελεστικά αποσπάσματα της εποχής της νίκης της παράταξης που τερμάτισε τον εμφύλιο. Μακριά από κάθε λογική ηθικής και αναμετρήσεων. Οι άνθρωποι από την δικτατορία του Μεταξά έως την αναγνώριση του ΚΚΕ στην μεταπολίτευση, μεγάλωσαν, ωρίμασαν, μερικοί τα έχασαν και ξεκούτιαναν, άλλοι αναδείχτηκαν  σημαντικοί παράγοντες ύφεσης και συμφιλίωσης ή δεν λένε να ξεκολλήσουν από έντονες και βίαιες σκηνές που χαντάκωσαν τη ζωή τους. Είναι λογικό να υπάρχει ακόμη ζωντανή ατομική μνήμη, επειδή τα γεγονότα που έζησαν τρεις γενιές Ελλήνων ήταν σαφώς πάρα πολύ τραγικά για να αφομοιωθούν από μία γενιά νικητών και ηττημένων. Επειδή, οι Έλληνες χωρίστηκαν ,μετά το 1949, σε νικητές και ηττημένους. Αμφότεροι, γέμισαν με σημειώσεις τα περιθώρια της «Βίβλου του Εμφυλίου» με άφθονα «ναι μεν αλλά».

  • Βράχοι από φελιζόλ

    Αδύνατο να συλλάβουμε την συνάρτηση της εκάστοτε τρέχουσας μουσικής με την πολιτική κατάσταση. Σήμερα, βιώνουμε την μετάβαση από την ενηλικίωση στην παραγωγική ηλικία των ρέιβερς και της μανούλας τους, που έμεινε στο θυμικό ως «μάνα ρέιβερ». Εννοώ αυτούς που γεννήθηκαν στα ρείθρα της μεταπολίτευσης.

     

    Το παιδί, αμάν το παιδί, τα παιδιά, αμάν τα παιδιά! Να γκοφρετιστούν, να οικολογηθούν, δεν παίζουν πλέον στις αλάνες, φταίμε, φταίμε, κι εμείς και όλοι. Κι όταν βγαίνουν στο γυαλί, απαραιτήτως να καταγγέλουν την άκαρδη κοινωνία που τα βυθίζει στην απάθεια. Γονική εισβολή στα πάντα.

     

    Ενώ το σημείο τήξης με το σημείο πήξης, βρίσκεται εκεί, τότε που ήταν όραμα η συνθήκη του Μάαστριχτ. Κατά το 1992. Έκτοτε, το ρήγμα των γενεών, έγινε ωκεανός αδιαπέραστος.

     

    Ένας αυτοκράτορας απόθανε και τον ήβαλαν στη σαρκοφάγο του. Περνάει, μετά από μέρες απέξω ένας καντηλανάφτης και ακούει παράπονα εκ του τάφου. Δεν ήταν θάνατος, αλλά νεκροφάνεια. «Βγάλε με έξω, είμαι ζωντανός» του κράζει ο άναξ. «Άλλος τώρα βασιλεύει!» απαντά ο απέξω. Χεσμένος από το φόβο του, το κρατάει μυστικό, εντέλει το μαρτυράει στον πρωτοπαπά. Ανοίγουν το κιβούρι, πέρασαν μέρες πολλές. Τον βρίσκουν αποθαμένο και, λεπτομέρεια της νεκροψίας, είχε φάει τα χέρια του, έως τους αγκώνες.

     

    Τα δικά μας χρόνια ήτανε τρισχειρότερα (παρά τον έπαινο του «άλλου ήθους») αλλά  όποιος γέροντας σαλιάριζε ,τον εκπροσωπούσαν οι ρόλοι του Κωνταντάρα, κι όχι το στιχηρόν «ο σοφός ο γεροντάκης» μήτε ο Μπαρμπαστάθης.Θα ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας μέρες αβίωτες και στοιχειωμένες. Από τη μιά, Μακρονήσι και Τραμπ, Κατρούγκαλος και κωλοτούμπες. Από την άλλη ,εκεί που περίμενες ριζιμια λιθάρια, έστω με σύντριμμα στα πέριξ, βράχια από φελιζόλ που γδέρνονται κι αφήνουν μπιλάκια πολυστερίνης, δηλαδή από αέραν κοπανιστόν.

     

    Όσο και να φάμε τα λυσσακά μας, άλλος βασιλεύει.

  • Άγραφοι νόμοι

    Συμπληρώνω σαράντα και δύο χρόνια ως συγγραφέας με μπλοκάκι. Δηλωμένος. Ζήτημα να κύλησαν ενδιαμέσως δέκα ημέρες που δεν έγραψα μήτε γραμμή.

    Ήταν εύκολο, και γινόταν όλο και πιό εύκολο, με το κύλισμα του χρόνου. Πλην με ζόριζε και με τυραννούσε, ένα παλαιό γνωμικό: Η γραφή, έλεγαν, αραιώνει και ευτελίζεται, όταν την ασκείς καθημερινά. Δεν μπορείς να γράψεις πλέον τα βαθύνοα και τα σημαντικά, που θέλουν αποχή , σκέψη, αναθεώρηση, διορθώσεις, δισταγμό, στοχασμό. Τόσοι και τόσοι «δημιουργοί» χάθηκαν στο μεροκάματο, παραχωρώντας σε ευκολάκια το τάλαντο ή τα «που είσαι νιότη που έλεγες πως θα γινόμουν άλλος». Διότι, συμπλήρωναν, η υπερέκθεση βλάπτει, η δημοσιογραφία είναι κατάρα, οι ιδέες χρειάζονται την αγρανάπαυσή τους, επομένως πρέπει να κάνεις κράτει :ακόμη κι αν σε πιάνει ντελίριο, ποτέ δεν βλάπτει το συρτάρι.

    «Λίγα και καλά» ήταν η συνταγή που κυκλοφορούσε. Στην ίδια συνομοταξία με τον αθλητή που εάν δεν είναι εγκρατής πριν τον αγώνα, σέρνεται στην κρίσιμη ώρα.

    Τελικά, μετά από μιάμιση μυριάδα κειμένων, σεναρίων, μελετών, άρθρων και «λογοτεχνί» κειμένων, δεν κουβαλάω την ίδια φοβία.

    Η γραφή, έχει ναρκωτικές ιδιότητες. Έχεις μπροστά σου μια ξυλόσκαλα να την ανέβεις. Μπορείς να περάσεις άπειρα χρόνια δίβουλος, στο πρώτο σκαλί. Ή, σαν το Σίσυφο, να την ανεβοκατεβαίνεις.

    Ούτως ή άλλως η κυρά Έμπνευση, έρχεται στους πάντες συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Σπανίως. Επίσης, φεύγει, όταν λήγει το ραντεβού.Μόνιμη σχέση με την Έμπνευση, δεν ισχύει. Οι απεγνωσμένοι, που προσδοκούν αρρεβώνα ή γάμο μαζί της, ματαιοπονούν.

    Όπως μάθει κανένας. Μπορεί να εκτιμώ τους ολιγογράφους, αλλά δεν τους ζηλεύω.Απεναντίας, φθονώ κάθε λουρίδα ύπνου που μου στερεί το γράψιμο, κάθε χαζολόγημα που με κρατάει μακριά από την πληκτρολόγηση.

    Προτιμώ ένα ποτήρι μελάνι διότι δεν αιμορραγώ.

  • To λένε τ΄αηδονάκια στα χαρακώματα

    Πείτε με ελαφρόμυαλον, αλλά διακρίνω στους βαρετούς διαλόγους ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη μη-κυβέρνηση, μερικές γραμμές των οριζόντων που ταυτίζονται. Εκδίδει ο Μητσοτάκης (πάλι και πάλι) μια σειρά γραμματίων και του απαντούν «μη μιλά ρε εσύ που έδγιωξες κόσμο και σταμάτησες τις μεταρρυθμίσεις». Άκεφα τις εκδίδει, άκεφα δέχονται τα γραμμάτια. Τα ίδια και τα ίδια. Αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει. Ποτέ. Οι δίκαιοι σιωπούν/ σα μη είχαν τι να πούν.Οι νόμοι δεν ταιριάζουν με τις προθέσεις που θα επιθυμούσαμε. Οι δικαστές, μια ζωή παρέα με τα αναδρομικά τους. Σε όλες τις πράξεις που χρειάζονται ζωντάνεμα ή φρεσκάρισμα, σκάφτηκε νέο χαράκωμα.

     

    Επειδή η σύγκλιση των κομμάτων έρχεται ,έφτασε, καταφθάνει, οι πιό ανήσυχοι μετράνε ψηφαλάκια και ενίοτε βλέπουν πως τους συμφέρει να παίρνουν τις αποστάσεις τους  από την τάχα μου συμφιλίωση. Γιατί να πάρει αέρα μόνον η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ; Να γκρινιάξει λίγο ο Φίλης, που έχει αξιωματικό λέγειν, να ευεργετηθεί στην κάλπη. Κι άλλοι, κι άλλοι, ένα σωρό. Οι γρυλλίζοντες, ανοίγουνε πανιά. Κι αν δούνε τα , «οι απόψεις τους παρερμηνεύτηκαν»

     

    Βλέπετε τον Ραχόι που το παίζει αφστηρός και τον Καταλανό με το φριχτό κούρεμα, να ετοιμάζει τον λαό του για σούβλα. Βλέπετε οι εκλογές που μας οδηγούν. Ο Μητσοτάκης δεν παίζει τον αυστηρό, επειδή άλλοι τον παίζουν καλύτερα. Συμμάχους δεν έχει-παγωμένα τα γιούλια κι οι βιόλες. Ελπίδα όλων, μα όλων ,οι μεθεπόμενες ντιπ αναλογικές εκλογές. Η τράπουλα δεν είναι σημαδεμένη. Λείπουν φύλλα.

     

    Έναν αξιοπρεπή Διχασμό διαθέταμε οι έρμοι και σκότεινοι , τόσες δεκατίες, να καμωνόμαστε πως φταίγει η τρισκατάρατη Διχόνοια. Ακόμη κι αυτόν τον ακυρώνουν.Είμαστε δεμένοι στην επιλογή των χειρότερων ομοιοκαταληξιών που γέννησε η λογοτεχνία μας:

     

    Κ᾿ ὕστερα, σὰ νὰ μοῦ κρατοῦν τὴν καλαμάτα στὸ χορὸ
    βλαχοῦλες καὶ βλαχόπουλα,
    κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σειέμαι καὶ λυγῶ καὶ στρίβω καὶ νυχοπατῶ,
    νὰ μοῦ φωνάζουν: ὄπουλα! …

  • Ο ρεζιλεμένος

    H εκπαίδευση των νέων, ήταν,μεταπολεμικά, ένα δημοφιλές σπορ. Τα παιδιά βάφτιζαν άλλα παιδιά, όταν οι γονείς κρίνονταν γέροντες και πετσικαρισμένοι, σε έστελναν σε γραφειοκρατημένες υπηρεσίες, αλλά κυρίως σε επισκέψεις. Όταν δεν ευκαιρούσαν. Η αποστολή τέκνου σε ονομαστική επίσκεψη θεωρούνταν και κίνηση αφοπλισμού μεταξύ οικογενειών, αν έπεφτε κανένα σιχτίρι ή καβγαδάκι.

    Μήτε δεκαετής, ντυμένος στα καλά μου, βρέθηκα στην ονομαστική εορτή του οικογενειακού μας γιατρού, του κυρίου Κανδυλάκη. Ζούσε με την αδελφή του, σχετικά κοντά και κρίθηκα ικανός γιά αυτήν την δικαιοπραξία. Νομίζω τον ήλεγαν Μανώλη.

    Δέκα ευγενείς νοματαίοι στο σαλόνι με τα λιονταροπόδαρα, ημιφώτιστο, λιγομίλητοι. Η αδελφή του ετοίμαζε δίσκο με κιουρασό, έδωσε και σε μένα, ευχηθήκαμε. Μετά προσκομίζει ένα γυάλινο αναγλυφί, γαλαζοπράσινο πιατελάκι φίσκα στα γεμιστά σοκολατάκια. Το ήφερε κατευθείαν μπροστά μου.

    Δεν ξέρω τι πνεύμα πύθωνος με διακατείχε, αλλά πίστεψα πως το πιατελάκι, με καμιά εικοσαριά γεμιστά, μου ανήκε! Αντί να πάρω ένα και να πω το γαμημένο το «ευχαριστώ» άδραξα με τα δυο χέρια το σκεύος και προσπαθούσα να το βάλω στα γυμνά γόνατα, για να το αποτελειώσω με την ησυχία μου.

    Η αδελφή του γιατρού αντιστάθηκε στην αρχή, αλλά επέμενα. Χαμογέλασε και μου το άφησε ελεύθερο εις χείρας μου. Όρμησα με πάθος, και μπουκωμένος, πρόσεξα πως η σύναξη των ενηλίκων κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια. Κατάλαβα το έγκλημα, και σεμνά, καταπίνοντας  ό,τι υπήρχε στο στόμα, απιθωσα το μπολ στο τραπεζάκι., κόκκινος από ντροπή.

    Έγινε η τελετουργική γύρα ,όλοι περάστηκαν και η αδερφή του ευγενέστατη μου λέει «θέλεις νεράκι, Πανούλη;»

    Όχι δεν ήθελα. Περίμενα λιγα λεπτά, σηκώθηκα, χαιρέτισα και έφυγα.

    Βγήκα φρυγμένος και βρήκα τη βρύση στην αυλή του Καράμπελα, Έχωσα στο στόμα το μουσλούκι της και ήπια ώσπου να σκάσω.

    Το βράδι, δεν άντεξα και το λέω το ρεζίλι στον πατέρα μου. Δεν γέλασε, δεν με μάλωσε. Απάντησε πως σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, τον κέρασαν σε μια γιορτή γεμιστό φοντάν με ένα ζωντανό κεράσι, με το κοτσανάκι απέξω, αλλά είχε μέσα λικέρ, δεν το περίμενε και περιχύθηκε.

    Άρα ήμουν μέρος οικογενειακής παράδοσης και δεν έτρεχε τίποτε. Μόνον η μάνα μου κοίταξε πατέρα και γιό εύγλωττα, εννοώντας “που θα πάει, κάποια μέρα θα σας εκπολιτίσω”

     

  • Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

    Είμαστε τελείως λάθος. Το ζήτημα είναι πως βρίσκεσαι πάντοτε, εδώ και μήνες, φάτσα κάρτα παντού. Κυβερνάς όχι χώρα, αλλά την ατζέντα της ημέρας. Κι αν τυραννάς τα αγγλικούλια, δεμπειράζει: και κάτι ξαδερφάκια μου έλεγαν “Τριούμπη” την Τράιομφ, αλλά τα συμπαθούσα. Κι αν γελάς ωσάν τον χάχα, σε καλό σου βγαίνει-τόσοι και τόσοι μορφάζουν, δε γελούν. Ακόμη κι αν σε περάσουν από δίκη, αθώος θε να βγεις. Όταν φύγεις απο τα πράματα, μια βελέντζα θα σε σκεπάζει, και κάθε τόσο θα τηνε ξεπλένεις στην ντρίστρα. Στη λίστα των χειρότερων, μήτε στην πρώτη δεκάδα δεν θα είσαι.  Το κύριο συστατικό σου δεν είναι τοξικό, μήτε επικίνδυνο- είσαι γεμάτος διαλυτικό.Δεν θέλεις να ξέρεις, φυγόπονε. Δεν θέλεις να μάθεις παραπάνω απ΄οσα ξέρει ένα ντουβάρι. Ναι, είμαστε τελείως λάθος.

  • Αχ και να ξέρατε πόσους ηγέτες , καθηγητάδες, αυτοδιοικητικούς και προέδρους διαλέγαμε επειδή ήταν “μπουνταλάδες, αλλά καλά παιδιά”, “αν δεν τον εκλέξουμε, θα αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης”, “χάλια είναι ,αλλά ξέρετε καναν καλύτερο;” και κυρίως με κριτήριο “μικρός είναι, θα μάθει”…

  • Μακρόσυρτα ταξίδια ανατολίτικα

     

    Είπαν να ξεμουδιάσουν και ξεκινησαν από την ομογένεια. Άγνωστα άτομα, σαμπως μικρομεσαίοι επενδυτές. Γελαστοί, και οι δικοί μας περισσότεροι ,ως επισκέπτες. Συσκέψεις, και μια επίσκεψη σε κινηματογραφική βιομηχανία-σαν μανιφατούρα μου φάνηκε. Εδώ έχουν τρελαθεί να έρχονται από το Χόλιγουντ, σε νησιά και έτσι και δεν τους αρπάξαμε να τους χαρούμε, σαν τους Γάλλους που παρασημοφορούν ό,τι κινείται. Όχι. Παπούτσι από το Τσίκαγκο κι ας είναι μπαλωμένο. Αν αυτοί κάνουν μπίζνες, εγώ περιμένω περισσότερα από το Καζακστάν.

     

    Είπαμε Τραμπ και άλλα υποστηρικτικά του Χρέου και μας μπλάστρωσε στους προϋπολογισμούς. Τόσο τα αερόπλανα ,θύμησες από το Ελληνικό, ο μυαλός τους να δουλέψουν οι εδικοί τους εργάτες. Είναι τόσο μπατιρημένοι, ή εμείς τόσον απεγνωσμένοι;

     

    Γυρίσαμε με την καμήλα στο στόμα, αγνοώντας ότι αυτό το ζώον θυμάται τα πάντα, το κρατάει μανιάτικο και πτύει ροχάλες κατα πρόσωπο. Στην Ευρώπη, βγάλαν το αριθμητήριο και μετράνε ποσότητες γραικικών υποχρεώσεων στην παλάντζα.  Με το ΔΝΤ δεν έχομε μνημόνιο-κάτι πσιλά. Με την Ευρώπη έχουμε. Στις Βρυξέλλες ξύνισαν. Ευτυχώς πρόλαβε και πήγε ο Μητσοτάκης και τώρα που θα πάει και ο δικός μας θα τον θεωρήσουν τεφαρίκι.Οι Γερμανοί σκέφτονται: εδώ και με τα φτωχαδάκια οι Αμερικάνοι κάνουν μπίζνες. Εμάς θα μας ταράξουν στους εξοπλισμούς. Καράμπα.

     

    Μακρόσυρτα ταξίδια ανατολίτικα και οι εδώ ιθαγενεμένοι ,σχολιάζουν  γόβες . Ευτυχώς  ύπνος βαθύς επικρατεί.

     

    Έπρεπε να γράψω για την επέτειο της μάχης των Γιαννιτσών. Λάθος τακτικής.