Author: Πετεφρής

  • Αστική ηθογραφία

    Μία των ημερών, πηγαίνω Κυριακή στης μάνας μου, να φάω και να παίξω στρατιωτάκια με τον αδρεφό μου, παλιμπαιδισμοί τρυφερών μπαγιάτηδων, και τις βρίσκω να μουρμουράνε πλέκοντας με την δική της αδρεφή, τη θεία Ρίτσα. Σκανιασμένες.

    «Τι γίνεται, κορτσούδια;»τις πειράζω. Δεν αντέδρασαν όπως συνήθως με ένα «ου να χαθείς, σκασμένο» γελώντας.

    Τελικά, έκριναν, χάνοντας κάθε τόσο μερικές θηλιές από την σύγχυση, τον μικρό αδερφό τους, τον Στέργιο, έναν σεμνό άνθρωπο. Τον έλεγαν Τσέλιο ή Κάβουρα. Ήταν το παρατσούκλι του. Ο πρωτότοκος, ο Πίδης (Ευριπίδης) ήταν  ο «παντρεμένος με τέσσερα παιδιά» (κι ας είχε μοναχογιό) ενώ της θειάς μου ποτέ δεν το ξεφούρνιζαν. Ήταν ο «Φου Μαντσού»,επειδή ήτανε τσαούσα.

    Ήταν οι μέρες που η Πασόκα όριζε συντάξεις εθνικής αντίστασης και ο Τσέλιος δήλωσε πως θα έκανε αίτηση. Εργάτης στα άλευρα, πιτσιρικάς βοηθούσε αιχμαλώτους στον «Παύλο Μελά», στην Κατοχή, με μια ποδοσφαιρική ομάδα που είχανε ,οργανωμένοι ,και τους στέλνανε στο βουνό, βγάζοντάς τους με τους κάδους των σκουπιδιών. Είχε και παράσημο, από τους Σέρβους νομίζω.

    Όλο το σόι, με ένα επίθετο: όχι αριστεροί, όχι ιδεολόγοι, όχι «στον αγώνα»: οργανωμένοι.  Μαρμαράδες, μηχανοδηγοί, στα αλεύρια, στον Τορνιβούκα, καφετζήδες, μοδίστρες, δασκαλίτσες, με καμμένο σπίτι, με αυλές και κρυψάνες για τη γραφομηχανή και τον πολύγραφο. Οργανωμένοι. Και να τες θλίβει ο Τσέλιος, που λαχταρούσε να τον χαιρετούν άτομα που εκτιμούσε ως άτομο με υπόληψη. Αυτό τις πείραζε. Κακώς εκτέθηκε. Κάναμε το καθήκον μας. Κι ο αδερφός μας θέλει θέση στις γιορτές. Δεν ήμασταν έτσι. Κι ο πατέρας μας πέθανε τυφλός, που λεφτά για καταρράκτη, και η μάνα μας δυο κάτια ,άφησε μια στιγμή τη σκούπα που σάρωνε, κάθησε σε μια καρέκλα και συχωρέθηκε.

    Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά με τα γυαλιά η πλέξη έβγαινε. Και μουρμούριζαν. Δεν ήθελαν να θυμούνται. Μήτε το τζιπ που έθαψαν στην αυλή, μήτε που ήρθε ο Ιμβριώτης από την Αθήνα και τον πήγαν στο κέντρο να τον παραλάβει η ΕΠΟΝ, μήτε ο πεταλάς που χούφτωσε τη θειά μου και τον βάρεσε στα μούτρα και γλύτωσε στο παρά ένα, μήτε οι βόμβες και η Οχράνα, οι προδότες και οι γραμμένοι σε άλλες ομάδες, αίμα τους, αλλά εχθροί. Ήταν εκεί στη σαλοτραπεζαρία και δεν ήθελαν μήτε τις κονκάρδες, μήτε διόλου τα κόκκινα περιβραχιόνια, και μήτε είκοσι δράμια λάδι και μήτε είκοσι λέβια. Ήθελαν να σβήσουν αθόρυβα, όπως σβήνει μια ουράνια σβήστρα τις μέρες και τις νύχτες τους , άηχες μέρες, αλλά γεμάτες βλέμματα και παρέες που δεν υπήρχαν πια. Και η γειτόνισσα που τους ρουφιάνευε από το παραθύρι της απέναντι, συγχωρεμένη κι αυτή.

     

     

     

  • Συνολάκια

    Η εκπαίδευση διακινείται υπηρεσιακώς μέσω εγκυκλίων, και εγκύκλιοι που συνιστούν «απλήν και σοβαράν περιβολήν» υφίστανται σε εισόδους μοναστηριών, άσε που εκεί διαθέτουν  μεγάλα νούμερα φούστες με λάστιχο να κρύβουν ταις πομπαίς των οι γδυμνές.

    Η Ναυπλιώτισσα παιδαγωγός, που ξένισε και επαινέθηκε με ακριβοδίκαιη κίνηση εκκρεμούς, τόσο η ίδια, όσο και πολλές προκάτοχοι αναλόγων ενδυμασιών,είναι μάλλον της αρμοδιότητας της κυρίας Καγιά και μιας τρόικας τιμητών της μόδας που ακμάζει σε ανταγωνιστικό κανάλι.

    «Όπου λείπει το γκεσέμι, αρκεί μια σουβλιστή γίδα». Ήτοι «όπου δεν νομοθετεί η Βουλή, αρκεί η απομίμηση της συμπεριφοράς της».

    Το βουλευτικόν σώμα, έχει κατά καιρούς δείξει τα όρια ανοχής των ματάκηδων του Έθνους, άσε που νομίζω πως είχε ξεφύγει στην αίθουσα ένα «μάνα μου εσύ»
    αν και μπορεί να φύρανα και να λαθεύω.

    Έχουμε ιδεί τέτοιο μποχώ, ζαρντινιέρ, αεροδιάδρομο στήθους, ανάγλυφους μηρούς και χαμόγελα σαγήνης, την ώρα που ξεκατινιάζονται πάνω σε τροπολογίες και νομοσχέδια, που οι πολίτες, παίρνοντας τις βουλεύτριες ως μέτρο, ρυθμίζουν τα της Παιδείας ενδυματολογικώς.

    Εξάλλου εάν εφόρει την ίδια τρέσσα, όχι χρυσή, αλλα μπουρλωτής διπλοβελονιάς, ωσάν ρέλι σεγκουνιού σαρακατσάνικο, δεν θα την δέχονταν μήτε στα καγκέλια.

    Άσε που γέλασε η κοπέλα και χαίρονταν  ο κόσμος.

  • Ο κρόνιος λίθος 4/9

    Η Θεσσαλονίκη προς το τέλος της Κατοχής

    Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που ήταν έφηβοι στη διάρκεια της κατοχής, παραξένευαν εμάς, τις μεταπολεμικές γενιές, με την εμμονή τους στο να μη σπαταλάμε ψωμί και να έχουμε αίσθηση αποταμίευσης. Το ίδιο νοιάζονταν για να αξιοποιούν και το παραμικρό ρετάλι από υφάσματα, καθώς αναθυμούνταν, κυρίως από τα χρόνια της αμερικανικής βοήθειας που έβγαιναν στον δρόμο ντυμένοι «καρναβάλια», κατά την έκφραση πολλών, τουτέστιν με μερικά από τα μεσοπολεμικά υπερατλαντικά αποφόρια.

    Πήρε καιρό να καταλάβουμε, μέσα από τις αφηγήσεις τους, ότι ο ελληνικός πληθυσμός κυριολεκτικά πέθαινε από πείνα και του έλειπαν τα απαραίτητα κατά μεγάλα διαστήματα της ξένης κατοχής. Εκτός από τον πρώτο καταστροφικό χειμώνα, ακόμη κι όταν η παραγωγή με τα ζόρια θα άφηνε σχετικά λίγους παραπονεμένους συμπατριώτες, η απόλυτη προτεραιότητα διανομής τροφίμων στους κατακτητές και στους υποστηρικτές τους, έφερε μαύρη αγορά και μεγάλη διαφορά επισιτισμού ανάμεσα στον χωρικό και στον άνθρωπο της πόλης.

    Το κενό καλύφθηκε με τις ξεπεσμένες οικογένειες να κινούνται με ό,τι πολύτιμο διέθεταν, προς τους κατόχους αλεύρων, λίπους, φυτικού και ζωικού, ψωμιού και οσπρίων, ζάχαρης και ζυμαρικών. Δίπλα στην φασολάδα, ως ποθητό έδεσμα παραδοσιακό, ήρθε να προστεθεί η νερόβραστη λαχανίδα. Αυγά, κρέας και παρόμοια, ήταν όντως δυσεύρετα.

    Την κατάσταση είχε επί χρόνια εντείνει η τακτική των Συμμάχων, να μην επιτρέπουν δέματα του Ερυθρού Σταυρού να φτάνουν στις κατεχόμενες περιοχές. Οι κατακτητές έκαναν αφαίμαξη των ελληνικών πόρων και πλήρωναν με ένα άνευ αξίας νόμισμα. Συχνά, ανταλλακτική αξία είχαν τα τσιγάρα και άλλα «φορητά» είδη, παρά τα διαβόητα κατοχικά χαρτονομίσματα.

    Οι αποθήκες άρχισαν να γεμίζουν πάλι, αλλά πάντοτε υπέρ των αρχών κατοχής, μόνον που ένα μικρό μέρος διεφθαρμένων στρατιωτικών και ένα μεγάλο μέρος διεφθαρμένων πολιτών που είδαν στις αρχές κατοχής μια καταπληκτική ευκαιρία πλουτισμού, άρχισε να δημιουργεί ρήγματα στον κοινωνικό ιστό των σκλαβωμένων.

    Ένας προμηθευτής αναλωσίμων των ενόπλων δυνάμεων ξένης χώρας, ένας έμπορος μαύρης αγοράς και ένας σαράφης που κέρδιζε από τις μετατροπές αξιών, ένας κλέφτης αποθηκών που μοίραζε το κλεμμένο με μια ομάδα εχθρών που έκανε τα στραβά μάτια, και ένας εργολάβος που κατασκεύαζε αμυντικά έργα για τον κατακτητή (ευχόμενος να βομβαρδιστεί το έργο του για να μη φανεί ποτέ η ευτέλεια της δουλειάς του) ήταν μια δυνητική πελατεία για τους κινηματογράφους, τα θέατρα, ακόμη και τις αίθουσες τυχερών παιγνίων που οι κατοχικές αρχές είχαν επιτρέψει στα τελευταία τους.

    Η πορνεία ήταν εξευτελιστική και γιγαντώθηκε, πλην υπήρξε επικερδής και βοήθησε να ζήσει κόσμος και κοσμάκης. Ταυτόχρονα υπήρχαν οι πεινασμένοι αξιοπρεπείς που κυκλοφορούσαν με μια άδεια καραβάνα και επαιτούσαν συμμετοχή σε συσσίτια, και οικογένειες που αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες στην ύπαιθρο, σε χωριά και μικρότερες πόλεις, συχνά σε συγγενείς, για να αντιμετωπίσουν, εκτός από συμπόνια και παροχές, που δεν έλειπαν, άκαρδους χωρικούς και εκδικητικές φύσεις.

    Οι εκ χωρικών που ζούσαν σε πόλεις ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους, διότι ο κλασικός αποθηκευτικός χώρος του μέσου νοικοκυριού δεν ήταν φαναριέρα και τα ερμάρια, αλλά ο χώρος κάτω από το ντιβάνι όπου διέμενε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ήταν βλάχικη αστική συνήθεια και πριν την κατοχή και τώρα το έπρατταν πολλοί.

     Ήρθε στο χωριό ο κουτσός μου  ξάδελφος, ο Ζ., που τον ξέραμε ως αξιωματικό του Τσάρου. Ήταν τώρα εκτελεστής. Αμέσως μου μήνυσε πως οι μέρες μου είναι μετρημένες. Το βράδυ ζέψαμε ένα κάρο, πήρα μια βαλίτσα και μέσα σε ένα φόρτωμα ζωοτροφές, χόρτα, δύο φίλοι με πήγαν Σαλονίκη. Γιαννιτσών με Μοναστηρίου με άφησαν. Είχα είδηση για ένα δωμάτιο στην Αγίου Δημητρίου και έμενα εκεί. Μια φορά το μήνα έστελναν από το χωριό καβουρμάδες, βούτυρα, αλεύρια και ζάχαρες, στεγνωμένα φρούτα, τουρσιά και δύο, τρία πλαστά ψωμί. Στα χωριά είχανε παντού κρυψώνες. Έδιναν τα μισά και λιγότερα στον επισιτισμό. Όσα δεν πήγαιναν σε συγγενείς, τα πουλούσαν σε ανθρώπους που έφταναν στο χωριό και έδιναν καθρέφτες, προικιά, πιάνα, ό,τι μπορείς να φανταστείς και παρακαλούσαν να αφήσουν τα παιδάκια τους, έστω για λίγες μέρες. Δεν πείνασα. Όσοι είχαμε αποκούμπι σε χωριό, δεν πεινάσαμε. Κάτω από το σιδερένιο ντιβάνι μου, μισοί τενεκέδες και καλάθια, πολλά. Έστελνα πίσω τα άδεια.(Θ. Θ, 1966)

    Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, τον τελευταίο καιρό της κατοχής, ήταν ενταγμένο σε κάποια οργάνωση, σε κάποια νεολαία, και η πλάγια ματιά για τον εντοπισμό χαφιέδων και προδοτών, ήταν σε πρώτη ζήτηση. Χαρακτηριστικό είναι ένα ειδησάριο του καλοκαιριού του 1945, σύμφωνα με το οποίο οι δικαστικές αρχές επεξεργάζονταν τέσσερις χιλιάδες φακέλους με δεκαπέντε χιλιάδες ονόματα ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τις αρχές κατοχής και θεωρήθηκαν δοσίλογοι. Ο λόγος αυτής της δημόσιας κοινοποίησης, στην καρδιά της φάσης της νέας Τρομοκρατίας, εναντίον των αριστερών, μπορεί να σχετίζεται με την ενίσχυση της πίεσης των Άγγλων προς τους Αμερικανούς να «αναλάβουν» να κρατήσουν την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο, και οι Αμερικανοί δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια χώρα που είχε διαβρωθεί θανάσιμα από τους Ναζί. Επομένως, μπορούσε το κράτος να καταπιέζει τους αριστερούς, αλλά χρειαζόταν και αποδείξεις πως δούλευε μιας μορφής εκκαθάριση από φιλοναζιστικά στοιχεία. Ακόμα και αν είναι ανακριβής ή σκόπιμη η συγκεκριμένη πληροφορία, αντικατοπτρίζει ωστόσο εύγλωττα την εικόνα μιας πόλης που το 1940 είχε 225 χιλιάδες κατοίκους από τους οποίους οι 60 τουλάχιστον χιλιάδες είχαν εξοντωθεί ή δραπετεύσει. Επομένως, με βάση αυτά τα δεκαπέντε χιλιάδες ονόματα (ακόμη και αν εν πολλοίς δεν ανήκαν σε μία οικογένεια ανά άτομο αλλά σε λιγότερες), μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο αριθμός των συνεργατών, των καταδοτών και των εμμέσως ευνοουμένων από την κατάσταση ήταν γύρω στις 40 χιλιάδες, χωρίς να υπολογιστούν οι νέοι κάτοικοι, που κατέφευγαν στην πόλη από την απορρυθμισμένη ζωή στην επαρχία και πολλοί από αυτούς δεν είχαν εχθρικά αισθήματα προς τις αρχές κατοχής. Είναι ένα τεράστιο ποσοστό, ο ένας στους τέσσερις κατοίκους να ήταν σε κάποιας μορφής μη εχθρική επαφή με τον κατακτητή.

    Έως το τέλος του 1942, όταν ο Ρόμμελ ηττήθηκε, έστω δι’ αντιπροσώπου, στο Ελ Αλαμέιν, ακουγόταν συχνά στη Σαλονίκη η κραυγή (καλύτερα αναγγελία εμπορικών πράξεων) «Βάστα Ρόμελ». Ήταν η κραυγή σαράφηδων και μαυραγοριτών, που ήξεραν ότι αν δεν κατέρρεε το Άφρικα Κορπς, η μαύρη αγορά θα είχε κάποιες ελπίδες μακροημέρευσης.

    Η άλλη επιφώνηση, των σαράφηδων, «μάρκα-λέβια» (πρόσκληση μετατροπής) έμεινε κάπως περισσότερο. Ας σημειωθεί πως η Γερμανία έβαλε μια τάξη στα καταρρέοντα οικονομικά της χώρας, τα έκανε να φαίνονται ως συνεταιρισμός, έστω ετεροβαρής, ενώ ο κόσμος εκτελούνταν με την ίδια ψυχρότητα, και το φαγητό συνέχιζε να είναι λίγο, αλλά μερικά φορτώματα από Τουρκία μείωσαν την αγριότητα της γενικής πείνας.

    Βέβαια, η ζωή δεν ήταν επιταγμένη στο άγχος του πολέμου, κι ας μας φαίνεται απίστευτο.

    Ιούλιο 1944 στο σπίτι της Ε.Μ. ήρθε ο γερμανοντυμένος συγγενής Κ. και ζήτησε από τη Θωμαή και τη Λ., εξαδέρφες, να ντυθούν και να τις πάει στις γυμναστικές επιδείξεις που θα γίνονταν στη ΧΑΝΘ, παρουσία των αρχών. Η Θωμαή καταχάρηκε και άρχισε να ετοιμάζεται, η Λ. δαγκώθηκε. Ήταν οργανωμένη. Πήγε στο μικρό καμαράκι που έβλεπε στον παράδρομο και έγραψε σημείωμα στη φιλενάδα της, την Ε.Σ.: «Έλα, Ε., τάχα να με πάρεις για τα Γαλλικά που έχουμε μάθημα με τον κουτσό. Ζήτημα ζωής και θανάτου». Άνοιξε το παντζουράκι, κι έξω έπαιζαν οι γαβριάδες μπίκο. Ανάμεσά τους σμικροί, ο Χ. και ο Γ. Χ. αδέλφια. Τους έδωσε το σημείωμα και τους είπε να το πάνε στην Ε. στον άλλο δρόμο, παρακάτω. Πήγαν τα παιδιά κι ενώ ο γερμανοντυμένος  περίμενε να ετοιμαστούν τα κορίτσια, εμφανίστηκε η Ε. τάχα ξεχασμένη και έβαλε τις φωνές στη Λ. που είχαν γαλλικά και το ξέχασαν. Έτσι πήγαν ο Κ. και η Θωμαή. Αυτήν τη Θωμαή τη μνημονεύει ο Χειμωνάς στο γιατρός Ινεότης. Ήταν παντρεμένη με έναν Β. που είχε ανταλλακτικά αυτοκινήτων στο Βαρδάρι κοντά στο φαρμακείο Ζωγράφου και μετά άνοιξε μαγαζί με έπιπλα κουζίνας σε άλλη πόλη. (Λ.Χ, 1992)

    Στα τελευταία της Κατοχής, όταν η κατάρρευση και η αλλαγή προσανατολισμού της Ιταλίας, έφερε στρατιωτικές ανακατατάξεις στη μακεδονική ύπαιθρο, με τοποθέτηση βουλγάρικων φρουρών και ισχυρή αντίδραση εκ μέρους των τοπικών ελληνικών αρχών, η ναζιστική προπαγάνδα εναντίον των σοβιέτ που νικούσαν στο ανατολικό μέτωπο και τα διλήμματα που αυτή έθετε σε έναν πληθυσμό διαμοιρασμένο σε ποικιλίες από ελίτ, λειτούργησε συνενωτικά για μια μειοψηφία πολιτών που, χωρίς να επιθυμούν την συνέχιση της ξένης κατοχής, επιθυμούσαν διακαώς τη μεταπολεμική ένταξη στον δυτικό κόσμο.

    Τότε άρχισαν να ξαναγεννιούνται οι μεσοπολεμικές συστημικές κατηγορίες για την αριστερή Αντίσταση, ειδικά σε ζητήματα που είχαν ταλανίσει τον ελληνικό βορρά, για το θέμα μιας «αυτόνομης ενιαίας Μακεδονίας», που αποτελούσε μια πλατφόρμα που αφ’ ενός συμβάδιζε με αριστερίστικες πεποιθήσεις, οι οποίες επί ένα διάστημα ήταν κυρίαρχες στο κομμουνιστικό κίνημα, αφ’ ετέρου αφορούσε  σερβοβουλγαρικούς ανταγωνισμούς για περιοχές και κατοίκους διεκδικούμενους (είχαν ξεκινήσει ως διεκδίκηση των σόπτσηδων, ήτοι των κατοίκων που ζούσαν στα σερβοβουλγαρικά σύνορα) που είχαν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην νεοελληνική μεταπολεμική χάραξη πολιτικής.

    Η Θεσσαλονίκη, με τον έμπρακτο αντισημιτισμό μιας μερίδας της κοινωνικής ελίτ και το έντονο προσφυγικό πρόβλημα που ποτέ δεν το διαχειρίστηκαν οι κάτοικοι της πόλης αλλά οι στοργικοί εκλογοπατέρες και προσφυγοπατέρες, ήταν επί δεκαετίες στο επίκεντρο αυτής της έντονης συζήτησης για το άδηλο μέλλον.

    Η πόλη είχε «ταϊστεί» κατάλληλα με το κουτόχορτο των συνωμοσιών από την παράδοση της Θεσσαλονίκης και εφεξής με υπερδιόγκωση των κινδύνων που απειλούσαν την πόλη και την Μακεδονία από σκοτεινές δυνάμεις που ονειρεύονταν την απόσπασή της. Σε όλα αυτά υπήρχαν κόκκοι αληθείας, αλλά από την ανάποδη: την Θεσσαλονίκη την έταξαν στους Σέρβους οι Γάλλοι (σύμμαχοι της χώρας), στους Βουλγάρους ο Χίτλερ (ως κίνητρο για την προσχώρησή τους στον Άξονα) και την αυτονομία της Μακεδονίας διάφοροι προς διαφόρους, με προοπτική την ενσωμάτωσή της μακροπρόθεσμα σε ένα άλλο κράτος και όχι στην Ελλάδα.

    Σε αυτά τα μαγειρέματα, ο «εχθρός του έθνους» δεν ήταν  ο πράκτορας, ο πονηρός συνωμότης, αλλά ο αλλόγλωσσος ή ο ετερόδοξος. Συλλήβδην και με ατράνταχτες αποδείξεις, ατράνταχτες για ένα τετράχρονο παιδί. Σε περιόδους κρίσεων, αυτά τα φαινόμενα γιγαντώνονται και μειώνονται σε περιόδους ανάκαμψης, όταν είναι ικανοποιητικά τα πουρμπουάρ στον δημόσιο βίο.

    Οι Γερμανοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα, όσο οι ήττες τους μεγάλωναν, να υπενθυμίζουν στους Θεσσαλονικείς πόσο άκαρδοι και συμφεροντολόγοι είναι οι σύμμαχοι και προφήτευαν ολέθριες εμφύλιες διαμάχες και δυσάρεστες ανακατατάξεις, αν έλειπαν οι ίδιοι από τη μέση. Αλλά δεν χρειαζόταν καν η συνηγορία των Γερμανών.

    Η Αγγλοφοβία, άλλοτε πολύ διαδεδομένη στην Αριστερά, ενυπάρχει ακόμη και σήμερα σε εκτός συστημικής γραμμής προκηρύξεις και  υπό την γενική έννοια «Άγγλοι=διαίρει και βασίλευε». Αυτά δεν πολυγίνονταν πιστευτά σε περιόδους, όπου εχθροί και φίλοι συχνά άλλαζαν παράταξη ή φλέρταραν με το ενδεχόμενο, αλλά οι προπαγάνδες πετυχαίνουν όταν είναι χοντροκομμένες, όχι όταν είναι ακριβείς και ζυγισμένες.

    Πάντως η φρίκη του Χορτιάτη και άλλων χωριών, η δολοφονία του δημάρχου και πάνω από εκατό Ελλήνων ανήμερα του Σταυρού στα Γιαννιτσά και τα πολυάριθμα μπλόκα στις συνοικίες της  Θεσσαλονίκης, με κορυφαίο το μπλόκο της Καλαμαριάς, τον Αύγουστο του 1944, έδειχνε καθαρά τον δρόμο σε όλους: όσο οι Δαγκουλαίοι, συνεργαζόμενοι με ελληνικές αρχές, έπαιρναν καταλόγους προγραμμένων και υλοποιούσαν αυτές τις επιχειρήσεις που συγκλόνιζαν τον πληθυσμό, η Αγγλοφοβία ή ό,τι άλλο, όπως η ανάπτυξη του αντάρτικου στην ύπαιθρο, δεν έπρεπε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στις πόλεις επειδή το αντάρτικο εκεί περνούσε μαύρες μέρες.

    Το μπλόκο της Καλαμαριάς, χωρίς να χαλυβδώνει τις συνειδήσεις, ήταν ένδειξη πως έπρεπε να ανασυνταχθεί ο χώρος των πόλεων που πήγαινε καλά οργανωτικά, αλλά όχι επιχειρησιακά:

    Εδώ σημειώνω λίγα στοιχεία για το Μπλόκο της Καλαμαριάς, 11 Αυγούστου 1944. Είναι το τελευταίο μεγάλο μπλόκο που έκαμαν οι Γερμανοί μαζί με τους ταγματασφαλίτες. Το μπλόκο άρχισε νύχτα και κράτησε μέχρι το πρωί, με ισχυρές γερμανικές δυνάμεις που τις συνόδευαν ταγματασφαλίτες του Δάγκουλα με στολή. Εκτεινόταν από την Παράλια-Αλλατίνη-Ντεπώ-Φλόκα-Φόρος-Αρετσού. Σωστός κλοιός από ξηρά. Από τη θάλασσα γινόταν έλεγχος με βενζινακάτους. Χτενίστηκε όλη η Καλαμαριά, έρευνες σε όλα τα σπίτια και συλλήψεις. Όσους έπιασαν, τους οδήγησαν στην πλατεία, στην εκκλησία. Εκτέλεσαν 13 πατριώτες. Το μπλόκο λύθηκε περίπου στις δέκα το πρωί. Στο μπλόκο αυτό ο ΕΛΑΣ δεν μπόρεσε να αντιδράσει: Ο Παπαθανασίου αναφέρει τους λόγους: «ο εχθρός κατάφερε με παραπλανητικές πληροφορίες να μας πείσει ότι το μπλόκο θα γίνει στην περιοχή αγίας Τριάδας, μακριά από την Καλαμαριά. Εκεί συγκεντρώσαμε δυνάμεις να ματαιώσουμε το μπλόκο. Όταν εκδηλώθηκε στην Καλαμαριά ήταν αδύνατο να μετακινηθούν τμήματα την ημέρα». (Παπαθανασίου)

    Η Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1944

    Στην αρχή των εαρινών επιθέσεων του κόκκινου στρατού, φάνηκε πως στόχος ήταν η κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο, μια αναπάντεχη κατάρρευση στην Μολδαβία, έφερε τον μήνα Αύγουστο την κατάληψη της Ρουμανίας και αρχές Σεπτεμβρίου την εισβολή και επικράτηση στη Βουλγαρία. Μετά την 15η Σεπτεμβρίου 1944, οπότε κατελήφθη η Σόφια, η Ελλάδα είχε σύνορα με την Σοβιετική Ένωση!

    Ο βουλγαρικός στρατός ήταν πλέον εχθρικός προς τους Γερμανούς. Αρχές Οκτωβρίου υπήχθη ολόκληρος στις διαταγές του στρατηγού Τολμπούκιν. Και ο κόκκινος στρατός βρισκόταν πίσω από το Μπέλες 15η Οκτωβρίου, όταν άλλο τμήμα του έμπαινε στη Σόφια,  πιέζοντας την 22α αερομεταφερόμενη μεραρχία της Κρήτης, που υποχωρούσε σε νέες θέσεις προς το κεντρικό μέτωπο, να αλλάξει κατεύθυνση και υποχωρήσει προς το Βελιγράδι.

    Αλλά η μεταστροφή του βουλγαρικού στρατού από δύναμη του Άξονα σε τμήμα της Συμμαχικής ισχύος και η είσοδος του σοβιετικού στρατού στη Boυλγαρία, ήτοι η απελευθέρωση των Βουλγάρων από την εξάρτησή τους  από τον Άξονα, σήμαινε θεωρητικά δύο πράγματα: ότι τόσο το ΕΑΜ, όσο και ο ΕΔΕΣ ,ως σύμμαχοι συμμάχων μπορούσαν να θεωρούν τα βουλγαροκρατούμενα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης πλην της ζώνης του Έβρου, ως απελευθερωμένα ελληνικά εδάφη(!) και δεύτερον, ότι τεχνικά δεν υπήρχε καμία δέσμευση ή άλλος λόγος να μην «εκδράμουν» οι σοβιετικοί στα  κατεχόμενα από τους Βουλγάρους εδάφη και μάλιστα από εκεί να επιτεθούν στις ακόμη γερμανοκρατούμενες πόλεις ,όπως ήταν η Θεσσαλονίκη! Κανένας Άγγλος και κανένας αντιστασιακός δεν θα μπορούσε θεωρητικά να φέρει την παραμικρή αντίδραση.

    Αυτός που έφερνε αντίσταση και μάλιστα σημαίνουσα, ήταν ο εναντίον των Βουλγάρων αντιστασιακός εσμός, που παρέμενε επίσης έντονα αντικομμουνιστικός.

    Αυτό το πρόβλημα, που δεν το είχε σαφώς  ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, το είχαν τα ολιγάνθρωπα τμήματα του Αντών Τσαούς και άλλων ,που χωρίς να αναμιχθούν σε εκτός ανατολικής Μακεδονίας επιχειρήσεις, ακόμη κι όταν έπαιρναν όπλα από τους Γερμανούς ήταν από αντιβουλγαρισμό και όχι από γερμανοφιλία.

    Αξίζει τον κόπο κάποιος ειδήμων να ασχοληθεί με αυτά τα «ιστορικά συνειδησιακά στεγανά» που έχουν παρατηρηθεί και αλλού. Λόγου χάρη να θεωρεί  ο ελληνικός λαός  «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» τον Ιταλό, που από γενέσεως ιταλικού κράτους και έως το 1943, έκαμε τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να απωθήσει την Ελλάδα από αρκετούς γειτνιάζοντες στόχους (για να το εκφράσουμε αβρά) ή να θεωρεί φιλικότερους όλων των γειτόνων τους Σέρβους, που εμπόδισαν την ελληνοβουλγαρική προσέγγιση το 1924 του συμφώνου Πολίτη-Καλφώφ και που προκάλεσαν επιστροφή σε παλαιότερες ανησυχίες  ενός νέου «μακεδονικού ζητήματος».

    Ανάλογα ήταν τα αισθήματα του γενικού κοινού για τους πολέμαρχους, ειδικά της πρόσω Ανατολής, που συγκροτούσαν (ή υποστήριζαν ότι συγκροτούσαν) αντικομμουνιστικές και όχι φιλογερμανικες (κατά την άποψή τους) μονάδες.

    Αυτό το χαρακτηριστικό, που το συνάντησα ακόμη και στις πιο ακραίες επιθετικές μαρτυρίες και γνώμες, παραμένει ως κυρίαρχη εντύπωση στην έρευνά μου: η αναγνώριση αποκοτιάς, παλληκαριάς και πολεμικής τέχνης δίνεται με φειδώ μεν και πολλές αντιρρήσεις, αλλά πάντως δίνεται προς τους  αντιπάλους αυτών των σκληρών χρόνων, παρά την βαθειά έχθρα που τους χωρίζει.

    Οι Γερμανοί οργάνωναν την απαγκίστρωση τους, μέσα σε ένα όργιο διαδόσεων και φημών. Αργότερα, όταν οι Έλληνες χωρίστηκαν και βρίσκονταν σε προεμφυλιακή θερμοκοιτίδα, άρχισαν να κυκλοφορούν πολλά «σύμφωνα μη επίθεσης» αντιμαχομένων παρατάξεων, τοπικές συμφωνίες μεταξύ γερμανικών μονάδων και αντιστασιακών ομάδων, φήμες για «πλακάκια» Άγγλων και Γερμανών σε μια σύνοδο της Λισαβόνας, ένα υλικό που αποφασίσαμε απλώς να μη χρησιμοποιήσουμε, αφ΄ενός επειδή δεν αλλάζει την αφήγηση των βασικών γεγονότων, αφ΄ετέρου επειδή εάν υπάρχουν ετεροχρονισμένα γραπτά που εμμέσως καταδικάζουν μια συμπεριφορά, είναι βέβαιο πως επινοούνται και άλλα ετεροχρονισμένα γραπτά, που καταδικάζουν για την ίδια συμπεριφορά τον αντίπαλο.

    Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να ξεκαθαρίσουμε είναι πως οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα χωρίς εμπόδια, και το ίδιο συνέβη και στη Θεσσαλονίκη.

    Η τεράστια απόσταση, με τα πόδια ή με επισφαλή σιδηροδρομικά ταξίδια μεταξύ Ελλάδας και σταθερών αμυντικών γραμμών του άξονα, στα μέρη της Σλοβενίας και της Αυστρίας, προεξοφλούσε την εξόντωση των τμημάτων που αποχωρούσαν, από τακτικό στρατό και αντάρτικες ομάδες, που αφθονούσαν στα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας τον Οκτώβριο του 1944.

    Αυτό δεν ήταν εντέλει ακριβές. Η αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και συνεργατών τους, πολιτικών και στρατιωτικών, παρά τις απώλειες στη διαδρομή, εκτελέστηκε με τη γνωστή σε όλους γερμανική συστηματικότητα. Οι συρράξεις που συνέβησαν αφορούσαν διατήρηση υποδομών κυρίως. Έχει χυθεί μπόλικο μελάνι για το αν υπήρχε συμφωνία εκεχειρίας, ανακωχής ή απλώς  αμοιβαίας μη ενόχλησης μεταξύ ΕΛΑΣ και Γερμανών. Εκτιμώ το ζήτημα άνευ πολλής ουσίας, αλλά μεγάλης επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, ιδίως στον λυσσώδη πόλεμο των προπαγανδών κατά τον εμφύλιο.

    Ο ΕΛΑΣ δεν χτύπησε Γερμανούς όταν δεν έπρατταν οφθαλμοφανή ατοπήματα, επειδή οι Γερμανοί σε μερικές ώρες θα αποτελούσαν στρατιωτικώς ανάμνηση και πολιτικώς μελλοντική επιρροή, αλλά αυτά δεν ήταν πολύ ξεκάθαρα ακόμα στα τέλη  του Οκτωβρίου του 1944.

    Στις παραμονές της απελευθέρωσης συνέβη επίσης ένα απρόοπτο περιστατικό. Ένα μεσημέρι κατέφθασαν ξαφνικά μπροστά στην Πορτάρα ισχυρές γερμανικές δυνάμεις με τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Επικεφαλής της δύναμης αυτής ήταν ένας ταγματάρχης και χρησιμοποιώντας ως διερμηνέα μια γυναίκα ζήτησε να δει τον διοικητή της μονάδας των ανταρτών εκεί. Ο Γερμανός ταγματάρχης, όπως με πληροφόρησαν αμέσως, ήταν μεθυσμένος και καλά πληροφορημένος ότι εκεί κοντά στην Πορτάρα, στην οδό Δημητρίου Πολιορκητού, είχαμε τη φυλακή μας. Κατά τη γνώμη του, σε αυτήν την φυλακή έπρεπε να είναι φυλακισμένος ο άνθρωπος που ζητούσε, ένας πολύ φίλος του.[…]Συνδέθηκα αμέσως με το Μακεδονικό γραφείο τηλεφωνικώς και τους ενημέρωσα για το περιστατικό […]Ο ταγματάρχης ζήτησε να του παραδώσουμε τον κρατούμενο με αντάλλαγμα δεκαπέντε κρατουμένους εφεδροελασίτες που τους είχαν συλλάβει πριν δύο μέρες σε μια επίθεση που έκαναν στο μύλο Αλλατίνι στο Ντεπό […] Κατέβηκα με ένα τζιπ με τον κρατούμενο και δύο Ελασίτες φρουρούς στη διασταύρωση της Αγίου Δημητρίου. Στις τρεις το απόγευμα ακριβώς κατέφθασε μια γερμανική κλούβα. Δίπλα στον σωφέρ καθόταν ο Γερμανός ταγματάρχης. Κατέβηκε, με χαιρέτησε, αγκάλιασε τον κρατούμενο που του παρέδωσα και άνοιξε από πίσω την πόρτα της κλούβας. Δεκαπέντε εφεδροελασίτες, τρομαγμένοι και κατάχλομοι, γιατί νόμιζαν ότι τους πάνε για εκτέλεση, έριξαν τα μάτια τους επάνω μου. Τους είπα αμέσως «σύντροφοι, είστε ελεύθεροι, βγείτε αμέσως από την κλούβα και εξαφανιστείτε. Σας ανταλλάξαμε με έναν κρατούμενο που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Εγώ εκπροσωπώ το δεύτερο σύνταγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Θεσσαλονίκης» (Στρατής Αναστασιάδης)

    Κατά τα άλλα, το χαρακτηριστικό της εποχής και του τόπου, ήταν ένας απίστευτος χωρισμός σε ζώνες έλεγχου που δεν είχαν την έννοια συνόρων, ελέγχου φρουρών, και απαγορευμένων περιοχών. Ένα συγκλονιστικό ,κατά τη γνώμη μου παράδειγμα είναι ένας ανάπλους του ποταμού Λουδία, προς αναζήτηση προμηθειών, που ιστορεί ο τότε έφηβος, Χρήστος Καλεμκερής, πρόεδρος του Μουσείου:

    Συνεχίσαμε το ταξίδι μας διασχίζοντας τον κάμπο των Γιαννιτσών, όταν ακούσαμε άντρες να τραγουδούν αντάρτικα τραγούδια. Στη μνήμη μου έχουν χαραχθεί οι στίχοι:  «Με αρχηγούς τον Βοροσίλοφ, Τιμοσένκο και  Μπουτιένι που είναι οι μάνες του λαϊκού στρατού».  Ο αδελφός μου Κώστας μου λέει «άντε τυχερέ θα γνωρίσεις και τους αντάρτες!». Εγώ ενθουσιάστηκα. Κατόπιν έμαθα ότι εκεί που αφήσαμε τη βάρκα μας ήταν το κτήμα του Παπαδογιάννη. Ο αδελφός μου χαιρετήθηκε με έναν αντάρτη και μετά έμαθα ότι ήταν ο ονομαστός Καπετάν Μπαρούτας. Ξεκουραστήκαμε λίγο στα λημέρια τους και μας έδωσαν κάτι να φάμε. Μας ειδοποίησαν ότι είχαν ήδη περάσει από  τα Γιαννιτσά. Και πράγματι λίγο πριν φτάσουμε στα Γιαννιτσά σε μία γέφυρα είδα πτώματα κρεμασμένα. Επρόκειτο για ταγματασφαλίτες που σκότωσαν οι αντάρτες κατά το πέρασμά τους. Ωστόσο εγώ φοβήθηκα, τρόμαξα και αηδίασα ταυτόχρονα στη θέα των πτωμάτων. Μου λέει ο αδερφός μου: «στο είπα εγώ να μην έρθεις αλλά επέμενες». Ξεφορτώσαμε το αλάτι και φορτώσαμε στάρι. Η βάρκα μας έγινε πολύ βαριά και το κατέβασμα του Λουδία έγινε πιο δύσκολο. Λίγο πιο κάτω από τη γέφυρa μας σταματάνε ένοπλοι Ιταλοί. Μου λέει ο αδερφός μου να πάω να φωνάξω τον Γερμανό που είχαμε συναντήσει προηγουμένως. Τρέχω και τον φωνάζω, αυτός με ακολουθεί, αφοπλίζει, χτυπάει και διώχνει τους Ιταλούς και εμείς συνεχίζουμε το ταξίδι της επιστροφής. Μόλις βγήκαμε στο Θερμαϊκό μας πιάνει μια μπουκαδούρα και τα κύματα ήταν τόσο ψηλά που η βάρκα μας τη μία έμπαινε μέσα στα κύματα και την άλλη έβγαινε. Ο αδελφός μου με σκέπασε με ένα μουσαμά και με έβαλε να καθίσω σε μια γωνιά ωστόσο ένα κύμα είχε προλάβει να με καταβρέξει και να με ρίξει στην άλλη πλευρά της βάρκας. Κρύωνα, φοβόμουν και πεινούσα αλλά ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα την προειδοποίηση του αδελφού μου  να μην τους ακολουθήσω. Τα ξημερώματα φτάσαμε στο ύψος της Περαίας και μετά για να μην πέσουμε στο  πλοίο των Γερμανών που έκανε ελέγχους για λαθρεμπόριο, γυρίσαμε προς την Αρετσού και αγκυροβολήσαμε χωρίς να βγούμε έξω από τη βάρκα. Αλλά ρίξαμε από πάνω μας την τέντα και φαινόταν σα να μην υπήρχε κανείς μέσα στη βάρκα. Εκεί μπόρεσα και κοιμήθηκα λιγάκι. Το πρωί ακούσαμε την περιπολία των Γερμανών με το πλοίο και αφού μας προσπέρασε, σιγά σιγά ξεμυτίσαμε και ξεφορτώσαμε το στάρι με τη βοήθεια των εκεί κατοίκων, στους οποίους δίναμε και όσο μπορούσαμε γιατί ήταν δυσεύρετο και ένα τέτοιο ταξίδι δεν μπορούσαν όλοι να το κάνουν. Φορτώσαμε το στάρι σε ένα κάρο και το πήγαμε στο σπίτι μας. Το περισσότερο από αυτό  η μητέρα μας το μοίρασε στους γείτονες. Αυτό το ταξίδι δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η εμπειρία, ο φόβος, ο τρόμος, η γνωριμία μου με αληθινούς αντάρτες, η φιγούρα του Καπετάν Μπαρούτα, ο γερμανός αξιωματικός, τα πτώματα, τα όπλα έχουν τυπωθεί στο μυαλό μου!(Χ.Κ.,2013)

     Αυτά τα συμβάντα, από την χαλαρή ζώνη ελέγχου κοντά στις παράλιες από γερμανικές ή φιλογερμανικές μονάδες ή άτομα, που σε βάθος μερικών χιλιομέτρων μετατρέπονταν σε ένα συγκρουσιακό πεδίο χωρίς προσημειωμένες ζώνες ελέγχου, και όπου οι κάτοικοι, μικροί και μεγάλοι, ανέπτυξαν τεχνικές επιβίωσης, χαρακτηρίζουν με τον υψηλό βαθμό απροσδιοριστίας τους, την κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη μετά το καλοκαίρι του 1944. Αλλά το φαινόμενο να λειτουργεί υποτυπωδώς ένα συγκοινωνιακό μέσο και κατά μήκος των γραμμών, ένα ταξίδι να περιέχει κομμάτια από θρίλερ, πάλι δεν ήταν ασυνήθιστο:

    Ο αδερφός μου ήταν στο βουνό. Αλλά δεν πήγε κανονικά. Οι Γερμανοί επίταξαν το εργοτάξιο και δεν είχε δουλειά. Συνεταιρίστηκε με κάτι Λιτοχωρινούς μαρμαράδες που είχαν βέβαιη είδηση ότι χτιζόταν νέο δημαρχείο στα Τίρανα και ένας δικός μας είχε πάρει εργολαβία τα μάρμαρα. Πήγαν στα Τίρανα, αλλά η δουλειά τζίφος. Την πήρε άλλος. Και γύρισαν με τα πόδια από τα Τίρανα στο Λιτόχωρο. Εκεί βρήκαν ελεύθερη Ελλάδα, ήταν πλέον 1943.Οι αντάρτες είχαν καταλάβει το Λιτόχωρο. Και δεν άφηναν τον αδελφό μου να κατέβει Σαλονίκη, επειδή θα τον έπιανε ο Δάγκουλας, αφού ο γαμπρός μας έγινε αξιωματικός του και θα τον έβρισκε σίγουρα. Οπότε ο αδελφός μου που είχε δει ολόκληρη την επιτροπή των ανταρτών, υπήρχε κίνδυνος να ξεράσει όλα τα ονόματα και τη διάταξή τους και τον αριθμό τους. Θα έμενε στο Λιτόχωρο, τέρμα. Οπότε ανέλαβα εγώ. Πήρα το τρένο και πήγα στο Λιτόχωρο. Εκεί ήταν επικεφαλής ο Ο.Β. που τον ήξερα από την ΕΠΟΝ, αυτός του πανεπιστημίου, φοιτητής, εγώ στην Ακαδημία. Και ζήτησα να επιστρέψει ο αδελφός μου στη Σαλονίκη. Ανέλαβα να εγγυηθώ ότι δε θα έμενε μαζί μας, ότι υπήρχε ασφαλές σπίτι. Ο Ο.Β. συμφώνησε. Του έφτιαξαν πλαστά χαρτιά, είχαν όλα τα σύνεργα, δε θυμάμαι τι όνομα του έβαλαν, και πήραμε το τρένο βράδυ και φτάσαμε στον παλιό σταθμό. Εκεί βρήκαμε ένα καροτσάκι για βαλίτσες, βάλαμε τα πράγματα του και πήγαμε στο Παπάφι, από Αγίου Δημητρίου. Είχα κανονίσει να μείνει στην αρραβωνιαστικιά του, τη Ν.τη μετέπειτα γυναίκα του που πέθανε νωρίς. Ήταν από την οικογένεια Μ. στα Κυβέλεια. Μεγάλη οικογένεια, ο πατέρας μαγαζάτορας οικογένεια οργανωμένη. Βάλαμε το βράδυ τον αδελφό μου να μείνει στο καμαράκι. Μέσα στο καμαράκι είχε στρωσίδια, κιλίμια και στρώματα για δέκα άτομα. Κάτω κάτω ένα μπαούλο. Εκεί, μέσα στο μπαούλο έμεινε το βράδυ ο αδελφός μου. Ευτυχώς, δηλαδή, επειδή την άλλη μέρα το πρωί, και πριν του δώσουμε ένα φευγάκι, ήρθε με τη στολή ο γαμπρός! Είχε εγκαταστήσει την εξαδέλφη σε ένα ξενοδοχείο στην Εγνατία στο κέντρο. Μεγάλη Ελλάς, κάπως έτσι, είχαν και παιδάκι. Έκανε και στρακαστρούκες στις μπότες του με το μαστίγιο. Ήξερε τα πάντα. Και πώς ήρθαμε με το τρένο και το καρότσι που πήραμε και τα πάντα. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα ήξερε.Κάποιος στο Λιτόχωρο, ήταν χαφιές. Έστειλε κάποιον που δεν γνωρίζαμε, να μας παρακολουθήσει. Πάντως, ο Νίκος γύρισε τα δωμάτια όλα, δε σκέφτηκε ή δε θέλησε να ανοίξει το μπαούλο και έφυγε. Και το μεσημεράκι πήγε ο αδελφός μου από το Παπάφι στα Κυβέλεια και γλίτωσε.(Ε. Χ., 2009)

     Βάρκες που ταξιδεύουν λαθραία από Σαλονίκη για να πάρουν μέσω Λουδία σιτάρι Γιαννιτσιώτικο και καταλήγουν σε μπουκαδούρα στο Καραμπουρνάκι, τρένο που διασχίζει γερμανοκρατουμενες περιοχές για να υπάρξει ελευθεροκοινωνία στο βουνό όπου κάποιοι πήγαν και ήρθαν Τίρανα από τον Θερμαϊκό με τα πόδια και τίποτε από αυτά να είναι μυθιστόρημα, εκτιμώ πως φαίνεται πειστικά ο ιστορικός ντανταϊσμός της εποχής.

     

  • “Για να στεριώσεις κοινοπολιτεία με εθνικά κράτη, πρέπει να κρατάς σούζα τους κοινοπολιτειασμένους, ενώ οι καλοί φεντεραλισμοί, λειτουργούν ωσάν ελβετικό ρολόι. Βαρετά, αλλά λειτουργούν”.Από επιστολή του Καποδίστρια στον Ραχόι.

  • Σοβαρά τώρα, σκεφτόμουνα μια πιστή εξιστόρηση του 1821, του 1922 και του 1944, με υπόθεση εργασίας να υπήρχαν τότε social media. Τα παράτησα, διότι η κατάσταση που επικρατεί “στον χώρο” το 2017, θα μας έδειχνε κλινικώς ηλιθίους στην αποτίμηση της Μητριάς Ιστορίας.

  • Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας

    Ξημερώματα, πριν ξεραθώ στον ύπνο, πρόλαβα να σκεφτώ πως δεν άκουσα ποτέ τη μάνα μου να τραγουδάει.

    Κι ας έκανε,ως δασκάλα, ωδική και εθνικούς χορούς.

    Καμιά φορά, όταν ο αδερφός μου άκουγε το «Ανεβαίνω κατεβαίνω, σκαλοπάτια ανηφοριές» και γελούσε, χρονιάρικο στην Αρετσού, του χτυπούσε παλαμάκια, γελαστή.

    Στα κέφια της, έπινε ένα κρασάκι, ένα κι όχι δεύτερο, και ζήταγε ένα τσιγαράκι από τον πατέρα μου. Μπορεί και κάθε δυο χρόνια.

    Του πατέρα μου τα μουσικά χούγια, το «κορόιδο Μουσολίνι» και κάτι ρώσικα, τα έκοβε με κανένα «αμάν βρε Θοδωρή!» Αλλά όταν τον πάθιαζε η Βιολετέρα και το «Θα γυρίσεις ξανά, στην παλιά μας φωλιά, θα γυρίσεις» , το άφηνε.

    Αργότερα, ήταν όλο κέφια ακούγοντας «τα μπιτλάκια». Τα έβρισκε χαριτωμένα- ο ύπατος των επαίνων της.

    Η μεγάλη αδερφή της, η Ρίτσα, συνέχεια με καντσονέτες. Ειδικά την Τιριτόμπα. Η ίδια, που την έλεγαν Μπουτζούκα, ως μικρότερη, τίποτε.

    Απεναντίας, ήταν πες και γέλα με ανέκδοτα και εύθυμες αναμνήσεις. Και με τις φίλες της, «τα κορίτσια», γκιούλ μπαχτσές. Ώσπου στα ενενήντα, τις έκοψε «επειδή ήταν γριές».

    Είχε εσωτερικό σκάνερ για τις στενοχώριες των άλλων. Δεν υπήρξε περίπτωση να είμαι στις μαύρες μου, ως το τέλος της και να μη μου τηλεφωνήσει.

    Έγραφε. Ημερολόγιο ,γράμματα προς παιδιά και εγγόνα.Ελάχιστες γραμμές της διάβασα.

    Ίσως διότι, την πρώτη νύχτα του γάμου της, δέκα Ιουνίου 1947,στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» στην Εγνατία, όρθιοι μπροστά στο λαβομάνο του δωματίου, εξομολογήθηκαν ο ένας το παρελθόν του άλλου και τα τεκμήρια κάηκαν στην κοίλη πορσελάνη.

    Το ίδιο βράδι με έσπειραν, και δεν ξανατραγούδησε.

  • Ο κρόνιος λίθος 3/9

    Μια αναδρομή

    Τα τάγματα ασφαλείας και οι δυνάμεις κατοχής, δεν ήταν τα μόνα ένοπλα τμήματα στην κατεχόμενη χώρα. Οι σύμμαχοι των Γερμανών, Βούλγαροι, αύξησαν την εδαφική τους έκταση, καλύπτοντας περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας και βορειότερα, φρονώντας πως ήταν πολύ κοντά στην αναβίωση μιας συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Υπήρχαν σώματα ανταρτικά, ομάδες σαμποτέρ, αντιστασιακές οργανώσεις κάθε είδους, δίκτυο πληροφοριοδοτών, ομηρείες και συνεχείς εκτελέσεις εκφοβισμού. Υπήρχε ο ΕΔΕΣ, υπήρχαν oμάδες υπό Έλληνες αξιωματικούς όπως η ΕΚΚΑ ή από οργανώσεις, και ιδίως το ΕΑΜ, που ήταν  η μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη της χώρας, με ένοπλο οργανωμένο τμήμα, τον ΕΛΑΣ, με τακτικές και εφεδρικές δυνάμεις.

    Έχει ξεκαθαριστεί, από εκθέσεις υπευθύνων ατόμων της εποχής, ότι οι Γερμανοί στον βορρά που ήλεγχαν, δεν είχαν καμία διάθεση να αναπτύξουν «τάγματα ασφαλείας». Όπως προσφυώς αναφέρουν τα έγγραφα που παραθέτει  ο Δορδανάς, προτίμησαν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ντύνοντας και οπλίζοντας λάτρεις του ναζισμού.

    Άλλες δυνάμεις ήταν δραστήριες, επιδραστικές και οργανωμένες, άλλες βρίσκονταν μόνον στο μυαλό των εισηγητών τους ή στις προθέσεις υπηρεσιών κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Πάντως με τον καιρό, η δύναμη του ΕΑΜ και οι στρατιωτικές δυνάμεις που υποστήριζε, ως κλάδος συμμετοχής του γενικού πληθυσμού, κυριάρχησε στο σύνολο της χώρας, με διακριτές εξαιρέσεις και νησίδες που αντιστέκονταν, όλο και πιο αδύναμα.

    Αυτές οι δυνάμεις δεν γνωρίζονταν καλά έως και καθόλου έως τον χειμώνα του 1942, όταν ομάδα Άγγλων καταδρομέων συνεργάστηκε με τον Ζέρβα του ΕΔΕΣ και τον Βελουχιώτη του ΕΛΑΣ για να ανατιναχθεί η γέφυρα του Γοργοποτάμου.

    Την περίοδο πριν το Στάλινγκραντ και με τους Συμμάχους να δέχονται απανωτές ήττες και ταπεινώσεις, αλλά και προκαλώντας με την στρατηγική τους μεγάλες καθυστερήσεις ακόμη και όταν ήταν σε θέση να προελάσουν (ο Μοντγκόμερι χρειάστηκε δύο μηνών προετοιμασία για να νικήσει τον Ρόμμελ στο Ελ Αλαμέιν τέλη Οκτωβρίου) η διατήρηση αξιόμαχων τμημάτων του Άξονα στην Βαλκανική, ήταν σπουδαία ανακούφιση των Συμμάχων, που αισθάνονταν άβολα και αμήχανα καθώς ο πολύμοχθος σχεδιασμός και η εκτέλεση της επιδρομής στην Διέππη, τον Αύγουστο μήνα του 1942, οδήγησε σε όλεθρο.

    Για την Θεσσαλονίκη, το 1943 επέφερε ένα ακόμη πιο ολέθριο συμβάν : 48 χιλιάδες Εβραίοι, μετά από ταπεινώσεις σε τάγματα εργασίας του 1942, και περιορισμό σε γκέτο αργότερα, μεταφέρθηκαν με γελοίες προφάσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία επέστρεψαν λιγότεροι από δύο χιλιάδες. Έως τον Αύγουστο του 1943, η παρουσία ενός Εβραίου στη Θεσσαλονίκη ήταν το σπανιότερο φαινόμενο. Η παράδοση χιλιάδων επιχειρήσεων και καταστημάτων, κατοικιών και δημοσίων κτιρίων στο διαγούμισμα και σε νόθες μεθόδους παραχώρησης σε κάθε λογής άτομα, αφ΄ενός ελάχιστα ανακούφισαν τους παμπληθείς Έλληνες πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία, που βίωναν από το 1912 αλλεπάλληλες βουλγάρικες αιματηρές κατοχές, κι από την άλλη περιείχαν ένα κίνητρο απόκτησης λαφύρων, πράγμα στο οποίο ενέδωσαν πάρα πολλοί Θεσσαλονικείς.

    Χωρίς Ιταλούς και με τις ανάγκες στο ανατολικό μέτωπο να πιέζουν, οι Γερμανοί εκτέλεσαν αρχές του 1944 μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση στα Μακεδονικά κυρίως βουνά. Θα ήταν πολύ βολικό γι’ αυτούς, να μπορούν να εξοικονομήσουν στρατεύματα για το ανατολικό μέτωπο, ακόμη και μία ή δύο μεραρχίες.

    Ενώ η συνολική δυναμικότητα των σχηματισμών της Βέρμαχτ βρισκόταν ελαφρώς κάτω από τέσσερα εκατομμύρια ανδρών, και ο εξοπλισμός τους παρέμενε αριθμητικά υψηλός και με νέα όπλα, ήταν σαφές πως οι πρώτοι πολεμιστές των αστραπιαίων νικών ήταν οι περισσότεροι νεκροί, ενώ ο κόκκινος στρατός και η αμερικανική παρουσία έδιναν στους συμμάχους απόλυτη υπεροπλία, αν και δεν τα πήγαιναν καλά στην ενδοσυνεννόηση και στην σταθερότητα μερικών μονάδων. Ήταν και μια ευκαιρία να συνεργαστούν σε καταδρομική  επιχείρηση ο τακτικός γερμανικός στρατός και οι Έλληνες συνεργάτες τους.

    Η επιχείρηση δεν πήγε άσχημα. Κανένας στόχος δεν επετεύχθη, αλλά αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των εντοπίων συνεργατών τους, εξοπλίστηκαν χωριά, ανακαλύφθηκε ο «θησαυρός» των οπλισμένων χωρικών του Κούκκου Πιερίας με έναν έμπειρο οπλαρχηγό που ήξερε τον ανταρτοπόλεμο από την γενέτειρά του, τον Κυριάκο Παπαδόπουλο (1884) ή Κισά Μπατζάκ ενώ η κοινή γνώμη ταράχτηκε στο άκουσμα πως το απόσπασμα Ψαρρού, ενός αξιωματικού που είχε αφοσιωθεί στον αντιστασιακό αγώνα, εξαρθρώθηκε και ο αρχηγός του εκτελέστηκε άνευ λόγου και αιτίας, από στελέχη του ΕΛΑΣ.

    Εκεί όπου τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους ήταν το γεγονός ότι ο αντιμπολσεβικισμός, ουσιώδες ιδεολογικό εργαλείο για τα δύο τρίτα της Ευρώπης στον μεσοπόλεμο, δεν μπορούσε να εμπνεύσει μεγάλες προσδοκίες αφού οι Σοβιετικοί  σήκωναν το βάρος του πολέμου συντριπτικά, κέρδιζαν συνεχώς εδάφη της πατρίδας τους και κατά πάσα πιθανότητα μπορεί και να ήταν οι ελευθερωτές της Ελλάδας, ενδεχόμενο που για τους Έλληνες αντικομμουνιστές ισοδυναμούσε με ζωντανή κόλαση.

    Δύσκολα πάντως οι Άγγλοι, που ασχολούνταν κυρίως με την Ελλάδα και οργάνωναν σαμποτάζ και δίκτυα,  θα άφηναν τον ΕΛΑΣ και κυρίως το ΕΑΜ έξω από τα σχέδιά τους, βασισμένοι στον γεωγραφικά περιορισμένο ΕΔΕΣ. Οι συμμαχικές τους υποχρεώσεις προσώρας περιελάμβαναν χρηματοδότηση και υλικοτεχνική στρατιωτική βοήθεια, ενώ το πριόνισμα της ΕΛΑΣιτικης νοοτροπίας ήταν ακόμη ήπιο και ενδεικτικό.

    Η ισχύς του ΕΛΑΣ, αλλού πιο έντονη απ’ όσο νόμιζαν οι αντίπαλοι, αλλού  υπερτιμημένη, χάρη στην καλή οργάνωση και στους ευσεβείς πόθους εκατομμυρίων πατριωτών που ήλπιζαν στην τελική του επικράτηση, στηριζόταν σε ένα μοναδικό «κράτος εν κράτει» που τον Μάρτιο του 1944 θα αποκτούσε και κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ, ένα μετωπικό σχήμα με πλήρη έλεγχο των κομμουνιστών, που διοικούσε πλέον μια «Ελλάδα των βουνών» οργανώνοντας ένα σύστημα εφοδιασμού, διεξαγωγής πολέμου, αντικατασκοπείας, υπηρεσιών, εσωτερικής ασφάλειας και περιοχών χωρίς αντιπάλους σε κατεχόμενες πόλεις, που προκαλούσε την έκπληξη λόγω των πάρα πολλών οργανωμένων στο ΕΑΜ, το οποίο έπαιζε τον ρόλο μιας γενικής συντονιστικής μηχανής.

  • Σύσταση: μετά τον “αφοπλιστικό” Βερναρδάκη, αρχίστε να ξερνάτε όλα τα σώψυχα και τα κρυμμένα της ζωής σας αβέρτα. Οι ρουφιάνοι του συστήματος θα χαθούν  σε μαύρες τρύπες του διαστήματος. Υπάρχουν επειδή προϋποθέτουν πως όλοι μας κρύβουμε κάτι. Ουρά θα κάνουν στα χωλ των ψυχοθεραπευτών.

  • Σφυροκέφαλοι

    Περσινά ξινά σταφύλια οι αντιπτωματοζωοφάγοι. Η βίβλος Πετεφρή του προφήτου, προβλέπει,μετά από έτη επτά, την έριδα περί φρουτοπτωμάτων, με φοβερές συνέπειες στο αειφορικό Σύμπαν:

    «2026.Αυστηρή ρηματική διακοίνωση της ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που θέσπισαν νόμο σύμφωνα με τον οποίον κάθε φρούτο που πέφτει από ένα δέντρο θεωρείται νεκρό,ήτοι φαγώσιμο, σε αντίθεση με αυτά που κρέμονται ακόμη στα δέντρα. «Η δήθεν αμερικανική οικολογική συνείδηση! έρευνες των δικών μας οικολόγων απέδειξαν ότι έως βαθμού σαπίλας 75% δεν μπορούμε να μιλάμε για νεκρό φρούτο. Άν δε μαυρίσει το μήλο κατά 98% εξωτερικά,υπάρχουν ακόμη ζωντανά κύτταρα!»

    2026.Άμεση απάντηση της πανίσχυρης Ένωσης Οικολόγων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση περί του ακριβούς χρόνου θανάτου των φρούτων: «Στην ουσία το φρούτο ποτέ δεν πεθαίνει! κι όταν φύγει από τη ζωή,είναι γεμάτο μικρόβια,ιούς, αμοιβάδες, σταφυλόκοκκους και άλλα έμβια όντα,των οποίων εκμεταλλευόμαστε την αδυναμία πολιτικής επροσώπησης και τα τρώμε χωρίς οίκτο.Αφήστε τα φρούτα στη γη, να τρώτε άλλα πράγματα!»

    2026.Οργισμένη παρέμβαση στον ΟΗΕ των οικολόγων της Πράσινης Ακτίνας εναντίον Ευρωπαίων,Αμερικανών και λοιπών καταναλωτών έμβιας ύλης: η μόνη λύση για να διατηρηθεί η αειφορία είναι να θεσπιστεί η κατανάλωση καθαρής μορφής υδρασβέστου από τον άνθρωπο και ίσως (αφού τελειώσουν οι έρευνες) και ολίγων νιτρικών αλάτων.Το κάνουν αιώνες ολόκληρους οι κότες και τα μικρά παιδάκια στα χωριά, που τρώνε καμιά φορά παραδοσιακά τους πεσμένους σοβάδες.Τόσο οι κότες, όσο και τα μωρά, επιβιώνουν.Η μετατροπή του ανθρωπίνου είδους σε γιαλιστερούς, όμορφους, φιλικούς προς το περιβάλλον σκελετούς, είναι η μόνη λύση.

    2026.Συγκινημένος από το οικολογικό δράμα που παίζεται στην οικουμένη, ο Πάπας εμφανίζεται στο παράθυρό του, ντυμένος με πλάκες ανακυκλωμένου χαρτοπολτού και ανακοινώνει, ούρμπι ετ όρμπι, ότι εκ μέρους της ανθρωπότητος, ζητά συγγνώμη από τα είδη των δεινοσαύρων που λόγω της ανθρώπινης παρουσίας εξαφανίστηκαν από τη γη. Συγκλονισμένη η ανθρωπότητα,παρακολουθεί νηστική.»

     

    Π.Θ. Επέτειοι ή τα πράγματα όπως θα μπορούσαν να έχουν γίνει, Κεφάλαιο «το μέλλον του μέλλοντος», σελίδες 141/2 εκδόσεις Ιστός, 2000.

     

  • Δεν είναι απλό;

    Ένα από τα κύρια επιχειρήματα που «διέρρεαν» από ευρωπαϊκούς και ιθαγενείς κύκλους όταν τους ζόριζαν στα διαβούλια, ήταν πως όλο και κάποιος Έλλην προ του 2015, κατέληγε «τι θέλουτε κανάγιες; Να βαρέσω εκλογές και ο Σύριζας να τα κάμει όλα πουτάνα;»

    Το είπαν μια ,το είπαν δυο, το εμπέδωσαν οι δανειστές.Αλλά έφτασε και στα αφτιά των απροσγείωτων που κέρδιζαν, σε καθε εβδομάδα και δέκα μυριάδες ψηφαλάκια, και λίγα λέω. Άρχισαν να το εμπεδώνουν κι αυτοί.  Κι άρχισε το γαϊτανάκι.

    Έγινε αυτό που λένε οι επιστήμονες «σύνοδος πλανητών».

    Ο ελληνικός πλανήτης άρχισε να καλλιεργεί ατάκτους. Σε μια κοινωνία με παράδοση συμπάθειας στον Γιαγκούλα, στους κουτσαβάκηδες, στους βασιλείς των ορέων ,στους επίστρατους ,στους παρακρατικούς και σε άλλα άνθη ευλαβείας,που όταν σκότωνες το γελαστό παιδί ήταν πένθος, ενώ άμα καθάριζες τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη ήταν θεάρεστο, ήταν παιχνιδάκι να συγκεντρώνεις συμπάθειες που θα απειλούσαν έναν γιατρό «φακελάκια» ή έναν πτωματοπώλη χασάπη.

    Είχαν και κάτι σαΐνια που έκαναν κονέ με πυρήνες και ποινικούς, δεν διανοήθηκαν ποτέ να φρακάρουν με μια νταλίκα το παραπόρτι του Πολυτεχνείου ,η ενόχληση των κατοίκων μέσω του συνδρόμου της Στοκχόλμης, μετατράπηκε σε εθιμική τελετουργία εντός ορίων,διακοσμημένη με τιμημένους νεκρούς, ενώ οι νεκροί που φύλαγαν σε σκοπιές ήταν ατιμοι.

    Ευκολάκια.

    Μια με  αποφυλακίσεις, μια με φιλικότητα έναντι του μπάχαλου, η υποψία πως ο Σύριζας κατέχει την διοίκηση των δρόμων, έγινε βεβαιότητα στην  Ευρωπαϊκή αυλή των άσχετων. Η μόνη σκέψη όπου κατέληγαν οι σύνοδοί τους ήταν «βρε, τα λεφτά μας δεν θέλουμε πίσω; Ο Σύριζας θα μας τα δώκει, όχι οι τρεμουλιάρηδες μελαγχολικοί».

    Διότι η χαλάρα αυτή, δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει στόχο να αριτσωθούν οι Έλληνοι νοικουραίοι, αλλά οι Καλβινιστές Ευρωπαίοι.

    Κι ο ευρωπαϊκος πλανήτης με τον όγκο του σκίασε την σφαίρα της ελληνικής σελήνης.Κι όσο οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειχναν άνετη νίκη των αντιθέτων, τόσο ωρίμαζε  ο φόβος πως θα υπήρχε κατενάτσιο σε ότι κι αν σχεδίαζε ο οικογενειακός εθνοσωτήρας.

    Κι άρχισε η πιο εύκολη υπονόμευση στην ιστορία των εντοπίων μιναδόρων. Άρχισαν να αφαιρούνε φέτες από τον μπακλαβά. Πρώτα από τον μπακλαβά γωνία. Χρυσή Αυγή, ΚΚΕ και άλλες γωνίες, άντεχαν μοναχές τους. Οι αριστεριστές, ήθελαν και σαντιγύ-την είχαν. Κομματάρες καραμανλικών και γκρίνιες Σαμαρικών έτοιμες να αφαιρεθούν.

    Τι έμενε; Ένα Κέντρο που το πάτησε το τρένο και δεν ψήθηκε καλά, και οι Μητσοτακαίοι να μιλάνε άκαιρα, να διαγράφουν, να οργανώνονται, θαρρείς και είχαν την έγκριση του ξένου παράγοντα.

    Όπου ο μπακλαβάς, κατά τμήματα, έμοιαζε κρατσανιστός, με πολύ καρύδι, ήρχονταν οι ΔΗΜΑΡΙΚΟΙ και το τσιμπολογούσαν εν τη φλυαρία αυτών. Αποτέλεσμα: συμμαχίες μαγειρεύονται, με τον Σύριζα μέσα οπωσδήποτε.

    Από το «να βγούμε από τα μνημόνια» στο παλαιό «ουδείς αντέστη/ το παν εχέσθη».

    Τι δεν καταλαβαίνετε;

    ‘Οτι στο διηνεκές θα βρίσκονται στο πολιτικό παιχνίδι, ώσπου να έρθουνε τα
    Ες Α (όχι η ΕΣΑ…) και να τελεύουμε;