Author: Πετεφρής

  • Δεν είναι όλα ρητορική

    1

    O δεκάλογος είναι αφιερωμένος σε κοπτοράπτες πολιτικών κειμένων, που έχουν ξεχάσει τη σημασία του περιεχομένου.

    2

    Από την συζήτηση «περι ανομίας» στην Βουλή, αποκόμισα την εντύπωση πως  ο καβγάς είναι για το πάπλωμα. Τα ισχυρότερα επιχειρήματα ήταν «ναι, αλλά θέλατε να διαλύσετε τα ΜΑΤ» και «ναι, αλλά η Σήμενς»

    3

    Οι κειμενογράφοι του Τσίπρα δουλεύουν πάνω σε υποτιθέμενη, αλλά πιθανή δομή της αγόρευσης Μητσοτάκη. Σπάνια πέφτουν έξω. Τον γεμίζουν χαρτάκια επιχειρημάτων διαβαθμισμένα, ώστε όταν τα χρειάζεται, να τα παραθέτει ανά κεφάλαιο. Λόγου χάρη «τον Αυγενάκη τελευταίο», ή «να ακουστεί το Σκάη και ο φιλικός σας Τύπος» ή και «να ακουστεί η λέξη Ντόρα στη δευτερολογία»

    4

    Οι  αγορεύσεις Μητσοτάκη είναι από ένα χέρι στο οποίο έχουν προστεθεί τσόντες.  Αλλά το πρώτο χέρι δεν βάζει πινελιές δεύτερο χέρι. Γι αυτό και καταγγελίες που ο άλλος ανέτρεψε, παραμένουν ωμές στην δευτερολογία του.

    5

    Οι «εκρήξεις ειλικρινείας» των Συριζαίων και Ανελαίων μινίστρων, ακυρώνουν η απομειώνουν την ισχύ μιας νεοδημοκρατικης καταγγελίας. Παράδειγμα: η  «μεσαία τάξη που υπερφορολογείται» ήταν γνωστή είδηση από τους υπαίτιους. Και τι έκανε ο Μητσοτάκης; Την επιβεβαίωσε. Τσιμουδιά για το πως θα την χειριστεί άν κυβερνήσει.

    7

    Τουλάχιστον οκτώ ημερών ήταν η υπόθεση Αυγενάκη, άρα η Νέα Δημοκρατία την περίμενε. Επιπλέον, μέσα σε αυτές τις μέρες, αρκετά ζητήματα ποινικά «τα προχώρησε» αριστοτεχνικά η Αστυνομία. Τυχαίο; Μπορεί.

    8

    Συμπέρασμα: η κυβέρνηση έχει την ιδιοκτησία μερικών επανορθωτικών κινήσεων, η αξιωματική αντιπολίτευση περιμένει από τον Άδωνι να του φέρει νοικοκυραίους και δεξιάντζες.

    9

    Σε πενηντάλεπτα: αν στην τελευταία του προεκλογική ομιλία, οψέποτε γίνουν εκλογές, ο Τσίπρας δηλώσει «θα αποκαταστήσω την άδεια τσέπη των ελευθέρων επαγγελματιών», θα τον πιστέψουν.

    10

    Δεν είναι όλα ρητορική, σύμφωνοι, αλλά ο δημοκόπος με αλμπενί πάντοτε υπερισχύει του δημεγέρτη που μοιάζει ανασφαλής.

  • Παρά Δήμον ονείρων

    Όνειρα, αν εξαιρέσω ένα που το τοπίο του επανέρχεται συχνά κάθε τόσο, δεν θυμάμαι, κι ας βλέπω ένα σωρό. Ωστόσο, σημείωσα ένα της μητρός μου, που μου το εκμυστηρεύτηκε, πάνε αρκετά χρόνια:

    ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ,20 Μαρτίου 2003

    Ήταν ντυμένη στα λευκά, νέα, και βλέπει τον πατέρα μου, σαραντάρη, ντυμένο στα λευκά. Σε ένα λευκό καλοκαιρινό νησί.
    «Πες στον Πάνο να μη στεναχωριέται» της λέει.
    «Του αγόρασα το ξενοδοχείο Να
    ΐς»

     Έκτοτε, συχνά αναρωτιόμουνα ,εάν «βγήκε» ή όχι. Το λευκό χρώμα, η λέξη «ναΐς», επί πηγαίων, λιμναίων και ποταμιαίων νυμφών, ήταν αρκετή πρόκληση. Αλλά άκρη δεν έβγαζα.

    Ώσπου δυο γραμμές από το ημερολόγιο που άφησε, θεράπευσαν το ζήτημα. Σήμερα διάβασα λίγα αποσπάσματά του. Την ίδια μέρα, σημειώνει:

    Πάνος με νέα ύπαρξη. Ο Δον Ζουάν ξαναχτύπησε. Βρισκόμαστε στα φλερτ. Συγκλονίστηκα και θύμωσα. Το πρωί του τηλεφώνησα. Του έρριξα καρφιά, τάχα όνειρο, τάχα διαίσθηση, ότι είναι μπερδεμένος. Αυτός τίποτε. Μελιστάλαχτος.

    Δεν είδε κανένα όνειρο. Επινόησε ένα. Γι’ αυτό δεν έβρισκα αντιστίξεις. Ωστόσο, μετά από εβδομάδες, άλλη καταγραφή ονείρου της. Που δεν φρόντισε να μου αναφέρει:

     6 Ιουνίου 2003. Τα χαράματα ξύπνησα από  όνειρο τρομαχτικό. Άναψα άσπρη λαμπάδα και κεριά στο σκήνωμα του Πάνου. Κείτονταν κάτω, σε άσπρα σεντόνια με δεμένο το κεφάλι με άσπρες γάζες.Τρομερό.

     Ανήμερα, και στις προσεχείς αθέατες του Ιουνίου ημέρες, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου, νοσηλεύτηκα για σοβαρό επεισόδιο και πούλησα τα βιβλία μου, εξ ανάγκης. Ικανή και αναγκαία συνθήκη που δικαιολογούσε κάθε ρεσώ και κάθε σπαρματσέτο επί της κεφαλής μου.

    Αφήγηση, Κώδικας, Μοτίβα. Στη ζώνη του λυκόφωτος.

  • Ακροτελεύτιο άρθρο

    …και έως τότε, να τον κρύβετε τον Αμίρ. Καλά. Οι μανάδες να σηκώνουν τη μαντίλα ώς τα μάτια και να αρνιούνται να μπάσουν στοργικούς κυνηγούς της συγκινησιακής επικαιρότητας στις χαμοκέλες τους. Να μη βάζετε το παιδί να ποζάρει με την ανάποδη ενός χαρτιού οντουλέ που επιγράφεται «να φύγεις». Δεν είναι μόνον οι Εθνοπαθείς που παραμονεύουν. Ο παιδέρας , ο κωλόμπος, ο χαρίεις γέρος με τα φουντούνια, ο Τάβανος του Νταϊφά, ο παίδαρος που τονε βύζαινε η μάνα του ως την εφηβεία, περιμένουν κρατώντας τσίλιες για γιουσουφάκια και ξεπεταρούδια. 1,714 δις χτυπάει σήμερα το Chantelier της Sia, τάχα για την ηδονή της μουσικής ακρόασης. Όποτε ακούτε «κι εγώ πριν κάμποσα χρόνια ήμουνα πλανόγιαννος*» και   τονε  ψάχνουν τα Μέσα και οι Αστυνομίες, να ξέρετε πως είτε  περνάμε περίοδο όπου είτε πήζει ένα γιαουρτάκι με την μαγιά της άμβλυνσης, είτε ο κόσμος ποθεί να γεννηθούν νέοι μαχαιροβγάλτες στην αγορά, επικαλούμενοι σκοτεινά παιδικά χρόνια.

     

    *«Σύρε Μάρω μ΄στο πηγάδι για νερό». «Καρτερείτε, αδελφούλες για να ζαλωθώ/ την βαρέλα και τον μαστραπά. / Ειν΄ο Γιάννος στο πηγάδι, ο πλανόγιαννος/ που πλανεύει τα κορίτσια και τις έμορφες»

  • Αναφαίρετα δικαιώματα

    Ως μονοπρόσωπος πολίτης (υπάρχουν και οι πολυχαρισματικοί) δε δικαιούμαι να στερήσω τα πολιτικά δικαιώματα από τους υπουργούς Τσακαλώτον και Χουλιαράκην για τις πρόσφατες “εξομολογήσεις” περί μεσαίας τάξεως και άλλων καλλυντικών.

    Ωστόσο έχω κάθε δικαίωμα να τους απονείμω το παράσημο του μεγαλόσταυρου της φαιδρής Σαρανταποδαρούσας.

    Και τώρα, σιωπή-σχεδιάζω το έμβλημα, την κορδέλα, τον φιόγκον και το πολυτελές κατηφένιο κουτί, με την σατέν επένδυση.

  • Ο κρόνιος λίθος 9/9

    Επίμετρο

     Η επισφαλής συνύπαρξη

    Το τέλος του μνημοσύνου και των εορτασμών, σημαδεύτηκε από την άφιξη, μετά την 1η Νοέμβριου, αγγλικών τμημάτων που θα αποτελούσαν την Φρουρά Θεσσαλονίκης. Ο ΕΛΑΣ κράτησε συμβολικές, αλλά επαρκείς δυνάμεις στην πόλη, κυρίως στις παρυφές της και ανά συνοικία όπου όλο και κάποιος καπετάνιος έκανε κουμάντο. Έγιναν συλλήψεις δοσίλογων, επισφαλώς, αφού μια επιτροπή δικηγόρων ασκούσε χρέη δικαστικής εξουσίας και ξεκίνησε ανακριτική διαδικασία που κράτησε ολόκληρο τον μήνα Νοέμβριο.

    Αλλά πριν φτάσουμε στη σύνοψη της ομαλοποίησης, το κύριο σώμα του ΕΛΑΣ που έμεινε στην πόλη από την 29η Οκτωβρίου έως την 2α Νοεμβρίου, κατά  μία μαρτυρία του γιου του σημαιοφόρου του 16ου συντάγματος Τόλιου, αναχώρησε με προορισμό το Κιλκίς αμέσως μετά την παρέλαση, ενώ άλλα τμήματα προωθούνταν από τα δυτικά. Ο πληθυσμός της πόλης αναθάρρησε, αλλά οι χιλιάδες οπλισμένοι ενάντιοι μαχητές, σε απόσταση  πενήντα χιλιομέτρων και χωρίς ενδιάμεσο φραγμό, δεν ήταν μια εκκρεμότητα που χωρούσε καθυστέρηση.

    Μέσα στο Κιλκίς, οι μαρτυρίες που υπάρχουν είναι συχνά ελλιπείς ή αντιφατικές. Η ιστορία της μάχης κυκλοφορούσε ως προφορική παράδοση, που άκουσα πρώτη φορά παιδί, στην δεκαετία του 50. Σύμφωνα με αυτήν, λέγεται ότι σε μια υποτιθέμενη μάζωξη οπλαρχηγών, μόνον ο Αντών Τσαούς (ο Φωστερίδης) επιθεώρησε τον τόπο και είπε ότι αρνείται να σφαγιαστεί σε αυτήν την αλεπότρυπα, και έφυγε ανατολικά με τους ανθρώπους του.

    Βέβαια, τον περιβόητο (και αποτελεσματικό) Μπάφραλη οπλαρχηγό, τον βρίσκουμε τον Σεπτέμβριο του 1944 σε επανάκτηση (έστω, διεκδίκηση) των περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους και αργότερα στα Δεκεμβριανά να πολεμάει στου Μακρυγιάννη. Ακόμη, όμως, και εάν δεν αληθεύει  η διήγηση, είναι ενδεικτική της εμπιστοσύνης των αντικομμουνιστών στο άτομό του, κάτι που ισχύει και για τον αρχηγό των ενόπλων του Κούκκου Πιερίας, Κισά Μπατζάκ.

    Οι περιγραφές της μάχης του Κιλκίς που ξεκίνησε με την πρώτη επαφή την 3η Νοεμβρίου και άρχισε ουσιαστικά τα ξημερώματα της επομένης, μετά από εσωτερική σύγκρουση των επικεφαλής στρατιωτικών με τον Κικίτσα που εντέλει πέρασε η άποψή του, είναι γενικά ομαδοποιημένες στα εξής σημεία στα οποία και θα μείνουμε, χωρίς να εμβαθύνουμε, όπως είναι φυσικό.

    Μόνον ο Αναστασιάδης έχει την πληροφορία πως εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ πήγαν να διαπραγματευτούν ανακωχή ή εκεχειρία και σφαγιάστηκαν. Ίσως μπερδεύεται η αφήγηση με το γεγονός της αποτελεσματικής πρώτης βολής σε κτίρια του Κιλκίς, καθώς οι αμυνόμενοι περίμεναν να πλησιάσουν πολύ οι επιτιθέμενοι.

    Οι  αμυνόμενοι είχαν οχυρωθεί τον λόφο Αγίου Γεωργίου, και σε ένα μέτωπο στον δρόμο προς βορράν, για την Τέρπυλλο, κυρίως επειδή ένα αριθμητικά μεγάλο απόσπασμα ομοϊδεατών τους, κατέβαινε από το Ροδώνα. Αν ενώνονταν με τους υπόλοιπους, θα είχαν συγκεντρωθεί πάρα πολλοί στο κύριο πεδίο των συγκρούσεων.

    Είχαν επίσης καταλάβει μεγάλα κτίρια, το Διοικητήριο, το Νοσοκομείο, Στρατώνες και Καπναποθήκες, ενώ περίμεναν περιορισμένη ενίσχυση από τα ανατολικά. Υπήρχε και η πληροφορία ότι μεγάλη οπλισμένη δύναμη είχε αποβιβαστεί στον Στρυμόνα και μέρος της θα ερχόταν στο Κιλκίς, ενώ μια άλλη μοίρα θα ενίσχυε τον Φωστερίδη. Φυσικά η  διάταξη των δυνάμεων ήταν μάλλον αποτέλεσμα της πολυαρχίας, διότι απέναντι από τα δύο πλήρη συντάγματα του ΕΛΑΣ υπήρχε μόνον ένα οχυρωμένο αντέρεισμα και, κατά τα φαινόμενα, έλλειψη βαρέος οπλισμού.

    Το σχέδιο Κικίτσα ήταν απλό. Μετωπική επίθεση στον Άγιο Γεώργιο, με το 30ο σύνταγμα της Δεκάτης μεραρχίας, ενισχυμένο, εμβολισμό των οχυρώσεων κοντά στην Τέρπυλλο για να ακολουθήσει επίθεση του 13ου Συντάγματος στους αντιφρονούντες του Ροδώνα και μετά, εκκαθαρίσεις μέσα στη πόλη. Το 16ο σύνταγμα, το προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη μέσω Δερβενίου, και με άλλες ενισχύσεις, θα χτυπούσε από πίσω τους αντιπάλους, προσπαθώντας να κόψει τις διαφυγές τους.

    Η δωδεκάωρη μάχη έφερε μια έξοδο 500 έως 700 αμυνομένων που δεν απέφυγαν την σύλληψη, οδεύοντας προς Θεσσαλονίκη, και την  παράδοση περίπου 5 χιλιάδων αντιπάλων του ΕΛΑΣ (δεν γράφω «μαχητών» επειδή οι πηγές αλληλογρονθοκοπούνται) και πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περισσότερους από τους  130 περίπου του ΕΛΑΣ.

    Ωστόσο, υπήρξε εκτέλεση πολλών αιχμαλώτων, είτε μετά από αναγνωρίσεις αυτουργών σε παλιές επιχειρήσεις είτε και από τους κατοίκους των γύρω χωριών κυρίως.

    Σπουδαίο ρόλο στην αποκοπή των ηττημένων που κατέφυγαν σε κλειστόστομες αδιέξοδες κοιλάδες κάτω από τους λόφους του Φιλύρου, όπου κι εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, έπαιξε το ολιγομελές αλλά έμπειρο ιππικό του ΕΛΑΣ που τους πρόλαβε μετά από δύο ώρες απώλεια κάθε επαφής μαζί τους.

    Εκεί σκοτώθηκε και ο Κισά Μπατζάκ. Κατ΄άλλους, αυτοκτόνησε για να μη τον πιάσουν αιχμάλωτο, δηλαδή να τον εκτελέσουν. Τέτοιες μέρες, η Δικαιοσύνη άρχισε να ξεχνιέται.

    Οι περισωθέντες κλειστήκαν σε στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Αρκετοί συνέχισαν να εκτελούνται, ενώ πολλοί ανακρίθηκαν. Οι αρχηγοί των τμημάτων αυτών δεν γλύτωσαν, με επιφανέστερη απώλεια τον ίδιο τον Κισά Μπατζάκ. Ο Δάγκουλας τραυματίστηκε, πιάστηκε, νοσηλεύτηκε, ανακρίθηκε και πέθανε μετά από δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες, ενώ το πτώμα του…

    Τον Δάγκουλα τον είδα, πεθαμένο. Μια σταλιά μου φάνηκε. Τον είχαν σε ένα κάρο στην Αριστοτέλους και ερχόταν από παντού ο κόσμος και τον έφτυνε. Ήταν ένα αηδιαστικό θέαμα-σαν τυλιγμένος με κάτι παράξενο, ανάερο.(Ρ.Δ, 1988)

    Τα στρατόπεδα άδειασαν από αντιστασιακούς και ομήρους και άρχισαν να γεμίζουν από υπόπτους για δοσιλογισμό, αλλά και ένστολους, μερικούς από την χωροφυλακή, ενώ πλήθος -που τους είπαν αργότερα κι αυτούς «ομήρους»- κατέληξαν στην Αριδαία. Μαζί τους και ο Χρυσοχόου. Υπήρξαν έντονες καταγγελίες για αποδεκατισμό των ομήρων στην διαδρομή.

    Υπήρξαν περιπτώσεις, όχι όλες πρόσφατες, όπου οι ελληνικές υπηρεσίες που πλαισίωναν την κατοχική κυβέρνηση, έδωσαν ονόματα και πληροφορίες για άτομα της πόλης που ήταν κομμουνιστές, αλλά και για άλλα άτομα για τα οποία κυκλοφορούσαν φήμες. Τα φαινόμενα αυτά δεν ήταν πολλά, μήτε κατά σύστημα, αλλά η λαϊκή αντιπάθεια και ο φόβος εναλλάσσονταν.

    Για παράδειγμα, πολλοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, για να επιβιώσουν, δέχτηκαν θέσεις υπηρεσιακής ευθύνης στον επισιτισμό. Φυσικά πολλοί βγήκαν και στο βουνό, αλλά μετά την επικράτηση του ΕΑΜ, συνήθως ιδιώτευαν στην πόλη και στα χωριά τους. Ήταν αναμενόμενο, τώρα που υπήρχαν αρχές οι οποίες μπορούσαν να αποδεχτούν και κατηγορίες κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, να αυξηθούν από κάθε πλευρά οι καταδόσεις.

    Στην πόλη σπανίως συνέβαινε κάτι που είχε αστυνομικό ενδιαφέρον, αν δεχτούμε ελάχιστο μέρος από την προσωπική κατάθεση του Ηλία Πετρόπουλου στο «Πτώματα, πτώματα, πτώματα», μια σκληρή μαρτυρία για τις πρώτες εβδομάδες της απελευθέρωσης, όπου υποδεικνύονται  ή «φωτογραφίζονται» καπετάνιοι που βρισκόταν περιφερειακά στην πόλη να δίνουν εντολές συλλήψεων και εκτελέσεων ή αποστολής σε στρατόπεδα ατόμων ενίοτε άσχετων ή αθώων. Την μαρτυρία του είναι καλό να την υπολογίζουμε σαν κάποια δική μας, έντονη, βιωματική αλλά δύσκολα γενικευτική εντύπωση. Του Πετρόπουλου ο πατέρας φέρεται να εκτελέστηκε εκείνες τις μαύρες μέρες. Όλοι όσοι έχουν ζήσει τραγικές καταστάσεις, έχουν γνώση μέρους της πραγματικότητας και αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό και για τους ΕΛΑΣιτες και για τους γερμανοντυμένους.

    Στη Θεσσαλονίκη εγνώρισα έναν καλότατο άνθρωπο που την είχε γλυτώσει στο Φίλυρο, δίνοντας στον συνοδό εκτελεστή δύο λίρες που τις εφύλαγε στο τσεπάκι του παντελονιού του. Αυτός ο τυχεράκιας διέθετε ένα μεσιτικό γραφείο στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου τον συναντούσα επί έτη και έτη (Ηλίας Πετρόπουλος)

     Τέτοιου τύπου μαρτυρίες, μαρτυρίες αυτόπτη ή από άμεσες διηγήσεις, τείνουν να θεωρούνται απολύτως ακριβείς και ηλεγμένες, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε το πρόσωπο που μας τις εμπιστεύτηκε και έχουμε σχετική ευμένεια προς τους άμεσα συνδιαλεγόμενους μαζί μας. Επαναλαμβάνω πως την αλήθεια ή την πεποίθηση είναι πολύ δύσκολο να τη ξεχωρίσουμε σε μιαν αφήγηση.

    Εκατό εκτελεσμένοι σε μέρη όπου τελούνται τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις τακτικά δίνουν συχνά την εντύπωση εκτέλεσης πολλαπλασίων θυμάτων. Αλλά θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζε πως δεν έγιναν εκτελέσεις από τις αντιμαχόμενες πλευρές, ακόμη και όταν έμοιαζαν να ελέγχονται.

    Ωστόσο, παρά την έκρυθμη κατάσταση, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου η αγριότητα άρχισε να υποχωρεί. Για την ακρίβεια, επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά πως ακόμη και στα κολαστήρια, η αδιάφορη απόγνωση καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χρόνου.

    Η γιαγιά μου δούλευε στο Παπάφι, που ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς. Πλύστρα. Χήρα με τέσσερα ορφανά, αφού κόντεψε να χάσει τα αφτιά της από κρυοπαγήματα τον πρώτο καιρό της κατοχής, πηγαίνοντας με τα πόδια από την Θεσσαλονίκη στον Στρυμόνα, όπου υπήρχαν μαυραγορίτικες ανταλλαγές ειδών και χρημάτων με τρόφιμα, βρήκε δουλειά στο Ίδρυμα. Οι Γερμανοί πλήρωναν ψίχουλα, αλλά τακτικά. Με την αλλαγή, το Παπάφι επιτάχθηκε για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και το διοικούσε ένας καπετάνιος. Την ίδια δουλειά έκαναν οι γυναίκες, πλύσιμο, καθαριότητα και φροντίδα του κτιρίου, αλλά δεν υπήρχε τις πρώτες μέρες καμία πληρωμή, μήτε μια βούκα ψωμί. Η γιαγιά μου θύμωσε κι είπε στις άλλες, πως θα πάει να παραπονεθεί. Την απέτρεψαν, επειδή υπήρχε φόβος στην πόλη και πολλά ακούγονταν πως εκτελούσαν τους εθνοπροδότες αμέσως και ήταν εύκολο να σε βγάλουν εθνοπροδότη. Η γιαγιά μου που άρχισαν να υποφέρουν τα παιδιά της, πηγαίνει αυτόκλητη στον καπετάνιο και του λέει «δε μου λες, σκοπεύεις να μας πληρώσεις; Έχω τόσα παιδιά να θρέψω και είμαι εδώ όλη μέρα.» Ο καπετάνιος της είπε «ξέρεις κυρά μου σε ποιόν μιλάς έτσι;» «Όποιος και να είσαι, ξέρω πως θα με συμπονέσεις» του λέει. «Εδώ οι Γερμανοί που τους τρέμαμε, μας έδιναν ψωμί και συσσίτιο. Αν δε μπορείτε, πες μου να πάω να δουλέψω στους Εγγλέζους». Ο καπετάνιος, μετά από μια δύο κουβέντες κατάλαβε πως δεν είχε μπροστά του εθνοπροδότρια, γέλασε, και στο τέλος της εβδομάδας άρχισε να εφοδιάζει τις κυράδες με τρόφιμα, ρύζια, αλεύρι, ζάχαρες  και άλλα πολλά.(Ν.Φ και Α.Ψ, 2008)

     Από τις αρχές  Νοεμβρίου και για έναν μήνα, η ιδιότυπη συνύπαρξη των Άγγλων με το ΕΑΜ, είχε δύσκολες αλλά και παράδοξα χαλαρές στιγμές. Το ΕΑΜ έκανε ό,τι συνήθως έκανε στην παρανομία, αλλά πλέον επίσημα, στα ίδια κτίρια που επίταξαν οι Γερμανοί. Ένα μέρος από την δουλειά των ΕΠΟΝιτών ,από άλλες πόλεις, σώζεται στα ΑΣΚΙ και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον τρόπο δουλειάς τους.

     Δε δούλευα στη γειτονιά. Ήμουν στην ΕΠΟΝ στα κεντρικά. Στο Μάτζεστικ, στον όροφο, στη Διαφώτιση. Στο ισόγειο λειτουργούσε καντίνα και έτρωγαν τα στελέχη από την επαρχία. Εμείς πηγαίναμε απέναντι στην «Αστόρια» και τρώγαμε, με κάρτα. Μερικές φορές είδα εκεί τον Μάνο Κατράκη. Δεν είχα καμία ανάμιξη στο Παπάφι. Είχα αποστολές στο κέντρο. Εκτελούσα χρέη γραμματείας στην «Αργυρώ». Δεν ξέρω, ακόμη και σήμερα, πώς την έλεγαν.(Ε. Χ.,1986)

     Την κυβέρνηση εκπροσωπούσε ο Μόδης, ενώ οι Άγγλοι, κάθε μέρα και διεύρυναν το πεδίο της αστυνομικής τους, κυρίως, ευθύνης. Η ελληνική διοίκηση πάντως άρχισε να δείχνει δείγματα αποτελεσματικότητας. Για παράδειγμα, καθώς άρχισαν να έρχονται από το βουνό και από τις κρυψώνες τους, οι ελάχιστοι εναπομείναντες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, η διοίκηση της πόλης κυρίως  ελεγχόμενη από τον ΕΛΑΣ τους παραχωρούσε αμέσως τα ακίνητά τους, χωρίς πολλή γραφειοκρατία.

    Με τον τρόπο αυτό, το πρώτο διάστημα, οι Εβραίοι πήραν πίσω 500 περίπου ακίνητα, με μια σειρά διοικητικών πράξεων που δυστυχώς έμεινε στα πλαίσια του 1944, διότι μετά τα πράγματα έμπλεξαν πολύ, καθώς οι νέες υπηρεσίες μετά τα Δεκεμβριανά, είχαν άλλες εντολές να υλοποιήσουν. Παρά τις εκτελέσεις, τις ομηρίες και τα παρατράγουδα, ολόκληρος ο Νοέμβριος πέρασε πανελληνίως με τα εξής χαρακτηριστικά: γίνονταν προσαγωγές υπόπτων για δοσιλογισμό και συλλήψεις τους, ανακάλυπταν τάφους, ατομικούς ή ομαδικούς, που αρχικά τους απέδιδαν στους γερμανοντυμένους και αργότερα, όταν «έσκασε» ο Μελιγαλάς, άρχισε να υπάρχει «επικοινωνιακή ισορροπία».

    Ο Μελιγαλάς ήταν η εξόντωση των σωμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, από τον ΕΛΑΣ, κατά μία προφανή και κατά μερικές εβδομάδες παλαιότερη επιχείρηση όπως του Κιλκίς, αλλά η κατακραυγή για τον Μελιγαλά ήταν πανελλήνια, ενώ το Κιλκίς έμεινε ως πτυχή μιας σκοτεινής τοπικής ιστορίας. Όσο περνούσαν οι μέρες και η φημολογία για αντιρρήσεις και αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης φούντωνε (το κύριο πρόβλημα ήταν ο αφοπλισμός των διαφόρων ενόπλων σχηματισμών και η έριδα για το αν οι Ριμινίτες ήταν τακτικός στρατός ή όχι) ήρθε η παραίτηση, σε δύο στάδια, των υπουργών που προέρχονταν από την Αριστερά, την ήδη διαλυμένη ΠΕΕΑ και τον ΕΛΑΣ και τα Δεκεμβριανά ήταν πλέον προ των πυλών.

    Ένα νέο κεφάλαιο άρχιζε στην πολύπαθη ελληνική δεκαετία του 1940, την ώρα που όλος ο κόσμος περίμενε αμάν και πώς την παγκόσμια Ειρήνη, που κερδήθηκε με τόσο αίμα έως το καλοκαίρι του 1945, όταν η Ελλάδα, καθημαγμένη και χωρισμένη στα δύο ήταν έτοιμη για το πήδημα στο κενό.

    Ένα βράδυ, μάς ξύπνησαν φωνές μεθυσμένων ελληνικά και εγγλέζικα. Είδα με τρόπο και ο συγγενής μας εξ αγχιστείας ο Β. μεθούσε με έναν φίλο του κάτι Σκοτσέζους με καρό και φούντα στο κεφάλι, σκνίπα κι αυτούς. Μετά, τους έσταξε μία μία, κάμποσες λίρες Αγγλίας και έφυγαν. Όλο το βράδυ, στην αυλίτσα μας, όπου ο πατέρας μου φύλαγε εργαλεία και μαστόρευε, ήρθε η παρέα του, ανασήκωσαν κάτι λαμαρίνες που είχαμε πάνω από έναν μακρύ λάκκο με δοκάρια επάνω και χώμα, τάχα καταφύγιο που δεν μπήκαμε ποτές, και διέλυσαν ένα ολάκερο τζιπ, αυτό που αγόρασε ο Β. Χώρια οι ρόδες σε τσουβάλια, χώρια μηχανές, κομμάτια όλο. Το ταπώσανε και έψαχναν τρόπο να το πουλήσουν ή να το ανεβάσουν κομμάτι στο βουνό- θα σε γελάσω. Δεν πέρασαν δύο μέρες και πλάκωσαν χωροφύλακες, Εγγλέζοι, κάτι μυστικοί, ακόμη και από τον ΕΛΑΣ και άνοιξαν την τρύπα και έβγαζαν κομμάτια από το τζιπ. Να σκεφτείς πως ήμουνα 22 ετών και μήτε μια στιγμή δεν φοβήθηκα. Μας έκλεισαν στο σπίτι και μας ανέκριναν. Δεν τους ένοιαζε το τζιπ, που ήξεραν ποιος το αγόρασε και ποιος το πούλησε, αλλά τους ένοιαζε αν είχε ολόγυρα όπλα. Εμείς τη γραφομηχανή και τον πολύγραφο τα επιστρέψαμε στην οργάνωση και υπήρχε μόνον ένα μαχαίρι του ψωμιού. Με ρωτούσαν κι εγώ χαχαχού γελούσα. Ασταμάτητα. Δεν ξέρω αν από νεύρα ή από φόβο. Πήραν τα κομμάτια του τζιπ και έφυγαν. Όπλα δεν είχαμε. Αυτά ήθελαν. Ο Β. μπήκε φυλακή και του πηγαίναμε φαγητό και τσιγάρα. Δεν έμεινε πολύ και μετά έφυγε στο χωριό.(Β.Χ.,2001)

    Κάπου εδώ η ιστορία γύρω από τους συνειρμούς, αφηγηματικούς και όχι ιστορικούς, ενός σημαντικού λευκώματος μπαίνει στην σκληρή, ακατάδεχτη χοάνη του θανάτου, της σύγκρουσης και της αναμέτρησης. Το κράτος που βρίσκεται στην Αθήνα αναμετράται με τον ΕΛΑΣ, τουλάχιστον τα τμήματα εκείνα που υπήρχαν ή που αποπειράθηκαν να πολεμήσουν στην Αθήνα και κερδίζει τη μάχη των Αθηνών.

    Οι προκατοχικοί σύνδεσμοι των πολεμιστών των κινημάτων και του αλβανικού μετώπου γεμίζουν φορτηγά καράβια από την Θεσσαλονίκη στον Πειραιά, γεμάτα Μακεδόνες εφέδρους που με ατομικές προσκλήσεις, μπαίνουν βράδυ σε βάρκες,από τη σκάλα μιας θρυλικής βίλλας και ντύνονται στην Αθήνα, στα Ανάκτορα ή στου Μακρυγιάννη.

    Έρχεται η Βάρκιζα, η αμηχανία και χρωματιστές τρομοκρατίες, ενώ σκάζει ο Εμφύλιος με πρώτον στη σειρά των ενεργειών, τον ίδιο τον καπετάν Μπαρούτα που συνάντησε ο Χρήστος Καλεμκερής στους κάμπους δίπλα στον Λουδία. Στο ίδιο Λιτόχωρο που υπήρξε μια κομβική, μαρτυρική κώμη.

    Ο τρόπος της Αφήγησης που επέλεξα έχει δύο χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία θα απουσίαζαν εάν στην χώρα, υπήρχε ένα μεγάλο μνημείο Εθνικής Ομοψυχίας και Κοινής Αντιεμφυλιακής Ομολογίας. Διότι καθώς ασχολούμαι σαράντα χρόνια με τα ζητήματα αυτά, συγκεντρώνοντας υλικό, δύο πράγματα παραμένουν αμείωτα και αλώβητα, παρά τις ποικίλες περιπέτειες της χώρας και των ανθρώπων της:

    Πρώτα, οι άνθρωποι φοβούνται! Αυτό δεν ισχύει για τους εκδηλωμένους, για τους ήρωες, για τους αγωνιστές. Φοβούνται οι απλοί άνθρωποι που συντάχθηκαν με κάποια πλευρά, και δεν το λένε μήτε στα παιδιά τους, ή τους τα λένε επιφανειακά. Κι αυτός είναι ο λόγος που τις ζωντανές μαρτυρίες που διαθέτω, τις παραθέτω με αρχικά των ανθρώπων που μου τα εξομολογήθηκαν, με την αναγραφή της χρονιάς που μου τα είπαν.

    Στον σεβαστό μου Χρήστο Καλεμκερή θα δείξω την λίστα των μαρτύρων μου, για να καταλάβει πως δεν είναι πλάσματα λογοτεχνικής φαντασίας. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν και δεν θέλουν να μπλέξουν. Δεν ξέρω τι λέγουν οι πολιτικοί ή τι τους λένε, αλλά υπάρχουν άνθρωποι των γερμανοντυμένων που πιστεύουν ότι νίκησαν τα σοβιέτ στην Ελλάδα και ΕΑΜιτες που βλέπουν παντού τους πλουτίσαντες και καζαντήσαντες στην Κατοχή και στα επόμενα χρόνια. Και οι περισσότεροι δεν μιλούν «για να μη μπλέξουν» τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

    Δεύτερο και τραγικό. Επιδιώκοντας την ταυτοποίηση των αναγνωρίσιμων προσώπων στις φωτογραφίες, χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συνεργατών του Χρήστου Καλεμκερή, Θοδωρή και Πόπης, υπήρξε κάποιος αξιόπιστος μάρτυρας, πολύ γνωστός, που αναγνωρίζοντας ένα πρόσωπο, δήλωσε πως ήταν μεν συναγωνιστές το 1944, αλλά πως αυτό το πρόσωπο ήταν ο προσωπικός του βασανιστής στην Μακρόνησο!

    Αυτή η όψιμη πληροφορία, με έκανε να αλλάξω σχέδια. Το Λεύκωμα θα έμενε μια συλλογική φωτογράφιση μιας ανεπανάληπτης στιγμής. Όποιοι αναγνωρίζουν φίλους, συγγενείς ή γνωστούς, και θέλουν να το κοινοποιήσουν, ας το πράξουν.

    Το αίμα, προφανώς δεν έχει στεγνώσει. Η λήθη αντί να λειτουργήσει ως ένα ανακουφιστικό και λυτρωτικό καταπότιο, έγινε ένας λίθος, κρόνιος και χθόνιος που δεν καταπίνεται με τίποτε.

  • Μοίρα μας μοίρανε, ή κακούργα πεθερά;

    Στον Μεγάλο πόλεμο,οι Βρετανοί είχαν τα Ντρέντνοτ. Οι Γερμανοί, τα δικά τους μαστόδοντα. Οι Γάλλοι, τρεις αδελφές, την «Προβηγκία», την «Βρεττάνη» και την «Λοραίνη» με δέκα κανόνια κοντά στις δεκατέσσερις ίντσες εκάστη, 25 χιλιάδων τόννων, που έπιαναν είκοσι κόμβους. Εντάχθηκαν στο Γαλλικό Ναυτικό το 1916 και σπανίως έβγαιναν από την Μεσόγειο. Η «Προβηγκία» ήταν η αδελφή που πρόσεξα- ήταν συχνά η ναυαρχίδα. Άκαπνη.

    Η πρώτη αποστολή της, και η μόνη του πολέμου, να σταλίσει στην Κέρκυρα για να εμποδίζει τον Αυστροουγγρικό στόλο να βγει από την Αδριατική, τον καιρό που οι Γάλλοι φοβόταν μήπως και κατεβαίνοντας στο Ιόνιο, επηρεάσει την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, υπέρ του Κωνσταντίνου. Έφτασε και στον Περαία, όταν γύρισε υπέρ του Βενιζέλου η εξουσία. Βουβή, απειλητική, επιδραστική. Μετά, γύρισε στην Τουλώνα και της ανέθεσαν να λάβει μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας, κατά των Μπολσεβίκων. Αλλά το πλήρωμα στασίασε και ακυρώθηκε η επιχείρηση. Τζίφος.

    Στον μεσοπόλεμο ,μπήκε στα ντόκια και την βελτίωσαν όσο γινόταν. Επεδίωκαν ένα my style rocks, επί ματαίω. Έμεινε άνεργη στα χρόνια του Βισύ, την βάρεσαν σκληρά οι Βρετανοί στον καιρό της εισβολής στην Βόρεια Αφρική και τελικά ,την βύθισαν οι Γάλλοι, για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Τρεις φορές, έως το 1949, την καννιβάλισαν για να λάβουν κανένα κανόνι, κάτι χρήσιμο. Εντέλει την ανέλκυσαν και την έστειλαν για σκράπ. Άκαπνη.

    Εμείς πάντως, στον μεσοπόλεμο, είχαμε στην ποίησι τρία επιβατηγά, την «Κλεοπάτρα» την «Σεμίραμι» και την «Θεοδώρα», που ύμνησε ο ποιητής Αλέξανδρος Μπάρας επαρκώς και ο «Αβέρωφ», έφτασε να συνοδεύει νηοπομπές στον Ινδικό ,διότι οι Γάλλοι είχαν οπίσω τους το Τραφάλγκαρ, κι εμείς τον Κουντουριώτη και την Λήμνο του.

    Όπου τα καταφέρνουμε, τα καταφέρνουμε καλά. Όπου δεν, αφήστε το καλύτερα. Γι’ αυτό και όταν βαράμε διάλα με τις κάρτες στο μετρό, και μας φταίγουν όλοι , μα όλοι, εκτός από εμάς τους άχαρους, η γκλάβα μου γεμίζει με την έκφραση «γαλλικόν βλακόπνευμα» του αυτοκτόνου Περικλή Γιαννόπουλου και ένας Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών, ξεύρετε τίνος.

     

  • ‘Ατιτλο

    Συνέλθετε. Η τρέχουσα πολιτική μας παρενοχλεί και το αποδίδουμε σε πέφτουλες και περιστεράδες.

  • Ο κρόνιος λίθος 8/9

    Η Έξοδος

    Κάποτε ήρθε η μέρα που ξεκουμπίστηκαν οι Γερμανοί. Και δεν ξεχνώ την κρυφή χαρά που είχαμε, όταν είδαμε προσκολλημένα στην φάλαγγά τους και κάμποσα επιταγμένα καροτσάκια που τα έσερναν γαϊδούρια (Ηλίας Πετρόπουλος)

    Εικοσιέξη προς εικοσιεπτά Οκτωβρίου, ο μητροπολίτης Κοζάνης και η στρατιωτική ηγεσία της ομάδας μεραρχιών του ΕΛΑΣ περνάει με σλέπι τον Αξιό. Το ΕΑΜ οργανώνει μια μεγάλη συγκέντρωση στο κέντρο και στις συνοικίες με ομιλίες, συνθήματα και πάθος. Ελευθερώνονται οι κρατούμενοι στο μαρτυρικό στρατόπεδο Παύλου Μελά. Την 28η νέες συγκεντρώσεις παντού ενώ Χαριλάου, Ντεπό, Άνω Πόλη και Νεάπολη δέχονται για πρώτη φορά τις τακτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Σε πολλές μονάδες, το κέντρο είναι ορατό. Σε φρουρές της πόλης και τοπικούς όρχους των Γερμανών, παρακολουθούν από κάποια απόσταση τις ετοιμασίες της αναχώρησης.

    Τριάντα του μηνός, η Εφορεία υλικού πολέμου, ήτοι ο Τοπχανές ή φρούριο Βαρδαρίου (όπου ανακάλυψαν σε κελιά οι ειδικοί πανάρχαια αγχέμαχα όπλα των πρώτων επί Σουλεϊμάν υπερασπιστών) ανατινάζεται από σαμποτέρ του γερμανικού στρατού και ακολουθούν οι ανατινάξεις του Τελωνείου στο λιμάνι. Ήταν σε μέρος μακριά από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, εφεδρικού ή τακτικού, όπως και από την αντίσταση, εν γένει. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ δεν φαίνεται πολύ δραστήριος, αλλά ο ηγέτης του, Γιώργης Παπαθανασίου, ομολογεί το γιατί:

    Δεν φαίνεται ολοκληρωμένα ο σοβαρός ρόλος που έπαιξε η Μεραρχία του (εφεδρικού) ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης [..] Το αρχείο του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας του ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης που το κρατούσα μόνος μου, δυστυχώς δεν σώθηκε. Με την έναρξη του εμφύλιου πολέμου το παράχωσα στο υπόγειο της μονοκατοικίας Αρριανού 43 (Καμάρα) της οικογένειας Γαλανοπούλου τότε. Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη ύστερα από 17 χρόνια φυλάκισης. Στη θέση της μονοκατοικίας είχε ανεγερθεί πολυκατοικία. (Παπαθανασίου, Απελευθέρωση)

    Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους μύλους Αλλατίνη, για τις ηλεκτρικές εταιρείες στην λαχαναγορά και στην παράλια, μήτε για τις δεξαμενές νερού. Οι Γερμανοί δεν επιμένουν όταν βλέπουν μονάδες που θα τους εμποδίσουν .

    Αφήνουν στο κτίριο της ΧΑΝΘ το σύνολο της ελληνικής τους συμμαχικής τοπικής ηγεσίας, και την μεγαλύτερη δύναμη χωροφυλακής. Τα σπίτια δοσίλογων και παρανόμως πλουτησάντων δεν φυλάγονται. Γίνονται επιθέσεις από το πλήθος και από μη εντεταλμένους ηγέτες ομάδων. Ο ΕΛΑΣ παγώνει την παραφορά, μαζεύει τους αυριανούς δοσίλογους, ενεργοποιεί το εξπρές Στρατόπεδο Παύλου Μελά-Αριδαία. Ο ΕΛΑΣ τηρεί την Καζέρτα. Δεν θέλει λιντσαρισμένους αντιπάλους. Αλλά οι Θεσσαλονικείς και πλήθος από τα χωριά θέλει και παραθέλει. Το ίδιο συμβαίνει και στην άλλη πλευρά, εβδομάδες αργότερα.

    Ο στρατός των Γερμανών, ξεκινά με τα μηχανοκίνητα μέσα αργά το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου και την επόμενη μέρα, Δευτέρα, σε δύο στοίχους με οχήματα που προς το τέλος της ουράς γίνονται κάρα και καροτσάκια, υποζύγια και γαϊδουράκια. Οι Γερμανοί φεύγουν από όλα τα στρατόπεδά τους, οδεύοντας μέσα από την πόλη προς τον σιδηροδρομικό σταθμό και γενικά δυτικούς προορισμούς, με στόχο τα παλαιά σύνορα.

    Ο Νίκος Μπακόλας περιγράφει απλά και με γνησιότητα την έξοδο. Είναι το πλήθος των πολιτών που αλλάζει την ιστορική εικόνα και την κάνει μοναδική. Όσο περπατούν Γερμανοί, το πλήθος σιωπά. Ακολουθεί σε μικρή απόσταση τους τελευταίους. Μετά από εκατοντάδες μέτρα συνύπαρξης που δεν μοιάζει απειλητική (οι Γερμανοί δεν διανοούνται να απειλήσουν το πλήθος) ακούγονται οι πρώτοι θόρυβοι από ξηλώματα: εμβλήματα, σήματα, επιγραφές που θυμίζουν την Κατοχή γκρεμίζονται στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Οι ομάδες των Γερμανών υπονομευτών, δεν επιμένουν σε αρκετές περιπτώσεις και φεύγουν.

    Μερικά λεπτά μετά τη φυγή των Γερμανών, μπαίνουν οι ΕΛΑΣιτες.  Δεν έχουν να εκκαθαρίσουν κάτι, καθώς δεν υπάρχει αντίσταση. Αλλά υπάρχουν μαρτυρίες πως μερικά σπίτια ανθρώπων που θα κατηγορηθούν ως δοσίλογοι κυκλώνονται με διαμαρτυρίες από το πλήθος. Οι περισσότερες αφορούν το κέντρο της πόλης. Άλλες πληροφορίες, που δεν κατάφερα να διασταυρώσω μνημονεύουν ένα σπίτι στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.

    Το σπίτι μας έβλεπε από τα πίσω ανοίγματα στην οδό Αγίας Τριάδας ένα οικόπεδο όπου οι Γερμανοί φύλαγαν οχήματα- μικρός όρχος. Κόσμος κύκλωσε το σπίτι ενός διαβόητου δοσίλογου, πιο ψηλά, για τον οποίον κυκλοφορούσαν απαίσιες φήμες. Είδα δύο νέους που μίλησαν με έναν ηλικιωμένο ένστολο Γερμανό και αυτός τους έδωσε ένα κάνιστρο  με καύσιμο μέσα. Το πήραν και ανέβηκαν τον δρόμο. Επειδή τους έριξαν χειροβομβίδες,  έβαλαν φωτιά στο σπίτι παραπάνω και ακουστήκαν πυροβολισμοί από μέσα.(Θ.Α, 1976)

     Στην αφήγηση αυτή, υπάρχει ένα Μοτίβο: μια παράταξη πλησιάζει φιλικά για να δεχτεί παράδοση, και την υποδέχονται με χειροβομβίδες, οπότε εξαγριώνονται και ξεκινά σφαγή. Αυτό το μοτίβο υπάρχει και στην απαρχή της μάχης του Κιλκίς και σε σπίτια υποψηφίων δοσίλογων που αμύνονταν ενόπλως. Το σημειώνω μόνον προς γνώσιν των μελλοντικών μελετητών της φρικτής αυτής περιόδου.

    Παρόμοιες συγκεντρώσεις κόσμου γύρω από σπίτια, ακούστηκαν και σε άλλες γειτονιές, στο κέντρο. Οι περισσότερες διαλύθηκαν με παρέμβαση του τακτικού ΕΛΑΣ, και συνοδεύτηκαν ενίοτε με σύλληψη και αποστολή στο στρατόπεδο Παύλου Μελά των αρρένων κατοίκων τους. Ωστόσο, η μεγαλύτερη καθυστέρηση έγινε έξω από το μέγαρο της ΧΑΝΘ, όπου ήταν συγκεντρωμένο και προστατευμένο από την χωροφυλακή αυτό που λέμε «Δημόσιο.» Ήταν ο Δήμαρχος, ο Χρυσοχόου και οι «επίσημοι». Οι διαπραγματεύσεις της παράδοσης κράτησαν από λίγες έως και πολλές ώρες, ανάλογα με τις ιδεολογικές καταβολές των αφηγητών. Ο Παπαθανασίου, παρών στον αποκλεισμό, περιγράφει αυτοσχέδια παραπλανητικά στρατηγήματα, κουβαλώντας γερμανικά πυροβόλα χωρίς κλείστρο γύρω από την ΧΑΝΘ. Η εμπλοκή λύθηκε με παρέμβαση των μεγάλων του ΕΛΑΣ. Και μετά, το απόγευμα, άρχισε το πανηγύρι.

    Αυτή η μακρά σειρά του υποχωρούντος κατοχικού εχθρού θα περάσει την Γιουγκοσλαβία, θα περνάει επί ημέρες τα βουνά της Αλβανίας, από άλλες φρουρές, κι από πίσω θα καταλαμβάνονται και θα ελευθερώνονται πόλεις βαλκανικών κρατών, τα Σκόπια, η Κετίγνη του Μαυροβουνίου. Αντάρτες γιουγκοσλάβοι, σοβιετικός στρατός του Τολμπούκιν και τα φρέσκα στρατεύματα  που δήλωσαν αντιναζιστικά, των Βουλγάρων, έχουν στόχο το Βελιγράδι.

    Για να είμαστε ακριβείς, όχι ακριβώς το Βελιγράδι, αλλά την περιοχή Σκοπίων. Ο Βουλγαρικός στρατός, ακολουθώντας τους Σοβιετικούς, πολύ θα ήθελε ως σοσιαλιστικός, να «ασφαλίσει» υπέρ αυτού την Βαρντάρσκα Μπανόβινα, αλλά οι Τιτοϊκοί έχουν πανίσχυρη δύναμη αντίστασης και πλήθος δοσίλογων να ανακρίνουν. Το σχέδιο αναβάλλεται. Εξάλλου τα Σκόπια αργούν να πέσουν. Οι Βούλγαροι έχουν ήδη εγκαταλείψει την κατεχόμενη από αυτούς ελληνική επικράτεια.

    Υπομονετικοί και έτοιμοι για όλα, απομένουν στην Ελλάδα οι Γερμανοί: στη Κρήτη θα φύγουν με το τέλος του μεγάλου πολέμου, μήνα Μάιο. Στα νησιά κοντά στην Τουρκία, οι Άγγλοι θα προσπαθήσουν να τους πετάξουν στη θάλασσα άλλα θα υποστούν ακόμη μια μεγάλη ήττα.

    Ο μεγάλος αυτός στρατός πελεκημένος αλλά όχι αποσυντονισμένος, θα βρεθεί τους επόμενους μήνες στο κέντρο και στα ανατολικά της Γερμανίας που απομένει. Άλλα στρατεύματα, που ο Χίτλερ έκρυβε στις Αρδέννες με υπερτεθωρακισμένα, θα χαλάσουν τα Χριστούγεννα των Συμμάχων όταν η Ελλάδα μακελεύεται στα Δεκεμβριανά της. Αλλά τώρα είμαστε στη Σίνδο. Ο ΕΛΑΣ σταματά ό,τι κινείται.

    Να σου πω τι απόγινε ο αξιωματικός του Δάγκουλα, ο Ν.Κ. Όταν διορίστηκα κοινοτική δασκάλα στο Μ., είχα παιδιά από 5 έως 15 ετών. Το 1945. Το χωριό είχε και γονείς που ήταν οργανωμένοι στα τάγματα. Να πώς έγινε: Ετοίμαζα το πρόγραμμα της χριστουγεννιάτικης γιορτής του Δημοτικού Σχολείου Μ. Πρωτοδιορίστηκα εκεί κοινοτική, 6 Νοεμβρίου. Το σχολειό άνοιξε πρώτη φορά μετά το 1941. Έφτιαξα το πρόγραμμα, χειροποίητο. Έμεινα ένα χρόνο. Είχα ρωτήσει κάποια στιγμή έναν κάτοικο των Ταγμάτων Ασφαλείας αν συνάντησε έναν ξάδερφό μου, ονόματι Ν.Κ., που ήταν ντυμένος στην ομάδα του Δάγκουλα και αγνοούμενος από το τέλος του ’44, οπότε εκείνος μου είπε πως έναν Ν. βλογιοκομμένο τον κρέμασαν στο Σταθμό του Τεκελή, κατεβάζοντάς τον από το τρένο που κουβάλαγε Γερμανούς, οι Ελασίτες. Με χοντρό σύρμα. Αυτός ήταν. Οι συγγενείς το έμαθαν με αυτόν τον τρόπο. (Ε.Χ, 2011)

     Από τους Γερμανούς η Θεσσαλονίκη γλύτωσε, αλλά με την είσοδο του ΕΛΑΣ, η κεντρική κυβέρνηση αισθάνθηκε πως ο Χρυσοχόου που τον έπιασαν στις 28 Οκτωβρίου και τον περιόρισαν οι του ΕΛΑΣ σε ένα νοσοκομείο και μετά στην Αριδαία, της ήταν απαραίτητος. Πρώτα ορίστηκαν αμέσως οι υπεύθυνοι Κεντρικής, Ανατολικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στην Θεσσαλονίκη τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Μόδης, πολύ γνωστός στην πόλη, από την συμμετοχή του στον Μακεδονικό αγώνα. Καθ’ οδόν και εν πλω ήταν επίσης αγγλικά στρατεύματα που αργότερα θα έμπαιναν σε πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας ως ελευθερωτές.

    Βέβαια, εδώ παίχτηκε ένα παιχνίδι. Αν εξαιρεθούν μικρές τοπικές φρουρές, οχυρωμένες σε μικρά στρατόπεδα, η υπόλοιπη Μακεδονία ήταν ελευθερωμένη ήδη από τον ΕΛΑΣ. Αλλά τώρα, η συμμαχία της Καζέρτας, άρχισε να αποδίδει τους καρπούς που ήλπιζαν οι Άγγλοι.  Ο ΕΛΑΣ ήταν μια δύναμη μεγάλη, αλλά υπό αφοπλισμό, όπως και όλες οι ένοπλες δυνάμεις, με μια εξαίρεση: οι Ριμινίτες, Έλληνες εκκαθαρισμένοι από την εποχή της Μέσης Ανατολής, πολέμησαν υπό συμμαχικό συντονισμό για την διάσπαση των γερμανικών αμυντικών γραμμών της Ιταλίας και τώρα ήταν η πρώτη αναγνωρισμένη σε πεδίο μάχης στρατιωτική μονάδα Ελλήνων που υπήρχε στην χώρα.

    Ως συμμαχικός νικητής στρατός, οι Ριμινίτες θεωρούνταν από τους Άγγλους και τον Παπανδρέου το κύτταρο για τον αυριανό ελληνικό στρατό. Για τους ΕΛΑΣιτες και το ΕΑΜ ήταν ακόμα μια ένοπλη ομάδα έκτακτης ανάγκης, υπό διαδικασία αφοπλισμού.

    Εντέλει βρέθηκε μια λύση, ήτοι οι δυνάμεις των εθνικιστών να ενταχθούν αριθμητικά ισόποσες με τις δυνάμεις που θα εντάσσονταν από τον ΕΛΑΣ, αλλά και αυτή η ύστατη ευκαιρία έστω μιας ανακωχής, χάθηκε. Την θέση των διαπραγματεύσεων πήραν οι σκοτεινές μεθοδεύσεις. Ήταν ακριβώς ο σπόρος της σύρραξης, της παραίτησης των αριστερών υπουργών και των Δεκεμβριανών, αλλά ακόμη ήταν Οκτώβριος και οι Ριμινίτες θα κατέφθαναν στην Αθήνα με άλλα αισθήματα.

    Το υποτιθέμενο σχέδιο «ζετ», αν οποιαδήποτε πλευρά έκρυβε προθέσεις καταπάτησης των συμφωνιών της Καζέρτα, δεν θα είχε καμία τύχη. Ακόμη και αν ολόκληρος ο ΕΔΕΣ και η μυριάδα των τέως συνεργατών των Γερμανών, καθ’ υπερβολήν μυριάδα, ενώνονταν με τα διαθέσιμα αγγλικά στρατεύματα και επιζητούσαν να κρατήσουν την Θεσσαλονίκη, τα μετέπειτα γεγονότα (δραστική ήττα του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ κατά σλαβόφωνων, μάχες εκκαθάρισης του Κιλκίς, αλλά και η προφανής δυσκολία επικράτησης στην πρώτη περίοδο των Δεκεμβριανών), δείχνουν πως η συντριπτική αριθμητική υπεροχή του ΕΛΑΣ στον ελληνικό βορρά, δεν θα μπορούσε παρά να έχει ως αποτέλεσμα μια απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης εναντίον αυτής της παράταιρης και νεοπαγούς  συμμαχίας ετεροκλήτων στρατευμάτων, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία κοινής δράσης.

    Μα θα νικούσαν και τους Άγγλους; Η ερώτηση δεν υπάρχει. Οι Άγγλοι είχαν υποχωρήσει ήδη μια φορά, το 1941, από τα ίδια μέρη και μπορούσαν να το πράξουν πάλι. Το τελευταίο που επιθυμούσαν οι Σύμμαχοι, θα ήταν μια αγγλική ήττα από τον ΕΛΑΣ, διότι αν έβγαινε παραέξω κάτι τέτοιο, το χαρτάκι μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν μάλλον θα το χαρακτήριζαν όλες οι πλευρές ως προβοκάτσια.

    Οι Άγγλοι και η νέα ελληνική κυβέρνηση, είχαν μάλλον κατά νου, αυτό που εντέλει έγινε: από την στιγμή που δεν προλάβαιναν να προσεγγίσουν την Θεσσαλονίκη, τα ένοπλα τμήματα τους θα έμπαιναν αργότερα στην πόλη και θα ασκούσαν κανονική διακυβέρνηση σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της συμφωνίας. Ήταν η ζωντανή πραγματικότητα έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, και μάλιστα με τυπικό μοντέλο τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης

    Κι από αυτήν την άποψη, ο ενθουσιασμός των Θεσσαλονικέων την ημέρα της εξόδου των Γερμανών, και τις ημέρες που ακολούθησαν υπήρξε ένας δραστικός συντελεστής που έπεισε τους πάντες ότι εάν θα υπήρχε κάποτε «σπάσιμο» της συμφωνίας, κάτι τέτοιο δεν θα ξεκινούσε από την Θεσσαλονίκη.

    Η Θεσσαλονίκη γιόρταζε.

    Τώρα, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, θα έδιναν απτές αποδείξεις πως δεν είχαν αντίρρηση να υπάρχουν και συνεταίροι στην νίκη. Μόνο που ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ είχαν από άλλη μια επιχείρηση να τελειώσουν. Ο ΕΛΑΣ να δείξει την ισχύ του, ελέγχοντας την πόλη και υποστηρίζοντας τις πολιτικές λύσεις που θα εφάρμοζαν τόσο η Δημοτική αρχή όσο και το ΕΑΜ, ενώ το ΕΑΜ, από την πλευρά του, έπρεπε να επιδεικνύει, ενόψει μιας ευρύτερης διοικητικής οργάνωσης του κράτους, την ετοιμότητα του μηχανισμού του να δίνει αποτελεσματικές λύσεις.

    Παρομοίως, οι παρατάξεις που ήταν αντίθετες στην Αριστερά, έπρεπε να ανασυνταχθούν, να υποστηρίξουν την παρουσία των Άγγλων στην πόλη και, όπου ήταν δυνατό, να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Στο Κιλκίς, οι ένοπλες ομάδες περίμεναν κάποια πολιτική λύση ή έναν πρακτικό τρόπο να αποφύγουν δεινή ήττα. Περίμεναν απλώς τον θάνατο. Νόμιζαν πως κέρδιζαν χρόνο. Είχαν άδικο.

    Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον τρόπο φωτογράφισης ,ακόμη και για τον τρόπο αποτύπωσης των ημερών εκείνων. Από ένα σώμα 171 φωτογραφιών που είχε το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» να μου παραδώσει σε φωτογραφίες τυπωμένες και σε ψηφιακή μέση ανάλυση, καθώς ελλείπει η χρονική διαδοχή, ή τουλάχιστον δεν είναι τεκμηριωμένη, χρησιμοποίησα διάφορες πηγές (μετεωρολογία και μαρτυρίες των ημερών) για να αποκατασταθεί μια χρονική διαδοχή, ωστόσο πρώτος θα δεχόμουν τις όποιες τεκμηριωμένες ενστάσεις. Άρα, τοποθέτησα τις φωτογραφίες με terminus antem την Παρέλαση,αρχές μεσημεριού της 2ας Νοεμβρίου,  προτελευταία τοποθέτησα την επιμνημόσυνη δέηση και την τελετή Μνήμης στην Αγία Σοφία και στην πλατεία της τις πρωινές ώρες της 2ας Νοεμβρίου, και νωρίς το πρωί μια σειρά προσυγκεντρώσεων που οδηγούσαν τους πολίτες και τους ενστόλους στην Αγία Σοφία ή από την Παύλου Μελά στην Παραλία. Όλα αυτά, ήταν γεγονότα της 2ας Νοεμβρίου και σε επιτομή βρίσκονται σε ένα φύλλο του Ριζοσπάστη, μετά τα γεγονότα του Κιλκίς, περί την 10η Νοεμβρίου.

    Πριν από την 2α Νοεμβρίου, απομένουν δυο λογικές ημέρες προετοιμασίας των εκδηλώσεων, όπου ο ΕΛΑΣ δέχτηκε αγγλικά τμήματα, στελέχη της ενωμένης Ελληνικής κυβέρνησης και συγκέντρωση στρατευμάτων και υπηρεσιών στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη, χωρίς Γερμανούς, επέτρεψε στους Θεσσαλονικείς, ανάμεσά τους και στον φωτογράφο αλλά και σε παιδιά και εφήβους, να ξεχυθούν  στο ρημαγμένο λιμάνι. Ο φωτογράφος πήγε ένα συννεφιασμένο μα όχι βροχερό πρωινό. Όπλισε την μηχανή του ενόσω καίγονταν καύσιμα στη Μίκρα και στο Σέδες. Δεν έχει φωτογραφίσει μήτε έναν Γερμανό ή κάποια κίνησή τους έστω και από μακριά. Κατά τη γνώμη μου, φωτογράφισε φωτιές, πυροτεχνήματα χαράς και εκρήξεις σε δύο τουλάχιστον ακίνητα της πόλης το βράδυ που έμεινε ελεύθερη, δηλαδή την 30η Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα φωτογράφισε προσυγκέντρωση Καλαμαριωτών και την επομένη, μέρα συννεφιασμένη που ίσως έβρεξε αργότερα, δηλαδή την 31η Οκτωβρίου πήγε πολύ πρωί στο λιμάνι, το φωτογράφισε έρημο, χωρίς ανθρώπους (δεν υπάρχει ,στις απεικονίσεις της παραλίας, καμία ετοιμασία για την παρέλαση της 2ας Νοεμβρίου, ευλόγως) αλλά ενώ έφτανε στην άκρη του προβλήτα, «χτύπησε» και τους καπνούς από τις φωτιές στα αεροδρόμια. Ίδιοι καπνοί υπό σχετικά ισχυρό Βαρδάρη, αποτυπώνονται και από πιο κοντά, από τα σύρματα του Σέδες και την περιοχή τουβλάδικων Αλλατίνη.

    «Προφανώς οι Ελασίτες έκαιγαν σπίτια και οικοδομές ταγματασφαλιτών.

    Πριν τον εορτασμό της απελευθέρωσης, ορισμένα βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το λιμάνι. Μάλιστα μία βόμβα έπεσε στο σπίτι του κ. Χρήστου στην Εγνατία και επειδή βυθίστηκε βαθιά στο χώμα δεν εξερράγη. Την έβγαλαν μετά από δύο χρόνια. Ίσως οι φωτιές στις οικοδομές να είναι από τους βομβαρδισμούς.

    H περιοχή του λιμανιού δεν ήταν «νεκρή» τις απογευματινές ώρες μετά τους βομβαρδισμούς, καθώς κόσμος έμπαινε μέσα είτε από περιέργεια είτε για να πάρει πράγματα μέσα από τις αποθήκες, κυρίως νέα παιδιά που έπαιρναν γαλέτες ή οβίδες.

    Στο κτίριο επί της Βενιζέλου με Β. Ηρακλείου, όπου κάτω στεγαζόταν τα δερμάτινα είδη Καραδήμου, κρύφτηκαν ταγματασφαλίτες και οι ελασίτες τους πυροβολούσαν και ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Τους σκότωσαν και ίσως να έβαλαν και φωτιά κατά την αποχώρησή τους.

    Βραδινές ώρες μέσα στο λιμάνι, ο ίδιος μαζί με άλλους συνομήλικους, αφού έβγαζαν τα μολύβια μέσα από τις οβίδες και τα άναβαν έκαναν κάτι σαν παρέλαση κρατώντας σαν δάδες τα «μακαρόνια» από τις οβίδες. Οι έφηβοι της εποχής δεν κρατιούνταν και ήταν ξεχυμένοι στους δρόμους, όχι μόνο μέσα στο λιμάνι αλλά και έξω» (Χρήστος Καλεμκερής, 2013)

  • Ο δαίμων της αστοχίας

    Αναρωτήθηκα τι χαλεύει ο Πουτσιδαίμων στη Βρυξέλλα. Μήγαρις να καταφύγει σε πρωτεύουσα της Ένωσης, προσδοκώντας πλησιασμό στα κέντρα αποφάσεων; Μήπως για να ηγηθεί των Φλαμανδών, που όλο και μουρμουράνε με τους Βαλόνοι;

    Μπα.

    Κατά τη γνώμη μου, πήγε στα μέρη του Φίλιππου του Φαλακρού, Δούκα της Βραβάντης, διότι μετά τον γάμο της Βρυξελλιώτισσας Μαρίας των Βουργουνδών με τον Αψβούργο Μαξιμιλιανό, δεν άργησε η Ένωση του βασιλείου της Ισπανίας με ταις Κάτω χώρες, υπό τον Κάρουλο τον Πέμπτο, που εστέφθη αυτό που εστέφθη, στον ναό του Αγίου Μιχαήλ και της αγίας Γουδούλης.

    Τότενες οι Βραβαντέζοι ήβγαζαν δαντέλλες και καζάντησαν .

    Την αξέχαστη αυτήν εποχή την διέκοψε ο βασιλεύς Ήλιος, που βομβάρδισε την Γκράν Πλάς μαζί με τετρακισχίλια οσπήτια και μαγαζεία.

    Αυτό οι Βέλγιοι τους πονάει ακόμη, κι ας έκαμε εκεί δεξίωση ο Ουέλλινγκτον πριν νικήσει τον Ναπολέοντα, κι ας έγινε κράτος και Βασίλειον ο Βελγισμός με κοτζαμάν Κογκό να χει να πορεύεται έως τα χρόνια του Καζαβούμπου.

    Ο Κατελάνος λοιπόν, ως νέος Ροκαφόρτες, τολμητίας και νεωτεριστής (αφού χάλασε την παραδοσιακή φράντζα που εφόρει ένας από τους τρεις Στούτζες και μετά την επανάσταση αφήνει αφέλειες) θέτει τα θεμέλια για να αποσχισθούν οι Βραβανταίοι από το βασίλειον και να ενταχθούν στους Αψβούργους και πάλε, κι έπειτα, ηγήτωρ αυτός να ανταλλάξει την πολιν χαρίζοντάς την στην Μαδρίτη (αψβουργικώτερη πόλη αποκλείεται να υπάρχει) και να λάβει ως αντίδωρο την ποθητή του Καταλούνια.

    Όλοι θα χαρούν.

    Πεντακόσια χρόνια Λουθήρου και κάμποσος Καλβίνος, αμη και Πουριτανοί, είναι καλή συγκυρία. Αι άλλαι χώραι δεν ευκαιρούν- κυνηγάνε παιδεραστές και περιστεράδες, χώρια που σε κάθε πλατεία μαζεύουν φρύγανα να κάψουν τους παρενοχλούντες.

    Κάλλιο αργά παρά ποτέ, πήραμε μαντάτο οι Ευρωπαίοι και το Αμέρικα πως έχουμε πήξει στους ανωμαλιάρηδες και δεν είχανε πάει όλοι, από την  εποχή του Μαγγελάνου στην Παταγωνία να μαγαρίζουν τους πιγκουίνοι.

    Ιστορίαν μου, αμαρτίαν μου να διαβάζετε, να συνεχάτε πεφωτισμένοι τον άχαρόν μας βίον. Άντε, χάιλ τώρα.

  • Έπαινος της περιφρονητικής σιωπής

    Μη τους ρωτάτε. Κόψτε τις απορίες. Δεν λένε ψέμματα. Τα πιστεύουν. Οι κυβερνήτες, οι μουστερήδες της εξουσίας, οι τρίτοι και καταϊδρωμένοι. Αν μοιάζαμε Θέτιδες, θα παρακαλούσαμε τον Δία με το ζερβί στο πηγούνι και το δεξί στο γόνατο. Ο Μόσκοβος δεν θα φέρει το σεφέρι. Κοιλοπονάει το βουνό και γεννάει ποντικάκια. Το σπίτι γέμισε τριζόνια. Τηγανητά, έστω και με ορυκτέλαια, τρώγονται. Διαθέτω και άλλες αλλέγκρες λύσεις, αλλά επιφυλάσσομαι. H κορυφή του βουνού διακρίνεται αχνά στο βάθος, αλλά το τελεφερίκ βρίσκεται στην αθέατη πλευρά.