Η Νέα Δημοκρατία πριν από μήνες αρκετούς, νικώντας τον Σύριζα, πλησίασε τη διαφορά στις δέκα μονάδες. Ακολούθησε μια «φάση εμπιστοσύνης» όπου, δημοσκοπικά, τα γράδα του Σύριζα φλέρταραν με μία μείωση κατά 30%, ώσπου, ιδίως μετά τον χιονιά και μερικά κουραστικά και βλαβερά συμπτώματα, κυρίως σε ζητήματα πανδημίας, εμβολίων, αλλά και παράδοξες επιστροφές σε τακτικές δεξιάντζας, μειώνουν τη διαφορά στο επίπεδο του 13%. Τα περισσότερα «νούμερα» δύσκολα κρύβουν αξιοπιστία, παρεκτός ένα και μόνο: είναι η πρώτη φορά που ο Σύριζα «ανεβαίνει», έστω και κατά δύο ή κάπως περισσότερες μονάδες. Η διαφορά των κομμάτων φαίνεται μεγάλη, αλλά είναι καλό να ελέγξουμε, στη διαδρομή αυτή, τον βαθμό λαχανιάσματος των αντιπάλων.
Author: Πετεφρής
-
Όταν ο χειμώνας τραβάει σε μάκρος
Σε μια θλιμμένη βραδιά αδελφοκτόνα, όπου οι προσημασμένες θέσεις των αντιπάλων διασύρθηκαν άλλη μια φορά, δεν κατάφερε ο Άγιος Σώστης και η χάρη του να συγκρατήσει τους αντιπάλους, που βαρέθηκα να τους βλέπω τσακωμένους άνευ λόγου.
Η διαχείριση της κατοχής των δρόμων άρχισε να μοιάζει επικίνδυνα με διχασμό. Αλλά νομίζω πως προκάλεσε θυμηδία ένα ξαφνικό «διάγγελμα» ενός πρωθυπουργού που δεν κατάλαβε πως κανένας δεν τον ακούει και πως το επόμενο στάδιο θα είναι μιας μορφής «γαργάλατα». Κυρίως η βία της Αστυνομίας έδειξε πως οι υπεύθυνοι της Πολιτικής προστασίας και γενικά οι διαχειριστές των κρίσεων, το παίζουν αθώοι ερασιτέχνες.
Επαναλαμβάνω πως το 2008 έδειξε πάλι την φρίκη του. Ο ζων νεκρός της μνήμης μας, έδειξε την ανοιχτή κάτω σιαγόνα του στο φεγγάρι. Μάλλον οι πρωταίτιοι πρέπει να χαθούν από προσώπου γης και υπογείως να συναντηθούν για μια συμφωνία με εκατέρωθεν παραχωρήσεις. Ονειρεύομαι δηλαδή έναν εμβολιασμό εναντίον της χαζομάρας. Και όσοι κυβερνούν, να πάψουν να ατενίζουν τους λαμπρούς ορίζοντες της χώρας.
-
Οι καυγάδες δεν ανάβουν με τσακμάκι
«Επεισόδια στη Νέα Σμύρνη» και το Αουρόρα ρίχνει κανονιές. Σιγά τα αβγά! Οι πολίτες δυσθυμούν και η αστυνομία μάλλον δεν ξέρει την δουλειά της. Πώς οι συνάδελφοί τους στο Παρίσι άδειασαν από κόσμο τις ζηλευτές όχθες του Σηκουάνα; Γιατί η παραλία της Σαλονίκης και τα παραλιακά προάστεια των Αθηνών γεμίζουν και αδειάζουν κατά βούληση των πολιτών;
Όλα μου θυμίζουν το αμίμητο σχολικό «διάβασα, κύριε, αλλά δε μελέτησα». Ενώ οι ορκισμένοι γκανγκαβάνηδες ονειρεύονται covid free νησέλια (χωρίς να ελέγχουν πληρώματα επιβατικών πλοίων, με «πιστούς» που νομίζουν πως βρίσκονται ως μάρτυρες στο Κολοσσαίο της Ρώμης, με «δραπέτες» για ψύλλου πήδημα και αχρείαστες συσκέψεις κάθε τόσο, μόνον και μόνον για να υπάρξει προσποίηση κυβερνητικής δραστηριότητας) δεν υστερεί η αμήχανη, μοιραία και άβουλη αξιωματική αντιπολίτευση που έχει τσιμπήσει πως έχει μια σχετική άνοδο και νόμισε πως θα σπρώξει λίγο και όλα θα αλλάξουν.
Ο Σύριζα, για να πιάσει δέκα μονάδες που έχασε την επομένη των εκλογών, πρέπει να πείσει το μεγάλο κοινό ότι δεν πείθεται από τον αυτοσχεδιαστή αρχηγό του, και με μια ευφυή τρίπλα, πρέπει να καταφέρει τουλάχιστον τα μισά «μικρά» κόμματα να συμμαχήσουν μαζί του. Για τους ξεροκέφαλους, χρειάζεται νέο Αρχηγό. Προβιβάστε τον υπάρχοντα σε κάτι συμβολικό, δώστε του ένα βραβείο τύπου «αχ πού είσαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος» και διαλέξτε έναν «ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο» που ξέρει να σβήνει φωτιές, αλλά ξέρει να αγοράζει εμβόλια.
Αλλιώς, μια εξέγερση τύπου 2008 είναι στα σκαριά.
Και ας σοβαρευτούμε: μια συνηθισμένη διαμάχη (συνηθισμένη για τους φλικς και τους μπόμπις της άλλοτε ενωμένης Ευρώπης) οδηγεί σε γελοίες δικαιολογίες αμφοτέρων των πλευρών. Που δεν λύνονται μήτε με την παρέμβαση αριστεριστών δημοσιογράφων, μήτε με δημοσιοσχεσίτες αστυνομικούς που έλαβαν εντολή να καλύπτουν άγριες χειρονομίες και πλακώματα. Ας ξεκινήσουμε από το πρωτεύον και το βασικό: παραιτήσεις αμέσως. Και να περνάνε από το πειθαρχικό τους όλοι οι εξώλης και προώλης: ο θεωρητικός της βίας να αντιμάχεται τον θεωρητικό της μη βίας και κυρίως, εάν δεν υπάρχει οπτική επαφή διαδοχής γεγονότων, κάποιος να αφήσει τα σάπια.
Προσέξτε: τόσο ο κύριος Θεοδωρικάκος όσο και ο προφανώς αριστερός δημοσιογράφος, με τις αμοιβαίες φωνάρες, στο ΟΠΕΝ των 9.15, αποκτούν ΗΔΗ πεπεισμένους οπαδούς της ιδεολογίας του καθενός. (Ευτυχώς παρεμβλήθηκε η κυρία Καφαντάρη ως Μασσαλιώτις και οι νεοδημοκράτες ανέπνευσαν ανακουφισμένοι…)
-
H Ταλούλα και οι άλλοι
H Tαλούλα Μπάνκχεντ ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα ανέσυρα για οποιονδήποτε λόγο, εάν δεν τύχαινα πάνω στη μίνι σειρά Holywood των Μπρέναν και Μέρφι (στο Netflix) με κέντρο ενός μικρού σύμπαντος τα στούντιο Ace (λέγε με Παραμάουντ) που έλκει δεκάδες ηθοποιούς, αρκετούς γνωστούς από άλλες σειρές ή εργάτες σε ταινίες.
Για τις αμερικάνικες ιδεοληψίες, τα επτά επεισόδια έχουν την βαρύτητα μιας συνέντευξης της Όπρα, όχι από το ζεύγος που είδαμε, αλλά από την Γουόλις Σίμπσον, μήτε καν από την Νταϊάνα.
Το ανηδονικό γυμνό, ο καταιγισμός από διάσημα πρόσωπα άλλων εποχών που ήξεραν μερικοί σημερινοί ογδοντάρηδες και σίγουρα ο φίλος μου ο Μπίλης που απουσιάζει ήδη επτά χρόνια από τη ζωή, ορίζει τα σύνορα μιας γενιάς που η παράνομη μετανάστευση, ο ρόλος της γυναίκας, τα πάρτι του Κιούκορ, ένας ευπαθής βενζινάς και μιας μορφής κινούμενη pop-art χρωματίζουν μια τέχνη, την έβδομη, που έτρεμε ακόμη στο τι θα πει η Αλαμπάμα και ποιος κρέμεται από τις σκαλωσιές της επιγραφής με τον αποκρυφιστικό όρο ΗOLLYWOOD.
-
Το πρώτο μου κείμενο
Ήμουν επτά χρονών, καλοκαίρι του 1955 όταν είχα δεί στο σινεμά και είχα διαβάσει σε Κλασικά Εικονογραφημένα τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Αργότερα διάβασα και τα μεσαιωνικά κείμενα περί Κάμελοτ και ομολογώ ότι δεν με συγκίνησαν, τουλάχιστον όπως ο Τσόσερ ή οι Δανικοί Νόμοι. Αποφάσισα να κατασκευάσω μια εικονογραφημένη ιστορία. Με εξεζητημένες λήψεις των ίππων, με φίδια μεγάλα και δράκοντες.
Η ιστορία είχε τίτλο Τα Σχέδια και άρχιζε: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιους. Μια μέρα φωνάζει τον μικρότερο και του λέει: να πας να φέρεις τα σχέδια που τα φυλούνε (sic) 30 δράκοι. Αλλά ο γιος δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Έτσι, τράβηξε τους δρόμους.
Αυτές οι λεζάντες κάλυψαν τρεις σελίδες, αν θυμάμαι καλά. Μετά, παρεμβάλλεται μια σελίδα όπου υπάρχει μια ζούγκλα του Αμαζονίου ή της Αφρικής, με άγρια θηρία, ιθαγενείς και τα σχετικά. Φως φανάρι ότι είχα πάει σινεμά με παρόμοιο θέμα ή ότι το κλασικό εικονογραφημένο που έπεσε στα χέρια μου είχε εξωτικό θέμα.
Έτσι, στην επόμενη σελίδα, η ιστορία συνεχίζεται και τελειώνει κακοσχεδιασμένα και βιαστικά ως εξής: Στον δρόμο που πήγαινε είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του μα τον σκότωσαν. Τέλος.
Επί δεκαετίες πίστευα, ψάχνοντας το γιατί και το πώς της συγγραφικής μου νεύρωσης, ότι ξεκίνησα με ενθουσιασμό, που πάγωσε όταν ανακάλυψα ότι το να ζωγραφίσεις τέσσερις φορές την ουρά ενός αλόγου ή μία πανοπλία, δεν ήταν το ίδιο με την ενατένισή της, μήτε ήταν ζήτημα έμπνευσης. Πίστευα ότι η χειρωναξία, ως δυσάρεστο αποτέλεσμα μιας σχεδόν παρανοϊκής αφοσίωσης στην φαντασία, έπεσε πάνω στη ζωή μου καταλυτικά και εμπόδισε την ιστορία να αναπτυχθεί. Αργότερα χρησιμοποιούσα αυτό το παράδειγμα για να κατοχυρώσω μια εμμονή στο non finito που υποτίθεται με κυβερνούσε. Εξάλλου με αυτόν τον αυτάρεσκο στόχο ξεκίνησα να εντάξω την παιδική ιστοριούλα μέσα στο σώμα αυτού του κειμένου.
Μόλις προ δεκαλέπτου κατάλαβα ότι το μυστικό ήταν στις λέξεις: αλλά ο γιος δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Έτσι τράβηξε τους δρόμους. Καμία σχέση με τα συμπαθή αισθήματα που προκαλούνται από κάποιον που κυνηγάει την τελειότητα κι επειδή τα βρίσκει μπαστούνια, αρκείται σε ενδιαφέροντα ερείπια.
Απίστευτα βουνά αλαζονείας και εγωισμού, παρέα με ένα πακέτο φοβίες, με οδήγησαν στους δρόμους που τράβηξα. Χωρίς κανένα ψιμμύθιο. Επειδή το τρίτο μέρος του κειμένου μου, επιγραφόμενο “Ένα χωριό πάνω σε ρόδες” σχετίζεται με συνειρμούς και της δικής μου παιδικής ηλικίας, δηλαδή πιο κοντά στη ουσία της σάρκας μου, χωρίς ρέουσες περιγραφές και χωρίς τα χαρακτηριστικά μαλακά λοφάκια της μακράς διήγησης, νομίζω ότι το φοβήθηκα, κι επειδή άρχισε να με ενοχλεί η υποχρέωση να καταγράφω «αλήθεια» και όχι «δικαιοσύνη», σκέφτηκα (μέσω του νωτιαίου μυελού, φυσικά) να στείλω μιά στρατιά πηχτών, αφοσιωμένων Κινέζων να εξαλείψει τα παιδικά μου χρόνια.
Κι έτσι, θα παρατούσα την διήγηση στο αρχείο, και πιθανόν θα άρχιζα κάτι άλλο, πιό μαλακό, όπως την ιστορία για τον Οκτώβρη του 1944 και τους ταγματασφαλίτες, που με βασανίζει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, αλλά πρόκειται για εκδορά μπροστά στον φόβο του αποκεφαλισμού που μου δημιουργεί η ανασκαφή στα πρώτα χρόνια της ζωής μου.
“Στο δρόμο που πήγαινε, είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του, μα τον σκότωσαν.” Δηλαδή ο συγγραφέας δεν είχε ιδέα πού θα τον οδηγούσε το μυθιστόρημα. Ωστόσο ξεκίνησε πειθαναγκαστικά. Στην πορεία, ήρθαν ξαφνικά και τον πολέμησαν στην διήγηση κάτι Κινέζοι. Αμύνθηκε, αλλά έχασε τη μάχη και το μυθιστόρημα διακόπηκε. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άρχοντας της ορατής κόλασης είχε άλλα σχέδια για την διήγηση.
(όπως περιγράφεται στην Εσπανιόλα)
-
Τα γερμανικά
Επί πολλά χρόνια έγραφα για να ευχαριστήσω τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη και άλλους ανθρώπους που εκτιμούσα. Μετά, άρχισα να ακούω τις προτροπές του αγγέλου μου. Ο άγγελός μου υπαγόρευε τα πάντα, αλλά δεν καταλάβαινα γρύ, επειδή μου τα έλεγε στα γερμανικά, μιά γλώσσα που αγνοώ. Σήμερα είμαι ευτυχής. Γράφω για διαφορετικούς λόγους, αλλά κυρίως, καταλαβαίνω απολύτως τι μου λέει ο άγγελος. Διότι εντέλει, έμαθα εγώ γερμανικά στον άγγελό μου.
[Αναφορά στον Άγγελο, 2000]
-
Τι λέει ο Εθνικός Τσουναμιστής;
Διαβάζω πως τραβήχτηκαν τα νερά στο Καλοχώρι και σε άλλες περιοχές. Θυμάμαι που επιστρέφοντας από τη Θάσο, τον Ιούνιο του 1978, είχε φανεί μεγάλο μέρος από το βυθισμένο ερείπιο μπροστά από τη Μεγάλη Βόλβη, ενώ αντίπερα, στην βυζαντινή κρήνη Φοσκίνα, κοντά στη Σουρωτή, το νερό έβγαινε ορμητικά απ΄τα έγκατα. Ήταν μια μέρα πριν τον μεγάλο σεισμό. Μη φοβείσθε, οι λαοί. Δεν είναι προάγγελος συμφορών. Γκαντεμιά είναι. Απόλυτα φυσικό μάτιασμα.
-
Το πνεύμα των καιρών
Το μόνο κλιματικό πλεονέκτημα των Γιαννιτσών ήταν που το όρος Πάικο έκοβε τον βαρδαρίτσο και ο δριμύς αγέρας μεταξύ της εντόπικης Σελάνιτζας και χώρας των Λιάγκραβων απουσίαζε. Αυτά είναι λογοτεχνικά αρτύματα, για το ονόρε του γράφοντος και μη ρωτάτε πολλά.
Έφθινε ο χειμών του 1965, που φαινόταν ζεματιστός, συγκρινόμενος με το ψοφόκρυο του 1963, όταν στο σινέ «Τιτάνια», στο σταυροδρόμι του Χαζνέ, θυροκολλήθηκε ή διαδόθηκε (θα σας γελάσω) πως επρόκειτο να δοθεί διάλεξις ενός Χριστόφορου Μ., πνευματικού ανθρώπου. Ας σημειωθεί πως είχε ήδη υπάρξει διάλεξις του πνευματικού ανθρώπου Ι.Μ.Π., στο σινέ «Ρεξ» που είχε σαστίσει το πλήθος, διότι ο εξαιρετικά βραχύσωμος ανήρ, παραβίασε όλα τα πρωτόκολλα των εως τότε λεκτόρων και, αεικίνητος, γέμιζε το πάλκο με ενδιαφέρον.
Τα βυσινιά καθίσματα της αίθουσας είχαν γεμίσει, ακόμη και με «επισήμους». Με συγγνωστή καθυστέρηση, εμφανίστηκε ένας νέος άνθρωπος, όμορφα φευγάτος, που φρόντισε να παγώσει το ακροατήριο, βάζοντας το στη μηχανή του Χρόνου, ομολογώντας εξαρχής «σας πληροφορώ πως δεν έχω ετοιμαστεί για ομιλία και δεν έχω τι να σας πω».
Αισθάνθηκα οικείος που έβλεπα οχι έναν απροετοίμαστον άνθρωπο αλλά έναν ευρηματικό ρήτορα. Όμως με έλουσε κρύος ιδρώτας, επειδή δεν απέκλεια το ενδεχόμενο να είχα ξενυχτήσει πίνοντας.
Στο ακροατήριο όπου επέπεσε πάχνη από τα κανάλια του βάλτου και σινιάκι από την Γράμμοσκα του Πάικου, ο ίδιος άρχισε να μιλά με την πασίγνωση προσηγορία προς Αθηναίους του αποστόλου Παύλου. Μόνο που δεν μίλησε για άγνωστον Θεό, αλλά για ένα άγνωστο μνημείο: «πρόσεξα, φίλοι, έναν πράσινο λόφο στην άκρη της πόλης και νομίζω πως απάντηση στο πνευματικό σας αίτημα είναι να χτίσετε ένα θεατρικό κοίλο, ένα ανοιχτό θέατρο».
Αντέδρασαν οι αρχές και είπαν «ευχαρίστως». Η πόλη μπορεί να μη είχε πολύ νερό και το παζάρι να μη είχε διαφοροποιηθεί από την ζωοπανήγυρη, δημαρχείο δεν θα υπήρχε επι δεκαετίας, αλλά το ανοιχτό θέατρο στο «μεγάλο πάρκο» υπήρξε από νωρίς.
Ο Χριστόφορος Μ. την άλλη χρονιά εμφανίστηκε με δύο θεατρικά έργα, το ένα σίγουρα στο ΚΘΒΕ, έπαιρνε βραβεία για τις επιδόσεις του, και έπαιξε σε ταινία του Κανελλοπουλου. Τα έργα του «θα βρίσκονται ακόμη τα καημένα πουθενά. Αλλά οι καιροί ου μενετοί. Η επιμονή του να υπάρχει δεν τιμήθηκε και με τον καιρό ακολούθησε την μοίρα του Μπάμπη Νίντα, του Βάιου Μπαγλάνη και άλλων, ίσως τριάντα συγγραφέων και κάπως λιγότερων ζωγράφων που μεσουράνησαν από δέκα λεπτά έως δέκα μέρες στο Σαλονικιό στερέωμα, καθώς τα πρώτα ονόματα έπιαναν στον οικισμό της Τέχνης και των Γραμμάτων όλα τα προνομιούχα οικόπεδα και τα μετέτρεπαν σε άλση. Δεν ήταν ο καιρός του πνεύματος, αλλά το πνεύμα των καιρών.
Όλες και όλοι αυτοί έχουν μια νύξη στα τέσσερα μέρη της παλαιάς «Λησμονημένης» του Μίλτου Σαχτούρη, αλλά δεν θα αποκτήσουν φύλακα στο δικο τους Ζεϊτενλίκ.
-
Τα Τσάκρας θέλουν ρεκτιφιέ
Δεν είναι γρουσούζης, μήτε μάντης δεινών. Απλώς ματιάζει αθέλητα. Και το μάτι αυτό δεν φεύγει με λάδι, γαριφαλάκια και ξόρκια.
Σκεπάζεις με την δεξιά παλάμη το άζνα του τρίτου οφθαλμού, αυτός το εκλάμβάνει ως θερμό χαιρετισμό, και δεν σου καρφώνει αθέλητα τον αστρικό σβέρκο, οπότε αερίζεις την μουλαντάρα και δεν σε πιάνει.
(αναμνήσεις από το 1993)
-
Ο Ξύπνιος
Δεν χρειάζεται φαντασία για να βρεθεί η πατρότητα μιας ιδέας. Συγκεκριμένα,της ιδέας να εμβολιασθούν κατά προτεραιότητα οι κάτοικοι των νησιών, ώστε να σπεύσουν οι τουρίστες επί υγιούς εδάφους. Δυστυχώς, ακομη και ο Μητσοτάκης περνάει ζόρια και δεν διανοείται να απολύσει τον εισηγητή αυτής της μπαλαφάρας. Τα νησιά, όταν εξυπηρετούν τουρίστες, πρωτίστως εξυπηρετούν τους μετοίκους που έρχονται για να πλαισιώσουν νησιώτες για τον τουρισμό. Θα μου αντιτείνετε πως αυτούνοι μπορεί να εκτελούνται πριν πλακώσουν οι επισκέπτες.