Author: Πετεφρής

  • Καλαντίσματα

    Στην Κέρκυρα μου το΄πανε κι έκτοτε τους πιστεύω
    Πως στα δικά τους άσματα, κι όχι τις καντσονέτες
    Έχει μια δύσκολη φωνή, ελεύθερη, γουστόζα
    Που μόνον μάγκας χορωδός μπορεί να καταφέρει
    Και σ΄αγυριώτικη λαλιά, την λέγουνε Σουλτάνα

    Την αρμονία δεν τηρεί, στα μπάσα τριγυρίζει
    Και σβήνει στα γυρίσματα μονάχη, απελπισμένη
    Ώστε  να μοιάζει νιαουρή, ωσάν μικρού κατσούλη-
    Πάντως δεν σκόπευα αληθώς της μούζικας τον ήχο
    Αλλά με μια παραβολή τα κάλαντα να κλείσω:

    Αν η κυβέρνηση αυτή υψίφωνο θυμίζει
    Και η αντιπολίτευση κοντράλτα  γερασμένη
    Δεν φταιν ποσώς που μοιάζουνε κούφιες οι οιμωγές των
    Καθώς ασκούν το ντορεμί, συνήθως σε μινόρε
    Ενώ εμείς παβουγαδί εμάθαμε και κλαίμε.

    Μονοιάστε καλλικάντζαροι, παγώσαμε και φέτο
    Και χρεία ενός πενταετούς να έρθωμεν στα ίδια
    Σε δόκανο μας κλείσατε, σε γκιλοτίνας κόψη
    Σουλτάνα πολυφωνική εκπέμπουμε συνέχεια
    Και μοιάζουμε με γέμιση σε γαλοπούλας στήθος

     

  • Κακή κριτική ή κρίση καλωσύνης;

    «Aποσπάσματα από ποιητές της τελευταίας ώρας οι στίχοι σας. Αλλά και ο μονόλογός σας αδικαιολόγητος. Έχει τόσα βιβλία, τόσους ποιητές με τους οποίους μπορείτε να «συνομιλήσετε»

    Καλοκαιράκι του 1965, μάλλον Ιούνιος. Είχα στείλει τρία ποιήματα στην «Νέα Εστία» με ευγενή μετεφηβική επιστολή. Η απάντηση (κύριον Π.Θ, Γιαννιτσά) δεν βράδυνε. Και ήταν αυτή. Δεν υπήρχε λέιζερ, μήτε το μυαλό μου ήταν από γρανίτη, αλλά η απάντηση χαράχτηκε. Μόνον για την Τρίτη πρόταση είμαι βέβαιος πως είχε ελαφρώς διαφορετική διατύπωση.

    Το 1978, σε κάθοδο εις τας Αθήνας, γνώρισα επιφανή κριτικό και στο σχετικό τσιμπούσι, έτυχε και κάτσαμε δίπλα. Σε μεγάλη παρέα ομοφρόνων. Χωρίς να βγάλω λέξη για την αφεντιά μου, εν μέσω μιας σαραμπάντας για γενιές, αμφισβήτηση και τα ρέστα, με καρφώνει με το βλέμμα και θεσμοθετεί: «εξάλλου τα δικά σου ποιήματα, δεν είναι καν ποιήματα». Επρόκειτο για το «Προσπέκτους».

    Το 1980, νέα ρουμπατσίνα. Είχα στείλει, κατά το έθος, την «αγκαλιά της Ντεζιρέ» στα «Νέα». Η αντίδραση δεν ήρθε από κριτικό της εφημερίδας, αλλά από μέγα, τακτικό αρθρογράφο της. Έλουσε την πλακέτα με πλήθος κατηγοριών, θεωρώντας την σκουπίδι της πλάκας.

    Σταχυολογώ τρεις εκ των κριτικών που αντί να με συντρίψουν, με γοήτευσαν και τις παίνευα. Διότι όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, πόσο μάλλον ο ποιητής. Και η πρώτη από τις διοσημείες που δέχεται, είναι να μη ρωτάει ποτέ, μήτε να δέχεται ερωτήσεις για την ποιότητα. Όποιος έχει την παραμικρή ιδέα από τα μυστήρια του οργανισμού, γνωρίζει πως δεν υπάρχει άλυωτο και ανάλλαγο συστατικό στην μαγειρία των στίχων. Μήτε έχει βρεθεί το  ελιξήριο που τους συντηρεί επ΄άπειρον. Θερμά συνιστώ να αφεθήτε στην χοάνη του καταρρέοντος χρόνου, κι αν είναι κάτι που θα ήπρεπε να σας τρομάσσει, είναι της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν.

  • DNA!

    Δεν υπάρχει πολιτικό DNA, φίλτατοι και φιλτάτριες. Να το τελειώνουμε αυτό το παναΰρι, αυτήν την φρεναπάτη. Υπάρχουν μερικές οκάδες δικαιολογίες με τις οποίες φορτώνουμε το κάρο μας, αγνοώντας οι περισσότεροι ότι διακομίζουμε χωνεμένη κοπριά. Απ’ αυτές που ωριμάζουν και μοσχοβολάνε, χωρίς να αφήνουν δυσώδες κατάλοιπο. Και απ’ αυτές που προσθέτουμε στο χώμα, μπας και βγει ευπρεπώς κανα φασόλι, καμιά μπάμια.

    Υπάρχουν άνθρωποι με κρίματα και νότες ευγένειας. Έχουν το DNA που φτιάξανε ακόπως ή με κόπο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μακριά από την πολιτική επιστήμη βρίσκονται αυτά.

    Μερικά κείμενα που μας υποδηλώνουν, εικαστικές ευκαιρίες «σαν ζωγραφιά» που συνδυάζονται με ηθικοπλαστικές αρχές του τίποτε και τέρμα.

    Παρατηρώ τις τεχνικές μίσους που αναδύονται από τον καημό των «ηγετών» που είναι ελεγχόμενοι απόλυτα από τις επιρροές τους. Απελπισμένες προσπάθειες διάσπασης, ώστε όταν τακιμιάσουν και ενωθούν οι αντίθετες προπαγάνδες, να υπάρξει βολική έξοδος.

    Δεν υπάρχει πολιτικό DNA, κι αυτό αποδεικνύεται ακαταπαύστως. Χρωστάμε έναν μπούτσο λεφτά. Ό,τι διαβάζουμε και ακούμε, έχει τον λόγο του, που σπανίως είναι ο δικός μας λόγος.

    Εμείς που θέλαμε αλλιώς να εξελιχθούν τα πράγματα, έπρεπε να γεννήσουμε τα παιδιά που θα τα μεταμόρφωναν. Δεν συνέβη. Οι γενιές κοκκάλωσαν, καθεμιά με την αυταρέσκειά τους. Δεν βάφονται έτσι τα αυγά. Τα λογάκια συμβάλουν στις εντυπώσεις, αλλά δεν πρόκειται η άμμος να γίνει χαβιάρι επειδή έτσι μας καύλωσε.

     

    «Βάρυναν τα μάτια μου από την προσμονή ενός θεού εικονοκλάστη
    Πότε θα έρθει η εποχή της κόλασης για τον στρεψόδικο;»
    «Πάψε. Δεν βλέπεις την καταιγίδα, πώς μας πλησιάζει αθόρυβη;»

    [ΠΘ 1964]

  • Εναντίον των βιβλίων

    Μπορεί να σιχαίνομαι τα fake news (αν και συμβάλουν στο να παραμένει το μυαλό ξυράφι εφ’ όσον τηρείς την διαδικασία του «ελέγχου των πηγών»: τεχνικά, η φτιάξη τους γδύνεται με τον ίδιο τρόπο που βγάζεις ύποπτο ένα χωρίο μιας βυζαντινής επιτομής ή μιας κακογλωσσιάς σε επτανησιακή γαζέττα) αλλά μόνον επαίνους διατηρώ για τους fake titles. Διότι είναι απλό αφού: συγκεντρώνουν αναγνώστες.

    Τα βιβλία στάθηκαν για μένα παραμάνες, τροφοί, τρανοί της βλαχουριάς χοροί, πανοράματα τοπίων, ευκαιρία για άσεμνα χαϊδολογήματα, αφορμές για έπαινο αγνώστων συγγραφέων, ατυπικούς ανεκπλήρωτους έρωτες και πηγές ζηλοφθονίας, υπό τον υπότιτλο «πώς το γράφει έτσι, μέσα από ποια διεργασία ο κανάγιας και η λεγάμενη που το σκέφτηκαν».

    Ωστόσο, από τον νέο αιώνα και εφεξής, μαθαίνοντας λίγα-λίγα τα κατατόπια του διαδικτύου, μερικά τουλάχιστον, πρώτα αρκουδίζοντας και μετά παίζοντας με τον οικόσιτο Αζόρ που με συντροφεύει, παραμένοντας μοιχεπιβάτης του, κατάφερα να απολαμβάνω αναγνώσεις, πηγές και απόψεις που ουδέποτε θα προσέγγιζα, εάν παρέμενα ιδανικός και ανάξιος πορτογύρης των βιβλιοθηκών, των φωτοαντιγράφων και των παραπομπών, ξοδιάζοντας και μαραγγιάζοντας το δέρμα μου στην ένοχη σπατάλη χρόνου εκεί όπου τα απρόσιτα ή δυσεύρετα βιβλία κουρνιάζουν.

    Εξακολουθώ να τα ποθώ μανιασμένος, υποβλέποντάς τα, κακόβουλος και δύσπιστος, παρέα με άλλους ομοϊδεάτες μου, αλλά νοσταλγώ το σώμα, την υφή και τη μυρωδιά τους, αλλά τα θαυμάζω εξ αποστάσεως. Οι νεκροί, δυστυχώς δεν διαβάζουν, άσχετο εάν η θανή προκαλεί την παραγωγή γνωμικών και λοιπών αναστατικών του βίου. Παλιά, δεν μετρούσα τη ζωή, παρά με στυγνούς αριθμούς, προσγειωτικούς της έφεσης στην γνώση και στην ηδονή. Ποτέ δεν είπα «μου μένουν άλλα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια» αλλά συχνά σκεφτόμουνα «δέκα καλοκαίρια και τις ανάλογες Καθαρές Δευτέρες έχεις μπροστά σου, κάλπη και κλέφτη του βίου» και πάντα έβρισκα το άθροισμα λειψανάβατο, λιποβαρές και ανεπαρκές. Η πραγματικότητα με προσγείωνε στο προφανές, αλλά εντός μου η φαντασμάρα προϋπόθετε πως μπορούσα να φτάσω στα τριακόσια χρόνια, πολύξερος, πολύγαμος, διαρρήκτης εγκεφάλων και με παντοδύναμο κόφτη ασθενειών και  ανημπόριας.

    Έως το διαδίκτυο, ασκήθηκα στην φωτογραφική αποτύπωση των αναγνώσεών μου, καταφέροντας να χωνεύω διακόσιες σελίδες κειμένου σε μία ώρα, όταν τελειοποίησα την τεχνική. Μάταιος κόπος. Πάντα έλειπε το ουσιώδες, η μνήμη κρασάριζε, έπρεπε να αχρηστεύω αυτά που μάθαινα για να χωρέσουν τα καινούργια κοσκινάκια μου.

    Ενώ τώρα, διαβάζω καθημερινά δέκα και είκοσι φορές περισσότερες λέξεις, γράφω πολύ περισσότερες απ’ όσες αντέχει το μυαλό. Πρέπει να έχω ένα σκασμό μάντρες όπου φυλάω τα προβατάκια μου, ήτοι τις λέξεις μου, και συχνά ξαφνιάζομαι ανακαλύπτοντας ότι εντέλει έγραψα για το τάδε ζήτημα, ότι αποκλείεται να τόλμησα να αναλύσω το ένα και το άλλο. Καμιά φορά, διαβάζοντας, σκέφτομαι «αυτός γράφει σαν το Πετεφρή» κι όταν βγαίνει αληθινό, ξιππάζομαι.

    Η πλημμύρα της Μάνδρας και τα ξεχειλίσματα ρεμάτων σαν του Διακονιάρη, οι πλησμονές του Έβρου δεν είναι τίποτε μπροστά στον βούρκο των λέξεων με τις οποίες παλεύω. Καθημερινώς. Δεν έχω «αποστολή», δεν με κατέχουν ιδεοληψίες μη και δεν προφτάσω να εκφράσω ιδέες ή να αναστήσω γεγονότα.  Διαβάζω και γράφω. Γράφω και διαβάζω. Με όλες τις αισθήσεις. Κι έτσι ξεγελιέμαι.

    Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής. Και δεν θα τολμούσα να γράψω κείμενο «εναντίον των βιβλίων» εάν δεν ήμουν τόσο νεκρός, τόσο βάτραχος του Βόλτα, τόσο ες μικρόν ευτυχής.

  • Διακρίσεις, 1957-2017.

    H μόνη περίοδος διακρίσεων που θυμάμαι, ήταν πριν τα Χριστούγεννα, στην τελετή της «ανταλλαγής δώρων» μεταξύ συμμαθητών, είτε στο ινστιτούτο αγγλικών, είτε στο Γυμνάσιο.  Τα φτωχόπαιδα έφερναν συνήθως ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Τα φαντασμένα, κούκλες πολυστόλιστες, ένα κουτί τουλούμπες. Τα φιλαράκια, συνεννοούνταν να παρέμβουν στην κλήρωση, για να αποκτήσουν κάτι συμφωνημένο με τα συντρόφια τους. Η ισότητα, που ήταν υποτίθεται το κέρδος αυτής της διαδικασίας, πήγαινε περίπατο. Αργότερα, στις κληρώσεις των συνεστιάσεων, γίνονταν ολόκληρες μεθοδεύσεις για να πάρει το μέγα Δώρο, ο μεγαλύτερος απατεών με άκρες στο Σύστημα. Δεν πιστεύω στις κληρώσεις, ειδικά στις ερασιτεχνικές. Οι χάρτινοι λαχνοί, τυλιγμένοι σε ρολό, κρύβονται εύκολα στις πτυχώσεις της παλάμης .Δεν υπάρχει όθεν τύχη, παρά καθοδηγούμενη ατυχία. Αυτά είναι.

  • Το ψαροκόκκαλο

    Πολύ με συνεκίνησε η επίσκεψη σε Τράπεζα

    Όπου τριάντα συνταξιούχοι συνωστίζοντο

    Για την κατοχή τεσσάρων καθισμάτων. Είναι

    Ανίκητος των νέων συσκευών η θέσπισις

    Και μόνον δύο ευσταλείς εκ καραβανάδων

    Ογδοντάρηδες (ξεχωρίζουν από στυλάτα μπουφάν

    Και κασκόλια ριγέ με κρόσια, εποχής Άλντο Μόρο

    Τότε που σε κάποια του ΝΑΤΟ μονάδα υπηρέτουν)

    Κρατούσαν το παράστημα, ως έμπειροι. Αλλά

    Αντί να θυμώνω, πλερώνοντας απαίσια πανωτόκια

    Η όψη μου μαλάκωσε στη θέα ασπρομάλλας

    Γερόντισσας, δυό κάτια, που εφόρει  παλτουδάκι

    Ψαροκόκκαλο, χακί, ρεγκλάν, τέως μοχαίρ

    Με θαμπές νιφάδες ποντικί γραμμώσεων, οπότε

    Είπα εις εαυτόν: «1963. Ωσάν του Κίζα και της Μέλκα

    Τες τελευταίες παραλαβές, ότε απέκτησα το πρώτο

    Του βίου κοστουμάκι. Κι εκείνη, θα άστραφτε εξαίσια

    Ετών πιθανώς εικοσιτεσσάρων, στην πρώτη δουλειά,

    Στον πρώτον αρρεβώνα, μοδάτη και γαμπρίζουσα

    Απ΄τον Καιρό, που δεν της πρόσθετε βασανάκια

    Αλλά τις ελπίδες που άνθιζαν με τη Δημοκρατία

    Αυτήν που έδειχνε να αναθάλλει ορμητική, χωρις

    Να δίνει σημασία του Γαρουφαλιά τη σκοτεινή ματιά»

  • “Θα κάνω πρώτος το στερνό μου βήμα”. Όταν σας έλεγα πως η τελευταία ρουκέτα του Τσίπρα θα είναι η υπόσχεση για μείωση των φορολογικών συντελεστών, σας έπιασε το ναιμεναλλάδικο.

  • Φλύαροι ρήτορες

    Αυτά που λέγονται (και προφανώς ακούγονται) στη Βουλή κι όχι μόνο, είναι καιρός να αποκτήσουν σκελετό και οι ομιλητές/ομιλήτριες, να αρκεστούν σε αυτόν. Έτσι πηχτά και μονότονα που ρυθμίζουν τες προτάσεις των, μας αναγκάζουν να μελαγχολούμε αναιτίως.

    Κι αυτή η τελετή με τον υπάλληλο-νεροκουβαλητή, τόσο σπαστική και δουλοπρεπής! Χάθηκε ένα ψυγειάκι χωνεμένο δεξιά τω ανερχομένω, κι ένα καλαθάκι απόρριψης όταν ο ρήτωρ /ρητορήτρια απέρχονται;

    Καημό το έχω να σηκωθεί ένας έρμος, να πει τρεις προτάσεις και να τελειώνουμε. Τρία λεπτά, είναι τεράστιος χρόνος. Κανονικά, φτάνει και περισσεύει, αφού μπορεί να περιέχει διακοσίων λέξεων σοφίες, αργά και στακάτα εκφερόμενες.

    Τελευταία, χάρη και στην ευχέρεια γουγλισμού που έχουν αποκτήσει και οι πιο ανεπαρκείς σχολιογράφοι, οι ψειρίζοντες τα λογάκια των εναντίων, έχουμε πήξει στα γνωμικά του τάδε και του δείνα που εντέλει του αποδίδονται κατά λάθος, και φορτώνονται στον ρήτορα/ρητορίστρια.

    Έχουν ακουστεί τέρατα και σημεία κατά καιρούς, τα περισσότερα από την καταραμένη ανάγκη «εμπλουτισμού και διανθίσεως» ενός ηχείου αλαλάζοντος. Θα θυμάστε μερικοί πώς ο Θουκυδίδης ευνοεί τους λακωνίζοντες, απλώς συντομεύοντας τις δημηγορίες τους.

    Καθώς δεν πρόκειται να εισακουστώ από κανέναν/καμίαν, προτείνω, για να πλακώσει γενική αμηχανία και να γλυτάρετε τις ανακριβείς πατρότητες/μητρότητες των γνωμικών, να πετάτε μια σοφία, αποδίδοντάς την σε άγνωστο, ημιάγνωστο ή ανύπαρκτο διάσημο/διασημίστρια. Λόγου χάριν:

    «Γουέι τακίρα σέμπλε», ήτοι «το κίτρινο δεν πρασινίζει» (Κομφούκιος)

    «Ο Ντελεζέ υποστήριξε, κι είχε δίκιο πως δεν πταίει ποτέ ο ρέφερης, αλλά ο επόπτης»

    «Πιστεύω κάθε λέξη του Μητσοτάκη»

    «Οι αλήθειες του πρωθυπουργού με τσάκισαν, και ανησυχώ»

    «Ο ποιητής Χάσκος Μερτύρης είπε πως το ψέμμα φοράει ψηλόμεσα παντελόνια»

    Ελπίζω να έδειξα έναν δρόμο. Ίσως επειδή φοβάμαι πως ήπια ακουαφόρτε.

  • Ορεινό ποίημα

    Απαλλάξτε με από τα Απαλάχια όρη
    Με τους βουνίσιους ατάραχους, σκαμμένα μάγουλα
    Και τετρακίνητα μηχανοκίνητα πουλάρια-

    Αφήστε με στην γκρίζα διαφήμιση των μεσαιωνικών εργολάβων
    Μιχαήλ ,Ευτυχούς των Αστραπάδων, Γεωργίου Καλλιέργη
    Μιχαήλ του Προελεύσι και άλλων, επιδραστικών

    Ενώ οι Πανσέληνοι,ο  Περπερής, ο δεινός Μάζαρις
    Ο σένιος Αστραπύρης, στεγνώνουν αβρά με πλήθος δακρύων
    Στο ανεμογκάστρι μιας λειψανάβατης Θεσσαλονίκης

  • Ανεπίγνωστοι περιηγηταί ανεπιγνώστων τόπων

    Από την προφανώς ψευδεπίγραφη έκδοση των αδελφών Τζαγάστη «Αι συρίζουσαι πνοαί πέριξ του Τοπολοβίκου», Βράιλα, 1745, απόσπασμα:

    «Λιθόστρωτη οδός, η και Πλακωτή, ωδήγει δια της Τύμβης του Αγίου Ηλιού εις την Καπουτζήδαν των Παεζάνων, είτα δια του Μετοχίου της Μεταμορφώσεως της μονής Παντοκράτορος έφευγεν προς Αρδαμέριον και κατήρχετο εις Ζαβερνίκειαν και Γριμποτζάκι. Πλην εν τω επιπλάτω Ζυγώ ήτο υδατογέφυρα παλαιών αιώνων. Το ύδωρ, το ασφαλίζον την Θεσσαλονίκειαν από τον αυχμόν, εκέκτηντο οι μοναχοί του εν Βασιλευούση ακμάζοντος μετοχίου των Παντοκρατορηνών και άπαντες έδιδον πάκτα. Πρώτον  το ύδωρ έδιδε ζωήν εις τρία πλυντήρια χρυσού, αργύρου και μολύβδου, εν Πλατανακίοις, Γεδικλή και εις Γαύριανην έσωθεν Καλαρηνού. Ότε δε τα μεταλλεία εστούμπωσαν, κατά τας οργίλας Σκλαβηνικάς εκστρατείας, και αι ζιβύναι ετράπησαν εις άροτρα, μύλωνες ολοκαιρινοί ανεφύησαν εν τοις βηροίς και δικουρίας της χώρας του Κισσέως. ’Ανευ υπερβολής ποιάς, εμετρήθησαν, ευρέθησαν πολλαί δεκάδες και εκεί οι Κουλαϊται, οι μονασταί και οι χωρίται έτριβον σίτον και άλφιτα, αμή έως και παρούτην,την έλεγον και βοτάνην,  παρά το ακραίον Γραδεμπόρι. Εκύκλωναν δε το Σαλονίκιον και μαζί βωμοί πάγου, καταρράκτης αναψύχων τους κεκμηκότας και θησαυρός πυριτολιθου κάτωθεν των Ασωμάτων, άχρι του Γερανίου της Πινασώνος. Τανύν, τρεις πυκναί λόχμαι εκβλαστημάτων,σκωριών και αγραμμάδων, τύφλα να έχωσιν του Λαυρίου και του Δαμαστίου τα σύγχρονα, δεικνύουν τω στρατοκόπω τα αρχαία μπερεκέτια. Ουδείς ενδιαφέρεται, διότι την επάθατε την χλαμπάτσαν, γαημώ τις Έσπες υμών. Προσποιούμενος τον βαρδιάνον, εποίησα τόδε το ψευδοπαραδοσιακόν, δι΄εσέ, Τσεκελότ εφένδη, ίνα ανθιστείς πως μια και θα ρωτήξεις τι εστί «ανεπίγνωστος», φύλαε την γκλάβαν σου από του Αστραπά και του Καλλιέργη τα ακούσματα διότι τέτοιαν γεωγραφία εκλήθης να κυβερνήσεις, Καππαδόκα, Τίτυ, σγαύδαρι, γλουγλού και Βρυέννιε κακότυχε της Άννης Κομνηνής σύζυξ, επομένως ακόμη και εάν μάθεις την λέξιν, την έξιν του Χρόνου και του Τόπου δεν πρόκειται.»