Author: Πετεφρής

  • Ο ζητών ευρήσει (και πίνει από τη βρύση)

    Παίονες γαρ οι Βούλγαροι. Μη πείθου τοις βουβάλοις
    Οι έτερον του Αξιού θέλουσι τον Βαρδάρην

    Αι! το θρυλικό «μακεδονικό». Οι πηγές. Οι εκτιμήσεις. Τα «ρεάλια». Ακόμη και το δίστιχο του Τζέτζη, βρέθηκε κάποιος και το άλλαξε, προσθέτοντας στο λόγο του ένα ερωτηματικό: «Παίονες οι Βούλγαροι;»

    Βάση μιας σειράς παραγωγικών συλλογισμών, που έδειχνε πως κάποιοι με όνομα που δεν δημιουργούσε παραγωγή «αφήγησης», αυτό που λέμε ατεχνώς legacy, αναζητούσαν μια άλλη ρίζα των δακρύων τους, είναι μια φευγαλέα πρόταση του Θουκυδίδη: Χονδρικώς, οι Έλληνες κατοικούσαν μια πόλη που δοξάστηκε επειδή ήταν ανίκητοι και τους καλούσαν οι γείτονες για να λύσουν ενόπλως τις διαφορές τους. Η κατάσταση εξελίχθηκε, καθώς πολλές πόλεις, ισχυρίζονταν πως ήταν Έλληνες, επειδή προκαλούσαν τον τρόμο και τον σεβασμό των γειτόνων. Από αυτό έως το «Ωραίος σαν Έλληνας» η απόσταση ήταν ζήτημα απόφασης.

    Αλλά η Ιστορία δεν μοιάζει με ιατρικό συμβούλιο που οδηγεί σε αποκατάσταση υγείας ή σε θάνατο. Και πρέπει κάποιος να αφαιρεί με κριτική υπομονή αυτό το κρεμμύδι των προσχώσεων.

    Οι πόλεις, τα κράτη, η εξουσία τους, χτίζονται κυρίως με λόγια και επιχειρήματα. Δηλαδή με λάσπη, και να μη την υποτιμάτε. Λάσπη χρησιμοποιήθηκε σε ένα θαύμα του Ιησού, για να αναβλέψει ένας τυφλός.  Για την παγκόσμια μυθοπλασία, η Γαία μας γέννησε. Οι βράχοι, το χώμα, οι πέτρες.

    Επί πολλούς αιώνες, η Μακεδονία, υπό την θριαμβεύουσα εκδοχή της «θαυμάσιας πανελλήνιας εκστρατείας» έβγαλε ποδαράκια και άλλαζε τόπους και περιοχές. Απέδιδε την «μακεδονική δυναστεία» στα μέρη της Αδριανούπολης, από γενάρχη που δεν ήταν βέβαιος πως από την φύτρα του δεν ξεπήδησε γόνος της εξ Αμορίου δυναστείας. Μύρια τέτοια.

    Τι κι αν ο Αριστίων, ο Παίων ηγετίσκος, ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην στρατεία; Ποιος δίνει δεκάρα τσακιστή για την τύχη των Δαρδάνων, των Βεσσών, των Πετσενέγων και των Βανδάλων; «Πρέπει ο τόπος όνομα να βγάλει» κατά ένα μπερδεμένο στιχούργημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Οι εθνογενέσεις μετά την βιομηχανική επανάσταση, χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση και υιοθεσία μιας παλαιάς, λαμπρής δόξας.

    Επί πολλά χρόνια, οι Γάλλοι ήθελαν την Βρεττάνη τους, οι απωασιάτες το Μούκδεν και την «εξωτερική Μογγολία» τους, και όταν επινοήθηκε, από τις χαράξεις του Άλλενμπι μια «Υπεριορδανία» κανένας δεν έδινε σημασία στην παραφορά των νικητών. Έτσι, αρκετές περιοχές απέκτησαν σήμανση που δεν παρέπεμπε σε κάποιον λαό. Τι σημαίνει άραγε «Τρανσυλβανία», πέραν ενός δάσους που έπρεπε να το διαβείς;

    Τριάντα χρόνια επιμένω πως το λεγόμενο «μακεδονικό» μπορεί να επιλυθεί μόνον με τον εμπορικό κώδικα, επειδή μόνον έτσι διασφαλίζεται το κρασί Μποζωλαί, η φέτα, τα Αναστενάρια και η πολυφωνική μουσική.

    Σταματήστε να παίζετε με τις λέξεις και βρείτε τα, οι κυβερνήσεις, κατά την πίεση που δέχονται και τις αγορές που ανοίγονται. Μήπως εμείς, αποδεχόμενοι «επαρχία Παιονίας» δημιουργήσαμε κανέναν Παίονα και δεν το έμαθα; Μήπως η περιφέρεια «Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης» δεν είναι ένα απλό, γεωστρατηγικό εύρημα, να έχωμεν την ησυχίαν μας; Και ποιος θεωρεί «πατρίδα του Ορφέα» το έρμο το Βολερόν, ενώ το ιδρωμένο ξόανο του ποιητή, αναπαύονταν στα πρόβουνα του Ολύμπου;

    Τα Βαλκάνια, ανασυντάσσονται. Η Κρήτη, αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Η Γιουγκοσλαβία, μια παροδική  ψευδαίσθηση. Τα κράτη του Βίσεγραδ, ζώνη μεθορίου για να περάσει στην αστάθεια η Ουκρανία.  Σλοβενία και Κροατία, έχουν τη ρότα τους. Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλει να ασκήσει στο νότο, το «σφράγισμα του ρήγματος και επίθεση». Τα Τίρανα και τα Σκόπια πρέπει να ενταχθούν στις νέες ισορροπίες. Τι απομένει; Κάτι Βοσνίες, κάτι Κόσσοβα, κάτι Μαυροβούνια.

    Η εντός Ελλάδας πολιτική διαμάχη περί το όνομα, πιθανόν για άντληση κομματικών πλεονεκτημάτων.

    Βρείτε τα, όσοι ζωντανοί, βρείτε τα με επενδύσεις, πόλεις Ουνέσκο, λαϊκό πολιτισμό και θα είναι ασφαλής ο ελλιμενισμός. Η έρις είναι για το ταρατόρι, τις τσούσκες και τα τσίπουρα, που μετά το τρίτο καρτούτσο, γεννάει νοσταλγίες μιας ανύπαρκτης εποχής.

  • Πρόσφυγες, για πάντα.

    Το χωριό δεν είχε ρεύμα. Μόλις έβαλαν νερό, τουλάχιστον στις αυλές. Οι συνταζούμενοι το έφερναν μέσα στα σπίτια. Ήταν λίγοι. Ήταν 1959. Αμυδρά θυμάμαι έναν γάμο συγγενούς. Αλλά εάν έκοβες μια καλή μερίδα από τον Χρόνο, τη φωτογράφιζες και έβαζες ήχο, θα έβλεπες πως δεν ήταν όλα απλώς διαφορετικά. Ήταν αλλού. Κι αυτή την ανάμνηση θέλω να κρατήσω.

    Κύριο θέαμα του γάμου ήταν μια περιοδεία κόσμου από το σπίτι της νύφης στον γαμπρό, προικιά να μεταφέρονται, κι έπειτα, ντυμένοι καλά, ταξίδι προς την εκκλησία. Και ο ήχος ενός, μοναδικού , θρηνώδους κεμεντζέ. Και μπροστά στο ψίκι, άνδρες στο τσακίρ κέφι, κρατώντας μπουκάλι με μισή οκά ρακή, να χορεύουν μοναχικοί, πίνοντας κάθε τόσο. Και σε κάθε στάση, ο κεμεντζές να λαλεί και ο κόσμος να χορεύει. Να τσιμπικώνουν πορτοκαλιά δεκάρικα στο ζεύγος, να εμποδίζουν την ομαδική πορεία, ώσπου κάποιος απ΄το συγγενολόι να φιλοτιμείται και να ανοίγει δρόμο ρίχνοντας στους γονατισμένους λεφτά.

    Στο σπίτι που θα γίνονταν το γλέντι, πιατάκια με φούστουρα και τσιριχτά. Και κασέρι και ψωμί, ζυμωτό. Εδώ το ούζο ήταν εμπορίου, σφραγιστό.

    Στο χωριό έμεναν Πόντιοι, Φρασαριώτες και Σαρακατσάνοι. Ένα το καφενείο και πήγαιναν όλοι. Αλλά οι Σαρακατσαναίοι έλεγαν λίγα και οι Καππαδόκες μεταξύ τους. Άργησαν να τακιμιάσουν. Έπρεπε ν κυλήσουν κι άλλα βασανιστικά χρόνια.Οι διαδόσεις ξεκινούσαν από διδαχές σε μωρά και παιδιά. Οι μεν θεωρούσαν τους δε φαντασμένους και πολιτικάντηδες, οι δε τους μεν πως χόρευαν στο μαχαλά τους φορώντας τα οστά των νεκρών τους. Λίγοι τραγουδούσαν, μερακλωμένοι. Την Λεμόνα θυμάμαι. Τη Λεμόνα. Ντο θα φτάμεν το σεμώνα. Το γλέντι, με τρία λαμπόγυαλα.

    Οι γυναίκες, ότε και όπως εκάθηντο, έπιναν νερό στρέφοντας την πλάτη προς τους άνδρες, και έπιναν γρήγορα και με σεβασμό. Η εκκλησία ήταν μακρυά, στο νεκροταφείο. Παλιά, βουλγάρικη, αλλά με εικόνες φερμένες από τον άγιο Γεώργιο τον Χαλιναρά. Θυμάμαι έναν κασσιτέρινο δίσκο, χτυπημένα γράμματα με καρφί και την επιγραφή Γρουπέφτσι, 1860.

    Ήταν νικητές και νικημένοι. Άπαντες. Εύχονταν και κοίταζαν. Αστεία, ολίγα. Πειράγματα για την πρώτη  νύχτα, μη μου άπτου και σοβαρά.

    Είχα κοιμηθεί σε ένα μεγάλο κρεβάτι σε σκοτεινό δωμάτιο. Δεν ήξερα τίποτε και θα αργούσα να μάθω. Άρχισα από τη φύση. Το ποτάμι, τον ιερό βράχο που τον έσκαβαν περιφερειακά για τον θησαυρό, την χτιστή αρχαία δεξαμενή με το παγωμένο νερό, τα περιβόλια, φραγμένα με βατσινιές, το κάστρο στο Πελίτ, τα γριβάδια στις λούμπες. Πλατάνια, δυο καρυδιές.

    Σχεδόν εξήντα χρόνια. Ήρθε το ρεύμα, ήρθε η άσφαλτος, χτίστηκε νέα γέφυρα, ήρθαν τρακτέρια, χάλασε ο χαμελέτας. Και κάθε φορά που κοιμόμουνα βράδι, οι θρύλοι για το αγαθό φίδι με τα κέρατα, και όλοι να φοβούνται μη και λαλήσει ο γκιώνης και κάποιος αποθάνει. Οι μόνοι θησαυροί που βρέθηκαν, ήταν απείραχτα φιδοπουκάμισα και δωδεκάδες αυγά κρυμμένα από αλανιάρες κλώσσες σε θάμνα και ρίζες. Μανιτάρια επίσης. Πληγωμένα περδικόπουλα από τη  σβάρνα και μπουφάκια χτυπημένα από άροτρο.

    Ήταν αλλιώς και μία από τα ίδια. Δέκα γενιές τουλάχιστον και ήμουν στη τέταρτη. Πολύ μικρός για να ζήσω το αίμα, πολύ μεγάλος για να το μετρήσω.

  • Παραλογή

    Όταν οι μέρες της χρονιάς ζαρώνουνε σα θρούμπες
    Και οι βραδυές μακραίνουνε σαν άγουρου καυλίνκα
    Βγαίνουν τα Ραγκουτσάρια, πεζά κι αρματωμένα
    Πώχουν πατέρα Ρουσαλή, μάνα την Γκόλντιμπάμπου

    Ώσπου να σκάσει θαλερό το πρώτο φασουλάκι
    Και βγάλει πράσινα μαλλιά πολύσπορη πλαγγόνα
    Οι άνθρωποι τρελαίνονται, κι ανάποδα ενεργούνε
    Σε βαλκανί πλατώματα , σε Καύκασου τσεχνέμια

    Τότε διαλέξαν τον καιρό  ο Κουραμπιές αφράτος
    Και ο Μελουμακάρονος. Συνάξαν τα φουσάτα
    Και σε γεφύρι αντάμωσαν,σηκώσαν τα μαγκούρια
    Και ρουξαν σο χουρτέρεμαν με βλάχικα λατίνο

    Πρώτος μιλάει  ο Κουραμπιές, λευκός θεός της άχνης
    Πίσω μπισκοτολούκουμοι, ροδίνια, ακανέδες
    Μοσχοβολώντας βούτυρο, ροδονεροπιασμένοι
    Μαστιχωτοί, ξηρόκαρποι με μαρζιπάν πηγμένοι

    «Σκιάξου, Μελουμακάρονε, κατσίβελε κι απάτη
    Άφκε μας να περάσουμε της Τρίχας το γιοφύρι
    Με λάσπη μοιάζεις γλιτσερή, που απάνω στο καυκάκι
    Σ’ έχουν τιγκάρει λεμπλεμπλιά, τάχα μαλλιά πως έχεις»

    Θυμώνει ο σκοτεινός θεός, σοροπιαστός και μέλιος
    Και οπίσω τον συντρέχουνε φοινίκια και τουλούμπες
    Σάμαλι, εκμέκια, ρεβανί, κανέλλες, μπακλαβάδες,
    Γαλακτομπούρεκα στριφτά, κορνέ και σαραγλάκια

    «Κάνε σαπέρα, Κουραμπιέ, μ’ όσα καρύδια ν’ έχεις
    Που παίζεις τον χιονάνθρωπο, παίζεις και τον μαγνάτο
    Χωρίς ζαχαροκάλαμο και τεύτλου χωματίλα
    Δύσκολα κρύβεις τις πομπές, άμα θα σε φυσήξω»

     

     

  • Tittle-tattle

    Σκαλωμαρία από τα απόνερα του διαδικτύου, είδα τα πρώτα επεισόδια από την σειρά The Crown. Δε μένω μήτε στες ερμηνείες, μήτε στο κλίμα. Μένω στο γεγονός ότι ως συνομήλικος του Καρόλου (και η φρεναπάτη τελειώνει εδώ!) σ’ όλη μου τη ζωή, διαβάζοντας για την Δυναστεία όπως και για την Σοβιετική ηγεσία, τους Αμερικανούς προέδρους και γενικά, την παγκόσμια σκηνή των πραγματικών ή φασματικών ηγετών, νόμιζα πως άνοιξε απότομα η μπαλκονόπορτα και μπήκε η δεκαετία του πενήντα και βάλε, με όλα της τα συμπράγκαλα. Αναμίξ με σκανδαλοθηρία, με τον Τσώρτσιλ και τον Ήντεν, με τις ζυγισμένες γυναικείες ερμηνείες, τους χώρους που δεν γνώριζα αλλά πίστευα πως έτσι έμοιαζαν, παρασύρθηκα από έναν τυπικό κινηματογραφικό αγγλισμό, που είναι βέβαια, ο συμπυκνωμένος κινηματογραφικός χρόνος.

    Λοιπόν, η σειρά μύριζε εκείνο το μίγμα μπλαζεδιάς και αργού κυλιόμενου χρόνου, που ήταν η παιδική μου ηλικία. Όχι βέβαια πρωτόκολλα και ετικέττες, ανάκτορα και πάθη ευγενών οικογενειών! Μήτε η Κριστίν Κήλερ, ο Μακμίλλαν και το Σουέζ, ο Τάουνσεντ και η Κάρναμπι, Μπρέηχαρτ και Κτηματολόγιο των Νορμανδών. Αλλά τα άρβυλα και τα πιάτα στο κεφάλι των παλιών φαντάρων, η λατρεία στην Γιάρντλεϊ και ο συμφοιτητής μου Τζών Κάρτερ στο Γιόρκ, τα μεσαιωνικά διόδια σε έναν γεφυρίτζιν του κώλου.

    Αισθανόμουν, ως μη ώφελε, αγγλοθρεμμένος και ποιος παρακαλώ; Ο Κουρπεσλής εώ, ο χωμένος στα μπαμπάτσα του εκκοκιστηρίου του Εβρενός, ο εραστής του Εδιμβούργου αλλά και της Κασκάρκας. Με δυο λόγια, το υποχείριο μιας ακόμη μακράς, πετυχημένης έξωθεν επιρροής, που άφησε στη χώρα μας, εκτός από Σταλίνους και καμπόηδες , γαλλικές αβρότητες και τον Μανστάιν στη Σεβαστούπολη, μερικούς γεγέδες που τους αρέσουν ακόμη χλοεροί σασκίνηδες που πετάνε πάνω από κοκκοφοίνικες.

    Αυτά κανένας δεν τα ξεκουνάει, από τίποτε δεν ενοχλούνται. Αλλά ο κινηματογραφικός χρόνος της σειράς, μπορώ να ορκιστώ πως ερχόταν με τα κύματα, τους άνεμους, τα μνήματα μιας εποχής που την έζησα σε ασφάλτους και μονοπάτια, στο «Φλου» και στον Κίκη, ανήμερα της επετείου (28 Δεκεμβρίου πριν πενηντατρία χρόνια) που κατάφερα να γράψω αυθημερόν δεκατρία άθλια ποιήματα, αλλά από δεκατρείς διαφορετικες πηγές έμπνευσης.

  • Θα πω κάτι το οποίον/ πιθανόν να μη αρέσει/ ο πνεβματικός άνθρωπος/ δεν πρέπει να λαμβάνει θέσι/ θέσις ίσον ζημεία/ η καλυτέρα θέσις/είναι η Ακαδημία

    (Μποστ. αρχές των σίξτις, απο μνήμης)

  • Η Ρομποτική της δήθεν αστάθειας

    Μερικά ζητήματα που φαίνονται ψιλοπαράδοξα, έρχεται στιγμή που φωτίζονται. Δεν θυμάμαι εάν ήτονε ο Στουρνάρας ή άλλος «διαπραγματευτής» στα βαθιά χρόνια, που φέρεται, ότε ήτο πάλε και πάλε στριμωγμένος από τους δανειστές, να δήλωσε κάτι σαν «σηκώνομαι και φεύγω και κάντε καλά με τον Σύριζα».

    Μερικοί Ευρωπαίοι, ιδίως οι ασκημένοι στην πέτρα της υπομονής, ενίοτε είναι πρακτικοί και απλόνοες. Αλλά είναι και εξαιρέσεις, που κόβει το μυαλό τους. Ακούγοντας αυτήν την «απειλή», συγκρότησαν στον εγκέφαλο μια λεγεώνα σκέψεων, που κατέληγε στο πόρισμα «με αυτήνους τους φιλομνημονιακούς, δεν βγαίνει άκρια. Συνέχεια θα επικαλούνται τον μπαμπούλα «της αριστεράς που θα τα κάμει όλα πουτάνα» και πάν τα λεφτουδάκια μας. Μήπως είναι καλύτερα να τους αφήσουμε αυτούς, τους μπολσεβικί- μενσεβικί  να κυβερνήσουν, οπότε δεν θα κυνηγάμε ανεμόμυλους με τους παράξενους αυτούς αθρώποι που το παίζουν εδικοί μας;»

    Μπορεί να ακούστηκε κάποια αντίρρηση ιδεολογικού τύπου, αλλά μάλλον φαντασίωση με φαίνεται αυτό.  Μάλλον οργάνωσαν ένα από τα πολλά επιτυχημένα σχέδιά τους, τα στηριγμένα στο γνωμικό «δίδε εξουσίες αφειδώς, εάν ποθείς να γένεται η δουλειά σου».

    Κι έτσι, άρχισε μια εργολαβία ( =κόρτε, φλερτ) που ακόμη διατηρεί ίχνη λαγνείας. Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου όλα γίνονται κατά τις υποθέσεις εργασίας των. Ακόμη και η κυβέρνησή μας το κατάλαβε πως έχει τρόπο να επιβιώσει. Τες απειλές, τα δάκρυα και τα «τράβα με κι ας κλαίω» οι Ευρωπαίοι τα θεωρούν εσωτερικής κατανάλωσης. Μήγαρις κι εμείς το ίδιο δεν κάνουμε όταν ομιλεί ο Κιλιντάρογλου και μερικά βαλκανικά εθνίκια;

    Κι έτσι, η κυβερνητική τακτική μπορεί να ξενίζει τους ενάντιους, αλλά η γραμμή που ορίστηκε μοιάζει ακύμαντη. Κι επειδή ο τακτικισμός παρήχθη σε παλαιά σοσιαλπερίπου οικόπεδα, ο Σύριζας δεν τρελάθηκε να εφαρμόζει «τάξη και ασφάλεια» στο εσωτερικό της χώρας. Παράλληλα με ένα απερίγραπτο μαρκάρισμα εναντίον όλων, έχει πλήρως κατανοήσει πως τον συντηρούν στην εξουσία επειδή είναι «τόσον ωραίοι και τόσον άγριοι» (κατά Μποστ) έως και αοιδοί του «κινηθώμεν, κουνηθώμεν δύσκολα παραδοθώμεν» (πάλι Μποστ)

    Παράγει λοιπόν μονίμως αστάθεια, ώστε κάθε πρωί οι Ευρωπαίοι να δίδουν συχαρίκια στον εαυτό τους για την καλή ιδέα που είχαν. Διότι με την χαλάρωση μερικών ζητημάτων, κάτι Ρουβίκωνες, κάτι μπομπίτος, κάτι καιόμενα αστικά, κάτι τελετουργίες μολότωφ, κάτι εξαρχειώτικα, ασκούν τον έξεργο νεορομαντισμό τους, ενώ οι δανειστές  σκέφτονται  «ωχ, καλά που έχουμε αυτουνούς να συνεννοούμαστε, σκέψου να ήτανε οι άλλοι που θα ζητούσαν «πνεύμα και ηθική». Βέβαια, εάν το παρακάνουν οι ζωηροί, ο Τόσκας ανακαλύπτει πως έχει φωνή και λέγει «θα τους πιάκω».

    Εάν έχω δίκιο, και ο Στουρνάρας θα περιοριστεί ή θα φύγει, και στο μεταναστευτικό θα παίζουμε τους ψόφιους κοριούς, και οι δικαστές θα περάσουν δύσκολα, και οι κράχτες θα γίνονται όλο και πιο επιθετικοί, αλλά το πρόγραμμα θα βγει, όπως το σχεδίασαν οι κουτόφραγκοι. Και αργότερα, μια ομάδα σωφρόνων της άλλης όχθης, θα βρίσκει πολύ χαριτωμένα τα διαστημικά, τις τόσες γραμματείες και το ξεκατίνιασμα στις οθόνες, ενώ συστηματικά και αφανώς, «δημιουργοί, διανοούμενοι και διώκτες του κατεστημένου» θα συντάσσονται με την νέα κατάσταση. Έχει ξαναγίνει τόσες φορές, που βαριέμαι να τα ξαναλέω. Διότι ο πολιτικός βίος έχει άλλα κι άλλα συνεπακόλουθα και νταραβέρια, αλλά δεν χήρεψε ποτέ το πόστο κανενός χειριστή της εξουσίας. Δεν εφευρέθηκε ακόμη η νταλίκα χωρίς οδηγό.

  • 1948-2018

    «Koρίτσι ξένο σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στη γη» τραγουδούσε η Χασκήλ το 1948 και η λαϊκή μουσική θαρρείς ανακάλυπτε τον συμβολισμό, σεινάμενη κουνάμενη σε ένα χαλαρό μπεγκίν, και θεωρούσαν το τραγούδι υπαινικτικό και βαθύ.

    Είχαν τελειώσει οι γαλάζιοι άγγελοι με τα καψαλισμένα φτερά του μεσοπολέμου, οι λασπωμένες σερπαντίνες στο πεζοδρόμιο την επαύριο μιας τρελής αποκρηάς. Πεταλούδες της νύχτας, σου τάζω γάμο και σε παρατάω αποπλανημένη, πάρε κεζάπι και ακουαφόρτε στα μούτρα, δειλέ, εποχές χωρίς πλαστικές. Τώρα, γεννιέται ο Λιτλ Ρίτσαρντ, αδέξιος, κοντούλης, διαολάκος, χωρίς απογόνους, με μόνον θετό εγγονό του τον Ριχάρδο που διατηρεί εκατό υποθηκοφυλακεία στην χώρα μας και οι Έλληνες μαθαίνουν τις διευθύνσεις τους στα παρακάναλα.

    Νεγράκια που στίλβουν στο μπριόλ, επιμελώς μπανιαρισμένα, ο Μικρός ρολάρει στο πιάνο με τα παπούτσια, με το ποντικίσιο μουστακάκι, με το μάτι ανήσυχο μπας και τον λυντσάρουν. Έρχεται το ροκ, αρχικά ως εξέλιξη νέου χορού, πρώτα με αθώους στίχους, έπειτα τρακέρνουν οι «ακρογιαλιές δειλινά» με το «λάηκ ε ρόλιν στόουνα» και  την Ρούμπι Τιούζντη, όχι πάντως την Τιούζντη Γουέλς. Τα αγοράκια θέλουν μούχτι και αθωότητα, τα κορίτσια με τις αλογοουρές και τα ψαράδικα παντελόνια ξέρουν τη μοίρα τους και θέλουν να το γλεντήσουν πριν δεσμευτούν με τον χάχα τους. Στο βάθος του πάλκου, με βέργα νέον, το γνωμικό είναι απλό και βίαιο : όλες γαμιένται, πουλήστε ουμανισμό και προσοχή στους μπατανάδες, διότι μπορεί να γκαστρωθούν.

    Το ροκ γεννιέται μαζί με την νοσταλγία του. Γίνεται αναπόσπαστο μέλος της μουσικής βιομηχανίας και της τρόικας που επιβάλει σιγή ασυρμάτου  στα σαρανταπεντάρια. Σήμερα, οι ογδοντάρηδες το έχουν ξεχάσει, επειδή οι ροκάδες δεν φτάνουν εύκολα σε τέτοιες ηλικίες, παρεκτός και μήδισαν παρέα με τον Ρήγκαν.

    Πενήντα χρόνια, το ροκ νοσταλγεί. Το ρομαντικό σπλήν κράτησε λιγότερο, οι προραφαηλίτες λιγότερο.Και δεν είχε πασαβιόλες, βιόλες ντι γκάμπα, ενώς οι ηλεκτρικές κιθάρες ήταν φερετζές για τους ενισχυτές. Ήταν εποχές γαμουθεντοβιόλικες, έξαψης και άμαθων που ανακάλυψαν το σεξ που εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσεν.

    Και το όνομα «Στέφανος» κυρίαρχο στην ροδαλί λογοτεχνία, με θεληματικό πηγούνι και κάθετη ρυτίδα στο μάγουλο, μόνον που ξέρει να στροβιλίζει την Αν Μάργκαρετ με τα μπλέ σουέτ παπούτσια.

  • Οιωνοί των Χριστουγέννων

    Μπάστερ Κήτον.

    H νύχτα αυτή δεν είναι για θλίψη, και σκέφτηκα να αρτύσω το κείμενο με ονόματα κωμικών που σίγουρα θα μειώσουν την επίδραση της ανησυχίας μου.

    Φραγκίσκος Μανέλλης.

    Παραμένουμε δύσπιστοι στην εξέλιξη των Βαλκανίων και καλά κάνουμε: όραμά μας θα γίνει ο συνασπισμός του Βίσενγραδ. Πού το  ξέρω; Είδα το φελτζάνι, ξεμάτιασα με λαδάκι, χασμουρήθηκα, πετάρισε το μάτι μου. Απολύτως αξιόπιστοι οιωνοί.

    Νίκος Σταυρίδης.

    Η Νέα Δημοκρατία δεν ξέρει να ρωτάει, δεν ξέρει να απαντάει. Στις καθημερινές αιτιάσεις της ενυπάρχει ένα σχέδιο, παρόμοιο, πατιτούρα και αντίγραφο αυτωνών των «οραματικών» του Τσίπρα. Ώσπου να έρθουν εκλογές, έχει νομίζετε δυσκολίες ο Σύριζα να μειώσει («εντός διετίας») φόρους και γαμησιάτικα, να κόψει  κάτι κεκτημένα του δημοσίου, να υπογράψει (κλαίγοντας, αλλά η τζίφρα μετράει..) ένα σωρό ιδιωτικοποιήσεις και να αποκτήσει καλές πιθανότητες να κρατήσει καλό ποσοστό από το 35% που τον ψήφισε τον Σεπτέμβριο του 2015;

    Βασίλης Αυλωνίτης.

    Δεν καταλαβαίνετε ότι αυτά που υπόσχεται ο ένας, τα κοπιάρει και τα υπόσχεται κι ο άλλος; Κανένας μας δεν καταλαβαίνει ότι αμφότεροι ακολουθούν τον κώδικα των Μνημονίων; Κανενός δεν ίδρωσε το αφτάκι βλέποντας τον Αφτιά να παίζει τον επιθετικό, αλλά να τοποθετείται ως μοναχική φωνή βοώντος,μη λησμονώντας να παινεύει τους αρεστούς του;

    Μπιάλιστοκ εν Μπλουμ

    Ακούστε το λοιπόν το μαντάτο, και βρίστε με όσο θέτε: αν δεν ρυθμιστεί αλλέως το Μέγα Χρέος, κάποια στιγμή, θα σκάσει η δέσμευση των όποιων καταθέσεων. Και θα ξεκινήσει η Αληθής, η Βαρβάτη, η Θανατηφόρα Κρίση, όχι αυτά τα παλουκάκια που πηδάμε επί επτά χρονάκια. Διότι και να θέλουν οι κυβερνήτες, όποιοι και να ‘ναι να ανακουφίσουν τους φτωχούς ,δεν θα υπάρχει φράγκο.

    Πήτερ Σέλλερς

    Η νέα κυβέρνηση θα είναι κρατική, όχι δημόσια.Υποψήφιοι πρωθυπουργοί  καθημερινώς βρίσκονται σε λίστες αναμονής. Οι ανεπιθύμητοι αλλά συμπαθείς, κανένα πρόβλημα: θα τους αλαλιάσουν στις αποκαλύψεις σκανδάλων. Κι αν έχετε καμιά ένσταση, σας πληροφορώ πως δεκάδες χώρες ευημερούν στα νούμερα, με μονοψήφιο αριθμό πολιτών που περνάνε μπέικα. Και μην ξεχνάτε πως η ονειροπόληση και οι ελπίδες είναι τζάμπα. Μήτε τη θέση των βοσκών θα έχουμε στην σκηνή της Γέννησης, αλλά για τις αγελάδες που ζεσταίνουν την φάτνη, δεν παίρνω όρκο.

    Μόντυ Πάυθονς.

  • Το μεταλλείο

    Στα μεταλλεία πέφτει το βράδι
    Στις αποθήκες στα φορτηγά
    Η παραλία γεμίζει πάλι
    Κάθονται εργάτες στην αμμουδιά

    Ο ανειδίκευτος πάνω στην σχάρα
    Βάζει τα ρούχα τα πρωινά
    Ο εκσκαφέας κλείνει το στόμα
    Και τα πηρούνια στο χώμα ακουμπά

    Έπεσε η μέρα Στρατόνι και Βάβδο

    ……………..

    Και λοιπά, και λοιπά. Στιχηρό που μου βγήκε τις ημέρες της «Δεξιάς Ερωμένης» και στα μέσα της Σεβεντίλας, ανάδευε τα χαρτιά μου συνθέτης. Απιθώνοντάς τα, παρατήρησε «εξαίσιο. Αν έβρισκες τρόπο να βάλεις και τη λέξη «Μποδοσάκης», θα  σκίζαμε»

    Όχι πολλές ημέρες μετά, επισκέφθηκα δεινό στιχουργό εις Αθήνας και φλυαρούσαμε ως αγαπητικοί. Μας διέκοψε τηλεφώνημα δεινού παραγωγού. Του πρότεινε να γράψει «κάτι για φαντάρους» υποσχόμενος μπιτκόινς με τη σέσουλα και γιέλοους της εποχής. Χλόμιανε ο άνθρωπος και μου είπε «Αυτή είναι η κατάσταση».

    Γι΄αυτό και συγκινήθηκα, διαβάζοντας μια πρόταση του Αλέξανδρου Ιορδανίδη (υπάρχει στο facebook), Φαρασιώτη της Αγροσυκιάς, που περάσαμε μαγικές και τρελές νύχτες μαζί, και μνημόνευε τη μάνα του:

    Η Μητέρα μου Κυριακή Φράγκου Ιορδανίδου με έλεγε: «Φτένκαμ κετέζα ατή χαλχάδε ερχούσαντε τα τσοτσούχα σο κουζδέρεμα τσε κρεμάσκαμ τα σο κουζδέρι πε, ένα» δηλαδή «κάναμε κουλουράκια σαν χαλκάδες ερχόταν τα παιδιά για κάλαντα και κρεμούσαμε στο τσιγκέλι από ένα»

    Ειρεσιώνη και Μποδοσάκης και έλα στην παρέα μας φαντάρε. Λέξεις έχουμε πολλές, φτάνουν και για γέμιση, αλλά σαν τη γλώσσα, δεν έχει.

     

  • Επίκαιρο σχόλιο

    Το Δωδεκάμερο είναι η μεγαλύτερη παράταση κατανάλωσης ληγμένων μετά την επινόηση του Θανάτου. Τέτοια προθεσμία δεν δόθηκε ποτέ και πουθενά, τουλάχιστον από την εποχή που κάποιος έξυπνος πρωτοσκέφτηκε «αυτό λοιπόν είναι η Ζωή!»