Author: Πετεφρής

  • Η αμοιβάδα

    Μεταξύ συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και του σερβοβουλγαρικού πολέμου (1878-1885) άρχισε να κυκλοφορεί μια δημοφιλής αμοιβάδα, ήτοι ένας «χάρτης» της Μακεδονίας που έκτοτε θεωρείται το χνάρι και η αποτύπωση ενός τρελού όρου που  αποκαλείται «γεωγραφική Μακεδονία». Δεν μνημονεύεται σε καμία προηγούμενη έρευνα ή ανάλυση. Είναι προϊόν της μετονομασίας καζάδων της οθωμανικής περιόδου (κανένας υπό το όνομα «Μακεδονία») που επάνω του στηρίχτηκαν συζητήσεις και διανομές της συνθήκης του Βουκουρεστίου και του Νεϊγύ (1913-1919) και έκτοτε, απ’ όλα τα νότια Βαλκανικά κράτη, θεωρείται πηγή, έμπνευση και βάση εκκίνησης διαφόρων τύπων αλυτρωτισμού.

    Ο χάρτης-αμοιβάδα, είναι προϊόν των εκτιμήσεων των επιστημόνων, των πολιτικών και των στρατιωτικών βάσει «ιστορικών στοιχείων». Αργότερα, έρριξαν την ιδέα πως αυτή είναι η «Μακεδονία του Φιλίππου», άλλη πατατιά στο βαλκανικό χωράφι. Η σχηματική στρογγυλάδα της θεωρήθηκε αυτονόητη, αυτοδίκαιη, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση σε παλαιές πηγές. Και καθώς Σερβία, Βουλγαρία, Αλβανία και Ελλάδα κατείχαν μέρος της άκυρης φρεναπάτης, άρχισαν να «εθνοποιούν» κάτι που δεν υπάρχει.

    Aπεναντίας, υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν εκεί, μιλούσαν, έγραφαν, εμπορεύονταν και πίστευαν.

    Ο Χάρτης αυτός δεν κυκλοφόρησε μονομπλόκ. Η Αμοιβάδα άλλοτε «παραχωρούσε» στην Ελλάδα τον Όλυμπο, άλλοτε τον απορροφούσε. Η ρωμαϊκή αναγραφή σε ένα Itinerarium “Finis Macedonia et Epire” οριοθετούσε ανατολικά της Πρέσπας τις Αλβανικές βλέψεις. Στα βόρεια, το όριο έπαιζε περιλαμβάνοντας μέρος της Δαρδανίας ή το ανεβοκατέβαζε. Για τον Όρβηλο (Πιρίν) και τις πλανηνές του, άλλο ευαγγέλιο-συχνά σχήματος τετραγώνου, άλλοτε μια φετίτσα στενόμακρη, ανάλογα με τον χρηματοδότη. Αυτός που δημοσιεύω, είναι μάλλον του τύπου Amoebe proteus albaniensis.

    Γι’ αυτό και δυσπιστώ στις υποθέσεις εργασίας που «ενισχύουν» ή «κατατροπώνουν» θεωρίες. Ασφαλώς και είναι η μόνη οδός για να μη μεταβληθούν οι επιστήμες σε εργαλείο παραμόρφωσης, αλλά δυστυχώς, και η ενδελεχέστερη, φρενάρεται από στερεοτυπικό φρενάρισμα. Όση δύναμη αποδείξεων και αν διαθέτει, στα πρωτοσέλιδα περιορίζεται σε ένα «τους ταπώσαμε τους κανάγιες»

    Η Αμοιβάδα δεν γεννήθηκε τυχαία: δημιουργήθηκε για να αντιμετωπιστεί η μελάνη που χύθηκε για να πλαστεί ο χάρτης της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Στη θέση μιας γκουμούτσας που ευνοούσε την Βουλγαρία, μια γκουμούτσα που ευνοούσε την Σερβία.

    Είναι οι άνθρωποι που εντέλει θα πληρώσουν αυτά τα καμώματα. Πάντοτε η αναζήτηση της αλήθειας είναι ναρκοθετημένη, καθώς λίγοι αντέχουν τους αποδεικτικούς κανόνες. Και μην ξεχνάτε ποτέ των ποτών ότι οι Μήδοι διαβαίνουν επειδή σπανίως διαβάζουν επιχειρήματα, ενώ κωλώνουν όταν ανταμώνουν Κυναίγειρους.

  • Γνώθι καιρόν

    Χαμένος στο έναστρο στερέωμα ο καιρός. Όπου καιρός, είναι η ευκαιρία. Έχει πολλά χρόνια που μας κάλεσαν, με τον Μίμη, να δεβάσμε (ποντιακό εν αβούτο) ποιήματα στην Φιλιππούπολη, στο Πλόβντιβ. Παίζοντας, του λέω «Σουλιώτα, γίνεται να τα παρουσιάσουμε στα εντόπικα, στα νιζνάμικα, να κόψουμε αντιδράσεις;». Γινόταν, πώς δε γινόταν. Φτιάχτηκαν οι μεταφράσεις και περάστηκαν σε ελλένικος, να ξέρουμε πού να τονίζουμε. Όπως τα καραμανλίδικα έμοιαζαν κείμενα, με ελληνική γραφή και άλλο ιδιόλεκτο.

    Μείναμε στο σπίτι του Λαμαρτίνου. Είχαν μαζέψει όλα τα παλαιά έπιπλα της χώρας, τα αυθεντικά. Είχαν ένα γνώρισμα: ήταν μια σταλιά. Καναπέδες, πολτρόνες, κομότες. Ανάλογες με το μπόι αρχαίων πληθυσμών. Ή όπως έδειχναν στην Αγγλία οι πανοπλίες- θαρρείς και ήταν για παιδούδια. Μόνο του Ερρίκου του γνωστού ήταν θηριώδης.

    Οι ποιητές, αβροί, ευγενείς. Ήρθε η σειρά μας και απαγγείλαμε. Ένα μούρμουρο και μια ανησυχία. Σου λέει «οι γκραίκοι κατάλαβαν και κάτι μαγειρεύουν». Θεωρούσαν τους εκτός χώρας σθλαβίζοντες υποψηφίους εδικούς των. Αλλά εμείς παίζαμε, δεν θελήσαμε να το καταλάβουν.

    Το βράδι μείναμε Σόφια, στο παλαιό το «Σόφια» έναντι του Τσουμ. Είχα να πάω έτη πολλά, τότε ήταν ο Ζίφκωφ. Θυμόμουνα ξενοδοχείο βαρύ, καλοφτιαγμένο, με ένα καζίνο λαμπρό. Βρήκαμε ένα χάλι απερίγραπτο. Και το καζίνο ήταν στο ισόγειο, μια γωνίτσα σε σταυροδρόμι. Με κάτι σκαλάκια. Πολλοί ληστές μονόχειρες, μόνον ένα τραπέζι, με φθαρμένη τσόχα, βυσινιά. Και δεν είχε μπαρ. Τίποτε. Μόνο κάτι πιατάκια με κασκαβάλι και μπαγιάτικο ψωμί, καρφωμένα με οδοντογλυφίδες.

    Στην τσέπα, από πενήντα ντολάρες. Μπαίνουμε και έκοψα χασομέρηδες φουσκωτούς, μυστικούς και κακοντυμένους σαν ταπετσαρία ολόγυρα. Πελάτης κανένας, εξόν εμείς. Λέω στον Μίμη «ογλήγορα να φύγωμεν, να πίωμεν καφέ έξω στα τραπεζάκια, νωρίς να κοιμηθούμε». Τηράει κι αυτός, σκιάχτηκε ωσαύτως.

    Πήραμε μάρκες για δέκα δολάρες, ποντάραμε λίγα, κερδίσαμε. Δοκιμάζαμε μονά ζυγά, μονές στήλες λίγα σεβαλιέ, πάλε κερδίζαμε. Του λέγω «δεν λένε να χαθούν τα σκασμένα, βάζε σε απίθανα». Συμφώνησε, αλλά η τύχη δε μας άφηνε. Αρχίσαμε τα μεγάλα περμπουάρ, να μην έχουμε μεγάλες πονταρισιές, γύρω μαλάκωσαν. Όταν επιτέλους, μετά μισή ωρίτσα, μείναμε στα λεφτά μας, μοιράσαμε κάτι μάρκες και βγήκαμε σώοι, γελαδεροί και ευσταλείς. Ακόμη μια ιστορία να χάνεις την ώρα σου στα ελληνόμπαρα.

    Ακόμη οι γκραίκοι δεν κατάλαβαν  τι είναι τα Μπαλκάνια. Κι ας περνάνε τα χρόνια ωσάν τα ξυλοκούκκουδα.

    Χαμένος στο έναστρο στερέωμα ο καιρός. Όπου καιρός, είναι η ευκαιρία.

  • Η Τέχνη μακρά, αλλά συνήθως σώζει.

    Δεν μπορώ να μην επικαλεστώ εκείνα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, όταν οι Οθωμανοί αποφάσισαν πως το φρόνημα των χωριών θα έπρεπε να εκφράζεται με ομαδική δήλωση στις Αρχές ότι επιθυμούν την παραμονή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή την προσχώρηση στην Βουλγαρική Εξαρχία.

    Τα χωριά διάλεγαν «φρόνημα» για μύριους λόγους.  Τον φόβο, την πίστη, κι άλλα πολλά. Συνέβαινε για τελείως ιδιωτικούς λόγους μια βουλγαρόφωνη φαμίλια ή μια γραίκικη, να επιχειρούν αρκετές μεταστροφές, ανεξάρτητα από το ιδιόλεκτό τους. Η βία, ήταν ακόμη ένα επακόλουθο: οι φαμίλιες που δεν ανήκαν στην πλειοψηφία, έφευγαν, αν δεν ήθελαν να δολοφονηθούν, κάποτε αποτρόπαια.

    Κι έφτασαν, δάσκαλοι και παπαδάσκαλοι, άλλοι φτερωμένοι ιδεολόγοι, άλλοι πράκτορες με οδηγίες και δούλευαν μέσα στους μαθητές. Το πρώτο μέλημα, ήταν να συσταθεί βουλγάρικο ή ελληνικό σχολείο. Και φρόντιζαν να παρέχουν την ανάλογη ύλη.

    Από καιρό, τα ίδια συνέβαιναν με τους Βλάχους και τα χωριά τους, που είχαν να δεχτούν συστάσεις η πιέσεις είτε να μείνουν υπέρ Ελλήνων, είτε να δεχτούν την κατήχηση Μαργαρίτη τινός και των οπαδών του. Αλλά αυτά, άλλη φορά.

    Τα αντάρτικα σώματα, τα προξενεία, οι επισκοπές και οι μηχανισμοί πειθούς και μεταστροφής, δούλευαν ρολόι. Δολοφονίες συντελεστών, δεν ήταν ασυνήθιστες, συνήθως οργανωμένες από κομιτάτα.

    Κάθε μιλέτι, θεωρούσε τους αλλουνούς «ξένη προπαγάνδα». Η κάθε εθνική προσπάθεια συμπεριλάμβανε χαλκεύσεις, όπως φύτεμα επιγραφών, που επιβεβαίωναν ή βίαζαν μεσαιωνικές πηγές. Από νωρίς, κυκλοφορούσε πως ο Λατινόφρων Ιουστινιανός λεγόταν ως παιδί Ουπράβδα. Και οι είκοσι περίπου αυτοκράτορες, τετράρχες, που  κυβέρνησαν την Ρώμη και την Νέα Ρώμη, εκ Βαλκανικών πόλεων και χωριών, έπαιρναν το μεράδι τους. Περιηγητές, συγγραφείς και δημοσιογράφοι περιόδευαν, καλεσμένοι των κρατών, και έβγαζαν βιβλία υπέρ του ενός ή του άλλου κράτους. Ή και λειτουργούσαν με θερμή πίστη στην «Ιδέα». Κυκλοφορούσαν και ωραίοι χάρτες. Υπέρ δικαίων, πάντοτε.

    Τι τους έλεγαν στα σχολεία, εκτός τα χρήσιμα; Τους εμφύτευαν φρόνημα. Ο όρος ήταν γνωστός από το Βυζάντιο. Εκείνο το «οι τα Ρωμαίων φρονούντες». Οι Λατινόφρονες. Οι Σαρακηνόφρονες. Και στα αρχεία, υπάρχουν αρκετές επιστολές ομολογίας και μεταστροφής.

    Το βιβλίο «Συμβολή εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων» του Τσιούλκα, εκ Μοναστηρίου, έδειχνε πλήθος σλάβικων λέξεων να έλκουν από τα ελληνικά την καταγωγή. Κυκλοφορούσαν και προφητείες, κατάλληλα γραμμένες από τους κατάλληλους ανθρώπους που κατέληγαν όχι μόνον στην ερμηνεία του παρόντος, αλλά προέλεγαν το μέλλον κάθε πλευράς.

    Η ελληνική πλευρά, τιμούσε και συχνά περιελάμβανε τον Αλέξανδρο και την πανελλήνια εκστρατεία σε όλα αυτά. Οι  ήρωες κάθε τόπου ήταν πάντα εξ αρχαίων. Κάθε μιλέτι και το σύνταγμα των Ηρώων του. Οι Έλληνες πλεονεκτούσαν, επειδή είχαν τους πιό παλιούς και πιο ένδοξους πατέρες στην Ιστορία τους.

    Τελευταίο τμήμα αυτής της «λεηλασίας συνειδήσεων»: όταν φάνηκε πως οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να κουτουπώσουν η μία την άλλη, βασίστηκαν και στην πίεση ενός εσωτερικού μετώπου που έπρεπε να μείνει αρραγές. Όποιος ψώνιζε από μαγαζί των αλλωνών ή υπήρχαν υπόνοιες πως αλληθώριζε, τον έπαιρνε ο διάολος της εκκαθάρισης. Αποτέλεσμα: σε κιτάπια οπλαρχηγών, οι απώλειες του εχθρού αν ήταν μία ή δύο, οι απώλειες των «υπόπτων» ήταν δύο η τρεις.

    Δεν παραθέτω πηγές. Δεν χτίζω πεποιθήσεις. Να διαβάζετε τα πάντα και να συμπεραίνετε, ανάλογα το μυαλό που κουβαλάτε. Αλλά τους «Μακεδόνες» απ΄τον βοριά και του βοριά τα κύματα, οι Έλληνες της μικράς και εντίμου Ελλάδος τις φύτεψαν στους γραικομάνους. Ενώ οι άλλοι, τα δικά τους πρότυπα, τραγούδια, παραδόσεις.

    Δεν έχω άλλα κοινοποιήσιμα. Tη Μακεδονία, από εμάς τηνε μάθανε. Όχι από τον Τίτο ή τον Τσακαλάρωφ. Το τι απόγινε και πώς εξελίχτηκε η υπόθεση, έναν Ταρκόφσκην θέλει. Και πάντοτε, αποβραδύς πεισματικά διαβασμένον, τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

  • Ζώγρει μοι!

    Τι θα πει FYROM ή ΦΥΡΟΜ; Μήπως προέρχεται από το CD rom; Μήπως είναι βιομηχανία σαν τη Βιβεχρώμ; Όχι βέβαια! Σημαίνει « Τέως Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπως παλιά λέγαμε «Περιοχή τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης».

    Εκατομμύρια φορές βγάζαμε το στρουθοκαμηλίσιο κεφάλι μας  από την άμμο, μιλώντας για Μακεδονία. Α, ναι, μαζί με άλλες  τέσσερις λέξεις, νομίζοντας πως έτσι αραιώνεται το κεζάπι και η ηρωίνη. Αμ δε!

    Φυσικά στους χάρτες υπήρχε μόνιμα η παροδικά, ανάλογα τη χώρα, η Εξωτερική Μογγολία, το Μούκδεν , η  Υπεριορδανία, η Ζάτουνα (πέρα απ΄το θολό ποτάμι) η Ζαγορά (απ΄το βουνό σα κάτ΄) και η θρυλική Τρανσυλβανία (ήτοι η πέραν πυκνοτάτου δάσους). Όπως Τρανσαλπίνα.  Τεφαρίκα, όλα.

    Συλλαλητήριο τρεις φορές μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο. Σαν τους σαλιαγκούς στην βροχή, βγήκαν πολιτικοί και κοτζαμπάσηδες και «μαύρα κούτσουρα» (Παπαδιαμάντης) και καμαρώνανε.

    Ο Φραγκούλης δεν είναι Μιχαλολιάκος. Η Χρυσή Αυγή είναι ευτυχής, διότι  λειτουργεί ως καταλύτης που φουσκώνει την πολυουρεθάνη, αν είστε οικείοι με την σχετική τεχνολογία. Παίζοντας, παλιά, βάζαμε μια σταγόνα καταλύτη σε υγρό πολυουρεθάνης μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι κοκακόλα και γελούσαμε με τους αγαθιάρηδες που σάστιζαν βλέποντας «το ποτό» να ξεχειλάει ως αφρός ίσαμε μισό κυβικό.

    Ο Φραγκούλης, μαζί με τον Πολιτικό και τον Δικαστή, έχουν πληθυσμό. Τέρμα οι προθεσμίες του Λαϊκού Μετώπου για να γίνει κάποτε κυβέρνηση. Άρχισε να δουλεύει το τικ τακ ενός ωρολογιακού μηχανισμού.Η χάλασε η ασφαλιστικη δικλείδα.

    Ανάξιοι αβανταδόροι, λάτρεις μιας μπόρας από ψηφαλάκια.

    Ένας παλαιός αντίπαλος του Δημοσθένη, τον κορόιδευε, διότι δραπετεύοντας από την Χαιρώνεια, σκάλωσε το ρούχο του σε έναν βάτο, οπότε νομίζει πως τονε πρόλαβε ωραίος και άγριος Μακεδών και φωνάζει με την ψιλή φωνίτσα του «Ζώγρει μοι!» (Πιάσε με καλέ!) Το σχόλιο του φίλου μου Μαρτίνου Ούθερ του Αμειλίκτου, δεν το παραθέτω για να μη γενούμε Σάμπρα και Σατίλα εδώ πέρα.

  • Οι έμποροι των Εθνών

    Όταν οι λαοί χαζώνονται, όπως οι Βρεττανοί (όχι της Βρεττάνης) ανασύρουν τον Τσόρτσιλ σε έργα και σειρές, νοσταλγώντας. Δύο σειρές, ένα φιλμ. Μην κολλάτε απ’ αυτούς γραικοί μου: τέτοιον τύπο δεν έχουμε πρόχειρον, να λιβανίζουμε. Εξάλλου ήρθε η ώρα για συναλλαγές.

    Από τα επαγγέλματα και τα λειτουργήματα, τα αξιώματα και τις θέσεις που υπάρχουν σε οποιονδήποτε Χρυσό Οδηγό, οι έμποροι είναι η μόνη φάρα που ανανεώνεται πιο συχνά, κοντολογής, πριν διαβεί μια ανθρώπινη γενιά, οι περισσότεροι εξαφανίζονται. Γι’ αυτό και γράφουν με υπερηφάνεια την χρονολογία που άνοιξαν το μαγαζί ή την επιχείρηση.

    Οι έμποροι, ήσαν άοπλοι πολεμιστές, πάντα με τεράστιο ρίσκο, αλλά ένα φόρτωμα καραβιού έβγαζε συχνά κέρδος σε ένα ταξίδι όσο το μια πόλη συνολικά. Γι’ αυτό και παρά τα ατυχήματα, φύλαγαν μόνον μια μάχαιρα στον κόρφο τους, προκειμένου να κόψουν το λαρύγγι τους εάν και εφ’ όσον τους τύχαινε μοβόρος κλέφτης.

    Κι εσείς, οι θεσμικοί και συσταζούμενοι, ως έμποροι να πάτε να παζαρέψετε. Είναι καλύτερα.

    Οι παινεσιές και οι καυχήσεις, είναι για την αρχή. Μετά, μετριούνται τα ενδεχόμενα και οι απώλειες και ο καθένας μετράει την τύχη του. Βορείως της Γαύδου και νότια από το Βόρειο Σέλας, δεν υπάρχει διαπραγματευτής με πολιτικές ιδέες.

    Ακόμη κι αν γυρίσετε με το όνομα «Μαντζιαφασούλα» στην κωλότσεπη, μη ξιππασθείτε, μη μεγαλαυχείτε, μη μου έρθετε καμαρωτοί. Ποτέ δεν ήταν πρόβλημα το όνομα. Αυτή η χώρα, είναι η τελευταία που επινοήθηκε στα Βαλκάνια. Στο διάστημα που υπάρχει, λειτούργησε ως δορυφόρος «φίλων». Των «φίλων Σέρβων» για παράδειγμα.

    Οι διαφορές που έχουμε δεν είναι περισσότερες από τους λόγους που η Τσαριτσάνη αντιπαθεί την Ελασσόνα και τούμπαλιν.

    Να πάτε οργανωμένοι, και τις συμβουλές των «συμμάχων» να τις βλέπετε με μισό μάτι. Τάξτε και ταχθείτε. Απλώστε την πραμάτεια σας και παζαρέψτε την δική τους. Οι σύμμαχοι, ενδιαφέρονται να κλείσουν ένα ρήγμα γεωγραφικό. Έναν κόμβο που οδηγεί σε σωρό κράτη, κυκλικά θεωρώντας τα.

    Βέβαια, μερικές δικές μας και δικές τους συντεχνίες, μάλλον πρέπει να κλείσουν τα μαγαζά τους. Είναι θλιβερά μονότονος ο τρόπος που διαλαλούν το εμπόρευμα. Το ίδιο θεατροποιούν την παράδοση και το φολκλόρι τους, το ίδιο κρύβουν τα σαπάκια στη χάρτινη σακούλα που βάζουν οι μανάβηδες τα φρούτα της αγοραπωλησίας.

    Και μην ξεχνάτε: τα κάστρα  τα παίρνουν με μπαμπεσιά και η κόρη στα γυαλιά πετάει και ξεψυχάει. Ενώ τις γέφυρες, τις δένει η χτισμένη γυναίκα του πρωτομάστορα. Και το χάρτσι που δένει τις πέτρες της, θέλει λινέλαιο, έως και ασπράδι αυγού.

  • Έλβις και Τζερόνιμο

    Πρόσφυγας και Ντόπιος. Αυτή ήταν η πρώτη συνοριακή γραμμή που έζησα. Μήτε Άρης-ΠΑΟΚ, μήτε Πελούσιος και Πτωχός. Με χρονολογικό όριο, το μακρύ παντελόνι, ως υποχρεωτικό ένδυμα. 1960.

    Το κριτήριο: πώς ελέγετο η πόρτα. Ο πρόσφυγας έλεγε «την πόρτα» και πυκνότερα «τημπόρτα». Ο ντόπιος, έλεγε «τη πόρτα». «Έλα ρε» ο ένας, «Α μπε» ο άλλος.

    H μόνη αισθητή διαφορά ήταν πως ενώ εμείς είχαμε ήρωα τον Έλβις, μερικοί απ΄αυτούς προτιμούσαν ενθέρμως τον Τζερόνιμο.

    Δεν άργησαν να αυξηθούν οι πληροφορίες. Οι ντόπιοι γιόρταζαν πρωτοχρονιά τα λεγόμενα «άγρια καρναβάλια» αφού πριν τα Χριστούγεννα άναβαν φωτιές στην «γκόλντι μπάμπω». Και κάτι άλλο: τους θεωρούσαμε συμπαγείς, μονομπλόκ. Ενώ οι πρόσφυγες, ήτο και Πόντιοι, και Καππαδόκες και Ρωμυλιώτες και Θρακιώτες της Προποντίδας και του Ελλησπόντου. Προς αυτούς ίσχυαν πολλά επίθετα: ήταν  ο Αούτος και ο Χάταλον, ο βουλγαροπρόσφυγας, ο Λιάγκραβος, ο τουρκόφωνος, διάφορα τέτοια. Οι ενήλικες πάντως είχαν κι άλλα επίθετα: ντόπιοι ή νιζνάμηδες, ή σλαβόφωνοι ή και βούλγαροι, παρά τα κομψά ελληνικά τους.  Οι βλάχοι παρέμεναν πεισματικά βλάχοι, είτε από τα Μογλενά, είτε Σαρακατσάνοι, είτε και από μακρύτερα.

    «Εμείς» δεν ήξερα τι ήμεσθεν, αλλά οφείλαμε να ανατριχιάζουμε κάθε τόσο, σε τίποτα εκλογές ή αρχαιρεσίες που ακούγαμε γι αυτές στα καφενεία, όταν κυριακάτικα μας έστελναν να ξεκολλήσουμε τους πατεράδες μας από το τάβλι. Παραδείγματα: «θα κατεβάσουν δήμαρχο από τον Συνοικισμό» ή «τσάκαλος ο  δικός μας η ποντιάκλα, θα πάρει συμβούλους από τη Μητρόπολη». Συνοικισμός ήταν εξ Ανατολικής Ρωμυλίας, Μητρόπολη σήμαινε Βαρόσι και γηγενείς. Γηγενέστεροι από εμάς.

    Οι παλαιότεροι , που έζησαν Οχράνες και ΤΕΑ, Μάυδες και «εκδηλωμένους» ήταν μάλλον μπερδεμένοι, αν και ο συνδυασμός «εαμοβούλγαρος» και «υπόπτου εθνικού φρονήματος» σκόνταφτε σε κάτι προεστούς που εκ βερχοβιστών, άλλαξαν στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου και έγιναν βασιλόφρονες. Αφήνω ανερμήνευτες τις ορολογίες, για να καταλάβετε πως ήταν ανερμήνευτες και για μας, τα πίτσκα. Ήταν και ψυχρός πόλεμος και η εθνικοφροσύνη διαβατήριο.

    Σημασία δεν έδινα σ’ αυτά. Έχω πολλούς φίλους ντόπιους και συχνά αλληλοδουλευόμαστε με επιθετικά ανέκδοτα που δημιουργούν το ίδιο γέλιο πάντα. Με τους κράληδες, τους κεχαγιάδες  και τους ηγεμόνες όλων των  μελετιών τα έχω, επειδή διαχρονικά εξαργύρωναν τα ψηφαλάκια σε κομματικές θέσεις.

    Καταλήγω, στον λυμεώνα που κλείνει τον ηλικιακό οριζοντα, πως η εθνωτική πανούκλα, κυβερνιέται από  επαγγελματίες του χώρου. Και πως αν μας άφηναν να φτιάξουμε τα καλύβια μας, διαλέγοντας γείτονες, θα μας ένοιαζε να μην ήταν ο διπλανός μας μούγκλάβος, σίχαμα, ενδοτικός ή γλιτσερός, κι ας λαλούσαμε με ηχηρή η άηχη  διάλεκτο τους χτύπους της καρδιάς μας.

  • To ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο Πολυξένη επίσης

    Θυμήθηκα σήμερα τον Μακρυγιάννη, που φτάνοντας ο Όθωνας στη χώρα, σημειώνει πως σήμερα (τότε δηλαδή) η Πατρίς αναγεννάται και η Ελπίς ανοίγει το ψαθί του πίθου της Πανδώρας. Δεν θα του πάρει πολύν καιρό για να επιστρέψει στον σκεπτικισμό.

    Δεν θα αργήσει η ώρα που από το μάγκωμα, την παθητικότητα, το σάστισμα και άλλα προφανή, θα αρχίσει να σχηματίζεται, ωσάν το «μανή θεκέλ φαρές» μια λέιζερ επιγραφή σε κάποιο δημόσιο σήμα, μια πρόρρηση που θα εντυπωσιάσει και πολλοί θα σκεφτούν «πώς δεν το σκεφτήκαμε ως τα τώρα;»

    Και η ανίχνευση ενός ηγέτη, ενός αρχηγού, ενός σωτήρα, θα θερμάνει τις καρδιές. Η αριστερά και η δεξιά, θα φαίνονται στομωμένες καραμπίνες και η μετριπάθεια θα διώκεται αυτεπαγγέλτως.

    Το πορτρέτο του θα εκτιμηθεί δεόντως. Δεν θέλει και πολλά: ένα έντονο βλέμμα, λέξεις όπως αλλαή, επιστροφή, μπάστα και μη παρέκει, θα ξεπεράσουν τα λογικά εμπόδια και οι σβουνιές, οι καβαλίνες και τα απόνερα του παρόντος θα θεωρηθούν έργο απατεώνων καλλικαντζάρων.

    Αυτός ο μπαρμπα Σωτήρης ή  η κυρά Σωτήρα, έχουν ήδη γεννηθεί πλην δεν σου γεμίζουν προσώρας το μάτι. Κανένας και καμία δεν θα καταλάβουν πόσο βαλτός είναι ο Παράκλητος. Πόσο μούφα και μουσαντένιος. Έχει συμβεί τόσες φορές, ώστε βαριέμαι να παραθέτω παραδείγματα. Εκτός από ένα:

    Κανανγκαιρό, ένας στρατηγεύων του μεσαίωνα, που τον έλεγαν Μιχάλη, πριν κλαδέψει μια δυναστεία και ορμήσει στο πεπρωμένο του, έβαλε μπροστά ένα τέχνασμα: σε κάποιο μοναστήρι της Σαλονίκης, σε μία λειτουργία, το εκκλησίασμα άκουσε  μια  ακατανόητη λέξη, ανάμεσα στα θεοτικά:

    ΜΑΡΠΟΥ

    Τόσος καπνός και μπουχαρί, δεν είχε ματαφανεί στη μονή Ακαπνίου. Και η ερμηνεία δεν άργησε: τα ακατανόητα ψηφία, ήταν ακροστιχίδα που σήμαινε

    Μιχαήλ΄Αναξ Ρωμαίων Παλαιολόγος Οξέως Υμνηθήσεται.

     Τα υπόλοιπα, να κλαδευτεί ένα παιδάκι, να σχηματιστεί σμήνος θαυμαστών και να ωριμάσει ένα πρόγραμμα, ήταν παιχνιδάκια. Και στις  φλέβες των ανθρώπων, κυκλοφόρησε το θαύμα.

    Ενόσω βασανίζεστε ή χαίρεστε, ρίχνετε και κανένα βλέφαρο στα αγγελάκια.

     

     

  • Πολιτική παιδουπόλεων ασκούμε…

    Ανεξάρτητα από το «τι ‘ναι τούτοι μωρέ» και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης, σημαίνοντα ρόλο στην επιβίωσή της και στην δημιουργία ενός «αειφόρου μπετόν αρμέ» βρίσκεται στην διάρκειά της: έχει ήδη ξεπεράσει την τριετία, συμβολικώς, τις χίλιες μέρες.

    Διότι τα «προγράμματα των πρώτων εκατό ημερών» που υπήρξαν βασικό κίνητρο κάθε μεταχουντικής ελληνικής κυβέρνησης, ουδέποτε έγιναν πράξη και βυθίστηκαν στην καταισχύνη. Κατέληξαν στον καννιβαλισμό του Κέντρου, το 1977, στις «καλύτερες μέρες» του 1985, σε μια άνευ προηγουμένου σπατάλη πόρων και προθέσεων, χάρη στο χαλκευμένο εκλογικό σύστημα τριών εκλογών του 1989/90, για να αναφερθώ στα πιό χαρακτηριστικά.

    Η τριετία, κατά κανόνα, δημιουργεί συχνά μια «θεσμική μοιρολατρεία»: η υπέρβασή της, δυναμώνει την υπάρχουσα εξουσία, ανεξάρτητα από ιδεολογικά και προγραμματικά σκιάχτρα. Μορφές κοινωνικής συνεργασίας, αδιανόητες κατά τις πρώτες κυβερνητικές ημέρες, ενισχύονται από την κοινή πεποίθηση πως «αυτοί ήρθαν για να μείνουν», οπότε παρατηρείται ένας «εθισμός προσχώρησης». Νομίζω πως ξεκίνησε από τις κατοχικές κυβερνήσεις, έγινε  αγαπημένη νεοελληνική συνήθεια στην οκταετία της ΕΡΕ (στα πρώτα της χρόνια, οι πρωτοκλασάτοι της δεξιάς δεν ήσαν τόσο ευπειθείς) στα χρόνια της Χούντας ποτέ δεν έλειψαν οι πρόθυμοι συνεργάτες.

    Η παραλυσία μιας μακράς διακυβέρνησης συνήθως εμφανίζεται με την πενταετία. Έξι χρόνια ώσπου να συμπηχθεί μια Ένωση Κέντρου, στην εξαετία ρετάρισε η πρώτη φάση του ΠΑΣΟΚ. Η εμμονή «εκλογές εδώ και τώρα», αγαπημένο σύνθημα κάθε αντιπολίτευσης μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, αν δεν ευοδωθεί σχετικά σύντομα, καταρρέει χωρίς αποχρώντα λόγο. Παράδειγμα, η τακτική Κυριάκου Μητσοτάκη, που δεν φτούρησε.

    Η αντιπολίτευση, παίζει τεράστιο ρόλο στην μερική ανάκαμψη, για την ώρα δημοσκοπικώς, της κυβέρνησης. Την σατιρίζουμε, τηνε βρίζουμε, την υποτιμούμε, σε ένα γαϊτανάκι ποιος θα κάνει την πιο στυλάτη φούρλα και στο χοροστάσι αυτό, μειώνονται συνεχώς οι πανηγυρτζήδες. Οι κεντρώοι συμμαζεύονται, χωρίς μεγάλη ελπίδα να πέσει η χοληστερίνη τους. Η Ένωση Κεντρώων, επεκτείνοντας προς το πιο θεσμικό την ρητορική του αρχηγού της, δεν παράγει μήτε λέπι κυβερνησιμότητας. Το ΚΚΕ, για λόγους που δεν καταλαβαίνω, δεν επιχειρεί κάτι μετωπικό (που δεν θα το περιέχει εμφανώς) και περιορίζεται στην επιβεβαίωση της αργά αυξανόμενης βάσης του. Ο μεγαλύτερος προσώρας σαστιρμάς, προέρχεται από υβριδικές μορφές των Ανέλων, που πάντως γλυκοκοιτάζουν μια νεοκαραμανλική αναβίωση.

    Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι. Φαινομενικώς ή κυριολεκτικώς άτσαλοι και αμήχανοι, πολλοί υπουργάρρενες και υπουργοθήλεις, αφήνουν πολλά περιθώρια στους αναρίθμητους νέους γραμματείς και σε επιτρόπους-επιτροπίστριες που μαζεύουν πληθυσμό και δείχνουν «έργο». Και μόνη η φήμη πως «αυτοί διορίζουν» και οι φωνές του Αυτιά που εντέλει πληροφορεί το κοινό για το ακριβές ύψος των βοηθημάτων, δείχνει την κατάσταση επαρκώς.

    Ήδη, ο «εχθρικός» Σκάης, περιέχει ενδείξεις κίνησης του 80-20 σε ένα φίφτι-φίφτι. Όποιος φωνάζει, απλώς φωνασκεί. Η ψαλλίδα κλείνει, αλλά δεν βλέπω να ανοίγει και άλλη κουμπότρυπα. Η βοήθεια της Αμερικής και των Ευρωπαίων, είναι πιο ισχυρή από την ασπίδα του Αίαντα με τα επάλληλα τομάρια. Δεν παράγεται πολιτικός λόγος. Κανένα αριθμητήριο δεν ακούγεται να κροταλίζει.

    Η αντισυριζική κόλλα, αποδείχτηκε αλευρόκολλα. Πάλι δύο Ελλάδες θε να παλέψουν για την εξουσία, αλλά θα μοιάζουν αμφότερες με τα ρούχα που μοίραζε η Ούνρα: ντυμένοι αλλαντάλλα, οι πανέλληνες, θα βγάλουν κι αυτή τη σεζόν, ελπίζοντας πως όλα είναι παροδικός εφιάλτης. Αλλά δεν είναι.

    Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κέρδος για ένα σχήμα που θα ηττηθεί, από το κύμα νοσταλγίας που γεμίζει τους τέως ψηφοφόρους του για την «αξέχαστη εποχή» που βίωσαν. Κι αυτό, η παρούσα κυβέρνηση το έχει εξασφαλίσει

  • Mετακόμιση

    Από τα μέσα του 11ου μεταχριστιανικού αιώνα, η “Μακεδονία” ήταν μια λέξη που μετακόμισε και αναστήθηκε οίκαδε όταν η νοσταλγία άρχισε να βομβεί στην βιομηχανική Οικουμένη των Βαλκανίων.

    Ελπίζω η αναμενόμενη διαπραγμάτευση να μην περιοριστεί στο όνομα.

    Να προσγειωθούμε σε υπαρκτούς πληθυσμούς, υπαρκτών πληθυσμών, μακριά από αναβιωτικές τακτικές. Διότι, επαναλαμβάνω, υπάρχουν μόνον εμπορικά δικαιώματα. Η Ιστορία κανενός δεν μπαίνει στον τορβά.

    Εθνίκια και Νενέκοι, όλα μάταια.

  • Κορνμπήφ

    Ήτονε  δγυο Έλλενεν, ένας νιούτζικος και ο πάππος του και δούλευαν.

    Λέγει ο μικρός παππού, πες μου την ιστορία πάλι.

    Πολύ σ΄αρέσει βλέπω. Ναίσκε του απαντά, πολύ.

    Λοιπόν όταν γεννιόσουνα, ήμασταν χώρα πολύ χάλια. Χρωστάγαμαν και κολαζόμεσθεν . Ώσπου μας έβαλαν τα δγυο πόδγια σ΄ενα παπούτσι και συνήλθαμαν. Αλλά τα κατάφεραν. Ξαναγύρισαν οι αριθμοί στη θέση τους, άλλαξε η γενιά, αρχίσαμε να περνάμε με λίγα, αλλά είχαμε και τουρίζμο και άλλα καλά. Τώρα είμεθα όπως μεγάλες χώρες, Μπαγκλαντέσι, Τυνησία, Μπουργκίνα Φάσο και άλλες. Είμεθα στη μέση του καταλόγου των μεγάλων Εθνών. Η χώρα έχει πλέον λεφτά. Εμείς δεν έχουμε, αλλά καλά να πάθωμεν. Τελείωσα. Να στην ξαναπώ την ιστορία;

    Ένα πράμα δεν μου είπες και όλο το κσεχνάς παππού.

    Πχοιό είναι πάλι αυτήνο, απόρησε ο παππούς.

    Δεν με εξήγησες τι είναι τα παπούτσια.

    Την άλλη φορά θε να σε ειπώ, είπε ο παππούς και φτυάρισε κι άλλη κοπριά στο καρότσι, ώσπου να γιομίσει. Βούτηξαν την ξυποληταρία τους στην πράσινη γλίτσα του βάλτου και κίνησαν να πάνε στα καλύβια, να φτιάξουν σβουνιές, να τις πετάξουν μπαλίτσες στον τοίχο, να ξεράνουν την κοπριά,  να έχουν να καίνε στο τζάκι.

    Φως δεν ήθελαν, επειδή αντιφέγγιζαν οι αουτομπάνες και καρσί δυο επτάστερα ξενοδοχεία καθρεφτίζονταν στις δεκατέσσερις πισίνες τους.

    Σε δυο μέρες, κατά τα συμφωνημένα, θα ήρχονταν ένα γκρουπ τουρίστες από ξενοδοχείο και έπρεπε να είναι  έτοιμα τα καλύβια, για να δγιούν οι ξένοι πως περνούσανε οι πρόγονοι του τόπου στα μαύρα χρόνια.

    Και ο ξενοδόχος τους έταξε μια κονσέρβα κορνμπήφ στον καθένα που θα έπαιζε καλά, κάθε Κυριακή της σεζόν.