Author: Πετεφρής

  • Η (τέως) αποθέωση του Ομήρου

    Σμύρνη, Χίος, Κολοφῶν, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθήνη.

    Oι επτά πατρίδες του Ομήρου. Αλλά μπορώ να βεβαιώσω πως Ιλιάδα και Οδύσσεα χτίστηκαν από τον Ξενοφάνη, που πέρασε μια ζωή προσπαθώντας να ακυρώσει το έργο του, σατιρίζοντας, οδηγώντας αλλού τους αναγνώστες και τους ακροατές. Όλα μάταια. Είναι να μη σου κάτσει.

    Την μακαριότητα των επτά πατρίδων και την επινόησιν του Ξενοφάνη την οφείλουμε σε τρεις υπό προστασίαν μάρτυρες, υπό ταις ονομασίαις  «Λάμπρος ο Λαμπρίτσας», «Στέφαν Γούρπαν Πισκότ» και ο «κύριος Χ», οι οποίοι κατέθεσαν εις τα κουμούνια των πρωτογέρων των χωρίων των ότι πληροφορήθηκαν πως ο αληθής Όμηρος ήτο πιθανόν πρόγονος του Ομέρ Βρυώνη και το ίδιο ίσως γράφει στην διαθήκη του ο Αριστείδης Βρυάν, η Μπριάνας. Το αποδεικνύει δε η μεσαιωνική έκφρασις «χέλια, μπρίανες και έτερα οψάρια».

    Και να ήτο μόνον αυτό!
    Έχω υπόψη μου την περίπτωση του Θωμά Καρατσουμπλέκογλου, επουργού, ραψωδού και αοιδού του βίου του, που παρέμεινε παγκοσμίως άγνωστος αφού κανένας δεν τον κατέγραψε και τελεύτησε τον βίο ως χωρατατζής και παραδοξολόγος ξυλουργός, για τον οποίον ερίζουν η Τσερκβίστα, το Πάου, η Λαδιάβα, το Τσέκρι, η Κώμβρεια, ο Τοπολοβίκος και η Νέα Καρβάλη.

  • Απουσίες

    Σεπτέμβριος 1989. Η «Αργώ», δημοτική τηλεόραση της Καλαμαριάς ήταν στο καραγιαπί. Ήρθε η σειρά επιλογής εκφωνήτριας ειδήσεων. Πεντέξη «ειδικοί», γεννημένοι ανειδίκευτοι, βλέπαμε κι ακούγαμε νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που διάβαζαν ένα κείμενο πρίμα βίστα, πίσω από το διπλό τζάμι. Ήρθαν μέσω γνωριμιών, είτε επειδή διάβασαν την αγγελία. Ακόμη και στα παιδιά που κόμπιαζαν, δίναμε δεύτερη και τρίτη ευκαιρία.

    Και τότε, ακούστηκε η φωνή της Καρολίνας Κάλφα, και ιδού η εικόνα της, φερμένη από άλλον καιρό. Λάγαρη, πειστική, απόμακρη και επαγγελματίας, παρά τα είκοσί της χρόνια. Δυό μήνες που έκατσα, μας ξελάσπωσε. Αργότερα την έβλεπα στον Αντένα και άλλα κανάλια.

    Δυο μήνες, η δεσποινίς Καρολίνα, δεν γέλασε ποτέ. Μήτε χαμογέλασε. Κοίταζε τη δουλειά της.

    Πολύ με λύπησε ο θάνατός της. Από εκείνην την πρώτη μαγιά, άντεξαν αρκετοί και παρέμειναν στον χώρο. Τεχνικοί, δημοσιογράφοι, οπερατέρ, παραγωγοί. Συχνά τους θυμάμαι και τους σέβομαι.

  • Διάττοντες χαρταετοί

    Εκτός από ένα πέρασμα από τα Κύθηρα, ένα αντάμωμα στα διόδια των Μαλγάρων και δγυο καφέδες στην «Ουτοπία» ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν μας αξίωσε περισσότερη επαφή με τον Γούφα. Αλλά μερικές χρονιές, που πάντως έληξαν εδώ και τριανταβάλε χρόνια, του δώσαμε και κατάλαβε. Του δημεγέρτη Χρόνου, εννοώ.

    Αναφέρομαι στην κατασκευή, μετά ποικίλων πειραμάτων, χαρταετών.

    Ό,τι ήξερα γι αυτούς, το έμαθα στο νηπιαγωγείο, στην πίσω αυλή του Τσιρέλη στα Γιαννιτσά, όπου ο Μιχαλάκης, αδελφός του Τέλη, μας έδειξε πώς να φτιάχνουμε, με καλαμάκια σκελετό, χαρτί, αλευρόκολλα και ειδικό φροντιστήριο για την καλούμπα. Αυτός έστελνε κι ένα καρτονάκι από κιτέτσιλερ πλακέ πακέτο να ανεβαίνει τηλεγράφημα στα ουράνια. Όταν το δοκίμασε και με πηχάκια, αγριεύτηκα, επειδή έσπασε ένα φρεσκοκομμένο κι από το σπάσιμο ανάβλυσε  κόκκινο χρώμα, ωσάν το αίμα. Θεώρησα όθεν τα πάντα ως ανήκοντα στη ζώνη του λυκόφωτος και δεν ρώτησα κανέναν πόθεν η αιμαρόφραχτη συνήθεια. Απλώς από τότε, απέτια τον δέοντα σεβασμό προς τα δέντρα και τα φυτά. Κόλλα βγάζαμε κι από το μαστιχωτό ρετσίνι μιας ροδακινιάς, όταν δεν το μασούσαμε ως τσίκλα.

    Με τον Γούφα γίναμε φίλοι τέλος του 1965, άρα υπήρξε και διάστημα ετών 17 όπου ο ένας αγνοούσε τον άλλον. Όπως για την αντίστοιχη νεκρά περίοδο του Σβάρτσιχ, αγνοούσα πως ο φίλος μου ήταν μανιώδης ερασιτέχνης αστρονόμος. Για τον Γούφα δεν ήξερα πως αγαπούσε τους χαρταετούς, το ψάρεμα και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Να τα φτιάχνει δηλαδή, όχι μόνον να τα παίζει.

    Μαζί εντρυφήσαμε στον βίο του Λώρενς Χαργκρέηβ, που ανέβασε χαρταετό ειδικής διατομής, ξεπερνώντας το απλό και διπλό κουτί με το οποίο οι Κινέζοι από τον 18ο αιώνα ανέβαζαν παρατηρητές σε πολιορκίες, αλλά και οι Κομμουνάροι στο Παρίσι έβλεπαν τους Πρώσσους να ανεβαίνουν σε παρόμοια αερόκουτα και τους τουφέκαγαν ανεπιτυχώς. Παλέψαμε να φτιάξουμε έναν, αλλά μας έλειπαν τα μέσα. Η μπάλσα έσπαγε, αν και ελαφριά, τα πλαστικά δικτυώματα ήταν πανάκριβα και εντέλει βαριά. Απεναντίας, στο ψάρεμα ταιριάξαμε ειδικά κουταλάκι και συρτή, ενώ το 1984 νομίζω στείλαμε στο εμπόριο το επιτραπέζιο παιχνίδι “Ειρήνη και αφοπλισμός” που το επιμελήθηκε περισσότερο ο ίδιος, ήταν σύνθετη μορφή του Ρισκ, δεν υπήρχε κυρίαρχο πιόνι, αλλά επειδή στόχος του παιχνιδιού ήταν η παγκόσμια ύφεση και ειρήνη, ήταν πανέυκολο να χάσεις, ακόμη κι αν ο νικητής δεν ήξερε πως νίκησε. Νομίζω πως πούλησε ίσαμε δύο τεμάχια.

     

    Λαχταρούσαμε εναν Χαργκρέιβ ενώ Καθαρή Δευτέρα του 1983, ανεβάσαμε έναν κλασικό δύο μέτρων διάμετρο  στις Νυμφόπετρες με καλούμπα πάνω από ένα χιλιόμετρο. Ο αετός βαρύς και πολύ χαμηλά ,λόγω του γαμημένου βάρους του σπάγγου, πέταγε βόρεια-δυτικά από τις Νυμφόπετρες,στο παλιό χωριό που ήταν επί πολλα χρόνια πεδίο βολής.Στο μισό περίπου ύψος από τις επιτυχίες του Χαργκρέηβ πρίν έναν και βάλε αιώνα.

    Αναρίθμητες προσπάθειες, απόπειρες, σπασμένα σκελετά. Ο Γούφας το προχώρησε πολύ. Αλλά στο τέλος καταλήξαμε στον κλασικό χαρταετό, μόνον με πιο δυνατά και ελαφρά υλικά.

    Αυτό το μέγεθος πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο που κατάφερε ο Γούφας, αρχές του 1985. Στο Μπογιάτι. Έως τότε έγιναν τα εξής. Το καλυπτικό υλικό ήταν ανοιγμένες λεπτές μαύρες σακούλες σκουπιδιών και κόλλα ούχου. Μπαμπού τα βασικά τρία, αλλά με σπέσιαλ” τρισδιάστατες” ενισχύσεις  γόμφων (γι’ αυτό του Ψωμιάδη που νομάρχευε μια περίοδο του έσπαγε αμέσως-δεν ήξερε) και ουρά πάνω από 15 μέτρα και πολύ θυσανωτή. Γρήγορα καταλάβαμε ότι το κόλπο ήταν να ανεβάζουμε τον αετό με την βοήθεια αυτοκινήτου, αλλά δεν είχαμε ποτέ αργάτη.

    Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν με έναν δυάρη, μαύρον, στο κτήμα του Καραγκιόζη της Επανομής, όπου ο Γούφας τον γέμισε με φωσφορίζοντα φωτάκια που αγοράσαμε από την διεθνή έκθεση του 1984 και ενώ καθήμεθα με παρέες έκνομες και χαρίεσσες, κατάφερε ο τρελάκιας και ανέβασε τέτοιον αετό από το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από τη θάλασσα, από τα ρηχά. Ήταν ένα σπάνιο θέαμα που έφερε μετά πολλήν την ηδονήν και την εξ αυτής οδύνην. Διότι ο Γούφας, ξέχασα να το είπω, δούλευε αυταίς ταις εργολαβίαις (=φλέρτ) ώσπερ χασαπάκι του Βαμβακάρη.

    Προς το τέλος του 1985, είχαμε χαθεί και μου τηλεφώνησε. “Δεν ξέρω τι κάνεις και τι γίνεσαι” μου λέγει, “αλλά αυτό πρέπει να το μάθεις. Τα κατάφερα. Βράδυ χωρίς φεγγάρι με αυτοσχέδιο αργάτη, και πολλά, πάρα πολλά φωτάκια, ανέβασα αετό πλαστικό διαμέτρου κοντά τρία μέτρα στο Μπογιάτι, κάτω και δίπλα από τις κεραίες. Και” σκάλωσε η φωνή του από την συγκίνηση “σήκωσαν ιπτάμενο μέσο να καταλάβουν ποιο γαμημένο Ούφο τους χάλαγε τις επικοινωνίες. Οπότε έκοψα την καλούμπα και χάθηκε ο αετός κάτω, στα χαμηλά”.”Τα κατάφερες μαλάκα, μπράβο” του λέω. “Μακάρι να μου πήγαιναν καλύτερα αυτά που δεν κατάφερα, άσε ρε μαλάκα” μου λέει.

    Ακόμη και σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου να σχεδιάζει κάποιον σύνδεσμο με οπισθέλκουσα, μήπως και ξεπεράσω τον Χαργκρέηβ, πράγμα που αποκλείεται αλλά το χούι δεν πεθαίνει.

    Διότι αυτό που μετράει στον χαρταετό  είναι η δύση του. Όταν ριγά και τουμπέρνει από αδιάγνωστα ρεύματα αέρα και στο τέλος χάνεται στον ορίζοντα, με το μυαλό μας γεμάτο στιχάκια που κανένας δεν αντέχει να θυμάται, όπως εκείνο το «γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές», αμη και το «της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα».

  • Σχολιάζοντας ερώτηση της Σφιγγός

    Δεν έχει τόση σημασία η γλώσσα που μιλάς, αλλά η γλώσσα που ακούς και η γλώσσα με την οποία σκέφτεσαι. Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα αρχαίο η μεσαιωνικό κείμενο, στα δημώδη ή λαϊκά στιχηρά, κι εννοώ ολίγα πρώιμα ρεμπέτικα και μουρμούρικα, τον Ακρίτη και τους πουλολόγους, μανία με πιάνει να θέλω να σπάσω το αυγό των σχολικών ελληνικών, και ζηλεύω ακαταπαύστως στίχους απ΄ολούθε. Συχνά ανασύρω πέντε λέξεις εντόπικες, ολίγα των βλάχων και αρβανίτικα μετρημένα, μπόλικες τούρκικες βρισιές και όταν σκέφτομαι, τα χρησιμοποιώ. Σήμερα ξεπέρασα το όριο της ηλικίας που συγχωρέθηκε  ο παπάκος μου: εβδομήντα χρονών, παρά πενήντα μέρες. Όσο είμαι σήμερα. Δεν προλαβαίνω φυσικά να αποκτήσω ιδιόλεκτο. Αλλά γουστάρω να χρονολογώ τοιχαλάκια και όστρακα, να αποφεύγω το αττικό φως και να ονειρεύομαι πως το επ’ εμοί, ο Καβάφης ντεν πέτανε. Ζιφ! Σάλευε τώρα τα φτεράκια σου, Σφίγγα κυφή και πολύξερη. Έμπλεξες με κέρατο βερνικωμένο.

  • Το ελληνικό ανεύρυσμα

    1

    Η βία δεν είναι η μαμμή της Ιστορίας. Είναι η μάνα της.

    2

    Ανάμεσα στην κηδεία του Αλέξανδρου και στον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η αμηχανία των Ελλήνων είναι πρόδηλη. Διότι δεν κληρονομήθηκε Ιστορία. Μήτε ένα δράμι της. Την υπόθεση την ανέλαβαν μια γοργόνα και ένας μαρμαρωμένος βασιλιάς.

    3

    Τα κράτη των Διαδόχων ήταν, πιστεύουμε, ανελέητοι αδελφοφάδες. Σταυρωτήδες Ρωμαίοι και ρυπαροί βάρβαροι ανέλαβαν την διαχείριση ενός διαχρονικού αίσχους. Απόλεμοι τεμπελχανάδες καλόγεροι που τσακώνονταν για το φύλο των αγγέλων, έσβηναν ολοταχώς πλάστρες φωτίτσες του θεοσκότεινου μεσαίωνα.

    4

    Δέκα λαοί όρισαν τη μοίρα της Κοιτίδας του Πολιτισμού και έπλασαν την κάθοδο των Σλάβων. Δραγουβίτες, Σαγουδάτοι, Ρυγχίνοι, Στρυμονίτες, Βερζήτες, Βελεγηζίτες, Σμολεάνοι, Στρυμονίτες, Εζερίτες, Μηλιγγοί που όλοι αντάμα δεν συμπλήρωναν εκατό χωριών χωριάτες, χωρίς να νέμονται μήτε ένα καστέλλι, και δεν κατάφεραν να πατήσουν μια Θεσσαλονίκη, όρισαν το μέλλον των μικρών πατρίδων μας. Άντε να προσθέσω και τους Σερμησιάνους, για να συμπληρωθεί η ενδεκάδα.

    5

    Επίσης, δεν περάσαμε Αναγέννηση και Διαφωτισμό, οπότε η Ελληνίς πλάβα έκατσε για τα καλά. Φταίνε οι Οθωμανοί διότι.

    6

    Ποτέ των ποτών, κανένας λαός δεν έφαγε τόση καταισχύνη και δεν απολησμόνησε την ίδια τη ζωή του,επί τόσο πολλές γενιές. Η μισή μας ζωή. Οι μισές μας γενιές.

    7

    Η Αφήγηση των Μεσαιώνων μας λείπει δραματικά.

  • Η Σέρβικη Γέφυρα

    Είχα τρία πράγματα να με απασχολήσουν το Σάββατο της Τυρινής του 1962. Aύγαζε ο μήνας Μάρτιος. Μεσημεράκι.

    Έναν πράσινο μαρκαδόρο μάρκας Σασιχάτα, που μοσχοβολούσε μπετζίνα ή κάτι τέτοιο έτσι και τον άνοιγες, και πότιζε το τετράδιο η παραμικρή γραμμή, σε βάθος δύο σελίδων.

    Ένα μικρό βαζάκι σινική μελάνη και έναν γραμμοσύρτη, αλλά έπρεπε να περιμένω τον πατέρα μου να μου μάθει πώς να τον βουτάω και να χειρίζομαι τη ροδέλα.

    Κι ένα κείμενο που εμπνεύστηκα, ονόματι «απολογία εφήβου» που είχα ξεκινήσει αποβραδής, αλλά έστεκε μόνον ο τίτλος-το υπόλοιπο βρισκόταν στο μυαλό μου, αλλά βαριόμουν να το γράψω.

    Οι φίλοι μου έλειπαν. Τα δασκαλοπαίδια ήταν Σαλονίκη, ο Μπίλης θα έβγαινε με την Βυζαντία (τα πρώτα του ραντεβού ήταν από εννέα ετών) κι έτσι αποφάσισα να πάω βόλτα στη Σέρβικη γέφυρα.

    Μπερεδάκι, γυαλιά αστιγματισμού, βαμβακερό πουκάμισο,πουλόβερ, παντελόνι μαύρο σωλήνα, παπούτσια μυτερά κατάμαυρα. Δεν ήμουν ακόμη ο Πετεφρής, αλλά ο Παγκανέλ.

    Βγήκα στο δρόμο και περίμενα να γυρίσουν οι αγελάδες του γείτονα, από τη βόλτα τους.νΚαι πρώτα περπάτησα από τζαμί σε τζαμί, που ήταν αμφότερα εκκοκιστήρια βάμβακος- Εφαρμοστίδη και Δείνα. Έφτασα στον Φόρο και μετά στο Μαύρο άγαλμα. Από εκεί έως την Σέρβικη γέφυρα, ήταν χίλια διακόσια βήματα. Το είχα επαληθεύσει. Ήταν πάνω στην άσφαλτο Θεσσαλονίκης- Έδεσσας.

    Στο δρόμο, σφύριζα. Αποσπάσματα από την «κινηματογραφική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι» κατά την αναγγελία της εκφωνήτριας. Είχα βρει ένα λαρυγγισμό που επέτρεπε να βγάζω και δεύτερη φωνή, πιο μπάσα. Και σκεφτόμουνα, δις και τρις, το κείμενο που δεν έγραψα.

    Έφτασα στη γέφυρα και την περιεργάστηκα, όπως πάντα. Μικρή, μπετονένια, με παραπέτα. Πεντέξη μέτρα με το ζόρι. Την είχαν φτιάξει Σέρβοι φαντάροι στον Μεγάλο πόλεμο. Ψυχή ζώσα τριγύρω.

    Οπότε περνάει ένα Τάουνους Κάραβαν και παραμέρισα. Δίπλα στον οδηγό ένα κορίτσι. Συμμαθήτρια με αλογοουρά. Έστριψε το κεφαλάκι και μου κούνησε το χέρι. Ήταν η τότε «αγάπη μου». Η φίνα Λιαγκραβίτσα. Που εγέλα καραμελωτά και εκπροσωπούσε τον ουράνιο Έρωτα. Τον Αθίγγανο.

    Πήρα το δρόμο του γυρισμού και όλα ήταν εμφανή, τα αυτοκίνητα σωρό, περαστικά τραχτέρια, στη δημοσιά βολταδόροι και μαγαζάτορες και παντού, μα παντού ήχοι, ζουρνάδες και Καζαντζίδης, αλλά κυρίως παιδιά καρναβαλάκια. Βασίλισσες της νύχτας, Ζορρό, καμπόηδες, σουλτανίτσες και πιστολέρο, πίτσκα και μωρά σε καρότσια, με πούντρες και ροζ στα μαγουλάκια. Πρόλαβα, πάνω στη στροφή της παλιάς αγοράς και είδα τη στεγνή ζωή μου να μου γνέφει φιλικά. Θα επέστρεφε. Φυσικά θα επέστρεφε. Αλλά προείχε να τελειώσω το κείμενο, να το γράψω με μπίκ κι όχι με συμπαθητική μελάνη.

    Στο γραφειάκι μου, η «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη και μερικά μικρά χρωματιστά του, της «Εστίας», τα «ταξίδια» του Ουράνη, «ο κύριός μου Αλκιβιάδης» του Βλάχου, οι «Μαυρόλυκοι» του Πετσάλη Διομήδη και η συλλογή κειμένων «Για τον Σεφέρη» τριάντα χρόνια από την «Στροφή». Και η τελευταία «Νέα Εστία». Και το τετράδιο που έγραφα, με τον τίτλο, ορφανόν ακόμη. Νύχτα το τέλειωσα και κατάφερα να ρυθμίσω τον γραμμοσύρτη. Μόνη μου. Γράφοντας, είχα ανοίξει τον Σασιχάτα, να μοσχοβολάει.

  • Η Άτυπη Εκεχειρία

    τους πανηγυριστές αποζητώντας του αίματος

    μέσα στο παντέρημο κρυφό τριώδιο.

    Π.Θ, H καλή κουζίνα, 1982

    Που λέτε, στέλνουν τόσους πολιτικούς στη Βουλή, χαμός στο ίσωμα, περιμένω να σκάσουν τρακατρούκες, αλλά ο Πρόεδρας στέλνει την κρίσιμη απόφαση και ψηφοφορία μετά δέκα μέρες και γιατί παρακαλώ; Διότι μεσολαβούν Απόκρεω και Τυρινή και καθαρά Δευτέρα.

    Ακόμη και τα καράβια που τρακάρανε το δικό μας, στις βραχονησίδες και ερρύη μέγα θέμα, στο τριήμερο, έπεσε πάγος και βόλτες και μείωση της έντασης. Για Δευτέρα ειδικά, έχει λαγάνα και κούλουμα και τρελό καρναβάλι και ψυχές που παίζαν με τα ντόμινο αθώρητες και αχώρητες και σαρκώνονται ως μεθυσμένες πεταλούδες, σερπαντίνες στη λάσπη.

    Ω και των Δήμων η θρυλική αποκριά, με ακράτητο κέφι και σάμπες και μπραζίλ, να ιδρώνουν οι αφαλοί, άσε τα παραδοσιακά που κατάγονται άπαντα από τον Διόνυσο.

    Και τόσοι διπλωμάτες να πηγαινοέρχονται, να σοβεί η κρίσις αλλά όχι χρονιάρα μέρα.

    Όλα από Τρίτη και βλέπουμε. Τώρα γιορτάζουμε τα κάρνεια και είμεθα άοπλοι ενώπιον του οίστρου και πρέπει να ερευνηθεί το εμπόριο των οστράκων και πόσο πήγε  ο χαλβάς.

    Πώς το τραγουδούσαν επί Κομνηνών: το Σάββατο της Τυρινής, καλώς Αλέξιε, εννόησάς το.

    Είμεθα του Απαίχτου και Σικελικός Εσπερινός των επετείων.

     

  • H παρταόλα

    Το 2018 μπήκε και σχηματίστηκαν κατά προτεραιότητα, τέσσερις ομάδες γεγονότων :

    1.Το φλερτ Καραμανλικών με κυβερνητικούς

    2.Το Μακεδονικό

    3.Η Νοvartis

    4.Οι τουρκικές προκλήσεις

    Η πρώτη ομάδα, ήταν σαφώς μέσα στις προθέσεις  τη ςκυβέρνησης  και έπρεπε να γυρίσουν τα πάνω κάτω για να μη πετύχει ο στόχος της. Διότι το ροκάνισμα Μητσοτάκη, την εξυπηρετούσε πολυειδώς. Έλα μου όμως πως κάποιοι σκέφτηκαν πως μπορούσαν να επιταχύνουν την διάβρωση στα δεξιά τους, με το Μακεδονικό και την Novartis!

    Με το που ξετσουτσούμισαν η δεύτερη και η τρίτη  ομάδα γεγονότων, το κλίμα άλλαξε.

    Τα συλλαλλητήρια και η συσσωμάτωση των εναντίων στο όνομα και τα συναφή, με την πρόκληση διχαστικών συλλογισμών, οδήγησε σε πολιτική πόλωση, ενώ ο καραμανλισμός εκτέθηκε σε τοξικό περιβάλλον.

    Η υπόθεση Novartis με την πρόωρη έκρηξή της δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αλλά μια επανάληψη στοιχείων του 1989, που δεν βοηθούσε το φλερτ προς έναν νέο δικομματισμό.

    Έτσι, όταν έρχισαν οι ετήσιοι πόλεμοι για την τσιπούρα, εθιμικές ενοχλήσεις από το 1996, γιγαντώθηκε στην κοινή γνώμη η έννοια του «προδότη» και του «εθνικού κινδύνου», υπό το βάρος δικαστικών μπλεξιμάτων και πρόωρης διάλυσης ενός αρρεβώνα.

    Ενός έτους μαγειρέματα και το μενού πετάχτηκε στα αζήτητα, επειδή μερικοί μερικοί έκριναν ότι τους έπαιρνε να παίξουν το Μακιαβέλην ακόπως και αχρεωστήτως.

    Για να έχει επιτυχία η κυβερνητική μεθόδευση, εκτιμώ πως η Novartis έπρεπε να σκάσει δυο μήνες το πολύ  πριν τις εκλογές, κι αφού έσκαγε η συμφωνία με τους Μακεντόνκι, ήτοι, αντί την σμηνοσειρά 1-2-3-4, να συμβεί το 1-2-4-3.

    Έτσι, η παρταόλα σβουρίχτηκε άτσαλα και βγήκε ένα άχαρο «βάλετε όλοι».

     

  • Γκέισες

    Οι αναμνήσεις του πατέρα μου ήταν μάλλον επιλεκτικές και παιδαγωγικές. Αυτές τουλάχιστον που μου διηγούνταν. Κυρίως ενέργειες αριστείας, συνδυασμένης με άκρατη φτώχεια και αίσθηση καθήκοντος. Μερικές φορές του ξέφευγαν και κάτι ερωτικά, αλλά κατάλληλα επενδυμένα με μπόλικη ηθική. Εκ των συμφραζομένων κατάλαβα πως είχε ένα προβληματάκι με τις σχέσεις, επειδή από την οικογένεια του πατέρα του, του Μαξίμ Φιοντόροβιτς, περίσσευαν κάτι ακρίτσες συγγενών, μακρινών κυρίως, που θα ήταν θέμα φοβερών συζητήσεων στα νυχτέρια της φαμίλιας στο Ιρκούτσκη και στον Βλαδικαύκασο.

    Συνήθως αφορούσαν δευτεροξάδελφα: ένας, για παράδειγμα, είχε μπλέξει στη Μόσχα με ποθητή μορόζα που έφτασε να τον μαχαιρώσει. Ένας άλλος παντρεύτηκε στον Πόντο, με βάση τα εκεί έθιμα, με κοπέλα σκεπασμένη ωσάν τον γιούκο, που δεν την είδε ποτέ του, και μόνον μετά τον γάμο αποδείχτηκε βλογιοκομμένη, οπότε ξενητεύτηκε και μετά από χρόνια τονε βρήκαν ως χότζα στη Σαμαρκάνδη, ενώ η νύφη, γύρισε στην Ελλάδα μαζί με την οικογένεια και επί χρόνια, φρόντιζε παιδιά κι εγγόνια της φαμίλιας. Τέλος, ένας τρίτος, χαμένος στα εμπόρια του δρόμου της μέταξας, μαθεύτηκε πως τονε βάρεσε χολέρα και τον έρριξαν οι αρχές ζωντανόν στον ασβέστη.

    Οικογενειακά δράματα, χωρίς ρίζες, αναπόδεικτα, μέρος μιας Αφήγησης που αποθάρρυνε τις περιπέτειες,  έτσι τα σκεφτόμουνα αυτά. Μήπως όταν διαλύθηκε η ποντιακή κοινότητα στο Ιρκούτσκη, δεν έφυγαν οι περισσότεροι για Καύκασο, αλλά μερικοί προτίμησαν Βλαδιβοστόκ και Ιαπωνία, οπότε σε ένα παμποντιακό συνέδριο στην Ελλάδα, πάνε πολλά χρόνια, δεν εμφανίστηκαν ομογενείς που μιλούσαν γιαπωνέζικα;

    Με το τσιγκέλι έμαθα πως είχε γνωρίσει μια ζωντοχήρα στη Δράμα και μπορεί να απέκτησα αδελφό, μετά την Κατοχή. Παρομοίως πως γυρνώντας από την Σχολή Εφέδρων, ταξιδεμένος πιa, του τηνε βάρεσε η ζωή στο χωριό και δραπέτευσε ολίγες εβδομάδες ζώντας στην Αθήνα σε μάλλον ελευθεριάζουσες συνθήκες, αλλά η κατάληξη ήταν πάλι συμβουλευτική: γύρισε στο καθήκον.

    Άφηνε το χιούμορ να χαράζει μια ρυτίδα στο σοβαρό του κεφάλι, σε μια περίπτωση: νέος δασκαλάκος στην Αγροσυκιά, θέλησαν να τονε παντρέψουν. Πρέπει να επιχείρησε συνοικέσια του καιρού, όχι πολλά και πάντοτε καθοδηγούμενα από τα ήθη της εποχής. Γνώρισε σε ελεγχόμενο περιβάλλον, τουλάχιστον μια δασκάλα και ίσαμε δύο κοπέλες κοντοχωριανές. Και τα τρία προξενιά απέτυχαν για τον ίδιο λόγο: και οι τρεις υποψήφιες νύφες «έβγαζαν τα φρύδια τους». Τέτοιο κριτήριο,δεν μου ξανάτυχε και το θεωρούσα εξωπραγματικό.

    Αυτά λησμονήθηκαν πάραυτα όταν η Λίτσα, η δασκάλα που ερωτεύτηκε πολύ, και τα φρύδια της έβγαζε, και πήγαινε σε μπαιν-μιξτ, και ήταν γενικώς ανεξάρτητη. Αλλά ποσώς τον ένοιαζε. Παντρεύτηκαν και όλο «Λίτσα μου» και «Λίτσα μου». Τα κουβέντιαζαν και γελούσαν. Πολύ.

    Βέβαια, γνωρίστηκαν το 1946 και όχι το 1936. Δεν ξέρω τι επίδραση μπορεί να είχε το τσιμπιδάκι, αλλά κάποια στιγμή, λύθηκε κι αυτό: σε κάποιο γάμο ή κηδεία, από το άλλο μου το σόι, εμφανίστηκαν δύο αδελφές, συγγένισσες από την βλάχικη ρίζα. Τις είδα έφηβος και ξεράθηκα. Ήταν ψηλές, με ξυρισμένα φρύδια, σοβαρές, σιωπηλές και βαμμένες. Στην ουσία ήταν ζωγραφισμένες περίτεχνα, φαγιούμ ορεσίβια, κόκκινα χείλια, κόκκινη στρόγγυλη στάμπα στα κατάλευκα μάγουλα, μαλλιά βαμμένα κορακί, ίδιες και εξίσου απειλητικές. Περίπου συνομήλικες του πατέρα μου, τότε στα πενήντα. Όπότε πήρα μια ιδέα για τις ισαπέχουσες αισθητικές αξίες του μεσοπολέμου. «Είναι σαν γκέισες» μουρμούρισε στη μάνα μου. «Έτσι έμοιαζαν και τα προξενειά που μου κάνανε». «Σαν Φου Μαντσού» σχολίασε εκείνη. Κατάλαβα πως αν τύχαινε και έφτανε στην Ιαπωνία, θα πέθνησκε άκληρος, αν και κανείς δε μπορεί να ξέρει.

  • Συστάσεις της σοφής Βαλεντίνης προς εραστήν που εκυνήγα Σκάνδαλον.

    Είτε το ειπείς «η τύχη του πρωτάρη», είτε σου σκαλώσει στο αγκίστρι που έρριξες για τσέρουλες μια τούνα οκάδων εκατόν, μάθε να μη χαίρεσαι πολύ και μη το δείχνεις, ακόμη κι αν κατουρήθηκες στα βρακιά σου. Διότι η επισήμανση σκανδάλου που ξεπερνά την φαντασία, είναι πρωτοχρονιάτικο λαχείο, βύθιση στη θάλασσα αγκαλιά με βράχο μεγέθους πολυκατοικίας, φρίξη και αγωνία, εμετός και καταβρόχθιση γαιοσκωλήκων.

    Mμμμμ.

    ‘Οσο μεγαλύτερο το σκάνδαλο, τόσο περισσότεροι οι αναμεμιγμένοι, τα συνεταιράκια, οι σουρπουίτσες. Άρα δεν αντιπαλεύεις με μεγαλοσχήμονα ή γενικώς με αντίπαλο που μόχθησες να στριμώξεις. Πρέπει να κρατήσεις την χαρά στο βρακί σου μέσα και να παρουσιάζεσαι μελαγχολικός, άσχετος, συνήγορος των πιθανών ενόχων, ακόμη και αρνητής του σκανδάλου, ώσπου να βρεις συμμάχους, να τάξεις δώρα και παράσημα, χωρις να παίζεις τον εθνικό σωτήρα. Διότι είναι πανεύκολο εσύ να κατηγορείς φωναχτά και τρανταχτά πως ήφαγαν το σαραγλί κι αυτοί να μιλάνε πως μάσησαν μια γωνίτσα από σάμαλι.

    Κυρίως τους πτωχαλαζόνες που αμόλυσες στο παζάρι για να τρομάσσουν τους αμετροεπείς, να μη τους δίδεις υλικό, επειδή μαλάκες γεννήθηκαν, μαλάκες θα αποθάνουν και θα σε φέρουν σε δύσκολη θέση. Όσο καλοί είναι να κραυγάζουν, τόσο ανίκανοι και κρυουλιάρηδες είναι ώστε να βγεί φλοξ από την ανασαμιά τους. Να εμπιστευτείς ποινικούς, χορτασμένους, κάπους και κονσιλιόρες σε σύνταξη και άλλους παραβατικούς για να σε οδηγήσουν στην επιτυχία.Βλέπεις, εάν βάλεις λυκόσκυλα να σε φυλάγουν και να εκφράζονται υπέρ σου, μόνον «γαβ» μπορούν να εκστομίσουν.

    Μη ντρέπεσαι.

    Διότι το σκάνδαλο, είναι δέρμα απλωμένο σε στείρο χωράφι. Είναι τομάρι δεινόσαυρου που δεν το σκάβεις, μήτε το οργώνεις. Διότι ο δεινόσαυρος τότενες ενοχλείται, εξυπνά και ορθούται ολοζώντανος και σου ρίχνει μια ανάστροφη και τηνε πάτησες. Από δίκης εις δίκην και από αποκαλύψεως εις αποκάλυψιν, εσύ θα εκτεθείς διότι κατά τους αρχαίους «ούπω γαρ έστι τις άλυπος» και γρήγορα θα σε στριμώξουν επειδή δεν πλήρωσες μια κλήση, κι ας διαχειρίστηκαν, έμπλεοι θράσους, αμέτρητες δισεκατομμύρες.

    Και είμαι σίγουρος πως δεν θα κάμεις το λάθος να ελπίζεις πως θα καθαρίσεις με μια κίνηση και το μακεδονικό, και την φτώχεια, και την επανεκλογή σου, και την Novartis. Ένα –ένα τα κατορθώματα, αλλέως πως ο Ηρακλής θα έπνιγε τα φιδάκια και θα ξεπάστρευε την κόπρο του Αυγείου την ώρα που σκότωνε τον λέοντα ή έπαιρνε τα μήλα των Εσπερίδων. Δώδεκα άθλους πρόκανε, ξεχωριστά, κι εντέλει ο χιτώνας του Νέσσου έκαμε την δουλειά του.

    Τελευταίο και φαρμακερό: το μεγάλο σκάνδαλο βρίσκεται τοπογραφικώς στην ουρά του δεινοσαύρου. Αν δεν του στερήσεις την κεφαλή και δεν του διαλύσεις τα σλιάκατα, αυτός ο αχρείος, ωσάν την σαύρα, θα βγάζει πάλι ουρά.

    Μη φιλάς εκεί. Βαρέθηκα.