Author: Πετεφρής

  • Η Σκοτίδα

    Ο φίλος μου ο Μπίλης ήταν όχι μόνο σινεφίλης, αλλά και ο μόνος που είχε διαπρέψει στην προσεκτική ανάλυση των ζενερίκ, άσχετα με την ταινία που έβλεπε. Απ’ αυτόν κόλλησα το χούι να προσέχω τα περιβάλλοντα που έστηναν οι ταινίες. Ήταν αγαπημένο μας παιχνίδι να βλέπουμε ένα έρμο καρεδάκι και να πιστοποιούμε αν προήλθε από την κουλτούρα του Καραγιάννη ή του Φίνου και αναφέρομαι στα ευκολάκια. Η μηχανή γρήγορα επεκτάθηκε στο σκηνοθετικό στυλ ανά δεκαετία εξέλιξης- οι ταινίες των σέβεντις, γενικώς, θεματολογικά και εννοιολογικά τάχιστα έδειχναν την φτιάξη του οπερατέρ και του ενδυματολόγου, ως προς το στυλ των ταινιών των σίξτις και τον έιτις.

    Γρήγορα, πολύ γρήγορα, η τεχνολογία (λόγου χάρη ο superman που ίπτατο πειστικά, ήταν μια χαρακτηριστική «τομή» στην εικόνα) άρχισε να τραβάει υπερωρίες. Και μιας μορφής ψηφιακή λογοτεχνία κατέκαυσε τας καρδίας ημών. Πρέπει να είσαι πλέον πολύ απρόσεκτος για να μη βλέπεις το στυλ της τεχνικής που χρησιμοποιεί το στούντιο NU, το παλιό της Μπογιάνα, που μας έπρηξε στις χολιγουντιανές δευτεράντζες. Παράλληλα, υπήρξε μια καταιγιστική επιρροή από το φημισμένο Zoetrope και τα περιβάλλοντα που παρουσίαζε.

    Τελευταία, οι ταινίες, ειδικά οι εκτός USA αγγλόφωνες, μας έχουν πρήξει στην γυαλιστερή σκοτίδα. Τις περισσότερες τις βλέπω στο Netflix, ειδικά τις λεγόμενες «φανταστικές». Οι σκηνές με φάος ηελίοιο, σπανίζουν και είναι βασισμένες στην στέππα, στην τούνδρα και στην έρημο. Τα περισσότερα δρώμενα διαδραματίζονται σε ένα περιβάλλον βιομηχανικών παρατημένων χώρων, όπου οι κάμερες είναι γενικώς κολλημένες κάπου. Σκοτίδα, λέμε. Και παντού, αδιανόητα μηχανήματα, σμήνη οθονών, κουμπάκια που αναβοσβηούν, ενώ οι «ήρωες» ρίχνουν ζωηρές ατάκες, υπόσχονται να περατώσουν την αντλία σε λίγες ώρες ή λεπτά, το χακάρισμα συνοδεύεται από βρισιά –μπινελίκι , όλα τα ογκώδη, όπλα, μηχανήματα και έτσι, παρέα με τερατώδη ανακυκλώσιμα μεταλλοπλαστικά ερείπια, είναι προφανώς πεποιημένα και ανύπαρκτα. Ανάλογες και οι ερμηνείες. Κομπάρσοι δεν υπάρχουν στις ποσότητες που ξέραμε και αυτοί που δεν φοράνε φόρμες είναι σπάνιοι. Και οι διάλογοι, μας οδηγούν στην εποχή που οι γιαγιάδες κοίταζαν με τρόπο πίσω από τα κουτιά των τηλεοράσεων, μη και δούνε τον γκώλο του εκφωνητή. «Καταστρέψαμε το μποζόνιο» ομολογεί ο ήρωας, δηλαδή, γάμησέ τα. Τα σενάρια είναι πειστικώς αναλφάβητα.

    Θα μου πεις, εδώ κοιτάζεις εκ του φυσικού μια νέα κατασκευή και βλέποντας τον χρωματικό συνδυασμό του μολυβί με το κυλοτί, αμέσως κάνεις τη διάγνωση: δημαρχείο του Καλλικράτη.

  • O μπαρίστα, η με καρέ μαλλί και ο λιανός

    Βεράντα λινής συνοικίας. Μια με καρέ αναλυτό μαλλί, βαμμένο μελί, ειδοποιάει πως στη γωνία στο μπαράκι, ένας Ντίνο μπαρίστα φτιάχνει καφέ γαμάουα και αχ πως θα εγούσταρε έναν. Τουλάχιστον δύο οι περιτριγυριστές της. Ο πιο λιανός, ο με λιγότερες ελπίδες προθυμοποιείται να τρέξει να φέρει, αλλά ανοίγει και κλείνει την πόρτα ασφαλείας, ευρώ 2300 το τετραγωνικό εκατοστό και τρέχει στην κουζίνα να φτιάξει έναν εκ των ενόντων. Κουβαλητής. Ενώ το πλάνο δείχνει από κάτω αριστερά τον Ντίνο, στικτόν και κοτσιδάκια, που τον κυαλάρουν οι πελάτισσες και λυώνουσι. Ο λιανός ετοιμάζει το σερβίς, και τάχα λαχανιασμένος επιστρέφει στην βεράντα. Η καρέ μαλλί αναλυτό απορεί: τώρα και σε γυάλινο ποτήρι; Ο λιανός χαμογελάει και στο έσχατο πλάνο, κερδάει μια θέσης στα δεξιά της παιχνιδιάρας ποθητής. Δεν βλέπουν τη θέα και το πράσινο, αλλά μοιάζουν έτοιμοι για εξομολογήσεις. Και ο Ντίνος ο μπαρίστα, βλαστημάει την τύχη του την τράγια, μπαράκι σε τέτοια κηπούπολη δεν στεριώνει και σκέφτεται να φύγει Σλοβενία, ή Βαρκελώνη ή και Τσεχία μόνο που σκέφτεται πως δεν θα ψηφίσει στις εκλογές, αφού η χώρα του έχει μπλέξει τον φάντη με το ρετσινόλαδο, το σπάσιμο της Β Αθηνών με την ψήφο των απέξω.

  • O χρόνος του φίδου

    Στους ανοιξιάτικους περιπάτους μου, ανέκαθεν κυνηγούσα φιδοπουκάμισα, και τα έβαζα σε ένα κασσιτέρινο κουτί, ώσπου κάποια του μυστικισμού, τα πόθησε και της τα έδωσα επειδή τα θεωρούσε γούρικα και δεν την ξαναείδα έκτοτε, σημείο μέγα πως για να απαλλαγεί από μένα, μάλλον έκαμε την τύχη της.

    Συμπαθώ τα φίδια και τα παρατηρώ με προσοχή. Σε μια ανασκαφή, όπου η κύρια τομή συνέπιπτε με κάποιο άδηλο δρομολόγιό τους, ήταν συχνό φαινόμενο, ενόσω ήμεσθεν μέσα στο σκάμμα, να πέφτουν στο κεφάλι μας, καθώς δεν υπήρχε ταμπέλα στην φιδόγλωσσα, να προειδοποιεί.

    Οι εργάτες της ανασκαφής, ήτονε κυρίως από τη Μικρή Βόλβη και φρόντισαν να ακουμπάνε απόμερα ένα κουπάκι γάλα εβαπορέ, και π;hγαιναν εκεί. Ένας καυχιότανε πως μπορεί και τους βάζει χαλινάρι και τα ποδηγετεί. Άλλος έβαζε στα δόντια μιας όχεντρας ένα λείψανο από πουλόβερ κι έσταζε το φαρμάκι της.

    Είδα λαφιάτες να βαρυούνται θανάσιμα, κρεμασμένοι σε αφόρητη κάψα και κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι, δεν ξεύρω το γιατί.

    Και σε ένα χωριό μάθαμε πως κάποιος μαγεύει οχιές και δεν τον πειράζουν, οπότε καλέσαμε ένα κανάλι για ρεπορτάζ, τον έστησαν μπροστά στην κάμερα, αλλά η οχιά τονε δάγκωσε, τον πήγαν στο νοσοκομείο και γύρισμα δεν έγινε.

    Είδα πολλά, αλλά δεν είμαι μέλος στρατιωτικής αποστολής που αδημονεί στο Πορτ Σάιντ, αναμένοντας τους Οθωμανούς να μπουκάρουν στη διώρυγα το 1917,  ήρθε η ώρα που ο Σερίφ της Μέκκα θα αναγορευτεί βασιλεύς των Αράβων. Οπότε θα έλυνα τις γκέτες μου, θα έβαζα λάβδανο όπου υπέφερα και θα πήγαινα τα βράδια χαλαρός στην Αλεξάνδρεια, να πιω και να φλερτάρω την Τζαναβάρα Περμπανού με το φιδίσιο βλέμμα που υπομονετικά θα άκουγε τι τράβηξα με τα φίδια στον βίο και άλλα σερπετά που έχουν πάντοτε την αμέριστη αγάπη μου.

    Έχουν και τα φίδια τον χρόνο τους διότι.

  • O Μπαρμπαφλιάς

    Σε μία παράδοξη καμπή του βίου, όπου ήμην αγαπητός και εύχαρις, αλλά είχα γαμηθεί στην πεζοπορία, διότι μετρούσα τις βέργες της σπαγγετίνης και δεν έβραζα παραπάνω από 25 στην καθησιά, γνώρισα έναν επιδραστικό τύπο, τον Αδάμη, που όλοι διέδιδαν ότι οφείλει την δόξα του στην φιλία με τον Μπαρμπαφλιά.

    Ήτο δε ο Μπαρμπαφλιάς, ηλικιώτης πολιτικός, υπουργεύσας και φίλος προέδρων τεχνικών εταιρειών, καταγόμενος εκ της Ανδρωνίας (κατά την Άνναν Κομνηνήν) είτε εκ μαχαλά της Κατάκαλης όπως ελέγετο η θυγάτηρ κατεπάνω Λέοντος τινός, που η κτητορική επιγραφή της Παναγίας των Χαλκέων τον εθεώρει διοικητήν Λαγουβαρδίας, μάλλον δε Σαγουδετίας θα ήτο το ορθόν.

    Γενικώς, μετά τους χαρακτηρισμούς των Βλάχων του εκ Τουδέλης Βενιαμίν, αλλά και του στρατηγού Κεκαυμένου, εγλώσσευα την μπέρδαν μου, κάθε φορά που ενεργοποιούσα το λογοτεχνικόν GPS, πάντοτε διερωτώμενος εάν οι Αθρώποι αυτοί ήταν Ατιντάνες, ή μήπως φύλον Κοπατσιάρηδων που κάποτε, αναζητώντες την οδόν προς Ασκουρίδα, λάθεψαν και μαγεύτηκαν από το φεγγάρι του Θερμαϊκού, και πόθησαν να το ψαρέψουν, αλλά η χαράδρα της Ζελιάνας ήτο κακοτράχαλος και δεν έφτασαν ποτέ στον Πλαταμώνα.

    Ο Αδάμης με δέχτηκε στο γραφείο του και μου παινεύτηκε. Όταν απελπίστηκε πως μπορούσα να του φανώ χρήσιμος στα πολιτικά παρασκήνια, με εκάλει, πίναμε καφέ και προσπαθούσε να μου βρει μια απασχόληση. Καθώς δεν ήξερα δια ζώσης τον Μπαρμπαφλιάν, αυτό έμοιαζε δύσκολο. Πάντως δε μου χρέωνε τον καφέ-τον έπρηζα με λαογραφικά τινά της γης του Πυθίου και του Κισσάβου.

    Πέρασαν τα χρόνια, τηλεφωνιόμασταν άκεφα, γινόταν όλο και πιο εύπορος, ενώ ήτο ακαθόριστον το λειτούργημά του. Θεωρούσε τον Μπαρμπαφλιάν ιδιοφυία και περίμενε να αλλάξει υπουργείο, να λάβει κάτι σχετικό με μεταφορές και δίκτυα, οπότε υπέσχετο δουλειά με το καντάρι.

    Ήρθαν έτζι τα πράγματα, ώστε δεν άλλαξε  πόστο ο Μπαρμπαφλιάς, αλλά η κυβέρνησις. Και συναντώ τυχαίως τον Αδάμην, κουρελήν, ασθενήν, αλλά κομβιωμένον έως λάρυγγος, να περιμένει στο γραφείο καποιανού διοικητή, για να του πωλήσει μίαν ιδέαν που θα επλούτιζεν την Ανδρωνίαν και την κατέναντι Βοττικήν, άχρι Κουτμητζιβίσης και Καλαιδρύων.

    Τα είπαμε στο πόδι επι δίλεπτο. «Τι κάνει ο Μπαρμπαφλιάς» τον ερωτώ. «Να πάει να γαμηθεί κι αυτός και τον μουνί που τον πέταξε» απαντά. «Έχεις κανα τσιγαράκι;»

    Είχα.

  • Άμπελος

    Ονειρεύτηκα έναν τόπο που είχα απολησμονήσει. Την Άμπελο, στο τέρμα της Σιθωνίας. Αφήνεις το Πόρτο Κουφό, ανηφορίζεις προς Καλαμίτσι και στο μισό μίλι, κόβεις αριστερά στον χωματόδρομο, κρατάς τον ανατολικό αέρα και το βιβάρι της Λαύρας στα κατάντη, περνάς περιβολάκια και σύσκια λιβαδάκια μικρά όπου αφήνουν άλογα και ονικά, κι όταν βλέπεις δεξιά την αμμουδιά του Μαραθιά, ευθύνεις το αμάξι ή τα πόδια σου να κατευθυνθούν σε ένα φοβερό τοπίο, ακατέργαστο θαμνώδες, με τις λαμαρίνες μιας στάνης οδηγό, μετά ένα εκκλησάκι και φτάνεις καρσί στον Σιγγιτικό, σε έναν γκρεμνό που επιτρέπει να βλέπεις σε ευδία το πέλαγος, κι αν είσαι τυχερός, τον Άθωνα.

    Μόνο θάμνα, κουμαριές, σχίνοι και αρώματα. Και πρίνοι σε σύμπλοκα σχήματα. Πάντα φυσάει και κυκλώνεσαι από την ρυτιδωμένη θάλασσα. Το καλοκαίρι, καίει το μέτωπό σου, την άνοιξη δεν υπάρχουν παρά μόνον μονιές για τα μελίσσια. Σπάνια φίδια, καμιά χελωνίτσα. Δε θέλεις να φύγεις, στη μέση του πουθενά.

    Οι εικόνες ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες, μετά τόσα χρόνια επισκέψεις εκεί, και με μόνες πληροφορίες τα λογάκια από τις περιγραφές των βυζαντινών κτηματολογίων.

    Να ξαναβρεθώ στον ίδιο τόπο, δύσκολο, παρεκτός και εξελιχθούν τα drones. Οπότε θυμήθηκα πως υπάρχει εκσυγχρονισμός και βούτηξα στο ίδιο τοπίο, από τα Google maps. Έσπευσα στο μόνιτορ, αλλά δεν πλησίασα καν στον παράδεισο. Με εμπόδιζε η αλλαγή του τοπίου, η ασθένεια της Χαλκιδικής. Ένα σύνηθες ξεχέρσωμα.

    Ο Μαραθιάς, οδηγείται, αριστερά, στην ανοικοδόμηση. Και μια λωρίδα πρασίνισμα, μακρυνάρι, και κλήροι αντί θαμνώνων. Οι μισοί με ελαιόδεντρα. Και μια στάνη που έχει πολλαπλασιαστεί.

    Δεν είναι τοπίο. Δεν είναι εξέλιξη. Είναι η πονηριά της εκμετάλλευσης. Πρώτα βρίσκουν δυο στρέμματα βολικά. Τα ξεχερσώνουν. Δεν τα αφήνουν γυμνά, αλλα φυτεύουν λιόδεντρα. Μετά, η πρώτη αγγελία, παλιά σε εφημερίδα, τώρα στο διαδίκτυο ή αν ρωτήσεις σε οικισμό. Πωλείται ελαιώνας. Κανένας δεν ρωτάει αν είναι έδαφος καταπατημένο. Ελιές φυτεύεις, στο κάτω της γραφής, ξωμάχος είσαι, έχεις παιδιά. Έρχεται ο μουστερής. Δεν μπορεί να αγοράσει δημόσια γη, αλλά για ελαιώνες κόβει φλέβες. Πουλιέται το τεμάχιο.Με στόχο να χτιστεί το κεραμίδι, το εξοχικό .

    Έτσι γέμισε η Χαλκιδική ιδιοκτησίες. Εδώ, στην άκρη του καιρού, ποιος να νοιαστεί. Στα τελευταία χρόνια δεν έχει φράγκα μήτα για αυθαίρετο. Και η φωτογραφία δείχνει μια παγωμένη εξέλιξη. Φαίνεται στα σπιτούδια του Μαραθιά. Από τον ελαιώνα, μένει δείγμα. Τέρμα. Καπούτ. Είναι ιδιοκτησία.

    Θάμνα, ξεχέρσωμα, ελαιώνας, μεταβίβαση, ανέγερση. Δεν έχει άλλη δικαιοσύνη στον τόπο. Έχει όμως ελιές.

  • Αλληγορία

    Είχα, μικρός, έναν φίλο που ο νουνός του, εκ προσφύγων, ήταν ερωτύλος. Ακόμη και τότε που ήμασταν ζουμπάδες, το ξέραμε. Κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα.

    Μία των ημερών, του γυάλισε μια εύμορφη γειτόνισσα. Ξέχασε τα πιτσιπίτσια, και της αφιερώθηκε. Ήταν ολόξανθη, εκ Πίνδου, θελκτική και ακατάδεχτη ταυτόχρονα.

    Με τον φίλο, έτυχε και το διαλύσαμε. Άλλη πόλη, άλλη δουλειά. Κάποτε ανταμώσαμε πάλι. Στην επαχθή και μαραμένη συνάντηση, που περιείχε το «ας κάνουμε μια περίληψη του πώς ζούσαμε χώρια» θυμηθήκαμε και τον νουνό του. Ματαίως. Στέριωσε μέσα μας. Αλλά την γειτόνισσα, δεν καταφέρναμε να τη θυμηθούμε.

    Αναγκαστικά, προσέτρεξα στους συνειρμούς της παιδικότητας, κάθε φορά που την ανακαλώ στη μνήμη.

    Πώς; Θυμάμαι δυο μικρά κουτάκια με ζαχαρούχο γάλα στα μπακάλικα.

    Το γάλα Νουνού και το γάλα Βλάχας.

    Πάλι δεν θυμάμαι πάντως ποιο κουτί εικονογραφούσε.

  • Αφήστε το θρήνο και κοιτάξτε τα υψόμετρα

    Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον και το τσιμέντο δεν απορροφά τα ύδατα. Φρεάτια αποκλείεται να καθαρίσετε, δεν αρμόζει στην βλαχιά και στην μπαγιατίλα να μιμηθούν τις γενέτειρές των, που αντέχουν τους κατακλυσμούς. Αλλά να πνίγεται ο τόπος δυό βήματα από την τάλασσα, είναι θέμα υπσομέτρου. Αλφαδιές δγιείτε και με αλφάδια να το λύσετε. Νερό που ανηφορίζει, δε ματάγινε. Η Θεσσαλονίκη, ξέρετε, εκτός από ερωτική, πτωχομάννα και ανυπέρβλητος, είναι και κατηφορική.

  • Ο τελευταίος σταθμός

    Θα με σκάσετε σήμερα.

    Βλέπετε τι έρχεται και αντιδράτε συμβατικά. Με ειρωνείες και εύλογα επιχειρήματα.

    Ξεχνώντας πως ο κεντρώος χώρος, αν συνυπολογίσουμε τον Λευτεράκη Βενιζέλο, τον υγιό του, τους Παπανδρέου και πλήθος άλλων, είναι κήπος με επίμονους κηπουρούς, που ακολουθούν έξωθεν ρετσέτες.

    Όχι, δεν είναι κατευθυνόμενοι. Είναι γατάκια που μυρίζονται τη σαρδέλα.

    Χρωστάμε μια τριακοσάρα. Για να μας την πάρουν, δεν θα υποστηρίξουν καμία ιδεολογία. Έστω και της Δύσης. Θα δώσουν στον Σύριζα αναπηρική πολυθρόνα και θα τον προγραμματίσουν για χειρουργείο.

    Μια ζωή τα ίδια.

    Γιατί κάποιος «κριτικός αντικομμουνιστής» σαν τον Μαραντζίδη ανοίγει το μονοπάτι με την κόσα; Εμ ο Ραγκούσης, ο νοτάριος του Γεωργάκη; Τόσοι και τόσοι;

    Σαν τα μυγάκια στο κρέας που άναψε, οι ελεύθεροι και ωραίοι, θα σπεύσουν. Δεν βλέπετε τα σημάδια; Το δήθεν «αριστερό» ενδιάθετο των κυβερνώντων, θα απωλέσει τη μισή του αριστερίλα. Ξέρει το πώς. Εδώ ξεφορτώθηκε τους  “συνεπείς” αριστεριστές του ώσπου να πεις αλεύρι. Ήδη ανακάλυψε και ξεμπροστιάζει, τμήμα «του χώρου» με 14 συλλήψεις.

    H συμβολή του Πιουριφόι Πράιατ ειναι προφανής. Το Αιγαίο, υπερατλαντική βάση. Μόνον η Βουλγαρία παραμένει σύμμαχος εν όπλοις, εννοώ αν στριμοκωλιαστούν τα ζητήματα. Ισραήλ, Κύπρος, Ελλάς, άξονας εμπιστοσύνης.

    Θα έχουμε συναινέσεις. Δεν τις εύχομαι, τις προβλέπω.

    Δεν αναφέρομαι σε ιστορικά ισότοπα. Δεν θα είναι επανάληψη παιγμένου έργου. Ποτέ δεν ήταν.

    Ατουταλέρ.

  • Και το μπλε μου να ξεβάψεις…

    Η κυρία Τερζή οδηγήθηκε στο σφαγείο, παρά την ελληνική κατατομή και την απροσδιόριστη εκλεκτική συγγένεια με την «Μάντισσα» της κυρίας Μαρίνας Σάττι. Στείλαμε τραγούδι με παρατονισμούς και θεσμικό βαρυαναστεναγμό. Ω Ελλάς, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.

    Ενώ η κυρία Φουρέιρα, «βράχος τραχύτατος του Ελμπασάν και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου» ακολούθησε τον τιμώμενο από τον Εμπειρίκο ποιητή, εκείνον που τίμησε δεόντως τον Μπολιβάρ, δια της λάτιν κραυγής «αγιέ, αγιέ» και πήρε ακόμη και τα τσουράπια από ένα λυσσακό κοινό που εξετίμησε τα βαθέα καθίσματα της εφαρμοστής κορμάρας της.

     

  • Τα μακαρδόνια

    Ήμουν ακόμη μοναχογιός, όταν φάνηκε και άλλη γλωσσική ζημιά: αδύνατον να ειπώ μεταξύ άλλων, το ρω. Πες κρασί. Κγαθί. Πες ρόδι, Γόδι. Η μάνα μου τελικά σκέφτηκε κάτι παιδικώς φαγώσιμο. Πες μακαρόνια. Μακαρδόνια. Όχι μακαρδόνια, μα-κα-ρό-νια. Μα-καρ-δό-νια.

    Που να ‘ξερε τι ασπίδα ήταν αυτό το δέλτα. Τι πολύτιμος σύμμαχος, τι αισθηματικό ταξίδι σήμαινε. Καρδιά, κάρδαμο, βαρδάρης, σαρδάμ, μπαρδακοτάπωμα. Άγγελος ζωής με ένα γιαταγάνι μεγάλο, που αφαλόκοβε εύκολα το γάμμα. Δέλτα, το θείον, που εμπόδιζε το τραύλισμα. Σιγά που θα το διόρθωνα.

    Επί Μακάρθουρ, Μοσαντέκ και Κλικλή, τα μακαρόνια ήταν κάτι παχιές σουλήνες που καμιά μητέρα δεν ήξερε να φτιάχνει όπως τα τρωμε σήμερα. Ήταν τυπικά μακαρόνια μπλουμ, σαν σούπα. Έφευγαν από το πηρούνι και σε λέρωναν. Παραβρασμένα πάντοτε, ενώ το παστίτσιο ήταν εντάξει. Το μόνο παράλληλο ζυμαρικό ήταν ο φιδές, τον έλεγαν και μαλλιά αγγέλου και ήταν το πρώτο φαγητό μετά από ασθένεια με πυρετό. Μια φρίκη.

    Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν υπήρχαν πιο λεπτά μακαρόνια, ενώ έβρισκες στα μπακάλικα και σε μερικά μαγέρικα. Το σπαγγέτι, όπως το ξέρουμε, ξεκίνησε από τα κλαμπ που προσέφεραν φαγητό, και ήταν ελάχιστα έως πριν σαράντα χρόνια. Κι όταν ξεφύτρωσαν οι πιτσαρίες, πάντα είχαν σπαγγέτι που τα πρόσφεραν με κουταλοπήρουνο, μην κρέμεται το ζυμαρικό και λερώνει τα ζιλεδάκια.

    Εντέλει έμαθα να φτιάχνω διάφορες ποικιλίες και συνταγές, αλλά πάντα από μέσα μου τα λέω μακαρδόνια.  Συνοδευόμενα από λέξεις- συμμάχους. Γαρδούμπα, Αρδίζογλου, βορδόνιν, καρδινάλιος.

    Πού να καταλάβετε ινατί συμπαθώ τες Καρδούχες, τις άκαρδες και το Αρδαμέρι.