Author: Πετεφρής

  • Αυγή διπλωμένη

    Ανάθεμα κι αν θυμάμαι τι γύρευα τριήμερο του Μάη στη Σαλονίκη, όπου με ξεφόρτωσε το ΚΤΕΛ στην Οδυσσέως. Μάλλον για να αγοράσω σακάκι και παντελόνι ντεμί σεζόν, επειδή έχω φωτογραφία με το χειμωνιάτικο ριγέ, 18 Μαΐου, σε ένα μοτοσακό μπροστά, με τον Μπίλη και τον Τάκη Νικέζη και ήμουν ο μόνος λουσμένος στον ιδρώτα.

    Αγόρασα μια Αυγή, διπλωμένη, όπως ήταν τότε το έθος και διάβασα για τον Λαμπράκη στο ΑΧΕΠΑ. Η οικογενειακή παράδοση τον ήθελε στο ίδιο δωμάτιο που νοσηλεύτηκε ο παπάκος μου με πνευμονική εμβολή, μήνα Μάρτιο. Περπάτησα ως τη Δωδώνη και ήφαγα μπουγάτσα, κι έπειτα κατέβηκα Τσιμισκή και πήρα το αστικό να φτάσω στην πολυκατοικία του Ρεξ, όπου έμεναν οι θειοί μου. Η εφημερίδα παρέμεινε διπλωμένη και την ξεκοκκάλισα το βράδι που μου έστρωσαν να κοιμηθώ στο σαλόνι, με μόνο φως το κιτρινωπό που έβγαινε από το μεγάλο ραδιόφωνο.

    Ήμουν μαζί τους, επειδή όλη τη χρονιά, ανακάλυπτα τρύπες και χάσματα στις γονικές διηγήσεις και δεν γούσταρα μήτε τις αντισυγκεντρώσεις, μήτε τις δήθεν έρευνες και τα φυστικώματα της διχασμένης Σαλονίκης.

    Ναι, ήταν 1963 και με περίμεναν πολλά εκείνο το καλοκαίρι στο Μπαχτσέ τσιφλίκι. Χωρίς Καραμανλή, με τον Πιπινέλη πρωθυπουργό και νέους ήρωες, να προσπαθούν να βγάλουν άκρη από την δολοφονία.

    Πάντως με τις ξαδέρφες μου πήγαμε σινεμά, στο Πατέ. Μπορεί να είδαμε το «Εισαγγελεύ, απολογήσου» με τον Άντονι Κουέηλ και πρώτη σκηνή την Σάρα Τσώρτσιλ να ανασηκώνεται από τσαϊράδα με λευκό σουτιέν. Τότε δεν ήξερα για πρωθυπουργό Κουτσονίκο και μια κατάθεση στεφάνου στο Μόναχο από εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, που τον κατέθεσε διάσημος αργότερα Έλλην μετέφηβος δημιουργός. Ακόμη κι ο παππούς μου ο Μπαρμπαγιάννης ζούσε, μισότυφλος και συγκινημένος κάθε που άκουγε οπερέτες. Ήταν 1963 και οι επιζήσαντες της Κατοχής ζωντανοί οι περισσότεροι. Ήταν 1963 και με περίμενε το καλοκαίρι ο Καβάφης στην έκδοση Σαββίδη. Την Τρίτη έκδοση του Σεφέρη είχα φροντίσει να την ντύσει η μάνα μου με μαύρο πανί, και χάντρες διάφορες στο καπλάντισμα. Λευκές και κόκκινες. Και ο Λαμπράκης έσβηνε στο ΑΧΕΠΑ.

    Ενώ προψέ, 55 χρόνια μετά, παντρέψαμε κι άλλον πρίγκηπα και είδαμε δυο σειρές και μια ταινία για τον Τσόρτσιλ. Για τον Κουτσονίκο και την παρέα, τσιμουδιά.

     

  • Σχόλιο για ένα Μέτωπο

    Δεν θα βγάλουμε ποτέ άκρη, εάν δεν απονείμουμε στον λεγόμενο συντηρητικό χώρο, την ποικιλία που του αρμόζει.

    Διότι εθνικός μύθος είναι να πιστεύεις πως η Αριστερά είναι ένα άθροισμα από μονομπλόκ, που κάποια στιγμή, σπάνια στιγμή, ενώνεται.

    Ο πραγματικός μύλος απόψεων, φιλοδοξιών και μικροπολιτικής, βρίσκεται από κεντροδεξιά και πέρα.

    Είναι επικίνδυνη απλοποίηση τα περί φασισμού ως γενικής οντολογίας. Εδώ χρειαζόμαστε φαινομενολογία.

    Ο φασιστής και ο ναζίστας δεν είναι ίσα κι όμοια. Ο ακροδεξιός και το τριεψιλίτης, δεν κολλάνε. Ο παραδοσιακός φαμελιάρης με τον άτεγκτο του πνεύματος και της ηθικής, είναι σε άλλα χωράφια.

    Γι’ αυτό και το σύστημα δεν ξηλώνεται, μήτε θα ξηλωθεί.

    Από αύριο, που φαίνεστε αποφασισμένοι να οργανωθείτε σε αντιφασιστική τάση, προσέξτε μη σκίσετε κανένα καλσόν.

    Γνώμη μου, όπως συνήθως, μη έγκυρη.

  • Φράουλα

    Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου  γεννήθηκε στις άνω συνοικίες της κώμης Μεγάλη Παναγία της Χαλκιδικής χερσονήσου στις 11 Ιουλίου 1992 ενώ οι ουρανοί του Σικάγο και του LA διεταράσσοντο υπο  εκπάγλου τέχνης πυροτεχνημάτων και τα νησια της Καραϊβικής είχαν ήδη ανακηρυχθεί «παγκόσμιος πολιτιστική πρωτεύουσα» με τουλαχιστον τέσσερις χιλιάδες μπάντες ντυμένες με σατέν και τσόχινες φανταχτερές στολές να ιδρωκοπάνε οι μουσικοί τους στους δρόμους του Κίνγκστον και των Βερμούδων παίζοντας εθνικώς καλυψο και ρέγκε. Ο κόσμος εόρταζε πεντακόσια χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής.

    Στη Μεγάλη Παναγία κανένας δεν εόρταζε τέτοια πράματα. Ήρθαν μόνο μερικά γράμματα από μετανάστες: Φέτο αγαπημένε μου θείε μάλλον δεν θα έρθουμε στο χωριό διότι ανέβηκαν πολύ οι δουλειές πουλάμε διακόσια στέκια ημερησίως τρελάθηκαν οι αμερικανοί και έχουμε πλέον την οικονομική άνεsh.

    Άνεση, αλλά πνευματική, αισθάνονταν και οι ελάχιστοι εκείνοι λόγιοι που, μια χούφτα πλέον, υπέγραφαν χρονολογίες όχι από γεννήσεως Κυρίου αλλά από κτίσεως κόσμου, κι αυτό διότι το 1992 συνέπιπτε με το έτος 7500, κι έτσι μ’ ένα ζφ΄ ξεμπέρδευαν.

    Ο μικρός Παναγιώτης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μεγάλη Παναγία, όπου ο πατέρας του διατηρούσε θερμοκήπια με λαχανάκια Βρυξελλών από τότε που είχε ξεπουλήσει τα αιγοπρόβατά του εξαιτίας της καταναλωτικής απραγίας που ακολούθησε το επεισόδιο του Τσερνόμπιλ, ενώ παράλληλα με τα λαχανάκια είχε συνεταιριστεί με αρκετούς στο χωριό και στην έξοδο της ασφάλτου προς την Αρναία είχαν ιδρύσει, όπως και τα περισσότερα χωριά με χρήματα της ΕΟΚ, τα λεγόμενα ΣΕΑ (σουπερμάρκετ εκτάκτων αναγκών).

    Τα σουπερμάρκετ αυτά άνοιγαν αυτόματα σε όλη την Ελλάδα μόλις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ήταν γραμμένα με μικρό αριθμό γραμμάτων και τεράστιο εντούτοις μέγεθος. Οι κάτοικοι τότε, που από καιρό τους είχαν τελειώσει τα χρήματα πήγαιναν πανικόβλητοι να ψωνίσουν τρόφιμα (κυρίως γάλα εβαπορέ αλλά και φυστικοβούτυρο, παιδικές πάνες αλλά και μορταδέλλες) πουλώντας πολυθρόνες, βιβλία, πίνακες ασημικά, ρούχα. Επειδή όπως καταλαβαίνετε δεν επαρκούσε ο χώρος μέσα στις πόλεις, χτίστηκαν στις ερημιές τεράστια σουπερμάρκετ, όπου ο χώρος αγοράς προϊόντων ήταν κανονικός αλλά ο χώρος του ταμείου ήταν εικοσαπλάσιος των παλαιών.

    Τρομερό θέαμα: έδινες μια πολυθρόνα για μια κούτα εβαπορέ και η ταμίας σου επέστρεφε ως ρέστα τρία μαξιλάρια και μία λάμπα θυέλλης. Στις αχανείς εκτάσεις αυτού του συνεταιριστικού σουπερμάρκετ της Mεγάλης Παναγίας, ο μικρός Παναγιώτης πήρε τις πρώτες βάσεις για την εδραίωση της μετέπειτα σταδιοδρομίας του, μαθαίνοντας να εκτιμάει την αξία των πραγμάτων ανάλογα με το μέγεθος και ιδίως ανάλογα με τη βρωσιμότητά τους.

    Εκείνα τα χρόνια, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, ο φόβος και ο τρόμος των γονιών ήταν μήπως τα παιδάκια του πάνε στο σχολείο. Τα ξέρετε ήδη, τι να σας τα λέω. Παρά τη γονική προσήλωση, κανενός του μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει ότι επί δώδεκα και περισσότερα χρόνια θα ήταν δυνατό να τρέφεται ένα στόμα με πολυθρόνες και ανθοδοχεία και στυπόχαρτα. Η παιδεία έτσι έγινε για τους ολίγους και παρ’ όλο που θα περίμενε κάποιος τουλάχιστον μια άνεση στους διδακτικούς χώρους, ούτε κι αυτό ήταν εφικτό, διότι υπήρχαν δυστυχώς και εδώ δίδακτρα εις είδος και οι άδειες από ανθρώπους αίθουσες ήταν τίγκα στο έπιπλο και στο μπρικαμπράκ.

    Ο μικρός Παναγιώτης λοιπόν, μιαν αυγή του 2001, πήρε τελετουργικώς από τη  μάνα του μια κονσέρβα τόνο και βιταμίνες ασβεστίου και με το ραβδί στην πλάτη κίνησε να κάνει την τύχη του, όπως έπρατταν κάθε χρόνο δυόμιση εκατομύρια ευρωπαιόπουλα ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών. Τότε, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνος, η βιωσιμότης αυτών των μεσαιωνικού τύπου μεταναστευτικών κινήσεων ήταν του στυλ δυο στους τρεις επιζούν. Ο Τσακίρογλου ήταν ένας από αυτούς. Πριν καταλήξει εδώ στην αγαπημένη μας πόλη, περιόδευσε επί οκταετίαν, κάμνων διάφορα επαγγέλματα, στο Ντουμπρόβνικ, όπου μετρουσε μπεκερέλ σε γαλακτοβιομηχανία, στο Μπάρι, όπου έκοβε γρασίδι και το έπλενε χωρίς προστατευτική στολή, στην Βαρκελώνη, όπου έκανε το ίδιο με προστατευτική στολή, στο Μπορντώ, όπου επαγγέλετο με επιτυχία τον νεκροθάφτη, στο Βούπερταλ, όπου προσλαμβάνεται ως ιεροψάλτης στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα και τέλος στο Μπράιτον, όπου κατατάσσεται στην  9η αποικιακή μεραρχία και πολεμάει τους Αργεντίνους στην τετάρτη κατάληψη των Φόκλαντς.

    Εκπάγλου ωραιότητος δεκαοκτάχρονος μετέφηβος, έρχεται στην πόλη μας να χαρεί τα πλούτη του συνταξιούχος, περιμένοντας τον θάνατό του στα ελάχιστα ρεμ της ατμοσφαίρας μας, όπως και τόσοι άλλοι Μακεδόνες και παντοίοι απόδημοι απ’ όλην την Ευρώπη. Ήδη το Τιμπουκτού μας, είναι η πέμπτη πόλη σε πληθυσμό στον κόσμο.

    Θα θυμάστε ίσως οι περισσότεροι ότι ο λεγόμενος «εμφύλιος του Ζαμβέζη» άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 2010, από μια αστικού τύπου παρεξήγηση. Αυξήθηκαν παραλόγως τα κυκλοφοριακά πρόστιμα, κανένας δεν πλήρωνε φόρους για διαμαρτυρία, οι δυνάμεις καταστολής έδρασαν βιαιότερον του συνήθους, ομάδες αναρχικών έβαζαν βόμβες μέσα σε σκουπιδιάρικα διαλύοντας τις προσόψεις των κατοικιών, ώσπου οι πλουσιότερες συνοικίες έστησαν οδοφράγματα και προσέλαβαν ιδιωτικούς φρουρούς για να προστατευτούν. Σύντομα όλη η κοιλάδα του Ζαμβέζη με επικεφαλής την μητρόπολη του Τιμπουκτού, χωρίστηκε σε τομείς αυτοφυλασσόμενους και αλληλοσπαρασσόμενους. Οι επικοινωνίες ήταν δυνατές μόνον με εξαιρετικά γενναίους αγγελιαφόρους ικανούς για όλα οι οποίοι μετέφεραν μηνύματα από οχυρωμένο σημείο σε άλλο οχυρωμένο σημείο αμειβόμενοι με μυθώδεις περιουσίες. Ο παρορμητικός και έμπειρος Παναγιώτης Τσακίρογλου ήταν από τους πρώτους που έκανε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο επάγγελμα.

    Θα θυμάστε ίσως το επεισόδιο της «απόπειρας Αχράμ». Δηλαδή την επίθεση της  συνοικίας Αχράμ εναντίον της ευπόρου  συνοικίας Νταρ Ελ Αμάρνα, κυρίως εξαιτίας των αποθεμάτων και του εργοστασίου που έβγαζε γαριδάκια, γνωστής φτηνής και ανταλλάξιμης τροφής, αν και κάπως ογκώδους. Ο λόγος ήταν ότι  η συνοικία Αχράμ  εποφθαλμιούσε από τον τομέα Σαραμπάγια ένα ταχυοβιδοβόλο των 75, αλλά οι Σαραμπαγιώτες το πουλούσαν 62 εκατομμύρια γαριδάκια. Έτσι, οι γενναίοι της συνοικίας Αχράμ, έκαμαν έφοδο στην Νταρ Ελ Αμάρνα για να τα αποκτήσουν.

    Ο ευγενής Γκέραρντ φον Στρούμμε, διοικητής της τρίτης ζώνης αμύνης της Νταρ Ελ Αμάρνα, επικεφαλής της μεραρχίας Ολλανδών μεταναστών, της ελαφράς θωρακισμένης μεραρχίας Παπαστρούμφ  που την αποτελουσαν παλαίμαχοι Δανοί, Γιουγκοσλάβοι και Πακιστανοί και μια ομάδα νεαροί Σερραίοι που τους απήγαγαν σκοτεινοί πράκτορες από μια ντίσκο του Δοξάτου ρίχνοντας στάχτη στο ουίσκι τους, καλεί τον Παναγιώτη Τσακίρογλου και μέσα στο χάος της τελευταίας μάχης του λέει:  «Μπορείς να μεταφέρεις στη Σαραμπάγια αυτό το μήνυμα;  «Αγοράζουμε εμείς το οβιδοβόλο σας. Προσφέρουμε… προσφέρουμε…δέκα βιντεοταινίες και ένα καφάσι φράουλες!»

    Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου πήγε να λιποθυμήσει.   Στρατάρχα μου» λέει στο τέλος «το ποσόν που προσφέρετε είναι αμύθητο». «Τίποτε δεν είναι αμύθητο μπροστά στη  διατήρηση των ιδεωδών της Νταρ Ελ Αμάρνα παιδί μου! Πήγαινε και πες στους Σαραμπαγιώτες ότι θα ‘χουν αυτά κι άλλα τόσα, αρκεί να αρχίσουν πυρ κατά βούλησιν κατ’ ευθείαν στους εριστικούς και επίφοβους εχθρούς. Θα αμειφθείς γενναία με…» σώπασε για λίγο, «…με ένα τέταρτο του κιλού βύσσινα!»

    Ο Παναγιώτης Τσακίρογλου φίλησε το χέρι του φον Στρούμμε και χάθηκε στο πυρηνικό σκοτάδι δρασκελώντας τον φράχτη και το οδόφραγμα. Αυτό που έπρεπε να κάνει δεν ήταν καθόλου εύκολο στην κοιλάδα του Ζαμβέζη, άλλα σχετικά απλό για έναν που έζησε στη Μακεδονία όπου πρέπει να αποφεύγεις τις μέδουσες όταν κολυμπάς, τις σακούλες που πετάνε με σκουπίδια από τις πολυκατοικίες όταν περπατάς στους δρόμους, και αντίστοιχες νάρκες παντού.

    Έτσι λοιπόν, με το καταπληκτικό ελικτικό βήμα που έμεινε αργότερα στην Ιστορία της κομμαντικής ως «ελιγμός Τσακίρογλου» κατάφερε να εισχωρήσει στον οχυρωμένο τομέα Σαραμπάγια όπου και άφησε να συλληφθεί προκειμένου να μη τον θεωρήσουνε ελεύθερο σκοπευτή και τον εκτελέσουν. Προς μεγάλη του έκπληξη τον πήγαν  στον γενικό διοικητή της Σαραμπάγια σ’ ένα διώροφο σπίτι που προστατεύονταν από την πλημμύρες του Ζαμβέζη με ένα ανάχωμα από ανθρώπινα κορμιά ασβεστωμένα. Ο διοικητής  σηκώθηκε από τον θρόνο του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήταν η πρώτη αγκαλιά που είδε ο εικοστός πρώτος αιώνας νοτίως της Ρώμης, εκείνο το βράδυ της 22ας Αυγούστου του 2019-τέτοια πίκρα και φαρμάκι είχε υδρόγειο.

    «Πώς λέγεσαι βρε;» τον ρωτάει μέσα στο δάκρυ. «Παναγιώτης Τσακίρογλου» του λέει.

    Ο διοικητής σκουπιζόταν. «Εμένα με λένε Πολύκαρπο Εχμιετζίδη και είμαι από το Τσέκρι, την Παραλίμνη Γιαννιτσών. Ο προπάππος μου εψάρευε καβούρια στη λίμνη Βαν διότι ψάρια δεν είχε και κατέβηκε μετά το 1922 από τα βουνά της Κιλικίας, τι κάθοδος των Μυρίων μπροστά σ’ αυτά που τράβηξε. Κι από την Αττάλεια πήρε μια βάρκα για να βγουν στην Κύπρο και τους έπιασαν Εγγλέζοι και τους πήγαν στη Λαοδίκεια της Συρίας. Κι επέστρεψε στην Ελλάδα μέσω Τεχεράνης και Βλαντικαυκάς. Κι εκεί που ξαναρχίσαμε να ψαρεύουμε στη λίμνη των Γιαννιτσών, την αποξήραναν! Με κάρα, διηγούνται οι παλαιοί, κουβαλούσαν τόνους ψάρι τα γύρω χωριά για μέρες, που πηδούσαν στα χωράφια, μέσα στο ρηχό λασπόνερο. Κι ο παππούς μου ήταν καπνοπαραγωγός κι ο πατέρας μου οδοντίατρος και στα 2003 έγινε νομάρχης Λαρίσσης. Πόσο χρονώ σε διώξανε εσένα από το σπίτι;»

    Δάκρυσε ο Παναγιώτης Τσκίρογλου: «μήτε εννιά χρονώ δεν ήμουνα καλά-καλά». «Α», του λέγει ο Εμφιετζίδης, «εμένα με κράτησαν ως τα δεκατέσσερα, είχανε βλέπεις την άνεση. Και να μη σου τα πολυλογώ, μετά από πολλά που τράβηξα στο Τροντχάιμ της Νορβηγίας, στη Ρουέν της Γαλλίας και ιδίως στην αφιλότιμη τη Μασσαλία, διαβάζω μια μικρή αγγελία ζητείται άνθρωπος ικανός για όλα και πήγα. Ήταν σ’ ένα στενάκι στη Μασσαλία, η αντιπροσωπεία των ευπόρων κατοίκων της Σουραμπάγια. Μου λένε «είστε ικανός για όλα;». «Ναι» τους απαντώ. Μου λένε «βλέπετε αυτήν την φράουλα; Είναι δική σας!».

    Ψύχραιμος εγώ, αν και με μισή φράουλα τότε, όπως θα θυμάσαι, αγόραζες όλη τη Θεσσαλονίκη, τους λεω «ευχαριστώ». Τότε ένας μου λέει: «Πατήστε την κάτω αυτή τη φράουλα, με το παπούτσι σας, λυώστε την, αν είστε ικανός για όλα». Δεν το σκέφτηκα πολύ, την ποδοπάτησα αμέσως. Αυτό ήταν! Σε διορίζουμε αρχηγό του στρατιωτικού τομέα της Σαραμπάγια παρά τον ποταμό Ζαμβέζη μου λένε και έτσι είμαι εδώ. Και τι θέλεις τώρα ως αγγελιοφόρος;»

    «Καταστρέφεται η Τελ Ελ Αμάρνα, πατριώτη!» λέει ο Παναγιώτης Τσακίρογλου θερμότατα. «Έχει επιτεθεί πανστρατιά η  επίλεκτη αφρόκρεμα της Αχραμ και η αντίσταση καταρρέει, όπως κατέρρευσε ο αθηναϊκός στρατός στη Χαιρώνεια, όπως ελύγισαν περσικά βέλη τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, όπως το άνθος των βυζαντινών οροφυλάκων κατεσφάγη στον Ιερομίακα, το σημερινό Γιαρμούκ αρχές του εβδόμου αιώνος από τους Άραβες, όπως απεπνίγη στο αίμα του ο Αγαλλιανός και ο Ντεμουλέν και ο στρατός του Δούκα της Οράγγης και οι Σκοτσέζοι στο Λώντερ και ο Μπουντιένι στην Ουκρανία και ο Μόντελ στη Σαξωνία…»

    «Πού τα ξέρεις βρε εσύ αυτά;» ρωτάει ο Μακεδών πολέμαρχος. «Τι που τα ξέρω…μικρός τακτοποιούσα το ταμείο του σουπερμάρκετ του πατέρα μου κι έκοβα σελίδες από τα βιβλία για να δίνουμε ψιλά, ρέστα. Έτσι, έμαθα να διαβάζω.»

    «Ξέρεις να διαβάζεις;» φρίττει ο πολεμιστής. «Έξοχα! Να σώσουμε τη Νταρ Ελ Αμάρνα, αλλά εσύ θα κάτσεις πλέον κοντά μου. Θα περάσουμε ζωή χαρισάμενη. Θα τρώμε φράουλες και θα μου διαβάζεις ιστορίες για να κοιμάμαι ήρεμος!»

    Έτσι, σώθηκε με το οβιδοβόλο των 75 η αγαπημένη μας συνοικία κι αργότερα, από εδώ άρχισε η περίφημη επέλαση της στρατιάς φον Στρούμμε- Εχμιετζίδη-Τσακίρογλου, που οδήγησε μετά δεκαετή και πλέον λυσσώδη αγώνα στην αποκατάσταση της ενότητας της πόλεως του Τιμπουκτού και στην ανακήρυξή της ως ιερής πόλης των αποφύγων, των μεταναστών, των αποδήμων και λοιπά.

    Είμαστε σταγών ευνομουμένης πολιτείας στον ωκεανό δύο ημισφαιρίων διαλελυμένων και σπαρασσομένων. Φυσικά, ο εικοστός δεύτερος αιών μας βρίσκει εις απείρως καλυτέραν κατάστασιν. Ειρήνη θανάτου επικρατεί στα πλέον ανήσυχα σημεία της υδρογείου και πολιτισμικές διεργασίες αρχίζουν δειλά να αναφαίνονται σε διάφορα μέρα. Ποιος μπορεί να λησμονήσει τα πεντέμισυ εκατομμύρια θεατών που  χάρηκαν την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε εκείνην την θρυλική παράσταση του σταδίου Μαρακανά της Βραζιλίας, παιγμένη από τους έξι ηθοποιούς που βρέθηκαν να έχουν επιζήσει σε όλην την υφήλιο; Και τι να πω για την δανειστική βιβλιοθήκη «το τσακιρόγλειον ίδρυμα» που είναι το κόσμημα της Μεγάλης Παναγίας της Χαλκιδικής  και όπου η καθημερινή ουρά των προσερχομένων είναι πάνω από πέντε χιλιόμετρα ενώ η σύνθεση είναι κυριολεκτικώς διεθνής. Μέχρι και από την Αυστραλία με τα πόδια έρχονται για  να δανειστούν ένα βιβλίο.

    Για όλους αυτούς τους λόγους, ο λαός του Τιμπουκτού και εγώ προσωπικώς αποκαλύπτω σήμερα τον ανδριάντα του Παναγιώτη Τσακίρογλου που τοποθετείται μπροστά το κτίριο της Αστυνομίας σποτέλεσμα διαγωνισμου μεταξύ τριάκοντα δύο γλυπτών που εντούτοις εκέρδισε ο επτάχρονος Ζαν Λυκ Ντεπαρντιέ που έριξε τη ιδέα και ο Κιάν Τσινγιάν που την εξετέλεσε με πολυεστέρα και χρωστική.

    Ιδού:

    Μια υπερμεγέθης φράουλα, στίλβουσα, λαμπερή, μακεδονική, καμάρι της Χαλκιδικής της Ρεβενίκειας χάρη που θα θυμίζει εσαεί στους Τιμπουκτιώτες τις ο Παναγιώτης Τσακίρογλου και ποία τα έργα του!

    Ευχαριστώ.

     

    Κείμενο του 1986, στην ραδιοφωνική σειρά “Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονία” στον ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Υπάρχει και μια ηχογράφηση στο “Βαφοπούλειο” αρχές του 90. Η σειρά είχε σαράντα επεισόδια, από τα οποία πρέπει να έχουν σωθεί στο αρχείο μου αρκετά. Γραμμένο σαφώς μετά το Τσερνόμπιλ, αλλά και το καλοκαίρι επειδή  Παναγιώτης Τσακίρογλου είναι το όνομα του κιθαρίστα “Αιγυπτίου” που έπαιζε στην παρωδία των “Νεφελών” η οποία παρουσιάστηκε τότε στη Σαλονίκη, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τους Φιλίππους.

     

  • O στόχος και οι κύκλοι του

    Κινούμενος στόχος: ο Μπουτάρης, και δύο συνοδοί που διαγράφουν μια τεθλασμένη από τα διακοσμητικά αντιαρματικά του Λευκού Πύργου έως τα ντόκια του Βασιλικού θεάτρου. Στη διαδρομή, ο Δήμαρχος χτυπιέται, σπρώχνεται, πέφτει,τον σηκώνουν, πονάει, και τελικά μπαίνει σε αυτοκίνητο. Κλωτσηδόν.

    Πρώτος κύκλος, μικρός: στη διαδρομή, τον ακολουθούν επιτιθέμενοι που βρίζουν, χειροδικούν, τον λοιδωρούν, ακούει τα σχολιανά του, ο άνθρωπος που τον προστατεύει δεν προλαβαίνει όλα τα χτυπήματα, απωθεί έναν και του την πέφτει άλλος. Από τα μπούνκερ έως το Βασιλικό. Οι επιτιθέμενοι εναλλάσσονται, ακολουθώντας τον. Δεν γίνεται μπούγιο. Ο Δήμαρχος είναι απροστάτευτος. Όποιος γουστάρει, ακόμη κι αν βαστάει παιδάκι στην αγκαλιά, μπορεί να πλησιάσει, να γκαρίξει,να κλωτσήσει.

    Δεύτερος, ευρύτερος, επίσης κινούμενος «μπάφερ» κύκλος, ο λεγόμενος ουδέτερος. Είναι οι φωτογράφοι, οι βιντεοσκόποι, οι «ουδέτεροι» παρατηρητές ενός διασυρμού, μιας ξεφτίλας, που όμως «αποτυπώνουν και καταγράφουν» τη μαλακία. Ένα μπλόκο να σχημάτιζαν αυτοί οι ουδέτεροι γύρω από τον Δήμαρχο, θα το γλύτωνε το ξύλο και το σπρώξιμο.

    Αυτοί οι «ουδέτεροι», οι διαφωτιστές του Γενικού Κοινού, που θα ταΐσουν με αποδεικτικά στοιχεία τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο, θα έπρεπε να κάνουν έναν κύκλο άμυνας γύρω από τον Δήμαρχο και να τον υπερασπιστούν. Αυτοί. Δηλαδή εμείς. Δηλαδή εγώ.

    Και γιατί δεν συνέβη, όπως ποτέ και πουθενά,nστις δυο γενιές που έτυχε να ζήσω, δεν συνέβη; Διότι αυτοί, εμείς ,εγώ, «προκλήθηκαν». Ο Δήμαρχος έτσι, ο Δήμαρχος αλλοιώς. Ψηφισμένος δυο φορές. Στο κοινό που τον προπηλάκισε, δεν είδα ποντιόφατσες και ξέρετε ποιους εννοώ. Στις εικόνες είδα φίδια κολοβά και δηλητηριώδη, που τα ταχταρίζουν επειδή και το φαρμάκι της οχιάς είναι χρήσιμο στην πολιτικάντικη διαδικασία.Και να τον σκότωναν, η προτομή που θα του έστηναν οι δείλαιοι, θα καννιβαλίζονταν ώσπου να απομείνει μια λερωμένη βάση.

    Μήτε η γενοκτονία, μήτε τα pride, μήτε ο Κεμάλ. Φταίει που στον χώρο της Ερμού, δεν υπάρχει Μνημείο του Διωγμού, αλλά τρεις διαφορετικές εκδοχές του, συν ένα χαμένο μνημείο (που έστησε το ΕΑΜ στην απελευθέρωση) συν ένα κακέκτυπο των «πολιτών του Καλαί». Και το μόνο που θα είχε ελπίδες επιβίωσης θα ήταν ένα έκτο μνημείο που θα δείχνει το μέρος που βρισκόταν «το κουρδιστό γουρούνι».

    Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Σκάνιασα, αρρώστησα. Η παραγωγή αγανάκτησης είναι πλέον καθετοποιημένη.

    Για την ώρα, τα αντίμετρα που βγαίνουν από το λιντσάρισμα, είναι αναμενόμενα: ένα συλλαλητήριο, όπου θα μαζευτούμε και θα πάτε. Η λαμπρή Δημοκρατία μας, είναι μανούλα στις μαζικές κηδείες.

    Πιο κάτω, πιο παλιά, πιο πέρα, δεν γράφω. Επειδή φταίω.

  • Εδώ είναι Μπαλκάνια και είναι παίξε γέλασε…

    1.

    Οι βυζαντινοί είχαν vague ιδέα για τα εθνοτοπικά τους. Περισσότερη από εμάς. Ο Τζέτζης, ποιητής, εξηγεί:

    Παίονες γαρ οι Βούλγαροι. Μη πείθου τοις βουβάλοις

    οι έτερον του Αξιού λέγουσι τον Βαρδάρην

    Και ο Ιωάννης Κατακουζηνός, νικώντας τον Μομιτσίλο και καταλύοντας την ανταρσία του, περιφέρεται ανάμεσα στους νεκρούς και θρηνεί επειδή, εκτός από τους εδικούς του, κείτονταν Ρωμιοί και δη Ξανθιώτες «ους ο πολλών δακρύων αίτιος εμφύλιος πόλεμος παρηνάλωσεν. Ούτω μεν ουν ο Μομιτσίλος ήνθησέ τε εν ολίγω και επί μέγα έδοξε τύχης προελθείν και τάχιον απήνθησε και κατερρύη» ενώ το αίμα ξεραίνεται στα χορτάρια.

    Πάντως, ήξεραν το leasingm διό και λογοτιμήτες ημιαγνώστους που έπαιζαν τους νομιμόφρονες αποκαλούσαν «λίζιους».

    2.

    Ο Αμούρης ξαμολάει τα εβδομηνταπέντε λαντίνια του από του Γκιουμλούκ την απανεμιά ως τη Θάσου το εργοτάξιο, όπου Λέων ο Τριπολίτης φτιάχνει τα μάγγανα για να πατήσει με πενήντα εφτά κυβαίες τη Σαλονίκη και ο Μπλαχάβας ζαλίζεται καθώς αρπάζει από το κουρσάρικό του των μπρικιών τα φορτώματα και ο Άμποτ θησαυρίζει από τις μονές γλυπτές καρίνες που πωλεί στη Φραγκιά, κόβοντας του Ολύμπου καραγάτσια ενώ το αίμα στεγνώνει στα χορτάρια.

    3.

    Κατεβαίνουν προσφυγιές Μποσνιάκων και Κουμάνων στις ακροποταμιές, ξερνώντας στην Χηναρού σκλαβάκια από το Τούνεζι και αυτοκτόνους που έδεσαν τριχιά στο λαιμό και πνίγηκαν, τραβώντας τους χωρίς την πέτρα που αγκάλιασαν και τους σπάζουν τα μπράτσα για να χωράνε στο λάκκο που τους έχωσαν, ενώ της πανούκλας τα εμετά τα τρώνε συναγριδάκια της Παλιομάνας, ενώ το αίμα παγώνει στα χορτάρια.

    4.

    Και στη Φύσκα και στους Εορδούς και στα έμπεδα της Αντάντ, κυβερνάει προσωρινός και θηριώδης ο Μπερίβοης του Μαύρου Όρους ή του Καραντάγ με μόνη υψιπύλη προς τον αιγιαλό τα εγκρεμνά των Ζεστών Νερών ή των θερμών υδάτων και της Αργίλλου την λοξή χωροταξία, όταν άργελλα λέγουν τα καυτά νερά και άργελο έναν μπόντικά με μύτη φτερωτή ενώ το αίμα σταλάζει στα χορτάρια.

    5.

    Και παντού μανάδες και παραμάνες βυζαίνουν τα βρεφάκια πριχού τις σκλαβώσουν αναβάσταγοι των θρησκειών και καλογεράκια από τέσσερις πίστεις, δίπλα σε ταφές νυμφών και ντεντέδων και των Βακχιδών τα μέλη, χορτάτα με πληγές, ενώ το αίμα σταλάζει τα χορτάρια.

    6.

    Ακροπολίτης, Σταμπολίνσκι, Εμβέρ και Δράμαλης, με τον Χιμένες και τον θάνη των Ανζού και τις προτομές των κομιτάτων από πέντε γλώσσες και δεκαεφτά ιδιόλεκτα, έτσι οι Λιάγκραβοι, αλλέως οι Τσούκνοι , το νιζνάμικο ερώτημα και ο  βλάχος πολύς όμιλος, στοιχειώνουν τα μονόξυλα και τα άδρυα του Βάλτου και το τροχαίο του Χοίρου και του Τέρβελι την συμμαχία και το μίσος των Μακεδνών και Πελασγών, στο δρόμο για τα χειμαδιά, να καίνε διάφανα φτεράκια μυρμηγκιών, ενώ το αίμα κυλάει σε ρυάκια στα χορτάρια.

    7.

    Εδώ είναι μπαλκάνια, εδώ είναι πες και γέλα, παίξε γέλασε, απάτη και αλήθειες ντανιασμένες προς εξαγωγή και ψαλλιδόκωλοι με περήφανο αυτί και κυράδες να κάθονται σταυροπόδι πάνω σε βιενέζικες καρέγλες ενώ το αίμα κρυσταλλιάζει βαθυκόκκινο στα χορτάρια.

    8.

    Έβδομο και φαρμακερό, από το Σίρμιο κι έως την Μαΐνη, οι άνδρες πίεζαν το ζυμωτό ψωμί κατάστηθα και με το κουζινομάχαιρο έκοβαν φετάρες, στρέφοντας τη λάμα κοντά στο λαρύγγι τους. Είτε Βαρδαριώτες είτε Βεσσοί, Αφιδναίοι και Αιτωλοί, πάντα με δύο αγάπες, πάντα κουλαΐτες και παεζάνοι, παρακατιανοί και κυνηγοί μιας κόρης στα γυαλιά με το αίμα της να στάζει κατακόκκινο στα χορτάρια.

     

    Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο σε κώδικα που διαβάζεται μόνον αν κάμετε τον κόπο να ξεχορταριάσετε.

     

  • Ρωτήστε και τους Κρουσοβίτες, λέω.

    Δεν πρόλαβαν να εκφραστούν οι “ειδικοί” και επεφάνη αντίλογος, προφανής συνέπεια του Ιλιντενισμού, ως ευτυχούς αναπλήρωσης του χαμένου αρχαιομακεδονισμού. Τόσο τους άρεσε η ιδέα του Ζάεφ, ώστε ρωτάνε πόσα χιλιόμετρα απείχε η Ελλάς από το εξεγερμένο Κρούσοβο και τι μαλακία είναι να θεωρούμε το νέο επίθετο ως καραμπινάτο αλυτρωτισμό.

    Απείχε όσο και η Βουλγαρία, γατόνια! Μόνο που δεν υπήρξε ποτέ φόβος κενού. Ενδιαμέσως υπήρχαν πατριαρχικοί και εξαρχικοί, λεηλασίες συνειδήσεων, αντάρτικα και κομιτάτα, προξενεία και οργανώσεις, κατάσκοποι και πολλοί νεκροί.

    Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν πολέμησαν Μοϊκανοί  με Κομάντσι. Και σε καμιά περίπτωση δεν αντιδρούνε μόνον οι εθνικιστές.

  • Τσόρτσοπ, που λέμε στα μέρη μας!

    H Βουλγαρία αφυπνίσθηκε εθνικά μετά το 1876, και με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878 υπό την επιρροή της Ρωσίας, απέκτησε δυνητικώς σύνορα που κάλυπταν τη μεσαιωνική Δυτική Βουλγαρία, έως το Δυρράχιο. Αυτό δεν αναγνωρίστηκε από τις μεγάλες Δυνάμεις, αλλά κέρδισε την αυτονομία της σε ένα μικρότερο τμήμα. Το 1875 κέρδισε την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας, μετά από απρόσμενο στρατιωτικό θρίαμβο επί της Σερβίας. Έως το 1908, που έγινε όντως ανεξάρτητη, εργάστηκε αόκνως για τον προσεταιρισμό βουλγαρόφωνων πληθυσμών προς τα νότια και δυτικά της σύνορα. Καθώς είχε εργαστεί επιτυχώς με την μέθοδο των αυτονομήσεων, έπραξε το ίδιο με την δημιουργία μιας οργάνωσης «Μακεδονοαδριανουπολίτικης», την ΕΜΕΑΟ που υπό διάφορες μορφές κατέληξε σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού: ένας κλάδος της, οι Αυτονομιστές πρέσβευαν μια «Μακεδονία για τους Μακεδόνες», ένας άλλος, οι Βερχοβιστές, μετά το 1894, δούλευαν για την προσάρτηση εδαφών στην Βουλγαρία.

    Οι Αυτονομιστές, οργάνωσαν την εξέγερση του Ήλιντεν, με στόχο τον προσεταιρισμό των υπό τους Οθωμανούς Χριστιανών. Ξεκίνησαν ανήμερα του προφήτη Ηλία, με το Ιουλιανό ημερολόγιο και απέβλεπαν στην εξέγερση βουλγαροφρόνων και vς ένα όριο και βλαχοφώνων και αλβανοφώνων. Το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο ήταν βλαχόφωνοι οικισμοί, και τους ήθελαν κυρίως για υποστήριξη,  χρήματα και να δώσουν την εικόνα χριστιανικής εξέγερσης. Ανήμερα της Μεταμορφώσεως ξέσπασε εξέγερση στην Στράντζα και στο Μπουργκάς. Αμφότερα τα κινήματα κατεστάλησαν σε μερικές εβδομάδες.

    Επιπλέον, επειδή οι ορθόδοξοι ήταν χωρισμένοι σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς, το γλωσσικό κριτήριο δεν ήταν ασφαλής δείκτης. Εξελίχτηκε σε έναν εμφύλιο μεταξύ σλαβοφώνων, ενθέρμων υπέρ της Βουλγαρίας ή της Ελλάδας, με επιρροή, βοήθεια και σχεδιασμό από τα δύο κράτη, όσο και όπως μπορούσαν και καταλάβαιναν. Ο Μακεδονικός αγώνας, ακολούθησε και ατόνησε μετά τους Νεότουρκους, και μετά, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο.

    Στην Αθήνα, ένας από τους ηγέτες των Αυτονομιστών, ο Βασίλ Τσακαλάρωφ, προώθησε και εν μέρει κατόρθωσε να στήσει δίκτυο αγορά όπλων από τα περισσεύματα του ελληνικού στρατού και αρκετοί τον παίνευαν ως ήρωα της βαλκανικής αντίστασης κατά των Oθωμανών. Πολέμησε σε περιοχές της Καστοριάς, της Φλώρινας και στην Τσεγάνη (Άγιο Αθανάσιο του Καιμακτσαλάν) με την ομάδα του. Είχε σκοτώσει και Ζάικους, από το σόι του σημερινού μπλούζμαν Ηλία Ζάικου. Κάθε χώρα, Σκόπια, Ελλάδα, Βουλγαρία, περνώντας τα σύνορα, επαινεί τους δικούς της μακεδονομάχους.

    Την επέτειο την εορτάζουν οι της FYROM.

    To σχέδιο Ζάεφ, ακυρώνει την προσέγγιση Ελλάδας Βουλγαρίας, στοιχειοθετεί την επιρροή της Βουλγαρίας στο κράτος του και επιβεβαιώνει πως τα καμάρια μας που ξενυχτάνε, νομίζουν πως αλυτρωτισμός είναι μερικές αράδες σε ένα Σύνταγμα. Αρνούμαι να πιστέψω πως είναι τόσο, μα τόσο άσχετοι. Καθώς κατά απόλυτη υπεροχή, το έργο Αυτονομιστών και Βερχοβιστών, εκτελέστηκε εν πολλοίς εντός των ελληνικών σημερινών συνόρων, μπατσίζει τους Βλάχους και άλλα πολλά.

  • Σας γράφω από έναν τόπο μακρινό

    Ο κρόκος:

    Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία

    Το ασπράδι (για να μη χαλάσουν το Σύνταγμά τους):

    Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία

    Των Αλβανών, των Μακεδόνων, των Σόπτσηδων, των Βλάχων, κι ό,τι προαιρείσθε.

     Το Τσόφλι:

    Μερική επιστροφή στην τιτοϊκή ονομασία που δεν δημιουργούσε ποτέ πρόβλημα στην Ελλάδα.

  • Ληγούστρα

    Είχα εντυπωσιαστεί που ο Μπίλης, ετών έντεκα και συνομήλικος, είχε κανονίσει ραντεβού με την πανώρια Βυζαντία και βγήκαν τσαϊράδα στο μεγάλο Πάρκο. Δεν είχαμε βγάλει την Πέμπτη τάξη και η άνοιξη όλο κελαηδισμούς.

    Πήγα στο διάλειμμα και βρήκα την Ομπαρλού. Της λέγω να βγούμε ραντεβού. Γιατί να βγούμε; Με ρωτά. Θέλω να δω αυτό, της λέγω και της δείχνω την περιοχή του αιδοίου της. Απαντά. Εντάξει, αλλά μετά το σχόλασμα. Πήγαινε και περίμενέ με στη ληγούστρα. Της λέγω. Πού ακριβώς στη ληγούστρα; Ήταν μεγάλη βραγιά και περίπλοκη. Μου λέγει. Μετά τις κούνιες, στη γωνία.

    Πήγα και περίμενα και όντως ήταν παντού τριγύρω πρασινάδες, κρυψώνα. Έρχεται και καθόμαστε απέναντι στο χώμα. Κοιταζόμασταν. Της λέγω δείξε μου. Ξεκούμπωσε τα κάτω κουμπιά της ποδιάς της και την άνοιξε. Κατέβασέ το της λέγω και δείχνω το λευκό βρακί της. Το κατέβασε και το είδα. Απόμεινα εκστατικός και εμβρόντητος. Εντάξει; Με ρωτά. Να βάλω το δάχτυλό μου μέσα; Τηνε ρωτάω. Βάλε το μου λέει. Και το βάζω Ήταν σιωπή γύρω, κρυψώνα, μια στιγμή του άκαρδου παραδείσου. Και ξαφνικά στην ώρα της Αφής, η ληγούστρα ζωντάνεψε και από το φύλλωμα ξεπετάχτηκαν παιδικά κεφαλάκια. Της Γιούλας,της Δήμητρας ,της Ελένης, άλλα δύο πίσω μου. Κοίταζαν γελώντας και χάθηκαν ευθύς τσιρίζοντας «ο Πάνος της έπιασε το πράμα, ο Πάνος της έπιασε το πράμα!»

    Η Ομπαρλού μου χαμογέλασε και κουμπώθηκε. Τα κορίτσια την περίμεναν στις κούνιες, και όλες μαζί άκουγαν τις περιγραφές της. Βγήκα κι εγώ και πήγα σπίτι.

    Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν ότι η Ελίζαμπεθ Τέιλορ η αντροχωρίστρα, παντρεύτηκε τον Έντι Φίσερ και η Ντέμπι Ρέινολντς ήταν χάλια.

  • Καυσοκαλυβιτισμός

    Όχι καλέ. Το εμπεδώσαμε. Δεν πάτε για εκλογές το φθινόπωρο. Θα περιμένετε να πήξουν οι ζελέδες, να φάτε στη μάπα συνταξιούχους και μηδενικό αφορολόγητο, ώστε ο κύριος Κυριάκος να μάθει πού ακριβώς πρέπει να δένει τα κορδόνια του.

    Μπα, δεν θα γίνουν. Παραείναι στημένο. Παραείναι ανέκδοτο. Κι εσείς δεν αστειεύεστε. Υπάρχει ακόμη μέσα σας το φως το αληθινόν και η ασυγκρίτως ενδοξοτέρα των Σεραφείμ κινούσα Δύναμις.

    Ο Μάιος μας ήλθε, αλλά δεν πέρασε. Αυτά που επαπειλούνται, ξεπερνούν την φαντασία. Και θα την λουστείτε βάναυσα, εάν  αργήσετε. Το μόνο που σας νοιάζει, είναι να σας διαδεχτεί κάποιος με πλήθος προβλημάτων. Δεν εμπεδώσατε τι μανίκι είναι η συγκυβέρνηση με «κεντρώους» που καλόμαθαν στα σύκα.