Για να είμαστε σε θέση το 2018 να ξέραμε τι συνέβη του 1963, μία λύση υπάρχει: η αντιστροφή της σχολικής ύλης. Δηλαδή στο Δημοτικό να μας δίδασκαν τα γεγονότα απο σήμερα έως το 2010, Πρώτη-Δευτέρα γυμνασίου από το ξεσάλωμα των τραπεζών έως την Κρίση, στην Τρίτη Γυμνασίου από την Μεταπολίτευση στον ΜεταΚοσκωτά, ενώ στο Λύκειο, από τον Πιουριφόι στον Τάσκα. Μόνον τότε οι 17ρηδες θα είχαν πρόσφατα τα γεγονότα του 1963. Όλα εγώ πχια.
Author: Πετεφρής
-
Παιδικό πρόγραμμα
Μήτε στιγμή δεν το έχαψα πως υπάρχουν παιδικά κόμικς. Από τον Μαντρέηκ και τον Ριπ Κίρμπυ έως την little Dot και τους πιγκουίνους της Μαδαγασκάρης είχα την βεβαιότητα πως διάβαζα πολιτικά κείμενα. Ειδικά, κάτι απωανατολίτικα και κάτι με πριγκηποπούλες και αστεράκια, μέσα από την απλόνοιά τους, είναι πλήρεις πολιτικές πλατφόρμες.
Όλα πάντως ήρθαν και πέρασαν έως το Rabbids invasion. Αυτά τα εξωγήινα μπαρμπαδέλια, περιγράφουν μια κυβέρνηση, πολύ κοντά στη δική μας. Και όχι αστεία με το φεγγάρι, την επισυναγωγή του ουτοπικού σοσιαλισμού, όπου προσπαθούν να επιστρέψουν μαγεμένα με ποικιλία εφαρμογών. Οι άλλες πτυχές της πολιτικής εκπροσωπούνται από το ανθρώπινο γένος, επάξια. Κι όταν τα κουνέλια «ερευνώνται» και μεταμορφώνονται σε χορευτές και αγνοούν λειτουργίες που μας φαίνονται αυτονόητες, όπως μια σκάλα ή μια μπάλα, δεν έχω παρά να τα ξεπατικώνω, όποτε μου κατεβαίνει και γράφω πολιτικό σχόλιο.
Μια συλλαβή ξέρουν: Το Bwa. Σε παραλλαγές. Φτάνει και περισσεύει. Τους κατακλέβω ασύστολα. Και την καταβρίσκω.
-
Aποτύπωση
Καμία διάθεση για προφητεία, καμία διάθεση για δράματα.
Όταν στη Θεσσαλονίκη εκστρατεύει ο πρωθυπουργός για να τα βρει με τον Δήμαρχο, η κατάσταση δεν διαφέρει από τον Σερίφη του Νότινγχαμ που ζητά την ιδιοκτησία του δάσους του.
Το δάσος της Θεσσαλονίκης κατέχεται από το σύνδρομο του «όχι» και του «έως πότε». Δεν διοικείται με αντιπροσώπους, ιδίως όταν το ‘χετε υποσχεθεί σε ανίδρωτους λατόμους και λαμπερτζάκηδες. Ο Σύριζα παράγει κεντριστές πολιτευτές και αταξικούς αντιπροσώπους. Δεν θα διοικηθεί με τον Μηταφίδη και τον Κουράκη, μήτε με τους θεοτικούς, μήτε με τους απογόνους των «συμμοριόπληκτων». Η πόλη έχει φέουδα, φεντεραλισμό, απουσία ιδεολογίας, θυμό και ομάδες που ενίοτε αλληλοσφάζονται, ενίοτε συμμαχούν. Με το ίδιο τουπέ, με τον ίδιο ρυθμό. Όποτε δοκίμασαν να την πείσουν μοιράζοντας λάφυρα, την πάτησαν. Όποτε βασίστηκαν στις γύρω σκλαβηνίες, απατήθηκαν. Ήταν μια πόλη που δεν είναι πια, μια πόλη στρατόπεδο των μποσταντζήδων της Αντάντ, με κολαστήριο το Επταπύργιο και σε πόλεμο με την ύπαιθρό της. Κι όμως, αυτοί οι φιλότιμοι μπαγιάτηδες που λένε «όχι» συνεχώς, δεν βολεύτηκαν με το καλαπόδι περαστικών ηγετών. Αλαφροπατώντας υποσχεθείτε τα ακατόρθωτα και τέρμα. Αρουραίοι μεγέθους προβάτου σουλατσάρουν στα λαδάδικα.Φεύγοντας, μη κλείνετε τις πύλες. Δεν υπάρχουν, ανόητοι. Πάρτε κάνα μπατιρόσπορο για την επιστροφή. Είμαστε χωρισμένοι, αλλά αδιαίρετοι.
-
Θεσσαλονικείς γουαναμπήδες.
Μαζεύθηκαν οι Θεσσαλονικείς
Να δουν της Δημαρχίας τα πουλέν
Τον Μπαρμπαγιάννη και τα άλλα του στελέχια
Την Καλυψώ και δύο σωματοφύλακες
Που πρώτη φορά τους βγάζανε απ΄το μουσκιο
Εκεί να τους κηρύξουν Δημοκράτες
Μες σε λαμπρό συνωστισμό δημοσιογράφων.
Η Καλυψώ-την είπαν άνασσα
Της πόρτας, του αγκαζέ και της φροντίδας
Οι συνοδοί-τους είπαν άρχοντες
Και κόφτες σε κλωτσίδια κλαψομούνηδων
Ο Μπαρμπαγιάννης στέκονταν παρατσιπρίως
Ντυμένος κουστουμιά από ράφτη Νέβεσκας
Απλούς, χαμηλοθώρης, αρετές κεκοσμημένος
Διότι στα μέρη μας μετράει η σεμνότης.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους Σωτήρες
Αυτόν τον είπαν Αιωνόβιο Δημοκράτη.
Οι Θεσσαλονικείς ήξεραν βεβαίως
Που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική
Ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό
Το Δημαρχείον ένα κοίλον κατόρθωμα της Μπαουχαζίας
Ο Μπαρμπαγιάννης όλος στιβαρή συνοδοιπορία
(της πτωχομάνας τέκνον, αίμα των Αρμανιδών)
Κι οι Θεσσαλονικείς έπιαναν το σήμα από την ΕΡΤ
Και σχολιάζαν, έχασκαν κι επευφημούσαν
Ελληνικά, συριζικά και ποιοί μπαγιατεμένα
Μ’ ολο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά
Tι τραμπουκιά καρτέραγε αυτές τις Δημοκρατίες
-
O Σαυρομάτης
Στο μικρό νησί, όπου με έρριξε πάνω στη φρίκη της υψηλής σεζόν μια βλάβη του θεσμικού σκυλοπνίχτη, οπότε δεν θα ήμουνα παρών στη συνάντηση με τα τσακάλια της παρέας στον Γροίκο να χαζεύουμε την Καλλικατσού και διαλέγοντας βότσαλα, στο ταβερνάκι είδα έναν σαυρομάτη.
Υπάρχουν παντού στο Αιγαίο. Εννοώ τους μελαψούς επιχώριους που ζαλώνονται στο στήθος χαϊμαλιά, έχουν προφανώς ενδιαφέρον σώμα, λείο και αρμυρισμένο, και το μάτι τους είναι σκληρό και κίτρινο σαν της χελώνας. Πήγα να φάω και από τα τέσσερα τραπέζια μόνον στο δικό του είχε θέση να καθίσω. Με κάλεσε.
«Ευχαριστώ, είμαι ο Πετεφρής» του λέω. Συστήθηκε ως Κορνήλιος. Φορούσε και σταυρό. Βαπτισμένο στην οργόνη. «Ήρθες με τον σκυλοπνίχτη; Αύριο θα φύγεις και παίζεται. Βρήκες να μείνεις;»
«Όχι»
«Θα σου βρω εγώ. Τζάμπα.» Έδειξε ένα εκκλησάκι. «Μάλλον θα συνταξιδέψουμε. Δεν έχω τι να κάνω. Τρία στρέμματα έμειναν»
«Τρία;»
«Ναι. Τις έχω γαμήσει όλες» Έδειξε πέρα και πίσω του. «Εκτός από τρία στρέμματα, στα δεξιά»
«’Ολες;»
«Όλες. Με το κόλπο του Κορνήλιου».
«Τι κόλπο είναι αυτό;»
«Και να σου το πω, δεν θα το πιστέψεις» Καιγόταν να μου το πεί.
«Μήτε φλερτ, μήτε γκομενιλίκια. Αγγίζω τους κροτάφους των». Έμοιαζα να χάσκω. «Τα μηνίγγια τους»
Είχε δίκιο.
-
Ανήμερα που κηδεύεται ο Χάρρυ, σκέφτηκα πως η φωνή του Τραμπάκουλα, ήταν συνδυασμός του γεροΚαραμανλή και του Κορλεόνε πατρός. Κακώς την θεωρούμε βλάχικη.
-
Το σκότος και η φυλακή
Διαφήμιση. Μαύρα σκοτάδια. Εκείνη, ξάπλα, υποφέρει. Μοιάζει με ακόλουθο της Χιουρέμ σουλτάν και το ημίφως δείχνει ημικρανία. Έρχεται στα τέσσερα με πυτζαμούλα, ένας που μοιάζει με τον παράφωνο των Γκράν Φάνκ ζητώντας κοκό. Εκείνη του προτάσει πόνους. Πονόδοντο, πόνο περιόδου, τέτοια και βάζει στην καούκα μια λαστιχένια φούσκα, τάχα ανακούφισης. Εκείνος, αντί καμιά καπότα βγάζει απ’ το πυτζαμάκι ένα αποτελεσματικό παυσίπονο. Η Χιουρέμ το βλέπει και της πέφτει το ύστερο. Η διαφήμιση είχε και δεύτερο μέρος, όπου ο τυπάς είναι κάτω από τα παπλώματα και του έχει η άρρωστη ρουφήξει πάσα ικμάδα. Η τέως άρρωστη γίνεται καυλώδης και θέλει κι άλλο. Αυλαία. Κι αυτό, όχι, δεν είναι βία. Δεν είναι προσβολασιόν, δεν είναι μια μαλακία και μισή. Είναι το φάρμακο που πρέπει να πωληθεί, δεν ξέρω το γιατί. Μύρια τέτοια. Κατά τα άλλα, εκλογές και το λουρί της μάνας.
-
Στήλη ύδατος και στήλη άλατος
Toν έλεγα μπαμπά στο σπίτι και κύριο στο σχολείο. Σε μια έκθεση, Γενάρη του 1960, δηλώνω πως αγόρασα από τα κάλαντα τη Μυστηριώδη νήσο του Βερν. Θυμάμαι μόνον τον Πενκρώφ που ήταν ναύκληρος και τον κάπταιν Νέμο. Αλλά το διάβαζα λυσσασμένα. Σε άλλη έκθεση με ελεύθερο θέμα διάλεξα «μια ξαφνική βροχή». Ήταν γεγονός της 25ης Μαΐου. Είχε πλημμυρίσει το ταρατσάκι του σπιτιού που νοικιάζαμε. Στο ταρατσάκι παίζαμε με τον αδερφό μου. Συνήθως βάζαμε σε ροζαλιά σωληνάρια Τυζάλ λίγη Πιπεραζίνη, που ήταν φάρμακο για τα νεφρά και έμοιαζαν με πορώδη μικρά λευκά σκουληκάκια. Βάζαμε και έντομα μέσα, και λίγο νερό, κλείναμε το καπάκι και γινόταν πύραυλος το σύνολο. Κάναμε τα μυρμηγκάκια αστροναύτες. Η μετάφραση της Μυστηριώδους Νήσου είχε μπει στη λέμφο μου. Ηφαίστεια, καταστροφές, δραματικές περιγραφές. Τα νερά από το ταρατσάκι είχαν μπει στην κουζίνα και ο πατέρας μου βγήκε με ένα ξύλο να ξεστουμπώσει την υδρορρόη και γύρισε μουσκίδι. Θέλοντας να το περιγράψω, έγραψα «μια τεράστια στήλη νερού εισόρμησε στο δωμάτιο» και άλλα, μελοδραματικά. Στην έκθεση εκείνη έβαλε μια τζίφρα μόνον- μήτε καλή, μήτε κακή. Τον ρώτησα και μου λέει «είχες πολλές υπερβολές». «Μα» του αντιλέγω «τέτοιες περιγραφές έχει και η Μυστηριώδης Νήσος» . Οπότε κορδώνεται, παίρνει ύφος τραγικού ηθοποιού και πομπωδώς απαγγέλει με οίηση : «Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι» φροντίζοντας να του ξεφύγει ένας λυγμός.
«Αυτό έκανες» μου λέει. «Πέρασε νερό στην κουζίνα και χάλασες τον κόσμο. Σιγά μη μπήκε ο Νιαγάρας!»
Κάθε φορά που ανοίγω χώρο για όμβρια, βλαστημώντας το κέρατό μου το τράγιο, μούτσατσα και τα λοιπά, θυμάμαι πως δεν εισορμά καμία στήλη νερού στο δωμάτιο.
-
Τεχνική έκθεση
Έκτη Δημοτικού είχαμε τρομάρα μας και απολυτήριες εξετάσεις. Και με το ενδεικτικό, νέες εξετάσεις, εισαγωγής στο Γυμνάσιο. Η έκθεση της Έκτης είχε αναμενόμενο θέμα. «Τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Το τι ήθελα, το ήξερα: ναυτικός ή γεωπόνος. Εντούτοις έπαιξα στα σίγουρα. Τι ήμανε; Δασκαλοπαίδι καυκασίας φυλής, ψιλογκομενιάρης, από οικογένεια που είχε έως και βιβλιθήκη στο σπίτι. Άρα, «θέλω να γίνω αρχιτέκτων». Και εξηγούσα πως απο πίτσκο έπαιζα κυβάκια και κάτι άλλα κατασκευαστικά, μαγεμένος με το μεκανό. Και μετά το ξέχασα.
Καθώς μεγαλόδειχνα κι όταν στα πάρτι με ρωτούσαν τι τάξη πάω, κι απαντούσα πως του χρόνου έπαιρνα απολυτήριο, ενώ ήμουν Τρίτη Γυμνασίου με οκτώ στην άλγεβρα, στην άλλη ερώτηση, σε ποια σχολή στοχεύω, το «αρχιτέκτων» είχε μια σοροπιαστικά και σοροπτιμιστικά γλοιωδώς στίλβουσα υφή, ωσάν την γόμμα που έλαμπε στις άρρωστες δαμασκηνιές. Μάζευα και εικόνες από την μαγική χλαμπάτσα της εποχής. Σχεδιαστήριο, όργανα σχεδίασης, πόμπες και διαβήτης με επέκταση, σινική και χαρτί σέλερ, ποδιά τεχνικού, ολόγυρα σχεδιαστές και το βράδι χορός με νύμφες και όμορφες με το μαλλί στενόμακρη φωλεά στηριγμένη σε μυρωδάτη λακ.
Θυμάμαι τα φοιτητικά ξενύχτια και είχα φίλους πράγματι νεοτεριστές, που είχαν ιδέες και έξοχο χέρι. Κι όταν άρχισα το επάγγελμα πάνω στην κρίση της εποχής, και έβλεπα τι μανίκι ήτανε, μετρούσα τα πάντα με νειλόμετρο τους φίλους μου και κυρίως την αγάπη μου στα μαστόρια και στα συνεργεία. Αυτό, και να χορεύω καλό ροκενρόλι αλλά και να βολεύω σε επαρκώς ψευδείς κατόψεις, ώστε να χαίρονται οι οικοπεδούχοι, ιδίως όταν τους έβγαζα κάνα δωμάτιο παραπάνω κι ας ήτανε η τουαλέτα 1,30 Χ 1,80. Κι όταν άλλαζα ιλλιγιωδώς δωμάτια και γκαρσονιέρες για να νοικιάζω, δυο και τρεις φορές το χρόνο, η καλή μου χαρά ήταν να βάφω διχρωμίες και να βάζω πόστερ με παραξενιές στις πόρτες, χώρια τα προοπτικά και τα αυτοκόλλητα ράστερ και μακέτες με φελλό ή πριονισμένη σωστά μπάλσα. Και βέβαια, κάτι φευγάτο στο χρώμα της κραβάτας, κάνα κοστούμι ψαροκόκκαλο με ρεβέε, κόντρα στη μόδα.
Ό,τι έμαθα, το χρωστούσα σε μαστοράντζες και εργοδηγούς τσακάλια. Την παρέα τους ήθελα και να με θεωρούν ικανό, αν και κάπως τρελούμπαλο. Με τις ανασκαφές την κατάβρισκα περισσότερο. Ώσπου έσκασα και άλλαξα επάγγελμα. Επαγγέλματα, για την ακρίβεια. Κι αυτό που μου έμεινε, όποτε δραπετεύω από το δώμα μου και πίνω καναγκαφέ με φίλους, είναι να καταλαβαίνω τις διαστάσεις των χώρων, να επαινώ εσωτερικώς κάποια ευφυά ιδέα της διαρρύθμισης και να ξέρω, με τα μάτια της πλάτης, εάν υπάρχει πράσινο και ποια θαμνάκια πίσω μου, ποια κομψερή με γυμνές φτέρνες κάθηται τρια τραπεζάκια πίσω δεξιά και αμάν, να μη ξεχάσω το κασκόλι ή το μπαστουνάκι μου.
Ναυτικός ή γεωπόνος, πάντοτε.
-
Σχόλιο για μιαν έξοδο
Ως «Δημοκρατικό Τόξο» παραμένετε στη Βουλή; Να σηκωθείτε να φύγετε. Ή να μένετε ως στήλη άλατος, κι όταν έρθει νομοτύπως η σειρά σας, να τραγουδάτε. Ό,τι προαιρείσθε. Εκβιάστε εξελίξεις. Υποσχεθείτε μια απλή, σπαζαρχίδικη κόλαση. Αφήστε τους να παίζουν τον Μαδούρο. Δεν πάει άλλο, το καταλαβαίνετε; Φυσικά όχι. Μήτε πρόταση μομφής, μήτε άλλα τσαλίμια. Βαρέθηκα να σας βλέπω να μετράτε τα ψιλά στο σεντούκι. Κυρίως,ο αρχηγός σας να πάψει να σχολιάζει το καθετί ως Καρανίκας ή Τζανακό. Δεν έχετε καταλάβει τι σας περιμένει αν γίνει καμιά στραβή και κερδίσετε. Εσείς θα πάρετε το ελικόπτερο της Μεγάλης Φυγής. Τόσο πια σας καλύπτουν οι διαβεβαιώσεις της πεθεράς Ευρώπης και του αμερικάνου μπατζανάκη;
Μοιραίοι και άβουλοι πιστοί της πεποίθησης πως θα ανεβείτε σε ασπίδα εξουσίας. Σε καταστροφέα εγγράφων θα γίνει η ανάρρηση. Θα σας τρελάνουν χειρότερα αν κυβερνήσετε. Οι υποστηρικτές σας το παίζουν άσχετοι και σας υπονομεύουν. Την ακροδεξιά την φουντώνουν για να εξαφανιστεί κάθε ελπίδα αυτοδυναμίας. Όπως γράφει ένας ποιητής που σιχαίνομαι:
Όντως, δεν είναι ώρα για ποιήματα. Σπουδαία έπραξε συνάδελφος που αντί στίχων, άλλαξε λάδια στην μηχανή.