Author: Πετεφρής

  • Από τους ρολίστες στους πανελίστες 1/3

    Οι νικητές του Εμφυλίου έμειναν εμβρόντητοι επί αρκετά χρονάκια μετά το 1949. Καταμεσής του Ψυχρού πολέμου, δεν έλεγαν να παρατήσουν τους ασύρματους, τους κατασκόπους, τις εκτελέσεις, αλλά και τον ΙΔΕΑ, ενώ εκείνο  το Συνέδριο με την αποσταλινοποίηση, το θεώρησαν μουσαντένιο.

    Ωστόσο, έως το 1958, συνέχισαν να αντιπαλεύουν με τους ομοϊδεάτες τους, υπό την κλασική συνθήκη του «δεν θα μας την βγει ο Καραμάνλαρος ως εργώδης μανιαμούνιας». Η Αυλή, το κακώς λεγόμενο «παρακράτος» (κράτος ήτανε) και οι επαγγελματίες αντικομμουνισταράδες είχανε πιάσει τα Δερβενάκια, συγκεντρώνοντας τη μαγιά των «εγγυητών» του καθεστώτος.

    Τότε, ο «δεξιός» δεν ήτανε ρόλος, αλλά υπερπαραγωγή. Ρόλος άρχισε να γίνεται όταν ο Καραμανλής εγκατέστησε με ασφάλεια (έτσι νόμιζε) έναν τρόπο να υπάρχεις. Ράλλης, Παπαληγούρας και άλλοι συναφείς, είχανε παραδοθεί, με ολίγες υπέρ του δέοντος ανακτορικές συμπάθειες. Το Κέντρο ήταν μια συλλογή από πεπεισμένους μαχητές των Δεκεμβριανών και της Μακρονησίου Περιόδου όπου μόνον ο πρόωρα χαμένος Καρτάλης και ο παραδόξως ψιλοσοβιετίζων Μαρκεζίνης έθεταν τα πλακάκια τους με το μήνυμα που εξόργιζε την απόστρατη γενιά «έχουν και οι αριστεροί καρκιά».

    Η Αγγλοκρατία της Κύπρου και η κοινοβουλευτική τέχνη της ΕΔΑ, οδήγησε, χάρη στην δυναμική στάση του Καραμανλή να υποτάξει τελείως του βαρώνους του, σε ένα εκλογικό σύστημα – έκτρωμα που οδήγησε στο αναπάντεχο 24% της ΕΔΑ. Το 1958. Ανέκρουσε πρύμναν ο Καραμανλής και χρειάστηκε τους ματαιωμένους εθνικόφρονες που θα έστρεφαν το ελληνικό μπαρκομπέστια στη νομιμότητα, ήτοι βία και νοθεία, βρωμόξυλο και ΕΟΤ, ξένοι ηθοποιοί στην Ακρόπολη, σινεμά και Ξενία, αλλά και κεντρώες απόπειρες (Πάνος Κόκκας) να φυτέψουν κεντρώους στο σύστημα.

    Και τον μεν Γρίβα-Διγενή τον ξωπέταξαν εύκολα, αλλά η συμμαχία Κλικλή-Παπανδρέου-Μητσοτάκη δεν φαινόταν αδύναμη. Κι όταν έσκασε το 1961, η Αυλή άρχισε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, και η Πρεσβεία ωσαύτως. Ο Καραμανλής είχε χάσει, αλλά δεν το κατάλαβε.

  • Εξομολόγηση του Φλόκι

    Είναι ήρεμες, ήμερες, σταθερές, η φωνή τους άχροη αλλά πειστική, δίνουν την εντύπωση απαθούς ατόμου, αλλά  νοιάζονται.  Είναι λίγες, αλλά πότε η πειθώ χρειάστηκε πλήθη; Αντίφισσες, ενίοτε μονοκόματες, αλλά πάντοτε ες μικρόν καυστικές, έχουν αλαλιάσει συνήθως άνδρες αντιπάλους.

    Σε δύσκολες περιπτώσεις, θεάθηκαν να αναφέρονται σε προσωπικούς αγώνες, όπως «εμείς τότε στα κινήματα». Δεν έχουν το γλυκύ τουπέ της συγκινημένης θείτσας, όπως άλλες έγκριτες συνάδελφοί τους, μήτε σου κόβουν λωρίδες από το δέρμα, οπόταν ως ακροατής και θεατής τολμήσεις να σκεφτείς μιαν ένσταση.

    Μιλούν ωσάν να διαβάζουν από ένα αόρατο διάφανο πανέλι όπου οι απόψεις των λάμπουν με συμπαθητική μελάνη. Ντυμένες στην πένα, στο καντίνι ή στο πιο σμούθι ζακετικό, σε ένα ζήτημα είναι αδιαπραγμάτευτες: βγήκαν από το κομμωτήριο προ ολίγων λεπτών.

    Έχουν εξοντώσει στρατιές ολάκερες από αντιπάλους άνδρες,  που δεν αποχωρίζονται το εσωτερικό τους καλαπόδι, ενώ παρατηρήθηκαν, μετά την σύρραξη και φαινόμενα (επιμένοντα επί μήνες) χαμηλής αυτοεκτίμησης και τάσης να προσχωρήσουν σε ιερατική καριέρα.

    Είναι οι θρυλικές βουλεύτριες του Σύριζα.

    Θρυλείται για ορισμένες, πως συλλέγουν αμφισβληστροειδείς χιτώνες οφθαλμών αντιπάλων, σε κομψά κομποσκοίνια, φέροντα την τίτλωσιν «κεκαθαρμένα τρόπαια». Αλλά κατόπιν χρονίων ερευνών, το ρεπορτάζ μου αποκαλύπτει ότι προέρχονται από αφηρωισμόν γυναικών Βίκινγκς που ομίλησαν με τον Οντίν, θυσιάζουσαι παρθένους της Μερκίας και τιμώσαι την Λαγκέρθα και τον υιόν της Μπιόρν, ενώ κάτι τύπους σαν τον Ρόλλο τους έχουν για δεκατιανό. Θαυμάζουσι δε άπασαι τον ευρηματικόν Φλόκι τον ναυπηγόν, ήτοι εμέ, τον συγγράψαντα σε ρούνους τον δίκαιον αυτών έπαινον.

    Χάρη σε αυτά τα αμαζονικά πεπεισμένα κοράσια, έγιναν πιστευτοί και στερροί οι φιλοσοφικοί Λακανισμοί του ηπίου Σεβαστάκεως, η εκ του ρομποτικού βίου διάπυρος εκφορά των επιχειρημάτων του κυρίου Φίλη, ενώ ηνάγκασαν την θεά Άουσλουγκ να συνευρεθεί μετά το Θεού Χάρμπαρντ και να μετατρέψουν τον Άθελσταν, δίβουλον παγανόν καλόγερον σε γιόγκην και να την σπάνε στον Λόθμπροκ και το σόι του.

    Δεν είναι πολλές, αλλά σάματι πότε η Αξία εγνώρισεν την πλησμονήν.

    Τες τιμώ και θυσίας σπαταλώ δια την συνέχισιν της πορείας των προς την Βαλχάλαν.

  • Η Βάνα

    Δεν την έλεγαν Βάνα. Είχε ένα διαφορετικό τζούισι όνομα, κατάφυτο κι ορμέμφυτο από την εμορφιά της. Ξεχώριζε στην παραθέριση, στα πάρτυ, είχε φίλες καλές, φίλες που την ζήλευαν, αλλ’ αυτή εκεί, ατάραχη, έχω μερικές φωτογραφίες της, πάντα σε συντροφιές. Δεν υπάρχει στη φωτό που ανάρτησα να αρτύει αυτό το κείμενο. Την είχα γνωρίσει το 1963 στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι, έμενε στάση Τυφλών, θυμάμαι το πενταψήφιο τηλέφωνό της. H πιο στενή της φίλη ήταν η Τία. Δεκαπεντάχρονες. Η Τία τα είχε με έναν λιανό εικοσάρη, άκρως σοβαρόν, που τηνε ζήλευε με πάθος, την συναντούσε στο τσαΐρι δίπλα στα σύρματα της πλαζ κι εκείνη χάραζε καρδούλες σε όποια φλούδα κλαδιού έβρισκε, ματαίως.

    Η Βάνα ήταν η μόνη που απαντούσε με ειλικρίνεια «ναι» σε όποιον τηνε πείραζε στο δρόμο με το κλασικό «ζαχαροπλάστης είναι καλέ ο μπαμπάς σου;». Διότι ήταν. Το παρόνομά της, τυπικό από τα εντόπικα που συνδύαζαν Ισλάμ, βλάχικες ενώσεις με σκλαβήνους Βερζίτες. Αρχές του πάμφωτου 1967 που μολεύτηκε από δικτατορίες και άλλα θλιβερά, η Βάνα κανόνισε να ανταμώσει η παλιά παρέα σε ένα κλαμπάκι, προκειμένου να τα φτιάξω με μια φίλη της, αλλά εντέλει τα έφτιαξα με εκείνην πάνω στο τρίτο μπλουζ. You ‘re on my mind, των Animals. Χρόνια προβάριζα την κλασική ατάκα «θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;»  αλλά δε χρειάστηκε. Σφίξαμε λίγο με νόημα τα χέρια που κρέμονταν άχρηστα  χωρίς να συμβάλουν στο ελευθεριακό σλόου και αυτό ήταν όλο.

    Μείναμε μαζί εννέα μήνες. Ως Ζευγαράκι. Στο μεταξύ η Τία ερωτεύτηκε έναν ψηλό ξανθό και τον παντρεύτηκε. Λόγω εγκυμοσύνης. Πηγαίναμε κανα βραδάκι και τους κρατούσαμε το μωρό, γουτσου γουτσου και έτσι. Φέτος το μωρό θα κλείνει τα πενήντα.

    Για τη Βάνα έγραψα τα κέρατά μου. Ως Βάνα. Δεν της διάβασα τίποτε. Τα περισσότερα τα θυμάμαι, κι ας τα έχασα σε μετακομίσεις ή μου τα έσκιζαν ζηλιάρες Νύμφες της Σαλονίκης. Έχω να την δω μισόν αιώνα. Πάντα κοίταζα το προικώο σπίτι της, τέταρτος όροφος απέναντι από το δωμάτιο του Παπαντίνα με τις αυγοθήκες και την λέξη «καρντάσι» παντού στην ατμόσφαιρα.

    Αγνόησα τον ταινιόδρομο που οδηγούσε, άμετρος και αμετροεπής, από τα δεκαπέντε στα εβδομήντα μας χρόνια. Δεν ξέρω πώς έγινε και τι έγινε. Μόνο μια φράση, ξεκολλημένη από ένα πεζό που έγραψα γι’ αυτήν, κι επανέρχεται, ωσάν πείσμα αριστεριστή, στην βαρβαρική μου, ελάχιστα γραικωμένη συνείδηση:

    «Στην ουσία, είχαμε πάψει να θεωρούμε σφάλμα το να μην καταλήγουμε πουθενά».

  • Σκόρπιες σημειώσεις περιθωρίου

    Επιστρέφοντας από Ευρώπη, πάνω σε ένα Σιτροέν βάτραχο, πάνε σαράντα χρόνια, μέσω Ιστρίας, Ντουμπρόβνικ, Μαυροβουνίου και Σκοπίων, η κατάσταση της Γιουγκοσλαβίας ήταν στα όρια της παραλυσίας. Για να βρεις βενζίνη, ή να αλλάξεις μια τσιμούχα, η αφανής ιδιωτική πρωτοβουλία σε έστελνε σε φαράγγια και σύσκια δάση, όπου σε πότιζαν καύσιμα από ένα τεπόζιτο κρυμμένο με σανίδια, απ’ όπου εξείχε ένα μουσλούκι. Και η τσιμούχα έβγαινε από την τσέπη ενός υπαλλήλου σε κάτι στενοσόκακα, που την είχε υπεξαιρέσει από κάποιο γιάγμα κρατικών αποθεμάτων. Τα Βαλκάνια άλλαζαν. Στη Βουλγαρία τα ίδια, μόνον που εκεί ήταν και οι Βιετναμέζοι που άλλαζαν συνάλλαγμα, συχνά με αλλαντάλλα χαρτονομίσματα, αν ήσουν αγαθιάρης.

    Έως τον Τίτο, η Σερβοβουλγαρική διαμάχη στο ερώτημα «ποιοι κατοικούνε στην Βαντάρσκα Μπανόβινα» είχε μια ανεπίσημη και μια επίσημη απάντηση. Κι αυτή, εξελιγμένη από την ελληνική πλευρά, τουλάχιστον βαθμιαία, από την Εξαρχία και δώθε.

    H Βουλγαρία, με την Εξαρχία και τον ντουβρουτζά που ήπαθε η Ελλάς και οι προστάτες της μετά την  Ρωσικής επίνοιας συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που της απέδιδε θεωρητικώς μια τεράστια περιοχή που έκοβε τα Βαλκάνια στα δύο, αλλά και στη νίκη της επί των Σέρβων, κατάφερε να γενεί κράτος σε τρεις δόσεις με την ευφυά εκμετάλλευση δημιουργίας ποθουμένων εδαφών, όχι με επαναστατικά κινήματα, αλλά με αιτήματα αυτονομίας των περιοχών που την ενδιέφεραν, οργάνωσε με δύο τάσεις (κι όποια θα της έβγαινε) τόσο αυτονομιστική προσδοκία, όσο και βερχοβιστική (να προσαρτηθούν επίδικα εδάφη στο νεοσύστατο βασίλειο). Οι Γεμιτζήδες της Σαλονίκης και το Ίλιντεν ήταν έκφραση της πρώτης τάσης, η αποστολή παπαδασκάλων και η σκληρή υπαγωγή χωριών στην Εξαρχία, με οπλαρχηγούς οργανωμένους έτσι ώστε να υπάγονται στην οθωμανική σολομώντεια λύση της υπαγωγής των κοινοτήτων στο Πατριαρχείο ή στην Εξαρχία κατά δήλωση της πλειοψηφίας των κατοίκων της ξεκίνησαν τη δράση τους.

    Λίγα χρόνια πριν, είχε ξεκινήσει, από άλλη σωλήνωση η μάκινα των Ρουμανόβλαχων του Μαργαρίτη. Τα βλαχοχώρια, πάλευαν αναμεταξύ τους με τις ίδιες οθωμανικές ρυθμίσεις.

    Η Ελλάς εκοιμάτο μακαρίως, από παλαιότερα. Απασχολημένη από νωρίς με το πρόβλημα «οι σλάβοι εν Ελλάδι», άντεχε αρβανίτες προύχοντες και πρωθυπουργούς, διέθετε ήδη μονάδα Σέρβων και Βουλγάρων υπό τον Χατζηχρήστο και όποτε οι Κοραϊστές ανέφεραν ότι «ο Βυζαντινός στόλος απέπλευσεν» εννοούσαν τον Οθωμανικό.

    Εκοιμάτο μακαρίως και το όνομα της Μακεδονίας, από την εποχή της Δυναστείας των Μακεδόνων (που έκειτο περι την Αδριανούπολη) και από επίθετα παροίκων τινά υπό το «Μακέδων». Αναφέρθηκε επίσης ο όρος «Μακεδονική σαλάτα» που δεν εσήμαινε «σύμφυρμα φυλών» αλλά παρήχθη από τον αρχιμάγειρον Βατέλ ή τους επιγόνους του και σήμαινε σαλάτα από μύρια όσα αποτελουμένη, διότι οι αθρώποι  διάβαζαν Πλούταρχο και σάστισαν με τα πολλά ονόματα των στρατιωτικών μονάδων της Πανελλήνιας εκστρατείας. Η δε «Μακεδονία» αναγραφόταν, από τους φιλάρχαιους περιηγητές που διάβαζαν Ιστορία, Έλληνες και Ξένους.

    Οι Οθωμανοί δεν χρησιμοποίησαν τον όρο Μακεδονία. Αντ’ αυτού χρησιμοποιούσαν ονόματα πρωτευουσών βιλαετίων, μπεηλίκια βακούφια και λοιπά. Ο θρύλος της Τριπλής Μακεδονίας παρήχθη από καλάμους διπλωματών , φθίνοντος του 19ου αιώνος, που ιστοριολογούσαν κατά το μυαλό που διέθεταν.

    Διότι η Μακεδονία Αρχελάου, Φιλίππου και των απογόνων, μετά δυσκολίας έφτανε στα Βελεσσά, ενώ οι ύπερθεν λαοί ήταν συχνά σύμμαχοι, αντίπαλοι, συμπολεμιστές ή υποτελείς των. Μία δε πόλη ίδρυσε ο Φίλιππος, την Πονηρούπολη, στην σημερινή Φιλιππούπολη. Ίσως και άλλες. Απροσδιόριστες. Οι δε Μακεδόνες είχαν ήδη αρχίσει να σορτάρουν από παλιά. Οι προφανώς Ορέστες Μακεδόνες, τάχτηκαν με τους Ρωμαίους κι όχι με τον Περσέα.

    Οι Βούλγαροι λοιπόν πίστεψαν εν μέρει ότι θα έχαφταν την ιστορική Μακεδονία όπως έπραξαν και με την ανατολική Ρωμυλία. Και κρύβουν ακόμη ότι τα χωριά του Κιρτζαλή, αρνήθηκαν να ενταχθούν και ζητούσαν επιστροφή στο Χαλιφάτο.

    Από τα χρόνια εκείνα και δώθε, εννοώ πριν τους Βαλκανικούς, οι μεν Σέρβοι υποστήριζαν ότι οι Αλβανοί ήταν σταυροφόροι από το saint Albans της Ιγγλετέρας, ενώ άλλοι ήθελαν του Ρωμαίους τετράρχας και αυτοκράτορας Κοσσοβάρους ή έλεγαν τον Ιουστινιανό Ουπράβδα.

    Η βαλκανική συνεννόηση κατά των Νεοτούρκων, επέφερε σύμφωνο Ελλάδας- Ρουμανίας η οποία αποδέχτηκε Ρουμανόβλαχους που αργότερα έγιναν Λεγεώνα των Βλάχων στην Κατοχή και το σύμφωνο Πολίτη Καλφώφ που ακυρώθηκε από την αντίδραση των Σέρβων. Έγινε και ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, οπότε οι Βουλγαρόφρονες εν Ελλάδι έφυγαν, αλλ’ όχι όλοι. Απέμειναν οι βερχοβιστές που μετά την Κατοχή έγιναν άπαντες βασιλόφρονες. Οι Σέρβοι απέκτησαν ελευθέρα ζώνη στη Σαλονίκη που έφερνα αγαθά και πετρόλια, όπου ήτο Γιουγκοσλαβία.

    Μετά τον πόλεμο, οι Έλληνες δημοσίευσαν εργασίες όπου υποστηρίζουν την επέκταση της χώρας σε λωρίδες του βορρά, για να έχουν ισχυρή άμυνα. Εμποδίστηκε πάντως από το ΠΑΣΟΚ η επιστροφή ανταρτών που ανήκαν σε αυτονομιστικά κινήματα, τα οποία εξάλλου αφανίστηκαν από τον ΕΛΑΣ. Αλλ’ ήτο ήδη Ψυχρός Πόλεμος.

  • H ρίγανη και το μωρό

    Πάντα σάστιζα και θαύμαζα μπροστά στην απελπισμένη δημιουργικότητα του μαθητή που αγνοώντας έναν ζήτημα, απαντούσε ατακαριστά στις ερωτήσεις των δασκάλων:

    -«Αρνάκι ριγανάτο». Τι τόνο βάζουμε Δημητρούλα;

    -Λίγη ρίγανη.

    -«Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον η». Τι σημαίνει;

    -Γελάει το μωρό, κάντε το να μη γελά.

    Σαν αστειάκια στο Κατηχητικό. Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και τραγικά.

    Κι όμως, στα χείλη των πανελίστας για το Μακεδονικό, αυτά  βρίσκονται σε έξαρση.

  • Tα φανερά του βάλτου

    Διάβασα το βιογραφικό σας, και λυπήθηκα που ήσεσθεν αδιόριστος εκπαιδευτικός. Η γαμόχωρα που σας φιλοξενεί δεν κατάλαβε το βάθος της παιδείας σας, αλλά ευτυχώς σας πρόσεξε η ηγεσία, προβιβαστήκατε σε Σύβουλα, κι έτσι, όταν η Σαλονίκη με το καλό αποκτήσει κεντρικό σταθμό οχημάτων σταθερής τροχιάς, επαξίως θα τον βαφτίσει Γκαρ ντυ Νίκ (Καρανίκειον) κι όχι τίποτες δήθεν ήρωες του πεταμάτου και σφαγείς των λαών.

    Αργότερα, κακοί σύβουλοι σας παρέσυραν και γράπσατε πως ο κοντούλης σφαγέας  δεν είχε που να στεγνώσει ταις ποδάραις του και κακόπεσε ανάμεσα σε ποντιάκλες, παυλοκαταραμένους και την φάρα των παεζάνων. Διότι, σωστά λέτε πως εκεί που νόμιζαν οι τάβανοι πως αντάμωναν το πιντί, είχε βάλτο και φίδγια και γκιόλες και δεν αντάμωσαν ποτέ.

    Λοιπόν, στα χρόνια του πίτσκου και του μπαμπάκου του, η γκιόλα λεγόταν Βόρβορος και ήταν λιμνοθάλασσα. Και εκεί έζησε ο Ευριπίδης, η λούγκρα που σχαίνονταν τις γυναίκες, ώσπου τον ήφαγαν τα σκυλιά τα μαύρα και γλυτώσαμε, κι ένας γλείφτης τον μοιρολογάει που ζούσε «Βορβόρου εν προχοαίς». Και η Πέλλα που γεννήθηκε και από σαμιαμίθι ετών δέκα υποδέχονταν πρέσβεις από το Ιράν (εσείς τότε διαβάζατε Μπακούνιν σε Βίπερ) είχε λιμάνι, οι κερατάδες, κι ένα κανάλι πολλά στάδια, 24 χιλιόμετρα που έβγαζε στην τάλασσα. Ξέρετε, Ντενίζ. Και οι αρχαιολόγοι έβγαλαν οικισμούς και εγκαταστάσεις και καταμεσής της γκιόλας ένα κάστρο φοβερό που υπάρχει σε νόμισμα και ήταν Ακρόπολη και θησαυροφυλάκιο, και το έλεγαν Φάκο. Τέτοια ψώμματα. Τη γέφυρα στο Κλειδί θα την είδατε. Δεν ήταν αντίγραφο της πύλης της παλιάς ΔΕΘ. Και εκεί που λένε οι μαλάκες πως δίδασκε ο Αριστοτέλης το πίτσκο δεν ήταν η Μίεζα, αλλά η άσημη Μύγιεζα, δηλαδή εκεί που έχεζαν οι μύγες. Ευτυχώς μας ηγλυτώσατε από τα μυγοχέσματα.

    Μάθε, προστατευόμενο σοφό κεφάλι του γκουβέρνου πως μακάρι να ήτουνε μόνο ποντιάκλες και φαρασιώτες και τρακατρουκαλήδες που ονειρεύονταν πως μίλησαν με το κοντό. Ήταν και Γαλάτες που έβγαζαν στον Γαλικό χρυσάφι και Παίονες και θρακιωτάκια και Τούρκοι βαρδαριώτες, και σκλαβάκια και αρβανιτιά και βλαχούτ και όλοι άσχετοι και πσεύτες. Μη μιλήξω για τση βάρβαροι που γιόμοσαν τον τόπο.

    Μόνον μια σκηνή να θυμηθείς, τότε που ο ντόπιος Μποΐτσης με την στραβή γλώσσα, καθόταν στη διασταύρωση του βάλτου που έβγαζε στα τσιμεντένια γριβάδια του Ριμπά, και τονε ρωτάει σωφέρης αν πάει καλά για Αλεξάνδρεια. Κι εκείνος απαντά:

    «Κατόλου καλά ντεν πας. Τα πας, τα πας, τα πας και τα δεις τάλασσα, Θα μπεις σε καράβι, τα πας τα πας τα πας και όταν ντεις φοινικιές, θα φτάσεις»

    «Τι λές ορε αφεντικό» διαμαρτύρεται ο σωφέρης «εδώ λέει Αλεξάνδρεια είκοσι (χιλιόμετρα)»

    Και ο Μποΐτσης: «Εντώ είναι το Γκιντά».

    Κι όπως γνωμάτευσε πριν ξεψυχήσει «παλιά μας λέγκαν Μπούλγκαροι. Τώρα μας λένε Μακεντόνκι.  Να ντούμε πότε τα μας πούνε Ατηναίοι».

  • Ανταπόκριση από τον κόσμο των εντόμων

    Ο Σύριζα ανανήπτει κατά τα προβλεπόμενα. Οι δημοσκοπήσεις δεν λένε και πολλά, όταν η συσπείρωση στη Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται στα ταβάνια και του Σύριζα αγκομαχάει. Νομίζω πως το βασικό κόμμα, ο κορμός της κυβέρνησης περιμένει μεν μια κάποια αναβίωση των παλαιών μπερεκετιών, αλλά όλο το βάρος το ρίχνει στο προφανές : ο Μητσοτάκης να μην αποκτήσει αυτοδυναμία. Με τα κίνητρα και τους υπολογισμούς του, πρόκειται για εύλογη ελπίδα.

    Η κυβέρνηση έχει υπέρ αυτής τον ξένο παράγοντα, είτε εξ Ευρώπης, είτε τον Αμερικάνικο. Επίσης υπάρχει τέτοια φτώχεια που θα κερδίσει τον καθένα που θα του τάξει (και θα του μετρήσει χειροδότως) όποιο περίσσευμα μπορεί. Επίσης, πλήθος γκράδες και καριοφίλια άλλων καιρών, θα πήγαιναν κοντά του για θεσούλες. Άρα πρέπει να βροντήξει, τέλος του καλοκαιριού έναν βαρβάτο ανασχηματισμό. Κεντροαριστερό. Ο Μαραντζίδης δεν προφητεύει: δίνει γραμμή, αλλάζει την σιδηροτροχιά.

    Η συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να κρύψει το τρίκαρτο (επί κινητού τηλεφώνου) ή το τρίκαρδο (επί πτερύγων) της παράταξης : Μητσοτάκ, Σαμαρικοί, Καραμανλικοί. Ο Σύριζα ποντάρει πως μία από τις τρεις μοίρες θα οδηγηθεί, μέσω υστεροθερινού σμήνους αποκαλύψεων σε καταβαράθρωση. Και καθώς είναι αδύνατο να επιστρέψει ο ίδιος στα παλιά μπερεκέτια, οδηγεί συστηματικά τις κοινωνικές ομάδες που δεν πρόκειται ποτέ να τον ψηφίσουν σε κάποιο ακροδεξιό μόρφωμα που δεν έχει σκάσει ακόμη από το κουκούλι. Εννοώ τον μπαχαλακισμό, τον ρουβικωνισμό, τους εγκλείστους και άλλες φάρες που κινούνται με τόλμη, οδηγώντας τους νοικοκυραίους σε αρνητισμό. Αυτοί, δεν θα πειστούν από τον Μητσοτάκη που τους πάει με το «σεις» και με το «σας». Θα ήθελαν ένα πιο Ορμπανάτο, όπως πράττουν οι Σλοβένοι και οι Ιταλοί.

    Ενδιαμέσως, υπάρχουν πλήθος τέως επιτυχημένων ενεργειών: κάνα δημοψήφισμα που δεν παίζει ρόλο τι ρωτάει, καμιά ντρίπλα στην επίλυση του Μακεδονικού με κάποια καλύτερη ιδέα για το χρέος, ή κάποια δυνατή συμπαράσταση του ατλαντισμού στα ελληνοτουρκικά.

    Τα έντομα, επιμένουν πως ο τελικός στόχος δεν είναι να νικήσει κάποιος, αλλά να μη νικήσει κανένας. Και τότε, υπάρχει η αιώνια πλέον, εντομοπαγίδα της Απλής Αναλογικής, που αν μπούμε σε αυτήν, άλλοι θα αλωνίζουν, καθώς δεν θα υπάρξουν παρά προβληματικές κυβερνήσεις.

    Μην τολμήσετε να σκεφτείτε πως τα ποθώ και τα εύχομαι όλα αυτά. Το αντίθετο, αλλά όσο βλέπω στα κανάλια τον Τόνι Σφήνο, δεν θέλω να ανακοινώνω τα πιστεύω μου. Εξάλλου, δεν ψηφάω.

  • H διαπραγμάτευση δε μένει πια εδώ.

    Κράινα, Σεράγεβο, Βοϊβοντίνα, Μπόσνα, Μαναστίρα, Κόσσοβο, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Μπιλγκαρία, Μακεντούνκα, Μπογκομίλ, Κουμάνοβο, Ρωμυλία, Τράκια, Σαλονίκη, Ουστάσι, νεύματα του Όρμπαν, κι άλλα εκατό αποσχιστικά ρεύματα. Τα μπαλκάνια. Στην αρχαιότητα, εκατοντάδες, στον μεσαίωνα άλλες τόσες λαότητες και έθνη και φυλές και στρούγκες και ζάντρουγκες και ζακόνια και βελάδες με φουστανέλλα, συν οι ομογένειες, τα κυνηγετικά περίπτερα ,οι απεσταλμένοι, οι μπερατλήδες, ο Δούναβης, οι Ακαδημίες Τεχνών και Επιστημών. Και μας περιμένουν απομιμήσεις ξένων περιπετειών, Ουγενότοι και Ρουθηνικά σπαράγματα, οπλαρχηγοί και μπόλικη συναδέλφωση ως την επόμενη σφαγή. Το πνεύμα του Ζωνάρ στην Αθήνα και του Γυισκάρδου στα Σκόπια, καλά κρατούν. Και σε κάθε σύνορο, διαφορετικοί προδομένοι ήρωες. Έτσι βαφτίζονται οι δορυφόροι, όχι οι πλανήτες.

  • Aναιδέστατος αλυτρωτισμός

    Λησμονητέο τηλεοπτικό κανάλι. Αξημέρωτα. Μουσικό πρόγραμμα σε πισίνα ευβοϊκού (μάλλον) ξενοδοχείου. Τραγουδιάρα ντυμένη μπορντώ σατινέ οπτασία. Στίχοι από παλιά ημερολόγια τοίχου. Δεκαπεντασύλλαβοι χαωμένοι από σμήνη φωνηέντων. Αφανής ορχήστρα στο βάθος, ερμηνεύει καγγέλια, αλλά κεφάτα. Μόλις κατάλαβα πως τα τσιφτετέλια στηρίζονται στο μάμπο. Το πρόγραμμα ξοφλάει, η τραγουδιάρα μπαίνει σε σπορ Μερσεντέ και χάνεται στο βάθος, όπου την περιμένει ο που την παραχώρησε, να τσεκάρει για μικροζημιές. Η ίδια κομπανία, σε άλλο κανάλι. Ντέφι, κλαρίνο, ηλεκτρικό μπάσο, τώρα με ηπειρώτικα.

  • Μη μιλάτε με Ορκ. Βρουχνιάζουν.

    Ένας οικολόγος κι ένας άντε μην ξεράσω, υποστηρίζουν εντέχνως δήθεν κυβερνητικά επιχειρήματα για να πριονίσουν ζητήματα του «μακεδονικού» ζητήματος. Ακόμη κι αυτά που τους έβαλαν να ψελλίσουν είναι νηπιακά, γραώδη και χαμαίζηλα.

    Δι ο και σπεύδω να τους ειπώ: είστε μαλάκες και δικάστε με, αν σας βαστάει. Ρεζίληδες. Ειδικά αυτό με τον Παύλο Μελά που παρουσιάζεται να υπεραμύνεται των «μακεδονικών» δικαίων, αν δεν δούλευα γδυμνός ωσάν τον σάλιαγκα, θα το έσκιζα το κιμονό μου.

    Και πάντα θυμάμαι τον κοινοτάρχη να καταθέτει στεφάνι σε μνημόσυνο, χαιρετώντας σαν τον Μπένι Χιλ και κράζοντας:

    Καραβαγγέλα. Καραβαγγέλα. Ντεν πέτανε. Ζιφ μεστην πσυχή μας. Καραβαγγέλα.

    Υπάρχει και εκδοχή για Πάβλο Μέλα.

    Είμαστε λαός προσφύγων και σχηματίζουμε μικρές πατρίδες. Αιώνες τώρα. Οι θεωρίες της καθαρότητας του αίματος, χάρισμά σας, ντουγάνια. Υπάρχουμε και θα υπάρχουμε διότι όταν είμαστε στα συγκαλά μας, μετράμε το φρόνημα και μόνον αυτό. Και η γλώσσα ή το ιδιόλεκτο είναι μόνον ένα κομμάτι του παζλ που βιώνουμε.

    Ακατάσχετες στρώσεις γενεών, κυριαρχούν στις ιστορικές μας φάσεις. Α, υπάρχει και μία που αγωνίστηκε για την «καθαρότητα». Λέγονταν Λακεδαιμόνιοι, εάν δε λαθεύω. Ακόμη κι αυτοί, τα άλλαξαν στο τέλος. Ανέλπιδα.

    Εσείς είστε τα Όρκ και οι Σκιάποδες του παρόντος και του μέλλοντός μας. Δεν πρόκειται να χαραμίσω μήτε λέξη για αποδεικτικά στοιχεία.  Στούρνοι, ε στούρνοι.