Author: Πετεφρής

  • Woolen bullying

    Ο κεφάλας

    Είχα μεγάλο κεφάλι από μωρό και τόσο βαρύ, ώστε συχνά με παρέσερνε να πέφτω χαμαί. Ήταν ζήτημα ολίγων μηνών να επονομάζομαι «κεφάλας» από τα άλλα νήπια. Αλλά δεν με πείραζε, διότι μπορούσα να αναπαύω την γκλάβα μου χωρίς πρόβλημα στην αγκάλη των θειάδων και των μεγαλύτερων κοριτσιών, χάσκοντας τ’ ανάσκελο και χαζεύοντας εμβρόντητος τα στήθη και την κεφαλή των. Εξάλλου η μεγαλοκεφαλία έγινε κριτήριο πόθου- κυνηγούσα τις βαρυκάρηνες ότε το πτέρωμα και τα βέλη του έρωτος με συνέγγιζαν. Και η πρώτη μου αγάπη, ετών επτά, η Ουρανίτσα είχε ένα πελώριο κεφάλι που βαθέως εκτιμούσα.

    Όταν φοράγαμε πηλίκια, το δικό μου ήταν νούμενο επτά, το μεγαλύτερο, ενώ το μικρότερο ήταν μηδέν και το εφόρει συμμαθητής μου. Κανένα bulling. Με το κεφάλι σπρώχνοντας εξάλλου,παραβίαζα φράχτες και άνοιγα φρακαρισμένες πόρτες, σκέτη ευλογία για την τσακαλοπαρέα, καθώς ήμουν το τεθωρακισμένο της συμμορίας.

    Το έλυσα ισοβίως προτείνοντας το βαρύ κεφάλι μου έναντι κάθε απειλής. Ακόμη ρίχνω κεφαλιές, προκαλώντας σάστισμα και τον χαρακτηρισμό «πόντια  κεφαλή».

     

     Ο Πανούκλας

     Όταν απέκτησα όνομα και κατά παρήχηση του μητρικού «Πανούλη» η παρέα με έλεγε Πανούκλα. Μήτε αυτό με δυσαρεστούσε καθώς κυκλοφορούσε στους άλλους το προσωνύμιο «Ντίκ» και «Παλαμίδας» (όν με ξεπεταγμέα αφτιά ωσάν του σκύλου ή άτομο χωρίς διακριτά φρύδια). Κι έτσι με νανούριζε γλυκά η επωδός «πανούκλα χολέρα με κόλλησες και μένα» που μου τραγουδούσαν έμορφα, σε ισοπαχή δεκατρισύλλαβο, σχεδόν κάθε βράδυ. Μέσα μου έλεγα πως τους κόλλησα κάτι και το δεχόντουσαν, άρα η φιλία μας θα διαρκούσε επ’ άπειρον.

    Το έλυσα ισοβίως μοιράζοντας αλύπητα παρατσούκλια σε όποιον αντάμωνα. Μόνον τα δικά μου είναι πάνω από είκοσι.

     

    Η σφαλιάρα

     Η αυλή του Τρίτου μεταξύ κήπου και χώρου για το κουτσό, είχε βρύσες. Ενίοτε πίνοντας, μου ήρχονταν μια σβουριχτή από μαθητές που έλαβαν μια τεσσάρα από τον δάσκαλο πατέρα μου, με την εξήγηση «ρε πανούκλά γιατί ο πατέρας σου με έβαλε τέσσερα;» Ρητορικό το ερώτημα.Και «φαπ» η φάπα. Αυτό παραδόξως ανέβασε το κύρος μου διότι ουδέποτε εκάρφωσα ελεγκτή του βίου ότε μετερχόμην τον καρπαζοεισπράκτορα. Αυτό έγινε γνωστό ευρέως στην αυλή και οι σφαλιάρες αυξήθηκαν αζημίως, αλλά για ένα καθαρό κούτελο ζούμε.

    Το έλυσα αρνούμενος την βία της σφαλιάρας, υπέρ της κεφαλιάς. Και οι κυρίες δε με χαστουκίζουν. Κυρίως με περιχύνουν καφέδες, ποτά και καναπεδάκια, ζεστά και κρύα.

     

    Η καψούλα

     Αυτή ήτουνε ένα καψούλι μαύρο ενδεδυμένο με ένα κόκκινο στιφτό χαρτί που το αγοράζαμε από τον Ράλλη και το πατούσαμε καταής και έσκαζε μπαμ και μπούμ. Στην περίπτωσή μου είχα δοκιμαστές του κρανίου μου, που με κρατούσε ο ένας και ο άλλος μου την σβιντζινούσε στο τριχωτό της κεφαλής. Έτσουζε μα δεν πονούσε.

    Δεν το έλυσα ποτέ, αλλά φάση ήταν και πέρασε.

     

    Ο κεκεδισμός

     Αυτό ήταν το πιο σοβαρό του βίου έγκαυμα, αλλά το έχω περιγράψει τόσες φορές ώστε δεν θέλω πια. Δεν με περιγελάνε πλέον, αλλά ενίοτε γνωρίζοντάς με κάποιος, και ακούοντάς με αφήνει ένα χαμογελάκι να του ξεφύγει. Θυμάμαι τον καθένα τους και του περιφρονώ, ανεξάρτητα από τη σχέση μας. Ναι, αυτό το bulling το εξασκώ ακόμη και σήμερα.

    Μήτε αυτό το έλυσα, αλλά συνέβη κάτι παράξενο: μπορώ να απομιμηθώ πλήθος λόγων και διαλέκτων, αλλά ποτέ μου δεν κατάφερα να προσποιηθώ τον τραυλό. Τον μιμούμαι αξιοθρήνητα.

  • Some shoggy top girls

    Τίποτε δεν με απωθούσε ως παιδί περισσότερο από τα χτενίσματα της μόδας των γυναικών. Ακόμη και σήμερα, χαζεύοντας μια διαφήμιση που ξεκινάει με μια μοντέλα με αναστατωμένα ή βρεμμένα μαλλιά, απορώ που ο διαφημιστής παινεύει την μεταμόρφωσή της σε ένα καουκιασμένο άτομο, κυριολεκτικά στην τσίτα. Ως πριν πενήντα χρόνια, τις άγγιζες τυχαία ή σκοπίμως και σε αποθάρρυνε η σκληρή, μπαστακωμένη λακ με το επιφανειακό της στουπέτσι, που σείονταν ως μονομπλόκ, διότι ανάμεσα στη ρίζα των τριχώνε της και την κουπ μεσολαβουσε κενό. Α! κι εκείνο το σινιάρισμα σε καθρέφτες, όπου τους βρίσκανε με τον θρηνώδη μονόλογο «τζάμπα το κομμωτήριο» ή το σαιξπηρικό «χάλια είμαι, δε λες καμιά κουβέντα;»

    Ποτέ δεν ήσασταν χάλια. Πιθανόν διότι ακούγατε φιληνάδες ή τη μάνα σας ή έναν γιαλαμπούκα συνοδό άψητο, που σας έβλεπε την ώρα της εξόδου και έλεγε ο μαλάκας «θέλεις κομμωτήριο». Δεν θέλατε κομμωτήριο κορίτσια, κυρίες, μωρομάνες και ξαδέρφες τρίτου βαθμού. Δυο χτενισιές με βρεμμένη τσατσάρα για να δείχνετε βρεμμένες, ψιλομουσκεμένες, σόγκισσες και γελαστές. Αυτό θέλατε και όποιος είχε άλλη γνώμη κακώς του μιλούσατε. Κανένας δεν σας αποκάλυπτε πως τα κακοσημαδεμένα χείλη από κραγιόν που δεν στόχευε επακριβώς, μια γραμμή σκούρα  ως επέκταση των ματιών που έφτανε από αδεξιότητα ως την Χώρα των Κροτάφων, ήταν η καλύτερη απόδειξη πως γουστάρατε, πως δεν αντέχατε την πλησμονή του «κουρδίστηκες κυρά μου στην πένα στο καντίνι» και πως θέλατε να γελάσετε, παράλληλα με τον τρόπο που επιθυμούσατε να σας φέρονται οι καβαλιέροι.

  • Mοιράζοντας εγκεφαλικά

    Είναι η χώρα της εφημερίδας Sun, όχι η χώρα του ήλιου. Κάθε κυρία που προσγειώνεται η αποβιβάζεται εις την αρχαία νήσο του Πέτρου Πελεκάνου, αλλά και σε πολλές ζηλιάρες νήσους, «μοιράζει εγκεφαλικά», «η φωτογραφία της δέχεται τρία εκατομμύρια επισκέψεις» «το μαγιό της αφήνει λίγα στην φαντασία» και πάει λέγοντας.

    Στην πραγματικότητα, η κάθε μοντέλα εμφανίζεται με ισοθερμική στολή, ή με κράνος αστροναύτη, φοράει τζουμπέ με γούνινα τελειώματα και μπότες από έμβρυα emu. H παραμονή της σε εφημερίδες, ιστολόγια και τηλεοπτικούς σταθμούς έχει τον αέρα μιας μούφα δημοσκόπησης, μια ιδεολογική παρέκκλιση, εμβάπτιση σε γάλα φοράδας και υποσχέσεις χαλβέτ σε χαρέμια. Είναι μια εμπροσθοβαρής απάτη. Ο έμπειρος ματάκιας, προσέχει μόνον τα διαλυμένα δάχτυλα των ποδιώνε, τσακισμένα από εντατική χρήση λουμπουτένας. Ειδική παραγγελία, νούμερο 47. Ο Νίξον φορούσε 51. Ένας γούνινος κόσμος. Αυτοί που βλέπουνε γυμνό ή λαγνεία, τυραννιούνται από ασεξικό σύνδρομο. Φυσικά, υπάρχουν και διάσημοι γραμμωμένοι ηθοποιοί, με σωματοφύλακες και  χύμα κακαβράκες που ψελλίζουν κάτι φιλελληνικό.

  • Aπογραφή με ματρακά

    Όποτε θέλω να γράψω «κάτι δικό μου» (μας φώτισες) ανοίγω τον πύργο, τη σαραπατράκα που διαθέτω από τον άλλον αιώνα και παρά τις αναβαθμίσεις, ανοίγει όποτε του καυλώσει.Τον άλλονα, τον πιτσιρικά, που είναι τζιτζί αλλά έχει τα χαζά ουίντοους τα δεκάρια, τον κάνω οικονομία για να με κάψουνε μαζι του. Ο ματρακάς, ανοίγει όποτε θέλει και συνήθως με πλήθος οδηγίες, θαρρείς και είμαστε χτεσινοί. Θέλεις σετάπ, μαλάκα; Να ανοίξω τα επτά ή θα στρωθείς να με φτιάξεις; Τέτοια. Τελευταία, χάνει λάδια το ρολόι. Δεν ημπορώ, λέγει, να σου ανοίκσω το πρόγραμμα που θες, να την αλλάκσεις. Την ώρα. Κι επειδή μήτε γι’ αυτό είμαι ικανός, πατώ τον κέρσορα μήνα- μήνα και τους βλέπω να τρέχουν,μαπό τον Ιανουάριο του 2001, έως σήμερα. Ρολάρω τους μήνες, κι όλο και θυμάμαι κάτι.Ghost  writer, phony poet, αρκετά τυπωμένα βιβλία, χιλιάδες αρχεία κειμένου, όχι και σαν την Πελοπόννησο, τα μπλογκ, Σαλονίκη, Αθήνα, Κέρκυρα, Σαλονίκη, Αθήνα. Βύβλος νεκρών, δείπνα με φίλους, αμέτρητοι καφέδες μετά. Και μόνον οκτώ μετακομίσεις-προσωπικό αρνητικό ρεκόρ. Έμπειρος πλέον. Δεν έχω έμπνευση; Νερό στο κεφάλι και την αποκτώ. Θέλω να κλάψω; Πιέζω με δυο δάχτυλα τη ρίζα της μύτης. Θέλω να θρηνήσω γοερά; Βάζω ειδική μουσική. Ανάγκη γέλιου και ευδίας; Ανάκληση ιστοριών  με φίλους-οι ζωντανοί, ζωή να ‘χουνε, είναι ελάχιστοι. Τους ξεματιάζω καθημερινώς. Έχω και πένσα, έχω και πένσα, τρόμπα, οχτάκλειδο και πένσα, έχω τιμόνι κούρσα και μπροστινό φτερό που έλεγε ο Καραμανιώλας από το 1926.

  • O δράκος της Καλίσι

    Αισθήσεις γευστικών καλύκων υπάρχουν πολλές, αλλά προτιμώ την εμβάπτισή τους στο καφτερό της κόλασης καζάνι, ενώ στην προσωπική επετηρίδα, πρώτο βάζο το πικρό, είτα το ξυνό και τέλος το γλυκύ.

    Όπως όλα τα παιδάκια του τότε, έκανα μπλιάχ με ό,τι έκαιγε. Δεν εκάτεα. Αλλά σε μία παμπ στο δρόμο του Μπρίντλιγκτον, άκουσα τη συνοδό μου από τους Αντίποδες που παρήγγειλε extra extra hot κάρι και είπα δώσε και μένα μπάρμπα.

    Ακολουθώντας τον Καβάφη, το στόμα μου «αναισθητοποιήθηκε ολόκληρο για μένα». Ω, αίσθησις, και τα λοιπά. Δύο είχα οφθαλμούς και πηγαί δακρύων ανέβλυσαν, ενώ η μύτη ξεράθηκε άχρι ιγμορίων και η πικρίλα με κατείχε ημέρας δύο. Το καταχάρηκα, διότι αυτό το διάστημα, η κεφαλή δεν μου ανήκε και μου πέρασε η βλάβη πλησιάζοντας το Σκοτσέζικο Lauder.

    Εχθρός των γεύσεων, σπανίως όταν κέφαρα, φρόντιζα να είναι Ιούλιος και να έχω πάντοτε ταμπάσκο και τσούσκες και τσίλι-τσίλι. Αλλά ένα καφτερό δεν άντεχα. Κάτι πιπεριές κέρατο σε ένα μανάβικο που άνοιξε στα Γιαννιτσά, κοντά στον Αη Γιώργη, πάνε σαράντα χρόνια και ήταν οι μόνες που ολοτρόγυρά τους υπήρχαν πτώματα εντόμων στον αέρα-τόσο τοξικές.

    Ο Μπίλης απεναντίας τις έτρωγε με πάθος και απορούσα, ώσπου μία των ημερών με πήγε στον μανάβη να εξηγηθεί το φαινόμενο.

    Ο διάλογος:

    -Λένε τίποτα ρε αυτές; Καίνε,καίνε;

    -Τρελός είσαι; Καίνε περισσότερο κι από το να φάει τριάρα ο Μπάογκ εντός.

    -Μαλακίες.

    -Δοκίμασε και πες μου.

    Κόστιζε ένα δεκάρικο η μία.

    -Να σου πω τι θα κάνω. Θα φάω μερικές. Αν είναι καφτερές, θα σε πληρώσω. Αν όχι, θα πάρεις τον πούλο.

    Έκαμαν τις συμφωνίες και ο Μπίλης αδράχνει μία, την μασάει ατάραχος και λέει του:

    -Δεν καίει. Απατεώνας είσαι.

    Και βάζει τρεις μαζί στην απαλάμη, τις βάζει στο στόμα και τον βλέπαμε ενεοί.

    Μασάει, καταπίνει και λέει στον μάστορη:

    -Αδίκως με έφεραν εδώ. Δεν αξίζουν μία.

    Και φύγαμε, στρίβοντας τη γωνία.

    Μόλις μείναμε μόνοι, λέει μου:

    Φέρε ψύχα ψωμί, μαλάκα, φέρε νερό, πολύ νερό και ένα πλαστό ψωμί. Με κατέστρεψε ο μανάβης, τα σωθικά μου σάλεψαν.

    Χρόνια πολλά μετά, ανέτρεξα στην σκεπτομορφή του. Εξωτερικά  ήταν ανάλλαγος. Αλλά από το αστρικό του σώμα έβγαινε πυριφλεγής και κωμικός, ο δράκος της Καλίσι.

  • Για να μη ξεχνιέμαι

    H Χρόνος έχει τρεις θυγατέρες. Την Παρελθούσα, την Παρούσα, την Μέλλουσα. Η Μέλλουσα είναι άγονη, στέρφα, στείρα. Η Παρούσα είναι ανοϊκή, παιχνιδιάρα, σαχλή. Η Παρελθούσα, μονίμως έγκυος. Με τις ναυτίες, τις εκρήξεις και το ιδιαίτερο θυμικό της. Βιώνει την κατάσταση, αλλά παιδιά ζωντανά, δεν γεννάει.

    Και οι τρεις είναι αθάνατες, απέθαντες και καλύτερα να λέγονται Μοίρες. Ή Χάριτες. Ή, όποια λεκτική επινόηση σας κάθεται καλύτερα. Αρκεί αυτό το πλαίσιο αναφοράς.

    Ο μόνος τρόπος να τις ιδείς παρέα είναι αφαιρώντας αισθήσεις από την Ζωή. Με κόπο, με αποτυχίες, με φόβο, αλλά μονίμως αφαιρώντας. Μήπως και καταλήξουμε με μιαν εικόνα, έστω εν εσόπτρω: παραμένουμε αδρανή βουβάλια σε μία λάσπη λέξεων. Τα ραδίκια είναι πιο συμπονετικά. Οι τερμίτες, καλύτεροι αρχιτέκτονες.

    Ας λήξει αυτή η σιβυλλική δήλωση που με εκφράζει απόλυτα. Παραμένω αφοσιωμένος στους φίλους μου. Και δεν ξέρω πώς να ζήσω.

  • Η Λευκή Θεά

    Εκνευρισμένος που εξέλαβα κάτι κοντούλες σε πλαστικό

    Για σύκα αποστολιάτικα (σημείο θρήνου για δυο στρέμματα

    Αχλαδιές που δεν χαρήκαμε μήτε μια ουρίτσα τους)

     

    Τα είπαμε με τον Βούλγαρο ζητιάνο σε σπασμένα εντόπικα

    Ώσπου κάθιδρος και ζαλωμένος εντόπισα γωνιακό μαγαζί

    Πρόσφατα εγκαινιασμένο καθώς εδίδασκαν οι ανθοδέσμες

     

    Μπροστά σε δίμετρο ιδιοκτήτη που πωλούσε τυρόπιττες

    Και πιροσκί, ενώ ο χώρος του ήταν απερίγραπτα άδειος.

    Περνώντας απέξω είδα μια λευκή παρουσία, ώσπερ λευκή

     

    Θεά, με σιγμοειδή κατατομή. Σκέφτομαι «αξίζει τη ματιά σου

    Μαλάκα» και παρευθύς την κοιτάζω με γκομενί ποθοπλάνταξη

    Αποκτημένη με κόπο δεκαετιών. Ήταν μια λευκή ψυχή, δηλαδή:

     

    Ένας ακίνητος συνταξιούχος στα ογδόντα, με μπεζ πουκάμισο

    Από τα κρεμαστά άλλων αιώνων, ψαθί στην κεφαλή μα και στα πόδια

    Με πρόσωπο στο χρώμα του σιζάλ βήτα ποιότητας, σχεδόν νεκρός.

     

    Κατέληξα πως η άφιλη και  άφυλη ενατένιση φάσματος παράγει απλώς

    Αφηγηματικό πεζοτράγουδο έξι τριστίχων στην Σπύρου Μερκούρη

    Κι αυτό είναι ήδη υπερβολή, προσεγγίζοντας του Ιλισσού το μπουγάζι

     

  • Greek politics. A day in the life

    Όταν σου κόβεται ο βήχας και το γέλιο, πάει κι έρχεται.

    Όταν σου κόβεται το φτάρνισμα, την έχεις πατήσει.

  • Η οργανωμένη γκρίνια ποτέ δεν ήταν πολιτική λύση

    Ο Σύριζα υπήρξε κόμμα δύο εκκινήσεων. Του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015. Στην πρώτη φάση, είχε γεμίσει ο  τόπος κοψοχέρηδες και αντιΒαρούφ, αλλά  στην δεύτερη, την στροφή του προς την Ευρώπη, την ψήφισε και ο Μεϊμαράκης. Το γνωμικό «όλοι τα ίδια είναι» αδυνάτισε κυρίως τους γκρινιάρηδες, πολλούς με αστραφτερό πνεύμα, που δεν άφηναν σε χλωρό κλαρί τις αμήχανες ιδέες των κρατούντων. Και σήμερα, πολλοί τέως σιωπηλοί των στοχαστικών προσαρμογών, επιστρέφουν με αναρτήσεις υποστηρικτικές της κυβέρνησης. Το φαινόμενο έχει επαναληφθεί, με τις δέουσες αντιστοιχίες και αναντιστοιχίες, στην περίπτωση Ανδρέα Π. Ο εχθρός της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ, ο διώκτης των Βάσεων, ο γεννήτωρ των πρασινοφρουρών και ο σύμμαχος του Αυριανισμού, λούστηκε μια δίκη, τον θεωρούσαν απόβλητο, και το κίνημά του δραστικά διαφορετικό, αλλά με εθισμό στην προσηγορία «σύντροφοι», κυβέρνησε χωρίς τριγμούς άλλα έντεκα χρόνια. Προσωρινό συμπέρασμα: αν ένα κίνημα γεννιέται με «επαναστατική ατζέντα», εδραιώνεται με δεξιές ψήφους.

    Βέβαια, το 2018 δεν είναι 1993. Αλλά ίσως δεν είναι σύμπτωση πως κάποιος Μητσοτάκης βρίσκεται πάλι στον τάκο, προς έξωσιν. Και η διαδικασία στηρίχτηκε σε εσωτερική διάσπαση, για «εθνικούς λόγους». Και ένα συνήθειο, εννοώ την ανάρρηση κομματικού αρχηγού με δημόσια ψηφοφορία, δεν φάνηκε να ευεργετεί τους πρωταθλητές αυτών των εσωτερικών επιλογών. Άσε που το συνταγματικό παιχνίδι, με την διπλή συσχέτιση της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, ως εφαλτηρίου για να προκληθούν εκλογές, δεν πήγε προσώρας καθόλου άσχημα!

    Δεν υπήρξε πιο ανεπιτυχές επιχείρημα, απ΄αυτό που διαδόθηκε πως χρησιμοποίησε ο Στουρνάρας, όταν τον ζόριζαν οι τροϊκανοί «κάντε μου τη χάρη, αλλιώς θα έρθουν οι συριζαίοι και θα τα κάνουν πουτάνα». Αληθές ή όχι, χτύπησαν όλα τα καμπανάκια στα κέντρα αποφάσεων εκτός χώρας: αν είναι τόσο «δηλητήριον φόβερον» αυτός ο Σύριζας, ας τον προσεταιριστούμε. Αυτό και έπραξαν.

    Σε  λίγο μπαίνουμε στο τρίτο έτος Κυριάκου Μητσοτάκη που δεν εμβόλισε το Κέντρο (απεναντίας!) μήτε την Κεντροδεξιά ( η μασημένη μουρμούρα των Καραμανλικών δεν προοιωνίζεται συμπράξεις).

    Κι όλο τον κατηγορούν (αδίκως, αλλά ποιος νοιάζεται;) για φλερτ με το Ορμπανισμό. Ο Κυριάκος!

    Από τότε που απέκτησα δικαίωμα ψήφου (τότε ήταν στα  21) ποτέ δεν ψήφισα μήτε κυβέρνηση, μήτε αξιωματική αντιπολίτευση. Κι έχει τριάντα χρόνια που έκοψα το σπορ. Φυσικά δεν αδράνησα, μήτε μετατράπηκα σε απολίτικο γριβάδι. Αλλά βλέπω και προσέχω, πρωτίστως το πολιτικό λιβάδι. Άλλοτε μουσκεμένο, άλλοτε ξερικό. Όπου η ευστροφία και η βλακεία μοιράζονται τα πάντα. Σε αναλογία ένα προς εκατό. Κι αυτός ο συσχετισμός, δεν λέει να ανατραπεί. Πάντα η τακτική και η στρατηγική υπερτερούνε. Κι αυτές δε μ’ ενδιαφέρουνε. Τέρμα.

  • Τελείως πρακτικό σχόλιο

    Ο Χάρος δεν παίζει σκάκι. Δεν ξέρει σκάκι. Αλλά εσύ, δαχτυλάκι έχεις. Ρίξε τον βασιλιά σου και περίμενε. Μια καφεδούκλα θα την προλάβεις.