Author: Πετεφρής

  • Το σπαταλημένο κεφάλαιο

    Όταν το εκλογικό κοινό άλλα προσδοκά κι άλλα του έρχονται σφοντύλι, δεν ψιλοκοσκινίζει τις αντιφάσεις και δεν ασχολείται με την άδηλη δυσφορία του:

    Αποφασιστικά, κάνει δυο κλικ δεξιά και βαράει στο ψαχνό.

    Αυτό που του φαίνεται μπερδεμένο, το αγνοεί. Τυπικό παράδειγμα, η μεταπολίτευση.

    Όσοι το πήρανε χαμπάρι, αφήνουν γένια, μήπως και προσεγγίσουν την περσόνα που ο ψηφοφόρος έχει κατά νουν. Μειώνουν τις τσιρίδες, σχεδιάζουν απλές, αυτονόητες κινήσεις και λιχνίζοντας πρόσωπα, διαλέγουν τα αφανή και τα ουδέτερα.

    Όλα τα χωνεύει το εκλογικό κοινό, παρεκτός τον οργανικό μαλάκα. Αυτόν που παίρνει οδηγίες και τις εκτελεί άκεφα. Αυτόν που υποστηρίζει «κι εσείς κάνατε χειρότερα».

    Ανάμεσα στην σύγχυση και στην πειθώ, θα απορρίψει τον προσφάτως ευεργετημένο. Για την ώρα, κι ας μη το πιστεύετε, ψάχνει τον Όρμπαν, τον Μπορίσοφ της, την εκδηλωτική Κροάτισσα.

    Το βλέπω να έρχεται και δεν υπάρχει τρόπος να γίνει αλλοιώς.

  • Όνειρα της Αγίας Ελένης

    Χονδρικώς από το 1990, οι κυβερνήσεις κατατρύχονται από το σύνδρομο της ΔΕΘ. «Πώς να γλυτάρουμε την ετήσια αναφορά του Αρχηγού προς το Έθνος υποσχόμενοι παπαριές». Με κορύφωση μία μεσημεριανή συνέντευξη τύπου, όπου εξέχουσα θέση θα έχει η φωνή της βόρειας επαρχίας: «εκπροσωπώ, κύριε Πρόεδρε, τον χειμαζόμενο Ίασμο».

    Αποδείχτηκε έκτοτε, πως όσο πιο θρασύς, τόσο πιο γλυκύς.  Δηλαδή να συναξάρει ο πολίτης ως σούμα, το «έχει καλές προθέσεις ο άθρωπας, αλλά δεν τον αφήνουνε να αγιάσει».

    Θεωρητικώς, τον Σύριζαν τον παίρνει να αντέξει άλλη μία ΔΕΘ, του 2019. Αλλά δεν τρελάθηκε να το πράξει, αφού η τελευταία χρονιά θα είναι μάλλον τζούφια. Αν, φερ’ ειπείν, τάξει πως δεν θα κόπσει συντάξει εφέτο, τι σκατά θα έχει να ειπεί για του χρόνου; Μόνον το να μας κόψει τον κώλον περισσεύει.

    Γι’ αυτό φρονώ πως είναι στα γεμάτα έτοιμος να πετάξει εξαίσιο πυροτέχνημα αρραγούς στρατηγικής. Διαλέξτε:

    Επανίδρυση του προγράματος της Θεσσαλονίκης του 2014 που το θέλαμεν, αλλα οι κιαρατάδες δεν μας αφήσασι.

    Χαριστίκιον της σταθερότητος των συντάξεων, με την εύρεσιν προσυμφωνηθέντων αντιμέτρων που θα φορτώσουν στους υποκριτές μεσοαστούς ετησίως μια δυάρα μπιλιόνια και λίγα σας βάζουμε, επειδή ο άτεκτος αρχικομμουνισταρεύς  Κατρούγκαλος συγκρατήθηκε από τους εναπομείναντες νουνεχείς του είδους μας.

    -Αλλαγή πλαφόν, των φώτων μας και άλλων μη τραυματικών οδυνών, ήτοι, αντί να χάσει τον καιρόν του με μπακαλοτέφτερα, να δώσει Ελπίδαν Αντίφαν και κοινωνικήν. Δηλαδή να αναγγείλει διά μήνα του προσεχούς φθινοπώρου, Δημοψήφισμα.

    Σε αυτό θα ρωτά, με στόχο το ολόθερμο «ναι»:

     

    -Να εκλέγεται από τον Λαό ο Κώστας Καραμανλής ο πρόεδρος της Δημοκρατίας;

    -Να αλλάξει το Σύνταγμα;

    -να χωρισθεί  η Εκκλησία από το Κράτος;

    -να γίνουμε τερίτορυ των Ηνωμένων Πολιτειών;

    -να κυβερνήσουμε άλλα δέκα χρονάκια; Πείτε το ναι. Η προσφορά είναι κοψοχρονιά. Σας συμφέρει.

     

    Ο έλλην λαός θα μείνει ενεός και θα κλαύσει από συγκίνησιν.

    Με πρώτον έναν συγκινημένον Κυριάκον Μητσοτάκην που θα αποδεχθεί την νέαν λαϊκήν εντολήν.

    Αμέτρητα πλήθη υπό το motto τι να να κάνεις τα λεφτά, άμα δεν έχεις φράγκο θα πλαισιώσουν ομοθύμως αυτό το πλανμπή. Λέτιτ μπή, θα φωνάζουν.

    Και εκατομμύρια Ορλωφικοί του ξανθού γένους θα γυρίσουν εις τους τόπους αυτών.

  • Η πετρωμένη αγκαλιά

    Παιδιόφραστος διήγησις

     

    Κρατώ ένα δελτίο λουτροθεραπείας του πατέρα μου. Είκοσι μπάνια στην Αιδηψό. Με θεώρηση και υπογραφές. 1960. Ιούλιος. Πήγαιναν με τη μάνα μου στο υδροθεραπευτήριο και ελούοντο σε δωμάτιο συζύγων. Έβγαιναν μπουρλωμένοι με μπουρνούζι, γαλότσες και πεσκίρια.

    Είχαμε βρεθεί στην λουτρόπολη, πρώτη από τρεις συνεχόμενες χρονιές. Με τον αδελφό μου τον Τζανέτο, ετών πέντε. Η διαδρομή ήταν Γιαννιτσά-Θεσσαλονίκη με το ΚΤΕΛ, είτα ταχεία Θεσσαλονίκης- Αθηνών έως την Λάρισα, ανταπόκριση Λάρισα- Βόλος με την ωτομοτρίς , παϊτόνι από τον σταθμό Βόλου έως το καράβι «Κύκνος», είτα Παγασητικός, Ωρεοί, Αιδηψός.

    Στο τρένο συνταξιδεύαμε με ένα ζευγάρι Δανέζων και η μάνα μου τους κατασυμπάθησε και τους ξεναγούσε: Εδώ Τέμπη. Αιγάνη, η πατρίδα μου. Λιτόχωρο, έχω συγγενείς. Και καθώς έτρωγαν κάτι φετίτσες ψωμάκι διαφανείς με βιτάμ, τους τάισε σαρμαδάκια, γεμιστά και από την στεγνή της βλάχικη τυρόπιτα. Επί χρόνια τους θυμόταν και τους ανέφερε. Όπως έπραττε αργότερα με τα Μπιτλάκια, που τα θεωρούσε χαριτωμένα.

    Δεν ξέραμε από κλείσιμο ξενοδοχείου και βρήκαμε ένα δωμάτιο στην άκρη του οικισμού, πάνω από το ξενοδοχείο Ηράκλειον, χρώματος βυσσινί-Φλωρεντινί που υπολειτουργούσε και εκόστιζε δραχμές 30 το βράδυ. Ακριβό. Ήταν μια απότομη ανηφόρα και φτάναμε από αυλές ξενοδοχείων. Κατεβαίναμε για θαλασσινό μπάνιο, αλλά και για απογευματινή βόλτα. Παίρναμε εύκολα την κατηφόρα, μετά είχε κίτρινα και χροιακά πετρώματα όπου έτρεχαν ιαματικά νερά, η θάλασσα ήτον ζεστή. Στο βάθος ρήμαζε ένα ξενοδοχείο ονόματι Θέρμαι Σύλλα, παλιακό. Ενδιαμέσως το υδροθεραπευτήριο και μοδέρνο ζαχαροπλαστείο ονόματι Καζινό που είχε μεταξύ άλλων γεμιστές καραμέλες  ωσάν βαρελάκια και κάτι πολύγωνες τεράστιες λεγόμενες «της πεθεράς».

    Ακολουθούσε η «καλή πλευρά». Τρία μεγάλα ξενοδοχείο, η «Αίγλη», η «Αύρα» και ένα τρίτο που δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Είχαν ωραία τραπεζάκια και πολυθρόνες, αλλά ουδέποε καθήσαμε διότι ήταν φαρμακείο. Μετά υπήρχε ωραίος δενδροφυτεμένος δρόμος, με τον σινεμά, κεντράκια και στον μυχό, ένα λινό εστιατόριο. Εκεί δειπνούσαμε. Ζωμό κρέατος η μάνα μου, δραχμαί δύο, πατάτες τηγανιτές ο Τζανέτος και ρύζι εγώ, από δραχμές τρεις και γεμιστά ή καμιά εντράδα για τον παπάκο μας, δραχμές πέντε. Ψωμί, κατά βούληση. Πολύ. Αυτός ο δρόμος κατέληγε στα Γιάλτρα, όπου η θάλασσα ήταν καλή. Παίρναμε λεωφορείο. Πιο σπάνια. Καμιά φορά,νοικιάζαμε κανώ. Είχε και ξυλόσκαλα.

    Επεισόδια δεν είχαμε πολλά, πλην τριών. Του Τζανέτου του νοικιάσαμε ποδήλατο και το καταχάρηκε, αλλά έπεσε με τα μούτρα σε ένα γλιτσερό χωματοβούνι και τρέχαμε για αντιτετανικό. Επίσης ένας κατσαρομάλλης εύσαρκος φωτογράφος, όταν δεν εκοίταζαν οι γονείς μου, είδε ότι περιεργαζόμασταν ένα ολοθούριο και μας λέει πονηρά «αυτό λέγεται ψώλος της θαλάσσης».

    Τέλος, απόγευμα  πάλι, κατεβαίνοντας στα αχνιστά νερά υπήρχε κόσμος μαζεμένος και βάρκες και διάφοροι και έβγαλαν ένα πνιγμένο. Τον έψαχναν δυο μέρες. Τον είδα όταν ανάσκελο τον τράβηξαν στο χώμα. Ήταν ντυμένος με πουκάμισο και ρετσίνα παντελόνι και τα χέρια του ήταν κοκκαλωμένα, πετρωμένα, ωσάν να αγκάλιαζε κάτι. Είχε δέσει θηλειά στο λαιμό του, έδεσε μια μεγάλη πέτρα και την αγκάλιασε. Την πέτρα μάλλον την έκοψαν και έμεινε ολοστρόγγυλη και πεπαγωμένη, η πετρωμένη του αγκαλιά.

  • Επιτέλους στη γενιά των εβδομηντάρηδων!

    Η παιδική συμμορία στην οποία ανήκα, ήταν καμιά δεκαριά ομόσταυλοι, που συγκεντρώναμε, βαριά-βαριά, συνολικά ογδόντα χρόνια ζωής. Οι δέκα έφηβοι με τους οποίους είχα νταραβέρια, έφταναν ομού τον ενάμιση αιώνα. Η σούμα της επαίσχυντης δεκαετίας του εβδομήντα, συγκέντρωνε τρεις αιώνες. Σήμερα, και εάν υποτεθεί πως τριγυρίζομαι από δέκα γνωστούς και φίλους, τους ξεπεράσαμε τους επτά αιώνες. Η ποιητική γενιά του ’70, ήταν μεσοσταθμικώς εικοσάρηδες. Τώρα, τέρμα τα δίφραγκα. Οι αιώνες μειώνονται, λόγω καρκίνων, ανευρυσμάτων, εμβολών και διαφόρων καταντημάτων του υπερεγώ. Ο έσχατος των μελλοντικών ζώντων, θα φλερτάρει τον έναν αιώνα. Back to reality.

    Mε την ευκαιρία της αξιοθρήνητης αυτής λογαριαστικής, προσπάθησα να ερμηνεύσω το διαχρονικό ντίρι ντίρι που πιάνει τους γέροντες όταν μεμψιμοιρούν για τη άχαρη και άψητη νεολαία. Ξέρετε- άλλη πχοιότητα ζωής, άλλο ήθος, άλλα κριτήρια, ενώ σήμερα όλα μοιάζουν επιπόλαια και αδόκιμα. Μαλακίες δηλαδή. Με τα χρόνια, προσθέτεις και λίγο μυαλό, αλλά χάνεις περισσότερο. Και το μόνο ατίμητο πετράδι που υπάρχει και το χαίρεσαι, είναι η βούβα και τα άηχα εκφραστικά σχόλια, όταν περισσεύει γύρω σου η πανομοιότυπη έπαρση της ζωής. Οι Θρακιώτες έλεγαν «αγιού!». Οι Πόντιοι «μώσε!», οι βλάχοι απέρριπταν με τα μάτια, οι ντόπιοι σάρκαζαν με το μαγικό εισαγωγικό «άμπε».

    Οι νεκροί, πανταχού παρόντες, οι φίλοι που απόμειναν πολύτιμοι. Ο αφανής βίος ευτυχία. Αρκεί να μην τρίζεις τα δόντια και να ανέχεσαι την πιτσιρικαρία, όσο τουλάχιστον μας ανέχονταν οι παλαιοί.

  • Απλές, κτηνωδώς ανόητες ιδέες.

    Από το Μηνολόγιο Βασιλείου Β. Έθνη υποταγμένα μετά τον πόλεμο στον Σαμουήλ, circa 1018.

    Ο Ζάεφ, μνημονεύοντας στους πολίτες του κάτι σαν «τους δώσαμετο όνομα erga omnes και κρατήσαμε ταυτότητα erga omnes» ξέρει τι λέει. Ίσως το μυστικό να βρίσκεται στην επιλογή της Πρέσπας ως συμβολικού τόπου μεσιτείας. Δεν πιστεύω πως η κυβέρνηση κατέληξε στη συμφωνία κατόπιν εμβριθείας. Μάλλον φωτογραφίζει πολίτη ή πολίτες (συντηρητικών καταβολών) από Χλερηνά ή Σόροβιτς που είχαν μια «λαμπρή ιδέα». Δεν πρέπει να ήρθε σε επαφή με εγγόνια Σνοφιτών ή απογόνους Οχρανιτών από χωριά. Μήτε ασχολήθηκε με το Λεβούνι (Λεβαίη) ή το mutatio Melitonus, πάνω από το Κιρλί Ντερβέν ή και την επιγραφή «εγ Βοκερίας στάδιοι εκατόν». Πρέπει να άκουσε και βλάχους, απ’ αυτούς που δε χώνευε ο στρατηγός Κεκαυμένος και φοβόταν Βενιαμίν ο Τουδέλης. Erga omnes κατά ταυτότητα ή ιδιόλεκτο, σημαίνει πως τέρμα τα ψαξίματα και ανατέλλει ένας «σύλλογος φίλων της Βόρειας Μακεδονίας» κι όποιος κατάλαβε.

  • Γλαύκωμα

    Ένα βιντεάκι με τον πρωθυπουργό στο Μαξίμου. Ξύλινη επένδυση μεσαίου βερνικώματος, ράφια με αδιάβαστα βιβλία της μόστρας, δύο συβουλάτορες, ένα κινητό, δοχείο με «αυτά τα ωραία άνθη», ο Γκρτσκο ρωτάει τον νιζνάμη αν ξέρει τις Πρέσπες, τα βρίσκουν και γελά. Σα να ρωτάει μεσέμπορος εισαγωγέας Έλλενεν, έναν Σόπτση, αν έχει Χιτάτσι κλιματιστικά στην αποθήκη του- καλοκαίριασε απότομα και θα χρειαστεί τριάντα εννιάρια κι ένα δωδεκάρι με wife Aye. Kάπου πρέπει να βρίσκεται ένα επιτελείο με καμιά τριανταριά ειδικούς, σε μια καμαρούλα πνιγμένη στο ταμπάκο και στα πιτόγυρα που λυχνίζουν κάθε φθόγγο που εκφέρεται στο πρωθυπουργείο, ανοιχτή γραμμή με πρέσβεις και υπουργεία, αλλά προσώρας δε δουλεύει τίποτε, κάναμε την παραγγελία, κύριε Πρόεδρε και όπου να ‘ναι θα γίνει διαγωνισμός, βολευτείτε με τον Κρατερό.

    Κι αν ξέρει τις Πρέσπες, κοντά είναι και η Πλιάσα, η Σέταινα, το Ανταρτικό, οι τρεις οδεύσεις προς Αλβανία και η όχθη του Πόγραδετς, κι έπειτα, ο δρόμος προς Αχρίδα και Σβέτι Ναούμ με τους Κύκνους και η όδευση προς Περλεπε, αλλά  έχει και μια δημοσιά που ενώνει τη Ρέσνα με το Βουτέλιον και πάνω στου Μορίχοβου τα ανάντη είναι το Γκόπεσι όπου γεννήθηκαν οι εκ μητρός παππούδες μου, οι Στεργίου, ναι ,εκεί που έπαιξε η βλάχικη νεολαία τον Ταρτούφο του Μολιέρου στα 1750.

    Τι χαλεύετε στην Δασσαρητία, εσείς οι προσωρινοί Νορμανδοί; Πού είναι ο  Γεώργιος Ακροπολίτης;  Ο άτακτος Βοϊτάχος; Τα Κουμάνια που διασάλευσαν την ταφή στον Άγιο Αχίλλειο; Οπόσοι Μογλενιτόβλαχοι έκρωζαν το «βεζήτε, τζέζαρ» τρομαγμένοι από τις χωσιές, και με ποιόνα ήταν τότε ο Νικολίτζας ο Δίβουλος;

    Σε όλη μου τη ζωή πόθησα ισοπολιτεία, ισονομία και ελεύθερη από καταπίεση Κουτμητζιβίτσα. Και με κοινές προσπάθειες, οι διγλωσσίες να γίνουν διφωνίες. Τώρα, ξαναβάλατε το εμφύλιο σκιάχτρο στα ξυλοπόδαρά του. Πάσχετε προδήλως από εθνικό γλαύκωμα. Τίποτε άλλο.Πάλι κόκκαλα θα μαζεύουν τα εγγόνια μας και τα εγγόνια τους.

  • Blank Balkans

    Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΠΑΛΟΣ

    Το ναυτόπουλο λαλά, που όλο παιζει και γελά. Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ ΥΠΟΔΥΟΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΣΕ ΤΑΙΝΙΑ.

    Ο Ψευδοσκύλαξ, εξερευνητής και θαλασσοπόρος που διέπλευσε τη Μεσόγειο, τον Εύξεινο και μία φετίτσα της Αφρικής πέραν των Στηλών, στα χρόνια Φιλίππου του Β, αναγνωρίζει στην ανατολική ακτή της Αδριατικής Κελτούς, Ένετούς, Ίστρίους, Λιβυρνούς,και παρακάτω Ιλλυριούς, ήτοι Ιεροστάμνες, Βουλινούς, Ύλλους, Νεστούς, Μανιούς, Αυταριάτες, Εγχέλεις, Ταυλαντίους, Ατιντάνες, Κέστριους, Ωρικούς και Χάονες. Λαοί προστέθηκαν και αφαιρέθηκαν, κράτη οργανώθηκαν και διαλύθηκαν. Ώσπου φτάσαμε στον αόριστο όρο «Δυτικά Βαλκάνια».

    Άλλη γεωγραφία δε χρειάζεται, διότι θα αργήσει να επινοηθεί η πατριδογνωσία των τόπων.

    Οι Αμερικανοί είναι φρέσικοι εδώ. Έως το 1990, η Αλβανία κινεζόφερνε, με ολίγη γαλλική επιρροή, η Γιουγκοσλαβία ηταν φίφτι φίφτι κατά Τσόρτσιλ, η Ρουμανία μιλέτι των Τσαουσέσκων, γκρινιάρα, η Βουλγαρία φιλοσοβιετική. Η Ελλάς από τον Πιουριφόι στον Πράιατ, έζησε και ζει τη μοίρα της. Νατοϊκή, με ευκολίες πληρωμής.

    Με την πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ,ξεκινάει κάτι διαφορετικό. Και πρώτα, δίνεται προτεραιότητα στην έξωση του ρώσικου παράγοντα. Θα ακολουθήσει η οργάνωση και το πάρκινγκ. Το μπετονάρισμα στην Χερσόνησο του Αίμου, είναι ταχείας πήξεως. Εμείς θα κληθούμε να διαλέξουμε μεταξύ παραλλαγών κυβέρνησης Σύριζα και παραλλαγών μπρούτου αυταρχισμού με δεξιόστροφες και φοβικές βαριάντες. Μήτε μια απλή πολιτική ιδέα δεν έλκει την καταγωγή από τοπικές δυνάμεις. Το δικό μας «1984» θα ολοκληρωθεί μετά το 2018.

  • Συναστρία

    Πολλές συναντήσεις και επαφές, εμείς με τον δίκαιο νταλγκά για τους φυλακισμένους της Αδριανούπολης, οι σύμμαχοι, φιλικά βέβαια, τον χαβά τους: προσέχτε τα Ρωσάκια, μπράβο για την Πρέσπα, τελειώνετε με την Αλβανική ΑΟΖ , πάρτε πίσω αυτούς που λιάζονταν, τουρίζμο εξασφαλισμένο, μην ατακτείτε με τα μνημόνια, γράφτε μερικά κάτω από το σφουγγάρι, κι εμείς μπορεί να κοιτάμε αλλού για καμιά διευκόλυνση επί των συντάξεων. Σκάνδαλα, σας στείλαμε λίστες, έως του Αγίου Δημητρίου να είστε κεντροαριστερά, με τσου Τούρκοι θα δγιούμε. Έναρξη τον Σεπτέμβριο που άνοιγαν οι σινεμάδες, πάρτε και μια λίστα θετικών εκπλήξεων, τι άλλο θέλουτε! Βέβαια, μπορείτε να καυχιέστε πως θα έχετε μεγάλο ρόλο στο αύριο των Βαλκανίων, πάγκο μεταγραφών έχετε πλέον, άντε, ξημερωθήκαμε. Α,και να μη χαθούμε στο ζήτημα των δεξιών εμφυτευμάτων και ψαχνόμαστε κατά τα Χριστούγεννα.

  • Σχόλιο για τα σύνορα

    Είμαι βέβαιος πως μια δήλωση του Επιτρόπου Χαν περί αλλαγών συνόρων είναι κακή μετάφραση. Αλλιώς και παράλληλα με τα ναζάκια της χώρας για Ρώσους που απελαύονται διότι και επειδή, θα με οδηγήσουν στην πεποίθηση πως μας κυβερνάει ο Tonis Sfinos.

  • To μπαλκόνι της Ιουλιέτας

    Το αγόρασαν (το σπίτι) το 1905. Για το μπαλκόνι του. Κάποιος διαπίστωσε πως το μπαλκόνι εμφανίστηκε στην τραγωδία δυο χρόνια μετά τον θάνατο του βάρδου. Και τι μ’ αυτό; πενήντα χιλιάδες μελωμένες επιστολές κατ’ έτος στέλνονται στους εραστές. Έξι ευρώ είσοδος. Τουριστικώς άπαιχτος προορισμός. Legacy. Παραμύθα. Η αναζήτηση του τίποτε, κατάλληλα απογυμνωμένη.