Author: Πετεφρής

  • Το σκοτάδι

    Ποτέ δε φοβήθηκα το σκοτάδι,αλλά έτρεμα με τις διεισδύσεις του φωτός στην ποικιλία της σάρκας της νύχτας. Το 1957, έμεινα μόνος στο σπίτι της Σαμολαδούς για λίγη ώρα, και οι εικόνες του σβηστού δωματίου γέμιζαν χρώματα, σαν σε σινεμά, διότι και το ασπρόμαυρο ήταν πολύχρωμο. Χειμώνιαζε και άκουγα για τη Λάικα. Σε μια ξαστεριά η συμμορία μαζεύτηκε στη γωνιά του σπιτιού του Ζεγγίνη και έβλεπε ή έτσι νόμιζε, το νεκροκρέβατό της. Και εκείνο το βράδυ, πού να ξέρω το γιατί, αποφασίσαμε να παίξουμε Καραγκιόζη. Γιατί; Διότι ήμεσθεν εταιρεία, οι εταιρείες έβγαζαν λεφτά και θα είχαμε λεφτά να  πάρουμε καραμελωμένα μήλα, τσίχλες τσιγαράκι και μπαζούκες. Ιδίως αυτές. Οι μεγάλοι ανέλαβαν την παραγωγή.

    Ο χώρος ήταν ένα ισόγειο στα δίπατα είτε του Δουμανίδη είτε των Ζαμιδαίων το ξυλουργείο. Γυμνό, μονόχωρο, άδειο. Πινεζώσαμε ένα παλιό σεντόνι και βρέθηκε φακός και δύο σπαρματσέτα. Τευχάκια Καραγκιόζη, αμή και χύμα ανθίβολα με φιγούρες είχε το περίπτερο της Χήρας, στο άδειο οικοπεδάκι δίπλα στον Αχτσόγλου, κοντά. Κόβαμε τις φιγούρες με ψαλίδι και τις κολλούσαμε σε χαρτόνι αγοραστό, με αλευρόκολλα, όπως τους χαρταετούς. Σπίτι του βεζίρη και παράγκα δεν υπήρχε, ήταν ακριβότερη. Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος και Καραγκιόζης χωρίς σπαστό πάνωθε χεράκι ήταν οι φιγούρες.

    Πρόβες δεν κάναμε, πάρεξ φωτισμού. Σενάριο δεν είχαμε, διότι κανα δυό μεγαλύτεροι ήξεραν πολλά λόγια. Εγώ ήμουν στα κεριά, λόγω τραυλότητας. Μετά το είπαμε στο σχολειό, τα παιδιά στους γονείς τους. Η γειτονιά το έμαθε και ήρθαν αρκετοί, παιδιά και γονείς. Τι εισιτήριο ήτανε μισό φράγκο και μερικοί γονείς έδιναν έως και τάλιρο. Δεν το κάναμε νύχτα. Δεν μας άφηναν. Αλλά ο χώρος ήταν ήδη σκοτεινός. Οι μεγάλοι, δηλαδή οι δεκαετείς και άνω, έπαιξαν και έπεφτε γέλιο. Δεν το ξανακάναμε. Αφού ήταν όμορφα την πρωτη φορά, δεν χωρούσε επανάληψη.

    Το μόνο που μας συνάρπασε ήταν το μπαγιόκο. Μια χουφτίτσα κέρματα και δεκάρες με την τρύπα. Μαζευτήκαμε κάποια στιγμή και δεν τα βρίσκαμε στην μοιρασιά διότι δεν είχαμε μάθει διαίρεση. Στο τέλος,ο  τσάκαλος της συμμορίας βρήκε τη λύση. Πήραμε τις δραχμές, μισόφραγκα, φράγκα, δίφραγκα και ένα τάλιρο. Τα πήγαμε στη Χήρα και ζητήσαμε να μας να κάνει όλα δεκάρες. Τρύπιες. Κι έτσι, μία σου και μία μου, τα μοιράσαμε όλα, ακριβοδίκαια.

    Μετά, πήγαμε εν σώματι στου Τσαμπάζη, στο άλλο περίπτερο και μας έκοψε ένα σωρό μπαζούκες και μασάγαμε ώσπου να αφρίσουμε.

    Αυτά ήταν τα αθώα καρναβάλια της εποχής. Μετά εμφανίστηκε το σκοτάδι και η πάχνη στο μεγάλο πάρκο που σμυρίδιζε από πεταμένες καπότες και το ασημί από το εσωτερικό των τσιγαρόκουτων. Αυτή ήταν η νύχτα, με Αστάρτη στον ουρανό την Λάικα και αυτό το σκοτάδι δεν το φοβήθηκα ποτέ.

  • Ω χαμηλώστε αυτό το φως…

    Δεν ξέρω τι πίνετε τελευταία, αλλά μάλλον γιορτάζετε, πολλοί, πως επεφάνη «ρήγμα» στον Σύριζα και βάρεσε δυάλα. Αν ήσασταν στρατός, αποκοιμηθήκατε την παραμονή της μάχης, χωρίς τούλδον και σκούλκον. (Περιπολίες και φρουρά). Αν είδατε σημείον μέγα στον ουρανό, που προφητεύει τα απαίσια, ξεχάστε το: drone κατά Μαδούρου είναι, αλλά με στόχο την Μαδουρή ή τις κρητικές Μαδάρες.

    Από το 2014 παρακολουθώ, σε σχετικά μικρές ηλικίες, την τάση να προσεγγιστεί ο Σύριζα, από την εποχή των δημοτικών εκλογών «να δουλέψουν εθελοντικά για να τρουπώσουν αργότερα». Και μετά, ακόμη και καταμεσής της μεταναστευτικής κρίσης, διορισμούς και αναθέσεις είχαν στην πρωτοκαθεδρία. Πλήθος αγνώστων σκιτζήδων αλλά και κινητικών τύπων που κράδαιναν ένα μεταπτυχιακό, εισήλθαν σε επινοημένες ειδικές γραμματείες, ενώ στον κρόκο του αυγού, τετραμηνίτες και οκταμηνίτες είδαν, αν όχι το φως το αληθινόν, τουλάχιστον μια διάθεση κατσικώματος. Επιπλέον τα «φιλοδωρήματα» και τα βοηθήματα, ανακούφισαν τους γέροντες, διότι θα είχαν να φάνε το βράδι αφού τα χαρτζιλίκια στα εγγόνια δίνονταν από αλλού.

    Δεν ξέρω πώς τιμολογήθηκε η τρολιά, αλλά μια στολή μοδάτη την έραβες.

    Πέρα στους πέρα κάμπους, οι μηχανισμοί του Δημοσίου ατόνησαν χειρότερα κι από το Μάτι. Παντού. Αλλά μεγάλα παγόβουνα του Λικβινταριστικού Παγετώνος, πρόλαβαν και φιλοξένησαν δήθεν οικολογί φώκιες, πατριωτικές λευκές αρκούδες και αναρίθμητα «πράττω». Δεν υπήρξε κανένα ταξίδι Τιτανικού, αλλά ένα φλερτ με πιγκουίνους, διεπράχθη. Τον Μισελ-ο-γιαννάκη, διεδέχθη άλλος ιατρός, ο Πολάκης. Σέρτικος κι αράθυμος, παρηγοριά ηρεμιστικού σε χαλασμένο δόντι. Και παντού, οργανική ξεκουδουνίαση, ωσάν το Γαβρόγλειον άγος και άλλους, εμμονικούς. Φίλοι, γνωστοί και διαχρονικώς άτομα που καλημερίζαμε, εντάχθηκαν αφανώς στο Σύστημα.

    “We didn’ t start the fire” ήταν το νέο άσμα του έθνους. Από το τριολέ του «εχθρού», ο Καραμανλής έμεινε στο απυρόβλητο, ο Σαμαράς περιφρονήθηκε από την μαλακιωδους ύφους επιμονή του να κυβερνά την πολιτική του άνοιξη και απέμεινε, ως σημαδιακό πουλί της δυστυχίας. Κυριάκος τις, ως έκθετος τριτογενής που για να αρχηγέψει, ενωτίστηκε ακροδεξιούς. Δεν ξεχνιούνται αυτά.

    Ναι, τηνε πάτηκαν με τις Φωτιές και με τον πολιτικώς άμετρο Τζανακόπουλο που παραμένει ποθητή περσόνα για κάθε κόμμα, από την εποχή του Ιωάννου Καππαδόκη και του Αγιοχριστφορίτη. Είχαν στρώσει το γαρμπίλι έως τα μέσα Ιουλίου: γιορτές στην Πνύκα, άντε και Καστελλόριζο, ανασχηματισματάρα τέλος Αυγούστου και επαναφορά Νοβαρτικών σκελετών, παροχές στη ΔΕΘ, «αχ έρωτα» στην Ποταμιά που σωπαίνει το κανόνι, άλλους πέντε μουστερήδες-τσιμπολόγημα από το δήθεν κέντρο και καθαρίσαμε. Μετά, Σύνταγμα, ισοδύναμα, ένεση στην Αυτοδιοίκηση, και οι εκλογές φάνταζαν ελκυστικές. Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

    Το «απέναντι» απλώς δεν υπάρχει. Το ρήγμα μπορεί να κλείσει. Δεν θα πέσουν από μόνοι τους. Οι Απέναντι πρέπει να φτιάξουν άλλη πρόταση, αρνούμενοι πως θα επαναδιαπραγματευτούν, διότι ο Πούλος ορθώθηκε και τους προσμένει. Πρέπει να εμφανιστούν μετωπικοί, τολμητίες στα οικονομικά, με πρωτοφανείς καινοτομίες. Δεν κρίθηκε τίποτε. Απαγορεύεται ακόμη και το «παραλάβαμε χάος». Όχι άλλους ρήτορες.

  • H βίλα στην Κινέτα

    Η βίλα κάηκε και την βλέπω σε φωτογραφία. Χτίστηκε σε τυχερή στιγμή, της μόδας στα χρόνια της Δημοκρατίας και την συνόδευαν μουρμουρητά και κατάρες, όπως τότε που επεφάνη στα Γιαννιτσά ή εκεί κοντά η Σεβάς Χανούμ και οι νοικοκυραίοι ξέχασαν την τάξιν και την οικονομίαν και έσπευδαν να ξενυχτάνε κοντά της και άφηναν νηστικά τα παιδάκια των, ώσπου πήγαν οι κυράδες τους και διαμαρτυρήθηκαν δεν θυμάμαι σε ποιαν αρχή για να φύγει το βδέλυγμα από τα μέρη μας, να πάει σε άλλα μπαμπάτσα και στα λιβάδια με τα μπέρλεϊ που τότε έσκιζαν αναπτυξιακώς.

    Η βίλα σε μέγεθος και κλίμακα έμοιαζε με κυνηγετικό περίπτερο μοδέρνο, με λοξέματα στις στέγες, «τριών όγκων» που θα έλεγαν οι βοηθοί μας στο πολυτεχνείο, με προφανείς προσθήκες, διανοίξεις κουφωμάτων και βιλώδη ανασαμιά. Σίγουρα τζάκι και συνδικαλιστικώς διακοσμητικά μελτεμάκια στην αυλή.

    Είχε γίνει και αθωωτική δίκη. Είχε βουίξει ο τόπος. Είχαμε μόλις μπει στην πολυκατοικί ευμάρεια. Και το τζαμάκι της τουαλέτας το έκρυβαν με τούβλα ασταρωμένα σε ελεύθερη σύνθεση, τότε που και το τσιμεντότουβλο το θεωρούσαν σαλτανάτι της οικοδομικής. Μοντερνισμό.

    Μεταβατική εποχή. Από τη λαγνεία του 50 στα μπερδεψομπούτικα των σίξτις με το Χάπι, το Μίνι και το Καλσόν, έλεγάν το και Κολάν. Και στα πάρκα, στα δασύλλια και στα ευθυγραμμί πράσινα, έτσι και διασώζονταν φωτισμός νυχτερινός, το γκαζονάκι έβριθε από το ασημί γιαλιστερό που άφηναν οι καπότες και από τα γουρλωμένα μάτια των  εφήβων που παραμόνευαν τα ζευγαράκια.

  • Γιατί μιλάνε τόσο πολύ;

    Στην δημόσια τηλεόραση, αμη και στο κανάλι της Βουλής, νεωτερίζουν πολλοί λογοτέχνες, είτε διαβάζοντας ποιήματα, είτε αναφέροντας την πλοκή των πεζογραφημάτων τους. Και βέβαια, μερικοί αναλύουν αριστουργήματα της λογοτεχνίας (παιγνιώδες ύφος αποκτώ) κρατώντας πολύφυλλο υπόμνημα και κάνοντας μια διάλεξη απ’ όπου σου μένει το γύρισμα των φύλλων. Εναλλάσσονται ο γραμματέας μαζί με τον σπουργίτη.

    Αποτέλεσμα: κοντεύω να μάθω απ’ έξω το στιχούργημα του Τόνι Σφήνου για ένα σκαρί ονόματι «Λεβάντε» μιας πορείας δυτικά, καθώς και το άσμα περί Ριχάρδου, παραχθέν από ένα παλαιό δημοφιλές ζευγάρι.

    Καλύτερα βραβεύστε τους (ή  ξαναβραβεύστε τους) κι άφκετέ μας στην αιδήμονα σιωπή.

  • Λάζαροι και λαζαρίνες

    Όταν έπεσε η ΕΡΕ, το 1963, βοήθησαν η Αυλή, ένας επίμονος Ανένδοτος, ο νεκρός Λαμπράκης και η φυγή κάποιου Τριανταφύλλη. Για να διαλυθεί το Κέντρο, το 1965, συνέβησαν Ιουλιανά και λίγα λέω. Απεναντίας, το ΠΑΣΟΚ χτίστηκε πάνω στον Ανδρέα που εμβόλισε το Κέντρο που του ανήκε και σε μία ορμή οπαδών που τον λάτρεψε. Το 1989, τρεις ταβανόπροκες του κάρφωσε ο Μητσοτάκης για να καταφέρει να κυβερνήσει τρέμοντας τρία χρονάκια, κι ακολούθησε πάλι ΠΑΣΟΚ επί έντεκα χρόνια.

    Τι σας κάνει να πιστεύετε πως η Τραγωδία που βιώνουμε θα φέρει εκλογές; Μάλλον μια επίμονη φημολογία! Ο Σύριζα κυβερνά, χάρη σε μια σκληρή εκ δεξιών υποστήριξη και σε μία συμπαγή βάση από επιγόνους του ΠΑΣΟΚ κυρίως-κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τις εκλογές που θα χάσει στο μέλλον, τις έχει προβλέψει κι έχει τρόπο να ξεπεράσει την Συμφορά με την μέθοδο της Αμοιβάδας. Τέτοια μπερεκέτια δεν διαθέτει η Δεξιά, κι αν προσέξετε, όλοι την αρνούνται. Προσώρας, ένδειξη πως δεν ευνοείται από Ευρώπη και Αμερική, δεν υπάρχει. Εξοργίζει κυρίως γέροντες και νοσταλγούς. Άσε που το φλερτάρουν ομάδες του Κέντρου.

    Απέναντι από τον Σύριζα, υπάρχουν μόνον διαπρύσιοι ρήτορες. Πανέξυπνοι και διεισδυτικοί που ασχολούνται με τις αβανίες του. Σιγά τ΄αυγά! Ασφαλώς θα φυλλοροήσει κάποτε, αλλά αν απωλέσει την ατζέντα. Έχει τράτο να ξεφορτωθεί δεκάδες στελέχη, προσλαμβάνοντας άλλα.

    Για να τελειώνουμε μαζί τους, είχα προτείνει να τους φερθούμε ως διαφανείς, κι όχι να σατιρίζουμε (έτω, δικαίως) κάθε μαλαγανιά τους. Έχουν μπροστά τους τον κεντροαριστερό εισοδισμό, μια ιδιότυπη σχέση με τους νέους και μια αμείλικτη δεξιά που βρίσκεται ακόμη στο καραγιαπί. Τους έχουν παραδώσει φακέλους ενοχής αντιπάλων, περιμένουν άφθονες προσχωρήσεις συνύπαρξης, και δεν διώχνει κανέναν όσο άχρηστος και να είναι, στοχεύοντας να τους ξωπετάξει όπως έπραξε τότε, εκείνο το καλοκαίρι του 2015. Κατά τα άλλα, ισχύει ο Αχιλλεύς Παράσχος:

    Θα είχον προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
    και μόνον μου αντίπαλον τον θάνατον θα είχα.

  • Mπρατσέρα

    «Ο Αύγουστος χαμογελά χαϊδεύοντας τα αστέρια των ουρανών, θέλει να ακούει το γέλιο των παιδιών, να ατενίζει την ελπίδα χαραγμένη στο πρόσωπό μας. Καλό μήνα μας εύχεται με λάμψη πονηρή στα μάτια του»

    Ή αλλοιώς: «πότε θ΄ανοίξωμε πανιά να πιάσω το τεμόνι, να δω της Λέρος τα βουνά να μου διαβούν οι πόνοι». Μπορεί και «Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!»

    Aνήκω στους αισιόδοξους που επιμένουν πως κάποια λάμια αντιπαθεί τον κύριο Κοτζιά και τον τρολάρει συστηματικά. Δε μπορεί, λέω, αυτός ο μυριστικός πληθυντικός να βγαίνει από ανθρώπου γέννα.

  • Σύρματα στα λιβάδια

    Άνευ σημασίας οι τροπολογίες «κατεδάφισης» που θα ακυρωθούν εν τοις πράγμασιν, καθώς αντί να παρκάρουν στην «κρατική περιφέρεια», θα συνωστίζονται στο ΣτΕ. Έχω την εντύπωση πως θα ήπρεπε προηγουμένως να λύσουν τον υπηρεσιακό εμφύλιο μεταξύ δασαρχείων και λοιπών υπηρεσιών.

    Στην ποκερικήν επιστήμην, αυτό λέγεται ντεκαβάρισμα. Χωρίς ντεκαβάρισμα, πρόκειται για ακόμη μία «γυροβολιά του κεφαλαίου».Αν δεν ακυρώνουμε εκατό νόμους κάθε φορά που θεσμοθετούμε έναν ακόμη, δεν υπάρχει σωσμός.

  • Για ένα πουκάμισο αδειανό, για έναν Ηλία

    Ο κύριος Μητσοτάκης θα μπορούσε να δώσει τη συνέντευξη την επαύριο της ΔΕΘ.

    Διότι δεν γεννήθηκε ακόμη η αντιπολίτευση που δεν αριτσώνεται και δεν τσουτσουρώνεται μετά από κάθε πράξη ή απραξία μιας κυβέρνησης.

    Κάθε επιθετική αναφορά, είναι φορμόλη στο κυβερνητικό σκουμπρί.

    Δώστε στην κυβέρνηση που έχετε βαρεθεί ή σιχαθεί, το μαχαίρι του Ατζεσιβάνο: την αυτοδιάλυση.

    Αλλιώς, η Δεξιά που θα έρθει, στον ίδιο κάδο θα σας ρίξει.

    Και μην ονειρεύεστε πως θα περιέχει στρατηγούς και «ανησυχούντες».

  • Σκέψεις γέροντος λογοτέχνου

    -Δεν έχω καμιά διάθεση να με αγαπάτε, αλλά με τσακίζετε όταν μ΄εμποδίζετε να σας αγαπώ.

    -Η συμφιλίωση των γερόντων με τον Θάνατο αφήνει πολλή ζωή διαθέσιμη.

    -Κανένας κίνδυνος δεν προκύπτει από την παράνοια. Απλώς βολτάρεις άνετα στα ναρκοπέδια.

    -Η νεότης ίπταται με χαρταετό. Αμόλα καλούμπα, μαλάκα. Ακόμη κι αν τσοντάρεις λουρίδες από το τομάρι σου.

    -Κάηκε ο παππούκας που δεν ξέρει τον αντικαταστάτη του.

    -Άκουε σιωπηλός και μίλα άηχος.

  • Οι πολίστες της Μπουτσάβας

    Μπήκα στο Γυμνάσιο Γιαννιτσών το 1960. Στεγαζόταν στο Γαλλικό Νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους, σε μια γειτονιά όπου ζούσαν ή φυτοζωούσαν προτεστάντες, ορθόδοξοι, ουνίτες και μας έδειχναν και σπίτια εξαρχικών. Έφυγα το 1965 και δεν γνώρισα άλλο κτήριο-το οικόπεδο του Νέου Γυμνασίου το λέγαμε «παλιό γήπεδο» και τρέχαμε κάτι ημιαντοχές. Στην αυλή είχε δύο μονόζυγα σταθερά, όπου διέπρεπε ένας εξαιρετικά ικανός Μητσάκας, και όταν ο καιρός ήταν καλός, ο γυμναστής μας ο Καλούδης κατέβαζε εφαλτήριο να μάθουμε να πηδάμε. Ήταν ανεκτικός σε σπαρίλες (δεν θυμάμαι να έκανα γυμναστική χειμώνα χωρίς παλτουδάκι ή παρντεσού) αλλά σε ένα ζήτημα ήταν άτεγκτος. Όταν ο καιρός ήταν χάλια, μας μάζευε σε μία τάξη και μας μάθαινε κανονισμούς αθλημάτων.

    Ο Καλούδης ήταν κοντός, συγκροτημένος, τζαχείλας με κάτι το στρατιωτικό στην κοψιά του. Μιλούσε απότομα αλλ’ όχι εχθρικά και ήξερε να μας προπονεί για παρελάσεις και σουηδική γυμναστική. Στα χιονόβροχα και στις καταιγίδες μάθαμε στην εντέλεια κανονισμούς ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ και τα πάντα για κολύμβηση και κωπηλασία, ιδίως ουότερ πόλο. Στα μεγάλα κέφια του, μας έδειχνε το κρίκετ και το αμερικάνικο φουτμπόλ και όλα τα κάτσερ και πίτσερ των αμερικάνικων ταινιών. Μπασκέτα δεν υπήρχε στην αυλή, αλλά ενίοτε έβγαζε δυο στουλάρια με δίχτυ για να μας δει στο βόλεϊ. Όλων των τύπων τις μπάλες, μας τις  μάθαινε με το γραμμάριο.

    Μερικοί που είχαμε ζήσει μέρες στο Μακρύγιαλο, στο Μπαχτσέ, Περαία, ίσαμε Σταυρό, ξέραμε κάτι σαν κολύμπι, αλλά γενικά, μετά την αποξήρανση του Βάλτου, το πλησιέστερο υγρό στοιχείο ήτανε το ρέμα της Μπάλτζας όπου καθηλώθηκε στη γέφυρά του ο στρατός και είχε απώλειες στη μάχη των Γιαννιτσών. Κάναμε μπάνιο, όχι συχνά εκεί, ανάμεσα σε γλίτσες, βατράχια, νεροφιδάκια αλλά όταν γλυστράγαμε, οι μεγάλοι μας έβγαζαν βρίζοντας.

    Ο Καλούδης έκανε σχεδιαγράμματα στον μαυροπίνακα. Οι μπαλαδόροι ανάμεσά μας αισθανόταν τη τεκμηρίωση των κανονισμών να τρέχει από τα μπατζάκια τους και απαντούσε ως Σολομώντας αν τον ρωτούσαν για μια φάση. Αλλά οι περισσότεροι είχαμε φρίξει με τους πολίστες. Που δεν πατούσαν ποτέ τσιμέντο και έβγαιναν σαν χελιδονόψαρα στην Καραϊβική.  Δεν καταλαβαίναμε γρυ, ώσπου μία των βροχών μας έφερε ένα περιοδικό με χρωματιστά αθλητικά και είδαμε μερικά δελφίνια με κάσκες και σπιθαμιαία μαγιό. Σε απορίες σοκολατόπαιδων για το μέγεθος των αιδοίων, οι έμπειροι το απέδιδαν στην ψύχρα του κολυμβητηρίου.Μερικά περιοδικά ήταν προπολεμικά, αλλά τα φύλαγε με σεβασμό.

    Στην παράδοσή μας δεν υπήρχε θάλασσα, μήτε τάλασσα. Απεναντίας η λάσπη ήταν ευδιάκριτη, και με ποικιλίες παρακαλώ. Στον τόπο μας κυκλοφορούσαν παλαιότερα, μονόξυλα, «άδρυα», πλάβες, ενίοτε τεθωρακισμένες για  να μας χωρίζουν οι αβτζήδες από τα κομιτάτα. Και πωλούσαμε καλοφτιαγμένες σύριγγες από ξύλο για τα τσιμπούκια των μπέηδων, αμή και βδέλλες στα φαρμακεία της Βιέννας. Σε πολλά ποταμάκια που κατέβαιναν από το Πάικο, το μπάνιο ήταν δροσερό και μπούζι, ειδικά στο Όμπαρ, στο Καραντερέ με τις καραβίδες και  σε λούμπες όπου εσάλευαν γριβάδια. Στους σπάνιους πευκώνες βγάζαμε προσεκτικά τις βελόνες διπλές και τις κάμπταμε στο κοινό στέλεχος και σχηματίζαμε καρδούλες για να κάνουν «αχ» τα κοριτσόπουλα. Φορούσαμε και τσαμπάκια από κεράσια ως σκουλαρίκια στο αφτί. Αλλά τάλασσα, πουτενά. Και η ομάδα μας των πολίστας, ως εδρεύουσα στην Μπουτσάβα και προπονούμενη στις ρηχές γκιόλες  του Ταλαμπάς, μετά το πολυβολείο δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Ωστόσο ο Καλούδης μάς είχε μάθει τους κανόνες του τέννις και άλλων αθλημάτων και όλα ήταν πιο βολικά, όταν βλέπαμε σε ασπρόμαυρη τηλεόραση τα αθλητικά.