Διγλωσσία;
προσωπική πολιτική;
Κωνσταντίνος Τσιούλκας, Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν, Αθήναι 1907.
Διγλωσσία;
προσωπική πολιτική;
Κωνσταντίνος Τσιούλκας, Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν, Αθήναι 1907.
Mπορεί να ξόδεψα την αϋπνία μου, ψάχνοντας την πληροφορία πως ο Μωάμεθ έβαζε χέννα και κοκκινάδι για να στολίζεται, αλλά η ακατάδεχτη ψύχα, η αναλυτική, που με διακατέχει, έκαμε πάλι το θαύμα της:
Όντως, από όσα κράτη ερεύνησα που αποπειράθηκαν τομές, μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στη ζωή των υπηκόων τους, κανένα, μα κανένα δεν ευπόρησε και δεν πρόκοψε ενόσω βρισκόταν βουλιαγμένο σε οικονομική κρίση, φορομπηξίες και άλλα τραγικά, ωσάν αυτά που μας μαστίζουν.
Κράτος παγιδευμένο σε τέτοια αδιέξοδα, σπανίως συνέρχεται, κι όταν συμβαίνει, έχει τον τρόπο να συνεγείρει γκάνγκστερς, συντεχνίες, μισητά πρόσωπα και ασυμπάθιστους «θεσμικούς», μονολογής όλους τους πολίτες, αξίζουν δεν αξίζουν το ψωμί που τρώνε.
Αν πράξει τα ενάντια, προσπαθώντας παράλληλη ζωή μεταξύ ηθικολογίας και τολμηρών μέτρων ανάταξης, βρίσκεται συνήθως σε μια σαραπατράκα που άνοιξαν οι σανίδες της και πάει για φούντο. Αν τώρα ο κινδυνεύων τραγουδάει πριν τον πνίξουν οι μπουμπουλήθρες, το «κάλε Ντόντσο» ή το «μήλο μου κόκκινο», δεν παίζει ρόλο.
Μπόλικο και μάλιστα ξεχωριστό. Κατι πουζολάνες τρίμμα θεσπέσιες, ταμάμ για υδραυλικά κονιάματα, λεγόμενα ηφαιστειακά, υδρόφοβα, να παγώνουν υποβρυχίως. Ποια η ανάγκη να επεκτείνουμε και τούτο το αρχαιόθεν, αντάμ- παπαντάμ, σταρτάπι με τα έρμα τα κλεφτόπουλα που κρίνονται επί σκηνής από «ειδικούς»;
Στις ταινίες του 60, τα εργοτάξια είναι έρημα και ο Παπαμιχαήλ τραγουδάει σε λάθος σκάλα, χρησιμοποιώντας το αναβατόρι. Η Νίκη Λινάρδου, με το μαλλί κορακί κετσέ ξασμένο αγαπάει κι αγαπιέται σε συνθήκες έρημης γειτονιάς. Δεν κυκλοφορεί πολύ βιτριόλι και οι μόνοι χώροι που είναι πίττα, κυριολεκτικά, είναι τα κλαμπάκια όπου η «διεφθαρμένη» νεότης, την καταβρίσκει με σέικ, όπως παλιότερα με μπόσα νόβα.
«Το κατοχικό μπετόν και το καινούριο φύλλο» που εντόπιζα σε ποιητικά ρομαντί σκαριφήματα ήταν ακόμη ζωντανό αλλά το σινεμά δεν ήθελε χαρακτηρισμούς, όπως «Βούρτση» και «κωμωδία». Την κωμωδία την καταλάβαινες από τον κοφτό, κινέζικου στυλ, βηματισμό των κοριτσιών: περπατούσαν πηδηχτά, με τα χεράκια στην ημιανάταση, προκαλώντας το πρώτο γέλιο. Αργότερα, έτσι κινιόντουσαν τα στρουμφάκια και ο χορός «τα παπάκια». Ακούγονταν οι όλισβοι του «τακ-τακ» όπως παλιότερα σβιντζίναγαν το φρουφρού τους οι χρήστες του χούλα χουπ. Και η μόνη επαφή με το «πνεύμα», ήταν υπαινικτικά τραβηχτική : «η μυθολογία της Αμερικής» του Βασιλικού, το «εν Πάτμω» του Παπαδίτσα, τα «συμπληρώματα στην Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη, η νέα ανακάλυψη του Καβάφη με τα εξώφυλλα σέπια και υπογαλανί της έκδοσης Σαββίδη.
Έπειτα, ήρθαν τα νέα καλούπια, οι συμπιέσεις του έτοιμου μπετόν, τα αλουμίνια και τα ανοίγματα στις πολυκατοικίες που από 120 εκατοστά μάξιμουμ, καβατζάρισαν στα 140, ακυρώνοντας τα πανζούρια, υπέρ των ρολλών.
Το υπόλοιπο, λέγεται ακόμη «μεταπολίτευση» και δεν ξέρω σε τι αντιστοιχεί.
«Ω κάκιστα ζώα, των οικιών υμών εμπιπραμένων, αυτοί άδετε».
Από τον Αίσωπο.
Ένας αντιμνημονιακός δεξιός, ο Πάνος Καμμένος, το 2012, οργανώνει ένα κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που ξεπερνάνε, στην πρώτη εκλογική τους έκθεση το ένα δέκατο των εγκύρων ψήφων. Γενικά, εκείνα τα πρώτα χρόνια της Κρίσης, δεν ήταν ασυνήθιστο να αρνιέσαι ωσάν τον Πέτρο, την Πέτρα της οικοδόμησης μιας πολιτικής κίνησης, υποσχόμενος να κάνεις κομμάτια τις επαίσχυντες συμφωνίες με τους δανειστές. Βέβαια, η υπόθεση μετεκλογικά, πέτρωνε ωσάν την γυναίκα του Λωτ, αλλά το «είπα ξείπα» γενικά, ήταν της μόδας εκείνην την περίοδο.
Η κίνηση Καμμένου, δεν ήταν εξεζητημένη, μήτε ωραιοπαθής. Δεν ήταν παράξενο, τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ελλάδα, να αναφαίνεται κατά διαστήματα ένας ενεργητικός συντηρητικός πολιτικός με φήμη «ριζοσπάστη», «μπουλντόζα» ή τουλάχιστον «δυναμικού». Εάν στην Αριστερά, είναι φόβητρο ο χαφιές, ο πουλημένος ή ο πράκτορας, στην Δεξιά, θεωρείται κίνδυνος ο λαπάς, ο μη μου άπτου, ο μεταξωτός. Μήτε στην μία, μήτε στην άλλη παράταξη, υπάρχει σοβαρή αντίρρηση για κάποιον αμπλαούμπλα, γραφικό η δικομανή.
Ενώ οι ΑΝΕΛ άνοιγαν χώρο στην ντουλάπα με τα αξιοπερίεργα ευρήματα, ο μεγάλος τους αντίπαλος και η αιτία κι αφορμή που ανακάλυψαν νέο δρόμο, ήτοι ο Αντώνης Σαμαράς, κυβέρνησε με μια πλειοψηφία της πλάκας, δεν αντέδρασε όταν είπαν την κυβέρνησή του «των Σαμαροβανιζέλων» και βέβαια, εκμεταλλευόμενος την ΔΗΜΑΡική ρήση «δεν θα αφήσουμε την χώρα ακυβέρνητη» την κυβέρνησε και με βουλευτές της ΔΗΜΑΡ για κάνα χρόνο, ώσπου η Πολιτική Άνοιξη έκλεισε την ΕΡΤ.
Η απόλυτη διανομή (απαρτχάιντ)
Ο Καμμένος και το πολιτικό του σόι, ως πωλών τοις μετρητοίς δεν μπήκε στα κομματικά χασάπικα εξαιτώντας λαιμό και γλυκάδι ή ό,τι περίσσεψε από χοιρινά ποδαράκια και τσιλίχουρδα, όπως συνέβη με την ΔΗΜΑΡ. Ζήτησε και πήρε ψαρονέφρι, κόντρα φιλέτο και το ατίμητο νουά από μοσχαράκι Κόμπε: τον Στρατό, την προνομιακή σχέση με την Εκκλησία , την διαχείριση του Βορρά, και μια σειρά υφυπουργικών θέσεων, ωσάν να ήτο μέρος λατινοαμερικανικής στρατιάς που είχε συνήθως πλήθος αξιωματικών και ελάχιστα φαντάρια.
Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως ανάμεσα σε Σύριζα και Ανέλους δέθηκε το ατσάλι, αλλά τα συστατικά του, χάλυβας και φίνα επεξεργασμένος άνθρακας συνυπήρξαν. Η συνύπαρξη, δεν απαιτούσε συμβιβασμούς και καπάκια από οποιαδήποτε πλευρά. Η συμφωνία ήταν να ψηφίζονται μονοκούκκι πολλά νομοσχέδια, αλλά όταν ανέκυπτε ζήτημα ασυμβατότητας, ειδικά για κοινωνικά ζητήματα, ένα πλήθος κυρίως κεντρογενών χρησίμων ηλιθίων υπερψήφιζε τις προτάσεις του «συναισθηματικώς ευαίσθητου Σύριζα» χωρίς να ματώσει μύτη.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αμφότεροι οι εταίροι έπαθαν ζημιά, αλλά η τράπουλα των αντιθέτων ήταν σημαδεμένη.Η συνύπαρξη αριστερών κουκκιών με φασόλια της πατριωτικής Δεξιάς, ελάχιστα ξένιζε τους κλασικούς αντιρρησίες. Η ιστορία του 1989, ήτοι η σύμπραξη των «υγιών» δυνάμεων απέναντι στο «διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ» ήταν εξάλλου έναν δείκτης : η συνύπαρξη Γιάνναρου και Δραγασάκη με σωφέρηδες κυβερνητικών αυτοκινήτων, έδειξε πως τεχνικώς, όλα είναι και παραμένουν δυνατά στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Μια συνταγή χωρίς επιστροφή
Καθώς δεν αναφέρεται σε καμία δέλτο κυβερνητικού έργου η μεταστροφή δεξιών συντεχνιών σε κάτι αριστερό (άλλο ζήτημα η συνδικαλιστική ρητορική) εντούτοις η Ιστορία είναι γεμάτη τέως αριστερούς που σοβιετολόγησαν, χούντεψαν ή έφτασαν να γράφουν στην σέρβικη «Μπόρμπα» περί Ελλήνων που έπαιζαν τους Μακεδόνες, για να θυμηθώ τον Γεωργαλά, τον Σάββα Κωνσταντόπουλο και τον Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου.
Πάμε τώρα στα πρόσφατα. Με τους Καραμανλικούς και το σόι των Παπανδρέου να συμπαθεί κάθε τι συρέιζικo, ήταν αρκετό για τη κυβέρνηση να στοχοποιεί το Μητσοτακέικο (καθημερνές και σχόλες) και να ψάχνει τον Έλληνα Όρμπαν στους χώρους του Σαμαρά, του Βορίδη και άλλων, μη συστημικών, ατυπικών εχθρών του δικαιωματισμού. Ο αυτόματος πιλότος δείχνει πάντοτε την προ διετίας (τουλάχιστον) οργανωμένη τακτική του: βγαίνουμε τύποις από τα μνημόνια, κηρύσσουμε συνταγματική αναθεώρηση που προβλέπει πρόεδρο Δημοκρατίας εκλεγμένον από τον λαό, διακόσιους βουλευτές, κάτι διαφορετικό για τη σχέση Κράτους- Εκκλησίας και άλλα, ευαγή, αποστολή πολλών σκανδάλων στη Δικαιοσύνη (με σκοπό να ξεμπροσιαστούν ενοχλητικοί αντίπαλοι και το σόι τους).
Τ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια
Καλά και άγια αυτά (ποιος έχει λόγο να εμποδίζει προθέσεις;) αλλά μεσολάβησε το Μάτι, το Μακεδονικό και σωρεία ατυχημάτων με κορύφωση γκρίνιες για την μετασταναστευτική διαχείριση. Παράλληλα με πλήθος προσλήψεων δωδεκάμηνης διάρκειας ,που τσοντάρει στα σύμμαχα νιάτα και στις οικογένειές τους. Ωστόσο, η τακτική και η διαδοχή των επείσακτων γεγονότων, δεν άλλαξε. Απλώς, ανέστειλαν την αναγγελία μερικών. Κι από το καλοκαίρι, ο φιλοαμερικανισμός βαράει υπερωρίες.
Στο μεταξύ, τα μικρά κόμματα ραγίζουν και ακούγονται φήμες κλονισμού της σχέσης Ανέλων και Σύριζα. Κυρίως όταν ο Καμμένος, διδάσκει αυτά που διδάσκει στον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, παντελώς αναρμόδιον σε ζητήματα εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων και «διόρθωσης» σημείων της συμφωνίας των Πρεσπών με ένα plan B που σοφίστηκε αυτοβούλως.
Ακολούθησε μια ομοβροντία άρνησης του Καμμένου από ιστορικά στελέχη του Σύριζα. Διαδίδεται ότι επίκειται διαζύγιο- δόξα τω Θεώ, οι μουστερήδες που θα κρατήσουν τον Τσίπρα ασφαλή από μομφές, δεν λείπουν. Αλλά επιτρέψετε μου μια διαφορετική οπτική, λίγων σημείων.
Σενάριο ελαχίστου βάρους
Ένα: ο Τσίπρας, μικρότερος κατά μια δεκαετία των Καμμένου-Μητσοτάκη, δεν έχει διάδοχο και δεν προτίθεται να αποκτήσει, παρεκτός και προτείνει την κυρία Μπαζιάνα. Εάν ηττηθεί, δύσκολα δεν θα αμφισβητηθεί. Για να υπάρξει μέλλον πολιτικό, θα πρέπει να ολοκληρώσει την μετάβαση από την αριστερά και τον αφανή αριστερισμό, προς την κεντροαριστερά και καπάκι προς την σοσιαλδημοκρατία. Παράλληλα με τον προφανή φιλοαμερικανισμό. Αλλά ο Σύριζα πλήθυνε χάρη σε μια μαζική συμπάθεια Πασόκων, που δεν θα ακολουθήσουν είτε τους «53» είτε άλλους, πιο δυναμικούς εσωκομματικούς.
Δύο: Στο μεταξύ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζητώντας εκλογές ακαταπαύστως στηρίζεται σε δημοσκοπήσεις που περιφρονώ. Όλες μου φαίνονται παράξενες. Είναι τηλεφωνικές, σταθερής τηλεφωνίας, οι νέοι έχουν κινητά από πιτσιρίκια, δεν τους ρωτάνε, παρά μόνον νοικοκυραίους που χαζεύουν τα ριάλιτι. Οι νέοι θα ψηφίζουν από τα 16, έχουν αλαφρώσει από απαιτήσεις παιδείας, τους φερμάρουν διαστημισμό, σταρτάπες και άλλα γλυκερά, οι γονείς γλυκαίνουν όταν τα βλαστάρια τους διορίζονται, έστω προσωρινά. Ακόμη κι αν νικήσει το 2019, στέκεται μπροστά του μπάστακας το ενδεχόμενο να δεχτεί μια φραγή λόγω εκλογής προέδρου Δημοκρατίας του 2020 και απλής αναλογικής στις επόμενες εκλογές και πολύ δύσκολα θα αποκτήσει 180 ψηφαλάκια για να ανατρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Αν λοιπόν, ο Τσίπρας που ξέρουμε, χάσει το 2019, θα μείνει εκτός εξουσίας έως την εκλογή Προέδρου. Διότι υποστηρίζω πως ένας νέος ηγέτης με εμπειρία δώδεκα ετών που κυβέρνησε τα τέσσερα, θα τον βόλευε να διατηρήσει την λάμψη του «ελπιδοφόρου», με μια προεδρία δεκαετή που αργότερα θα του άνοιγε, στα 55 κάποια καριέρα σε ευρωπαϊκή θέση ή κάτι ανάλογο.
Τρία: Και από πρωθυπουργό, τι γίνεται; Εδώ παρεμβαίνει το χλομό ενδεχόμενο, τα ακατάσχετα παζάρια που θα εκκινήσουν με το απλό αναλογικό σύστημα, να καταλήξουν σε έναν φιλοαμερικανό, συμμαχιστή Όρμπαν (εννοώ τον Πάνο Καμμένο) που θα αναλάβει ό,τι και οι ανατολικοευρωπαίοι, ό,τι και οι Βαλτικοί, αμη και οι Σκανδιναβοί και οι Ιταλιάνοι, καθώς τα ελληνικά κόμματα θα βλέπουν με το κανοκιάλι ένα ποθητό 30% που θα τους προσπορίζει ενενήντα αντιπροσώπους (ή εξήντα, σε περίπτωση Βουλής διακοσίων βουλευτών). Κανένας δε θα χάνεται- θα πρωθυπουργεύει μεν, αλλά θα παραμένει δεξιός, υπό την ανοχή των πασόκων και των κεντροαριστερών, ενώ οι ενάντιοι (απαραίτητοι στα νεοελληνικά ήθη) θα τον βρίζουν ακαταπαύστως, με τα υπουργεία να σαγηνεύουν αενάως τους μουστερήδες.
Μελαγχολική διαπίστωση
Το μεγάλο μυστικό σε αυτήν την ανάρτηση είναι η διαπίστωση πως ο Έλλην εκλογεύς, είθισται να διασύρει με απόλαυση όποιον τον κυβερνά (οι εξαιρέσεις ξεκινούν συνήθως είκοσι χρόνια μετά την έκλειψή του). Και το εμπνεύστηκα χάρη σε ένα σκοτεινό χωρίο που κρατώ μέσα μου πενήντα έξι χρόνια: στον τόμο «Για τον Σεφέρη» [1961 για τα τριάντα χρόνια της «Στροφής»] θησαυρίζεται, μάλλον από τον Κατσίμπαλη-δεν θυμάμαι πια, η έκφραση του Άρη Δικταίου «πώς γίνεται ο Σεφέρης να θεωρείται μεγάλος ποιητής και βλάκας» ή κάπως έτσι.
Μπορούμε να διατηρούμε το δικαίωμα ή την απόφαση της λησμονιάς, παραμένοντας ενίοτε αποσβολωμένοι.
“Ήρθε ένας τζες με προπέλα και ζητάει τον κύριο”
(Γιάννης Γκιωνάκης, ατάκα)
“Ο Πάνος ο Καμμένος ήταν ζεστός άνθρωπος, είχε λαϊκή αποδοχή και έπιανε κουβέντα σε όλα τα τραπέζια και το σχολίασα στη γυναίκα μου που ήμασταν από τότε μαζί”
Νίσυρος, 13 Δεκεμβρίου 2016. Ο Έλλην πρωθυπουργός. Γι’ αυτό δεν ταράχτηκε όταν έπιανε κουβέντα αργότερα με όλα τα υπουργικά τραπέζια, υπό λαϊκή αποδοχή.
Κανένας κυβερνητικός δεν ήξερε για Κάρπαθο, Στεφανοβίκι, Λάρσα και Αλεξανδρύπολη. Κι εγώ από που τα έμαθα, πάνε μήνες τώρα; Μάλλον κατάλαβαν πως η σοσιαλδημοκρατία όπου έχουν εισπηδήσει με πάθος, μαραίνει τη μαγιά και δε φουσκώνουν τα αριστερά κίνητρα…
Aν ο Ιβάν διέλυσε ένα αποτέλεσμα δημοψηφίσματος με 300 η 350 χιλιάδες ντολάρες, θα είχαμε λύσει το “μακεδονικό”, επενδύοντας δύο επαρχιακών φροντιστηρίων έσοδα που εμπιστεύονταν ο Φακελάκης… Ή δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, ή δεν γίνεται αυτό που ξέρουμε.
Οι πρόσφατες φυλές της Δεξιάς στην Ελλάδα
Τίτλος που φαίνεται άσχετος, μα δεν είναι. Μια αιγυπτιακή ανασκαφή, πριν τη φάση της στρωματογραφίας και των συντεταγμένων ενός ευρήματος είναι, σε πρώτη φάση, η αφαίρεση μεγάλου όγκου άμμου, ανυπόστατου υλικού χρονολογικά, καθώς τα μνημεία της ερήμου δέχονται χαμσίν με το τσουβάλι και οι κόκκοι της σκόνης διαπερνούν και το πιο φίνο βαμβάκι.
Την Δεξιά εγνώρισα αωρί των νυκτών της παιδικής κόλασης, την θεωρούσα αυτονόητη και φυσική, ενώ ποτέ δεν καταλάβαινα κάτι διαφορετικό στην αφή, κάτι περισσότερο από ένα στιλπνό, υδρόφοβο τσιμεντάκι που ο λαός, ονόμαζε γκρο μπετόν ή και υγρό μπετόν.
Φυσικά, από αυτό που είχα βιώσει ως δεξιά, δεν έμεινε μήτε η ανάμνησή του, πάρεξ εικόνες που μπέρδευαν τον αυταρχισμό με το ζοριλίκι, τον ΕΟΤ με τα «Ξενία» και τον Παπάγο με την κηδεία του.
Αλλά σήμερα, μετά από εξήντα χρόνια, βιώνω ένα παράξενο, μεταθετό και τραγικής υφής αίσθημα: από την Κρίση και εφεξής, δεν υπάρχει Δεξιά όπως την εγνώρισα. Υπάρχουν κόμματα δεξιάς κοπής, ασυντόνιστα μεταξύ τους, νεόκοπα ή παλιοκαιρίσια, κρυμμένα κάτω από ποικιλία απόψεων. Δεν αποτελούν παράταξη, αλλά ερμηνεία της. Δεν ξέρω εάν πταίει το Ίντερνετ ή το κρασί, ο κακός μας ο καιρός ή η εισαγωγή από φτηνές πατερίτσες, πάντως ανασκάπτοντας το πεδίο της, για την ώρα αφαιρείται μόνον η άμμος. Κτίσμα, πουθενά. Στρωματογραφία, μήτε για δείγμα. Κι όταν ο εργάτης βρίσκει ένα όστρακο, ο επιβλέπων αρχαιολόγος αποφαίνεται : «από πίθο ύστερης σοσιαλδημοκρατίας» ή «απομίμηση κεντροδεξιάς πασοκίλας».
Και έγκυρη βιβλιογραφία, πουθενά. Θα υπάρχει σίγουρα, αλλά εδώ, που σκάβουμε δυο βήματα από την Σίουα, δεν υπάρχουν βοηθήματα. Και οι εργάτες ομιλούν μόνον Φαρούκ Αιμέ, ή Καβάφ νοσταλγί.
Η εργώδης βάση: πρωτοΚαραμανλισμός
Επεφάνη αρχές της δεκαετίας του πενήντα, διαδέχτηκε τον Παπάγο, ενώ άλλοι ήταν στο ρόστερ. Δυναμικός, πείσμων και αληθώς λεβέντης για τα πρότυπα της εποχής, ιδρύει την ΕΡΕ, οι φήμες γύρω από τα χούγια του εξάπτουν και δεν επιβαρύνουν την γενική ιδέα των εκλογέων. Το 1956, με ένα σύστημα που ονομάστηκε «τριφασικό» θα κερδίσει τις εκλογές, λαμβάνοντας 25 χιλιάδες ψήφους λιγότερες από την επταμελή «Δημοκρατική Ένωση» στην οποία συμμετέχει και η ΕΔΑ! Πρώτη φορά ψηφίζουν οι γυναίκες.
Διάφοροι Δελφίνοι, όπως ο Μαρκεζίνης, ο μάγος της Υποτίμησης, αλλά και ο Στεφανόπουλος, υποψήφιος σωτήρας διαχρονικά, μένουν στο περιθώριο. Δεν περνούν δυο χρόνια και ο Καραμανλής προκηρύσσει και πάλι εκλογές, για το 1958. Προηγουμένως, φροντίζει μέσου του διαβόητου Τάκου Μακρή να διαμορφωθεί ένας εκλογικός νόμος που πριμοδοτεί με αρχοντιά το πρώτο κόμμα, ενώ δεν χαλάει το προφίλ του δευτέρου κόμματος. Η ανησυχία του Καραμανλή είναι προφανής: η αναστάτωση από το Κυπριακό, αλλά και οι ενοχλητικές ανταρσίες των βογιάρων της ΕΡΕ και του Κέντρου (Κανελλόπουλος, Στεφανόπουλος, Παπαληγούρας και Γεώργιος Ράλλης, δεν το παίζουν!) δεν θα εκπληρώσουν την προφητεία της ΕΔΑ ως τρίτου κόμματος, αλλά θα την στείλουν στην δεύτερη θέση. Ο Καραμανλής θριαμβεύει με 171 έδρες, χρησιμοποιεί τον αντικομμουνισμό για να λυώσει τις φιλοδοξίες των γκρινιάρηδων και συνεχίσει το κεϋνσιανό του πρόγραμμα. Στα καφενεία μιλάνε για «φρυδά» και «καραμάνλαρο». Η ΕΡΕ του έκτοτε είναι συμπαγής, αλλά το Κέντρο αγωνίζεται για την έξωσή του και η κοινή γνώμη αποκτά μερικό αντικαραμανλισμό, παρά τα έργα υποδομής, τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου και μία φοβερή τριπλέτα. Μια Δευτέρα κλείνει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, την Τρίτη υπογράφει την πρώτη μεταναστευτική αμαξοστοιχία και την Τετάρτη αμείβεται με ένα κάθισμα στον προθάλαμο της υβριδικής ΕΟΚ.
Παράλληλα, οργανώνει σύστημα παρακολούθησης υπόπτων «συνοδοιπόρων». Γεννιέται ένα παρακράτος που οφείλει περισσότερα στην Αυλή, παρά στο Σερραϊκόν του ήθος. Το Κέντρο ενώνεται, τον θεωρούν τσιγγούνη, έποικο των «Βραχωδών ορέων», εργολαβομανή, φέρνει ταινίες να γυριστούν, φτιάχνει τα «Ξενία», φτιάχνει υποδομές, ώσπου, στις εκλογές του 1961, ξεσπάει η «βία και νοθεία» με την σχετική ταυτόχρονη τραγικότητα και μυθοπλασία.
Ωστόσο, το 1961, η ΕΡΕ υπερέβη το 50% και κέρδισε πάνω από 700 χιλιάδες νέους ψηφοφόρους. Τίποτε από αυτά δεν ίσχυσε. Έως το 1963, χτυπημένος από απεργίες, τη δολοφονία Λαμπράκη και τη διαφωνία με το Στέμμα, δυνάμωσε το Κέντρο, και καταμεσής της πρώτης τραγωδίας της Κύπρου, χάθηκε από την πολιτική σκηνή, παρά τα «έ-έ-έρχεται» των οπαδών του. Έκτοτε, η Δεξιά που ξέραμε από παιδιά, χάθηκε από τον ορίζοντα, κι αυτό ολοκληρώθηκε με την Χούντα που ακολούθησε και χρεώθηκε, φυσικά, ολόκληρη στην Δεξιά.
O Καραμανλής επέζησε πολιτικά με τις γνωστές μεταπολιτευτικές του υπερβάσεις (νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δημοψήφισμα για την Βασιλεία, συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1974) αλλά ως κεντροδεξιός ηγέτης, ελαφρώς ακατανόητος για τους πιστούς οπαδούς του και βέβαια για τον εσμό των καθαρόαιμων δεξιών στελεχών. Δοκίμασε την κρατικοποίηση των επιχειρήσεων Ανδρεάδη, κατέπνιξε «το κίνημα των σταγονιδίων» και χωρίς να επιχειρήσει κάτι ακραιφνώς κεντρώο, ετοίμασε το πέρασμα του προς την προεδρία της Δημοκρατίας, με την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, ολοένα και περισσότερο έχοντας στην πλάτη του τον διαρκή, ορμητικό αναδιπλασιασμό του Ανδρέα, του οποίου την διαδρομή ποτέ δεν προσπάθησε να ανακόψει. Θεωρούμενος αν όχι αριστερός, αλλά τουλάχιστον σοσιαλμανής, ενσωμάτωσε παλαιούς αποστάτες και κεντρώους στο κόμμα του, που ήδη δέχτηκε την προσωρινή έξοδο βασιλοφρόνων και ακροδεξιών το 1977, και μετά, μετέφερε στον Γεώργιο Ράλλη τα βάρη της διαχείρισης, δεχόμενος την εισαγωγή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην «Νέα Δημοκρατία».Είναι ο μόνος πολιτικός, μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που μερικοί αποκαλούν «Εθνάρχη»
Η σημερινή διανομή ρόλων
Ο Κώστας Καραμανλής εκπροσωπεί ένα πνεύμα δεξιάς σταθερότητας που παρουσιάζει μεγάλες περιόδους σιωπής. Δεν το διαδίδει, αλλά οι οπαδοί του, σε στελεχικό επίπεδο, είναι οργανωμένοι. Στην μακρά περίοδο όπου οι πάντες κλωθογυρίζουν γύρω από νέα γλωσσικά εργαλεία, η δική του οικογένεια παρίσταται σε όλες τις ενοποιητικές εκδηλώσεις, αλλά δεν είναι μυστικό πως είναι ο μόνος δεξιός που η σιωπή του ηχεί εκκωφαντικά. Του αποδίδουν ρόλους ή ρολάκια στο μέλλον, για την ώρα ανεπιτυχώς. Θα παραμείνει αινιγματικός ώσπου να απαντηθούν από άλλες Σφίγγες ,όλοι οι διαθέσιμοι και αναπάντητοι γρίφοι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδείχτηκε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας από την αρχή του 2016, δημοσκοπικών ευημερεί, αλλά οι διαδόσεις περί του αντιθέτου, οι σπερμολογίες και οι αρβυλιές που έχει δεχτεί, έχουν δημιουργήσει ένα no man’s land στον πληθωρισμένο χώρο του.Ο τρόπος που εξελέγη, τριπλάροντας έκκεντρες δεξιές πτυχές, εγγράφοντας στελέχη του ΛΑΟΣ και βοηθούμενος από τον Τζιτζικώστα, του δημιουργεί, ακόμη και σήμερα προβλήματα. Ενώ φυσιογνωμικά και κατά παράδοση, θα του ταίριαζε ένας κεντροδεξιός ρόλος, χωρίς «πυγμή ηγέτη» αλλά με «αποτελεσματικότητα αφανούς τυράννου», φαινόμενο στο οποίο η Δεξιά λυώνει από πόθο, διέπραξε και διαπράττει έναν ανήκεστο παράπτωμα: συνδιαλέγεται άνευ λόγου με την κυβέρνηση. Η μουτρωμένη αντιπολίτευση, παράλληλα με μια δικαιοπρακτική σαφήνεια, είναι ο αληθής μονόδρομος που θα έπρεπε να διαλέξει. Δεν πείθει ως κεννεντικός πενηντάρης. Δεν είναι για μπαλκόνια και οι κειμενογράφοι του έχουν διαλέξει αλώνι όχι μαρμαρένιο, αλλά από κινούμενη άμμο. Οι διαδόσεις εναντίον του προσώπου του, είναι τέτοιες, ώστε καταντούν κωμικές, αλλά δυστυχώς και πιστευτές. Δεν έχει τολμήσει να περιγράψει πειστικά πως η κυβέρνηση προστατεύεται από «συμμάχους», κοροϊδεύει τον κόσμο που την θεωρεί αριστερή και επινοεί τους αντιπάλους της, διαλέγοντας από τα καλάθια αποκλειστικά αριστερών κασκόλ. Ακόμη κι αν νικήσει, κατά τας γραφάς, δύσκολα θα κυβερνήσει ,καθώς έχει εμπιστευθεί τα πάντα σε κάποια οραματική απόλυτη πλειοψηφία.
Το σύστημα «Σαμάρα πατριωτίκ» ίσως επειδή είναι ο πρώτος πολιτικός που διαχειρίστηκε εξουσία, όχι πάνω στους εκλογείς της εσωτερικής ψηφοφορίας που τον ανέδειξε, αλλά στην βάση της «πολιτικής άνοιξης», ενός κομματικού υβριδίου που σήκωσε σκόνη στα ζόρικα χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ελάχιστοι πίστευαν πως θα επικρατήσει σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του επιφάνεια, υπήρξε πρωθυπουργός καθαρόαιμα δεξιός. Δέχτηκε τα περισσότερα πυρά από το ολιστικό, στα όρια του παράδοξου, κίνημα του Σύριζα και κατηγορήθηκε για πλείστα όσα ζητήματα. Τελευταία,ανέβασε τους πόντους του, κι ας παραμένει λιγόλογος και σαρκαστικός, στις λίγες σχετικά εμφανίσεις του.
Ο Πάνος Καμμένος απεναντίας, ενεργοποιήθηκε αυτοτελώς στους πρώτους ζόρικους μήνες του 2012 και η σαφώς επιθετική τακτική του, συνυπηρετώντας με τον Σύριζα, μπορεί να μικραίνει το απίστευτα υψηλό ποσοστό που έλαβε στις εκλογές εκείνης της χρονιάς, αλλά κυβέρνησε τα πόστα που του παραχώρησαν (ή ζήτησε) επεξεργαζόμενος μια χειροποίητη πολιτική. Παραμένει ένα καθαρόαιμο στέλεχος της Δεξιάς, κι ας προφητεύουν οι Κασσάνδρες ότι εντέλει θα απομείνει ξυλάρμενος. Βλέπετε, η μοναξιά ενός δεξιού στελέχους ποτέ δεν τον εξαφανίζει. Το φυτό αυτό εύκολα καίγεται, αλλά λειτουργεί και με αφανείς καταβολάδες.
Για την ώρα, τα ως άνω τέσσερα ονόματα που μοιράζονται, περισσότερο ή λιγότερο, το Δεξιό Φάσμα, ανασκάπτουν το Μνημείο της αλλά έως σήμερα, αναδεύουν την άμμο της ερήμου. Η εποχή, θυμίζει αχνά το 1958, αλλά ως νεφέλωμα. Μικρή, αλλά υπαινικτική σχέση υπάρχει και με σπαράγματα του 1948, τουλάχιστον στην αμερικανική επιρροή. Οι φυλές της Δεξιάς, στις ημέρες μας, έχουν μεγάλη ανάγκη τον Σύριζα, καθώς το παράξενο αυτό κίνημα έχει λειτουργήσει ως χαμσίν σε παραδοσιακούς συντηρητικούς χώρους που έδειχναν απρόσβλητοι και ενάντιοι σε κάθε νεωτερισμό ή αναθεωρητισμό.
Χίλιες φορές αλόη και φαρμακοτρίφτες! αυτή η μανία να λανσάρονται οι απερχομένων γενεών σε μουσηγέτες της λογοτεχνίας, είναι ένα πέρασμα από την έντρομη ζωή στον fake θάνατο.