Ο πρωθυπουργός:
“Eμείς [ ] κατοικούμε τα λόγια μας”
Τα ίδια λέμε:
“Ο Αλέξης με τα λόγια ,χτίζει ανώγεια και κατώγαια”
Αλλά και οι γιούφτοι τιμούν, εμάς, τους μηχανικούς:
“Άντρα μ΄εμένα, μεκάνικο είναι. Στο Βαρδάρι, γκαζόζες πατλατάει”
Ο πρωθυπουργός:
“Eμείς [ ] κατοικούμε τα λόγια μας”
Τα ίδια λέμε:
“Ο Αλέξης με τα λόγια ,χτίζει ανώγεια και κατώγαια”
Αλλά και οι γιούφτοι τιμούν, εμάς, τους μηχανικούς:
“Άντρα μ΄εμένα, μεκάνικο είναι. Στο Βαρδάρι, γκαζόζες πατλατάει”
Ο Μεταξάς, τριάντα ετών, γράφει στο ημερολόγιό του “Σήμερα ήκουσα πρώτη φορά Μπετόβεν”.
Μήνες είχα να ακούσω Δήμο Βερύκιο. Ομολογώ το λάθος μου.
Καταμεσής στα Νικολοβάρβαρα, σκέφτηκα ινατί διαθέτω τέτοιο γινάτι για μερικούς τύπους.
Διότι ποτέ μου δεν φοβήθηκα φίδι.
Πρώτη μου εμπειρία, σε αυλή με κρίνα και βρυσούλα, έπαιξα και κοράκιασα από τη δίψα, τρέχω στο μουσλούκι της βρύσης ,το βάζω στο στόμα και ανοίγω με το δεξί την κάνουλα, πλην δεν έσταζε καν.
Κάθησα παραπονεμένος, με τα γειτονόπουλα και απορούσαμε βλέποντας τον σταλαγμό και ξάφνου βγαίνει από τον εξωχέτη ένα φίδι, φιδάκι. Τα άλλα παιδιά λακκίσανε ουρλιάζοντας, ώσπου ήρθε η κυρα-Κανέλλα, ψύχραιμη γειτόνισσα με μία τσάπα και έκοψε το φίδι σε ισοπαχή τεμάχια, όπως κάνουνε στο μαγειρεμένο χέλι.
Μόνον η ουρίτσα του ανάδευε, όλο και πιο αργά.
Επίσης στην Έκθεση, τον καιρό της Λάικας, ήταν της παιδικής μόδας ένα κιτρινοπράσινο σπαστό φιδάκι που αν το κρατούσες από τη μέση νόμιζες πως κινείται. Από τα πρώτα πλαστικά της ζωής μου.
Αυτή η υποχρεωτική κίνηση του παιχνιδιού που παρίσταινε το φίδι-φιδάκι, είναι για μένα η αίσχιστη λειτουργία της πολιτικής.
Η οδική σήμανση όχι μιας πορείας, αλλά ενός τεχνηέντως επινοημένου ορίου.
Όπως να δικαιώνεις το ηττημένο «ναι» καθώς κυνηγούσες το «όχι», ξεχνώντας ότι Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, πριν τις δεύτερες εκλογές, σου κάθησαν μακριά γαϊδούρα και ψήφισαν το έσχατο δικό σου μνημόνιο, και εσύ να λέεις «αφού νίκησα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, άρα σκάστε»
Ή τώρα που έθεσες τον μήνα Αύγουστο ως νέο σημείο εκκίνησης και το παίζεις κυβέρνηση των 100 ημερών, υπονοώντας ότι ξεκόλλησε η μίζα και είσαι άνετος να εκκινήσεις πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.
Αλλά ο χρόνος δεν κόβεται σε τεμάχια, όπως ο όφις που διαμέλισε η κυρά-Κανέλλα.
Στην οποία και ανατρέχω κάθε φορά που κυλάς έναν τέντζερη να βροντήξει το καπάκι του, νομίζοντας πως κάνεις σαματά.
“Aν τα χαρτιά είναι εντάξει, έχεις πρόβλημα χοντρό” εξηγούσα τις προάλλες στον βιαστικό πρωθυπουργό μας. Γιατί; μήπως μεταστράφηκα ή τονε λυπήθηκα; Κάθε άλλο. Απλώς έχω πανικοβληθεί που διατείνεται πως μας κυβερνάει τέτοιο άτομο. Τόσοι μήνες ντετεκτιβιλίκι, εισαγγελείς και συνεργεία,και κανένας δεν ήξερε πως η Ε.Ε και η Τουρκία βρίσκονται σε ειδική σχέση, επιτρέποντας την εξαγωγή χρυσού εδώ και κάποια χρονάκια; Δεν χώνομαι στα επιμέρους, μήτε δικηγόρος είμαι. Μήτε ξέρω αν θα φορτώσουν στους σαράφηδες κάποιο άλλο παράπλευρο αδίκημα. Πάντως, για κακούργημα χρήζον μπουζούς, δεν το βλέπω.Η θεωρία του στραβού γιαλού, έχει τελεσιδίκως επικρατήσει.
Ώρες είναι να λανσαριστεί ως Ντρέυφους ο κύριος Ριχάρδος.
Μη γελάς, γιατί γελάς, θείο; Από μικρόν σε θυμάμαι με ένα στεγνό ζορισμένο και σπάνιο χαμόγελο, κι όπως ήσουνα λιανός και μουτρωμένος, έφερνες κάπως στον ανθρωπότυπο του Καρανίκα. Κι έπειτα, πλήθυνες, η κιθάρα σου έμοιαζε τραυλό και μαγικό παιχνίδι. Η φωνή σου ήταν τραγική (την ξεχώριζα από τότε που έκανες κόρο στο Stupid girl) αλλά το άτσαλο αλμπενί σου και η συνθετική σου ικανότητα που ξεκίνησε από βαρετός λυγμός, ώσπου έφτασες στο σκληρό μελό, ήταν τα πάντα για μένα. Τώρα, γερνώντας, γελάς, σαν απόστρατος υπαξιωματικος της Α.Μ του βασιλέως, που τον έρριξαν στο Πουντζάμπ και πρωτοδιάβασε τον Γκαγκαντίν του Κόπλινγκ. Μη γελάς λοιπόν, θείο. Μη δείχνεις δόντια στην φαιά Σελήνη.
«Ελάτε να κάνουμε μια ομορφιά» ― Λευτέρης Πανταζής
Περιεργάστηκα ένα βίντεο 9:31 λεπτών, βασισμένο σε ιδέα ενός συγγραφέα, σε μουσικό τάπητα από νηπενθείς νότες και απαγγελία ενός συνθέτη, και στη διαδοχή εικόνων ενός τρίτου. Είχε τίτλο «Tο χιόνι μέσα του» και ήταν προφανώς αφιερωμένο στον Μίμη Σουλιώτη (1949-2012). Ο αφηγητής διάβασε ένα ποίημά του, μπορεί και δύο, μεσολάβησε μια διαδοχή φωτογραφιών και έκλεισε με ένα δικό μου κείμενο του 2014, με τον ίδιο τίτλο. Στο βίντεο χαρακτηρίζομαι ως «επιστήθιος φίλος».
Από τους τρεις, μόνον ο πρώτος προ εβδομάδων μου έστειλε στο messenger ένα σημείωμα, και δεν κοινοποιώ προσωπικά μηνύματα – είναι αμαρτία. Πάντως δεν περιείχε κάποια ειδοποίηση πως είχε μια ιδέα που σκόπευε να αναπτύξει. Κανένας από τους τρεις δεν ευδόκησε να με πληροφορήσει πως θα ήμουν κειμενογράφος, από τίτλου έως απόληξης, του πονήματος.
Καθώς δεν θεωρώ τον θάνατό του βίαιη διακοπή της σχέσης μας, είμαι φίλος με τον Μίμη από την εποχή του πρώτου «Τραμ» του 1971. Γνωρίζω επίσης από τον ίδιο αρκετά σημεία του προτέρου βίου του, όπως μου τα είχε διηγηθεί ή γράψει. Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως ήμουν κολλητός του, καθώς ήταν κοινωνικός εν τη ερημία του και ήρθε περίοδος που τον συναντούσα αραιά. Είναι πάντως ο ποιητής που θεωρώ ξεχωριστόν και το δείχνω. Ανταλλάξαμε πλήθος σημειωμάτων, ενίοτε εμμέτρων. Συνυπήρξαμε στη Σαλονίκη, στην Αθήνα, στη Φλώρινα, στις Πρέσπες, στο Νυμφαίο, στα Γρεβενά, στα Σκόπια, στη Σόφια και στη Φιλιππούπολη, αλλά και στα Καλύβια Γερακινής, μπορεί και αλλού. Την κεντροευρωπαϊκή και μεγαλόνησο εκστρατεία του, εν πολλοίς αγνοώ.
Υπήρξε Φλωρινιώτης όσο υπήρξα Γιαννιτσιώτης ή Χωρεπισκαδίτης. Το σέβας σε κοιτίδες δεν σου προσδίδει ταυτότητα. Στο ετήσιο Αθηναϊκό δεκαπενθήμερό του στο άστυ, δεν φερόταν ωσάν τον Κρυστάλλη. Είχε πλήρη επίγνωση του περιβάλλοντος όπου μεγάλωσε και έζησε, συνειδητά αυτοεξόριστος. Ήταν και είναι πολίτης της Ποιήσεως, στην οποία δαπάνησε το αίμα και την πάσα ουσία του. Ήταν αριστερός και βαθέως κοινωνικός. Η οικογένειά του το ξέρει. Τώρα που απουσιάζει στα Ηλύσια, είναι πιο εύκολο να γίνει κατανοητή η δική του Φλώρινα ως προσωπική του αναμέτρηση με την κοινωνία. Δούλεψε στην Δημόσια Βιβλιοθήκη και μόχθησε για το Πανεπιστήμιό της, ειδικά στην Δημιουργική Γραφή, και κάποτε έβγαζε εφημερίδα. Τις θερμοπηγές και τα παγόβουνα που αντάμωσε στον βίο του, φρόντιζε πάντοτε να ασφαλίζει, ωσάν στεγανά σε υποβρύχιο. Συμμετείχε στα δρώμενα της Φλώρινας συνειδητά, επιλεκτικά και ουδέποτε ξενάγησε φίλο η γνωστό στα λημέρια της. Ερμήνευε δια στίχων τους ανθρώπους της, πάντοτε αδέκαστος και είρων σε βαθμό ακατανόητου κάποτε σαρκασμού. Σε ένα από τα σπάνια πεζά του υπό τον τίτλο «μικρά διηγήματα», αποκαλύπτει, με ολότελα διαφορετικό, μη ποιητικίζον ύφος, το ύψος της συνδρομής που κατέβαλε, ως τέλος διαμονής παιδιόθεν:
Έτυχε να αδειάσω πλάβα, επειδή κινδυνεύαμε.
Γι’ αυτήν τη Φλώρινα, τιμωρήθηκε ικανοποιητικά. Και υποδειγματικά, ως προς άλλους μουστερήδες της εθελουσίας απομόνωσης. Καμία σχέση με τους μουντρούχαλους μονιστές της έκρηξης μετά το τρίτο τσίπουρο. Την πόλη την μέτρησε με τη φουρκέτα. Και με τις γεύσεις των κυράδων της, αλλά και με τους «εραστές της νύχτας» λειτούργησε την τελετή «Σκορδοκαΐλεια», καλώντας φίλους απ΄αλλού, ρέκτης των προσφωνήσεων και των χορών του τόπου, υποδεχόμενος κιμπάρικα αυτονομιστές και πρόφυγγες ήτοι Μυρμιδόνες και Τέτιγγες, φροντίζοντας να κατανοήσουν την Χάριν της Καταλλαγής, αναμίξ με εθνωτικούς και νοσταλγούς, τραντέλληνες και κατατονικούς αγριεμένους. Αν έστηνε την συμφωνία των Πρεσπών αυτός και όχι οι ειδικοί, σήμερα θα γιορτάζαμε σε απόκρυφο όργιο εξομολογήσεων την Λύτρωση από το Στίγμα. Και πάντα με τα χάλκινα της Vertkasband που αλώνιζε από Ανταρτικό κι έως τον Πισοδερίτικο ζυγό, περιμένοντας υπομονετικά, φορτωμένοι χαρτούρα, να τους πούμε «άντε τώρα, παίχτε τα δικά σας». Όπως Γουμένισσα, όπως Σκρά και Βλαχομόγλενα, όπως με τους νιζνάμηδες στο Γιαννιτσό που έρριχναν ματωμένες ματιές εκεί που οι άλλοι σκοτώσαν τη δασκάλα.
Στην εμφύλια καταρράκωση, αδύνατον να μείνω απαθής. Ο πατέρας μου, τέλειωσε το Διδασκαλείο Φλωρίνης το 1930 ως Εθνικός υπότροφος. Προ ετών είδα και χάρηκα, αναρτήσεις για το εσβεσμένο ίδρυμα και ζήτησα να προσθέσω τις εμπειρίες του, καθώς η φατσούλα του υπήρχε σε φωτογραφίες, αλλά πουθενά το ονοματάκι του. Πήρα το τρίτο το μακρύτερο. Η σιωπή ήταν παραπάνω από το παγοκρύσταλλο κι έφτυσα τον κόρφο μου που δεν τους έστειλα ένα μικρό θησαυρό από πρακτικά των μαθητών που συνεδρίαζαν ομού, αποφασίζοντας για το καθετί. Ο πατέρας μου, μνημόνευε τους φίλους του: ήταν ο Γιούρτσης και ο Μαλέρος, ο λεχοβίτης Γκοσιόπουλος και μόνον δύο Πόντιοι, ο Μωϋσιάδης και ο Ατματζίδης, όλοι δάσκαλοι. Αιώνας κοντεύει να κλείσει και οι φοβικοί φροντίζουν να περιχαρακώσουν τον καθένα που έσπειρε κάτι παραπάνω από σκουπόχορτο στα Λυγκηστικά και Πελαγονικά πεδία.
Ο Μίμης κρατούσε πάντοτε στεγανά που μας άφηναν συχνά έκπληκτους. Αναρωτιόσουνα δηλαδή, πώς κατάφερνε να υπάρχει χωρίς ένα ξέσπασμα. Ουδέποτε γνώρισα ή απλώς συνάντησα πολλές υπάρξεις που μετά τον θάνατό του, αποδείχτηκε πως πλαισίωνε ή τον πλαισίωναν. Γι’ αυτό και μόνον αυτά που βίωσα και γνωρίζω μπορώ να βεβαιώσω. Δεν έλεγε τον πόνο του, για να το εκφράσω απλά. Προτιμούσε να σαρκάζει. Και να ξεπερνάει την αθυμία του, ως αβαρής ουσία, αυτός, ο με τέτοιο βάρος στην καρδιά του. Στις αποτιμήσεις του, υπήρξε επιγραμματικός και ακαριαίος. Διαπραγματευτής, όχι συνηθισμένος – βουνά από περιττές ενέργειες απέφευγες εάν τον εμπιστευόσουν. Μήτε υπηρετούσε κάποια προεικόνα, κάποια «στάση ζωής». Οι φίλοι του, ήταν νησιά ενός αρχιπελάγους που δεν ευτυχούσαν να τους συμπεριλαμβάνει σε κοινό δρομολόγιο. Δεν συνδύαζε ωφελιμιστικά τις ποιότητές του. Ζούσε σε άρρητους κόσμους. Χωρισμένους αλλά ευκρινείς. Σχεδόν ποτέ δεν χαρακτήριζε κάποιον, αλλά διέθετε την ακτινογραφία τους. Αν έβλεπε το βίντεο που περιεργάστηκα, θα έλεγε απλώς «όχι τέτοια».
Ήξερα κατά καιρούς τις συμπάθειές του, όταν του ξέφευγε ένα ίχνος ευνοίας. Την Μεκάση του. Τον Χρήστο Καββαδά, παραδείγματος χάριν. Τον τρόπο που μιλούσε για τα παιδιά του, που αγκάλιαζε εγγόνα. Κυρίως, τον Μανόλη Σαββίδη και το στυλ του. Τον τρόπο που κοιτάζονταν μεταξύ τους, μελίρρυτα. Χάρη στον Μανόλη, έχουμε τη φωνή του, σε απαγγελίες στο «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού». Αυτόν που φροντίζει το αρχείο του, και ήταν ο μόνος που επέτρεπε την Οδύσσεια της αποτίμησης του έργου του, από την κοιτόστρωση έως τα ακροκέραμα. Πάντως τα δικά του τραγούδια, τα άφηνε να αιωρούνται σε κυψέλες μνήμης. Υπήρξε και αοιδός, σε δημόσια έκθεση. Αλλά δεν μιλούσε όταν του τα θύμιζες. Απλώς γελούσε χαλαρά, δαγκώνοντας κεφάτος την άκρη της γλώσσας του. Ο μεταφραστής του, εάν υπάρξει, θα στενάξει.
Θα στέκομαι πάντα, αδέσποτο πιστό σκυλί, στο σινιάκι της ταφής του. Δεν γουστάρω την επιφάνεια ενός «Φλωρινιώτη ποιητή». Ειδικά σε ανθρώπους που δεν φαίνεται να κατάλαβαν πως ένα κείμενο γραμμένο για θρήνο σε ιστοσελίδα, δεν δομείται το ίδιο με ένα ανακάλημα που περνάνε από κάτω του εικόνες. Με σύνεργο ένα μουσικό χαλί, αυτό το έωλο ερπετοειδές, που πλανάρει και γυαλοχαρτίζει το θεάσθαι και το φρονείν.
Hμίν τοις φίλοις πένθος. Τα ομιχλώδη τοπία, η φωνή που μπασάρει, η διασκευή από τα reflections, είναι από καιρό έρμαια διαφημιστικών spots όπου αναδεικνύονται τοπικά και αξέχαστα προϊόντα, δωδεκάχρονα ουίσκι και αγγελοπουλικοί ουρανοί. Αυτό που βιώσαμε με τους επικηδείους στο ξόδι του, βαίνει στην ολοκλήρωσή του. Εξ άλλου, τα δάκρυα είναι εύκολα: αρκεί να πείσεις το κοινό να πιέσει ελαφρά με δυο δάχτυλα, τη ρίζα της μύτης του. Ακουσίως θα κλαύσει.
Ως εδώ, και τα υπόλοιπα καπνός.
Τώρα πια που εμπεδώσαμε πού το πάνε οι δύο “μονομάχοι”, και οι αυτόκλητοι συνήγοροί τους, ίσως “είναι μια κάποια λύσις” η υποχρεωτική ανάγνωση κάθε κειμένου τους, τουλάχιστον τρεις φορές. Η επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως και αποτροπαϊκή των fake news. Διότι ο εγκέφαλος και οι αισθήσεις διαθέτουν, κι ας δυσπιστείτε, αυτόματο κορέκτορα και ανάβει κόκκινο λαμπάκι εάν κάτι δεν τους κάτσει καλά.
Kαιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
Η μουρμούρα για αχάριστους γείτονες και θερμά επεισόδια, μπορεί να ξεκιναει από εκλογικές ψευδαισθήσεις για περισσότερα κουκιά, ώσπου αυτό που μπήκε στην κατσαρόλα, θα χυλώσει και θα τρέχουμε.
Διότι δεν υπάρχει η γέφυρα που ονειρεύονται στο τέλος οι οργανωτές των λογαριασμών χωρίς τον ξενοδόχο και στην άλλη πλευρά του συνεχούς ξεκατινιάσματος, ένας απόστρατος, ένας φιλόσοφος εκ του προχείρου και ένας καιροσκόπος είναι στον ράφτη τους και κόβουν κοστούμι μπλου με ριγέ κραβάτα για να σώσουν την παρτίδα.
Όχι την πατρίδα- την παρτίδα.
Αυτή είναι η ερμηνεία της παροιμίας.
Λες να ήσαν βλάκες και μύωπες, βραδύνοες και ανεγκέφαλοι, όλοι οι προηγούμενοι ιθύνοντες, είτε διοικούσαν ένα μαγαζί, είτε την Πολιτεία; Καλή μηχανή φαίνεται κατ’ αρχάς να στρέφεσαι κατά των σαράφηδων και των κραγμένων καταλλακτών, που φλερτάρουν με τον εαυτό τους, οπότε τους ρίχνεις βορά στο Κοινοβούλιο διότι έχεις ιδιόρρυθμη άποψη για την Λύτρωση.
Αν τα χαρτιά είναι εντάξει, θα έχεις πρόβλημα χοντρό. Παρεκτός και σε άγγιξε το πούπουλο της θεάς Τύχης και έπεσες σε σκιτζή που έγραφε στις πλακέ παντοφλίτσες του τα νόμιμα και τα πρέποντα.
Για την ώρα, τον ονόμασες, τον υπέδειξες και νομίζεις πως έστησες ήδη την γκιλοτίνα. Πρόλαβε άραγε κανένας να σου σφυρίξει πως ακόμη και ο Στρατής Ανδρεάδης εκείνος, αποζημιώθηκε για την περιουσία που του κατάσχεσε ένας Εθνάρχης; Πως ανακτήθηκαν στη βούβα οι περιουσίες των οχρανιτών που απέδρασαν μετά την Κατοχή , και μάλιστα στα χρόνια του Ειδώλου σου;
Για την ώρα, παίζεις το κέλτικο φίδι. Πέτρα, ψαλλίδι, χαρτί. Ριχάρδος, διαφήμιση, χρυσός. Τάλε κουάλε τα τσίρκουλα που βάζεις να παίζουν με τις μονέδες, παίζοντας τον Μεγάλο Εκκαθαριστή. Επειδή τα έκανες καπάκια με τους Επίφοβους, νομίζεις πως σε περιμένει ήρεμος Απολογισμός, όταν δε θα σε χρειάζονται πια στους σχεδιασμούς των και πως θα περάσεις γεράματα ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.
Δεν στήνονται εύκολα οι μύθοι.
Τα μαθητικά συλλαλητήρια, χλομή ανταύγεια άλλων εποχών. Δεν έχω αρκετόν χρόνο ζωής να ξεδιαλύνω τις υπερβολές, την ουσία του διχασμού, την πλήρη, έως ανεγκεφαλισμού αμετροέπεια και κουφιοκεφαλίαση των εμπνευστών και των «ειδικών αναλυτών».
Τα «δύο κόμματα» τυραννούν επί αιώνες την Βαλκανική Ποικιλία, αυτό το θέατρο Σκιών. Πάλι δεν προλαβαίνω εμβριθείς αναλύσεις. Φαίνεται πάντως πως κάθε διχασμός ευλογείται ή καταβαραθρώνεται από το πολιτικό στάτους αυτών που επιβίωσαν. Και φυσικά, επιβίωσαν οι μετόπισθεν, οι θεωρητικούρες και οι έχοντες κάποιο θεσμικό αξίωμα.
Αλλά το να αλλάξεις μια ταμπέλα δρόμου ή να γεμίσεις όμοιες προτομές τις πλατείες, δεν σε αθωώνει. Όποια και να ήταν η συμπεριφορά στα 1916 των μοναρχικών, των Επιστράτων, του Μεταξά, των Αναθεμάτων κι όποια και να υπήρξε η αντίδραση των Ταγμάτων Ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη, του Ρέπουλη, το Εμμανουήλ Μπενάκη και του Βενιζέλου, σε όλον τον μεσοπόλεμο, στην Κατοχή και στον μεταπόλεμο, οι νεκροί δεν μιλάνε μέσω οραμάτων. Πάντα τα οικογενειακά σκάνδαλα και τα εμπορικά μίση, οι ντρίπλες των πολιτικών και οι παράδοξες συμμαχίες , ωσάν κοράκια με νύχια γαμψά, βαράνε στο ψαχνό, λιντσάρουν και δολοφονούν.
Είτε διαβάζεις τα Κερκυραϊκά του Θουκυδίδη, είτε τον Εθνικό Διχασμό της περιόδου 1916-20, φρίττεις και μετά μελαγχολείς. Και ο τουρβάς, έχει απ’ όλα. Μεταστροφές, τρελές συμμαχίες, αυτοκτονικές συμπεριφορές.
Αλλά η Ιστορία δεν ασχολείται, παρά περιστασιακά, με το καμποτίνικο και το σαχλαμαρί. Ναι είναι αληθές πως αυτός που ανάβει το διχαστικό φιτίλι είναι ο αδύνατος. Ναι, αληθεύει πως το «ή εμείς ή αυτοί» προκάλεσε ανησυχία, ώσπου τουλάχιστον να θεωρείται προσχώρηση η υπουργοποίηση της Ξενογιαννακοπούλου.
Τα μαθητικά συλλαλητήρια, χλομή ανταύγεια άλλων εποχών. Η αναμέτρηση έστησε το καραγιαπί της. Μόνον που το παιχνίδι δεν είναι ακόμη έτοιμο. Ποντάρουν μόνον ο αρκουδιάρης και ο παπατζής.