Author: Πετεφρής

  • Πορτρέτο

    Πολύ θα επιθυμούσα να ανήκα στην καταληψία των Ρομαντικών. Διότι απο φλούδι, κέλυφος και δέρμα, καλά τα πάω. Έχω οίηση, αγάπη στα βαθιά χρώματα, διατηρώ πεισιθάνατο ύφος και όταν ημπόρεια, ήμην αρκούντως ασελγής και αυτοαναφλεγόμενος. Και βούτηξα από νωρίς στο βαρέλι με το μέθυ του μεσαίωνα.

    Ουδέποτε κατάλαβα ντιπ καταντίπ την Φιλοσοφία και τα θεωρητικά σχήματα, καθώς και την Επιστήμη καθόλου. Είμαι αφοσιωμένος οπαδός του Μέρους που εκφράζει διαφορετικές εκδοχές του Συνόλου. Δακρύζω συχνά, κλαίω γοερά χωρίς ποτέ να καταλάβω την αιτία, μελαγχολώ κατά σύστημα και απολαμβάνω τον σαρκασμό και το ψιλό γαζί, με αποκλειστικό σκοπό να φαιδρύνονται οι ολίγοι φίλοι μου, με την ιαχή «κοίτα τι είπε πάλι ο μαλάκας!», πλην ενός, που είναι ευγενής.

    Οι γνώσεις που απέκτησα, ενδιαφέρουν το πολύ έναν άνθρωπο του απωτάτου παρελθόντος. Για την κοινωνία στην οποία ζω και υπάρχω και ανήκω, διατηρώ ένα παραμάγαζο εκ πλαγίου αποκτημένων πληροφοριών, με το οποίο και βγάζω το πσωμάκι μου.

    Αν μου επιτρέπεται μια παραβολή, συλλέγω αυτές τις πληροφορίες, τοποθετώντας στο ποταμάκι του βίου κροκάλες που επιτρέπουν να υπάρχει αφρός στην ροή του. Η φράζοντας προχείρως μια απλωσιά, ωσάν τον κάστορα, επί της οποίας ρίχνω σαπουνόχορτο, ώστε τα οψάρια να ασφυκτιούν και να βγάζουν το κεφάλι από το νερό, οπότε τα αρπώ με το χέρι.

    Κατ΄εμέ, μία διαχείριση μπορεί να υπάρξει: η διαχείριση των μύθων. Όλα τα υπόλοιπα, τα χειρίζομαι υπείκων στο τριολέ: Κώδικας, αφήγηση, βαριάντες. Την εντελέστερη αίσθηση του Άλλου, την βιώνω αναθυμούμενος την εποχή που χάιδευα γριβάδια βυθισμένα σε γκιόλες- απερίγραπτη υφή και αφή!

    Αλλά δεν είμαι ρομαντικός. Θα ήθελα, αλλά δεν. Οι προσπάθειές μου είναι σαν των Ελλήνων. Ισορρόπησα περπατώντας πάνω σε τούβλα τοποθετημένα εν ξηρώ στο χείλος μιας ταράτσας. Κουτρουβάλησα όπου έβλεπα πλάγια σε λόφο. Δοκίμασα να διαβώ ποταμούς ανεπιτυχώς, αλλά διατηρώ την αίσθηση του σόγκι μπότομ μπόι. Κρεμάστηκα από γκρέμια περιμένοντας να με τραβήξουν. Οδήγησα λιάρδα υπό διπλωπίαν, βλέποντας δυο δρόμους αντί για τον έναν, επιλέγοντας τυχαία τον πραγματικόν από το είδωλό του. Ασκήθηκα στην μαγεία του νον φίνιτο, εις μάτην.

    Κι ό,τι μου συνέβη, συνέβη σε κάποιον που μου έμοιαζε.

  • Δημοσκόπηση της ALCO. Οι δύο πρώτοι στην περιοχή του 25-30%. Όπως στις δύο αναμετρήσεις του 2012. Δηλαδή ο Αλέξης μπορεί να υποστεί μια οριακή νίκη ενώ ο Κυριάκος αγωνίζεται να ηττηθεί. Τέτοια ανατροπή, μόνο με νέες εκλογές μπορεί να ξεπλυθεί. Αλλά οι μεθεπόμενες, θα γίνουν με απλή αναλογική.Οπότε, όποιος και να βγει, μικρή σημασία έχει. Μπερεκέτια.

  • Taste of honey

    «Δεν βάλαμε το χέρι στο βάζο με το μέλι και αυτό διασώζει το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς».

    Σωστά, κύριε Κατρούγκαλε. Δεν βάλατε χέρι:

    Αυτόν τον συλλέκτη χρησιμοποιείτε.

  • Σχόλιο για το νεοελληνικό dada

    H πήλινη σόμπα (την γιγάντια εκδοχή της, στις επαύλεις της συνοικίας Εξοχών, συνήθως στο χωλ απ΄όπου φύονταν κλιμακοστάσιο, τη λέγαμε σαλαμάντρα) δεν θα ζεστάνει κανέναν αυτό το χειμώνα. Θα βόσκει νεκρή, της λείπουν εξαρτήματα και δεν υπάρχει μήτε μπρικ, μήτε καυσόξυλα. Στη χώρα μου απλώνεται ένα μαύρο σύννεφο από δημόσια ξεκατινιάσματα, ποτέ η βούβα δεν ήταν συστατικό των «εθνικών» αρχών, τώρα μοιάζει άπιαστο όνειρο. Απλώς ξορκίζουμε με βαρύν μπαμπαλισμό, έως και βαταρισμό την διάλυση που μας περιμένει. Διότι μήτε ο Ζάεφ είναι το πρόβλημα, μήτε το λιντσάρισμα στες φυλακές. Οι ορολογίες και οι ατάκες δεν κρύβουν πως είναι από δύσοσμο ζελέ. Μ’ ενοχλεί και η φράντζα που σκεπάζει το μέτωπό μου. Μα δεν έχεις φράντζα, δικέ μου. Γνώμη σου. Μήτε επιχειρήματα έχεις, αλλά δεν το κάνουμε ανατολικό ζήτημα.

  • Δεν υπάρχει αμερικάνικη ταινία ή σειρά, όπου να παίζει ένας ή ένα ντουέτο  ντετέκτιβ και να μην απειλεί τον ύποπτο που ερευνά με την φράση “θα σε κλείσουμε μέσα και χρειαστείς μουνί”-συμβολικώς, εννοείται. Κάθε τόσο, το βρωμόξυλο από συγκρατουμένους και άλλα φιλικά, στην Ελλάδα, μνημονεύεται επίσης με τον πιο αναίσχυντα αθώον τρόπο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν είμαστε κράτος, μήτε καν μεσοδυτική Πολιτεία, αλλά ένα Τερίτορι της συμφοράς, από τις άοπλες που δουλεύουν με δολάριο.

  • Tα παιδία παίζει

    Αναδείχτηκε σε αρχηγό, αρχές του 2016. Επί μεγάλο διάστημα ακούγαμε μόνο για εκλογές. Καμία έκπληξη-οι περισσότεροι τα ίδια έκαναν, ώσπου να ξεπεράσουν κάποια αδυναμία πρόσληψης ενός ιδιόκτητου προγράμματος.

    Στο μεταξύ, η κυβερνητική πλευρά, έφτιαξε πλάνο υπονόμευσης (δικαίωμά της) και επί μήνες πολλούς ακούγαμε, διαβάζαμε και σημειώναμε το σχέδιό τους: αυτοί, αυτή και μερικοί άλλοι θα ψήφιζαν φιλοκυβερνητικά, σε περίπτωση που ο Καμμένος λάκκιζε.

    Θα σκάσει αυτό, το άλλο και το παράλλο σκάνδαλο ή σκανδαλάκι ή μουσαντένια άγρα εντυπώσεων. Ξέραμε για την Νοβάρτις σχεδόν μαζί με το γεφύρι της Άρτης. Και τελικά μας έδειχναν πόσα κουκκιά θα μάζευαν τότε ή όποτε, καθώς και πόσο ο Καραμανλής σιωπά επίτηδες και οι Παπανδρέου είναι στο σουξουμούτου και άλλα, ιλαροτραγικά.

    Τις αμερικανιές τις ξέραμε πριν ο Πάιατ αρχίζει να λαλάει. Στην αρχή οι παρέες, μετά οι λαϊκές, και με τα ύστερα του κόσμου οι εφημερίδες και το ρόστερ των καθοδηγημένων, ακούγονταν έντονα κι έπειτα βοούσαν. Ακόμη και τις παροχές, ήδη από το 2017, τις έδειχναν, χαρτί και καλαμάρι. Και κάποιος Πολάκης, στη στέγη, μάζευε αγανάκτηση όπως άλλοι τα πεκούνια.

    Κι ήρθε η ώρα και η στιγμή που η βελόνα έδειχνε σύγκλιση και συγκράτηση των κυβερνητικών αριθμών, με κάποια τάση ανόδου. Επίσης, φυλές ολόκληρες, συνταξιούχων και ανήμπορων, διορισμένοι άνευ προσόντων και αλληλέγγυα νουμιστεράκια, ασφάλισαν τις δικλείδες.

    Από την άλλη πλευρά, του προπορευόμενου Κυριάκου, είχαν αφοσιωθεί στις χαζομάρες και στις ανακρίβειες των ιθυνόντων, πιάνοντας αντιρρητικό στασίδι μερικά λεπτά της ώρας μετά την ζαβή δήλωση. Δεν ήταν πλέον αντιπολίτευση, ήταν τουιτερισμός της κακιάς ώρας.

    Κι επιτέλους, μερικούς μήνες πριν την πολυεκλογική εξτραβαγάνζα, το παιδί (όχι το γνωστό, το άλλο) κατάλαβε «πού πάει ο καιρός που φεύγει» δηλαδή σε μία οριακή πλειοψηφία. Κι άρχισαν κάτι δειλά πολιτικάντικα που ίσως αργότερα θα γενούν και πολιτικά. Μετράω: μουλάρωμα για τις Πρέσπες, τυχαία συνάντηση με Καραμανλή τον σιωπηλό, ελαφρού τύπου γητιές με το Ποτάμι και άφεση του Κέντρου να τσιμπήσει κάποιο νουμεράκι χωρίς να θεωρηθεί «συνεργαζόμενος».

    Πολύ αργά, πολύ λίγο και πολύ άκεφα, κατά τη γνώμη μου.

    Η προσδοκώμενη νέα ανάλυση, δεν δόθηκε. Οι βασικές νέες αρχές παράγουν σύγχυση και εύκολο αντίπαλο. Ο μύθος Τσίπρα δεν ράγισε για κανέναν οπαδό του, εξόν τους διωγμένους από το 2015. Κάποια τομή και κάποια τόλμη, πουθενά. Το απλό «παγώνω και σέβομαι το στάτους που επέβαλαν οι δανειστές, αλλά σκέφτηκα αυτό κι αυτό για να βγάλουμε κάνα φράγκο», πουθενά.

    Ίσως δεν ξέρουν τον τρόπο. Ίσως φοβούνται το ενδεχόμενο επανάληψης της Μητσοτακικής (του πατρός) τεχνικής να αναλάβει ένα κόμμα και να τσακώνεται στα ειδικά δικαστήρια, αναστηλώνοντας εν τέλει τον Μεγάλο Ελπιδοφόρο Ασθενή σε μια επαναφορά άνευ προηγουμένου, που οδήγησε σε έντεκα χρόνια αναθέρμανση μιας μορφής του ΠΑΣΟΚ.

    Το ότι δεν τους ψηφίζω δεν σημαίνει πως δεν τους λυπάμαι.

  • She’s leaving home bye, bye

    Eγγραφές στο πανεπιστήμιο. Γέμιζε ο τόπος κορίτσια που έμοιαζαν έξω από τα νερά τους. Ήταν οι καινούριες, οι πρωτοετείς. Αλλά έμοιαζαν για αρκετούς ως οι νέες παραλαβές. Δεν χρειαζόταν κοριτσόμετρο και βυθοκόρος βλέμματος για να τις ξεχωρίζεις. Κάποια στιγμή υπήρχε και «τελετή υποδοχής πρωτοετών» από τα κόμματα περισσότερο – δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη. Κινιόντουσαν ωσάν πυγολαμπίδες σε τοπίο γεμάτο νυχτερίδες. Καμιά φορά, τολμούσαν να μπούνε και στο κυλικείο. Όταν τις συνόδευαν γονείς, τους έπειθαν με τα πολλά να φύγουν.

    Αναφέρομαι στα χρόνια μου φυσικά, στα σίξτις, και πολύ λιγότερο σε συλλογή εμπειριών από την όποια πατρική θητεία, ή τις συζητήσεις με άλλους γονείς. Θυμάμαι με ένταση μια παρέα «υποτρόφων», μικτή, που οδηγήθηκε από την Ελλάδα στην Αγγλία με τρένο, για να παρακολουθήσουμε μαθήματα αγγλικών σε ένα ινστιτούτο. Από το πρώτο βράδυ, διασχίζοντας την Γιουγκοσλαβία, στήθηκαν ανάμεσα σε τριάντα  έφηβες και εφήβους, τουλάχιστον δέκα παροδικά φασώματα. Το σύστημα της εναγώνιας αναζήτησης του άλλου φύλου, ενίοτε και του ίδιου φύλου, σε μια ομάδα μακριά από γονείς, τον έλεγχο των γειτόνων και την «αυστηρότητα» των δασκάλων, συνεχίστηκε και στο Λονδίνο. Όλοι καπνίζαμε, πίναμε, φλερτάραμε και ξενυχτούσαμε αγρίως. Θα επιστρέφαμε στις πόλεις μας με τον αέρα του ξενομερίτη, χώνοντας φρασούλες από αξιολύπητα αγγλικούλια στα αξιοδάκρυτα ελληνικά μας, κλέβοντας και ενσωματώνοντας κάθε παράξενο σουσούμι συμπεριφοράς των ατόμων που συναντήσαμε και απλώς κοιτάξαμε στο Ιερό της Κάρναμπι. Χώρια η ενημέρωση για νέους τρόπους φερσίματος, χορών, και άλλων επιδραστικών.

    Βέβαια, ήταν χρόνια γενικής έκρηξης των νέων, μόνο που η χώρα την αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό, έως απέχθεια, και από το παράθυρο. Οι εφημερίδες φιλοξενούσαν συχνά τι παθαίνει ο άμοιρος που χορεύει ροκιές και μποστέλα, ειδικά στη σπονδυλική του στήλη και στο άδειασμα του εγκεφάλου του. Ήδη είχαν κουρευτεί γουλί οι πρώτοι τεντυμπόιδες, στα σπιτικά πάρτι υπήρχε αόρατος πόλεμος των καλεσμένων με κάποιον της οικογένειας που άναβε επειγόντως το φως όταν το κλείναμε για να υπάρξει άγγιγμα και χαδάκια στην Τελετή των Μπλουζ. Βιασμοί, ήταν ανύπαρκτοι, αλλά σε άλλες κάμαρες ακούγονταν σημεία και τέρατα. Η αισθηματική αγωγή αυτής της γενιάς, σε γενικές γραμμές ήταν κοινή, και σέβομαι τις εξαιρέσεις. Στα αγόρια έλεγαν πως ο βασικός κίνδυνος ήταν να μη «τους τυλίξουν» και εάν είχαν κάψες, υπάρχουν και τα μπορντέλα. Στα κορίτσια, οι μανάδες έδιναν οδηγίες φρεναρίσματος της λιβιδούς, με την φρούρηση του αδελφού, όπου υπήρχε, και με κοινή σύμπραξη μάνας και κόρης να μη το μάθει ο μπαμπάς και του έρθει ίκτερος.

    Το γκάστρωμα και η παρθενία, ήταν η κόλαση και ο παράδεισος αυτής της θεοσοφίας. Οι εκτρώσεις ήταν συχνές, πάντοτε σχεδόν άκρως τραυματικές και τα κορίτσια συχνά τραβούσαν τον γολγοθά, το πολύ με την συνέργεια μιας φίλης. Καθώς αυτά σέρνονταν επί έτη πολλά και τα «ζευγαράκια» πλήθαιναν, οι γκαρσονιέρες κολλητών ήταν ελάχιστες και συνήθως φαβέλες του κερατά, και μόνη ασφαλής κρύπτη για να ξεκινήσει ή εξελιχθεί μια σχέση, ήταν το αυτοκίνητο. Βοηθούσε και το σινεμά που λειτουργούσε ως πρότυπο νέων ιδεών, αλλά και μια δεδομένη  στρατηγική ανάμεσα στις κοπέλες. Ανάλογα με το αίσθημα, παραχωρούσαν δίπλες, πτυχές και περιοχές της γυμνότητός των στους αψίκορους ή δειλούς «σχετίστες» των, με προεξάρχοντα τον «μπατανά» ή άλλες πιο προχωρημένες ενέργειες. Αρκεί η παρθενία να ήταν σεβαστή.

    Αυτά, εύκολα βαφτίζονταν «σχέση» ή «αίσθημα», που οδηγούσαν συχνά σε αρρεβώνες ή στον γάμο. Ήδη στα δεκαεννιά, έκανα μπέιμπι σίτινγκ στο μωράκι ενός πρόωρου γάμου δύο φίλων μου, ή έβγαζα βόλτα το μωρό μιας παντρεμένης που έλειπε ο σύζυξ στα καράβια και ένας φίλος είχε αναλάβει την παιδοποιία.

    ‘Ολα αυτά έδειχναν κωμικοτραγικά όσο χωνόμασταν στην ηθολογία των δεκαετιών που ακολούθησαν. Ωστόσο, η αναζήτηση «θυμάτων», απ΄όσο ξέρω, ντύθηκε άλλα χούγια, πλην παρέμεινε. Αλλά αν δεν άλλαξε κάτι, αυτό ήταν η Τριάς «οικογένεια, διδάσκαλοι, κοινωνία». Αυτοί έπταιγαν όταν ο Έρως αργούσε ή ήταν Παντοκράτωρ.

    Στο 2018, αυτά μοιάζουν εκδοχές του παραδοσιακού «τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» ή τότε που ζούσαμε. Υποθέτω πως οι σχολικές εκδρομές παραμένουν μυήσεις μαθητευομένων με ειδικό πρόγραμμα, κι ας ξεροσταλιάζουν οι καθηγητές σε διαδρόμους ξενοδοχείων.

    Κι όταν διάβασα για το φρικτό έγκλημα της Ρόδου, μαθαίνοντας κάποιες πτυχές του βίου των αυτουργών και του θύματος, πέρασα αυτόματα στην ταινία μικρού μήκους που είχε τίτλο «πώς οι γραμμωμένοι βρίσκουν επαφή»: τρεις φιλάρες-κοπρόσκυλα, εντοπίζουν μια πρωτάρα. Την ξεμοναχιάζουν τη μεθάνε, την βιάζουν και την τραβάνε και βίντεο. Αυτή συντρίβεται, θολώνει, ζητά βοήθεια μετά από μια εβδομάδα, που δεν της την δίνουν. Η είδηση στο μεταξύ γίνεται καύχημα, θρύλος και έπος επειδή τα κοπρόσκυλα γαβγίζουν με έπαρση και διαδίδουν το Έπος. Φτάνει στα αυτιά μιας άλλης δυάδας που εντοπίζει την περίπτωση και την γαλιφιάζουν. Θα την σκοτώσουν επειδή τους παίρνει. Επειδή είναι ανέπαφοι με τη ζωή και νομίζουν πως θα τη γλυτάρουν.

    Ο κόσμος μας παρέμεινε προφανώς ηδονοβλεπτικός και άηχος, παρά το διαλυτό επίχρισμα στο οποίο μας βουτάνε.

    Σ΄αυτόν τον συρμό που μπήκατε, κορίτσια, να μάθετε να μιλάτε. Αμέσως, με θάρρος και παρρησία. Δεν βλέπω άλλη διέξοδο. Μη φορτώνεστε ενοχές και αμαρτίες. Ποτέ. Ποτέ πια.

     

    Friday morning at nine o’clock she is far away

    Waiting to keep the appointment she made

    Meeting a man from the motor trade

  • Vedi Napoli e poi muori

    Πρώτη μου φορά στη Νάπολη, θα΄χει σαράντα χρόνια. Με το κατρελάκι. Αφήνω Πομπήια για να βραδιαστώ στη Ρώμη. Εξαρχής ξαφνιάζομαι από σειρήνες, πολλές σειρήνες, σαν από περιπολικά ή πυροσβεστικά- δεν ήξερα τα χούγια του τόπου. Στην παραλιακή το σώσε. Παντού, πλανόδιοι πουλούσαν διάφορα και φορτικά. Οι μακρυνές σειρήνες πάντα. Κάποιος προπορευόμενος μέσα στο αλαλούμ, υποτίθεται πως οδηγούσε, αλλά με τα δυό του χέρια, βγαλμένα έξω, έκανε σήματα σε κάποιον τσιγαρά, κι επειδή δεν ακούγονταν, αφήνει το αμάξι και βγαίνει να τον προλάβει. Τότε κατάλαβα πως πατούσε (όπως κι εγώ) σε γραμμές τραμ και ω του θαύματος μπροστά μας παρουσιάζεται ένα. Και πατάει επίμονα την σειρήνα του. Ο βγαλμένος τυπάς, ψωνίζει, ανοίγει πακέτο, ανάβει τσιγάρο και γυρνάει στο αμάξι του απαθέστατος. Ο τραμβαγέρης έκλεισε τη σειρήνα, πλακωθήκαμε στα περιθώρια του δρόμου και κατάλαβα επιτέλους τι συνέβαινε.

    Καθόλου αψύς, πιο φιλοσοφημένος, στα όρια του απαθούς, κάθε φορά που με περιλαβαίνει μια είδηση απ’ αυτές που φτιάχτηκαν για να ξαφνιάζουν, θυμάμαι εκείνες της σειρήνες της Νάπουλας και η ανάγνωσή μου είναι πια κατεψυγμένη και μια από τα ίδια. Οπότε το βίβερε περικολοζαμέντε καταντά σαν βίβερε να μη μοιάζει.

     

     

  • Κοκκορόφτερα και πτεροδάκτυλοι

    Πρέπει να ξεφάσκιωναν τον μικρό μου αδελφό, όταν ως οικογένεια, αποκτήσαμε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν με συρμάτινο σκελετό, πτυσσόμενο, και αντί φύλλα, διέθετε  ένα στρώμα βαμμένα πράσινα κοκκορόφτερα.  Στην απόληξη κάθε κλαδιού, από ένα ρεβύθι, ναι, ρεβύθι, βαμμένο κόκκινο.

    Είχε το μπόι του αδελφού μου, και ήμουν σίγουρος στο βάθος πως επρόκειτο για ένα επιχρωματισμένο πτώμα ενός αποξηραμένου πουλιού. Το ντύναμε με χάρτινα στολίδια, επάνω τους κολλημένη πάχνη από γυαλιστερή χρυσόσκονη, ενώ ανοίγοντας τα κλαδιά, η μάνα μου έστρωνε στο άνω τμήμα μπαμπάκι, να δείχνει χιόνι.

    Αυτό το ξεπουπούλι με την διακόσμησή του, με συνόδευε κάθε φορά που σκεφτόμουνα τη λέξη «να ενωθούμε» είτε επρόκειτο για προσωρινό μοίρασμα της παρέας για να παίξουμε μπαλίτσα στην αλάνα του Καϊάφα, είτε αργότερα, να ενωθεί το Κέντρο, ως βυθίως ελέγετετο η σύμπραξις του Γέρου με τον Κλικλήν, που όλοι κατά βάθος εγνώριζαν πως δεν ήταν του Κέντρου, αλλά κανένας δεν έμπηγε τις φωνές. Μήτε εγώ έλεγα στους γονείς που πόσες φορές είδα στον ύπνο μου το συρμάτινο δεντράκι μας ως αναστημένον και ξεραμένον πτεροδάκτυλο.

  • To σύστημα το καουμποϊκόν

    Κυκλοφορεί χρόνια η πεποίθηση πως όσο λιγότερα βάρη χρωστάς, τόσο πιο εύκολα τα ξεπληρώνεις. Άλλα κράτη, είδαν την κρίση τους ως παροδική δυσκολία και μόλις μπόρεσαν το κατάφεραν.

    Εμείς, τίποτε τέτοιο. Η κυβέρνηση δεν μειώνει φόρους (κάθε άλλο) παρ’ όλο που κάθε τόσο βλέπει να ανεβαίνει το χρέος των πολιτών. Προτιμά να της χρωστάνε, παρά να την ξοφλάνε.

    Δεν είναι άσχετη και το ξέρει. Έχω καταλήξει πως αυτό επιδιώκει. Συνειδητά.

    Διότι δεν επιθυμεί την νεκρανάσταση των μεσαίων εισοδημάτων. Σίγουρα όχι. Μεταφέρει ό,τι μπορεί από τους μεσαίους, για να επιδοτεί άλλες ηλικίες και μεγέθη. Και φυλάει περισσεύματα προς διανομή. Ούτε να ακούσει για τους θεομίσητους μεσαίους, ακόμη κι αν θα είχε κέρδος από την αύξηση των πληρωμών τους. Δεν σκοπεύει να τους κάνει ανθρώπους. Δεν θα την ψήφιζαν μήτε με βόμβες.

    Αυτή η εκδοχή δεν είναι βέβαιη. Ένα παράδειγμα: εάν σε εύλογο διάστημα, καταλάβει πως υστερεί στις δικές της δημοσκοπήσεις χάνοντας με σχετικά μικρή διαφορά, δεν το ‘χει σε τίποτε, ένα μήνα πριν από τις εκλογές, να ρίξει μια μειωσάρα στους φόρους, προσδοκώντας στην ευγνωμοσύνη αυτών που θα ωφεληθούν.

    Αλλά μόνον τότε.

    Κι επειδή αυτό το σύστημα είναι καθαρόαιμα καουμποϊκό, πρέπει να τους το έχουνε σφυρίξει οι δανειστές και οι πρεσβευτές.