Author: Πετεφρής

  • H αυλή των τραυμάτων

    Δεν θα διαλέγω μεταξύ χαβαλέδων και φοβικών!

    Το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να μας ενδιαφέρει εμάς, τους απέξω, τους μη ανήκοντες στην διφωνία των «μονομάχων»  είναι να μας ενοχλεί η ατσαλωσύνη τους, το εξοργιστικό τους ψευδολόγιο, η σπαρίλα και η μικροπρέπειά τους. Ναι, μας φαίνονται σιχαμεροί και αυτό είναι δικό μας πρόβλημα. Ακόμη και ο μαλάκας, έρχεται ώρα που ανανήπτει, επειδή τον φοβίζει είτε ο θάνατος είτε που χάλασε μια γκομενοδουλειά.

    Από καιρό ο μέσος Συριζαίος αναμασά στερεότυπα, στον βαθμό που ο νεοδημοκράτης μασάει την ίδια τσίχλα μέρες και νύχτες. Αμφότεροι έχουν ατυχήσει στους ηγέτες τους και είναι ανάξιοι να κυβερνήσουν. Και καθώς έχουν φροντίσει να μην υπάρχει θεσμός και υπηρεσία ικανή να λειτουργήσει χωρίς να την κάνουν στράτα στρατούλα οι αποπάνω, πέφτουμε στην ανάγκη τους.

    Όταν ακούτε «αυτό δε γίνεται» να είστε βέβαιοι πως εννοούν «προτιμώ να πεθάνω παρά να το δω να γίνεται». Δεν δουλεύουν. Δεν έχουν διάθεση, μήτε κίνητρο. Και οι δυο τους. Τύποι σαν τον Φλαμπουράρη, αδειάζουν τα καφενεία όταν τον βλέπουν να μπαίνει ορεξάτος για κοζερί. Και τα νεοδημοκρατικά φυντάνια, μια κοψιά σε όλα-στο κοστούμι, στις εκφράσεις, στις κουβέντες. Με σβησμένα μάτια.

    Στην ουσία, η κριτική εναντίον τους, καθώς προέρχεται από αμέτοχους στην δρώσα πολιτική ανθρώπους, εξασφαλίζει μια καλή νεκρολογία των αμέτοχων απ’ όλες τις παρατάξεις, επειδή δεν συμμετείχαν σε κάτι πολιτικά δημιουργικό. Δεν ξέρω εάν ο Ροΐδης θα ήταν καλός υπουργός, που βρίσκεται ο Σεφέρης την ώρα που έγραφε το πρώτο ανακοινωθέν για τον πόλεμο, εννοώ ως υπάλληλος και τι πουλιά θα κατέβαζε ο Παπαδιαμάντης αν έστρεφε το μουσκέτο του σε μια υπεύθυνη, υπηρεσιακή σχέση. Ίσως αυτός που κριτικάρει, έχει παχυλά ανακριβή ιδέα για τον εαυτό του. Είναι πάρα πολύ εύκολο να διαδίδεις αληθοφανείς και πειστικές απόψεις. Κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, και κατάργησε τους Γενικούς διευθυντές, ήμουνα δημόσιος υπάλληλος, κατόπιν διαγωνισμού. Και μας έφερε στην υπηρεσία ένα κορίτσι, ως Διευθύντρια Αναστήλωσης, που απλώς δεν ήξερε. Τίποτε. Μπορεί να έπαιρνε το πτυχίο της. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και είδα το ονοματάκι της να έχει μελετήσει ένα μεγάλο κάστρο στην Πελοπόννησο. Μαθαίνουν, ξέρετε, μαθαίνουν. Και τα άσαρκα και τα μέτρια με ολίγη και τα άσχετα.

    Δεν είναι η χαχαμουχίαση του Τσίπρα στο Βελιγράδι. Είναι και ο Σταθάκης ίδια κοψιά, όταν μιλάει χαλαρά για κάτι ανακατώματα, κρυμμένος πίσω από ένα χαρτομάνι αποφάσεις και εντολές. Κι όμως, το καιρό που ήταν εκτός κυβέρνησης και εξουσίας, κατάφερα να απομονώσω μια έξυπνη πρότασή του σε συλλογικό έργο και να παραπέψω σε αυτήν. Οι άνθρωποι έμαθαν τη δουλειά, δηλαδή να δίνουν παρατάσεις στα φλέγοντα ζητήματα, όπως και «οι άλλοι». Κι αν προτείνουν οι κυβερνητικοί για Αθήνα και Θεσσαλονίκη άτομα χωρίς πρόσωπο, στην ουσία δουλεύουν για δεκαετίες μελλοντικές που θα σας πουλάνε και μούρη. Και συμπαθάτε με, πολλοί που ασχολούνται με την διακυβέρνηση, δεν είναι «παλιά λεφτά» (ιδιότητα που σε κρίνει όταν αναμετρηθείς μαζί της) αλλά έχουν στρώσει το νοικοκυριό τους, φροντίζοντας, λόγου χάρη, όταν μας χώσανε στα capital controls, να αποκτήσουν στασίδι εξωχωρίως και ενδοφλεβίως, διότι η χώρα που υπηρέτησαν, έμοιαζε να μπατάρει.

    Η δικτατορία που θα μας γαμήσει όλους, ζωντανούς, αποθαμένους και αγέννητους, δεν θα διαθέτει την στρατοκαυλίαση που ξέραμε, μήτε θα δείξει επιείκεια στους άτολμους. Δεν γίνεται όμως να αντιδράς ρητορικά. Δεν πιάνει το κόλπο. Τους μελλοντικούς συνεργάτες μιας μελλοντικής αυταρχικής επικράτησης, τους βλέπω ήδη. Ανάμεσά τους είναι και μπάχαλοι, και σκατόψυχοι και οπαδοί τρελών αγελάδων και ηθικοπλάστες και ό,τι πεις.

    Οργανικά, τίποτε δεν άλλαξε από τη δολοφονία ξέρετε τίνος. Δεν ξέρω περίοδο που να μη φλερτάραμε με το προτεκτοράτο. Αλλά μερικά πρόσωπα, παραμένουν πρότυπα, επειδή έδειξαν πρόσωπο και έργο. Από κάθε ιδεολογία και κάθε αντίληψη. Για εμάς τους υπόλοιπους, μένει το χιόνι. Εκείνο με το οποίο φτιάχναμε γλύστρες και χαιρόμασταν. Ίσως μια αδέξια λύση θα ήτανε να κόψουμε το «ναι μεν αλλά». Από τον Σαββόπουλο θα κρατώ τους Αχαρνής. Από τον Δημήτρη Μυράτ ,που κάθησε δίπλα μου το 1962, επειδή έτσι επέβαλε η σκηνοθετική τεχνική του «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο Αθηνών, το 1962. Κι ας ήταν ο ένας γραμματέας του ΕΑΜ στην Αθήνα, και δεν βοήθησε την Παπαδάκη κι ας βγάζει ο άλλος την Καλομοίρα από μια τούρτα.

    Θα έρθει κι ο δικός σας καιρός, ζαβλάκια, κούδεβλα και ξυπνάκηδες. Θα τον φτύσετε τον κουραμπιέ. Τώρα μόλις σκέφτομαι τις γενιές που πέρασαν, τι έσουρναν για εμάς. Δικαίως. «Θα κάνω πρώτος το στενό μου βήμα» που σονέτισε κάποτε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αλλά το κρίμα επιμένει και δεν εξαφανίζεται.

    Τελειώνω. Ακόμη κι αν τους ψηφίσετε, μέσα σας μη κόβετε τη μούτζα, την καχυποψία και την απατεωνία. Την δικαιούνται. Τόσοι ήταν, κούτσικοι, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

  • Τρία δύσκολα κομμάτια

    Στη Νάουσα το 1957, είδα τον πρώτο ηθοποιό στη ζωή μου. Είχαμε πάει οικογενειακώς για το θρυλικό της καρναβάλι, και ήταν πήχτρα ο κόσμος, ακίνητος, με το σαγόνι ψηλά, προσπαθώντας να δει είτε τα όργανα, είτε τις Μπούλες. Αλλά η ακινησία, είχε και λεωφόρους, εσωτερικές, παρέες γλεντζέδων, χέρι χέρι, έτρεχαν διασχίζοντας το πλήθος, γελώντας, χαρούμενοι και πιωμένοι. Έτρεχαν σχηματίζοντας παράξενα, ασπαίροντα ρυάκια. Όποιος ήθελε να μετακινηθεί έπρεπε να πιαστεί στην ουρά μιας τέτοιας φιδίσιας διαδρομής. Ήμουν μικρός και πίεζα τους γονιούς μου «άντε, να κουνηθούμε κι εμείς» οπότε με άκουσαν για λίγα μέτρα, και τότε τον είδα. Μια σεβαστική κύκλωση γύρω του. Ήταν ακίνητος, σοβαρός, και (ώ της μαγείας!) φορούσε ένα μεταξωτό φουλάρι. Ωσάν μπαταριές ακούγονταν οι αναγνωρίσεις: «Καλέ, ο Μανέλλης, ο Μανέλλης!»

    Κάπως αργότερα, στα Γιαννιτσά γνώρισα τους βασιλείς. Ο Άναξ θα μοίραζε βιβλιάρια προικοδοτήσεως απόρων κορασίδων, με τη θερμή σύσταση των βασιλοφρόνων, να μη σπαταλήσουν τα λεφτά, αλλά να αγοράσουν ένα κομμάτι γης με λεύκες, ώστε όταν τα κορίτσια πατήσουνε τα 20, να πουλήσουνε τον δενδρώνα που τότε είχε ένα χιλιάρικο η λεύκα και να έχουν την προίκα τους. Αλλά έτυχα στη γωνία, στου μετέπειτα Κουτούδη, όπου η Φρειδερίκη, τριγυρισμένη από κυρίες και δεσποινίδες, τις χαιρετούσε δια χειραψίας. Την συνόδευαν ωραία ντυμένες της ακολουθίας της και η κυρία επί των τιμών που την παράστεκε, κρατούσε ένα μπουκάλι πράσινο οινόπνευμα και η Άνασσα, μετά από κάθε χειραψία, άπλωνε το χέρι στο πλάι και η κυρία της έσταζε οινόπνευμα στην παλάμη.

    Η εικόνα με άφησε ενεό, αλλά δεν ήταν αρκετή η εμπειρία. Διαδόθηκε πως περπάτησε έως την «Νέα Ρέμβη», το καφενείο του Λεονταρή Σαρμπάνη, αλλά δεν το επιβεβαίωσα. Πάντως κάθησε σε ένα καφενείο και παρήγγειλε καφέ. Γύρω της, την εθαύμαζαν. Ο καφετζής μάλλον έτρεμαν τα χέρια του από το σοκ και αργούσε. Οπότε, ο θρύλος την θέλει να περιμένει ώσπου γύρισε και είπε στην ομήγυρη «κόκκαλα έχει αυτός ο καφές;»

    Τέλος, αρχές του 60, καθήσαμε στου Μεταφτσή οικογενειακώς στον Βόλο, περιμένοντας τον «Κύκνο» να έρθει να ταξιδέψουμε για Σκιάθο. Το μενού ήταν δεσμευτικό: εντράδα ο πατέρας, ζωμός κρέατος η μάνα, πατάτες τηγανητές ο αδερφάκος, ρύζι εγώ. Δίπλα μας, ήταν ο Θανάσης Καμπαφλής, παλαιστής, μονάχος, που η αφισέτα του είχε πλημμυρίσει την πόλη-θα πάλευε μετ’ επιδείξεως το βράδυ. Τον χαζεύαμε μαγεμένοι διότι έτρωγε τον άμπακο και γρήγορα.Ήταν τόσο συναρπαστικό το θέαμα ώστε στην οικογενειακή τακτική «επί των αναμνήσεων» συνεδρία, χρόνια μετά, κανένας μας δεν θυμόταν ακριβώς τι έφαγε (κυριαρχούσαν τα μακαρόνια με κιμά) και πόσα πιάτα (έπαιζε μεταξύ τριών και πέντε).

  • Μοντελαρισμένο σχόλιο

    Mόνο διακοπές ρεύματος, κρατούν μαύρη την οθόνη των τηλεοράσεων που βάτεψα από το 1985. Χωρίς ήχο και εικόνα μόνιμα και βασανιστικά γύρω μου, αισθάνομαι κενό. Στο GNTM δεν χρειάστηκα δικαιολογίες. Πού να ξανάβρισκα τέτοια τεφαρίκια. Είχα δει το αμερικάνικο, αλλά πάλι νικήσαμε. Αντί την Τάιρα, μια Επιτροπή. Κι έτσι παρά την  γόησσα,την αθώα, την κακιώχτρα και την  απροσχημάτιστη βία που δέχτηκαν τα κορτσούδια από την υστερίλα και τον εμβρυουλκό των “ειδικών” δεν θα εμπέδωνα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά της δουλοκτησίας. Κι ακόμη θα ίδρωνα να καταλάβω το φαινόμενο των Σκλαβηνιών. Ήμουν πάντως με τη Μαριάννα που τρίτωσε το έρμο.

  • Ευριπιδάκη, κουρέλι κουρελάκι

    To 168 π.Χ., η Μακεδονία μετά την μάχη της Πύδνας, υποτάχτηκε στους Ρωμαίους. Είκοσι χρόνια μετά, ο Ανδρίσκος επαναστάτησε και οι Ρωμαίοι έστειλαν έναν στρατηγό και τους λιάνισε, παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα εσωτερικής διάλυσης, και λοιπά και λοιπά. Και ακολούθησαν οι «πταίσαντες» Δίαιος και Κριτόλαος, ο καθένας με τα χούγια του και υπέταξαν την νότια Ελλάδα.

    Δεν σκοπεύω να μετρήσω τις αναρίθμητες ανάλογες ιστορικές συγκυρίες, σε άλλη γη, σε άλλα μέρη, όπου η ήττα έφερε αναβρασμό και νοσταλγία και άλλα ρομαντικά και μη αναστρέψιμα, αλλά προσπαθώ να καταλάβω πόθεν προέκυψε ο πόνος των αγωνιστών του ’21, που διακόνευαν στους δρόμους, η εποχή των ληστών και των ιπποτών των ορέων, η αρχαία τελετή να κατσικωνόμαστε στις τηλεοράσεις για να δγιούμε τις φωτιές στην Στουρνάρη και την άλλη μέρα να μαζεύονται οι γονείς και οι αλληλέγγυοι στα δικαστήρια (γινόταν κάποτε και συλλήψεις) καλώντας τις αρχές να αφήσουν τα παιδιά, δεν έγινε και τίποτε.

    Πολλά χρόνια ακόμη θα πληρώνουμε τον Εμφύλιο. Κάθε τόσο, υπάρχει αναβρασμός και νοσταλγία και άλλα φαινόμενα. Τα υπόλοιπα, στον «Ευριπίδη, Αθηναίο» του Σεφέρη.

    Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
    και στα λατομεία της Σικελίας.

  • Peek-a-boo

    Δεν βολευόμαστε με τις κυβερνήσεις μας. Ό,τι κι αν κάνουν. Αυτούς που ψηφίζουμε, νομίζοντας πως η ψήφος είναι ένα συμβόλαιο ατράνταχτο και προσοδοφόρο, νομίζουμε αργά ή γρήγορα πως είναι απατεώνες. Αυτούς που δεν ψηφίζουμε, τους ξεχέζουμε συνέχεια και με επιμονή, όχι επειδή μας ενοχλούν, αλλά επειδή πρέπει να μάθουν τι χάνουν, που δεν τους προτιμήσαμε, ώστε να πράξουν κάτι που θα τους κάνει δοτικούς και ενδοτικούς, για να μας προσελκύσουν.

    Γι’ αυτό και αντί να κοιτάξω το εργόχειρό μου, στα γεράματα, με συνεπαίρνει κάθε τρεις και μία, μια μηχανική, αυτόματη αυτοκριτική. Ένα «βρε μπας και…». Πού και να ψήφιζα, δηλαδή.

    Άραγε με ενοχλεί το ύφος του Φλαμπουράρη και όχι η πολιτεία του; Επειδή μου μοιάζει «ράθυμος και σέρτικος;». Και γιατί να θεωρώ τον Τσίπρα χαβαλέ; Επειδή έχει γίνει βούκινο στα ΜΜΕ;

    Τρομάζω περισσότερο, επειδή, προχείρως, ανατρέχοντας σε είκοσι ετών καθημερινά άρθρα σε εφημερίδα, κάπου οκτώ χιλιάδες, κι άλλες πέντε χιλιάδες σε ψηφιακά μέσα, γραμμένα από το χεράκι μου, είναι ζήτημα να παίνεψα δέκα ανθρώπους και ανθρώπες , άπαξ και στιγμιαία.

    Tην τέλεια συμπαιγνία του δικομματικού παιχνιδιού δεν την θωρρείτε, μάλλον ακίνητοι; Τα κοσμητικά επίθετα, δεν σας τρομάζουν εν τη ιδιωτεία αυτών; Δεν περιμένετε έναν δεκατισμό, μερικές αλλαγές προσώπων και μετά, σόι πάει το βασίλειο;

    Στο βάθος, τώρα που το φιλοσοφώ (αξιοδάκρυτα) είμαι με τους ηττημένους. Πάντα. Από την εποχή των Ορλωφικών και εφεξής. Διότι τα εντός μου αλαλάζοντα κύμβαλα, δεν ηχούν με συσταζούμενους ρυθμούς. Εννοώ κανα μερένγκε, καμιά παϊντούσκα, τέτοια.

    Μόνο Peek-a-boo. Ελληνιστί, κούκου τζά.

  • Σχόλιο για το καπάου-καπούμ

    Δέκα κιλά δυναμίτη, τα μάζεψαν από ψαράδες χωρίς δάχτυλα, γραμμάριο γραμμάριο. Και όλοι καταδίκασαν τη βία. Ταμάμ.Αλλά το αστυνομικό ρεπορτάζ που ξετυλίγεται, μάλλον καθοδηγεί τους δράστες, μην και υπάρξει διελεύκανση, οπότε καλά ξεμπερδέματα.

    Είναι πάντως μια καλή ευκαιρία να αποθαρρυνθεί η έντονη διχαστική πολιτική αναμέτρηση. Ακόμη και η εκπομπή του Καψώχα είχε αντιρρησία συνομιλητή. Η ολιγανθρωπία στο Παλαί, εξαναγκάζει σε ψύχραιμες σκέψεις. Να αρθεί το εμπάργκο στους καημένους, να τα βρούμε, βρε αδελφέ.

    Βέβαια, τα ψάρια θα ακριβήνουν, αλλά ευτυχώς στις ιχθυοκαλλιέργειες η φορμόλη δεν είναι εκρηκτικό συστατικό.

  • Άστε ντούα*

    Στα Βαλκάνια, το μόνο εμπόρευμα που έχει ζήτηση, είναι ένα χάσικο σεντόνι που καλύπτει την Δυστοπία μας.

    Όχι, δεν θα σχολιάσω πτυχές του «μακεδονικού ζητήματος» αρχίζοντας από την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα. Πολλοί το επιχειρούσαμε συχνά, θυμίζοντας τις τοπικές ιστορίες χωριών και κωμοπόλεων που που συνήθως ξεκινούσαν (για να καταλήξουν σε περιγραφές ηθών και εθίμων) από τον Όμηρο ή περίπου. Συχνά, με ευφάνταστες ετυμολογήσεις.

    Μετά από τριάντα χρόνων ενασχόληση, κατέληξα πως η Ιστορία δεν πείθει: η Ιστορία απαιτεί λεπτόλογη έρευνα και καταλήγει σε μαχητά συμπεράσματα. Ζόρικη άθληση, αλλά από άλλη σωλήνωση.

    Στο «μακεδονικό» μείναμε μόνοι έρημοι και σκότεινοι, επειδή δεν ασκήσαμε εξωτερική πολιτική. Για την ακρίβεια, ελάχιστες ήταν οι επαφές μας με τους Βαλκανίους γείτονες, κι όσες συνέβησαν υπήρξαν άτσαλες και διασπασμένες. Δεν μιλάω για τα διεθνή φορα και τους «επιστημονικούς» καβγάδες.

    Από τότε που ο Μιλόσεβιτς, παρέστη εριστικά (1989) στην επέτειο της μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389) προσκαλώντας τους Σέρβους σε δυναμική επαγρύπνηση, σε μια τεράστια συγκέντρωση έξω από την Πρίστινα, η Γιουγκοσλαβία ράγιζε και η αποσύνθεσή της ήταν αιματηρή. Τα ομόσπονδα κράτη χειραφετήθηκαν. Και η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Μακεδονίας, προχώρησε στη μοίρα της.

    Με αυτό το όνομα, θεσπίστηκε η οντότητά της από το τέλος της γερμανικής (και βουλγαρικής) κατοχής. Από τότε που ο Τίτο, προκειμένου να έρθει σε μια κατάσταση «ειδικού καθεστώτος» (ας μη ξεχνάμε το χαρτί  με το μοίρασμα των Βαλκανίων που έσπρωξε ο Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944 στον Στάλιν κι εκείνος το δέχτηκε) άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα μιας «Γιουγκοσλαβίας του κινήματος των Αδεσμεύτων». Η δική του “Μακεδονία”, έβαζε έναν φοβερό φραγμό στην Βουλγαρία, που ήταν πλέον σοβιετική. Το Μακεδονικό ζήτημα ήταν πλέον ο κύριος πόλος μιας σερβοβουλγαρικής διαμάχης.

    Βουλγαρία

    H oμοσπονδιακή αυτή δημοκρατία, κατοικούνταν από Βουλγάρους, Αλβανούς, Βλάχους και μερικούς Σέρβους. Οι Βούλγαροι, όχι άπαξ, αλλά δίπαξ είχαν μπουκάρει στην περιοχή. Στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν κοντέψει να φτάσουν στην Αδριατική, αλλά εκεί στομώθηκαν από την Ιταλικής επίνοιας νέα Αλβανία. Μαζί με τους Γερμανούς νίκησαν την συμμαχική στρατιά της Θεσσαλονίκης που δεν κατάφερε να βρει από εκεί δίοδο να κατεβάσει τους ηττημένους Σέρβους πιο νότια και τους έστειλε στην Κέρκυρα.

    Και στον δεύτερο Παγκόσμιο, ως σύμμαχοι του Άξονα, ξαναγύρισαν στα ίδια λημέρια, ιδίως μετά το διαζύγιο των Ιταλών με τους Γερμανούς. Διέλυσαν, και στις δύο περιπτώσεις, αρκετά βλάχικα γιατάκια.

    Με την διαμόρφωση της νέας Γιουγκοσλαβίας, οι Σέρβοι εμπνεύστηκαν, λόγω ψυχρού πολέμου, να μεταβάλουν επί το σερβικώτερο τους βουλγαρόφωνους των Σκοπίων. Και υπεραμύνθηκαν ενός «μακεδονισμού» που δεν ήταν βέβαια πρωτόφαντος. Προηγήθηκε το εκ Βουλγαρίας εύρημα της αυτόνομης «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες», πριν ακόμη τους Βαλκανικούς. Είχαν δύο οργανώσεις γι’ αυτόν τον σκοπό κι αυτό τους έκαψε: το VMRO και τους Βερχοβιστές.

    Η αυτονομία ως εύρημα, ωφέλησε διαχρονικά τους Βουλγάρους, πρώτα στα νότια του Δούναβη, όπου έχτισαν κράτος υποτελές στον Σουλτάνο που κατάφερε και κατανίκησε τους Σέρβους το 1885, και μετά, με το ίδιο κόλπο της «αυτονομίας της ανατολικής Ρωμυλίας» την πήραν στον έλεγχό τους.

    Αλλά δεν τους είχε πιάσει παράκρουση: Με την Εξαρχία και το συνέδριο του Βερολίνου, είχαν την αμέριστη βοήθεια της Γερμανίας και της τσαρικής Ρωσίας. Η Μεγάλη Βουλγαρία ήταν στα σχέδια της Αγίας Πετρούπολης.

    Οι σχέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας, από ψυχρές, έγιναν θερμές και είναι ακόμη, λόγω της συμπεριφοράς του Ζίφκωβ στην περίοδο που είχαμε τον Κυπριακό θρήνο.

    Αλβανία: δυστοπία παλαιών γειτόνων

     Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνέπεσε με την Αλβανική χειραφέτηση. Ενώ διατηρήθηκε η εμπόλεμη κατάσταση, εκατοντάδες χιλιάδων Αλβανοί περπάτησαν τα βουνά και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως δεν  υπήρξε κάποια πολιτική προσέγγιση, παρά σημειακά, αργά και μετά βασάνων. Kοντεύουν τριάντα χρόνια από εκείνην την πρώτη επαφή και οι σχέσεις μας μαστίζονται από παράπονα και ανησυχίες. Η αλβανική αποδημία στην Ελλάδα, δεν ευτύχησε τον τελευταίο καιρό, αλλά κυκλοφορεί αμοιβαία καχυποψία και κράτημα. Οι πολιτικές επαφές είναι οριακά ουδέτερες και συχνά αγενείς. Ισότιμα ενοχλητικές. Αν προσπαθούσαμε για ένα σύμφωνο ειρήνης, θα κυλούσαν διαφορετικά.

    Η πρώτη μας επιλογή

    Tότε είχαμε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ορθότερα, μετά δύο τζούφιες εκλογές ευτύχησε μία τρίτη. Ο Μητσοτάκης και ο Μιλόσεβιτς, ήταν σε επαφή, με έναν τουλάχιστον μεσάζοντα.Και ακούστηκαν τα μύρια όσα. Από το να μπουκάρουμε παρέα στην γείτονα , έως άλλα, τελείως ζαβά. Συνέβη, σε μεγαλύτερο βαθμό, ό,τι συνέβη με τους Ιταλούς: μας παρενοχλούσαν από ιδρύσεως του κράτους των. Έβαζαν αργότερα φιτίλια διασυνοριακά, απαίτησαν (και δεχτήκαμε) να προσαρτηθεί η νήσος Σάσσων στην Αλβανία, κατέλαβαν την Κέρκυρα, μας επιτέθηκαν το 1940, αλλά είμαστε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα». Οι Σέρβοι έγιναν αποδέκτες, από την πλευρά της Αντάντ, μιας σειράς εδαφικών υποσχέσεων, αντέδρασαν πολύ έντονα  όταν βγήκε στον αέρα το σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ και συντάξαμε το abecedar, αλλά η σύμπνοια Ελλήνων και Σέρβων, παρέμεινε άρρηκτη. Κι ενώ σε άλλες δεκαετίες ορίζονταν στην Ελλάδα αλβανόφωνοι πρωθυπουργοί, φτάσαμε να είμαστε αρνητικοί σε πολλές κινήσεις τους.

    Κι όμως η επιλογή του Μιλοσεβιτς ως πρώτη επιλογή του βαλκανικού μας βίου, ίσως δεν ήταν η πιο σωστή. Η Βουλγαρία και η Αλβανία, συνήθως συνοδεύονταν στη σκέψη μας από έντονη ανησυχία μιας «μεγάλης Αλβανίας» και μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας» που μας στοίχειωνε και μας στοιχειώνει. Ελάχιστοι σκέφτηκαν (κι αν σκέφτηκαν το ψιθύρισαν) πως εάν υποστηρίζαμε την αλβανική παρουσία στα Σκόπια, αλλά και την Βουλγαρική αντίδραση στον «μακεδονικό αλυτρωτισμό» (η Βουλγαρία, παραδοσιακά, αναγνωρίζει «γεωγραφική» και όχι «πληθυσμιακή» Μακεδονία) και αν καλυτερεύαμε τις διπλωματικές μας σχέσεις και με τις δύο αυτές χώρες, οι διαπραγματεύσεις μας με την FYROM, θα ήταν πολύ πιο άνετες. Kαι ασφαλώς, χωρίς να μπουκάρουμε πουθενά. Θα ήταν μια επαρκής διαπραγμάτευση, χωρίς ίχνος εκβιασμού. Και κυρίως, αφού πήραμε όπως πήραμε το φιλοαμερικάνικο μονοπάτι, ελπίζω σε μερικών το νιονιό να επικρατεί το timeo Danaos, κι αυτό ισχύει για όλες τις φιλίες και τις συμμαχίες μας. Εννοώ πως αν είχαμε ρυθμίσει τα του γείτονα, δεν θα χρειαζόταν τέτοιος κεχαγιάς φορτικός στο κεφάλι.

    Κυρωθεί δεν κυρωθεί, δεν παίζει ρόλο.

    Η μόνη μου ένσταση είναι πως η ίδια η συμφωνία είναι μεγάλο παλούκι και δεν εννοώ την ταυτότητα και τη γλώσσα και τα ονόματα. Είναι μια συμφωνία ταμάμ για να παραβιάζεται, είναι η ίδια το μέγιστο πρόβλημα και με κανέναν τρόπο κάποια λύση. Οι όποιες επιτροπές προβλέπονται και οι διαδικασίες ψύξης τω θερμών ζητημάτων, θα χτυπάνε κάρτα με υπερωρίες. Για έναν απλό λόγο: εμείς θα είμαστε όλο «μπάστα», «κράτει» και «τσόρτσοπ» ενώ αυτοί θα γκρινιάζουν για το ένα και το άλλο. Διότι όπως ακριβώς εμείς, έτσι και αυτοί έχουν τις δυσαρεστημένες φάρες και τα ρηγάτα τους, και στη δική μας, και στη δική τους χώρα.

    Σκεφτείτε να σηκώναμε ζήτημα βλάχων εκεί. Ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα θα έμπλεκε κυβερνήσεις. Πάλι θα σηκώνονταν ανεμοστρόβιλος, αρκεί να μας τη βίδωνε να το εγείρουμε. Στα Βαλκάνια, τίποτε πιο εύκολο. Υπερεκατό λαότητες αναφέρονται πως κατοικούσαν στην χερσόνησο στην αρχαιότητα, συν καμιά πενηνταριά φυλές και ρηγάτα από τον μεσαίωνα. Γι’ αυτό και είμαι υπέρ της κοινής τράπεζας και αλληλοσεβασμού σε όλα τα χούγια που κατά καιρούς παρουσιάζονται. Οι πιθανότητες να ομονοήσουμε είναι ίσες με τις πιθανότητες να μακελευτούμε.

    Για την ώρα, τα λαμπρυντικά και καυλωτικά δήθεν ενωτικά θεματάκια που σηκώνονται, από αγοραία τάση ποικίλων εμπνευστών, όπως η άυλη και μη κληρονομιά της Ουνέσκο, είναι αφορμές για γκρίνιες, ή καταπίεση. Αν η Αλβανία έχει τον συντονισμό της πολυφωνικής μουσικής, τα Σκόπια την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η Βουλγαρία τα Αναστενάρια, μπορεί να μη σημαίνει και πολλά, αλλά κάποιοι αισθάνονται «ριγμένοι».

    Όσο για τις επιτροπές και άλλα κωμικοτραγικά, αυτά λύνονται με μια τακτική συνάντηση κορυφής, σε διπλωματικό επίπεδο, που θα λύνει φλέγοντα ζητήματα.

    Σταματώ εδώ, μη ανοίγοντας την προσωπική μου εμπειρία για το «μακεδονικό» και την εξέλιξη που υπέστην όσο γνώριζα βαθύτερα τα ζητήματα.Ίσως αργότερα, όταν, κυρωθεί-δεν κυρωθεί η συμφωνία, θα την πάθουμε μια σηψαιμία, ένα ταράκουλο. Πάντως να ξέρετε στα σίγουρα, πως ακόμη κι αν δέχονταν τότε, όπως και κόντεψε να συμβεί, την «Σλαβομακεδονία» πάλι σήμερα θα ήμασταν μαλλιά κουβάρια. Ακόμη και «ε σεις εκεί» να τους λέγαμε, πάλι τα ντράβαλα θα υπήρχαν.

    Διότι έχουμε Δημοκρατία, κουτσή-στραβή και στην Δημοκρατία οι κυβερνήσεις, παντού εναλλάσσονται. Και οι κυβερνήσεις έρχονται συνήθως στην εξουσία όταν ψευδόμενες προεκλογικά, τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Η Βαλκανική εμπειρία είναι βαλκανική ιδιοκτησία.  Αλλά δεν κουνάμε μήτε το δαχτυλάκι μας για να μονοιάσουμε.

    Διότι εκτός  από την άνεση που αισθανόμαστε όσο μας σκεπάζει το χάσικο σεντόνι της Δυστροπίας, τα Βαλκάνια παράγουν κάτω από κάθε πέτρα και κύμα τους, ένα κοίτασμα: τον αλυτρωτισμό.

     

    *άστε ντούα=αλβανιστί «έτσι θέλω», έκφραση του επτά φορές πρωθυπουργού της Ελλάδας Βούλγαρη, τουπίκλην Τζουμπέ, όταν στέρευαν τα επιχειρήματα.

  • Άμποτ και Κοστέλλo, αχώνευτοι.

    Εντυπώσεις από τα νέα Δεκεμβριανά, ες αύριον.

    Eίχα διαμορφώσει από πολύ νέος την άποψη πως καλώς επιθυμούσα την παρέα της αναθεώρησης και τους αριστερούς του υπερύθρου τόξου: Ήταν γουστόζοι, πλακατζήδες, ανεκτικοί,ό,τι χρειαζόταν για να παραμείνουν εσαεί μη κυβερνήσιμοι και μη αρχολίπαροι.

    Κυρίως, αρκούσε ένα «και» σε λάθος τοποθεσία μιας ανακοίνωσής τους, για να γίνουν μαλλιά κουβάρια με τους υποτιθέμενους συμμάχους των. Η μόνη πολιτική δεξιότητα που απολάμβαναν, ήταν ο έγκαιρος εντοπισμός μιας παρέκκλισης ενός «λάθους» στην ανάλυση, ακόμη κι όταν κάποιος γλώσσευε την μπέρδα του.

    Μανούλες σε αυτά.

    Πίστευα ο τάλας πως η εμμονή στα εκάστοτε «πιστεύω» τους, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος προς μια μόνιμη, σχεδόν θεσμική, αντιρρητική Κόλαση.

    Ώσπου γίναμε κοτζάμ γαϊδούρια (μεγκαλώναμε διότι) και παρεκτός μερικούς μονοσάνδαλους που δεν άλλαξαν ρούπι, οι πολλοί άρχισαν να γοητεύονται από τον τρέχοντα πολιτικό βίο.

    Το φαινόμενο κινήθηκε παράλληλα: ήταν αυτοί που συμπαθούσαν το ΠΑΣΟΚ, παρά τις άφθες που έβγαζαν με τον Ανδρέα και αυτοί που άλλαζαν πουκάμισο ακόμη και με δεξιές στάμπες.

    Μετά, κυβέρνησαν αρκετοί, και τους χάσαμε τελείως. Έχασαν και το χιούμορ τους. Είχαν περάσει και σαράντα χρόνια σε επαγγέλματα, λειτουργήματα και οικονομικές βελτιώσεις, χωμένοι σε αναπτυξιακές μελέτες και άλλα ευρηματικά που ξεχείλιζαν τα ντοσιέ τους σε φοριαμούς υπηρεσιών.

    Απέναντί τους, σήμερα, δεν βρίσκεται κάποια δεξιά όπως την ξέραμε. Εύλογο κι αυτό: οι πολιτικές αντιθέσεις από καιρό δεν είναι άσπρο-μαύρο, αλλά κιαροσκούρο.

    Η Δεξιά έχει πάρει πολλά από τα χούγια της ντεμέκ Αριστεράς. Πιστεύει πως είναι κεντροδεξιάς φτιάξης. Αλλά κάθε αυγό, είναι κρόκος, ασπράδι, κέλυφος. Δεξιό αυγό, δεν υπάρχει. Μήτε πρόκειται. Θα μας τρελάνουν στα ρεγγοκέφαλα, κατά το νεοδημώδες.

    Μας περιμένει, αν βγούνε στον αφρό, μπόλικη υπερεργασία, πλήθος σατιρικών ευρημάτων, σωρεία από πρασινισμένες πατάτες με φύτρο. Αφού άρχισαν ήδη οι Κεντρώοι να ρίχνουν μπινελίκια ο ένας στον άλλον (τα είδαμε προ ημερών στη Βουλή) καταλαβαίνετε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση: λέγεται στασιμοκατάσταση.

    Η έξοδος, ο θεός να την κάμει, από τα μνημόνια, δεν είναι έξοδος από επαχθείς υποχρεώσεις. Διότι άλλο είναι να σε δεσμεύσει ο άλλος πως θέλει τόσα δις πλεόνασμα κάθε χρόνο, κι άλλο να σου υποδείξει το πώς θα τα καταφέρεις!

    Άλλο να κινδυνεύεις με το Κον Τίκι, κι άλλο να μουσκεύεις από Κον Τόκους.

    Κάποιος πρέπει να ξεκόψει πως δεν είναι ανεκτή η ενεχυρίαση της δημόσιας περιουσίας. Κάποιος πρέπει να καταλάβει πως η μείωση των φόρων φέρνει δουλειές. Κάποιος να εμπεδώσει πως θα υπάρχουν πελούσιοι και πτωχοί.

    Κυρίως, τώρα που φορτωθήκαμε δανειστές με τη βούλα, πως πρέπει να εφεύρουμε ένα παράλληλο γκουβέρνο, να ζήσουμε σαν άνθρωποι.

    Διότι δεν παίζεται μπαλίτσα σε γήπεδο ναρκοθετημένο. Χρειαζόμαστε μιαν αλάνα να παίξουμε. Δεν είναι, ποτέ δεν ήταν, ζήτημα αντεγκλήσεων. Λέει μια κουταμάρα ο ένας, απαντάει με χειρότερη κουταμάρα ο άλλος.

    Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση που θα τα πάρει πρέφα όλα αυτά.

    Να φτιάξουμε Κράτος παράλληλα με ξεχρέωμα, είναι παραμύθι του Μυνχάουζεν.

  • Δε μ’ αρέσει η ορολογία της σημερινής Παρασκευής: Θεσσαλονίκη, αφίσα, πούλμαν, αντισυγκέντρωση, γκοτζαμάνηδες, ντράβαλα. Προσέξτε άπαντες, μη και υπάρξει αμνός, κουρμπάνι, Ιφιγένεια.

  • Τα τρία φτερά

    1

    Στη συνθήκη των Πρεσπών (1.1.4.ζ) προβλέπεται πως αν το Δεύτερο Μέρος τελειώσει τα δικά του, «το Πρώτο μέρος, χωρίς καθυστέρηση, θα κυρώσει την Συμφωνία». Εμείς είμαστε το Πρώτο Μέρος, για εκεινούς που μπορεί να μη το πιάσασι με τη μπρώτη.

    Γράφει πουθενά «με πλειοψηφία 151 ψήφων;». Λέει ότι «θα κυρώσει». Μάστα. Κι αν οι Ανέλοι δεν λάβουν μέρος στην κύρωση, απέχοντας; Αν η κύρωση γίνει με το 51% των παρόντων βουλευτών, σκαλώνει κάπου;

     

    2

    Από την ασφάλεια του να μην πατήσουνε μερικοί στη Βουλή και να ψηφιστεί η Συμφωνία με καμιά 280κατι, σκέφτηκαν: Η Σαλονίκη είχε ωραία πιτσούνια στην Τούμπα, κάτσε να συνδυάσουμε βουνό και θάλασσα, να ανεβάσουμε λίγο το νοτοπούλι, να καταλάβουν οι βόρειες καρακαηδόνες ποιος κυβερνά. Όλο ούζο ούζο, το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα κονιακάκι που τ΄ορέχτηκα.

     

    3

    Εξάλλου πήγε ο άλλος στον Μοσκοβισήν και παραπονέθηκε ότι ο Άλλος (άλλο φρούτο κι αυτός!) τον έβρισε. Και ο Μοσκοβισής δήλωσε αγανακτισμένος. Και μάλλον τον καθησύχασε «Όχι ,όχι, δεν είναι ρουφιάνεμα, να εξηγείς στον Δανειστή σου τις δυσκολίες που περνάς. Εξάλλου, τι τους έχομε τους φίλους;» «Μα, τέτοιο γκαϊντούρι, σύντροφε;» «Έχεις δίκιο συναγωνιστή Αλέκσης. Μόνο μια ερώτηξη» «Ό,τι πεις, τατά» «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να κυβερνήσεις δυο τετραετίες, καπάκι τη μια μετά την άλλη; Αφού με την μεθεπόμενη απλή αναλογική, θα κυβερνάς μπέικα, ώσπου να βαρεθείς».