Author: Πετεφρής

  • Σχόλιο για το χρώμα του αίματος

    Η εικόνα οργανώθηκε, ο εμφύλιος εστήθη, αλλά βγαίνει κάπως νοστάλτζια πάρτυ. Οι δύο “μονομάχοι” διέκοψαν την πλάκα και πήγαν σινεμά για να εμπεδώσουν το “Όσα παίρνει ο άνεμος” ενώ στον κεντρώο χώρο απορούν τι έβρισκαν οι παλαιοί στο φιλμ “Η γέννηση ενός Γκρίφιθ”.

    Ελπίζω κι εύχομαι, μόλις ανακαλύψετε πως ο εμφύλιος είναι επιχρωματισμένος, να σας κοπεί το κέφι για σαχλαμάρες.

  • Ιθαγενείς mobs

    Μη με ποτίζεις στεναγμοί μπρος στην κλειστή σου θύρα
    και μου πετάς γι΄ανταμοιβή ογκώδη ποτιστήρα
    Μποστ.

    Στα κουρεία του 50, ο τιμοκατάλογος υπηρεσιών τελείωνε υποχρεωτικώς με δύο πολυτέλειες: μπριόλ, δραχμή μία, κρέμα, δραχμή μία. Ήταν δύο απαραίτητες φροντίδες για τους νέους της εποχής.Την κρέμα την προτιμούσαν οι αριτσωμένοι, με το κατσαρό άτακτο μαλλί, όσο κι αν το κούρευες πετάγονταν άτακτα, καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια χωρίστρας ή το πολυπόθητο κοκκοράκι-την επιμελημένη πρόσοψη με την φράντζα γυρισμένη ανάστροφα, να δημιουργεί έναν λοφίσκο με προμελετημένες καμπυλότητες, στον οποίο οι πιο νταχτιρτζήδες άφηναν ένα σκουλίκι ελεύθερο, ως αφέλεια, να πέφτει το μέτωπο, αλλά να μηn το αγγίζει. Το μπριόλ ήταν ένα εύοσμο λαμπρυντικό και ευκόλυνε την χρήση της τσατσάρας, ενός άλλου εργαλείου, μονίμως σταθμευμένου στην κωλότσεπη.

    Καθώς οι ξανθοί ήταν ελάχιστοι, ο δημόσιος τόνος ήταν δουλειά των μαυρομάλληδων. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτά τα καλλυντικά είχαν ξεκινήσει από τον μεσοπόλεμο, ιδίως στην Αμερική, αλλά στην Ελλάδα του 52, του 54, του 56, οι νέοι είχαν γεννηθεί στα χρόνια μεταξύ τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου και πρώτων χρόνων της δικτατορίας Μεταξά. Το λούσιμο των μαλλιών ήταν υπόθεση σχετικά δευτερεύουσα-μια φορά τον μήνα, μας δίδασκαν εμάς, που υπήρχαμε στην υβριδική κατάσταση του σπόρου.

    Στα πρώτα έργα με τον Μάρλον Μπράντο, ένα και δυο χρόνια καθυστερημένα και στα εγγλέζικα κοινωνικά, υπήρχαν φιγούρες επαναστατημένων νέων που νομίζαμε ότι ανά πάσα στιγμή θα διέλυαν το ασφυκτικό σκηνικό μιας μαύρης κοινωνίας. Τους λατρεύαμε και τους φοβόμασταν, ταυτόχρονα.

    Μετά, βγήκε η ζούγκλα του μαυροπίνακος, όπου ο Γκλεν Φορντ προσπαθεί να εξοντώσει τον Βικ Μόροου, έναν άτακτο μαθητή, αλλά με ένα μαλλί που το ήβλεπαν οι γυμνασιόπαιδες και τους έφευγε ο τάκος.

    Ως το 1958, κυρίως μέσα από τα επίκαιρα των σινεμά, είδαμε τους πρώτους νεαρούς έξω από την πόλη. Φορούσαν ένα τρομερό μαλλί, μπουφάν και μπλουζάκι λαιμόκοψη, και τα παντελόνια τους ήταν σωληνωτά, στενά, άχρι θανάτου. Τα παπούτσια τους εξαιρετικά μυτερά, μαύρα, υποχρεωτικά. Ένας μεγαλύτερος βρήκε έναν ράφτη που είδε ένα τέτοιο έργο, και τον έβαλε να βγάλει τεχνικές προδιαγραφές για το παντελόνι: είχε ρεβέρ τρεις πόντους, αλλά υπήρχε και χωρίς ρεβέρ. Το μυστικό ήταν στην διάμετρο στο έβγα από το μπατζάκι : δεκαοχτώ πόντους. Δεν ήταν απλώς σίγουρος αν ήταν δεκαεννιά.

    Των πατεράδων μας τα μπατζάκια ήταν τριαντάρια και βάλε, με φαρδύ ρεβέρ.Οι πιο κομψοί αγόραζαν ψαροκόκκαλο, αν και σε μας έμοιαζαν ίδιοι, όλοι τους. Μπλουτζήν είδαμε σε ένα έργο με τον Πρίσλεϊ. Δεν το γουστάραμε, διότι γύριζαν την άκρη του και την έκαναν ένα φαρδύ ρεβέρ. Το ρεβέρ ήταν εχθρός.Το ήθελαν οι μεγάλοι.

    Έτσι, ήταν ζήτημα χρόνου να φανεί ο πρώτος mob στους χωματόδρομους των Γιαννιτσών. Πρέπει να ήταν μεταξύ της μόδας σάκκος, των γυναικών, και της μανίας με το χούλα χουπ, δηλαδή κοντά στο 1958. Μόλις έβγαλα το δημοτικό, καλοκαίρι του 60 και το μακρύ παντελόνι φαινόταν ως ποθητός και κοντινός στόχος (αν και το κοντό παντελόνι δεν ήταν ασυνήθιστο έως την αρχή της Τρίτης Γυμνασίου για πολλούς) και δεν υπήρχαν παρά μεγαλίστικα έτοιμα στην αγορά, που ήταν και στη Σαλονίκη, στην Μέλκα και σε άλλα μεγάλα μαγαζιά, με πήγαν στον ράφτη να ράψω ένα μαύρο παντελόνι και χωρίς δισταγμό, του είπα να το κάνει σωλήνα, με δεκαοχτώ πόντους. Δεν γκρίνιαξε.

    Τα μυτερά παπούτσια είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν, και διάλεξα το ζευγάρι που έμοιαζε με λεπτή ιταλική οβίδα, σαν αυτές που είχαν στις σιφονιέρες ως ανθοδοχεία. Ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω μπουφάν ή μοντέρνα μπλούζα, αλλά δεν πείραζε. Ήμουν, μαζί με το μαλλί του μπριόλ και την μαύρη τσατσάρα, πολύ κοντά στην προεικόνα ενός mob. Κοντύτερα από τους φίλους μου, εκτός από τον Μπίλη, που είχε συγγενείς στην Αμερική και πρωτοπορούσε.

    Τα άλλα εξαρτήματα ενός mob δεν ήταν ανάγκη να είναι προσωπικά-αρκούσε που κυκλοφορούσαν στην παρέα. Ο νυχοκόπτης. Ο αναπτήρας. Ο σουγιάς. Καλύτερα, ένα στιλέτο από αυτά που πατούσες ένα κουμπάκι και έβγαινε η λάμα.Τσιγάρα Κάμελ ή Παλμάλ από ανταλλαγές με τους Αμερικάνους της βάσης, που φύλαγε ένα πυρηνικό ναρκοπέδιο και καθόμασταν όλοι απάνω του.

    Στα υπόλοιπα, η συμπεριφορά μας ήταν απλών, νεολλήνων σχιζοφρενών. Όλη μέρα σχολείο, καλή συμπεριφορά και τέτοια, το απόγευμα και όσο άντεχε η κοινή γνώμη μέσα στα σκοτάδια. Στο σφαιριστήριο, στο μεγάλο πάρκο, στο μικρό πάρκο, στα τσαϊρια, στα ρέμματα, σε κάτι κουτούκια εκτός κωμόπολης, σε δασύλλια, σε μισογκρεμισμένα σπίτια. Φουμέρναμε και φουμέρναμε. Σε μόνιμη στύση και έξαψη.

    Αυτά κόπηκαν και έγιναν κάτι άλλο, το 1962, όταν η μόδα στα παπούτσια έκοψε τις μύτες. Αυτομάτως τα παντελόνια έγιναν εικοσάρια. Αλλά πολλοί δεν πήραν χαμπάρι την αλλαγή της μόδας. Με αυτά τα ρούχα έφυγαν στην Γερμανία και στις μεγάλες πόλεις, με αυτά τα ρούχα έκοψαν το Γυμνάσιο από φτώχεια και πήγαν στα χωριά τους. Σε όλη τη δεκαετία του εξήντα, οι φιγούρες τους, φιγούρες του Μποστ της εποχής του 1959, κυκλοφορούσαν.

    Το καθάρισμα σβέρκου και το μπριόλ άρχισαν να φοριούνται μόνον από χωροφύλακες, κατά τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα.Τελευταία, είδα έναν ντυμένο mob πριν δέκα χρόνια, τέλη του αιώνα, όταν με μία παρέα κάψαμε το μαγαζί όπου ακούγαμε τον Αγάθωνα. Είχε ανέβει στην σκηνή ένας εβδομηντάρης με την συνομήλικη ντάμα του και χόρεψαν το πίνω και μεθώ, μέρα νύχτα τραγουδώ ταράμ ταράμ, και έμοιαζαν με φαντάσματα του Βικ Μόροου και της Σάντρα Ντή. Χόρευαν έναν συνδυασμό απτάλικου και ροκ με βήματα. Τους έπιασα κουβέντα. Ήταν παιδιά από χωριό όταν έφυγαν το 1958 με υπερωκεάνειο γιa την Μελβούρνη. Ήταν η πρώτη φορά που γύριζαν στην Ελλάδα.

  • Over and over again, my friend

    Το μόνο που βλέπω από αυτήν τη σκιαμαχία, είναι πως η έρις περί το όνομα θα αποκτήσει και δεύτερη φάση. Πρo και μετά την Συμφωνία. Με το ίδιο χάλι, μπορεί και χειρότερο. Αυτό που κατάλαβε ο Λεβέντης, είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε οι υπόλοιποι;

    Με μόνη Σταθερά, πως δεν φεύγει ο δεύτερος συμβαλόμενος από το ΝΑΤΟ. Όσες καταγγελίες της Συμφωνίας επιχειρήσουμε ή επιχειρήσουν. Διότι, ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει.

    Οι Αμερικάνοι θα έχουν τελειώσει επιτυχώς αυτό που ήθελαν. Να κλείσει το στρατηγικό τους κενό καταμεσής στα νότια Βαλκάνια. Αν μετά το ρίξουμε στον τσάμικο, εμείς ή οι εκείνοι, άλλο ζήτημα. Δεν είναι μηχανισμός διαιτησίας. Το ξεκατίνιασμα μεταξύ συμμάχων, εξάλλου, είναι εθιμικό.

    Απλώς, μια Βουλή και οι συναπαρτίζοντες, γίνονται ρεζίλι και για τ΄ανάθεμα.

    Και να μη μας πιάσει ντουβρουτζάς εάν οι υπερατλαντικοί, κλείνοντας το βαλκανικό  κενό, αρχίσουν να διευθετούν τις διαφορές τους με την Τουρκία, άσχετο αν το πράξουν με τον Ερτογάν η με τον Γκιουλεν.

    Η επιβεβαίωση πως δεν μπορούμε εντέλει να μονοιάσουμε, είναι το μόνο απέθαντο αίσθημα που θα χαρακτηρίζει τα διακόσια χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας.

  • Oρεξάτοι και τσαντίλες μπήκαν και τα λένε στη Βουλή. Κι εγώ κουνάω τα αφτιά μου όταν θέλω, και μάλιστα με ρυθμό, αλλά δεν θα τρελαθώ αν κάποιος με αποκαλέσει  “γαϊδουρομούλαρο”.

  • Tα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο

    Το 1966, βγαίνοντας από ένα ματσάκι στην Τούμπα, όπου ένας εκπρόσωπος του ΠΟΚ μας έρριξε ένα γκολάκι αποφασιστικό και αποχωρούσαμε δύσθυμοι, οι οπαδοί τους πριν τους πάρουνε τα κύματα, οι άνεμοι, τα μνήματα, έρριξαν κι ένα ομαδικό “βουλ-γα-ροι-βουλ-γα-ροι”, κοφτό, λαχανιαστό, συγκροτημένο.

    Δεν ήταν εξόχως κινητικά χρόνια, υπήρχε και το φλέγον ζήτημα της απαγωγής Κούδα, φεύγαμε σιωπηλοί και καταπτοημένοι. Έξαφνα, ένας δίπλα μου, με τραγιάσκα πέτσινη και πατατούκα, ως στερεότυπον θεσμικού κομιτατζή, με πλατυινία και οστεώδης, ξέσπασε: γκιατί μας λένε μπούλγκαροι! Εγκώ ντεν είμαι μπούλγκαρο!

     Μου έκαμε εντύπωση που οι τριγύρω, εν τη αποχωρήσει μέσω των στενών της Κρέσνας, των λεγεώνων που δεν άντεξαν ταις χωσιαίς του Κρούμου, του απάντησαν μαλακά: έλα τώρα, χεσ’ τους, δεν πειράζει, χάσαμε.

    Κι ο αμηράς εισέβηκεν ατός του καβαλάρης. Οι λεγόμενες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές, πλαστές και γνήσιες, είναι όλες γεγραμμένες ελληνιστί. Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων που συνέβη σπερματικώς (και) εντός του αγιωνύμου Άθωνος, επιχειρηματολόγησε ελληνιστί κατά τον πρωτόκαιρον. Συμπέρασμα: τα ελληνικά ήταν κώδικας, κι όποιος έπρεπε να χρησιμοποιήσει κώδικες, τον χρησιμοποιούσε, όπως και σε άλλα μέτρα, τα λατινικά. Εντούτοις, η πρώτη αμιγώς βλαχική επιγραφή, βρέθηκε στα μέρη της Θεσσαλικής Ρεντίνας πολλούς αιώνες αφ’ ότου υπήρχε ο βλάχος πολύς όμιλος.

    Άραγε βρέθηκε επιγραφή εις την Δαρδανικήν, εις την Τριβαλλικήν, εις την Παιονικήν, εις την Ιλλυρικήν και χάνω συνέχειες; Βρέθηκαν στα Βαλκάνια τριών ομάδων επιγραφές: ελληνικά και λατινικά, πολλές. Σπαράγματα συμβόλων σε πανάρχαιο κώδικα, που δεν διαβάστηκαν, προϊστορικά. Κι ένα σωρό άλλες, σε δεδομένες “εθνικές” γλώσσες, πάντως μεσαιωνικές και βάλε.

    Μια φράση ρωμαίου επιφυλλιδογράφου που ανακατεύει διερμηνέα στην δίκη αντιπάλων του Αλέξανδρου, η λέξη εβόα μακεδονιστί στον Πλούταρχο και ένας κατάλογος μακεδονικών λέξεων παρ’ Ησυχίω, είναι η κληρονομιά που σώθηκε από το ιδιόλεκτο, προφανώς ουδέποτε γραπτό, της μεταξύ Αλιάκμονος, Εριγώνος και Στρυμόνος περιοχής. Ας σημειωθεί ότι ένια σωζόμενα σπόλια Σπαρτιατικών εκφράσεων, είναι πολύ πιο στριμμένα και ακατανόητα από τις μακεδονικές λέξεις. Αλλά οι Σπαρτιάτες συνόρευαν με τον Άρατο και τους Λεπρεάτες, όχι με τον Βόριδα και τους καυχάνους.

    Οι κάτοικοι της (μικρής) Ευρώπης, αναφέρει ο Λυδός στα χρόνια του ( 6ος μ.Χ.) καίπερ Έλληνες οι πλείους όντες, τη των Ιταλών φθέγγονται φωνή και μάλιστα οι δημοσιεύοντες. Γι’ αυτό και ο Ιουστινιανός εξηγεί ότι δεν εκδίδει τους Νόμους του τη πατρώα φωνή (=στα λατινικά). Γι’ αυτό ο βικάριος της Ρώμης, στο Ιλλυρικό, είναι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και του γράφει ο Πάπας Ορμίσδας ωραίες λατινικές επιστολές. Τα λατινικά πελεκήθηκαν συστηματικά από τους εικονομάχους βασιλιάδες και πέρα, όταν το Ιλλυρικό αποσπάστηκε από τον Πάπα στο Πατριαρχείο. Και ο Φώτιος έπλασε δια ατρύτων κόπων ένα εδραίο σλαβόφωνο εργαλείο.

    Και οι πιστοί οπαδοί της Ρώμης, οι λατινόφωνοι, από βλάχοι έγιναν βλαχαδερά. Ντεμοντέ. Και οι αρχαίοι λατινόφωνοι, έφτασαν να τσακώνονται σλαβιστί, εκτός κάτι λίγους στα όρη στ’ άγρια βουνά, αλλόγλωσσους πλην αειφόρους τροφοδότες της ελληνικής παιδείας. Από αυτές τις προσχώσεις προέκυψε ποικιλία διαφορετικών αντιμετωπίσεων. Από τη μια, καθηγητάδες εξέδιδαν συμβολάς εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων, εκμαιεύοντας ομηρικές ρίζες στα νιζνάμικα, αφ’ ετέρου άλλοι καθηγητάδες έστελναν όσες δεκαετίες μπορούσαν κατά δώθε τις αβαρικές πολιορκίες και τα βεζήτε, τζαίζαρ.

     Από τη μια, το μακεδονικόν ορώμενον ως ελληνοβουλγαρική διαμάχη, από την άλλη, η μηχανή είναι βιαστική στη φρίκη και στην καταφρόνια, στον θάνατο και στη ζωή.

     Τελικά, στην μεσοπολεμική σερβοβουλγαρική διαμάχη, εχώθησαν ανίδεοι άνκαι πένητες, οι Μακεντόνσκι.

    Αγαπώ τους βαλκανίους τροβαδούρους, των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων, άχρι θανάτου.

    Αλλά υπάρχουν τραγούδια που αγνοούμε, δούλοι της γεωγραφίας και δεν καταλαβαίνουμε την ασύλληπτη κινητικότητα των παλαιών, είτε ήσαν στικτοί, είτε μιλούσαν δονώντας ένα φύλλο.

    Aπό τις μούμιες που βρέθηκαν από τα Αλταϊκά όρη έως πέραν της Τουρκμενίας, στην βορειοδυτική Κίνα, στον άνω δρόμο της μετάξης, χρονολογημένες πολλές προ της Χριστού γεννήσεως, δείχνοντας κελτίζοντες ανθρώπους, ξανθόψειρες και υψηλούς, στικτούς με εξαίσια σχέδια,που σε συνδυασμό με άλλες μαρτυρίες (όπως μια πρεσβεία των Ταπροβαναίων στον Κλαύδιο) άλλα διδάσκουν περί Σκυθών και ετέρων βαρβαρωνύμων.

    Ήδη περιφρονούνται από τους τρέχοντες στερεοτυπικούς, επειδή, λέει, αποτελούν επαίσχυντα δείγματα “ευρωπαιωσύνης” στους ιερούς σαμανικούς τόπους. Η Ασία στους ασιάτες και έτερα πτερόεντα.

    Κάτι πρέπει να κάνουμε με όλα αυτά, οι διαχειριστές της ελληνοφωνίας. Να βρούμε πάλι την παιδικότητα που μας προσάπτουν από Σόλωνος οι Αιγύπτιοι. Το φιλέρευνο και το αμήχανο ταυτόχρονα. Δεν είμαστε εμείς για περιχαρακώσεις.

    Είμαστε για κοινωνία εν μέσω αλλοτρίων, χωνεύοντας τις επιδράσεις, βαφτίζοντάς τες στο τσίπουρο του κάθε οσπητίου μας. Εμείς εφηύραμε την φρεναπάτη της ταυτότητας, αλλά ξεχάσαμε να αλλάξουμε κωδικό στην δική μας, γι’ αυτό και αισθανόμαστε αποκλεισμένοι, ενίοτε δικαίως.

    Τα κοτσιδάκια της κυράς, τα μάλλινά της να χαϊδεύουμε, έστω με το βλέμμα,ξεπερνώντας την ενοχή που μας κουρτάλησε την θύρα επειδή διδάξαμε την απάτη όσο και την φιλοτιμία, την σαχλαμπίχλα όσο και την παρρησία, τον κεραμεούν και φαύλον μαζί με τον Ηράκλειτο, τον Τζάνε Μπουνιαλή και τον Μάρκο Μπότζαρη.

    Αυτά τα ήξευραν οι άγνωστοι μπαγιάτηδες οπαδοί στην Τούμπα, συμβουλεύοντας τον γραικομάνο συνάδελφο να μειώσει τους τόνους. Δεν ξέρω από πού τα ήξεραν. Κάτι πίνουνε και δεν μου το λένε, γι’ αυτό και κυκλοφορώ άσχετος και ντροπιάρης σε δανεικές πατρίδες.

  • Πέντε εύκολα κομμάτια

     

    1

    Kυριακή κοντή γιορτή, καθυστερώ να εκφράσω στο cloud την Δευτεριάτικη γνώμη μου, μήπως και τα δύο απελέκητα μαύρα κούτσουρα (απ’ τον Παπαδιαμάντη αυτό) τελειώσουν τη σύσκεψη και μετά αναμένω τη συνέντευξη του ενός, με το «ζώσμα των αρμάτων» προκειμένου να σχολιάσω μετά λόγου γνώσεως.

    Αδέλφια, πώς τηνε πατήκαμε έτσι; Πόσα μέλια και σορόπια περιέχει, ως αφράτη φανουρόπιττα, αυτή η Εξουσία; Πώς νομίζουν πως θα αποφύγουν το κλασικό κατάντημα των κινούμενων σχεδίων, που τους αντιπαθείς ή τους κακούς τους πατάει ένας οδοστρωτήρας;

    Όπα, φάνηκε έξω από Μαξίμου. Μίλησε για καρέκλα από την οποία θα αποξενωθεί, αλλά πιθανόν να αποβλέπει σε θρόνο. Αν χάσει στελέχη, έχει μπόλικα ο μπαξές. Το συνδυάζω με την αιφνίδια παύση δηλώσεων εκ μέρους του Πάιατ και την προσωρινή έκλειψη του αμερικάνικου παράγοντα, ενώ η Μέρκελ αναγκάστηκε να ξαναφάει σφυρίδα σε δείπνο, προσπαθώντας να δώσει  λίγο χώρο και στον κύριο Κυριάκο, που θα το παίξει μακεδονίζων, ώσπου να ψηφιστεί η Πρέσπα. Ενώ ο Καμμένος έδειξε πως η υπερατλαντική εύνοια, τον ενδιαφέρει και μάλιστα, έπαιξε για λίγο και τον υπουργό Εξωτερικών.

    Λίγο διάβασμα τώρα, και φρεσκάρισμα αναγνώσεων, ώσπου να τον ακούσω στη συνέντευξη.

    2

    Πάει κι αυτό. Ένας Τσίπρας προηγήθηκε σε δηλώσεις (ήταν και συμφωνημένο) δεχόμενος ή ανεχόμενος εις ανάμνησιν μιας πολυετούς εμπειρίας, την παραίτηση Καμμένου. Ας σημειωθεί πως δεν ανέφερε λέξη για το επίδικο ζήτημα, της Πρέσπας. Αλλά ανακοίνωσε την επιλογή Αποστολάκη στην ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και το αίτημά του να θέσει ζήτημα Εμπιστοσύνης στη Βουλή.

    Η συνέντευξη Καμμένου, είχε πάντως τα χιντάκια του (εκ του hints). Yπενθύμισε πως η πρωτοβουλία του να υπάρξουν Ανέλοι, οφείλεται στην ύπαρξη του Σαμαρά, επομένως πήρε η μπάλα και τον Μητσοτάκη που εξελέγη με την υποστήριξή του (πράγμα που δεν συνέβη με την στάση Καραμανλή).

    Αλλά το υπουργείο του θα κατέχει ο ναύαρχος Αποστολάκης, ενώ ασχολήθηκε με το ηθικόν νυν και τέως βουλευτών και στελεχών του, εκφράζοντας κατά τη γνώμη μου, μια σχετική αδιαφορία (έμπλεη φαινομενικού ενδιαφέροντος) για τις πράξεις τους, στο  άμεσο μέλλον. Α, ήρε και το εμπάργκο στον Σκάην.

    Πάμε τώρα στις προθέσεις, αρκεί να μη κάνω το λάθος να διαβάζω έναν χάρτη ανάποδα.

    3

    Ειδικό βάρος έχει η σιγουριά του στον Αμερικανικό παράγοντα. Ήταν και δικό του έργο η δημιουργία του άξονα Ιορδανίας- Αιγύπτου- Κύπρου και Ελλάδας, μαζί με μπερεκέτια για τις διευκολύνσεις που παρέχουμε στον Σύμμαχο. Θύμισε πως «τα είπε κι από το Στέητ Ντιπάρτμεν», ενώ «του ξέφυγε» πως τις προάλλες τα έλεγε με τον Πάιατ. Χώρισε να τσανάκια του με την Ευρώπη, άρα ποντάρισε και ποντάρει να λανσαριστεί ως η Voice of America που την βρίσκει πολύ πιο απέθαντη από την ένωση κρατών που φοράνε κίτρινα γελέκα κάθε Σάββατο.  Αναφέροντας τις λέξεις «Μουσολίνι» και «Τίτο», φανέρωσε την δική του εκδοχή στην ερμηνεία του Μεσοπολέμου και του Μεταπολέμου.

    Δεν ξέρω πού βρήκε τα επιχειρήματα πως η συμφωνία είναι αντισυνταγματική, αλλά αυτά τα συζητούν με πρέσβεις κι όχι με δημοσιογράφους. Κι ενώ δεν απέκλεισε πως υπάρχουν ζητήματα με τα οποία θα ομονοήσει στο μέλλον, με τον παλιό του σύντροφο, δεν κράτησε τα ίδια μπόσικα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, από τον οποίον «απαίτησε» μία υπεύθυνη δήλωση, υπαγορεύοντας, μοτ α μο, το περιεχόμενό της. Εξάλλου έμεινε ασυγκίνητος όταν του επεσήμαναν πως κινδυνεύει να μείνει κούκκος, ενδεχομένως με άλλους τρεις. Μάλλον το ξέρει, αλλά δεν τον νοιάζει. Γιατί;

    4

    Διότι (παρακαλώ να επισημανθεί ο Εγγονοπουλισμός της λέξης «διότι») ο Καμμένος έχει Στρατό, Εκκλησία και την Ομογένεια πέραν του Ατλαντικού. Κι αν δεν τα έχει, νομίζει πως τα έχει. Μάρτυρες, οι τρεις συμβολικές του κινήσεις: σημαία στον Γράμμο, μετάληψη, στεφάνι στα Ίμια.  Για τον Καμμένο, ενώ δεν έχει σχέση με την Αριστερά, ο Σύριζα κρατάει το «γιάντες» στην καταβρόχθιση του κοτόπουλου της Εξουσίας. Θα μείνει στο πλευρό του όσο εκείνος τσακώνεται με τον Κυριάκο. Και γνωρίζω πόσο αγωνίζεται, χωρίς να απομειώνει τον Μεγάλο Σιωπηλό, να υποσκάψει τον Κυριάκο, μέσω μικρών σεχτών από μη Καμμενικούς δεξιούς που αισθάνονται πως οι αυτόμολοι του ΛΑΟΣ θα τους φάνε τα τσαούλια.

    Και ο στόχος, βγάζει μάτι. Ενώ ο Σύριζα πρέπει να θεωρηθεί κολακευμένος αν συγκρατήσει τα ποσοστά της ΕΔΑ του 1958, ο Καμμένος έχει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα ως προς τα θρύμματα της εκτός ΝΔ Δεξιάς. Για την ώρα, υπάρχει ως Άτομο. Για τους δικούς του λόγους ο κάθε δημοσκόπος τον θεωρεί ξεγραμμένο. Αλλά δεν αναφέρω καν τους Ηγέτες του παρελθόντος που πέρασαν παρόμοια κατάσταση κι όμως κυβέρνησαν κάποια στιγμή, ξέρετε πώς. Η Μέρκελ θα βαστήξει όσο κρατάει η θητεία της, ο Βέμπερ θα λάβει κάποιο ευρωπαϊκό εύσημο και δεν ξέρω άλλον συνομιλητή του Τραμπ, αν υπάρξει δεύτερη θητεία του, που να τον καλύπτει περισσότερο.

    Ωστόσο, περιγράφω πιθανές προσδοκίες, έως και ονειρώξεις. Από ποια πελατεία θα βρίσκονταν οι ψηφοφόροι που θα έβρισκαν τον Καμμένο της αρεσκείας τους;  Απαντώ ευθύς:

    5

    Μετά το 2019, οι άλλες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, και ο μόνος λόγος που δεν θα γίνουν θα ήταν να κερδίσει ο Μητσοτάκης το πρέπον ποσοστό. Μα δεν παλεύει εναντίον αυτού του ενδεχόμενου μόνον ο Σύριζα, παλεύει και ένα σιωπηλό κομμάτι της Δεξιάς! Κι αν οδηγηθούν τα πράγματα εξ αυτού σε αδιέξοδο, ο Καμμένος ανέφερε επιτροχάδην τη λύση που έχει κατά νου, στη συνέντευξη. Θέλει κοντά του μικρά πατριωτικά κόμματα είτε να ενωθούν, είτε να συμπράξουν με τους ΑΝΕΛ. Όχι στο άγιο Βήμα, το ξεκαθάρισε, αλλά στο εκκλησίασμα.

    Και το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας, ακριβώς λόγω και της αρχαίας συμπάθειας με τον Τσίπρα, θα είναι το εξής: ο Καμμένος θα ενισχυθεί από προσφορές συνεργασίας, χωρίς να φιλοδοξεί να πρωτοπορήσει. Αλλά ένα αξιοπρεπές ποσοστό, βρε αδελφέ, μπορεί να το πετύχει αν τον σιγοντάρουν ξέρετε ποιοι. Μια ευπρόσωπη, ελαφρώς ακραία και μανιακά ακυρωτική Πατριωτική Δεξιά, μπορεί να συγκεντρωθεί γύρω από έναν Τραμπικό υποψήφιο. Και το όνειρο των Ευρωπαίων, θα υλοποιηθεί. Το «βρείτε τα μεταξύ σας», θα βρεθεί δια τού Συμφέροντος, της κοινής Λογικής και της Επαναφοράς στην Κανονικότητα των Νοικοκυραίων, που θα συνεχίσουν να στέλνουν στον εισαγγελέα ό,τι τους φαίνεται διεφθαρμένο.

    Ακόμη κι ο Λεβέντης πήρε πρέφα την διαδικασία και καμιά φορά την αναφέρει. Ακόμη κι αυτός. Μόνο που θεωρεί πως ο Καραμανλής ενδεχομένως θα καλύψει υπό το πτέρωμά του μια σύμπραξη Τσίπρα-Μητσοτάκη. Και τον μεν Τσίπρα τονε θέλουν πολλοί Ευρωπαίοι, τον Μητσοτάκη θέλει ταλέντο που δεν έχω για να περιγράψω ποιος τον θέλει.

    Προσέξτε. Δεν προφητεύω και δεν εκφράζω καμία συναίνεση σε όλα αυτά. Αλλά θεωρώ την Επιφάνεια του Καμμένου πιθανή, κοντά στα όρια της Νεβερλάνδης βέβαια, αλλά εδώ έχουμε χαρεί κάτι μπουμπούκια, αληθείς περιστρεφόμενους δερβίσηδες που μας κατσικώθηκαν, άσε τους Μαχαρίσηδες με τον θεσμικό ρόλο που σείουν κάθε φορά που «οραματίζονται» και χασμώμεθα. Ωμ και πάλι Γκουρού Ντέβα.

    Eξάλλου, επεκτείνοντας το «ανελλήνιστοι» του Καβάφη, έχουμε  οι πάντες ακούσει  πως ηχούν «τα φύλλα της καρδιάς» άλλων, και μάλιστα με βεβαιότητα που όζει. Διαλιέχτε τερατολογίες:

    Ο Σύριζα θα νικήσει τον Μητσοτάκη και θα προχωρήσει επιτέλους με συγκάτοικους την Κυβέρνηση με την Εξουσία.

    Ο Σύριζα θα εκμηδενιστεί και δεν το καταλαβαίνουμε διότι δουλεύουν τα παπαγαλάκια.

    Το Κιναλ θα είναι ο ρυθμιστής.

    Ο Μητσοτάκης θα σαρώσει και θα τρέχετε.

    Θα γυρίσει  ο Τροχός, θα γαμήσει κι ο πτωχός.

    Φύγαμε από τα μνημόνια.

     Ο Δυσσέας κάποτε για να μονοιάσουμε, μας έστειλε τον Δράμαλη. Οι Σύμμαχοι, για τον ίδιο σκοπό, θέλουν με πάθος ένα τρελάδικο.

     

  • Σχόλιο για έναν λαγό

    Είναι παλιό, αλλά επίκαιρο μετά την κόντρα δύο συνεταίρων: στο Σερενγκέτι, ένας λαγός με το βιολί του, παίζει ένα γλυκό κομμάτι μπροστά σε μία άφωνη από συγκίνηση λιονταρίνα με τους σκύμνους της. Επιστρέφει η ομάδα των αρσενικών κυνηγών και μαγεύεται  επίσης. Ξάφνου ένας λιόντας ορμάει και ξεσκίζει τον λαγό.  Ο πιο έμπειρος, εξηγεί στον ταραγμένο οικολογίζοντα συνάδελφό του: «πάλι ο κουφός μας χάλασε την εκδήλωση».

  • Παρατηρητές ηττημένων γενεών

    Δέκα χρονών άκουσα στην εκπομπή το θέατρο στο μικρόφωνο του κυρίου Αχιλλέα Μαμάκη μιά συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι, όπου κατηγορούσε την «παλιά» συναισθηματική μουσική και υποστήριζε με έξυπνες ατάκες την δική του εκδοχή.

    Στην Ελλάδα του 1958, όπου κυριαρχούσε η φωνή της Μαριάννας Χατζοπούλου και ακολούθησε η καταιγίδα του Στέλιου Καζαντζίδη, ο «Ιλισσός», το πρώτο τραγούδι που άκουσα και ταύτισα με τον Χατζιδάκι, ήταν (όπως λέγαμε εκείνα τα χρόνια) ακαταλαβίστικο. Ευχάριστο, αλλά με σκοτεινά λόγια.

    Ζούσα στα Γιαννιτσά, και η πρόσληψη του μουσικού ήχου δεν ήταν πιο ζόρικη από την πρόσληψη της ίδιας της ζωής. Δεν υπήρχε θέμα διάλυσης του κοινωνικού ιστού επειδή ήταν ήδη διαλυμένος. Οι οικογένειες των εξόριστων αριστερών ζούσαν σαφώς μέσα σε έναν νοητό αλλά πανίσχυρο φράχτη.

    Επιπλέον οι ντόπιοι («βούλγαροι» για τους πολλούς, «σλαβόφωνοι» για τους φιλάνθρωπους) επιβίωναν σε έναν άηχο κόσμο.

    Οι Πόντιοι τραγουδούσαν και έπαιζαν κεμεντζέ ηπίως, κυρίως στα χωριά, ενώ βουβοί ήταν και οι Καραμανλήδες, που τα σπίτια τους διέθεταν πάντοτε μια τουρκόφωνη γιαγιά, που συνήθως κάπνιζε αρειμανίως στο ντιβάνι της κουζίνας.

    Ιδιαίτερη κατηγορία ήταν οι βουλγαροπρόσφυγες, από τρεις προσφυγιές εκ Ρωμυλίας που κατοικούσαν κυρίως στον Συνοικισμό. Σε μια κωμόπολη δέκα χιλιάδων κατοίκων, οι Θρακιώτες και οι δημόσιοι υπάλληλοι διέθεταν μία μορφή καλής ζωής,φτωχικής, αλλά χωρίς καταπίεση εφ’ όσον ήταν συνεπείς στα βερεσέδια και διέθεταν κάποια μορφή εθνικοφροσύνης.

    Δεν υπήρχε ρεμπέτικο, παρά μόνον στο καφενείο «ο κάτω κόσμος», πίσω από τα μνήματα του Εβρενός, αναμίξ με αμανέδες. Τα γραμμόφωνα έπαιζαν στα οικογενειακά κέντρα ό,τι και το ραδιόφωνο. Εκπομπή με δημοτικά, λίγο αργότερα μουσική «από κινηματογραφικόν όργανον», πολλά της Βέμπο, της Ελίζας Μαρέλη και του Γούναρη.

    Υπήρχε και η «σοβαρά μουσική», έτσι όπως το λέω. Από τους σταθμούς «του παραπετάσματος», που η ακρόασή τους δεν ήταν ανεκτή, έβγαινε ένας ήχος με χάλκινα και θλιμμένες μελωδίες. Αλλά άλλοι δούλευαν για μας, αν και δεν το ξέραμε.

    Άρχισε να αλλάζει ο ήχος, όπως άλλαζε η αρχιτεκτονική, οι ιδέες, η λέξη «λαός». Οι δύο βασικές πηγές της αλλαγής ήταν το σινεμά και η επίδραση του λάτιν. Από το 1958 έως το 1962, η Ελλάδα είχε μερικά «Ξενία», ασφάλτους και μία τάση να ανακαλύπτει τα απορρυπαντικά, τις πολυκατοικίες, την μετανάστευση και άλλα περίεργα.

    Θυμάμαι αρχές του εξήντα, την θαλαμηγό «Χριστίνα», φωτισμένη αρόδο στην Αιδηψό, ενώ από τα ξενοδοχεία Αίγλη και Αύρα, ακούγονταν Νανά Μούσχουρη.

    Γρήγορα, με την αυγή της εφηβείας μου, εκπαιδεύτηκα να κρέμομαι εξαρτημένος από το βραδυνό ραδιόφωνο, γράφοντας ποιήματα και σημειώνοντας τις εισαγωγές του εκφωνητή για τα τραγούδια που έβαζε. Στον μανιχαϊσμό Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, γρήγορα ήρθαν τα ονόματα νέων συνθετών. Ξαρχάκος, Τερζάκης και πολλοί ξένοι. Τότε, άκουσα και σημείωσα το όνομα Μαρκόπουλος, δίπλα σε στίχους που πρόλαβα, υπό την φωνή του Κώστα Χατζή. Μαυρομαντηλούσα. Μετά, πέρασε η εποχή του ποπ, και ήρθε ορμητικά το ροκ. Cut.

    Τέλειωνε η δεκαετία. Ήμουν φοιτητής αρχιτεκτονικής, μαγεμένος με το χτες. Απεταξάμην τα κοστούμια και τα φλερτ με τις ενζενί της εποχής, και φορώντας στρατιωτικά κουρέλια της δεκαετίας του σαράντα, περιόδευα, μόνος ή μετά φίλων, την Μακεδονία.

    Δεν υπήρχε πια ραδιόφωνο, αλλά ένα φορητό κασετόφωνο που ζήτησα από τον κουμπάρο μου ως δώρο του πρώτου μου γάμου. Μια ζωή επηρμένου εσωτερικού μετανάστη. Ποιήματα, τραγούδια, έρωτας για τους σλαβόφωνους και τους τουρκόφωνους, αναζήτηση της αντάρτικης μνήμης, απίστευτη αδεκαρία, ένας πολυτελής τρόπος αντίδρασης λευκών, σεξουαλικώς «κανονικών», βουτυρόπαιδων που έβρισκαν στο νταντά και στην εκζήτηση την φόρμα τους.

    Και η Αθήνα. Μύρης, Ζερβός, Σέκερης. Τρεις ποιητικές πλακέτες σε βιτρίνα. Ένας τύπος που τον λέγαμε Ερμεία. Μαζί με πλήθος έργων του Μαρξ και του Τρότσκι, ένα του Κάουτσκι και ολόγυρα προσόμοιοι ξερακιανοί φευγάτοι, με φθαρμένα ρούχα, αρβύλες, μακριά μαλλιά, που συνόδευαν κοπέλες με ταγάρια και καφτάνια.

    Θαυμάζαμε τον Πουλικάκο περισσότερο κι από τον Σαββόπουλο.

    Ελεύθερο θέατρο, σκηνές όπου ο ηθοποιός σταματούσε την δράση του, όποτε ήταν να πει τη λέξη ελευθερία, υποφέρω, αριστερά και κοίταζε το κοινό με νόημα, για να εισπράξει ένθερμο χειροκρότημα. Μπουάτ όπου ξεροστάλιαζε η ασφάλεια, ειρωνική, ενώ κροταλίζαμε τα δάχτυλα αντί χειροκροτήματος για να μη μηνύσουν το αφεντικό.

    Συμπέρασμα: παίζαμε τους σκλαβωμένους, αντί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά, δεν ήμασταν οι μόνοι. Η εμμονή της χούντας στην δημοτική παράδοση, μας αποξένωσε από κάθε μορφής στερεότυπο κλαρίνου και τσάμικου. Απεναντίας, μελώναμε μπροστά σε ένα βλάχικο, στα πολυφωνικά, στα αλλόγλωσσα έθνικ. Τότε ήταν που έσκασε το Χρονικό. Cut.

    Με την Κρήτη δεν είχα καμία σχέση, εξόν τα θλιβερά στερεότυπα που μας κυβερνούσανε. Από ιδιοσυγκρασία δεν μπορούσα να αντέξω τον Καζαντζάκη, αλλά και κάθε τύπου Ζορμπά ή καπετάν Μιχάλη. Ήμουν μια χαρά με τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό και τον Καβάφη.

    Αλλά ο Μύρης, ο Ξυλούρης, η Δημητριάδη, ο Μαρκόπουλος, μου αποκάλυψαν τον κάτω κόσμο. Μου μιλούσε μια γενιά που δεν σεβόμουνα ,επειδή μεγάλωσα με τους παππούδες της γενιάς του 30 και με τους λυπημένους θείους της λεγόμενης γενιάς της ήττας. Όλοι αυτοί ήταν σαν μεγάλα αδέλφια μου, ενός υποθετικού πρώτου γάμου του πατέρα μου, που ξενητεύτηκαν και επιστρέφοντας, που χάρισαν μια διάρκεια και μία παράδοση που αγνοούσα.

    Δεν ανέδιδαν άρωμα αριστεράς, μήτε ήταν βολεμένοι δεξιάντζες. Οι λέξεις ταυτότητα, ρίζες, αυτογνωσία, συνδυασμένες με τεχνικά συναρμοσμένους στίχους και πρωτοφανείς ρυθμικές ακολουθίες, υποταγμένα σε πανίσχυρες μελωδίες. Ήταν ένα είδος μουσικού κριτικού ρεαλισμού, απόλυτα συμβατού με τις παράλληλες εικαστικές αναζητήσεις της εποχής.

    Με το Χρονικό και την Ιθαγένεια, την Θητεία και την πλήρη συνέχεια και κυριαρχία αυτού του ιδιότυπου, πλήρως εντοπίου σχεδίου, ήταν πολύ εύκολο να καταλάβω ότι επί χρόνια με τις παρέες μου και μέσα στα δάκρυα των δωματίων μας, η γενιά μου ήταν δικασμένη και καταδικασμένη να λειτουργεί ως αναποτελεσματικός, θολός καθρέφτης, ως χρήστης ξένου αίματος.

    Η συζήτηση για την ταυτότητα φούντωσε και πάλι. Σύμφωνοι, όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι δυνατοί, ευρηματικοί,με τις εμμονές και τα πείσματά τους. Καμία κυβέρνηση και διακυβέρνηση δεν μπόρεσε να με πείσει για το καφενείον η Ελλάς, για τον επουργό που μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη, όπως και παλιότερα την Ζωζώ του Σαββόπουλου.

    Δεν ενθουσιαζόμουνα τότε με τον ρεαλισμό αυτού του τύπου, επειδή με κάλυπταν ο Ρώτας και ο Βάρναλης. Στην ουσία διαφωνούσα (ακόμη διαφωνώ) με την σύνδεση αρχαιότητας και νέου ελληνισμού, ως ισχυρών δεδομένων που χωρίζονται από μία τρυφερή, γλυκερή και θεοσεβούμενη μεσαιωνική περίοδο. Cut.

  • Για ένα πουκάμισο ΧΧL, για έναν Καμμένο

    Ψόφια πράγματα. Φτηνές απομιμήσεις των πιο τραγικών στιγμών του κοινοβουλευτισμού. Για να παραφράσω μια θρυλική ατάκα της εποχής των Αποστατών, «Η Ελλάς κρέμεται από την ψήφο των Ανέλων». Και του απερίγραπτου Ποτάμη, θα προσέθετα. Να εξηγήσω.

    Δεν είναι μυστικό πως, εκτός από μετρημένες εξαιρέσεις, και το πιο απεχθές καθεστώς του παρελθόντος, πήρε και θετικές αποφάσεις. Τις οποίες, αναγνώρισαν και οι ορκισμένοι του αντίπαλοι, έστω και μετά από δεκαετίες. Χωρίς να πλήττεται η αρνητική αποτίμηση της περιόδου που κυβέρνησαν. Ο σχετικός διάλογος των αριστεριστών στο Life of Brian είναι μεγαλειώδης. Και ο ρόλος που έπαιξαν για να σταυρωθεί ο Βrian. Πρέπει να ήταν η τελευταία φορά που γελάσαμε με την ψυχή μας. Μετά, όλα σοβάρεψαν.

    Στην περίπτωση του Σύριζα, εκείνο το βαρύ καλοκαίρι του 2015, δεν έγινε κάποια στροφή 180 μοιρών. Τείνω να πιστέψω πως η στροφή ήταν τουλάχιστον 720 μοιρών, σε απλά λόγια, υπήρξε μία φούρλα. Το δημοψήφισμα και ο τρόπος που συντάχτηκε το ερώτημα, τα capital controls και η ομαδική (και οπαδική) ανοησία της τότε αντιπολίτευσης, οδήγησε σε άρνηση της ζυγοστάθμισης των αποτελεσμάτων του Σεπτεμβρίου 2015.

    Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι πως ο Σύριζα έχασε 310160 ψήφους και τέσσερις έδρες. Η Νέα Δημοκρατία, αρκετά παραζαλισμένη, έχασε 195610 ψήφους και μία έδρα. Η αποχή είχε πιέννες. Ο Λεβέντης, ο μόνος κερδισμένος. Όλοι οι άλλοι έχασαν. Το μόνο σοβαρό μήνυμα που έβγαινε από αυτά, ήταν πως σε οκτώ μήνες, μειώθηκε κατά 693521 ο αριθμός αυτών που ψήφισαν.

    Πάντα ήμουν αντίθετος με την μαλακία των ποσοστών, αντί να παρουσιάζονται οι αριθμοί. Αν ο Σεπτέμβριος δεν πιστοποίησε την αποθάρρυνση του εκλογικού σώματος και την όξυνση της απελπισίας, τότε έχουμε χάσει κάθε ορίζουσα.

    Ενδεικτικό της σύγχυσης και της πολιτικής σχιζοφρένειας, ήταν βέβαια το περιεχόμενο του ψηφοδελτίου του δημοψηφίσματος. Που μάζεψε 3558425 όχι και 2245532 ναι.

    To πρόγραμμα του Σύριζα, ακόμη κι αν αρχικά γνωρίζαμε μόνον γενικότητες, μας το έμαθαν ανίδρωτοι λοτόμοι, επιμελώς κρυμμένα παπαγαλάκια.  Απ’ όταν έγινε σαφές πως ο Μητσοτάκης υπέφερε από έναν πανδαμάτορα φιλεκλογισμό, οι φίλοι και οπαδοί του Σύριζα βγήκαν από το αυγό και πλημμύρισαν τα Μέσα, την κρατική τηλεόραση και βαρύτατη χρήση «ναιμεναλλαδισμού». Έγραφες κάτι που σου ξύνισε και ο παρέμβλητος σου την έβγαινε: δεν μας τα ΄λεγες αυτά με τους μοναρχοφασίστες. Φυσικά, τα έλεγα χύμα και τσουβαλάτα, ολονών, αλλά  να συναντήσεις συγκροτημένον, πέραν μιας ζαρτινιέρας, οπαδό τους, χωρίς την μοϊκάνα της αγραμματωσύνης, ήταν σπάνιο .Πολύ σπάνιο.

    Ξέραμε λοιπόν ότι σκόπευαν, υπείκοντες σε παλιοσειρές του παλαιοκομματισμού, ότι θα υλοποιούσαν σχέδιο παροχών και απύλωτης, σχεδόν συγκινητικα απλοϊκής ψευδολογίας. Ήταν πανεύκολο να καταλάβεις την πηγή των ψευδών τους. Παράδειγμα, οι Πρέσπες.  Τα υπέρ της συμφωνίας επιχειρήματα ήταν από την ίδια πηγή, από την  ίδια κοιλιά. Όλωνε.

    Ενώ ψεύδονταν και χαρτζηλίκωναν τις χρήσιμες γι αυτούς ομάδες, έγινε προφανές πως επεδίωκαν να δωροδοκήσουν κάθε πουλί πετούμενο, σε μία ακολουθία βημάτων, που θα κατέληγε αρχές φθινοπώρου του 2019.  Και δεν έχουν αποστεί απ΄αυτό το χούι. Το κύριο εργαλείο διείσδυσής τους, ήταν το μανιπουλάρισμα των Καραμανλικών, και μιας βαρύτατα διασπασμένης δεξιάς (του Μητσοτάκη η ηγεσία, άφηνε ξέσκεπα τα πόδια της). Και βέβαια, ο αυριανισμός, ήδη ετών 35, που αντί να πάρει σύνταξη, κυβερνάει ακόμη.

    Τελειώνω: το κατ’ εξοχήν πολιτικό εύρημα, ήταν η «τράβα με κι ας κλαίω» ψήφιση των «προοδευτικών νομοσχεδίων» από κάθε καρυδιάς ανθρωπιστικό καρύδι. Σφάλμα μέγα, που τώρα άρχισε να φαίνεται. Μέγα παράδειγμα, η βραχεία λίστα των υποψηφίων νεοκυβερνητικών και το Ποτάμι, που ξεκίνησε από αγλάισμα της αδέσμευτης κριτικής σκέψης και οδηγείται στην κριτική υποστήριξη ενός πελώριου λάθους.

    Πόσο τοξικοί (και όχι ταξικοί) είναι φάνηκε από τα πήλινα πόδια του Καμμένου και των συμπληρωμάτων του.

    Κι όταν θα μας δέσουν οι πράγματι φασίστες, να λογαριάσετε πως ένα μεγάλο κύμα από την  κυβερνητική μαγιά, θα προχωρήσει σε συντεταγμένα, αυτόμολα τομάρια που θα δικαιολογούν την νέα φούρλα «για να μη επιστρέψουν οι διεφθαρμένοι». Και ο Σύριζα θα παίξει σε τρία ταμπλό: στους σιωπηλούς υποστηρικτές της μπιραρίας του Μονάχου, σε προσωπικούς νοσταλγούς του Τσίπρα «που δεν το άφησαν το παιδί να προκόψει» και στα τάγματα εφόδου που ετοιμάζονται με πυρετώδη ενθουσιασμό, υπό την ιαχή «πουτάνα όλα».

  • Game of ancient thrones

    Αυτό με τα 130-150 κράτη που λένε «Μακεδονία» τη FYROM, μου θυμίζει το βασικό επιχείρημα υπέρ της ανθρωπογενούς έκλυσης ρύπων: «είναι δυνατόν να κάνουν λάθος, όλοι αυτοί οι λαμπροί επιστήμονες που έλυωσαν τα ματάκια τους για να την αποδείξουν;»

    Βεβαίως και είναι δυνατόν. Παράδειγμα, μια χώρα που όλες σχεδόν οι άλλες χώρες, αποκαλούν «Γραικία», επιμένει να λέγεται «Ελλάς» παρά το ότι ως Γραικία έχει εισαχθεί σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς.

    To πόρισμά μου είναι πως ένα κράτος που το λένε  «Γουάντα», ενώ πιστεύει πως του ανήκει το «Τόνι Σφήνος» μπορεί ανέτως να μπαίνει σε όποιον θεσμό θέλει, και μάλιστα, χωρίς να του επισημαίνουν πως αδικεί κάποιον.

    Aν δε θέλαμε ντράβαλα, τελείως λέμε, ήδη από τότε που αγρίεψε το ζήτημα, θα έπρεπε να συνεννοηθούμε, απλά και σταράτα, με τα άλλα δύο μέλη του ΝΑΤΟ στη γειτονιά, ήτοι Αλβανία και Βουλγαρία και να παρουσιαζόμασταν ως ΝΑΤΟική και Φιλευρωπαϊκή τριπλέτα και να λέγαμε στον Ζάεφ ή σε όποιον προέκυπτε: θα σας βάλουμε σε όλα τα κόλπα και τα ονείρατα, πλην μόνον ως Παίονες καταχρηστικώς σας δεχόμαστε (για να έχετε και αρχαίο πολιτισμό αν σας έχει πιάσει μανούρα). Υπογραφή: οι κατοικούντες αρχαιόθεν την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Διότι διαμένουμε σε αρχαίων βασιλείων πεδία, άσχετο εάν σήμερα κυριαρχούμε ως Αλβανοί, Γραικοί τε και Βούλγαροι.

    Αντί να ετοιμάζουμε γήπεδα για μπαλίτσα, μήπως και οργανώσουμε κανα πρωτάθλημα, να μπείτε στον άξονα τον λεγόμενο των ρεζίμ ανσιέν. Αυτή κι αν είναι αχτύπητη τετράδα. Κι αν θυμώσουνε οι Σέρβοι, θα ξεθυμώσουνε. Γκέγκε;

    Θα μου πείτε, με τέτοια υποστήριξη από τις δύο ακτές του Ατλαντικού, μήπως “ενοχλήσουμε” τους Μεγάλους Συμμάχους;

    Με τίποτε! Διότι μήτε αλυτρωτισμοί μήτε ψειρίσματα για ιθαγένεια και γλώσσα και διαβουλεύσεις δεν θα ίσχυαν, εάν οι Παίονες, ζητούσαν να μπουν οπουδήποτε. Μετ΄επαίνων θα τους έβαζαν.

    Και, επιμένω, αντί να γαμιόμαστε εμείς, να τους βρούμε σύνθετη ονομασία και τα σκυλιά δεμένα, και να παίζαμε αμέτρητα χρόνια τους στριμμένους, θα πείθαμε τον Πάιατ και την Μερκέλα (αφού δεν τα καταφέραμε με τον Νίμιτς) να τους εξηγούσανε πως δεν το κρατάμε μανιάτικο μαζί τους, αλλά ευχαρίστως να φωταγωγήσουμε τις πόλεις μας κάθε φορά που θα εισέρχονται σε κάποιον διεθνή Θεσμό. Ως Παίονες, ως αιωνία Παιονία.

    Φυσικά, για να καταλάβουν πόσο τους συμφέρει η λύση που προτείνω, θα έπρεπε να φουσκώνουν σαν τον διάνο, μαθαίνοντας για τους Παίονες. Αυτό, εύκολο είναι- αντί να ετοιμαζόμαστε με τους μήνες μυστικώς, θα τους κάναμε νιανιά, σε βαρύτιμο λεύκωμα, τίνες οι Παίονες και η Πολιτεία αυτών.

    Εξάλλου, από Ομήρου και Ηροδότου, Παίονες κατοικούσαν και στα ιερά Μακεδονικά χώματα. Τι Πυραίχμης και τι αγκυλότοξοι, τι Δόβηρος και λαμπρή Αμυδώνα, τι παιδάκια σε λιμναίες κατασκευές κατά Κερκίνη μεριά  να τα δένουν οι μανάδες με σκοινί από το πόδι μη πνιγούν, άσε και τον μύθο που μια πόλη έλαβε χρησμό να προσέξουν τους «παιάνες» και έκοψαν οι ηλίθιοι τη μουσική και ένα πρωί, μαύρισε ο τόπος από επιδρομή Παιόνων και πάει η Πέρινθος.

    Και ο Αριστίων τους στη μεγάλη πανελλήνια εκστρατεία, τακίμι με το Μεγαλέξαντρο και για να χαρούν οι Μπίγλαροι, ιδού ο στίχος του Τζέτζη «Παίονες γαρ οι Βούλγαροι. Μη πείθου τοις βουβάλοις/ οι έτερον του Αξιού θέλουσι τον Βαρδάρην».

    Άσε που θα τους δίναμε ως ρεγάλο και τρεις ελεύθερες ζώνες οι σύμμαχοι, σε Δυρράχιο, Βάρνα και Σαλονίκη, να κάνουν τα εμπόριά τους. Κι άσε που εάν δεχτούνε, οι μπαντριώτες του τίποτε, το φτιάξαμε το υβρίδιο μιας βαλκανικής πρώτης κλαστεριάς (εκ του cluster…) και τότε θα δγιείτε μπερεκέτια.

    Αυτές είναι λύσεις, καρφιτσοκέφαλοι! Κι αν αρνηθούνε, θα έχουμε τόσο, μα τόσο δίκιο, ώστε αυτοί που μας πιέζουν για την Μακεδονία, αυτούς θα πίεζαν για την Παιονία.

    Kι αυτή η ιδέα, όπως τόσες και τόσες, παρήχθη υπ’ εμού στανικώς διότι αρκετόν αυτοεξεφτελισμό παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό με κάτι τσουτσουλομύτηδες και θρηνολογούντες για τους ζαϊρέδες τους, εννοώ κάτι αδέσμευτα και ελεύθερα πνεύματα. Αφού τον φάγαμε τον γάιδαρο, μισοψημένον, ας παίξουμε τους τολμητίες, σε αυτούς που μας πιέζουν, καθώς μου φαίνονται πιο κουφιοκεφαλάκηδες κι από εμάς.