Author: Πετεφρής

  • Δε μ΄άφησαν ήσυχο τελικά μου έβαλαν να απαγγείλω τον “Ματρόζο”

    [Ημερολογιο Π.Θ ,1962]

  • Notitia

    Κυρία μου, σας άκουσα επί λίγα λεπτά να δηλώνετε την αρχή του αγώνα σας, αποχαιρετώντας το παλαιό σας πόστο. Μερικές παρατηρήσεις ανούσιες, αλλά χρήσιμες.

    Προφανώς, συνέταξε την αντρέσα σας κειμενογράφος. Κανένας δεν είναι τέλειος, πόσο μάλλον νέο πολιτικό φυντάνι. Δεν ξέρω αν κάνατε πρόβες, που θα έπρεπε, αλλά λήγοντας κάθε πρότασή σας, περιφέρατε με χαμόγελο την κεφαλή στο ακροατήριό σας, ευχαριστημένη που δεν σκοντάψατε κάπου.

    Δεν υπήρχε ίχνος αναζήτησης ερεισμάτων στην ομιλία σας, κι ας διέθετε λέξεις-καρφιά που παρέπεμπαν σε κάτι περασμένους δημοκρατικούς συνδυασμούς με τα σχετικά γνωμικά.

    Μπορεί να έπρεπε να φοράτε γυαλιά, αλλά δεν το πράξατε. Μάλλον βάλατε κάποιον να σας μεγαλώσει την γραμματοσειρά, όχι βέβαια μπολντ τριαντάρια με διάστιχο ευρύ, όπως άλλος παλαιός δήμαρχος, αλλά ένα 24άρι αραιωμένο σας έδωσε εμπιστοσύνη.

    Στην ουσία, λέγατε την ίδια ιστορία με τους άλλους κινηματικούς, αλλά γλυκίβραστα, επομένως ήταν ωσάν να ακούγονταν μια άλλη ομιλία.

    Ξέρετε τι σας περιμένει, αλλά εγκαρτερείτε. Εξάλλου, μερικά χρονάκια στην αντιπολίτευση θα προσθέσουν επιχειρήματα ολοδικά σας, στις βέβαιες γκάφες των άλλων.

    Βέβαια, σας αναγνωρίζω ένα πλεονέκτημα. Στα τηλεπαιχνίδια, υπάρχουν άνθρωποι και ανθρώπες που λύουν τους γρίφους ανακράζοντας πως βρήκαν τον «Έρικσον Ίψεν» και μια μικρούλα ομολόγησε πως πρώτη φορά άκουγε τη  λέξη «στρουθοκάμηλος». Πάνω από τρεις συλλαβές, ευτυχώς θα τα κόψει τα μακαρόνια ο Γαβρόγλου.

    Εσείς θα διοικήσετε μαθαίνοντας και θα μάθετε διοικώντας.

    Και μη μου δίδετε σημασία, που δεν δίδετε ούτως ή άλλως, σε περήφανα γηρατειά. Που να σας λέω τι σούρναμε στη δική μας γενιά στους δικούς μας γέροντες.

     

  • Ο Καραγκιόζης φεντεραλιστής

    Με τόσο σύστριγγλο περί την Συμφωνία, νομίζω πως επιτρέπεται να εκφράσω γνώμη. Ως βαφτισμένος φεντεραλιστής.

    Όταν ενώνονται τα Βαλκάνια, έστω και με αξιολύπητο και έκκεντρο στόχο, δεν τα παρατάω εύκολα. Με πολύ χειρότερους όρους ομοσπονδοποιήθηκαν αρχαίοι εχθροί παγκοσμίως. Με την γνωστή μαμμή της Ιστορίας. Απλώς, η Συμφωνία ήταν παράλογη, ετεροβαρής και ματαιόσπουδη. Από επαγγελματίες του «βρείτε τα» εννοώντας να υποχωρήσει ο ένας.

    Ιστορικά και υπό κλασική έποψη, το ότι αποδέχτηκαν πως η αρχαία Μακεδονία ελλήνιζε, ενδιαφέρει άτομα πεθαμένα επί δεκάδες αιώνων.

    Η αναζήτηση ονόματος, στηριγμένη σε μούφα χάρτες και σε επιχειρήματα που ήταν της μόδας στον 19ο αιώνα, με αφήνει αδιάφορο και πτύω τον κόρφο μου.

    Μόνον οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν Μακεδονία secunda ή salutaris, αφήνοντας στη ησυχία της την prima.

    Είμαστε στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε, και αλλού. Στις μπηχτές των Συμμάχων, το μόνο που έπρεπε να επαναλαμβάνουμε μονότονα έπρεπε να είναι «να μπούνε όπου θέλετε αλλά ονόματα δεν δίδουμε, ζλότι δεν έχουμε, αν επιμένετε, δανείζουμε, και αυτοί είναι οι όροι μας»

    Κι αν τους επιτρέπαμε το όνομα, όχι με Συμφωνία (στις συμφωνίες αποδειχτήκαμε άχρηστοι του κιαρατά) αλλά με δικούς μας και μόνον όρους. Όχι με παζάρια μέσω μεσολαβητών. Οι μεσολαβητές-δανειστές- υπερατλαντικοί τηγεμόνες έχουν προτεστάντικη νοοτροπία. Φοράνε μια ζυγαριά και δεν λογαριάζουν τη χασούρα μας.

    Οι δυνατές χώρες, βάφτιζαν παραδοσιακά τα «νέα κράτη» παραβιάζοντας κάθε λογική. Έτσι είχαμε Υπεριορδανία, εξωτερική Μογγολία, Τρανσυλβανία,και πάει λέγοντας.

    Κι αν θέλετε να το τραβήξω στα άκρα, με ενοχλεί που δεν δέχονται βορειομακεδονική γλώσσα και να λέγονται βορειομακεδόνες.

    Και δεν  υπάρχουν τέσσερις Μακεδονίες, κύριε Ζάεφ.

    Στα δικά μας μέρη, γκώσαμε από ζήτουλες αγωνιστές, από Ματρόζους και γεροΔήμους, από νικηφόρες επαναστάσεις που χάθηκαν και από ποίηση της ήττας. Η μονομανία του αδικαίωτου, όπως βαφτίζεται εν τη διαχρονία η ταξικότητα που βγάζει φλύκταινες, έχει παραγίνει. Ο εθνικός μαζοχισμός μας, σπάει κάκαλα. Όχι κόκκαλα. Από τα κόκκαλα βγαίνει η ελευθερία.

    Οι έπαινοι των Βαβαρών και άλλων «συμμάχων» είναι για τα πανηγύρια.

    Και ρωτάω, για εκατοστή φορά: πώς θα ονομάζομαι εγώ;

    Δηλαδή, ο παππούς μου γεννήθηκε στα Στύβερα και ήτο βέρος Πελαγών, ή μήπως χάλευε στα μέρη της Δασσαρητίας; Και η γιαγιά μου ήταν από το γένος των Αιθίκων και των Ατιντάνων, με ολίγη σάλτσα από Αζώριον;

    Κι εγώ δε γεννήθηκα στη Σαλονίκη, αλλά σε μαχαλά ονόματι Αλία, κοντά στον τριακονταστάτη περί το ιερό του αγίου Φαντίνου, ε κουτάβια;

    Ωραίες συμφωνίες κάματε, μα τον άγιον. Γελαδερά κοτσίφια.

  • Και η οδός της απωλείας έχει μονοδρομηθεί

    Το εσωτερικό μέτωπο

    Μια ανοιχτή πόρτα στο ανώγειο ενός τουρκόσπιτου. Ζεστά πρωτοβρόχια του 1948. Κάθομαι ήσυχος σε ένα γυμνό δωμάτιο (μυρίζει η καναζίνα στο πάτωμα) βλέπω το φύλλωμα μιάς αγριομουριάς και παίζω ήσυχα με κάτι ξύλινες χρωματιστές μπάλες,περασμένες με ένα σύρμα μπροστά μου. Κάθομαι σε ένα βρεφικό σκαμνάκι,μπορώ να μπουσουλήσω, αλλά εμποδίζομαι από το σύρμα. Η νεότερη γυναίκα που αντιδρά χαμογελαστά όποτε την λέω μαμαμα,λέει το κάθισμά μου καθηκάκι. Συνδυάζω τη φωνή της με ένα ζευγάρι δόντια.

    Παντού στο σπίτι είναι γυναίκες.Μεγάλες, γρηές, δύο. Κάτι ενδιάμεσες.

    Και το παραπέτασμα σκίζεται, η πόρτα σκιάζεται από έναν άνθρωπο άνδρα. Γυαλίζει το κεφάλι του, θυμάμαι τις επωμίδες, κρατάει καπέλο στο χέρι.Έχει κι αυτός δυο σειρές δόντια. Με πλησιάζει. Κλαίω.Είμαι επτά μηνών και δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου. Κλαίω. Εκείνος, μορφάζει με κάτι που τεκμηριώνω ως «γέλιο» και με το μαραφέτι που κρατάει, με φωτογραφίζει. Η φωτογραφία υπάρχει, κι έτσι δεν ξέρω αν αναστηλώνω εμπειρία η ερμηνεύω μεθύστερα το γοερό μου κλάμα.

    Υπάρχει μια λέξη στον αέρα. Μεντιχία. Ετσι λένε μια γρηά που κυκλοφορεί, αλλά δεν θυμάμαι τα δόντια της. Είναι η νοικοκυρά. Η Μεντιχία δεν είναι δική μου. Δεν είμαι δικός της. Εκείνες τις μέρες βρέθηκα να μπουσουλάω και είδα πρώτη φορά τις ξύλινες σκάλες. Η μαμαμα ήταν στην κάτω πόρτα. Μακρυά μαλλιά, αδύνατη, μεσάτο φόρεμα. Δεν με πρόλαβε. Κουτρουβάλησα και βρέθηκα στην αγκαλιά της, στο ισόγειο.

    Άλλη εικόνα. Αργότερα. Μιλάω, καταλαβαίνω. Ο πατέρας μου κάθεται με τη μάνα μου στο τραπέζι, είναι με στολή και μιλάνε για έναν Βίκτωρ. Έτσι ο Βίκτωρ, αλλοιώς ο Βίκτωρ. Κάθομαι στο πομπέ ντιβάνι και γκρινιάζω.Ο πατέρας μου σηκώνεται και έρχεται καταπάνω μου, νομίζω εχθρικά. Οταν ορθώνεται τεράστιος κοντά μου, συνοφρυώνομαι και του λέω : θηρίος είμαι!  Το απειλητικό σώμα αναλύεται χαλαρά, το πρόσωπό του φωτίζεται, δείχνει όλα του τα δόντια, γελάει,γυρνάει στη μάνα μου, της λέει Βαγγελιώ είπε θηρίος είναι! Προσλαμβάνω κάτι δυνατό: αν ποτέ απειληθώ, από μέσα μου να βγάζω λόγια που χαλαρώνουν τους κακούς. Θηρίος είμαι διότι.

    Η χρήση λέξεων ήταν έκτοτε μεγάλη δραπέτευση από τον πόνο. Έμαθα ότι έπρεπε να είναι έμμεσος ή ρυθμικός. Αν έλεγα κουλάτηκα πάλε με τσοτσό, δηλαδή επί των ώμων σου πατέλα, δεν το έπραττε. Αν έδειχνα το καλντερίμι και του έλεγα κακός βόμος (κακός δρόμος) γελούσε και με ζαλώνονταν με υπερηφάνεια.(*)

    Πέρασε αυτό. Άρχισα να μιλάω σχολικά ελληνικά, καθώς οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι. Αλλά ο μπαμπάς τραγουδούσε ρώσικα και μιλούσε με την μάνα του και τους συγγενείς του ποντιακά. Ακόμη και η μάνα μου, κρατούσε περήφανη ιδιωματικά σαλονικιώτικα, αλλά και γαλλικά του στυλ αλεβουζάν και σιλάνς, χώρια τα ακατάληπτα που αντάλλαζε με τη μοδίστρα που έπαιρνε στο σπίτι. Περόνι ήταν το πειρούνι και χασαπιό το χασάπικο. Αλλάζοντας γειτονιές, παρέες παιδιών και γείτονες, έμαθα πως αλλιώς τα έλεγαν στην εκκλησία, αμετάφραστα, πως οι θρακιώτες ήταν όλο μαρή και αγιού, και δεν έλεγαν «τις» αλλά τση. Με τα παιδιά στο δρόμο, λέγαμε στακαμάν. Και από το ραδιόφωνο, η γλώσσα ήταν χωρισμένη στα δύο. Αλλιώς η αναμετάδοση της μπάλας, αλλιώς το δελτίο ειδήσεων. Κι έτσι και γύριζα το κουμπί του ραδιοφώνου, ήμουν στη βαβέλ, αυτοπροσώπως.

    Καμιά γιαγιά μου δεν καταλάβαινα. Η κονα Λέγκω συνήθιζε το χαμένο πατσίδι και το σκλι μαύρο, και άπαξ το ουί κατσάο, η Αφέντρα, πιο αυστηρή, μόνο ποντιακά.

    Να συνυπολογίσετε πως αυτά έγιναν πιο δραματικά όταν, αρχή νηπιαγωγείου, λείποντας η γελαστή κυρία Κατίνα, η κυρία Πουλχερία που την αναπλήρωνε, πήρε από το αριστερό μου χέρι την κηρομπογιά που ζωγράφιζα και αβρά την έβαλε στο δεξί. Γύρισα σπίτι καραμπινάτος τραυλός.

    Ο μόνος τρόπος που μου απόμεινε να μιλάω, ήταν η λυτρωτική καθαρεύουσα. Κι όταν έπαθα ανεμοβλογιά, καράφλιασα τον γιατρό κύριο Κανδυλάκη που με ρώτησε πώς είμαι και τον έστειλα, τετράχρονος, στον θαυμασμό, απαντώντας του ιατρέ, έχω τάσιν προς έμετον.

     Αρκετά με την ηλικία της γλαυκής θύμησης.

    Εμείς και οι άλλοι

     Ας πάμε τώρα στα χρόνια της δήθεν γνώσης και της τάχα επίγνωσης. Είχα την τύχη (μόνον τύχη την θεωρώ) να μεγαλώσω σε ένα μικτό περιβάλλον. Μπορεί να μην υπήρχαν πλέον κοινότητες Οθωμανών, Αρμενίων ή Εβραίων, αλλά η πόλη των Γιαννιτσών, κατοικούνταν από εντόπιους, στο Βαρόσι τους, από μετοίκους από Ανατολική Ρωμυλία και Ανατολική Θράκη, από Πόντιους όλων των μιλετιών, Καππαδόκες στην περίμετρο και Σαρακατσαναίους εκεί που τους βόλευε.

    Υπήρχαν και λίγοι Κρητικοί εξόριστοι από το νησί τους, κατηγορούμενοι για ζωοκλοπές. Υπήρχε επίσης αποδημία από άλλες πόλεις της χώρας, ενώ οι υπάλληλοι και του Δημοσίου, αποτελούσαν την σχετικά σπάνια μειοψηφία αυτών που είχαν σταθερό μισθό.  Στρατιωτικοί αρκετοί και παροδικοί, ενώ οι Αμερικάνοι που φύλαγαν ένα πυρηνικό ναρκοπέδιο, μας ήταν γνωστοί αλλά αφανείς, καθώς τους προσεγγίζαμε για μικροσυναλλαγές, τίποτε παλμάλ και κάμελ, άντε και κανένα τζιβιτζιλίδικο σουγιαδάκι.

    Ένα ιδιωτικό κι ένα δημόσιο Γυμνάσιο, έξι δημοτικά που συστεγάζονταν αρχικά σε τρία κτίσματα, ενώ εκτός από ορθόδοξους χριστιανούς, υπήρχαν προτεστάντες και ουνίτες. Οι κάτοικοι του «Συνοικισμού» δεν δίσταζαν να λέγονται και βουλγαροπρόσφυγες, ενώ οι εντόπιοι, στα χρόνια μου, ξεχώριζαν επειδή εξαφάνιζαν το τελικό «ν» πρίν από τα χειλικά και τα οδοντικά (έλεγαν «τη πόρτα» και «τη θήβα», σπανιότερα «τη Τήβα») κι ως εκεί. Στο παμπάλαιο παζάρι της Πέμπτης, που ο Εβλιά το καταγράφει της Τετάρτης, κατέβαιναν από τα γύρω χωριά για ψώνια, ενώ άπαξ του έτους δούλευε ζωοπανήγυρη και μεγάλο πανηγύρι με ατραξιόν, κάθε Σεπτέμβριο.

    Η συνύπαρξη ήταν αληθής, αλλά και ευδιάκριτες οι χαώδεις διακρίσεις, τουλάχιστον οι οικονομικές. Ο αληθής ρατσισμός δεν ήταν για τα μιλέτια και την καταγωγή, αλλά για το οικονομικό στάτους. Θυμάμαι που με πήρε ο πατέρας μου να συμπληρώνω στατιστικά δελτία στην απογραφή του 1961 και όλη η πλαγιά, από το Τρίτο δημοτικό έως την Κηφισιά και η κατηφοριά έως τον δρόμο για το Όμπαρ, ήταν μια λεπτή ευπρόσωπη γραμμή γύρω από τον Αη Γιώργη και στην ψύχα της δεν υπήρχε μήτε για δείγμα τουαλέτα (εξόν κάτι υπαίθριες με ένα παραπέτο από τσουβάλι-τα παιδιά αφόδευαν έξω) νερό και πόρτα σε φτωχικό που δεν μπορούσες να την περάσεις όρθιος.  Οι βώλοι των παιχνιδιών ήταν χωμάτινοι και η ξυπολησιά γενική. Θυμάμαι τις εξαιρέσεις, μία-μία.

    Ο ρατσισμός των πλουσιόπαιδων ήταν εκνευριστικός και καθόλου σπάνιος. Δεν ήταν πρωτοφανές να ακουστεί σε έναν σχολικό καβγά το «είσαι φτωχός και βρώμικος και δεν σου μιλάω» που μόνο του όριο ήταν το βαρύ χέρι του φτωχού και βρώμικου.  Ήταν και η ειδική περιποίηση μερικών δασκάλων σε γόνους εύπορης οικογένειας. Αλλά τόσο στο Γυμνάσιο, όσο και στα Αγγλικά που μαζευόμασταν όλων των φυλών οι πλάνητες, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος διαχωρισμός. Περισσότερο ήταν μια διερευνητική προσέγγιση. Αλλά κάθε γειτονιά και οι αρετές της. Οι εκ Καππαδοκών, ήταν και οι πρώτοι μπαλαδόροι. Εντόπιοι και πρόσφυγες ήταν ικανότατοι στο σκάκι. Και οι μη αμφιλεγόμενες ικανότητες, αναγνωρίζονταν γενικά, στην αυλή και στην τάξη.

    Η εχθρότητα

     Η εχθρότητα ερχόταν πεντακάθαρα από τον φεγγίτη. Ήταν τα γνωμικά, τα συνθήματα, ο κόσμος των μεγάλων, ό,τι έπιανε το αφτί από τα καφενεία καθώς περνούσαμε, τα εμβατήρια του στρατού και οι έκφρονες εξομολογήσεις μεθυσμένων έξω από το καφενείο «ο κάτω κόσμος», τα διαβούλια των ταγών της πόλης ποιον θα ψηφίσουνε και ποιον θα περιλάβουν στο συνδυασμό, ήταν η συχνά φωταγωγημένη λέσχη αξιωματικών και οι καθηγητές που έψαχναν στην βόλτα αυτούς που έμοιαζαν βγαλμένοι από ακατάλληλο έργο, η βοή της γειτονιάς όταν έπιαναν τη φιλημένη να επιστρέφει με σκυμμένο κεφάλι στο σπίτι της, το χέρι που έβαζαν κάτι σαλιασμένοι σε παιδιά και δεν καταπίνονταν με τίποτε, το βλέμμα του περιπτερά όταν ζητούσες μέντες να μασήσεις για να μη βρωμάς τσιγάρο γύρω από τη σόμπα της οικογένειεας, ήταν η ζωστήρα και τα επίθετα για το ποιος είναι τι, εκεί η λέξη «βούλγαρος», το σημαίνον και το σημαινόμενο της εθνικοφροσύνης που ποτέ να απέκλειε την έλλογη αλητεία και η λέξη που άρχιζε να φοβίζει όλο και περισσότερο και ήταν η άδολη «χίπης».

     Κατακλείδα

     Το μόνο που έμαθα από την ζωή, είναι να μη μένω στις επικεφαλίδες του Δείμου και του Φόβου. Κανέναν φίλο δεν προσέλαβα και καμιά φάτσα δεν έκρινα μετρώντας τα οικογενειακά και τα πολιτικά του. Όλους τους άκουγα και πάντα τους στήριζα, καθώς είχαν περάσει τον  πήχυ που έθετα, έστω και κάτω του.  Ήθελα να παράγουν άδολο γέλιο, να μη γελάν αθέλητα στον τραυλισμό μου, να γίνονται όσο τους έπαιρνε σαρκαστικοί. Με αυτόν τον χαρακτήρα άνοιξα την τζαμαρία και δραπέτευσα στο Άγνωστο που πεισματικά το θεωρούσα άγνωστο κι ας μου το έκαναν νιανιά. Τόσες εκατοντάδες λέξεις χαράμισα και πουθενά δεν κατάφερα να νοιώσω ως κάτι δικό μου την Πολιτική, τις Εθνοεπινοήσεις, «την ανόητη προσήλωση στα βουνά», την υποταγή σε πλατφόρμες, ταμπέλες και κεκτημένα. Εννοώ πως διαμορφώθηκα μέσα από άλλων πρόσωπα, και δεν υπήρχε τότε πουθενά διαφορά από τον «φρονείν». Τα άκρα για μένα υπήρχαν πάντοτε κεκυρτωμένα προς εαυτά, βραχιολάκια με επινοημένες ιδέες που ποτέ δεν οδηγούσαν στο άπειρο. Γι’ αυτό και όταν σφίγγουν τα πράγματα, δεν έχω καμία απολύτως τάση να αποφύγω την πνιγμονή τους.  Φτιάχτηκα υπέρ και εξαιτίας των άλλων, με motto τον Άρη Αλεξάνδρου: από διαλεκτική το μάθαμε καλά, όλα είναι περιβάλλον. Κανέναν δεν εκτιμώ λιγότερο επειδή φρονεί τα ενάντια και δεν πρόκειται τώρα, στον απίστευτα ελκυστικό πυλώνα της τρίτης ηλικίας, να χρησιμοποιήσω το κουτί με τους πάλλοντες, κρυμμένους μέσα του, κεραυνούς.

     

    (*) ‘Εως αυτό το σημείο, είχα φτάσει το παρόν κείμενο στο μακρινό 2007. Το συνέχισα σήμερα.

  • Θα ξανάρθεις, δε μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθεις…

    Θα γυρίσει, ω αναίσχυντοι τακτικιστές, ο τροχός και θα υποφέρουμε όλοι. Αυτό που θα απομείνει θα είναι οι πιο αποκρουστικές μορφές της Πατρίδας, της Θρησκείας ,της Οικογένειας. Χωρίς καν την παραμυθία ή την φρεναπάτη μιας «άλλης» εκδοχής της Πολιτικής:

    μήτε «δυο κόσμοι», μήτε «παραπέτασμα», μήτε «ψυχρός πόλεμος». Από το κάδρο του μέλλοντος θα λείπουν όλοι οι δυισμοί. Αυτοί που θα διαφωνούν, δεν θα θεωρούνται μεγάλοι αντίπαλοι που θέλουν να επιβάλουν το δικό τους Σύστημα.

    Θα είναι απλά Κίλικες πειρατές στις κατάφρακτες πλωτές γκουμούτσες του Πομπηίου, Πάρθοι τρελούμπαλοι, χαιράμενοι μόνον αν λυώσουνε τον Κράσσο, Πέρσες ετοιμόρροποι, που θα τους φορτώνουν κάθε τόξευση εναντίον του Ιουλιανού.

    Δεκάδες φορές από την παλιγγενεσία, μας έθεταν όρια και προδιαγραφές για την ζωή μας, κι όταν παρακούγαμε μας εγάμουνε στους αποκλεισμούς, στα πρόστιμα και στα δανεικά που ποτέ δεν ήταν αγύριστα.

    Και τώρα, μην έχετε καμιά αμφιβολία πως οι εμπνευστές του σημερινού καταντήματος έχουν σχεδιάσει μια διέξοδο, αλλά δεν πρόκειται να την υποστηρίξουν όσο παραμένουμε άτακτοι και δίβουλοι.

    Οι ιδεολογικές διαφορές και τα άλλα πρωτοσέλιδα, ας καταναλωθούν από τους εύπιστους.

    Όταν βρεθούμε στο αμήν και θα χρειάζονται κι άλλες ενέσεις μετρητών, ιδού, ως ίππος χλωρός θα βγει (όχι γρήγορα, αλλά σε λίγα χρόνια) ένα μεγάλο (από χρυσαυγίτικο έως τριεψιλίτικο) ποσοστό σε εκλογές, και όλοι μαζί, «ανήσυχοι» για το μέλλον της Δημοκρατίας, θα συσπειρωθούμε πίσω από κάποιο στιχάκι ποιητή, θεωρώντας τον πολιτικό κόσμο όλων των φασμάτων ελπιδοφόρους και πως κακώς τους πτύαμε, οι ανάλγητοι.

  • Η τράτα μας η κουρελού

    H στροφή στο Κέντρο του Σύριζα, έχει ένα αφανές μειονέκτημα, μια κήλη: σε αντίθεση με τους Καμμενιστές, είναι ένας χώρος αμφίβολος, πίττα στην απάτη και στο συμφέρον. Η κυβέρνηση θα αρχίζει να μοιάζει με τράτα που σηκώνει από τον βυθό αποικίες από δράκαινες, και μερικές σμέρνες.

    Φαίνεται πως απομακρύνεται η ελπίδα μια έστω τσουρούτικης κυβερνητικής νίκης, αλλά καίει το λυχνάρι μιας ευπρεπούς ήττας που έχει ημερομηνία λήξεως. Τα μόμολα που προσχωρούν σε αυτόν τον ιδεασμό, είναι καθαρόαιμοι ΓΑΠικοί και μερικές Καραμανλικές τσούχτρες που δεν εκτίθενται πάντως.

    Τελευταία ειδοποίηση: κανέναν δεν ακούνε οι επίδοξοι νικητές και οι μελλοντικοί συμπράττοντες. Επιμένουν να ξύνονται στη γκλίτσα του τσομπάνη. Εννοώ ότι αφήνεται χώρος στους δυνητικούς ψηφοφόρους τους να σκέφτονται εναλλακτική συμπεριφορά στις κάλπες.

    Eκτός κι αν ξέρουν τη μοίρα τους, ή έχουν παραφρονήσει. Πάντως με Κυριάκο και Φώφη, αυγά δεν βάφονται.

    Ο κόσμος είναι απλός και δεν δαγκώνει πλέον ψηφοδέλτια, ξυπνοπούλια μου!

  • Γιάνης per diem

    Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις…

    Δεν είναι η πρώτη φορά που εορτάζουμε τα επιφάνια του Γιάνη Βαρουφάκη. Και δεν θα είναι η τελευταία.

    Αστόχαστοι μάντεις δεν είναι πρωτοφανέρωτοι στην Ιστορία. Κι ανακαλύπτονται συνεχώς, ευρηματικοί, τραυλής συνείδησης, λαμπροί ταχυδακτυλουργοί στο υδαρές περιβάλλον των νεφών. Εδώ εσχάτως μπέρδεψαν τον Απολλώνιο Τυανέα με τον Ναζωραίο. Και μάγοι Σίμωνες έως τον έσχατο που αναφέρει ο Λουκιανός, άρχισαν να σημαδεύουν τον μεσαίωνα και το μπαρόκκο, ώσπου επινοήθηκαν οι φιλόσοφοι μετά το Ροκοκό και απέκτησαν ισχύ οι προρρήσεις τους.

    Στα δικά μας μέρη, μετά τον Άνθρακα και τους Όμφακες της Κρίσης, άρχισαν να διαδίδονται προφητείες, αλλά και απόψεις οικονομικών προφητών. Όσο η Πολιτική άρχισε να φλερτάρει με ες μικρόν γενναίους διαχειριστές, όλο και κάποιος οικονομολόγος, θα ανέπτυσσε κάποια θεωρία δραπέτευσης, με κύριο γνώρισμα πως ευαγγελίζονταν μια φαινομενικώς απλή και δραστική λύση, που παρέμενε δημοφιλής.

    Αυτά, στην αρχή μου θύμιζαν τις πρώτες αντιδράσεις μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, με κορυφή της πυραμίδας έναν παλιό αγωνιστή του αντάρτικου, που ακούγοντας από τον υγιό του μια περιγραφή γεγονότων μιας αναστροφής Ιδεών και Ηγετών, είπε στο βλαστάρι του:

    Μη τα πιστεύεις παιδάκι μου, βίντεο είναι.

    Σίμων ο νεότερος

    Αλλά αυτά υποφωτίστηκαν και αδυνάτισαν όταν γεννήθηκε, οργανωμένος και πιεστικά απλοποιητικός,  ο λόγος και η εικόνα του Γιάνη Βαρουφάκη. Η εικόνα ενός ρομαντικού οραματιστή, συχνά στον επίκεντρο τοπίων και πειστικής φωνής, άρχισε να κυκλοφορεί.

    Η τεχνική, κατά τα ειωθότα: τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Η κρίση είναι μανδύας σήψης. Έντρομα πλήθη γραφειοκρατών που δεν καταλαβαίνουν πως η Εξέλιξη απέκτησε κυνόδοντες, μας παρασέρνουν σε νενέδικη απάθεια, καταγέλαστη. Και πολλά ηχηρά παρόμοια.

    Δεν είχε Βίβλο, δεν είχε παρά επιχειρήματα, προσεκτικά σκιασμένα από την ευγλωττία του. Αντί μιας Βίβλου, έσειε το Όργανον. Ήταν ακριβώς η Θεωρία των Παιγνίων.

    Βίβλος salutaris.

    Εμείς, οι ξερόλες βογόμιλοι του Συστήματος, την ξέραμε από ένα βιβλίο του Κώστα Φιλίνη που κυκλοφόρησε το 1972. Εμένα ,από τότε μου φάνηκε τυπικό εξάρτημα φιλοσόφων που μαγεύονταν κάθε τόσο από την πρόοδο των θετικών επιστημών. Αφθονούν τα σχετικά έργα. Μόνον που ως άποικος στη χώρα μου από δύο προσφυγιές, καταλάβαινα πως η ψύχα του ήταν ένα εκλεπτυσμένα δυσνόητο ανατολίτικο παζάρι. Επιτέλους, έφευγε από το Αλ Χαλίλι και το Καπαλί Τσαρσί και έμπαινε στα ιδεολογικά σαλόνια. Τα ίδια είχε πάθει και το μπουζούκι νωρίτερα, χάρη σε εύκαμπτους δεξιοτέχνες.

    Αλλά η μοίρα τα ήθελε αλλιώτικα και καθόλου πασαλιμανιώτικα.

    Η Νήσος

    Ήταν μία νήσος, κέντρο-απόκεντρο, η Αίγινα. Με την Αφαία και την Παλιοχώρα της, με αγωνιστές του 21 και δημιουργούς που αναπαύονταν ή περιοδικώς την εχαίροντο. Και είχαν δεύτερο χανέ εκεί πολλοί της πρωτευούσης, διότι «βόλευε».Συνήθως σαββατοκύριακοι.

    Σε μια από τις παρέες, μέσω ταβέρνας ή κάποιας σύστασης, ως Απόστολος των Παιγνίων ήρθε ωσάν τον λευκοντυμένο εμίρη που έστελνε ο Γαζή Εβρενός να χτυπήσει την σιδερωμένη πύλη ενός κάστρου, εξαιτώντας από τους κουλαΐτες να διαλέξουν μεταξύ σφαγής και μακαριστής ειρήνης, ο Γιανης Βαρουφάκης.  Το χιούμορ και η σαγήνη του ευτύχησαν ανάμεσα στην ποικιλία των δειπνοσοφιστών που σκόπευαν να αναλάβουν την Σύγκλητο. Φαντάζομαι πως  ένα καλοκαίρι έφτασε για να αποκτήσουν εκείνο το κράμα γοητείας και δυσπιστίας που κανοναρχεί εξαπανέκαθεν την ποικιλώνυμη Αναθεώρηση με τα επτά της τέκνα (Εσώτοι, Βουπανελλαδικοί, Μπανιάδες, συνιστώσιοι, ντεκαβλέ γκρούπες, εδαΐτες, αρνητές του Κουβέλη) Αν ήταν ανάμεσά τους ένας κομμουνισταράς, θα του έδιναν κουπόνια και θα τον τάραζαν στις αφισσοκολλήσεις, αλλά πού!

    H επί της Νήσου πειθώ

    Η Διδασκαλία του, ηδυσμένη από φανταχτερές αναπόδεικτες ειδήσεις, απ΄αυτές που φτιάχνονται για να χαϊδεύουν αφτιά. Ο Καίσαρ δεν υπάρχει. Μόνον το σκιάχτρο του. Ο Κάσκας και ο Κάσσιος τσίμπησαν. Ο Σόιμπλε και το μάζωμα που συγκέντρωσε ως μπάζο στα Όργανα της Ρώμης, ήταν μοιχεπιβάτες, δουλέμποροι και σορτάκηδες. Ό,τι και να τον ρωτούσαν, είχε απάντηση που γλύκαινε τις ψυχές τους. Οι έξυπνοι σκέφτηκαν να τον «αξιοποιήσουν», τα χαϊβάνια πονηρεύτηκαν και σκέφτηκαν πως μπορούσαν να καταλάβουν την Εξουσία μέσω της Άλωσης του Νομισματοκοπείου. Τα άλλα ,τα άφηναν στη διάκρισή του.

    Όχι εξουσία! Τσουσία!

    Και άρχισαν τα όργανα με τον κύριο Γιάνη στη θέση του Κολμπέρ. Ήταν να πάρει κάτι λεφτά, δεν τα θέλησε. Φόρεσε ρούχα που θα ενοχλούσαν τον Σελευκίδη, αλλά μετά την υποδοχή έξω από την Ντάουνινγκ Στρητ,  η Ελλάς ανακάλυψε πως ο υπουργός ήταν κοντός. Έλεγε πως κατέγραφε τις συζητήσεις. Τσακώθηκε με τον Ντάισελ Μπλόεμ, δημοσίως. Φύλαγε για τον Σόιμπλε εκφράσεις πόθου και αηδίας. Και απαξιώθηκε τάχιστα. Ίσως επειδή το αντίτυπο της Θεωρίας των Παιγνίων δεν είχε το απαραίτητο παράρτημά «Το Βατερλώ των γελοίων»

    Σκάη, σήμερα.

    Τον είδα σήμερα στον Σκάη που μηχανικά μαζεύει όλην την «αντίσταση» καθώς δεν πήρε χαμπάρι τις ανέκκλητες συγκλίσεις που μας ετοιμάζουνε. Είπε αρκετές φορές «τα γράφω αυτά στο βιβλίο μου, τι με ρωτάτε;»

    Άρχισα, ως αρχαίος βογόμιλος, να τον συμπονώ, καθώς το δέρμα της κεφαλής του μου φάνηκε υπερβολικά διαφανές.

    Και θυμήθηκα τον περασμένον αιώνα που μου παραπονέθηκε ένας πολιτιστικάριος ευρέος φάσματος και μονού κύτους, καθώς ασκούσα την τέχνη της λογαριαστικής:

    «Καταλαβαίνω τις μεγάλες παραγωγές, τα γνωστά ονόματα, τις δαπάνες φιλοξενίας. Αυτός ο κερατάς ο Per Diem, τι ακριβώς μας έκανε και τον πληρώνουμε τόσες φορές;»

    «Με λένε Γιάνη και δεν έχω τίποτε δικό μου» θα του απαντούσα σήμερα.

  • Η τέχνη και το χρήμα

    Ήρωες: Κουρμπέ, ζωγράφος. Bouyas, μαικήνας. Calas, βαλές του. Ένας σκύλος. 1854.

  • Ακόμη και τα ελικοφόρα βγάζουνε δουλειά…

    …και η αναθεώρηση του Συντάγματος, δουλειά είναι, δεν είναι ντροπή. Μπορεί να αφήσατε την νανοτεχνολογία στις επιγονατίδες και την ρομποτική σε κάτι επιστολές χατζηαβατισμού έξι αδέσμευτων και ελεύθερων πνευμάτων, αλλά υπάρχουν τρεις φάουσες, τρία κακά της μοίρας μας που πρέπει να αφήσουμε να δραπετεύσουν στη Βαλχάλλα του μελλοντικού συγγραφέα που θα συντάξει την πραγματεία «πως επιβιώσατε με τέτοιο σύνταγμα και άλλες θηριωδίες».

    Η επιστροφή των βουλευτών στον πραγματικό βίο, μια εκλογή Προέδρου που δεν παράγει κατευθυνόμενα αδιέξοδα και η ελευθερία στη Γνώση, αρκούν.

    Δεν τολμώ να εισηγηθώ να περικόψετε κάπως το λογοδιαρροϊκό κείμενο.

    Αλλοιώς, θα παραδοθείτε στην αγνωμοσύνη ενός ρακούν.

    Εξάλλου αυτή η νουθεσία εγράφη για να συμπεριλάβει τη λεξη «ρακούν».

  • Ο χαφιές που μας ακολουθεί

    Η δικτατορία (1967-1974) με βρήκε φοιτητή στο Μαθηματικό Θεσσαλονίκης και με άφησε οκτώ μηνών αρχιτέκτονα. Έζησα με συμφοιτητές που σιωπηλοί παρακολουθούσαν τις παραδόσεις, φυτεμένοι από την Ασφάλεια, που απο μακριά έδειχναν πως ήταν μαθημένοι σε στολές και τα πολιτικά έδειχναν άχαρα επάνω τους. Έζησα και επιτρόπους που είχαν φυτευτεί σε κάθε υπηρεσία, όταν πρωτοέτρεχα για τις πρώτες μελέτες μου και δέχτηκα στο δωμάτιό μου την επίσκεψη ενός αστυνομικού που ήρθε να ελέγξει το οικογενειακό ποιόν μου.

    Αλλ’ ακόμη και σήμερα, πλακώνομαι από το παθητικό, αθόρυβο και φοβισμένο περιβάλλον, που ξοδιάζονταν στις αθλητικές εφημερίδες και οργάνωνε πάρτι στις Απόκριες. Η Χούντα είχε σύστημα με τα πανεπιστήμια. Εξαγόραζε την φοιτητική παρουσία, σβήνοντας τις πολυάριθμες απουσίες από την υποχρεωτική γυμναστική, αρκεί να πήγαινες σε κάποια υποδοχή μεγαλοσχήμονα στην πόλη. Και το σκληρό εξεταστικό σύστημα, το χαλάρωνε, επινοώντας την «μεταφορά μεταφερομένου μαθήματος» που επέτρεπε να το περνάς έως και λίγες ημέρες πριν τη διπλωματική.

    Bέβαια, η νεότητα και οι συμπάθειες που γίνονταν εύκολα από πιο τολμηρούς συναδέλφους, μέτρησαν εντέλει και γρήγορα συμπήξαμε ομάδες φίλων, όχι υποχρεωτικά ομοϊδεατών, και μάθαμε τα κατατόπια που άνοιγε η τόλμη και η εγκαρδιότητα.

    Αλλά αυτή η σχετικά περίκλειστη κοινωνία από φοιτητές που έπιαναν μεν τα απειλητικά βλέμματα, αλλά ήταν ανίκανη να ξεχωρίσει έναν χαφιέ, μας έμαθαν σε μια μηχανική αντιμετώπιση των «αντιπάλων» από προφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά (όπως το κούρεμα, το καθαρό από τρίχες σβέρκο ή παντελόνι καλοσιδερωμένο  που δεν ταίριαζε με το «εξεγερτικό» τζάκετ) αλλά γρήγορα, διαρροές και προσκλήσεις στην Ασφάλεια, μας οδήγησαν να ψυλλιαζόμαστε και εγκάρδια παιδιά που φορούσαν όλην  την χίππικη αρματωσιά, αλλά είχαν μερικές δυσκολίες στις πολιτικές ορολογίες και άλλα, πλάγια συναφή.

    Βέβαια, το ποτάμι έτρεχε και δεν μας πολυενδιέφεραν οι παραπόταμοι με τα απόβλητα.  Στην αρχή, απομονώσαμε τις λεγόμενες «ταπετσαρίες» δηλαδή νεαρούς που έχασκαν ή έδειχναν πως έχασκαν από τις σοφίες που ξερνούσαμε σε διάφορα στέκια. Και μετά, πάψαμε να ασχολούμαστε. Ήδη οι μεταξύ μας πολιτικές διαφορές, έκαναν εύκολες τις απαξιωτικές προτάσεις ανάμεσά μας, καθώς οι νεολαίες απέκτησαν σάρκα και οστά, από τουλάχιστον πέντε σημαντικές σε ένταση και αριθμό παρέες του Πολυτεχνείου με τον δικό τους προσανατολισμό η καθεμιά. Οι επιπτώσεις της διάσπασης του 1968, γρήγορα έγιναν έως και δραματικές. Επί τουλάχιστον πέντε χρόνια, δεν θυμάμαι να μίλησα με νεολαίο δεξιό, ή έστω κεντρώο. Μερικές φορές που έδειχναν κάποιον από μακριά, κι έως εκεί.

    Τελικά, έμαθα ποιος ήταν ο προσωπικός μου χαφιές, με τελεσίδικα ακριβή τρόπο. Δεν προέρχονταν από τους χώρους που γνώρισα. Ήταν φίλος γκαρδιακός. Αλλά τότε κατάλαβα πως  αυτά τα θέματα δεν αποκτούν ποτέ δικαίωση. Ήταν πια Μεταπολίτευση και ελάχιστοι υπέφεραν ως χουντικοί και πολύ σπάνια αποκλείστηκαν από παρέες, επαγγέλματα ή σταδιοδρομίες. Δεν είχα τίποτε να καταγγείλω για κανέναν, απλώς κατά καιρούς μελαγχολούσα. Οι δημόσιοι και κατά μόνας τσακωμοί μου είναι σπανιότατοι και δεν θέλω καθόλου να καυγαδίζω.

    Σας γράφω για ένα ήσσον ζήτημα, που από καιρό έχει ξεχαστεί. Σήμερα δεν υπάρχουν χαφιέδες σε ανθρώπινο επίπεδο. Ευτυχώς η τεχνολογία τους έχει ακυρώσει. Και λείπει πλέον η δερματική έκφρασις του φόβου και της ενόχλησης, αφού το ρουφιανεύειν είναι βιομηχανοποιημένο.