Author: Πετεφρής

  • Τραυλά, ανήξερα σώματα

    Το θρυλικό «ξύπνημα της εφηβείας» ήταν μια συγκεχυμένη περίοδος διαδόσεων, πεποιθήσεων και εσωτερικής ταραχής, στικτή από λανθασμένες εκτιμήσεις για την λιβιδώ και την συμπεριφορά μας.

    Μας «ξυπνούσαν» συνήθως οι μεγαλύτεροι της τσακαλοπαρέας, από την κατηγορία των «εξωσχολικών», φουμαδόροι από τα δέκα τους χρόνια και χαρακτηρισμένοι «αλήτες». Συγκεντρώσεις στο παραγκάκι από ξυλοτέξ απέναντι από τις σκάλες του σπιτιού του Μπίλη, κολλητά στο σπίτι του Ψαρρή.

    Υπήρχε και άλλο στέκι, στην κεφάλωση της κατηφοριάς που έβγαινε στο σπίτι του Ζεγγίνη. Πάντα το βράδι. Εκεί, μας έδειχναν την τροχιά του δορυφόρου που μετέφερε (ήδη ψημμένη) την Λάικα. Και την Μεγάλη Άρκτο.

    Οι γονείς και η γειτονιά, πίστευαν ότι παίζαμε μονομανώς «μπαμ»,που διέφερε από το κρυφτό και τους «κλέφτες και αστυνόμους» στο ότι αν πιάναμε τους αντιπάλους κρυμμένους, ανακράζαμε «μπαμ» και έφευγαν από το παιχνίδι. Δεν υπήρχαν τα «σε είδα» και να φτύνουμε την κολόνα όπου «τα φυλάγαμε». Τελειώνοντας ο Αγώνας, έπρεπε να σταθούμε κάπου, να ξεϊδρώσουμε. Ήταν μέτρο αποφυγής της σπιτικής ρουμπατσίνας. Στο παραγκάκι λοιπόν ή στου Ζεγγίνη απ΄ έξω, γινόταν η στεγανοποίηση. Άρα το ρίχναμε στα εγκυκλοπαιδικά.

    Εκεί έμαθα τα πολλά από τις ιστορίες των μεγάλων της τσακαλαρίας. Καυχιότανε που αντάμωναν τον Τσικλιντάν και τον ξεβράκωναν «επειδή ήταν γυναίκα». Άλλος παινεύονταν πόσες κασίδες πρόσθεσαν στον Γιάννη τον Σλιάκατα και πόσες πέτρες αλλού. Αυτόν που μονολογούσε το ακατάληπτο «κεπατρί, κεμακώ, βουζαβέ, σαγαπώ, σαγαπώ».

    Στα θεωρητικά μαθήματα, ήταν οι πληροφορίες για τις γυναίκες ή τους γυναίκες. Κανένας τους δεν θύμωνε αν κάποιος τον έλεγε «μπινέ» ενώ χυνόταν αίμα αν του έλεγαν πως «τον έπαιρνε».

    Όταν δυσφορούσαμε και δεν εκτελούσαμε μιαν αγγαρεία απ΄αυτές που μας ζητούσαν, οι μεγάλοι μας παρότρυναν να εκτελέσουμε αμελλητί την εντολή με το τσιτάτο «πρώτα χύσε και μετά κάνει ό,τι θες». Αυτό το χύειν ή το χύσι, ουδέποτε ερμηνεύτηκε. Ήταν μια οραματική μελλονική περίοδος. Κι όταν κάποιος ρώτησε αν χύνουν και τα κορίτσια, κάθησε σε ένα σκαμνί, άνοιξε τα πόδια και ώθησε μια φτέρνα του προς τα αχαμνά του, παλινδρομικώς. «Έτσι χύνουν» εξήγησε.

    Πριν ανοίξει πέταλα και σέπαλα η δεκαετία του 60, το πρόβλημα λύθηκε. Ο πιο λιανός, ο πιο σεμνός συμμαθητής, διέσχισε το πάρκο με το άσπρο άγαλμα, τρέχοντας φρενήρης ουρλιάζοντας, εκεί που αδρανούσαμε στο περίπτερο του γέροντος Ασικέλη, με την ιαχή «Έχυσα! Έχυσα!». Ο σοφότερος των μεγάλων, τον ανέκρινε με στακάτες ερωτήσεις, περιμέναμε εναγωνίως, ώσπου κατέληξε «ναι, έχυσε»

    Ήταν Σεπτέμβριος του 1959 . Όπως έγραψε ο πεφιλημένος μου Frank O Hara Krushchev is coming on the right day!

    Kαι η παρούσα ανάρτηση, αντικαθιστά, όλες τις σκοτεινές γιορτές της σάρκας που άκουσα ή άκουσαν οι φίλοι και οι γνωστοί μου. Για να μη διαπραγματευτώ τον δάσκαλο που άφηνε να κρέμεται μια κλωστή σάλιο από τα φρυγμένα χείλη του, τον απόστρατο και τι έκαμε στον εθελοντή, τα κορίτσια που, μεγάλες κυρίες με παιδιά, έκλαιγαν στην ποδιά της μάνας μου γα το τι τράβηξαν από τον προέχοντα της τότε εκπαιδευτικής κοινότητας, για αμέτρητες εμπειρίες ου φωνητές ,γεμάτος ο κόσμος κι ο ντουνιάς από τέτοιες περιπτώσεις, καθώς η λιβιδώ σπανίως απαιτεί ευθύνη διαχείρισης και προορίζεται να επιβιώνει σε επτασφράγιστα καπακωμένα αποθέματα ομιλημάτων και όταν βγαίνει καμιά φορά στη φόρα, είναι επειδή εκπυρσοκρότησε άκαιρα η πονηρά μια σφαίρα στο μαλακό υπογάστριο της ανθρώπινης τραγωδίας.

  • Ιερή απεύθυνση

    Μπεχτσινάρ

    Κατεβαίνουμε με τον Μιχάλη ως αόμματοι που τύφλωσε ο Τζαίζαρ επειδή ακολουθούσαμε τον υγιό της Ριψιμίας, πριν 1005 χρόνια. Ψαύσαμε την ατμόσφαιρα για ταξί και με έβαλε σε ένα. Αριστερά το ρημαδιό της Βίλκας και οπίσω μας μεταφυσικές υπέρογκες αρχιτεκτονικές και μια γκουμούτσα, κτήριον κυβερνητικό που έμοιαζε με συσσώρευση κλιματιστικών. Ο Ταρίφας ήταν ήδη ναυλωμένος και κάθησα οπίσω. Ήταν λεπτός και λυγερός, άνετος και ευγενής.

    Βαρδάρι

    Η ναυλώτρια μας άφησε στα ριζά του Βαρδάρη και πρόλαβα να σκανάρω το μαγαζί του Κερκύρα, την πλάτη της πρώτης μου πολυκατοικίας, με καφετιές ρίγες , φτιαγμένη για εργαστήρια φασόν. «Από πού να σας πάγω; Καλύτερα κάτω γραμμή» αποφάσισε ο σωφέρης. Πήραμε τον παράδρομο που βγάζει στο Πάνθεον, μεσολαβώντας η Ιταλική επί Μουσολίνι οικοκυρική σχολή, που έγινε μετά Ασφάλεια. Πρόλαβα να σκανάρω την διαγώνιο προς Διοικητήριο εντοπίζοντας στο περίπου το τέως Σαραπείον και λοξώς την κατοικία του Ευστρατίου Πελτέκη, που εγύριζε την πόλη και τα προάστεια, «αβρακώς, αφανελώς, ακαλτσώς» χειμώνα καλοκαίρι γράφοντας ποίηση.

    Δωδεκανήσου-Λιμάνι

    Ήμεσθεν μόνοι και βαριόμασταν, άρα ευκαιρία για σχολιασμό. Η οδός ήταν βάσει των πινακίδων, τεσσάρων λωρίδων, με μαύρα βέλη επί κιτρίνου κάμπου, αλλά ουσιαστικά υπήρχε μόνον μισή λωρίδα να διαβείς λόγω παρκαρισμάτων, οπότε οιαδήποτε απεύθυνση πήγαινε στον βρόντο. «Δεν είμαστε λαός» δήλωσε. Κοίταζα την είσοδο της Τροχαίας που κάποτε καταθέταμε πινακίδες. « Είμαστε η σκιά της δόξης μας, και ξέρετε τι φταίει; Η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία» «Εννοείτε το Βυζάντιο;» Αρνήθηκε. «Ποιο Βυζάντιο! Είναι ψέμμα. Το εφηύραν προσφάτως» «Μα το έλεγαν Ρωμανία». «Λάθος. Οι εχθροί των Ελλήνων πρώτα ονόμασαν τους Γέτες Ρουμανία, παρακάτω Ρωμυλία και παρακάτω  εμάς Ρούμελη». Είχα μείνει εκστατικός. «Δεν μπορούμε να επανανοητοδοτούμε τα προφανή» ψέλισσα. Το φανάρι της Τσιμισκή ήταν πράσινο και πλησιάσαμε το λιμάνι.

     

    Από το Μεντιτερανέ έως το ηρώο του Γεωργίου και τον «στέφανο της ζωής»

    Ακολούθησε ένας καταιγισμός απεύθυνσης με αποδέκτη εμένα. Δεξιά η τάλασσα, εμπρός αριστερά αυτός. Άκουσα Ισοκράτη, Ηράκλειτο, τον Πλήθωνα που εκάη το έργον του, και η μυστική πληροφορία πως κατόπιν ερευνών των σπανίων πλέον, Ελλήνων, οι Έλληνες στην αρχαιότητα ήτονε 350 εκατομμύρια πσυχές. Κάθε που ψέλλιζα «μα ο Όμηρος» «μα ο Θουκυδίδης» «μα ο μεσαίων» διέκοπτε τις προτάσεις μου, προτάσσοντας ένα «πφ»: «πφ Θουκυδίδης», κάπως έτσι. Ήταν φλεγόμενος. Συνελόντι ειπείν, υπήρχαν μόνον Μόγγολα, μήτε Τούρκοι μήτε Τρώες, και Δρακονιανοί που εμείς τους ξέρουμε ως Λατίνους και μας ήκλεψαν από το αλφάβητο έως τα τζίτζιλα. Ήταν ένας διαπλανητικός Αγών. Δεν υπήρχαν μήτε Πελασγοί και ο αναφερόμενος σε Βαβυλωνίους ή Προέλληνες ήτο σίχαμα γερμανοτσολιάς.

    Από στροφή Δελφών στα Κυβέλεια

    Ώσπου να με ξεβράσει στο βουλκανιζατέρ, εξεγέρθηκα. Του μίλησα έντονα πως το «μας ψεκάζουν» είναι επινόηση των μογγολοφτυμάτων, πως κατέβηκα στο έβδομο υπόγειο του Βατικανού και η πάσα γνώσις ήτο εκεί και δε μας το λένε, πως ο Καβάφης είχε γιο και οι Τριβαλλοί είχαν ευλογηθεί και κατέληξαν, φουλ στα τσάκρας, ενεργούμενα του  Μελάγχθωνος, προσωπικώς, και ο ίδιος κινδυνεύει σοβαρά από την Αίρεσιν των Τριεψιλιτών. Φωτίστηκε το πρόσωπό του, μου ευχήθηκε σε δική του Ιάδα διάλεκτο, υπομονεύτηκε ώσπου να έβγω σπρώχοντας με το μπαστούνι μου την πίσω πόρτα και του ευχήθηκα καλή συνέχεια σε όλα.

    Βγαίνοντας, ξεθόλωσαν τα μάτια μου και δεν ήμουν πλέον Γκιόραλης.

  • Παλαίφυτος ο έντρομος μιλά

    Όταν είσαι σε καθίζηση και μπατίρης, δεν υπογράφεις μήτε αυτόγραφο.

    Εάν σε πιέζουν οι απέξω, πούλα ό,τι θες, αλλά μην αγοράζεις. Θα σε ρίξουν.

    Μη ψελλίζεις «εκλέξτε με» ή «προτιμήστε με πάλι» διότι καυχιέσαι πως θα «αναθεωρήσεις». Σε δουλεύουν. Ρίξε μια ματιά στην Μέυ, την μαντάμ Κιουρί του ραδιενεργού νέφους.

    Το «μειώνω φόρους και δοσίματα» είναι αναγκαία, αλλά μη ικανή συνθήκη που βγάζει αν όχι στον παράδεισο, αλλά σε έναν ακάλυπτο με σκουπίδια.

    Όταν είσαι χάλια παντοιοτρόπως και δεν έχεις πού να πιαστείς, να εθελοτυφλείς ενώπιον της λαμογιάς και ζήτα μερτικό απ΄αυτήν, για να ξεκινήσεις από κάπου.

    Δεν υπάρχει περίπτωση οι δανειστές να σε αφήσουν να συνέρθεις. Δεν είναι κορόιδα.

    Αγάπα το κελλί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ.

    Παίζε τον αφοσιωμένο μοναχόλυκο και όχι τον κιμπάρη οικογενειάρχη.

    Εκμεταλλεύσου τις ρωγμές των συμφωνιών και όχι το γράμμα τους. Βρες λεφτά ασκώντας το μόνο που σου επιτρέπουν: το αντάρτικο. Μείωνε την αξία των δεσμευμένων, ψάχνοντας υπεραξίες εκεί που δεν έχουν βάλει χέρι.

    Στο χάλι που βρισκόμαστε, η χώρα έχει ενεργοποιήσει πριν πτωχεύσει ολότελα, μερικές σωσίβιες λέμβους, αλλά ο καπετάνιος δεν ξέρει αν τον ακούει το τσούρμο που έταξε να τις κατεβάσουν.

    Και να θυμάστε, πάντα να θυμάστε, πως μια χώρα που εξανεμίζεται, δεν συνέρχεται με νοσταλγίες ή με συνταγές από φαρμακοτρίφτες, αλλά περνάει του λιναριού τα πάθη, ακολουθώντας την αρχαία τακτική: στέλνουμε πολλούς στην ξενητειά, αφήνουμε τον υπόκοσμο να δουλέψει ανεμπόδιστος (παράγοντας ωστόσο πολιτιστικά αγαθά που υποστηρίζουν το αντίθετο)παίζουμε τους κομιλφό και τους υποταγμένους, ώστε τα τέκνα των γκανγκστέρων να ποθήσουν ανδριάντες στους μπαμπάδες τους και να Αλπατσινοποιηθούν.

    Σε δέκα το πολύ χρόνια, κι αφού η έωλος γενεά σβήσει ασύντακτη (χωρίς συντάξεις) πάλι θα βγούμε από τον κήπο με τις νάρκες και ξανά θα στανιάρουμε.

    Εσείς, τα φλομωμένα νιάτα, όχι εμείς.

  • Οδηγίες από την Κρύπτη

    Δεν πιστεύω πως υπάρχει Έλλην μπετόβλακας που να πιστεύει πως κινδυνεύουμε από τα Σκόπια.

    Απλώς, η Συμφωνία, η Ανεπίληπτη και Διπλωματικώς Αλέκιαστη, δημιούργησε ένα ραδιοφάρο σε αυτούς που από το εσωτερικό της χώρας μας, οδηγούνται προς την Λάμψη της Λύτρωσης.

    Κοντολογής, απέκτησαν μια Μάνα.

    Καμία άλλη χώρα με την οποία συνορεύουμε, δεν το έχει πλέον αυτό του κουσούρι.

    Οι Βούλγαροι το κατάλαβαν αφού πέρασαν έναν αιώνα στην Ψευδαίσθηση.

    Οι Αλβανοί μήτε που τους πέρασε από το μυαλό. Εξάλλου η δικιά τους καρδιά, στο Κόσσοβο πάλλει.

    Οι Τούρκοι επικαλούνται δικολαβίστικα γενικότητες μιας γαλάζιας θάλασσας. Και λιγουρεύονται βραχονησίδες. Κι αν κάνουν το λάθος να βάλουν στρατά στα Σκόπια, θα ενώσουν εναντίον τους τα Βαλκάνια.

    Εμείς, ω, οι καψοπερήφανοι «εμείς», της Κόκκινης Μηλιάς, οι επικαλούμενοι κομιτατζήδες και αφανείς ΣΝΟΦ, πληρώνουμε την κολλεγιά μας την διαχρονική με τους φίλους Σέρβους και τα δικά τους ονείρατα.

    Και είναι ώρα να αφήσουμε κατά μέρος το μανιπουλάρισμα που κάνουμε στους αθίγγανους και να δώσουμε πλήρη δικαιώματα στους Έλληνες υπηκόους που είναι δίγλωσσοι, δίφωνοι, ακόμη και διαταραγμένοι.  Είτε μιλάνε Σουαχίλι, είτε ιδιόλεκτα, είτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αισθάνονται, δίκαια ή άδικα, «ριγμένοι».

    Οι εντόπιοι δεν είναι μπετοναρισμένοι. Ιδεολογικώς, κυμαίνονται από βασιλόφρονες έως τζερόνιμο των Βαλκανίων. Και πιο αυτονομιστές από τους χρήστες των Εξαρχείων δεν υπάρχουν.

    Ισοπολιτεία χωρίς «ναιμεναλλά», ισονομία, δίκαιοι στα αλισβερίσια, χωρίς ένα μελέτι να ενοχλεί το άλλο. Και το ίδιο να ισχύσει στους εθνικόφρονες που επιδιώκουν την σύγχυση, όπως πάντα.

    Κι αυτό δεν είναι δυνατό με κερένσκηδες, οργανικά αμόρφωτους, που κοιτάζουνε τους χάρτες και χαώνονται.

    Οι εντόπιοι, να αποτελέσουν μέρος της Εθνικής Αφήγησης, όπως κάνουν αιώνες οι Αιγύπτιοι με τους Νούβιους. Η όπως φερόμασταν πατροπαράδοτα με τα μελέτια που μας  κοιτούσαν με σέβας. Πολύ συχνά, το σέβας αντικατέστησε τα ξαντερώματα.

    Μη ξεχνάς, απόκοπε, κατέληξε η Σφίγγα, πως η πρώτη γνωριμία γίνεται με το λάζο κρυμμένο στο σελάχι και καταλήγει συνήθως σε αδελφοποιτή σμίξη αιμάτων.

    Ο καλός γείτονας θα φέρει την ειρήνη κι όχι ο σαλός πολιτευτάκιας.

    Και οι συνθήκες που υπογράψαμε, μνημειωδώς σαχλαμαρέ, θα δεχθούν στο άχρηστο πάκο τους, ακόμη μία.

     

     

  • Βρουμβρουμβρούμ.

    Η συνάντηση

    Πριν πολλά χρόνια, όταν με θεωρούσαν πολλοί ξύλο απελέκητο που εντούτοις, καλά δεμένο και προστατευμένο, άξιζε μια επανέκθεση σε τσίρκο, κάποιος συσταζούμενος, μου ανήγγειλε πως κατεβαίνοντας εγώ Αθήνα, στα χρόνια μιας καλωδιωμένης κυβέρνησης, πως με περίμενε μια έκπληξη στο σπίτι του. Όντως είχε κανονίσει να συναντηθούμε με κάποιον ευγενή γέροντα (ήμην τότε τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα) και προφήτευε πως θα ταιριάξουμε.

    Ήθεα και εθίματα άλλων εποχών. Με παρόμοια τεχνική γνώρισα συνεργάτες τoυ ΝΕΚ, της ΝΕΠ, αλλά και τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Γκόρπα και τον Βέλτσο. Κάποιοι «χημικοί Αλή» μας έβαζαν στο χημείο τους και περίμεναν αντιδράσεις. Ώστε να πλακωθούμε και να διασκεδάσουν στο Κολοσσαίον ενός δοκιμαστικού σωλήνα.

    Ο κύριος με το ευγενές υπογένειον, διάφανου δέρματος και αβρός, ήταν στο δοκιμαστήριο. Αρχίσαμε έναν διάλογο, για την αρχαία φιλοσοφία, τους μύστες και τα Ελευσίνια και μετά την Δωδωναία φηγό, με μακροβούτια Αλκμάνος και υποφητών, έως τα όρια της συνείδησης ξερωγώ. Για ώρες μιλάμε. Σηκώθηκα να φύγω, είχαμε και δουλειές, οπότε στην εξώπορτα έπεσαν οι αποχαιρετισμοί. Ζήτησε να μείνουμε μόνοι και μου εκμυστηρεύτηκε πως αισθάνθηκε την δέουσα μέθεξη, άρα θα μου έδιδε ένα δώρο. Που ήταν αυτή η διοσημία:

    «Αναφερθήκατε στην Ζελιάνα και στην κάθοδο των ρωμαϊκών ελεφάντων με παγοπέδιλα εκ της Ασκουρίδος προς την θάλασσα. Ένοιωσα τον ιερό βόμβο της Αποκάλυψης. Σας  γνωστοποιώ, ότι πρέπει να πάτε στην Ακρόπολη, άνωθεν του θεάτρου του Διονύσου και να ακούσετε τα όργανα του μουσικού θιάσου που ακούγονται μόνον από εκλεκτά πνεύματα. Είσθε μύστης και το ένοιωσα. Λοιπόν σας εμπιστεύομαι ότι θα ακούσετε έναν ρόγχο. Είναι» (σκύβει κοντά μου)  «ήχος που προέρχεται από το μέγα διαστημόπλοιο που υπνώττει στα σπλάγχνα του Βράχου. Ακούεται ένα βρουμβρουμβρούμ. Από εκεί βγαίνουν μικρού μεγέθους αστροναυτάκια που παράγουν τον Λειδινόν, τον άγνωστον Όμηρον, αλλά και αυτά έσπρωχναν τους ελέφαντες στον λάκκο της Ζελιάνας προς την Θάλασσα»

    Τον βεβαίωσα ότι θα υπάγω και δεν τον ξαναείδα πια.

    Αθήνησι, Αθήναζε, Ατήνα.

    Ας αρχίσουμε από τα προφανή. Δεν υπάρχει Κούφια Γη, η Ακρόπολη δεν εγκυμονεί διαστημόπλοια, τα μυστικά των ορεινών διαδρομών της που κατηφορίζουν ενώ ανηφορίζεις διαλύονται με ένα κλισιόμετρο, και η σπηλιά του Νταβέλη είναι σπηλιά και τέρμα. Ελπίζω οι αναγνώστες μου να συμφωνούν.

    Πολύ σωστά, αλλά ανακριβώς, το τεράστιο ασπρειδερό λερό σεντόνι που διδάσκουν οι πανοραμικές φωτογραφίες της πρωτεύουσας είναι προφανώς πόλη, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα έχει όλα στην ζωή του. Εάν η Ακρόπολη είναι ιερή και το άστυ κλεινόν είναι εκφράσεις που γέννησαν τον Εύξεινο Πόντο και την Βασιλεύουσα. Είναι όροι της Ηθικής, κι όχι της πολεοδομίας.

    Αν δεν ήταν πρωτεύουσα η Αθήνα θα ήταν εντούτοις ο δημοφιλέστερος  αρχαιολογικός τόπος της χώρας, καθώς πηγές και μνημεία παραδόθηκαν στο παρόν με αρχιτεκτονική πληρότητα και βαρειά γνωστική παράδοση, παρά τις ουλές. Οπότε η μοίρα ενός πολιτιστικού ταμπλό βιβάν, θα την έθετε στην πρωτοκαθεδρία των ιστορικών πόλεων, όπου ο επισκέπτης θα είχε μια εποπτεία ενός λαμπρού και τεκμηριωμένου παρελθόντος. Όχι μια Πομπηία, αλλά μια Σιένα επί δέκα και μια Φλωρεντία, ίσως πανεπιστημιούπολη με Ακαδημίες και μουσειακώς, ένας παράδεισος.

    Τι άλλαξε και ελαμπρύνθη η μούχλα;

    Αλλά η ταύτιση του αξέχαστου χθες με την ιδιορρυθμία του πατέρα του Όθωνα, άλλα απαιτούσε. Η Ελλάς και οι προσχώσεις δύο αιώνων οδήγησαν σε μία εκατόννησο χώρα, ποικιλμένη με έναν διάπυρο, ηφαιστειώδους ιστορίας ορεινόν πολιτισμό, που έμελλε να παραμείνει, πλην Αράχωβας, ένα σχετικώς αδιάγνωστο ανάγλυφο, όπου οι κάμποι και οι ποταμοί, οι λίμνες και οι κοιλάδες ήταν υποτελείς σε αποξηράνσεις, στη ΔΕΗ και στην μάστευση εμπορεύσιμων ορυκτών. Και πάντα έφερναν πονοκέφαλο, ακόμη και στους ποιητές που συζητούσαν την μεταμέλεια μιας «νύχτας στην Ακρόπολη».

    Δεν θα αναπτύξω, ως ένας ακόμη ματαιόσπουδος, την ιστορία των Αθηνών – ναι, ώ Αθήναι, Ιάς οπτασία, δεν θα μετατραπώ σε «έναν ακόμα σου» παρότι επιβίωσα στο ένα έβδομο του χώρου σου, στο ένα έβδομο του βίου μου.

    Η πόλη υπήρξε λάφυρο των επαλλήλων στρωμάτων, τα λέγουν και layers, κάθε παροδικής ατμόσφαιρας και περιόδου. Πήρε μια μορφή διλοφίας, με μεγάλες κενές απλωσιές, χονδρικώς έως τον Μεγάλο Πόλεμο. Γέμισε κατοικημένα μικροφέουδα και ζευγηλατεία τα οποία εντέλει, μεταπολεμικώς ενώθηκαν μεταξύ τους, πρώτα με δρόμους και έπειτα με αντιπαροχές. Υπενθυμίζω πως η νεοκλασσική της περίοδος δεν βρίσκει πλέον αντιστάσεις, όπως μονιστών σαν τον Περικλή Γιαννόπουλο, που αναγνώριζε στις δομές της «γερμανομπογιά» και «γαλλικόν βλακόπνευμα».

    Επί δεκαετίες πολλές, Ελλάδα ήταν μόνον η Αθήνα. Κι όχι αδίκως, διότι οι Έλληνες ψηφοφόροι, μόνον χαζοί δεν ήταν.

    Αλλ΄όταν  ο δημόσιος χώρος στένεψε και στέναξε, ενώ μοιράζονταν πολυκατοικίες από το Λαχείο Συντακτών και τα «παλιά λεφτά» άρχισαν να λοιδωρούνται, στις γειτονιές γεννήθηκαν παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, υπήρξαν άλση που κανένας δεν μπορούσε να περπατήσει, ενέσεις Ολυμπιάδων ολοκλήρωσαν την τοξίνωση των πολυαρίθμων «υποπόλεων χωρις σύνορα» και το θαλάσσιο μέτωπο, μια κολοσσιαία παρεξήγηση. Επιτέλους, η λυδία λίθος εκρίθη πως θα συνδυάζε την καταγγελία για υπερύψηλα κτίρια στο Ελληνικό, αλλά από το ίδιο δικαστήριο, ήταν δυνατόν να περάσει δεκαόροφο ξενοδοχείο έναντι των ιερών και οσίων μας.

    Ένα κοντέινερ για τα μάρμαρα

    Οι μεγάλοι αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ο Γκρόπιους, ο Τσουμί, ο Πιάνο, ο Καλατράβα, ήταν μέρος της μεγάλης φαντασμάρας, που μελέτησαν μεγάλα έργα, σε μια πρωτεύουσα όπου στον μεταπόλεμο, οι κτίστες είχαν δικαίωμα διακατοχής αρχαιοτήτων, ενώ ο Κωνσταντινίδης και ο Ζενέτος, πόμειναν στην Ιστορία ως αυτοκτόνοι.  Σε μία πόλη που νοικιάζονται μεγάλα κτίρια για στέγαση υπηρεσιών και κανένας δεν πατάει, επειδή η ζαχαρένια έχει τις απαιτήσεις της, και η Εθνική Πινακοθήκη διευρύνεται και βαθαίνει έως την κοίτη του Ιλισσού, επειδή «δανείστηκαν» την εδαφοτεχνική μελέτη από γειτονικό όρυγμα, επειδή κτίρια σαν το ΦΙΞ, βιομηχανικά, θεωρείται καλό να γίνουν μουσεία κι όχι πάρκινγκ για τα τουριστικά λεωφορεία που μετατρέπουν την ψύχα του αρχαιολογικού κέντρου σε μονιά λαμέ βολέματος κτελατζήδικης επίνοιας και πάρκα στήνονται εκεί που δεν ξέρουμε πώς να πουλήσουμε φέρμα ως οικολόγοι, κι ας πατάνε τρεις κούκοι κι ένας βήγκαν, δεν παραξενεύομαι πως ένα αναρμόδιο υπουργείο, το Πολιτισμού, φέρεται να διακατέχει έναν σκασμό διατηρητέα μαζί με την ζηλόφθονη εξαδέλφη του, την  κοκκώνα Πεχωδού, για να κλαίγουν παρέα που τα αλέθει ο Γιαραμπής. Αλλά το τέως ΦΙΞ προικοδοτηθηκε με έναν καπλαμά ροζαλί-ροζακί-περτικαλί ψευδότοιχου και μάλιστα αδρού αναγλύφου,τρομάρα τους, άνκαι σε είκοσι στρέμματα, ένας χώρος διαλέξεων εκεί μέσα, μοιάζει με λοξοτμητο οφίς παράνομου θεάτρου.

    Η ανάπλαση ως παροδική επιληψία

    Στον βρωμερόν και ύποπτον μεσαίωνα, που έρριχναν πόρνες σε δεμένα τσιβάλια στον Βόσπορο και ανατομούσαν  δημοσίως αντάρτες για να ιδούν τι έχουν μέσα, από το «επαρχικόν» έως τον Αρμενόπουλο, παραθέτουν τους οικοδομικούς κανονισμούς Ιουλιανού του Ασκαλωνίτου, όπου απαγορεύεται η παρεμπόδιση της θέας της θάλασσας, δημοσίου σήματος ή μνημείου. Θυμάμαι, στα πρώτα ταξίδια για δουλειές στην Αθήνα, έμενα σε ένα ξενοδοχείο που μου πρότεινε φίλος, απ΄όπου είχα την ευτυχία, λοξώς και κρεμασμένος στο παραπέτο να βλέπω μια φλίδα της Ακρόπολης και ευφραινόμουνα. Ενώ σε μια γενιά δημιουργών παραχωρήθηκαν σπιτια πέριξ του Βράχου, για να έχουν έμπνευση.

    Βέβαια, πολλά δημόσια κτίρια, λούστηκαν δικαίως την προσηγορία της «σόμπας πετρελαίου» ή του προσαραγμένου τάνκερ, αλλά για ένα κοντέινερ δεν ακούστηκε μιλιά, ίσως επειδή φιλοξενεί στις διαστάσεις του Παρθενώνα, ένα ευπρεπές εστιατόριο.  Είναι ο πλατυασμός και ο θρίαμβος ενός νεοελληνικού Καρνάκ. Ήτοι ενός θύματος της τρίλιζας «η ιδέα πάνω από την ύλη, η ύλη πάνω από τη λογική, η λογική πάνω από την ιδέα».

    Mόνο που το Καρνάκ, έχει τις κολώνες του ογκηρές, σμιχτές, ωσάν πυραύλους.  Ενώ ο Μουσείον, είναι ένα καραγιαπί υπό αναστολήν, περιμένοντας τα Ελγίνεια, έως ότου χρειαστεί επειγόντως συντήρηση και τότε, κάποιος παρθενοπίπας (στην Σούδα εξηγείται ως ο τας παρθένους επιτηρών, κι υπάρχουν πολλές κόρες εκει μέσα) θα προτείνει να γίνει το μέγα ερείπιον, πάρκινγκ.

    Άντε να μη το γυρίσω στις μπούκες του μετρό, στάση Εξάρχεια, που θα αντιδρούν έως το τέλος της νεότητός των οι ξύπνιοι, δηλαδή έως τα 88, που βρήκαν συζητητές και ψωμώνουνε.

    Επιστροφή στο οπτικό καϊμάκι

    Ώσπου κατάλαβα, εν εκλάμψει, πού ήκαμε το λάθος ο κύριος με το ευγενές υπογένειον της εισαγωγής μου. Ο βόμβος και η βοή, παράγονται από το έναντι Μουσείον που είναι σύμπτυξις περισσοτέρων κοντέινερ και όχι ενός, που ανακρατούν μια φίνα βάση εκτόξευσης πυραύλων, ένα Κανάβεραλ ορώμενον με bird’s eye view, με σεβασμό στις ρουκέτες που δεν μπήκαν σε σωστή τροχιά και τις βλέπουμε,κατοικημένες ως μοντερνί καραγιαπιά, παντού στο λεκανοπέδιο.

    «Εξασφαλίστε την περίμετρο» διδάσκουν στις ταινίες εδώ και χρόνια οι φίλοι σύμμαχοι, πάντοτε ευγενείς, δείχνοντας πώς να αποφεύγουμε το εθνικό μας γλαύκωμα.

  • Του Τσίπρα το γιοφύριν

    «Σαραντα πέντε τεχνικοί κι εξήντα στελεχάρες

    Γιοφύριν εθεμέλιωναν στου Τσίπρα το μητάτον

    Ολημερίς μας πρήζανε, το βράδι στα μπαράκια.

    Το πρόσεξαν οι τεχνικοί, και λέν στις στελεχάρες

    Αλίμονο στο σχεδιασμό, κρίμα στις προσδοκίες

    Ολημερής μας πρήζουνε, το βράδι στα μπαράκια

     

    Πολάκης διάβη κι έκατσεν στης μπάρας το σκαμνάκι

    Δεν εκελάηδε σαν Ανέλ μηδέ σαν Συριζόνι

    Παρά εκελάηδε κι έκρωζε σαν κοκκινοσκουφίτσα:

    Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δεν στεριώνει

    Και μη στοιχειώσετε υπουργό, μη φίλο, μη κι εμένα

    Παρά του αρχιμουντρούχαλου την όμορφη νοβάρτις

    Που έρχεται αργά στον δικαστή και εφμπηάη το γιόμα»

     

    Τα κουσε ο αρχιμουντρούχαλος και του θανάτου πέφτει.

    Πιάνει, μηνάει της Νοβαρτής με μια καρακαηδόνα

    Αργά να πάει στο δικαστή,αργά με τσοκαράκια.

    Και το ζαβό παράκουσε κι αλλιώς τα μαγειρεύει:

    «Γρήγορα φόρα το μποχώ, πέτα το τσίτι ακόμα

    Για να προλάβεις να διαβείς του Τσίπρα το γιοφύρι»

     

    Nάτηνε κι εμφανίστηκε Στουρνάρη-Πατησίων.

    Την είδ΄ο αρχιμουντρούχαλος, Ρουβίκων η καρδιά του.

    Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους κραίνει:

    «Γειά και χαρά σας τεχνικοί και σεις οι στελεχάρες

    Μα τι έχει ο πρωτογκόμενος κι είναι βαργιομισμένος;

    «Το δαχτυλίδι τούπεσε στην πρώτη την καμάρα

    Και ποιος να μπει και ποιος να βγει την Εντολή για να΄βρει;»

    «Μάστορα μη πικραίνεσαι κι εγώ θα σε συνδράμω

    Εγώ να μπω, εγώ να βγω, την Εντολή να φέρω»

     

    Δεν πρόκανε να κατεβεί, τα σουαρέ ν΄ αφήσει

    «Κύρι, τράβα την άλυσσο, τράβα το αναβατόρι

    Όλον τον κόσμο ανάγυρα και Εντολή δε βρήκα»

    Βορίδης βάζει το μυστρί, η ΟΝΝΕΔ το πηλοφόρι

    Παίρνει κι ο ανατσούμπαλος και ρίχνει μαύρη πέτρα.

     

    «Ανάθεμα τη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας

    Τρεις γεφυρούλες χτίσαμε, κι οι τρεις κακογραμμένες

    Η μια ΄χτισε τον Τσιριμόκ, η άλλη τον Αβέρωφ

    Κι εγώ η πιό στερνότερη, του Τσίπρα το γεφύριν.

    Ως τρέμουν οι πενηντατρείς να τρέμει το γιοφύρι

    Κι ως τρέμει ο Βρούτσης κι ο ντουνιάς, να πέφτουν αποστάτες»

     

    «Νοβάρτα, λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε

    Πώχεις μπλεγμένο συγγενή, μη λάχει και περάσει»

    «Αν τρέμουν οι δοσίλογοι να τρέμει το γιοφύρι

    Κι αν ξεχαστεί η Μακρόνησος, να ξεχαστούν οι Χίτες

    Τι έχω μπλεγμένο συγγενή, μη λάχει και περάσει»

  • To μάτι

    Δεν είναι σκάκι η Πολιτική και βέβαια δεν συνιστά θεμιτή τακτική να παίζουν τα λευκά με τέσσερις πύργους και έξι πιόνια, ενώ τα μαύρα με δώδεκα πιόνια και τέσσερις βασίλισσες.

    Γι αυτό και η μάζωξη στελεχών που δοκιμάζουν να υποδυθούν ακμαία συστράτευση ομοϊδεατών ή ,συχνότερα, δεινών απατεώνων, μπορεί να γεμίζει τις στήλες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά η προφανής απουσία ενός Ζαμπούνη, ενός Γαρυφαλλιά κι ενός Τσιριμώκου,βγάζει μάτι.

    Κι άμα σου βγει το μάτι, σου πέφτουν και οι φρονημίτες. Μη ρωτάς το γιατί.

  • Fixing a hole

    Εκτός από το Civilization, παιχνίδι που διακονώ από το 1993,  διασκεδάζω και με κάτι άλλο: σε μια διπλωματική έκδοση εγγράφου, προσπαθώ να αποκαταστήσω κενά στο κείμενο, όπως τα υποδεικνύει ο ερευνητής. Ιδίως ονόματα, τοπωνύμια ή άλλα στοιχεία. Αντικαθιστώ δηλαδή, όπου γίνεται, τις τελίτσες με γράμματα.

    Ωστόσο σε δύο περιπτώσεις υπάρχουν δύο μεγάλα κενά, που οι επιστήμονες έχουν υποδείξει από παλιά. Στον Στράβωνα και στον Προκόπιο.

     Στράβων 7.12

    Κατ᾽ ἀρχὰς μὲν οὖν ἄνδρες ἦσαν οἱ προφητεύοντες· καὶ τοῦτ᾽ ἴσως καὶ ὁ ποιητὴς ἐμφαίνει· ὑποφήτας γὰρ καλεῖ, ἐν οἷς τάττοιντο κἂν οἱ προφῆται· ὕστερον δ᾽ ἀπεδείχθησαν τρεῖς γραῖαι, ἐπειδὴ καὶ σύνναος τῶι Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος, ἐκεῖθέν τέ φησιν εἶναι τὸ ἱερὸν μετενηνεγμένον ἐκ τῆς περὶ Σκοτοῦσσαν Πελασγίας· ἔστι δ᾽ ἡ Σκοτοῦσσα τῆς Πελασγιώτιδος Θετταλίας· συνακολουθῆσαί τε γυναῖκας τὰς πλείστας, ὧν ἀπογόνους εἶναι τὰς νῦν προφήτιδας· ἀπὸ δὲ τούτου καὶ Πελασγικὸν Δία κεκλῆσθαι· Κινέας δ᾽ ἔτι μυθωδέστερον* * * [lacuna]

     Προκόπιος, περί κτισμάτων

    τοιαύτη μὲν οὖν τις ἡ Εὔβοια τυγχάνει οὖσα· ζεῦγμα δὲ τῷ πορθμῷ μία τις ἐγκειμένη ποιεῖται δοκός· ἥνπερ ἐπιτιθέντες μέν, ἡνίκα ἂν ᾖ βουλομένοις σφίσιν, οἱ ἐπιχώριοι ἠπειρῶται δοκοῦσιν εἶναι καὶ εἰς γῆν τὴν ἀντιπέρας πεζοὶ ἴασιν, ἀφαιρούμενοι δὲ ταῖς τε ἀκάτοις διαπορθμεύονται τὸν ἀνάπλουν καὶ νησιῶται γίνονται αὖθις, ἑνός τε ξύλου ἐπιβολῇ καὶ ἀφαιρέσει καὶ πεζεύουσι καὶ ναυτίλλονται· *** ἐντὸς καθειργμένην καλοῦσι Παλλήνην. τὴν μέντοι εἴσοδον διατειχίσματι τὸ παλαιὸν καταλαβόντες οἱ ἐπιχώριοι, ταύτῃ τε τὴν ἑκατέρωθι συζεύξαντες θάλασσαν, πόλιν ἐνταῦθα ἐδείμαντο, ἣν πάλαι μὲν Ποτίδαιαν, τανῦν δὲ Κασανδρίαν  ὀνομάζουσιν.

     

    Δυο κενά ορίζουν μέγα μέρος της αρχαίας ημών γεωγραφίας. Το έβδομο βιβλίο του Στράβωνα, διακόπτεται απότομα στην εισαγωγική ανάπτυξη της ΝΑ Ευρώπης, σταματώντας στην Ήπειρο, ενώ υπάρχουν αποσπάσματα, από την εποχή που το κείμενο δεν είχε χαθεί και αποτελείται από αναφορές μεταγενεστέρων αντιγραφέων. Αλλά η Μακεδονία λείπει. Μπορεί να μνημονεύεται το θρυλικό «έστι μεν ουν Ελλάς» και τα λοιπά, μια περιγραφή της Εγνατίας, αλλά αυτά είναι σπαράγματα που δεν ξέρουμε τον συγγραφέα τους. Ξέρουμε τι σημείωσαν οι μεσαιωνικοί επιτομείς, και μερικά χωρία θα είναι του Στράβωνα.

    Το ίδιο συμβαίνει με το «περί κτισμάτων» του Προκοπίου, έργο του 540 μ.Χ., που υπάρχει μια απότομη διακοπή της διήγησης, πάλι στο  πρώτο γενικό κείμενο, όπου ο άνθρωπος περιγράφει τον Εύριπο της Εύβοιας και πάνω στη γλύκα, συνεχίζεται η περιγραφή της Παλλήνης. Άρα λείπει η υφήγηση από την Εύβοια έως την Κασάνδρεια, επομένως δεν υπάρχει Θεσσαλονίκη. Τα δευτερεύοντα, επαρχιακά αμυντήρια, υπάρχουν, καθώς ο Προκόπιος συμβουλεύτηκε και παραθέτει τις σχετικές λίστες, αλλά απουσιάζει η αναλυτική περιγραφή των πράγματι μεγάλων έργων της εποχής ανάμεσα στο κενό. Δηλαδή, η Θεσσαλονίκη.

    Προσοχή λοιπόν στις μεγάλες lacunae της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, καθώς η αναστήλωση της ρωμαϊκής Μακεδονίας και της πρωτεύουσάς της, Θεσσαλονίκης, γίνεται δυσχερέστερη, αφού οι πληροφορίες από τον Γεωγράφο και τον Ιστορικό, δεν περιλαμβάνουν αυθεντικό κείμενο που περιγράφει τους κυνόδοντες αυτής της χώρας.

    Bέβαια, υπάρχουν τα ανασκαφικά δεδομένα και οι χρονολογήσεις των ερευνητών, αλλά επιμένω πως το κενό δεν καλύπτεται πάντοτε από σωζόμενες τοιχοποιΐες και ευρηματικές υποθέσεις εργασίας.

    Έως τότε, είναι ανοίκειο να υπάρχουν πραγματείες ,όπου μνημεία της πόλης ΔΕΝ μνημονεύονται στα χρόνια του Ιουστινιανού, άρα χρονολογούνται ΜΕΤΑ απο την περίοδό του…

    Η έλλειψη κοάζει και βοά. Σα να επιμένεις πως δεν τρέχει τίποτε που τρία μέλη της φαμίλιας Μητσοτάκη θα υπάρξουν στην νεοελληνική διοίκηση στα επόμενα τεσσεραπέντε χρόνια. Από τώρα φρίττω αναλογιζόμενος τους ερευνητές του απωτάτου μέλλοντος, τι διαφωνίες θα έχουν πάνω σε ένα νοσούν χωρίον, μη ξέροντας ποιο άτομο εννοούν.

  • Σκορδοκαΐλεια

    Μια τελετή χειμώνος, ονόματι Σκορδοκαΐλεια, αφιερωμένη στο σκορδο φυσικά, υπήρξε στη Φλώρινα από τον Μίμη Σουλιώτη, πολλούς φίλους του και Φλωρινιώτισσες κυράδες. Πήγα στις περισσότερες. Ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και έως το φευγιό μας, από Αθήνα σε Κέρκυρα, δεν νομίζω πως έχασα καμιά.

    Σε μία αίθουσα, προσφέρονταν κάθε είδους φαγητό και γλυκό (ναι, και σοκολατάκια!) με βάση το σκόρδο. Τα μαγείρευαν οι κυράδες. Η τελετή περιελάμβανε προπόσεις (τις οποίες ο Μίμης λάτρευε) σου φορούσαν ένα δίχρωμο σύμβολο με ένα αληθινό σκόρδο ως παράσημο, και ακολουθούσε πληθώρα χορών, πάντα τοπικών, και μουσική από την κομπανία του Βέρτκα, που ο Μίμης την αποκαλούσε Vertkasband. Πληρώναμε μια συμμετοχή, δεν υπήρχε επιδοτούμενη ψυχαγωγία, προθύμως. Χώναμε και χαρτούρα στα χάλκινα του Βέρτκα που χαίρονταν ότα του ζητούσαμε συγκεκριμένα κομμάτια, από τα «δικά τους». Έχω φωτογραφία που λυώνω έχοντας στέρεο στα αφτιά μου το «μπιλιάνα πλάτνο μπέλεσε».

    To κρασί ήταν του τόπου, Σόροβιτς και πέριξ, και το κέφι συνεχές, με τρελά πειράγματα. Προς το τέλος της τελετής, έπαυαν όλα και γινόταν, παρέμβλητη, η εισβολή των «εραστών της φλωρινιώτικης νύχτας». Έμπαινε ένας αψηλός γουστόζος τελετάρχης με την μάγκα του, ανέβαινε σε ένα τραπέζι και παρίστανε πως ελέγχει ένα σμάρι από κεφάτες γυναίκες που χόρευαν γύρω του. Μετά, οι «εραστές» μοίραζαν στους καλεσμένους διαφανή γάντια μιας χρήσεως και μπούκερνε στην αίθουσα μια φραντζόλα χάσικο ψωμί μοσχοβολιστό, που μόλις βγήκε από φούρνο. Μαζευόμασταν πέριξ οι γαντοφορεμένοι και διαμοιράζαμε σε όλους κομμάτια από το ψωμί. Ενίοτε, όταν ο καιρός ήταν χάλια, δραπετεύαμε εν σώματι έως την πρώτη δημόσια κρήνη και τραγουδούσαμε χορωδιακά. Χιόνι, σινιάκι, χιονοθύελλες και ψόφος που τρυπούσε τα άνορακ, ήταν ποθητό περιβάλλον.

    Το μυστικό ήταν στους καλεσμένους. Ήταν όλοι εκεί, όλα τα μιλέτια, οι μειονοτικοί, οι εθνικόφρονες, όλοι. Αρκετές φορές έτρωγα και έπινα μεταξύ του κοινοτάρχη της Μελίτης και του ιστορικού των Ποντίων και ακαδημαϊκού δασκάλου. Σούζα όλοι, μελίρρυτοι και ευχαριστημένοι.

    Για να φτάσουμε, λόγω εποχής, συχνά διασχίζαμε την Ελλάδα μέσα από παράδρομους, επειδή τα Σκορδοκαΐλεια συχνά έπεφταν πάνω στις αγροτικές κινητοποιήσεις. Και επιστρέφοντας στις μονιές μας, ο καθένας είχε ήδη σταμπάρει ένα μερακλίδικο χασάπικο για εξειδικευμένο όργιο στο σπίτι. Παίρναμε μαζί μας και υλικό: συνταγές, κατεβατά υπέρ της σκορδοκαϊλείας και παρόμοια.

    Οι «ξένοι» που καλούσαμε, συνήθως μαγεύονταν.Και αυτή ήταν η πρόθεση του Μίμη. Να συνυπάρχει το διαφορετικό χωρίς συστημική αποξένωση. Δεν ήταν λαογραφική εκδήλωση με τα σχετικά ντεσού. Ήταν οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και ένας μονόδρομος για κάθε μιλέτι, για να απωλέσει την μάσκα του πείσματος.

  • Η τηλεφωνική συνομιλία Στουρνάρα-Πολάκη είναι 467 λέξεις. Ο υπουργός δεν είναι υπερτιμημένος τεχνοκράτης. Την ξέρει απέξω. Κατά την έκφρασή του “το έχει”.

    Ο “δαίμων της πορνείας” του Σεφέρη, έχει 475 λέξεις. Και τον ξέρω απ΄εξω.

    Άρα, υπάρχει Θεός.