Author: Πετεφρής

  • Εννιά στις δέκα μνείες μιας ανακάλυψης ενός πλοίου στη Θώνιδα της Αιγύπτου, που περιγράφει στον “Αιγύπτιο λόγο” του ο Ηρόδοτος, αναφέρονται σε ένα παράξενο baris, όπως το μνημονεύει ο Guardian. Όχι δεν έχει σχέση με τον Μπάριστερ και τον Μπαρίσνικοφ. Είναι μία “βάρις“.

    Δεδομένου πως ακόμη λέμε Ghona  μια προϊστορική τούμπα ανατολικά της Σαλονίκης που εξελληνίζουμε ενίοτε σε Γκόνα, ας θυμηθούμε πως χρωστάει το όνομά της από τον οικισμό Χωνά της περιοχής.

    Με αβρότητα το λέγω.

  • Η Συμφωνία μιας Τετάρτης

    Ένας κεντρώος οφιτσιάλος, μαθητής στην ΕΔΗΝ και παντρεμένος με Λαμπράκισσα, αμέτοχος στις μετά τον Ανδρέα εξελίξεις, αλλά πειστικός στον καφενέ που σύχναζε, πήρε την πρωτοβουλία και έστειλε σε έναν Νεοδημοκράτη, έναν Δημαρίτη, έναν Κινάλα, ένα ορκισμένο Πασοκέα και παλιούς φίλους που συριζώθηκαν, μη ξεχνώντας Κινέζους, Ομλετζήδες, ακόμη και παλιούς βολβίτες και Ντορικούς, αυτό το σημείωμα, κάποια Τετάρτη του Μαρτίου.

    «Αγαπητέ, σε θυμήθηκα και σου γράφω. Με αυτουνούς που μπλέξαμε, όλοι θα γίνουμε πτωχοί. Όχι πως δεν ήμασταν, αλλά τώρα θα μας φορέσουν και στενά παπούτσια. Ας φτιάξουμε μια πυραμίδα. Εμείς που μέναμε στην μοναχική μας ψήφο, ελπίζοντας λίγα και παίρνοντας τον πούλο, γίναμε εξπέρ στην αφ΄υψηλού κριτική. Προτείνω να χαλαλίσουμε δυο ωρίτσες την Παρασκευή, πριν τους Χαιρετισμούς και να μαζευτούμε για έναν καφέ στο «Ωχαμάν» στη Φιλίππου, που βγάζει και μεζεκλίκια. Φέρε  μαζί σου όποιον κι όποιους έχουν απομείνει με τα παλιά μυαλά και είναι ανεπρόκοποι σαν και εμάς. Αν έχεις παιδιά, που το εύχομαι, φέρτα και αυτά. Στις πέντε.  Ο παλιός γνωστός σου, ο λεγόμενος Κάρναμπης»

    ‘Εφτασε η Παρασκευή και ο Κάρναμπης αριβάρισε στη Φιλίππου. Βρήκε το «Ωχαμάν» τίγκα στον κόσμο και τους είπε την ιδέα του. Ήταν άνθρωποι διωγμένοι και καταπτοημένοι, χωρίς θάρρος και απαντοχή. Αν έπειθαν τον κόσμο της φοβερής Αποχής να γυρίσει στις κάλπες, και την κατέβαζαν σε λογικό ποσοστό, η ζωή στην Ελλάδα θα άλλαζε. Και η πρόταση ήταν μία και μόνη για να γίνει αυτό. Να δηλώσουν όλα τα κόμματα πως βλέπουν με καλό μάτι την συνεργασία τους. Αυτό έγινε δεκτό από όλους και κανόνισαν να πέσουν τηλέφωνα και μέσενζερ ώστε να ξανασυναντηθούν το Σαββάτο ίδια ώρα στο ίδιο μέρος, να δούνε τι πουλιά θα βγάλουν. Μετά ήπιαν καφέ και ουζάκια.

    Σάββατο μεσημέρι  ο Κάρναμπης ξαναπήγε. Στην αρχή νόμισε πως έγινε ληστεία  τροχαίο-το «Ωχαμάν» ήταν κυκλωμένο απο μεγάλο πλήθος που κόντευε τη Μακεδονικήςή Αμύνης  κι έβλεπε κεφαλάκια ως την Μητσαίων και την Γενναδίου, ενώ στο κάτω παρκάκι πολλές παρέες χάζευαν ως τα λουτρά Παράδεισος. Όσο πλησίαζε, λίγοι άρχισαν να το αναγνωρίζουν και να τον χαιρετούν. Στο «Ωχαμάν» αδύνατο να πλησιάσει, αλλά ο Τεφαρίκης, παλιός τρότσκας (αυτοί είχαν πάντοτε μια οργανωτική τρέλα) του έδωσε περιχαρής μια ντουντούκα λέγοντάς του «έβαλα μπαταρίες, μίλα»

    Και μίλησε, βολτάροντας ανάμεσα στον κόσμο, όπου δεν ήξερε σχεδόν κανέναν και μερικοί που αναγνώρισε ήταν προδήλως δεξιάντζες, άγνωστοι πιτσιρικάδες με πατίνια και πλήθος γυναικών κάθε ηλικίας. Ανέβηκε σ΄ένα παγκάκι χωρίς πλάτη, και σιγά σιγά τον κύκλωσαν. Και είπε τα εξής:

    «Βάζω στοίχημα πως οι περισσότεροι που ήρθατε εδώ έχετε χρόνια να ψηφίσετε ή δεν έχετε πατήσει σε εκλογικό τμήμα.  Αλλά η τεράστια αποχή είναι η πηγή των βασάνων μας. Δεν ξέρω και δε με νοιάζει τι ψηφίζετε, αλλά ευθύς να δηλώσετε σε όποιους μπορείτε, πως αν μονοιάσουν και πάψουν τις διαχωριστικές αηδίες, εμείς θα επιστρέψουμε στις ψηφοφορίες. Αν συμφωνείτε σε αυτά τα ολίγα, πείτε το παντού, σε συγγενείς και γνωστούς, σε συμπολίτες και χωριανούς. Μονοιάστε για να ψηφίσουμε. Αυτά και σας ευχαριστώ».

    Μερικές εφημερίδες δεν πρόλαβαν να το βγάλουν στην κυριακάτικη έκδοση, αλλά το διαδίκτυο οργίασε. Δεν ήταν όλα τα σχόλια θετικά καθώς οι συνεπείς ψηφοφόροι μουρμούριζαν διάφορα για «απολίτικες διαδικασίες» και «εκβιασμό κομμάτων» Εντούτοις την Κυριακή αναφέρθηκαν συγκεντρώσεις σε πρωτεύουσα αλλά και μικρά χωριά, σε πόλεις και σε πηγαδάκια απεργών και φιλάθλων.

    Μπαίνοντας η τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου, τα πρώτα κόμματα περιορισμένης εμβέλειας, έκαναν δηλώσεις όπου «χαιρετίζουν αυτό το ουρανοκατέβατο κάλεσμα» και πως «καλούν όλα τα κόμματα να συμφωνήσουν με την ανώνυμη, από την βάση, κραυγή αγωνίας»

    Είχαν ξεσκαλίσει, φυσικά τον Κάρναμπη, τον Τεφαρίκη και το σόι τους, έως και τον καφετζή του «Ωχαμάν» και τους βρήκαν ακατάγραφους και σταρχιδιστές έως τότε.

    Μεσολάβησαν τρεις μέρες αιδήμονος βούβας και διεργασιών. Στο διάστημα αυτό ένας Ευρωπαίος εκ των αυλοκολάκων της Κομισιόν έστειλε σημείωμα αρμοδίως υποστηρίζοντας πως «αυτό είναι ένα πρόωρο και ακαθοδήγητο κίνημα, όχι αναγκαστικά φιλευρωπαϊκό».

    Περιβάλλοντα πρεσβειών, ξέρετε ποιων, βρήκαν το εγχείρημα ενδιαφέρον που δεν υπήρχαν Ρώσοι στη δομή του, άρα θα γλύτωναν πλήθος χρημάτων και δαιδάλων ίντριγκας, αν έδειχναν ευμενή ουδετερότητα, φροντίζοντας πάντως να φυτέψουν τους απαραίτητους πράκτορες στις συγκεντρώσεις.Ο Κάρναμπης δέχτηκε μυστήρια τηλεφωνήματα.

    Αλλά οι μόνοι που λύσσαξαν ήταν από ένα υπόγειο, ξέρετε ποιο. Οργίλες διαρροές, επεσήμαιναν από τα κρατικά Μέσα, ότι «και αυτή η απολίτικη, ουσιαστικά γερμανοφασιστική και ταγματασφαλίτικη αντίληψη που έχει στόχο την Αλληλέγγυα και Κινηματική Ανάπτυξη, θα πέσει στο κενό, καθώς έχουν γνώση οι φύλακες των Θεσμών και των Υπηρεσιών του νέου Έθνους. Κάτω ο εξαναγκασμός της ελεύθερης επιλογής».

    Ολόκληρο το τμήμα των κινηματικών αυτοσχεδιαστών, βρήκε λεφτά από Κωρύκους (έτσι έλεγαν συνθηματικά τους χορηγούς του κράτους- από εκεί προέκυψε το λαϊκό «κοκορίκους») και λανσάρισε την τηλεοπτική καμπάνια «Η αποχή είναι διεμφυλικό δικαίωμα».

    Την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου έσκασε η βόμβα. Τα κόμματα, πλην ενός, άνοιξαν τα κεπέγκια τους και έδειχναν θετικά, με χαλαζόπτωση δηλώσεων, ενώ αναγγέλθηκαν συναντήσεις αρχηγών κομμάτων και σημαινόντων στελεχών, ώστε να γίνει δυνατή μια ελάχιστη πλατφόρμα κοινών παραδοχών που θα προσείλκυε τους Αποχίτες ή τους Καρναμπήτες ,όπως άρχισαν να λέγονται. Τα περίκλειστα κόμματα, ξέρετε ποια, ανακοίνωσαν την ίδρυση μετωπικών σχηματισμών ώστε η ψήφος προς αυτά να καταστεί ανώδυνη και μη αυτοκτονική για τις στελεχάρες τους.

    Την τελευταία μέρα του Μαρτίου, οι αρχηγοί, αυτοπροσώπως ή διά εντεταλμένων αντιπροσώπων ξημερώθηκαν αναγγέλοντας ότι υπάρχει συμφωνία για την υποδοχή των Αποχιτών  σε μια κοινή βάση. Συμφώνησαν στα περιλάλητα εννέα σημεία συναίνεσης και επαφής (μακεδονικό, διορισμοί, αυτοδιοίκηση, τράπεζες, μεταμνημονιακή διαχείριση, ανεργία, παιδεία, υγεία, Δικαιοσύνη και ασφάλεια) υπέγραψαν στο Ζάππειο μέρα Τετάρτη την Συμφωνία και η αποχή, όπως όλοι γνωρίζετε, κατέβηκε στις πρώτες εκλογές στο αναμενόμενο 23%, με αποτέλεσμα αυτό που ζούμε σήμερα, αλλά και οι θαμώνες του «Ωχαμάν» οι οποίοι δεν πολιτεύτηκαν ποτέ, κι αυτό εκτιμήθηκε δεόντως.

    Οι αντίπαλοι που πάτωσαν είχαν τόση ταραχή, ώστε κανένας βαθυπληρωμένος τους κονδυλοφόρος δεν θυμήθηκε πως η Συμφωνία υπογράφτηκε μια Τετάρτη που έπεφτε Πρωταπριλιά, και κανένας δεν εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά την σύμπτωση. Οι παθολογικοί ψεύτες την πάτησαν ακριβώς στην επέτειο της Ψευτιάς.

    Τα εννέα σημεία σύμπτωσης και ποια κόμματα συμμετείχαν και ωφελήθηκαν τα ξέρω, αλλά σήμερα είναι Κυριακή της Ορθοδοξίας και αυτά θα αποκαλυφθούν στο Μέλλον, το οποίο επιδεικτικά αγνοώ,σεβόμενος τον Πανδαμάτορα Χρόνο.

  • Οι θεωρίες της άφθονης πλάκας

    Ολιγαρκής αφθονία είναι μία άσκηση του νου και μη την μπλέκετε με ψευδαιθήσεις. Διότι αν δε μπείτε στο τριπάκι της Ανάγκης, δεν υπάρχει νόημα σε τίποτε.

    Έχω ζήσει κατ΄ιλλιγγιώδη εναλλαγή ως υφιστάμενος και προϊστάμενος, εποχές ευμάρειας και εξαθλίωσης, μόνος ή μετά συντρόφων, αλλά πάντοτε με φίλους.

    Συμβαίνει συχνά, ένας αδόκητος ή εθελοντικός χωρισμός, να μεταβάλει το φρόνημα του περιβάλλοντος, με λίγα λόγια, αγαπητοί γνωστοί να αλλάζουν πεζοδρόμια για να μη σε χαιρετήσουν. Η πράξη τους εκφράζει απορία και όχι μίσος. Συνήθως επανέρχονται.

    Κρατάω, βρέχει-χιονίσει, μια «στολή εξόδου» ακόμη κι αν είναι χρήσιμη μια φορά στα δέκα χρόνια. Δεν ξέρω τι εστί «αλλαγή γκαρνταρόμπας».Έτσι και μου κάτσει μια επιλογή, την  φοράω επί δεκαετίες. Έχω ρούχα, άκρως χρηστικά, που έχουν ηλικία σαράντα χρόνων. Και δέχομαι ευχαρίστως προσφορές «συμβολικών» ρούχων πεθαμένων ανθρώπων που με γεμίζουν υπερηφάνεια.

    Ποτέ δεν βγαίνω έξω αν δεν έχω τσιγάρα, λεφτά για ταξί και καφέ. Ο υπολογιστής μου έχει προτεραιότητα στη συντήρηση.

    Όταν ψωνίζω, είμαι ταχύς. Δεν τρώω αλάτι, μήτε ζαχαρη. Μουσική ακούω μόνον όταν επιθυμώ να κλάψω. Αρτύω τα νερομπλούκια με τζίντζερ και κουρκουμά. Γράφω και διαβάζω κάθε μέρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανελλιπώς από το 1962. Για να κοιμηθώ, πίνω δυνατόν καφέ.

    Έως τα δέκα, μετακόμισα  τέσσερις φορές. Έως τα είκοσι, έξι. Έως τα τριάντα, δεκατέσσερις. Έως τα σαράντα, δέκα.΄Εως τα πενήντα, δώδεκα.΄Εως τα εξήντα, τέσσερις. Εως πέρισι, πέντε. Ως μετακόμιση, εννοώ μεταφορά νοικοκυριού.

    Δεν ξέρω γιατί τα γράφω αυτά, αλλά και ποιος ξέρει;ά

  • Η πυραμίδα του εκλογικού βίου

    Ως οδοιπόρος που βαρέθηκε τα άγρια δάση και τα τσιμπήματα αγνώστων εντόμων και ξάφνου φτάνοντας σε ραχούλα και καταδεχομενος να θαυμάσει μια θέα είδε μπροστά του τον Μέγα Εκλογικό Διάκοσμο, ιδού η αναφορά μου.

    Αριστερά, είναι ένας λόφος σε σχήμα πυραμίδας. Είναι πασιφανώς του Σύριζα, εάν κρίνω από την κουρεμένη χλόη και στην κορυφή του να γυαλίζει ένα στέμμα Ηγεμόνα. Τριγυρισμένος από στίφη οπαδών, μοιράζει κατά το έθος σοκολατάκια. Δια των λόγων του. Άλλοτε με τις χούφτες, άλλοτε με φειδώ. Δεν ακούει κανέναν, αν και από ένα βαθύν ήχο κάτωθέν του , που μοιάζει με τεντζερέδες σε υπόγειο, φαίνεται πως τον υποστηρίζει ένα αθέατο υπόγειο. Στον λόφο προσέρχονται πολλοί. Κυρίως νέοι που τους έταξαν μέλλον.

    Δεξιά απλώνονται τα ερείπια ενός παλαιοχωρίου.  Εκεί πανηγυρίζουν, δεν ξέρω το γιατί. Πάντως ακούγονται τσιτάτα που διακόπτονται από ιαχές. Πάντως όλοι ουρλιάζουν όποτε ακούνε ιαχή που αρχίζει από «εκλόγ, εκλόγ». Δεν ξέρω πλέον τι παναπειαφτό. Η μακαριότητά τους με εκπλήσσει. Ίσως πταίει ομάς ρασοφόρων δημοσκόπων που μέσα σε μεγάλα καζάνια μαγειρεύουν ψιλό μακαρονάκι αλφαβήτας. Μαγειρεύοντας, φώναζαν ο ένας στον άλλον «είναι αυτό κουλί;» και εξ αυτού κατάλαβα πως εννοούσαν τον Κούλη.

    Ενδιάμεσα, μόνον νεκροί, τυμπανιαίοι ή διαμελισμένοι, και ρυπαροί διαγουμιστές που προσπαθούν είτε να πλησιάσουν τα καζάνια, είτε τις τσικουλάτες. Αυτοί υπήρξαν οι αρχαίοι χρήστες του χώρου. Ο λόφος είναι απότομος, το παλαιοχώριο φρικτό και απρόσιτο ρημαδιό.

    Πήρα τα γερμανικά μου κυάλια και επόπτευσα τα πέριξ. Στην χαράδρα μεταξύ των δύο τοποσήμων, ετοίμαζαν προφανώς μια τελετή υποδοχής. Ήχος και φως οργανωμένα, προβολείς προβαρισμένοι να σκοπεύουν τους μελλοντικούς εορταστές. Οδηγίες έδιδαν πρέσβεις, δραγουμάνοι και ολίγοι χαρτογιακάδες με άποψη.

    Μονολόγησα «τι γίνεται ρεπούστη μου» και δέχομαι μια ουρανομήκη φάπα κατά σβέρκων, τόσο δυνατή, ώστε κόντεψα να καταπιώ τα κυάλια. Και ακούω εξ  αρχαγγέλου φωνή πύθωνος:

    «Όλοι εκεί θα κατεβούν και δεν ξέρουν πως τότε θα ενεργοποιηθεί ο ωρολογιακός μηχανισμός που θα τους κάμει όλους ζόμπι τελειωμένα»

    Επέστρεψα έντρομος στις λόχμες και έψαχνα έντομα να με τσιμπήσουν.

  • Νικόλαος Μουτσόπουλος

    Οξύς, με φλεγόμενο πνεύμα έως το τέλος, ο Νικόλαος Μουτσόπουλος δεν είναι πια μαζί μας. Γεννημένος το 1927, μελετηρός, οραματικός και πάντοτε ανήσυχος, σημάδεψε με το πυρωμένο σίδερο της Διδαχής γενιές έωλες και αγνοιακές σε τόπους παράξενους και μυστικούς. Υπήρξα τόσο μαθητής όσο και σταυρωτής του και έλαβα τη λύτρωση από τον ίδιο. Έσπερνε σε στέρφα χωράφια και το ήξερε. Αλλά δε λύγισε. Έως το τελευταίο του τηλεφώνημα, άνθρωπος δίχως σώμα πλέον, ήταν αθεράπευτα διεισδυτικός και ανάερα ακριβής στην κριτική, πληθωρικός στην έρευνα, αδιάφορος στην καταλαλιά και χωνεμένος με το μέλλον. Η Μινιώ και τα καλά του τέκνα, ας μοιραστούν την πίκρα με την σακατεμένη στρατιά που μόνος του την όπλισε χωρίς να διανοηθεί μια θέση σε θρονί. Τον τιμώ και του χρωστάω.

  • Ο Αντήτερ

    Σε ένα σπίτι με αυλή και μια ροδακινιά, έμεναν τρεις φυλές μυρμηγκιών. Κάτι κόκκινα με βυσινιά κοιλιά, ταχύτατα, στο δέντρο, μαύρα αργοκίνητα με μεγάλες δαγκάνες στο χώμα, και κάτι ψιλά ξανθωπά στην κουζίνα. Τα πιο έκθετα ήταν τα ξανθά, επειδή κανένα δεν ζούσε για να βγάλει πτερά και να γονιμοποποιήσει την βασίλισσα, και λιγόστευαν συνεχώς. Έξω, ο πόλεμος μαύρων και κόκκινων έφτασε σε ακρότητες, καθώς μάλωναν με το παραμικρό κι έκλεβε το ένα τα αβγά του άλλου. Επιπλέον, τα κόκκινα κολλούσαν συχνά στις σταγόνες από τις ροδακινιές και δεν μπορούσαν να αρμέξουν σωστά τις μελίγκρες. Ώσπου ένας κόκκινος που έπεσε από ένα φύλλο στο μπαλκόνι της κουζίνας, βρίσκει τα ξανθά και τους μηνάει (μιλούσαν ενώνοντας τις κεραίες τους) «ώρα να βγείτε στο μεϊντάνι μαζί μας, να πάψουν οι μαυροδόντηδες να μας κόβουν τους σπόρους και εμείς να τρώμε φάρμακα και αροξόλι».

    Μερικά ξανθά την πάτησαν και βγήκαν από το κινάλι (έτζι έλεγαν το νεροχύτη) και το δημάρι (έτσι έλεγαν τα κενά πίσω από τα πλακάκια) αλλά και από την Αποικία (ή το «απίκου», καθώς έλεγαν εκείνα που είχαν απομείνει λίγα, καθώς ήταν πολλές γενιές ορφανά) και έφτασαν στη ροδακινιά με τες μελίγκρες. Αλλά εκείνες ήταν τετραπλάσιες και δεν μπορούσαν να τις αρμέξουν. Ωστόσο, ξεθαρρεμένα τα κόκκινα κατέβηκαν από τη ροδακινιά (στη γλώσσα τους λέγεται «το δέντρο των ευπίστων») για να νικήσουνε τους μαυροδαγκωνιάρηδες.

    Αλλά ο μύθος δεν διαδραματίζονταν στην Ελλάς ή στα εύκρατα, αλλά το Σουδάν και σαπέρα, οπότε ο νοικοκύρης του σπιτιού βαρέθηκε να περιμένει τις ΜΚΟ να του υπόσχονται εντομοκτόνα και έφτιαξε παγίδα τη λεγόμενη «του Σερενγκέτι» και έπιασε έναν μυρμηγκοφάγο που τον έλεγαν Αντήτερ κι εκείνος έφαγε όλες τις φυλές των μυρμηγκιών στην αυλή, κι ο νοικοκύρης έψησε τον Αντήτερ για να τον φάει και έφερε στην αυλή σαλιγκάρια.

  • Ναυσικάααα

    Από τις πολλές εικόνες (παλιά τις λέγαμε «ζωγραφιές» ― οι πίνακες ήτον για τα μουσεία) του Οδυσσέα που συναντά την Ναυσικά, παίζουσα με φίλες ή θεραπαινίδες και διαλύεται ο χορός τους, προτιμώ την εκδοχή του Jean Veber, κατά βάσιν σκιτσογράφου, που πήγε στον Μεγάλο Πόλεμο στα πενήντα και τον γκάβωσαν τα αέρια της μουστάρδας. Ο ήρως μοιάζει με εξοντωμένον Ντοθράκι, σκελετωμένος, πεινασμένος, με παράξενα φτιαγμένο δεξί πόδι, σάμπως πλατύποδο και με την λαιά έχει ξεριζώσει ένα μονόρριζο σαν νεροκρέμμυδο και σκεπάζει τα αιδοία του, μη τρομάξει η βασιλοπουλίς. Δύο κορτσόπα είναι ήδη σε φευγιό, η τέρμα άνω δεξιά πήρε κάτι από την φυλλωσιά κι είναι έτοιμη να βελάξει (Σεφέρης) ενώ η μεσαία έχει σταθεί λίγο, έχει και φίλη να προσέξει. Η Ναυσικά, την βρίσκω εκστατικά επουράνια. Στέκεται κόκκαλο, με τα δύο χερούδια της μιμούμενα μαξιλάρι όπου ποθεί να συγκοιμίσει τον έμπειρο απέναντι, μισάνοιχτα χείλη εκφέροντα ένα «αχ καλέ, σκιάχτηκα» και στο πάλλευκο σώμα τρεις σέπιες ηδονής σημειακές ―στην αμασχάλη, στα απόκρυφα και καταμεσής στη γάμπα― μάλλον θα έσκυψε ψάχνοντας την μπάλα και προέκυψε ο Σερ Φράνσις Ντρέηκ χωρίς το manowar του. Αν τον ξυρίσει και τον αλείψει εκειά τα απεχθή λιπάσματα που συνήθιζαν, θα μοιάζει με τον Τανιμανίδη του Σαρβάηβορ. Όχι με τον Ντάνο. Με τίποτε. Πρέπει να καταλάβουμε πως όποιος άδει άθλα ηρώων λέγεται Φήμιος, ήτοι ο Δήμιος των Μύθων.

  • Ο Σαββάτιος

    Έμεινα χάσκοντας κι έπειτα, ήρθαν οι μέλισσες. Δηλαδή κεντρίνες ήταν.

    Αρχές Αυγούστου του 1974, δεν τα κατάφερε ένας γιός μου. Χάθηκε πρόωρος και μοιραία με στιγμάτισε. Έκτοτε γνώρισα ή  ανάθρεψα παιδιά γεννημένα στο τέλος της δικτατορίας. Και γνώρισα παιδιά φίλων μου, κάπου εκεί, μερικά σήμερα κλείνουν τα πενήντα.

    Μέσα στο φαρμάκι μου, είδα στο βλέμμα τους όλη τη διαδρομή της μεταπολίτευσης.

    Δεν μπορεί, σκεφτόμουνα, δεν θα μας μοιάζουν, δεν θα είναι χύμα και προσκολλημένοι σαν κι εμάς.

    Κι έμεινα εκστατικός, βλέποντάς σε να γελάς ανάμεσα σε γυναίκες,όπως γελούν στις επετείους και στις προκαθορισμένες εμβληματικές στιγμές. «Εἴθοις Σαββάτης μὴ ἐγεννήθη» έκραζαν οι Πράσινοι στον Ιουστινιανό, εννοώντας τον Σαββάτιο, τον πατέρα του.

    Ω, μη μου ανησυχείς. Εγώ αισθάνομαι Σαββάτιος.  Εγώ δεν γεννήθηκα. Κάτσε και κλώσσαε τ΄αβγκά και άμα περάσεις από Σαλονίκη, μήνα μου να φεύγω. Θα σε καλέσουν σίγουρα διότι. Σύμφωνα με το άσμα «να χαμηλώναν τα βουνα, να δω τη Σαλονίκη τα μεσάνυχτα, την πόρτα σου άνοιξα»

    Παίζει και το «διαβάς ες Μακεδονίαν, βοήθησον ημίν». Σαββάτιος-ξεσαββάτιος, τέτοιο παιδί δεν μεγάλωσα, δεν ανάστησα και δεν καμάρωσα.

     

  • Δάκρυα καθόδου

    Η έκφραση «θα κατεβώ» έχει στοιχειώσει μέσα μου. Δε σημαίνει πως η υπεσχημένη κάθοδος θα έχει προορισμό ένα υπόγειο όπου ξεκουράζεται μια βαρέλα με κρασί, ή τον κάτω όροφο μιας πολυκατοικίας. Συνήθως προκαλείται σε καφενείο, όπου η τσακαλοπαρέα  παροτρύνει τον γνώστη των μικροπολιτικών ζητημάτων μιας γαμόχωρας ως εξής: «τόσα που ξέρεις, γιατί δεν κατεβαίνεις;» ‘Ολοι εννοούν τις εκλογές, δημοτικές ή για την διεκδίκηση της προεδρίας ενός «Συλλόγου προς διάδοσιν της αξέχαστης αυτογνωσίας των φλομομένων από νοσταλγία πατρίδων»

    Ο κατεβατός, έχοντας τον έπαινο της τοπικής αγοράς και τον τοπικών σοφιστών, άρχιζε, μέρα τη μέρα, λεπτό προς λεπτό, να μεταλλάσσεται σε κάτι απόμακρο, αλιενίστικο, οραματώδες και συνοφρυακόν. Η πολύ γαμώτη υφίστατο περικοπές. Η αναζήτηση μυαλωμένων τσιτάτων έμπαινε στην λέμφο του, σάμπως διαρροή από τύμπανο πλυντηρίου πιάτων. Άσχετο εάν η υπόσχεση γινόταν πράξη, μια σφραγίδα δωρεάς ,σχήματος μήνης φωτός, τον περιέβαλε.

    Mε τους ανθρώπους που «κατέβαιναν» ή κι αυτούς που ήταν ακατέβατοι , αισθανόμουν μιας μορφής ημιπολυτέλεια. Σε τέτοιο βαθμό ,ώστε έχανα κάθε λογικό κριτήριο. Έχω γράψει πάλι τι σήμαινε η ραδιοφωνική ατάκα «ο αυλάρχης (ή ο πρωθυπουργός) ενημέρωσε τον βασιλέα». Θεωρούσα πως τον ημέρωνε,κάπως έτσι: έμπαινε στην αίθουσα του θρόνου με ένα μαστίγιο θηριοδαμαστή και τον εύρισκε πάνω στη ράχη της μπερζέρας του να βρυχάται. Οπότε χτυπούσε μια δυο στράκες στον αέρα, λέγοντάς του ήπια «ήρεμα μεγαλειότατε, ήρεμα».

    Πρώτη φορά βρέθηκα σε ένα δάσος από ρεμπούμπλικες σε μια ομιλία του Μαρκεζίνη στα Γιαννιτσά. Τον άκουσαν, τον παίνευαν, μα δεν τον ψήφισαν.Έκτοτε ,όλο σε τέτοια έπεφτα.

    Αλλα το μέγα ταράκουλο γινόταν στις δημοτικές .Εκεί ψήφιζαν τα πρώτα χρόνια κατα μιλέτια και νίκαγαν οι πολυπληθέστεροι που δεν ήταν εξορία η «χαρακτηρισμένοι». Ώσπου  έσπασε κι αυτό και ένας παραδοσιακός μουχτάρης οχ τον Πόντο συμμάχησε με ένα ντόπιο καταγόμενον από βερχοβίστικη φαμίλια και νίκησαν. Ο δεύτερος συνέχισε καριέρα, ο πρώτος είχε κάνει την Ελλάδα τουμποφλό αργότερα.

    Έκτοτε, ο  «πολιτευτής δεν ήταν λειτούργημα, αλλά άθλημα.Οι ντόπιοι, ανεξαρτήτως φρονήματος, φυλάγονταν. Και όποιον ρωτούσαν οι καρεκλοβίωτοι  τι θα ψηφίσει, απαντούσαν «Πιπίνο τέλουμε» και αργότερα «Πέτσο τέλουμε». Πριν σαράντα χρόνους, άλλαξαν τα χρώματα και οι γενιές. Βάφαν τις ασφάλτους πράσινες. Κι ένας υποψήφιος, περαστικός σε χωριό, χωριό που το διασάλευαν πείσματα και ενοχές, όταν με άκουσε να μιλάω, είπε: «αυτόν θα τον αξιοποιήσω!». Ο επικήδειος του Κονδυλάκη σε ρημέηκ.

    Σε πολλές κατεβασιές πολιτικών βρέθηκα, τους γνώρισα και τους μιλούσα επιλεκτικώς.  Ώσπου έτυχε και μ΄έπιασε μια κατεβασιά, ένα σινάχι, μια υπέρταση στα όρη στα ψηλά βουνά, παραμονές Καθαρής Δευτέρας και δεν είχα κουράγιο να πατήσω το ρημόουτ. Οπότε έπεσα σε τελετές παρελάσεων, όχι των Πατρών ή της Ζακύνθου, μήτε σε κουδουνάδες, αλλά σε μια Κυριακή αγροτική από το Ρουμλούκι. Στα μέρη του Μελήκ, του σουλτάνου Καϊκαούς, στα κτήματα του Σκυλιτζη πάνω στη ράγα του Αλιάκμονα, από Μπάρμπες- Κούτλες στην Arulos, κοντά στο φρύδι της Αγκαθιάς.

    Είχανε ζέψει τις  πλατφόρμες σε τρακτέρια και έβαζαν χαρτονένια ονόματα στην ακινησία τους κι έπειτα, σε αίθουσα ήταν όλοι να τραγουδήσουν, σε επίπεδα νόμιμα ελληνικά . Αλλά τα τσακίσματα και τα λυγίσματα των μελωδιών δεν ακολουθούσαν το πρόγραμμα. Μέσα  σε μια αφοπλιστική παρωδία  χώνοντας τα κοντράλτα μιας Λιάγκραβης  και ο κυματισμός του Τσούκνου, ένα παραφωνο εφηβάκι που αγαπούσε γλυκά ένα διπλανό του σκουλάτο πακιακιό, ήχοι της Νίγδης και ισοκρατήματα Γκασκαούζων, ενώ πολλά τσελιγκάτα βλάχου ομίλου χόρευαν με τον θάνατο της ζάντρουγκας και την ανάσταση των μητάτων.

    Και ξέχασα την αρρώστεια και δάκρυα πολλά σκέπασαν τον αποπνιγμό μου. Ηταν μπροστά μου όλες οι φάρες των ψηφοφόρων, και όλοι οι πολιτευτές που καθήλθαν αλλά δεν ευωχήθηκαν και πόμειναν στο Φαγιούμ της Βίστριτσας με τα ραγισμένα τους πρόσωπα και ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα, αλλ΄ήταν απλώς μία bank holiday και οι κατσούλες των κυράδων ραντισμένες με το μέλι της αγάπης τους.

  • Μια πρόβλεψη

    Απ΄αυτά που βλέπω, η κυβέρνηση, εκτός απροόπτου, θα καταλήξει σε εκλογές το φθινόπωρο. Η συλλογιστική της είναι μιας μορφής συνισταμένη των επιρροών που δέχεται

    1. Από το σινάφι της
    2. Από τις έξωθεν επιρροές της
    3. Από το χαρτί «Αλέξης Τσίπρας» που θα βαρέσει υπερωρίες.

    Ο συνωστισμός εκλογών μαγιάτικα, έχει βέβαια στόχο την λαϊκή εκτόνωση που ίσως αποτυπωθεί στις Ευρωεκλογές, ίσως όχι. Πάντως στις αυτοδιοικητικές , ελάχιστοι δήμαρχοι θα έχουν άνεση χειρισμών. Με το σύστημα του «Κλεισθένη» δύσκολα θα λείψει η πληθωρική «αναλογικότητα». Όποιο ποσοστό και να μαζέψουν οι Συριζαίοι, κέρδος είναι.

    Γιατί θα σπρώξει την κατάσταση έως το φθινόπωρο; Διότι δεν έχει τον χρόνο έως τον Μάιο να βγάλει όλους τους άσσους, και τους τέσσερις, από το μανίκι:

    1. Κούπα.Την γλύκανση του «Μακεδονικού» και το δρόμιασμα ενός παζαριού με την Τουρκία.
    2. Καρό.Την εκπλήρωση, στον μέγιστο βαθμό, όλων των «εξαγγελιών» του εθελοτυφλούντος Μητσοτάκη που θα υιοθετήσουν μερικώς,κι όσο τους παίρνει, πλην της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος, διότι έχουν πολλούς θεριακλήδες.
    3. Σπαθί. Την συμπλήρωση «κενών» από χρήσιμους ηλίθιους που παριστάνουν ακόμη τα σκληρά καρύδια.
    4. Μπαστούνι.Την αναβίωση των παλαιών καλών σχέσεων με την γλυκύτατη Ανέλα, ώστε να μη αρχίσει να ρίχνει πεζόβολο προς καμιά διεύρυνση α λα Μητσοτάκ.

    Ο κύριος στόχος, παραμένει η υπέρ αυτών Βουλή, να διαθέτει 121 έδρες. Και ευχής έργο, γι’ αυτούς, θα ήταν να μαλακώσουν τις σκέσεις με την Ευρώπη, υποσχόμενοι πως εφεξής θα είναι καλόβολα παιδιά και θα ακολουθήσουν το πρόγραμμα. Ελπίζουν ότι πριν το καλοκαίρι, θα έχουν κυκλώσει τα έξτρα ψηφαλάκια που προσδοκούν από διάφορες πηγές. Αυτές που έφεραν ξανά το έτος 2000, το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία πάλι.