Author: Πετεφρής

  • Η χάραξη των ουρανών

    Συμπαθώ ιδιαίτερα την γοτθική αρχιτεκτονική. Ειδικά την τελική εντύπωση που προκαλούσαν τα εσωτερικά τους, στους νεοπροσληφθέντες στην τέχνη του υπερβατικού. Αυτή η οξύτητα, η αίσθηση της κορύφωσης, που δεν έχει καμία σχέση είτε με την δρομική μεσογειακή ναοδομία, είτε με την ακμή της, στα περίκεντρα και στα τρουλλαία κτίρια. Μάλλον πίστευαν σε άλλον θεό, που τους εκτόξευε στα επουράνια και δεν τους στέγαζε υπό την παραμυθία των θόλων, των τοξοστοιχιών και των φουρνικών.

    Και αυτό το πετύχαιναν, απογειώνοντας τους μακρόστενους, υπερύψηλους σηκούς των, υπερφωτισμένους από τα υάλινα διαφράγματα και την τάση να εκφράζουν την αρχιτεκτονική τους μέσω δεσμών απο ραδινές κατακόρυφες γραμμές που χάνονταν στα ύψη. Η λύση που διάλεξαν, ήταν οι επίστεγες αντηρίδες, οι flying buttresses.

    Αυτές οι αντηρίδες προϋπήρχαν ως ενισχυτικές. Τις χρησιμοιούσαν κυρίως όταν οι περιμετρικές τοιχοποιΐες έδειχναν κόπωση, οπότε τις πρόσθεταν σε μετασκευές, όπως συνέβη στη Ραβέννα, στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, αλλά και το θέατρο των Φιλίππων,στην μία πάροδο, υπάρχει ένα ημίτοξο να δένει μια παρειά των κερκίδων. Αλλά την Μεσόγειο δε την δένεις με σκοινιά, ορθώς απορεί ο στιχουργός, αλλά με παχύτατους τοίχους που ανακρατούν την θόλο. Αν η Ανατολή προτίμησε τον μπάμπουρα για να τον εξελίξει, η Δύση ήταν σαφώς υπέρ των ορθοπόδων, του τριζονιού και της ακρίδας.

    Ή, ακόμη πιό εποπτικά, οι δικές τους υπέρογκες αρχιτεκτονικές έμοιαζαν ως προσομοίωση του σκελετού ενός καμαρωτού πεποικιλμένου πτηνού, με φουρφουριστό πτέρωμα, αλλά στηρισμένο σε λιανό κούφιο κοκκαλάκι. Όπως το παγόνι.

    Χάρη στις επίστεγες αντηρίδες, οι τοίχοι στέριωναν πανύψηλοι, σχετικά λεπτοί, ενώ τα φέροντα στοιχεία άφηναν υπερεπαρκή διαφράγματα για να δοξάζονται τα βιτρώ και τα ακτινωτά κύκλια. Ενώ απέξω, το σύνολο έμοιαζε με των τζιτζικιών και των τριζονιών το γαμμάτισμα των πίσω ποδιών και εκείνη η ακινησία τους ,όταν έτρωγαν ή καιροφυλακτούσαν.

    Οι στατικοί θα σας εξηγήσουν την μεταφορά των ωθήσεων προς την Γαία, που αφαιρούσε πολλές ρωγμές από τον δομημένο χώρο. Γι’ αυτό και αγαπάω την Νοτρ Νταμ, που μπροστά μοιάζει με μεταποιημένο Ρομανέσκ, με εκείνους του δίδυμους πύργους, κι όσο βαίνομεν προς ανατολή, βρέχει ακρίδες, συμβολικώς μιλώντας.

    Στην Ανατολή, ο τρούλλος παραμένει δραγουμάνος του φρικτού ρητού «όσο και να ψέλνετε, ραβαΐσι στον Παράδεισο δεν έχει, ενώ η πτερωτή οξυκόρυφη ένταση της Δύσης, διδάσκει «κι εδώ είναι σκούρα τα πράγματα, αλλά θα υπάρξει πίσημος ημέρα που θα εκτοξεύσουμε διατημόπλοιο».

  • Μέρες του 1961

    Μεγάλο Σάββατο του 1961, Απριλίου 8, μια ομάδα δασκάλων λειτουργήθηκε στην Ζωοδόχο Πηγή του Μπαλουκλή. Το 1955 είχε καεί και διαρπαγεί στα γεγονότα του Σεπτεμβρίου.Ήμουν εκεί. Δεν είχα ξαναδεί ρημαγμένο ναό. Ήταν μια αθεράπευτα σκοτεινή εμπειρία. Θυμάμαι την ξαστεριά και το αεράκι.Μπορεί να γιορτάζαμε Ανάσταση, αλλά η θανατερή ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε προσωρινή. Ήταν κι άλλοι Ρωμιοί εκεί, σιωπηλοί και τελείως σκιασμένοι ενώ τρεμόπαιζαν αγιοκέρια, χωρίς λαμπάδες. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, πριν μοιράσει το άγιο Φως, μας μίλησε. Πολύ σοβαρός, με ένταση και σοβαρότητα. Νόμιζα πως τα αναγνωστικά του Δημοτικού, οι εορτασμοί επετείων, η εγκαρτέρηση που δίδασκαν και οι απαγγελίες στις σχολικές γιορτές, είχαν πηγή και βάση εκείνην την ατμόσφαιρα που αγνοούσα. Δεν χωρούσε εκεί, μήτε στην καρδιά μου, ο Πωλ Άνκα και οι Μπράδερς Φορ, οι Πλάτερς και το λιγοστό ροκ που υπάρχε στα τζουκ μποξ. Αλλά η εμπειρία ήταν πανομοιότυπη. Δεν είχαν τελειώσει όλα. Το σκοτάδι που κυριαρχούσε στα πάρτι και οι κάφτρες από τα τσιγάρα των σκοτεινών πάρκων, ήταν επίσης εκεί. Η νύχτα ήταν μεταδοτική και καθόλου ελπιδοφόρα.Τα δέντρα ήταν επίσης γυμνά και η κυκλοδίωκτη αίσθηση, το ίδιο. 17 Απριλίου έπεφτε Δευτέρα του Θωμά. Και το θέμα της έκθεσης ήταν “ελεύθερο”. Και περιέγραψα την νύχτα του Λαζάρου. Ήταν το πρώτο και το μόνο γκόθικ που συνέταξα ποτέ κι ευτυχώς δεν θα το θυμηθώ ποτέ.

  • Σεντόνι για την αποκαθήλωση

    Οι υγρασίες των τοιχογραφημένων επιφανειών που όταν ανιχνεύονται δεν θεραπεύονται δια της ταπείνωσης του υδάτινου ορίζοντα,οι διαμήκεις ενεργές ρωγμές, οι εργάτες με τις σαγιονάρες, η έλλειψη τεχνιτών που έχουν περάσει από σαράντα κύματα εκπαίδευσης, «η ζωή και οι ανάγκες της» που καλύπτουν τα θρησκευτικά μνημεία με νεοβυζαντινί απρέπειες,  και τα κοσμικά με εξωτερικές μονάδες κλιματισμού και άλλα χρηστικά, η χρήση ζωντανής φωτιάς στο εργοτάξιο, η αυτεπιστασία ως υπηρεσιακή ευθύνη ανθρώπων που διδάχτηκαν αισθητική της τέχνης και η διακόσμηση των διαμερισμάτων τους αποδεικνύει την μακαριότητα της καριέρας τους, η ανάθεση ευθύνης σε αστοιχείωτους, αλλά υψηλά στην επετηρίδα, το βόλεμα που προκαλεί η παρουσία γαλαντόμων εργολάβων, η ατελέστατη τεκμηρίωση των μνημείων, η επιβολή επιστημονικών προσωπικών απόψεων στην πρακτική των αναστηλωτικών προτάσεων, η απουσία κάθε μορφής πιστοποίησης, η φιλότιμη αυτενέργεια που οδηγεί σε κάρα με πατάτες, η φρικτή έλλειψη συνεργείων υπό εργοδηγό, αρχιτεχνίτες, τεχνίτες και βοηθούς που γερνάνε δουλεύοντας ως εσνάφι και όχι ως οκταμηνίτες, η έλλειψη  γενικής γραμματείας πολιτιστικής κληρονομιάς πλήρως αποκεντρωμένης, και άλλα, ίσως εκατό εκκρεμή και χαίνοντα κενά, είναι η πεσμένη ασφάλεια και ο μέγας εσωτερικός κίνδυνος των δικών μας μνημείων, χωρίς να υπολογίσω την ασφαλή μεταφορά των ειδημόνων, από την υλοποιητική Πράξη στην στέππα της Διδαχής. Κι αν μας θλίβει ο Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο και η Νοτρ Νταμ στο Παρίσι, τα μνημεία της χώρας μας και πολλών γειτονικών, το πολύ να καινουργωθούν εμβαπτισμένα στο κρεμ-μπεζ χάρτσι από πατημένο κουρασάνι και στον θρίαμβο ενός κίονα που ανασηκώθηκε συνοδευόμενο από μύριες αφηγήσεις υπέρ νέων Παρθενώνων και δεν συμμαζεύεται. Ακόμη και στα σύγχρονα οικοδομήματα, οι ταράτσες τους μοιάζουν με ανύντακτους μαχαλάδες λαϊκής αγοράς που διαλύεται.

  • Φονικό στην Εκκλησιά.

    Εξειδικευμένοι, ρουτινιέρηδες επόπτες των δικών τους ονείρων, ενθουσιώδεις οραματιστές-ερασιτέχνες, εργολαβίες πάντα πιστοποιημένες, ώστε να τις καταλαβαίνουν οι δημοπράτες των κονδυλίων, έργα που δικαίως χρονίζουν και πάντοτε υπάρχουν εργασίες που πάνε στράφι. Κάτι πάει στραβά με την διαχείριση των μνημείων και η Νοτρ Νταμ το πληρώνει.

    Από τότε που μπήκα στη δουλειά αυτή, έχω μετρήσει πάνω από εβδομήντα μνημεία κάθε τύπου που δεν υπάρχουν πια. Τα ήφαγε η λάμια και η φάουσα. Και πλήθος, στα σεμινάρια, οι προβληματικές και η σύγκρουση της αυτεπιστασίας με την εργολαβία. Ηλεκτροκόλληση, ολίγον αλκοόλ, αμέλεια καθώς η πίεση απαιτεί χαλάρωση, υπερεξειδίκευση που αναγκάζει να συσταθούν ομάδες πολύξερων, η καθεμιά με το σακατλίκι της. Λειτουργίες που συνυπάρχουν, πιέσεις απ’ τον τουρισμό και την «αξιοποίηση» που πιέζουν τα χρονοδιαγράμματα, αναστηλώσεις που θα γινόταν καλύτερα με lego, άπειρα παραδείγματα ατυχών παρεμβάσεων, συχνά το εύφεκτο συνυπάρχει με την αμάθεια και οι άνωθεν εγκρίσεις ούμπερ άλες.

    Βέβαια, αυτά μας νοιάζουν όταν είναι σε κίνδυνο τα πρωτοκλασσάτα. Αλλά και βαρειές συνέπειες από τις ρητίνες, παλαιότερα, από τα αναλυτικά σχέδια και το δάσος των εγκρίσεων από ανθρώπους που δικάζουν μεταξύ παρατάξεων.

    Βγάλτε τώρα πορίσματα και πάμε για το επόμενο σφάλμα. Η ανάκριση δεν θα αποτρέψει τον επόμενο θρήνο. Και τα πιο άξια χέρια γίνονται ανάξια όταν νυστάξουν.

    Αν δεν συγκροτηθεί αυτοτελής επιστήμη για τα μνημεία, τα ίδια θα συμβαίνουν, χώρια οι φυσικές καταστροφές. Όπου τα διοικητικά συμβούλια και οι επιτροπές να αρμέγουν αιγοπρόβατα. Κι αυτά, σε κόσμο όπου τα ολογράμματα και τα λέιζερ επιτρέπουν στα περισσότερα ζητήματα επαρκέστατες αποκαταστάσεις εικόνων. Ουφ.

    Θα επανέλθω. Ως αστροναύτης.

  • H Παναγία των Παρισίων. Σήμερα.

  • Η επιδερμίδα

    Προοίμιο για το σινάφι

    ‘Οταν μου γεννιέται μια συγγραφική ιδέα (διότι οι ποιητικές εξαδέρφες τους, πέφτουν ως μετεωρίτισσες από τον ουρανό) για να μη χαθώ στην λεξιλαγνεία και στα φούμαρα, ακολουθώ πιστά εικόνες. Είτε αλλωνών είτε αυτοσχέδιες.

    Στην περίπτωση του νεοελληνικού spleen, τηρώ τον ίδιο κανόνα που οι φροντιστές ακολουθούν, προκειμένου να βαφτίσουν «Σώς» (και όχι Ές όου ές) ένα θέμα που «μάλλον θα πέσει». Πρέπει να έχει ξαναπέσει, υπό παραλλαγές και στο παρελθόν, να είναι σε θέση να το κατανοήσουν οι διορθωτές των γραπτών και να μπορεί, υπό προϋποθέσεις να γίνει σκονάκι στο σώμα, στα ρούχα ή στον εγκέφαλο των υποψηφίων.

    Στο φλέγον θέμα των «σκανδάλων» που είναι «Σως» διαχρονικώς  και πέφτει συχνά, ωσάν πεντάρης σεισμός στην κοινωνία, ξεκινάω πάντοτε επιδερμικά. Επειδή ξέρω πως εκεί, στο δέρμα θα παραμείνει, κι εκεί θα φουντώσει, ως έγκαυμα ή βιτριόλι, και πως ουδέποτε θα διερευνηθεί αν από μέσα δουλεύει συρίγγιο, εσωτερική αιμορραγία ή άλλο τι εκ του σωματικού βυθού.

    Το άρμα Δαρείου

    Όταν προκύπτει Novartis η Siemens, λαχνοί λαϊκού λαχείου κρυμμένοι πονηρά σε χουφτίτσες παιδιών από οργανοτροφεία, εξασκημένων (συνέβη κι αυτό), αραχνιασμένες υποθέσεις που «ξεχνιούνται» άνευ υπογραφής σε επιδραστικά υπηρεσιακά γραφεία, κινητοποιήσεις ομάδων για να σωθεί ο πλανήτης ή το Σινιάτσικον όρος, μεθοδεύσεις λυσσωδώς αντιμαχομένων ομάδων που τα έχουν βρει στο παρασκήνιο και δουλεύουν την κοινωνία, είναι θεσμός, ιερός Κανόνας και θέσφατο να υπάρξει το φαινόμενο «Το άρμα του Δαρείου».

    Άρμα Δαρείου καλείται η ένοπλος σύναξις των Ικανάτων, πέριξ του άρματος του Μεγάλου Βασιλέως ώστε ο μεγαλέξανδρος της εποχής να χασομερήσει  «βγάζοντας με αγκούσα πολλές σηκωταριές» (στίχος του Μίμη Σουλιώτη) και ο Αυθέντης να διασωθεί.

    Στην σύγχρονη εποχή, αυτό το ξεκάρφωμα, λέγεται πολιτικές ευθύνες.  Αυτές αναζητούμε, σε αυτές επικεντρωνόμαστε, υπό την μάλλον ασύστατη πεποίθηση πως οι πολιτικοί κατευθύνουν τα πάντα. Και μόλις τον εντοπίσουμε τον κιαρατά, ευθύς τον κάνουμε άρθρο, μουρμούρα και ταυτόχρονα μια ανακούφισις μας διέπει.

    Και προς Θεού, μη αρχίσετε το σορολόπι πως υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Αλλά σπανιότατα εκπηγάζουν τα σκάνδαλα από αυτές.

    Είναι κάτι βαρύτερο αυτό που τις ωθεί στη βασκανία αυτή. Την δήθεν διαχείριση του τίποτε. Την ένταξη στους παράλογα σύνθετους χαρακτήρες των πινάκων του Ιερώνυμου Μπος.

    Δεν είναι θέμα ηθικής ή ανάγκης.

    Ανοίγω λοιπόν για χάρη σας την μια κουρτίνα από τις τρεις, ελπίζοντας να μη πέσουμε σε ζονγκ.

    Καλώς ορίσατε στην Νεβερλάνδη.

    Η Νεβερλάνδη

    Δεν υπάρχει μαρτυρημένος Μεσσίας, προφήτης ή Αρχηγός που δεν λούστηκε την καταλαλιά και την αμφισβήτηση. Ακόμη και εκείνος που ετάφη ενδόξως, κάποια στιγμή στην ανακομιδή πλημμύρισαν οι πενθούντες με ένα ασκέρι νυχτερίδων ή κατσαρίδων.

    Η πίεση υπάρχει εκ των κάτω. Από εκεί και οι παράξενες σιωπές που αποδίδονται σε ιστούς αράχνης που εμποδίζουν την επικοινωνία.

    Αν η Novartis κατέληξε στην υπόδειξη πρωταιτίων, ή θα καταλήξει εκεί, είναι επειδή, όλες οι νοβάρτεις του ντουνιά, δωροδοκούν γιατρούς. Κανένας δεν θίγει το ζήτημα των χιλιάδων μηχανικών που δέχονται να εισπράττουν το ΦΠΑ που αναλογεί στα υλικά που προτείνουν. Κανένας δεν θίγει τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς που αναδέχονται να συστήνουν βιβλία, βοηθήματα και υλικό που τους έχουν προτείνει έναντι ανταλλαγμάτων. Κανένας φροντιστής κατ΄επάγγελμα δεν βγάζει κιχ για τους παιδαγωγούς που φροντιστηριάζουν τους μαθητές τους. Κανένας αγρότης δεν καταγγέλλει διπλά τιμολόγια και δελτία αποστολής, κανένας δεν λέει όχι στα βελτιωτικά τροφής, στα λιπάσματα και στα φάρμακα, στην διανομή των αποσυρμένων φρούτων προς μια γκρίζα αγορά, στον γύψο και στους βρεμμένους στόκους που αυξαίνουν τις παραδοτέες ποσότητες βαμβακιού στα εκκοκιστήρια.

    Σε άλλη διάσταση, κανένας δεν θα ψάξει ποτέ πόσοι εθελοντές πληρώνονται «για να θέλουν», ποια είναι τα μονοπάτια που εξάπτουν τον οίστρο των φιλανθρώπων και των χορηγών α γκαλιά με διοργανωτές εκδηλώσεων, βραβεύσεων και επικοινωνιακής υποστήριξης. Και το ποσό που ξοδεύουν οι δήμοι για τα «κοινωνικά» τους παντοπωλεία, ιατρεία και άλλα ευαγή, εννοώ το πόθεν έσχες τους. Και το γιατί τόσο πολλοί καλούνται ασταμάτητα να φιλοτιμηθούν για να δώσουν το οβολό τους υπέρ των απόρων, των παιδιών, των ανηκέστως ταλαιπωρημένων, αρτύοντας άγνωστα προσφάγια και υπό την αειφόρον διοίκησιν κάποιων αλληλέγγυων προς την κοινωνία που την μετέτρεψαν σε κωλοχτύπα και χταπόδι που άφρισε στον βράχο.

    Και βέβαια, πως ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα, όχι με μια αίσθηση νοικοκυρέματος ή επενδυτική (τρομάρα μας) αλλά από τις διαρροές που προκαλεί η ένσταση, η προσφυγή και η επιστροφή μισθών, δαπανών και άλλων εξωτικών, την ώρα που τα περισσεύματα μας έχουν γονατίσει. Ποιος νουνός και ποιος κουμπάρος είχε το θράσος να μετατρέψει το Σύνταγμα σε πυραμίδα οροφής ανώτατων μισθών, που κάθε τόσο απαιτούνται, με την βούλα του Νόμου ως αδίκως μη καταβληθέντα; Ποιος έκανε τον Αυτιά εκπρόσωπο των αδικημένων;

    Πότε γεννήθηκε η έκφραση «κατόπιν ενεργειών μου», μια έκφραση για τα σίδερα; Πόσες φορές ακούστηκε από λογιστή η έκφραση «κάτι θα σκεφτώ να το καλύψω»;

    Γνωμάτευση

    Για αυτούς που θα αναρωτηθούν αν πρόκειται περί αρρώστειας και αν υπάρχει γιατρειά, παρόλο που αναφέρομαι σε εσωτερικά τραύματα ή δυσανεξίες, νομίζω πως όσο βαθέως και αν βρίσκονται αυτά τα ζητήματα, έχουν επιπτώσεις μόνον στην επιδερμίδα, δηλαδή αφού εκδηλωθούν. Παρομοίως όπως το πετρέλαιο δεν επιδρά όσο είναι φυλακισμένο στους υπόγειους κοιτώνες του, αλλά εισπράττουμε τις όποιες επιπτώσεις του, όταν αντλείται.

    Για μένα, μοιάζει με ευλογιά ή με ανεμοβλογιά όταν δεν είναι πολύ δραστική. Μόλυνση, πυρετός, εξανθήματα, από παλιά την αντιμετώπιζαν επιθέτοντας μια ηπιότερη ευλογιά στους ασθενείς. Αλλά παραμένει παρομοίωση. Διότι οι βλογιοκομμένοι δεν είναι πια της μόδας και καλύπτονται με μπατανάδες και κονσίλερ. Κι ενώ δεν απασχολεί, παρά ελάχιστα την ιατρική, εξακολουθεί να είναι ο κύριος λόγος του συμπτώματος «εξαφανιζόλ» στην πολιτική οικογένεια.

    Θεραπεία κατά περίπτωση

    Αυτή η πάθηση δεν εξαφανίζεται με μαζικό εμβολιασμό όπως συνέβη με την μολυσματική αδελφούλα της. Καθώς ενδημεί σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, συνήθως υπάρχει κάποια ανακούφιση όταν οι βλογιοκομμένοι γίνονται μόδα που δεν ενοχλεί, καθώς το γενικευμένο αμάρτημα (αλλ΄αυτό το ξέρετε ήδη) δεν θεωρείται αμάρτημα όταν εφαρμόζεται από συντριπτικές πλειοψηφίες. Ιδίως η διαφθορά δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα, οπότε βαφτίζεται ιδιοπροσωπεία, αίσθηση κοινής μοίρας, ιδιόλεκτο ή «έτσι τα βρήκαμε» ή «περάσαμε τουρκοκρατία και όχι διαφωτισμό, γαμώτη μου».

    Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί άνετα να σταυρώσει η κοινωνία όποιον αμφισβητεί το κρυφό σχολειό, αλλά ποτέ δεν θα ενοχληθεί αν μια υπηρεσία δέχεται μίζες που πάντως, κατανέμει δίκαια και αναλογικώς, μεταξύ κομμάτων, προϊσταμένων, τμηματαρχών  και στελεχών, περιλαμβανομένου και του φωτοτύπατζη. Η ίδια στοργική αγκάλη νοσταλγεί τις σμπόμπες, τις δεύτερες δουλειές, τα έγγραφα που παραμένουν ανενεργά και αλατισμένα στην άλμη,όσο δεν χρεώνονται με ρήτρα προθεσμίας. Είναι πλέον τμήμα της αξέχαστης αποκριάς, του αξέχαστου χτες, του δουλέματος των παλιοσειρών έναντι των ψαρωμένων. Τυπικό παράδειγμα, αυτό που παραδίδει ο αποθηκάριος-παλιοσειρά, στον ψάρακλα που κατουριέται στα βρακιά του. Όλοι ξέρουν τι υπάρχει αποθηκευμένο, αλλά θα υπογράψει κι αυτά που δεν υπάρχουν εκεί από τον καιρό της Κορέας.

    Σε άλλα κράτη, επικρατεί ένας ιδιότυπος δεκατισμός. Ο συλληφθείς να κλέπτει οπώρας, αυτοκτονεί ή διασύρεται πάντα σε μειωμένο ποσοστό, ιδίως αν δεν αποδέχεται τη μοιρασιά και είναι βλάκας η μοναχοφάης. Αλλού εκτελούνται αμέσως, αλλά προφανώς δειγματοληπτικά. Αλλά στην Ελλάδα, οι αυτοκτόνοι από ντροπή, είναι λιγότεροι κι από ρυτίδες στο μάγουλο μιας μποτοξιανής κυρίας.

    Μερικά αυτοκίνητα έχουν «κόφτη». Αυτός ο πατριωτικός κόφτης κοντεύει να μας αλαλιάσει και είναι η απόπνιξή μας μέσα σε έναν δαίδαλο Νόμων και εγκυκλίων που από καιρό περιέχουν περισσότερα αλφαριθμητικά σύμβολα παρά λέξεις κατανοητές. Κι ενώ ξεροσταλιάζουμε έξω από την Θύρα της Κάθαρσης, την καταπολέμηση της Διαφθοράς και άλλα, εμψυχωτικά, καθώς και τις καλογραμμένες ή σόλοικες κατηγορίες κατά πάντων και δια πάντα, αισθανόμαστε χαμένοι στη λεπτομέρεια, στα «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί» και παρόμοια δυναστευτικά.

    Κατακλείδα

    Διηγούνται, οι επιζήσαντες της δεκαετίας του 30, το θέαμα που παρουσίαζαν οι Έλληνες όταν ντύνονταν με τη βοήθεια της Ούνρα. Με ποικιλόχρωμα και παράταιρα ντυσίματα, περασμένα από κλίβανο, όπως ένα πλήθος μιας πόλης που αλώθηκε και ληστεύτηκε, από κάποιον μεσαιωνικό τραγωδό που δεν θυμάμαι πια.

    Γι’ αυτό και όταν μου γεννιέται μια συγγραφική ιδέα (διότι οι ποιητικές εξαδέρφες τους, πέφτουν ως μετεωρίτισσες από τον ουρανό) για να μη χαθώ στην λεξιλαγνεία και στα φούμαρα, ακολουθώ πιστά εικόνες. Είτε αλλωνών είτε αυτοσχέδιες.

    Απαραίτητη σημείωση:

    Για τη σύνταξη του παρόντος, δεν βασανίστηκαν ζώα, δεν αναφέρθηκε υπόνοια παιδικής Μούσας, ενώ δηλώνεται πως τα αναφερόμενα πρόσωπα ή οι σκεπτομορφές τους, δεν υπονοούν κάποια γενικευμένη κατάσταση πραγμάτων, πράξεων ή συλλογικοτήτων, αλλά πως τα πρόσωπα που αναγράφονται αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία ατόμων, που με κανένα τρόπο δεν εκφράζουν την γενική εικόνα και συμπεριφορά του τιμημένου λαού μας, των ηγητόρων και των θεσμικών μας αμυντικών και σωστικών μηχανισμών.

    Διότι ένα κυτίο μαύρου χρώματος δεν ξανοίγει όταν του προσθέτεις ένα φλυτζάνι λευκού και για να αρχίσει να γκριζάρει θέλει πολλαπλάσια ποσότητα από το μαύρο.

  • Η άλυτη πόλη

    Resilient und Sustainable Thessaloniki. Ή πώς η άλυτη πόλη θα καθιερωθεί ως άλυωτη πόλη.

    -Σχεδιάζουμε «Αρχείο Πολιτισμικής Ιστορίας» της Θεσσαλονίκης, με έμφαση στον 19ο και 20ο αιώνα, σε συνεργασία και διασύνδεση με τα υφιστάμενα θεματικά μουσεία. Αναδεικνύουμε την ιστορία χωρίς να είμαστε φοβικοί και φωτίζουμε πολιτισμικές πτυχές που είχαν αποσιωπηθεί γιατί δεν ταίριαζαν στο κυρίαρχο αφήγημα.

     

    -Στηρίζουμε το σχεδιαζόμενο «Μουσείο Ολοκαυτώματος» και συμβάλλουμε στη συλλογή των ταφικών επιγραφών του καταστραφέντος Ισραηλιτικού Νεκροταφείου.

    -Προγραμματίζουμε «Μουσείο – Κέντρο διαλόγου για τον Οθωμανικό και Ισλαμικό Πολιτισμό». Προωθούμε τη γνωριμία του κοινού της πόλης με τα εικαστικά, αρχιτεκτονικά και μουσικά γνωρίσματα της περιόδου.

    -Ιδρύουμε «Μουσείο – Κέντρο διαλόγου ερωτικού προσανατολισμού και κοινωνικού φύλου», σε συνεργασία με τις σχετικές συλλογικότητες της πόλης.

    -Δημιουργούμε «Αρχείο Γυναικείων Κινημάτων» για τους αγώνες των γυναικών για ισότητα και δημοκρατία.

     

    -Σχεδιάζουμε «Μουσείο Εθνικής και Αντιδικτατορικής Αντίστασης» σε κτίριο ιστορικών συμβολισμών (π.χ. στην οδό Φιλίππου – Χριστόπουλου – Δελμούζου).

    -Προωθούμε την ίδρυση «Μουσείου Βιομηχανικής Κληρονομιάς» (κλωστοϋφαντουργίας, κατεργασίας δέρματος, αργυροχρυσοχοΐας, δομικών και μηχανολογικών κατασκευών).

    -Καθιερώνουμε τη μηνιαία «Ημέρα Μουσείου», με τη συμμετοχή επιστημόνων και καλλιτεχνών της πόλης.

    Τίποτε από αυτά δεν παράγει υπεραξίες, απλώς μερικές δεκάδες νέων διοικητικών συμβουλίων και εργαζομένων, κοντά στους διακόσιους νοματαίους.

    Είναι μια εξαγγελία της υποψηφίας Δημάρχου κυρίας Νοτοπούλου. Έτσι, με απαλλάσσει από το καθημερινό μου σχόλιο. Είμαι σε έναν μπαχτσέ με λάπατα που τον έχουν καταφάει οι γυμνοσάλιαγκες.

  • Η τρύπα

    Όταν ο στρατηγός των Νικαέων Αλέξιος Στρατηγόπουλος, με ένα φουσάτο 800 ρωμιών και κουμάνων έμαθε πως η Κωνσταντινούπολη ήταν άδεια από στρατό, άφησε κατά μέρος την αποστολή του και πλησίασε. Ψάχνοντας είσοδο, βρέθηκε ένας γέροντας που μπαινόβγαινε από μια τρύπα του τείχους και τους οδήγησε εκεί. Η Πόλη πάρθηκε 2 Ιουλίου,ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ήρθε τον δεκαπενταύγουστο του 1261 και αγαλλίασε το Γένος. Εκτός από έναν μέγα και τρανό της Νίκαια, ,τον Σεναχηρείμ που ακούγοντας για την άλωση, τραβούσε τα μαλλιά και τα τσαούλια του και πενθούσε κρώζοντας «κανένα καλό δεν περιμένει τους Ρωμαίους τώρα που ανακτήθηκε η Πόλη»

    Με προβλημάτιζε αυτή η παραφορά, ώσπου νομίζω πως κατάλαβα, σχετικά αργά: ο Σεναχηρείμ θρηνούσε επειδή ένας μακροχρόνιος στόχος επιτεύχθηκε και τώρα περίμενε την χώρα βάσανο, εκτροπές, φιλοδοξίες και άλλα ντροπιαστικά. Για την αιτία του κοπετού αναφέρομαι, όχι για το αν είχε δίκιο. Διότι ήταν αξιωματούχος με γνώση και συνείδηση και όχι Παΐσιος προφητεύων, εάν με αντιλαμβάνεστε.

    Γι’ αυτό και παρακαλώ να πείθεστε, όσοι το πράττετε, με πολλούς αστερίσκους στη φαρέτρα σας. Διότι θεωρώ τον Σεναχηρείμ υπόδειγμα συμβούλου και μυαλωμένον άνθρωπο. Και αγωνίζομαι να τον μιμηθώ, επειδή καλή η αισιοδοξία και το χοροστάσι, αυτό στο οποίο πρωτεύει η Βασίλω, της γνωστής παροιμίας, αλλά σήμερα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε γέροντας και Κουμάνοι και τρύπα στο τείχος, οι Νικαείς θα διέδιδαν πως πήραν μεν την Πόλη, αλλά ήταν χάλια και την εγκατέλειψαν.

  • Οι φεγγαρολουσμένοι

    Aς μείνουμε στον Λουκιανό και στον Ιούλιο Βερν προσώρας. Η συνεργασία με την NASA για να μελετήσουμε την Σελήνη ως τραντελληνική συλλογική προσπάθεια, προσγειώνει τις προοπτικές και το πολύ να στείλει μια φωτοβολίδα στο στερέωμα. Ούτως ή άλλως, υπάρχουν παντού Έλληνες που τους αναδέχονται ως συνεργάτες και εταίρους, αδιαφορώντας για το διαβατήριό τους.

    Θυμήθηκα τον Αθηναίο φιλόσοφο Πρόκλο, σε άχαρα για τον τόπο χρόνια, που ανακάλυψε το «θείον άπυρον», δώρημα τέλειον, την εποχή που τραβούσε ζόρια ο Αναστάσιος με τον Βιταλιανό, αρνήθηκε κάθε έπαινο και αντάλλαγμα και επέστρεψε στην Αθήνα του, ως σημειώνει ο αναξιόπιστος και αμαθής, ευκολογράφος και πολύτιμα οικείος Μαλάλας.

    Μη σκιάζεστε στα σκότη και να ετοιμάζεστε για τα μέσα του παρόντος αιώνος, όταν τα καρτάλια θα πάρουν σύνταξη και τα νιάτα του σήμερα θα  νοσταλγούν τους «αγώνες της αξέχαστης δεκαετίας του δέκα» μέσα σε δάση από ακυρωμένες προτομές ηρώων.

    Δεν το΄χετε με το Διάστημα. Με φαίνεται πως ευκαιρία ζητάτε μερικοί να ζήσετε τα απωθημένα σας. ‘Οπως άλλοι βλέπουν διαφημίσεις και επηρεάζονται ή πιστεύουν στο φλέγμα του Τσεκελότι.

  • H Ντροπή

    Σταρδέλη, Παπαευαγγέλου, Αθανασιάδης, Ελευθεριάδου, Γαβριηλίδης, Γεροντίδης. Οι έξι φιλόλογοί μου στα Γιαννιτσά. Τους θυμάμαι με ένταση και αγάπη, όπως τον κάλο στην άνω φάλαγγα του μεσαίου δακτύλου από το στυλό, τον γυμνό από δέρμα μικρό κύκλο στη βάση του αντίχειρα από το κουπί, τις ματωμένες χαρακιές στην σάρκα του δείκτη από το νευρικό γύρισμα των σελίδων.

    Ως τραυλό δασκαλοπαίδι, μου φέρθηκαν αβρά και άδικα για τους άλλους συμμαθητές μου, που έπρεπε να καταβάλουν δεκαπλάσια προσπάθεια για να προκαλέσουν έναν χαλαρό έπαινο. Επειδή ήμουν ορθογράφος και οι εκθέσεις μου καλές, ουδέποτε σκέφτηκαν να λάβουν υπόψη πως ουδέποτε απάντησα σε γραμματική ή συντακτική παρατήρηση, δισιπλίνες τις οποίες σιχαινόμουνα. Απεναντίας, στον τομέα των παρατηρήσεων που αποκαλούσαν «πραγματικές» δηλαδή που  βρίσκεται η Ηετιώνεια πύλη και ποιαν ακριβώς ηγάπα ο Αχιλλεύς Παράσχος, ήμουν περιγραφικός και αναλυτικός.

    Ωστόσο, επειδή υπάρχει και φιλότιμο, μου δημιουργήθηκε από τον έντονο χατιρισμό, η αίσθηση πως ήμουν καμποτίνος του κερατά, αίσθηση που ουδέποτε με εγκατέλειψε. Και η ενασχόλησή μου με την λογοτεχνία, από το 1962 και εφεξής, διατήρησε αυτόν τον ομολογιακό, ενοχικό, μυστικό χαρακτήρα.

    Με αυτήν την εισαγωγή, εξηγώ ινατί η γνωριμία με τον Γιώργο Σαββίδη, μου δημιούργησε τόση, μα τόση ντροπή. Διότι τον Γιώργο, τον ντρεπόμουν. Ακόμη τον ντρέπομαι.Τελείως αισχυντηλός. Ντροπιάρης. Με κόκκινα αφτιά. Ακόμη.

    Πριν τον γνωρίσω, τον διάβαζα. Πρώτη φορά, στον τόμο «Για τον Σεφέρη» του 1961. Είχα μόλις αγοράσει την τρίτη έκδοση των Ποιημάτων του και η περιδιάβαση στο «Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν» μου υπέδειξε έναν τρόπο ξεστραβώματος. Μετά, στις «Εποχές», στον «Ταχυδρόμο». Στον δίτομο Καβάφη του «Ίκαρου». Ώσπου να εισβάλουν, το καλοκαίρι του 1964 οι σουρεαλιστές και οι μπίτνικς στον βίο,η δίκλωνη γοργόνα μου ήταν περιορισμένη μεταξύ ΓΣ και ΓΠΣ.

    Το πρώτο στοιχείο που με είχε συναρπάσει ήταν πως ο φιλόλογος δεν έδειχνε φανερά την προτίμηση και την συμπάθειά του στο ερευνούμενο έργο ή στον δημιουργό  του. Έκρινε αρκετή, για τον αναγνώστη του, την σύμβαση πως ο ίδιος είχε ασχοληθεί.

    Για τους φιλολόγους που γνώρισα ως αναγνώστης, είχα σχηματίσει μια μάλλον ανακριβή εικόνα, κατά πάσα πιθανότητα επειδή η μόνη μου σχέση με αυτήν την επιστήμη, ήταν ένα κίτρινο φοιτητικό δελτίο που απέκτησα το 1974, μετά την αρχιτεκτονική, όταν γράφτηκα στην Φιλοσοφική.

    Κι αυτό δεν βελτιώθηκε από την κατάποση αναριθμήτων έργων του τομέα, διότι οι άνευ διδασκάλου μορφώσεις ευνοούν απλώς την άκριτη ευρυμάθεια, τουλάχιστον όταν δεν σε εκβιάζουν οι ανάγκες του βίου. Στον Σαββίδη δεν έβρισκα την διεξοδική υπερπαραγωγή παραπομπών και σημειώσεων των πρωτοπόρων, μήτε τον ένθεο, μαζί και μανικό ενθουσιασμό των οπαδών του Σολωμού ή του Κωστή Παλαμά, συχνότατα εχθρικών μεταξύ τους. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος και στην πιο κοφτή του πρόταση, έγραφε μέρος μιας μεγάλης σύνθεσης ενός έργου αναφοράς,  του οποίου η αρχή και το πέρας δεν είχαν πλήρως οριοθετηθεί.

    Κι αυτή η διαπίστωση, έφερε την επόμενη. Επρόκειτο περί ατόμου που είχε και άλλα ενδιαφέροντα. Κι αυτό, πριν γεμίσει το κυλικείο της παλιάς Φιλοσοφικής με διαδόσεις, για το στυλ και την άφωνη εγκαρδιότητά του, τον τόνο της φωνής του που σπανίως υπερεκχείλιζε από τα μόλις ανοιγόμενα χείλη του. Οι καθηγητές δεν ήταν γενικώς εγκάρδιοι στα καλφόπουλα που εκπαίδευαν και για τον Γιώργο, οι φήμες τον ήθελαν τόσο εγκάρδιο, όσο και καλοφαγά. Όταν ο Καλοκύρης γύρισε το 1968 από το αγροτικό του στα Γιάννενα, ξεχείλιζε από εκτίμηση για αυτόν. Και μήνες πριν στηθεί το «Τραμ», με ταμία τον Σουλιώτη, οι ύμνοι ήταν στερεοφωνικοί.

    Στο «Τραμ», η βοήθειά του ήταν μεγάλη, αλλά καλύτερα να την επεκτείνω στην προσωπική επιρροή που διέθετε στους δύο φίλους μου. Ήταν μια καλή επιρροή, σε μια παρέα μετεφήβων που  σπανίως αποχωρίζονταν το φτυάρι της επίχωσης του βίου και της πολιτείας των μεγαλύτερης ηλικίας δημιουργών.

    Προσωπικώς και δια χειραψίας, η γνωριμία μας συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Παρεκτός και μου έχει διαφύγει κάποιος στιγμιαίος χαιρετισμός νωρίτερα. Η αναβολή μου από τον Στρατό, καθώς έσβηνε το φυτιλάκι της, με οδηγούσε στην κοινωνικότητα. Κι έτσι, τον γνώρισα, σε ένα μάθημα, όπου συνυπήρχε με τον Μαρωνίτη, σε ένα παράξενο ακροατήριο. Οι μισοί, κατενώπιον, ήταν φοιτητές και στις πίσω καρέκλες ο Γιάννης Πάνου, η Ρούλα Πατεράκη και τουλάχιστον δέκα θαυμαστές. Οι δυο τους εναλλάσσονταν πάνω σε έναν σεφερικό στίχο και ημείς, κεχηνότες, απολαμβάναμε. Στο τέλος τόλμησα μια παρατήρηση που είχε τον χαρακτήρα ερώτησης, όπως συνηθίζουν ο νιζνάμηδες  να διανθίζουν τον λόγο τους, μη και τους ποτίσουν ρετσινόλαδο: «τι κάνεις Ντήμκο; Καλά είμαι;».

    Ο Γιώργος ανασήκωσε τα φρύδια του και χαμογέλασε. Και τα τέσσερα φρύδια του, επιμένω.Ο Μαρωνίτης απάντησε και χειραφετηθήκαμε έξω , στον διάδρομο. Αυτό ήταν. Μήτε σημειώματα, μήτε συναντήσεις.

    Μία των ημερών, τέλειωνε το 77, μου τηλεφώνησε. Είχε λάβει την συλλογή «Προσπέκτους» από τα Τραμάκια. Με δίψα περίμενα την κρίση του.«Γράφεις ότι τρως αυγά το απόγευμα με αλεύρι. Έχεις κάποια συνταγή;» Του εξήγησα ότι για να μη μπερδεύονται στο τηγάνι, τα χώνω σε καβουρντισμένο κριθάλευρο με αγελαδινό βούτυρο, στο λεγόμενο χαβίτσι». «A, αυτό κάνεις» απαντά. «Tον ξέρω αυτόν τον τρόπο».

    Ακολούθησαν πέντε τουλάχιστον χρόνια, σε διάφορα σπίτια και διαμερίσματα, κυρίως στο δίπατο που αργότερα έμεναν οι  Μοσκώφ, στο Καραμπουρνάκι αλλά και σε σύντομους περιπάτους με όρια είτε ένα χωστό μαγαζάκι απέναντι από το αρχαίο στρατηγείο του Δάγκουλα, περιοχή Θυμέλη , έως το σχετικά μακρύ(για μπαγιάτηδες) ταξίδι στο στενό της Καλαποθάκη με τα λαμπρά θαλασσινά.

    Μια μέρα σκάρωσα από μια νεότερη και άσημη ποιητική ανθολογία δύο δωδεκάστιχα ποιήματα, ξεφυλλίζοντας απλώς και επιλέγοντας τον πρώτο στίχο από ένα ποίημα, τον δεύτερο από το επόμενο και ούτω καθεξής. Του τα έδειξα και με κοίταξε πονηρά. Στο τέλος παρατήρησε πως οι πρόσφατοι ποιητικοί νόμοι, όντως οδηγούν σε ποίηση που τουλάχιστον δεν είναι ασύντακτη, κατ΄αυτόν ένδειξη ότι σε πολλές περιπτώσεις ,έχουμε μπει σε μια απίστευτη συμβατικότητα.

    Δυο σκηνές. Στην πρώτη, στην αυλή της θάλασσας, ξεκινήσαμε από το «σαιξπηχήρειο τούτο φοξ» και μέσα στην κουβέντα, ξεστόμισα τη λέξη «ραγκτάιμ», εννοώντας ένα είδος τζαζ στην οποία είχε διαπρέψει  ο Αλ Τζόλσον. Με κοίταξε σοβαρά, είπε «νομίζω πως θα σε βοηθήσει να μάθεις για τo ραγκ», σηκώθηκε, βεβαιώθηκε πως δεν υπάρχουν έπιπλα σε τέσσερα τετραγωνικά, και τα είδα όλα: ανέφερε την εξέλιξη, τις φάσεις, τις επιρροές, τους καλλιτέχνες, τραγούδησε, έκανε χορευτικές κινήσεις, μιμήθηκε πνευστά με το στόμα , πλήκτρα και έγχορδα με τα δάχτυλα, κι έπειτα κάθισε δίπλα μου, χτύπησε φιλικά το γόνατό μου και είπε κατευχαριστημένος «κατάλαβες τώρα;»

    Στη δεύτερη σκηνή, μου τηλεφώνησε : «θα βγούμε με τον Σικελιώτη και σε θέλω στην παρέα». Βρεθήκαμε, έξι ή εφτά άνθρωποι, στην πλατεία Τερψιθέας, στο Ίγγλις. Βράδιασε για τα καλά, το μαγαζί δεν είχε τίποτε άλλο να μας σερβίρει, οι διάλογοι ήταν αντάξιοι πραγματικών δειπνοσοφιστών, οι δυο τους λαχτάρισαν ψαρικά και όστρακα, η παρέα αραίωσε αποκαμωμένη και προστέθηκαν άλλοι μουστερήδες στον δρόμο. Στην Καλαποθάκη, η κατάσταση έγινε χαρούμενη, εκρηκτική και ο Γιώργος έκανε τον Σικελιώτη να ξεχάσει τα βάσανά του. Τέλος δεν υπήρξε, διότι θυμήθηκαν ότι απείχαμε δυό βήματα από τους λουκουμάδες του «Ολύμπιον» και μας περίμενε ένα λαχταριστό καζανάκι νέας εσοδείας που καταναλώθηκε εύκολα. Καπάκι σε αυτά, ένας θαυμαστής τον εντόπισε και έφερε ένα βαρελάκι πράσινες ελιές Χαλκιδικής, χωνευτικότατες, που φαγώθηκαν σαν φιστίκια.Βγήκαμε να μοιραστούμε στα ταξί, και η Αριστοτέλους, έρημη,έμοιαζε γκιουλ μπαχτσές από την συγκίνηση.

    Πάνω από δέκα φορές που ανταμώσαμε, σε θάλασσες και γραφεία, σε σαλόνια και καφενεία, θυμάμαι κάθε λέξη του και κάθε μορφασμό,κι εκείνο το βλέμμα που αφόπλιζε αυτόματα όποιον τολμούσε από ακρισία ή ζήλεια να ξεφύγει από την εγκάρδια ετικέτα που όριζε για τον καθένα. Στις αναίτιες, πλην απόλυτα σαλονικιώτικες χοντράδες που μερικοί του ξαπόστελναν, δεν άλλαζε διάθεση και στάση, δεν αναζητούσε εύνοιες και συμμάχους.

    Μια περίοδο απέδιδα την ζέση του στην Μικρασία. Μια ρίζα του ήταν από την Ευδοξιούπολη, στον δρόμο προς την Καππαδοκία και τους Επεσλήδες, ενώ ο Καβάφης ήταν Πολίτης και αγαπούσε τα Θεραπειά, κάπως δύσκολα για τον Σεφέρη, τον μαθημένο στα Βουρλά της Σμύρνης.

    Μετά από τόσα χρόνια, κατέληξα πως παρέμεινε ευγενής αμφιτρύονας σε έναν κήπο με ροδώνες (αυτό θα πει γκιούλ μπαχτσές) δοκιμάζοντας ασταμάτητα τους άλλους χωρίς να συνερίζεται κανέναν. Τέτοιον άνθρωπο ντρεπόμουνα δικαίως, να μου παρέχει άνεση ου ην τυχούσαν, και σας βεβαιώνω πως όταν φοράω το πουκάμισο ή την καμπαρντίνα που μου έδωσε ο Μανόλης να έχω να πορεύομαι, υπήρχαν στιγμές που τον αντάμωνα στην πλατεία Αιγύπτου και στον Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, και πάντα αισθανόμουν τη ματιά του να περιεργάζεται το περιβάλλον με ηρεμία.

    Ο Γιώργος Σαββίδης, εδώ και τριαντατρία χρόνια, με άγχωσε με τον καταρρέοντα χρόνο. Δεν έχω λάβει πιο πολύτιμο δώρο στη ζωή μου. Αυτό που μου δίδαξε είναι η απόλυτη ανατροπή της σύμβασης πως υπάρχει δημιουργία  στην οποία έχουν δικαίωμα ανάκτισης τόσο ο χαλκέντερος, όσο και αυτός που γράφει σπάνια. Μου έμαθε ότι υπάρχει ένα στερέωμα λέξεων που ορίζει έναν θόλο πάνω από τα κεφάλια μας, και πως η γραφή είναι μια αξίνα ή ένα μαλακό σκουπάκι που τον κατεδαφίζει, αργά ή νευρωτικά.

    Ότι μπορείς να έχεις στυλ ή να είσαι αγροίκος, να φιλοσοφείς ή να επικρίνεις, αν έχεις την πολυτέλεια ή την εντύπωση πως έχεις καιρό μπροστά σου. Αλλά ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.

    Θα τον θυμάμαι και θα τον πενθώ, ως την τελευταία μου πνοή.