Author: Old Boy

  • Φυσικά αίτια

    Στο κατώφλι του νέου “Blade Runner”, τρεις σκέψεις για την δυνατότερη στιγμή του παλιού:

    1.  Μπορεί μια σκηνή που μας δείχνει σε πολύ κοντινό πλάνο το πρόσωπο ενός ηθοποιού να προδίδεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από την φάλτσα ερμηνεία και το overacting του ηθοποιού και παραταύτα να είναι μια σκηνή που χαράζεται στην μνήμη μας ως κινηματογραφικά τέλεια; Μπορεί όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα, από το πώς έχει στηθεί το πλάνο ως τα χρώματα της φωτογραφίας, από το πώς βρέχει ως το πώς ακούγεται η βροχή, από το τα λόγια που λέει ο ήρωας ως την μουσική που ακούγεται στο βάθος, από το τι σηματοδοτεί στην εξέλιξη της ιστορίας η σκηνή ως τη συγκίνηση που προκαλούν οι συγκεκριμένες ατάκες,  από τη χροιά της φωνής του ως το νόημα των όσων λέει, από το χρώμα των ματιών του ως το αίμα στο πρόσωπό του, το πρόσωπό του που φωτίζεται και φωτογραφίζεται ως κέντρο ενός κάδρου στου οποίου δεξιά κι αριστερά υπάρχει γαλάζιο σαν τα μάτια του και κόκκινο σαν το αίμα και βροχή και καπνοί, ναι μπορεί.
    2. Μπορεί αυτή η τόσο εμβληματική σκηνή στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου να διαδραματίζεται μπροστά από μια διαφήμιση, η οποία παραμένει πεισματικά παρούσα στο βάθος; Μπορεί ο ήρωας να μας μιλά για πράγματα που είδε στο διάστημα, τα οποία δεν μπορούμε εμείς να φανταστούμε και εμείς να βλέπουμε στο βάθος την ΤDK; Στις ρέπλικες αντιστοιχεί η τόση ομορφιά και σε μας η γκρίζα διαφήμιση; Δεν είναι γκρίζα όμως. Παίρνει το χρώμα του “Blade Runner”, παίρνει κι αυτή το χρώμα του αριστουργήματος του Σκοτ, σε έναν ιδανικό καλλιτεχνικά κόσμο δεν θα είχε καμία θέση εκεί, στον κινηματογραφικό κόσμο του “Blade Runner” όμως oι κραυγαλέες διαφημίσεις μετατρέπονται σε οργανικό τμήμα της συνολικής εικαστικής πανδαισίας.
    3. Σπόιλερ αλέρτ (αν και θα έπρεπε στην 35ετία να παραγράφονται αυτά): αν το σινεμά βαδίζει παρέα με τους σκοτωμούς, αν το σινεμά βρίσκει διαχρονικά πολύ πιο ελκυστική την κινηματογράφηση μιας θανάτωσης από την κινηματογράφηση ενός φυσικού θανάτου, εδώ γινόμαστε μάρτυρες ενός ανεπανάληπτα μαγευτικού θανάτου από φυσικά αίτια, φυσικά και μαζί τεχνητά, στο σημείο εκείνο τομής που όλη σου η φύση είναι τεχνητή, στο σημείο εκείνο τομής που ο άνθρωπος συναντά τη μηχανή κι η μηχανή τον άνθρωπο.

     

  • Ευτυχώς είναι δικός μας

    Εκδοχή πρώτη: ο 64χρονος άντρας που σκότωσε στο Λας Βέγκας καμιά εξηνταριά ανθρώπους και τραυμάτισε πάνω από πεντακόσιους άλλους είναι ένας ακόμη μοναχικός λύκος του ISIS.

    Εκδοχή δεύτερη: ο 64χρονος άντρας που σκότωσε στο Λας Βέγκας καμιά εξηνταριά ανθρώπους και τραυμάτισε πάνω από πεντακόσιους άλλους είναι ένας ακόμη Aμερικάνος που μπουκάρει τις τελευταίες δεκαετίες σε δημόσιο χώρο και σκοτώνει με τα πυροβόλα όπλα του όσους περισσότερους προλάβει.

    Κανένα ως τώρα στοιχείο δεν υποστηρίζει την πρώτη εκδοχή, αλλά αυτή η προσωρινή θολούρα μας βοηθά να αναρωτηθούμε ξανά: Ποιο από τα δύο ενδεχόμενα μας τρομάζει περισσότερο; Ποιο από τα δύο βρίσκουμε απεχθέστερο; Ποιος από τους δύο ανθρωπότυπους είναι πιο μακριά από το αξιακό μας σύστημα; Ποιου ο τρόπος σκέψης είναι πιο απροσπέλαστος;

    Βρισκόμαστε ενώπιον του εξής παραδόξου: Αν ίσχυε η πρώτη εκδοχή, αν σκότωσε για μια οποιαδήποτε πολιτική ή θρησκευτική ιδέα, αν σκότωσε στο πλαίσιο επιδίωξης ενός μακρινού σκοπού, αν σκότωσε ως φανατικός, αν σκότωσε έχοντας στο μυαλό του στρατόπεδα με συμμάχους και εχθρούς, μπορούμε πολύ λιγότερο δύσκολα να έρθουμε στη θέση του, μπορούμε να βρούμε αναλογίες με δικά μας πιστεύω, μπορούμε εν πάση περιπτώσει να συλλάβουμε τι έκανε. Αν στο δικό του κεφάλι είμαστε εχθροί του, εξίσου και στο δικό μας είναι εχθρός μας. Όσο πιο κατανοήσιμος κι αν είναι ο ανθρωπότυπος του όμως, είναι ταυτόχρονα και πιο τρομακτικός. Μπορεί να σκέφτεται με τρόπο όχι εντελώς έξω από τον δικό μας, αλλά τον φοβόμαστε περισσότερο, γιατί πηγαίνοντας με τους άλλους, έπαψε να είναι ένας από μας, έπαψε να είναι ψυχή τε και σώματι Δυτικός.

    Αν ισχύει όμως η δεύτερη εκδοχή, αν δεν σκότωσε απίστους, αν δεν σκότωσε για κάποια ιδέα, αν σκότωσε χωρίς να έχει ιδέα γιατί, αν σκότωσε γιατί μπορούσε, αν σκότωσε γιατί το έκαναν τόσοι άλλοι πριν από αυτόν, αν σκότωσε με ατζέντα ατομική κι όχι πολιτική, αν σκότωσε γιατί δεν άντεχε άλλο μωρέ, ή γιατί όλοι τριγύρω του γαμιούνται και θα τους δείξει επιτέλους αυτός, ή γιατί κάπως πρέπει να τελειώνουν όλα και κουράστηκε να πονάει τόσο ή να μη νιώθει τίποτα, αν σκότωσε ως σόσιοπαθ ή ως τρελός, όσο κι αν δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό του, υπάρχει κάτι πολύ λιγότερο σκιαχτικό στη δράση του. Δεν σκοτώνει για να φέρει κανένα άλλο πρότυπο πολιτισμού το οποίο είναι έξω από μας, έπαψε να είναι ένας από μας μόνο στο σκέλος του σαλέματος, όχι μόνο δεν έπαψε να είναι ψυχή τε και σώματι Δυτικός αλλά είναι σάρκα από τη σάρκα της Αμερικής, το έκανε ακολουθώντας το μονοπάτι που χάραξαν οι προηγούμενοι μαζικοί εκτελεστές, μονοπάτι που συνεχίζει να διευρύνεται, μονοπάτι που δεν οδηγεί στη Ράκα, αλλά στο ΗΒΟ, το Νetflix, σε σειράρες, ταινιάρες, μπιντζ γουότσινγκ, μήπως και μπορέσουμε να συλλάβουμε τι υπάρχει στο μυαλό αυτών των ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας.

  • Το θαύμα

    Πιστέψαμε τόσο πολύ

    στο αναπόφευκτο των σκοτεινών ημερών,

    μέχρι που ήρθε το φως χωρίς να μας ρωτήσει,

    ισχυριζόμενο πως εμείς το καλέσαμε,

    πως τις προσευχές μας εισάκουσε,

    πως δεν θα ερχόταν αν δεν πιστεύαμε στην έλευσή του.

    Μα είχαμε στα αλήθεια πιστέψει;

    Να κρατηθούμε από κάπου θέλαμε.

    Ένα τελευταίο απελπισμένο τρικ ήταν.

    Από που κι ως που να πιστεύαμε σε ένα θαύμα;

    Εδώ είναι η πραγματική ζωή.

    Εδώ τα θαύματα είναι μόνο σχήματα λόγου.

    Εδώ ό,τι λέει η φυσική, το λέει η φυσική.

    Εδώ μετά τη φυσική δεν υπάρχει μεταφυσική.

    Εδώ το μόνο που υπάρχει είναι το αναπόφευκτο των σκοτεινών ημερών.

    Αυτό πιστεύαμε στα αλήθεια, αυτή η μόνη μας πίστη.

    Τώρα κλονίζεται συθέμελα.

    Τώρα έρχεται το θαύμα και γελά στα μούτρα της.

    Τώρα έχει γεμίσει τα μάτια μας το φως του

    και τα πνευμόνια μας ο αναστεναγμός του,

    ο αναστεναγμός της πιο ανέλπιστης ανακούφισης,

    καθώς φεύγουν από πάνω μας εκατό κιλά μολύβι

    και από μέσα μας εκατό αβίωτες εκδοχές.

    Ποιος μας έπεισε ότι δεν συμβαίνουν θαύματα;

    Ποιος μας έριξε στο λούκι της οικουμενικής απόγνωσης;

    Τι σόι πλάσμα είναι ένας άνθρωπος που παραδίνεται

    σε μια ύπαρξη ανεπίδεκτη θαυμάτων,

    λες κι η ύπαρξή του δεν είναι θαύμα από μόνη της;

    Μην παραδοθείτε ποτέ.

    Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο να γίνει.

    Υπάρχουν μόνο θαύματα.

    Που μπορούν να γίνουν.

    Που γίνονται.

    Που μας εξαπολύουν στο φως

    ημερών που τώρα έρχονται,

    χρόνων που τώρα αρχίζουν,

    χρόνου που τώρα αιωνιώνεται.

  • Θυμάσαι;

    H google μας πληροφορεί  μέσω του google doodle ότι έγινε 19 και είναι λίγο σοκαριστικό να σκεφτείς ότι δυο δεκαετίες πριν ζούσαμε ακόμη σε έναν κόσμο αγκουγκλάριστο ή μάλλον μη γκουγκλίσιμο, μη δυνάμενο να γκουγκληθεί.

    Μπορεί η google να αναπτύχθηκε και να γιγαντώθηκε εις βάρος της μνήμης μας, μπορεί το τμήμα του εγκεφάλου μας που έπρεπε να θυμάται πράγματα, σταδιακά να αδρανοποιείται, γνωρίζοντας ότι όλα μπορούν να βρεθούν ανά πάσα on line στιγμή, μπορεί η google να συγκεντρώνει και να συγκεντρώνεται για σένα, επιτρέποντάς σου να αφαιρείσαι, να περισπάσαι, να χάνεσαι, γνωρίζοντας ότι ανά πάσα on line στιγμή μπορεί να ξαναβρεθείς, μπορεί να ισχύουν αυτά, μπορεί και όχι, αυτά είναι απλά θεωρίες και το μόνο αναμφισβήτητο δεδομένο είναι ότι η γκουγκλίσιμη ζωή είναι απείρως φιλικότερη στον χρήστη από την προκάτοχό της, τη ζωή της διασκορπισμένης εδώ κι εκεί πληροφορίας.

    Όχι πια. Όλα είναι εδώ και πολύ καιρό μαζεμένα εδώ. Δοκίμασε να ζήσεις χωρίς ψαχτήρι. Δεν γίνεται. Ή μάλλον ψέματα: γκουγκλάρισε να δεις αν γίνεται.

  • Κρεμασμένα παπούτσια – κρεμασμένες ΠΑΕ

    Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ανακοίνωσε σήμερα ότι «κρεμάει τα παπούτσια του» και σκεφτόμουν ότι είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις αθλητών, που σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του ήταν του 6,5 με 7 ας πούμε, αλλά την χρονιά 2003-04 ήταν ο καλύτερος επιθετικός της πλάσης. Κι αν όχι κατά αντικειμενική εκτίμηση, στα μάτια κάθε φίλου του Παναθηναϊκού αυτό ήταν τότε, ναι. Ο Παπαδόπουλος το 2003-04 κατέκτησε νταμπλ με τον Παναθηναϊκό στο οποίο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο κι ένα ευρωπαϊκό με την Εθνική, το οποίο το παρακολούθησε βασικά από τον πάγκο μεν, αλλά κι εκεί στο λίγο που έπαιξε πρόλαβε κι είχε καθοριστική συμβολή (στο γκολ του Βρύζα με τη Ρωσία, χάρη στο οποίο περάσαμε τον όμιλο).

    Αλλά αφήνοντας την Εθνική στην άκρη, όσα έκανε με τον Παναθηναϊκό τότε, ακόμη κι αν έπεσε η απόδοσή του μετά, δημιούργησαν μέγα σκανδαλισμό δυο χρόνια αργότερα, όταν την άνοιξη του 2006 ο Τζίγγερ έδειχνε απρόθυμος να τον κρατήσει με τα λεφτά που ζητούσε. Ο κόσμος πίεσε – ο ΠΑΠ έμεινε. Ήταν κάτι σαν προάγγελος των μελλοντικών εξελίξεων: δυο χρόνια μετά, την άνοιξη του 2008, διαδηλώναμε χέρι χέρι με τον Άδωνη Γεωργιάδη στο Πεδίο του Άρεως. Ο κόσμος πίεσε – ο Τζίγγερ έφυγε· όχι ακριβώς, ήταν εκεί με δίπλα του πλέον κι άλλους.

    Δυο μέρες μετά την ανακοίνωση Αλαφούζου, που με τα ως τώρα δεδομένα δείχνει ότι η ΠΑΕ Παναθηναϊκός πνέει τα λοίσθια, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος σταματάει την καριέρα του. Θα έχουμε για πάντα τις αναμνήσεις. Του παίκτη. Μένει να αποδειχθεί αν θα λέμε σύντομα το ίδιο και για την ομάδα.