Author: Old Boy

  • Υπάρχω

    Σε συνέχεια μιας ανάρτησης στο φμπ για τους στίχους του «Υπάρχω», λίγες επιπλέον σκέψεις, οι οποίες πάντως, όπως και η αρχική ανάρτηση, δεν γράφονται με πρόθεση να αναμετρηθούν στα σοβαρά με την ιστορία, την ιστορικότητα και την αξία του τραγουδιού (αυτό τους έλειπε δηλαδή), αλλά εξετάζουν τους στίχους -όσο αυτό είναι βέβαια δυνατό- αυτόνομα και εκτός καζαντζιδικού κόντεξτ και εν τέλει ως αφορμή για να πουν τα δικά τους.

    Αρκετά με τους σοβαροφανείς προλόγους, ας πάμε στο ζουμί. Ποιος τραγουδάει το «Υπάρχω»; Ένας άνθρωπος που έχει μόλις χωρίσει. Για την ακρίβεια ένας άνθρωπος που δεν χώρισε με τη θέλησή του, αλλά τον έχει χωρίσει το ταίρι του. Ένας άνθρωπος επίσης που τραβάει ένα προφανές μεγάλο ζόρι με τον χωρισμό, που ο χωρισμός δεν του είναι καθόλου αδιάφορος. Άρα ένας άνθρωπος πληγωμένος, που νιώθει ίσως και προδομένος, ένας άνθρωπος ματαιωμένος. Είναι λοιπόν εύλογος ο αντίλογος ότι αυτό που μοιάζει στο «Υπάρχω» ως έπαρση είναι αντίθετα αντίδραση σε μια μεγάλη και ανοιχτή πληγή; Ότι όλη αυτή η φαινομενική αλαζονεία προσπαθεί να γεμίσει κενό που έχει δημιουργηθεί από την απόρριψη;

    Όπως το πάρει κανείς. Όντως κανείς δεν είναι ανοξείδωτος απέναντι στον ερωτικό πόνο, όντως το να είσαι με κάποιον και ξαφνικά να σου ανακοινώνει ότι πάει, έφυγε, είναι αλλού πια, μπορεί να σε ισοπεδώσει. Και συνήθως το κάνει κιόλας. Μέχρι να περάσει χρόνος και να σου περάσει βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που δεν αναιρεί την ισοπέδωση που αρχικά βιώνεις. Οπότε αν κι ο Υπάρχος τραγουδάει όσα τραγουδάει από θέση ισοπέδωσης, γιατί να διαβάσουμε τα λόγια του ως αυτάρεσκα και όχι ως προσπάθεια ανασυγκρότησης του συντετριμμένου του εγώ;

    Επειδή πουθενά μέσα στα λόγια του δεν χωράει κάτι από εκείνη. Επειδή μέσα στα λόγια του υπάρχει αυτός και μόνο αυτός. Δεν μαθαίνουμε οτιδήποτε για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, δεν μαθαίνουμε μισή λέξη για το γέλιο της, το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, τα μάτια της, κάτι της. Δεν βρίσκει χώρο να αναπνεύσει μισή λέξη που να την εξατομικεύσει, τραγουδάει τον ερωτικό πόνο χωρίς να πει οτιδήποτε για αυτήν που ερωτεύτηκε. Μια και μόνο μορφή θα τραγουδήσει: τη δική του. Τη δική του και όχι τη δική της. Γιατί ο Υπάρχος είναι ακριβώς ο τύπος που δεν μπορεί να δει κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο. Όχι μόνο τώρα. Και όσο ήταν μαζί και πριν αυτή τον σουτάρει τον εαυτό του μόνο κοίταγε.

    Οπότε ακόμη κι αν δεχτούμε ότι κάθε ερωτικός πόνος ενέχει εξ ορισμού μέσα του και το αμιγώς εγωιστικό στοιχείο του «Γιατί όχι εμένα;» και του «Γιατί δεν του/της κάνω (πια);», ο πόνος του Υπάρχου είναι δευτερευόντως ερωτικός, ο πόνος του Υπάρχου είναι τόσο πολύ και τόσο κυρίως εγωκεντρικός που καταλήγει να είναι σχεδόν μη πόνος, αφού δηλώνει πως πολύ απλά Εμένα δεν γίνεται να με ξεχάσεις και να με ξεπεράσεις, αφού είναι ο ανθρωπότυπος που ήξερε, ξέρει και θα ξέρει ότι ήταν, είναι και θα είναι ο ξεχωριστός, ο ένας, ο μοναδικός. Και όχι μόνο στα ερωτικά του. Σε όλα είναι έτσι. Σε κάθε του σχέση και κάθε του δραστηριότητα αδυνατεί να δει τίποτα πέρα από τον ίδιο. Ξεχάστε τον νταλκά και την ερωτική απόρριψη. Σε κάθε τι που τον αφορά νιώθει βασιλιάς, κυρίαρχος, ο γαμάω. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό που να το θεμελιώνει. Γιατί αν δεν είναι στη ζωή βασιλιάς και κυρίαρχος, θα τον έχουν φάει τα κυκλώματα ή κάτι παρεμφερές.

    Για αυτό και εν τέλει ο Υπάρχος δεν διαχειρίζεται ποτέ στην πραγματικότητα κανενός είδους απόρριψη. Υπάρχει μέσα του τόση μπετόν κατάφαση για τον εαυτό του, που κανείς δεν τον απορρίπτει στα αλήθεια: ή τον πολεμάνε ή ακόμη κι αν τον απορρίπτουν αυτός κυρίαρχος μέσα τους θα μείνει. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί, είναι και αρχή και φινάλε, είναι της ζωής τους ο ένας.

    Ναι, το «Υπάρχω» είναι ερωτικό τραγούδι. Αλλά τραγουδά τον έρωτα του Υπάρχου προς τον εαυτό του. Στη ζωή του Υπάρχου κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ να χωρέσει στα αλήθεια. Μην λυπάστε τον Υπάρχο για τον πόνο του. Δεν πονά στα αλήθεια. Δεν του λείπει η άλλη στα αλήθεια. Έχει τον εαυτό του.

     

  • There’s no business like show business

    Τρεις σκόρπιες κι επιγραμματικές σκέψεις:

    • Όταν παίζεις πάνω από μια δεκαετία τον Σέλντον, όσο κι αν αυτός όντως εξελίσσεται και για τα μέτρα του ωριμάζει, αρχίζει και καταντά παρά φύση να εξακολουθείς να ντύνεσαι κάθε μέρα στη δουλειά σαν μεγαλομπεμπές. Από μια ηλικία και ύστερα ανάμεσα σε σένα και τον Σέλντον αρχίζει και παρεμβάλλεται με ολοένα και πιο ενοχλητικό τρόπο το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι.
    • Κράζουν τώρα την Μέριλ Στριπ για τον Γουαινστάιν, ότι ήξερε και κρατούσε το στόμα της κλειστό κλπ. Δεν εξετάζω εδώ πόσο δίκιο έχουν ή δεν έχουν, νομίζω πάντως ότι είναι λίγο σαν καρμικό κρατούμενο ένας άνθρωπος που έχει γνωρίσει τέτοια διαχρονική αναγνώριση και αποθέωση να γνωρίζει τώρα και την κατακραυγή. Όλο αυτό το στάντινγκ οβέισον δεκαετιών συσσωρεύει ταυτόχρονα κι ένα εις βάρος σου άχτι.
    • Μετά και το τελευταίο περιστατικό οικογενειακής βίας και σκοτωμών, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι ο κόσμος των ταινιών (και τώρα και του θεατρικού) του Οικονομίδη αποδεικνύεται όχι μεταφορικός αλλά ζοφερά κυριολεκτικός, όχι υπερβολικός αλλά ίσως και συγκρατημένος, όχι παραμορφωτικός αλλά ανυπόφορα προφητικός.
  • Η σάτιρα κι η κανονικοποίηση

    Η περίπτωση των συνεντεύξεων του τσολιά της Ελληνοφρένειας θέτει ένα γενικότερο ζήτημα: γιατί άραγε όταν φέρνεις απέναντί σου τον σατιρικό σου στόχο και του κάνεις ερωτήσεις τετ α τετ, η συντριπτικά μεγαλύτερη πιθανότητα είναι να σου γυρίσει μπούμερανγκ κι αντί να τον ξεγυμνώσεις έτι περαιτέρω, να του αλλάζεις ενδυμασία φορώντας του ρούχα που τώρα πια τον κάνουν να φαίνεται συμπαθητικότερος, ανθρωπινότερος, κανονικότερος;

    Μήπως η σάτιρα λειτουργεί επειδή παίζει σε παιχνίδι χωρίς αντίλογο, μήπως όσα φανερώνει η σάτιρα φανερώνουν τελικά μια στρεβλή εικόνα, στρεβλή λόγω της μονομέρειάς της; Μήπως δηλαδή τελικά η σάτιρα αδικεί πολιτικά τον κάθε Άδωνη και τον κάθε Κώστα Μπακογιάννη και όταν τους δοθεί το ελάχιστο δημοκρατικό δικαίωμα να απαντήσουν, αποδεικνύουν περίτρανα πως ο κάθε τσολιάς μπορούσε να βγάζει γέλιο από τα λεγόμενά τους και το στάτους τους, όχι επειδή είναι όντως για γέλια, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να τα υπερασπιστούν απέναντι στην εις βάρος τους επίθεση;

    Αυτή θα ήταν η μία εξήγηση. Η άλλη είναι πως το πεδίο και ο ρόλος της σάτιρας είναι διακριτός από το πεδίο και τον ρόλο της αντιπαράθεσης πολιτικών επιχειρημάτων. Διακριτός όμως όχι επειδή η πολιτική σάτιρα αφορά το μη πολιτικό, όχι επειδή ο ρόλος της δεν είναι πολιτικός. Αλλά ακριβώς επειδή ο ρόλος της είναι να μιλήσει για μια σειρά πολιτικών φαινομένων με έναν τρόπο που η αμιγώς πολιτική αντιπαράθεση είναι ανεπαρκής και φτωχή για να το κάνει. Ακριβώς επειδή ο ρόλος της είναι να αντιστοιχήσει μια σειρά πολιτικών φαινομένων με την γελοιότητα που τους αναλογεί στα αλήθεια.

    Την οικογενειοκρατία π.χ. ή τη σατιρίζεις ή όχι. Ό,τι κι αν πεις κατά πρόσωπο στον Κώστα Μπακογιάννη θα έχει κάτι να σου απαντήσει. Το οποίο θα είναι και πολιτικά εύλογο. Το πόσο ακροδεξιός και τηλεπωλητής είναι π.χ. ο Άδωνις είναι μια πολιτική θέση την οποία συμμερίζεται ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων και βάσει της οποίας μπορούν να βγαίνουν κάθε μέρα πέντε σατιρικές στιγμές από τα όσα αυτός λέει, υπάρχει όμως και ένα άλλο σημαντικό ποσοστό Ελλήνων το οποίο μια χαρά εκπροσωπείται από τον ακροδεξιό του λόγο. Όταν τον αναγνωρίζεις εσύ η σατιρική εκπομπή ως συνομιλητή σου, δεν υπάρχει περίπτωση να τον φέρεις με συνέντευξη σε θέση συντριβής, δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει τρέχοντας κι αναγνωρίζοντας ότι ναι με πιάσατε τσολιάδες στα πράσα – είμαι ακροδεξιός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να νομιμοποιηθεί ο ακροδεξιός του λόγος ως μια χαρά στεκόμενος απέναντί σου.  Το θέμα με τον Άδωνη δεν ήταν ότι δεν βρέθηκε ως τώρα κάποιος που θα του τα έλεγε χύμα και θα τον ξεσκέπαζε. Ξεσκεπασμένος είναι, όλη η χώρα γνωρίζει ποιος είναι. Ένα κομμάτι της αναγνωρίζει και τον εαυτό της στον καθρέφτη του και τον λόγο του. Που για κοίτα, βρέθηκε κι απέναντι και στον τσολιά και δεν κώλωσε.

    Υπάρχει ο χώρος για τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και υπάρχει και o χώρος της σάτιρας που επιτρέπει εν τέλει ακριβώς αυτό: να κάνεις τον Άδωνη να σκάσει, να αρνηθείς να νομιμοποιήσεις την πραγματικότητα που έχει φέρει τον Άδωνη σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή, να δείξεις με το σατιρικό όχημα πως η ακροδεξιά έχει γίνει η νέα κανονικότητα.

    Αντ’ αυτού την κανονικοποιείς ακόμη περισσότερο, τόσο άραγε υπερβολικά τυφλέ, τόσο άραγε υπερβολικά αλαζόνα, τόσο άραγε υπερβολικά μαλάκα ιθύνοντα νου της ελληνοφρένειας;

  • Το κιτς

    Στο ξεκίνημα του «Επιφανή Πολίτη», μιας εξαιρετικής αργεντίνικης ταινίας που παίχτηκε πριν μερικούς μήνες, ένας συγγραφέας παίρνει το νόμπελ και στον ευχαριστήριο λόγο του σχεδόν σνομπάρει το βραβείο, ελεεινολογεί τα κριτήριά του, μιλά με εστετική αυταρέσκεια.
    Μετά τον βλέπουμε να απορρίπτει μέσω της προσωπικής του γραμματέως μια σειρά από προσκλήσεις ακριβοθώρητων ινστιτούτων, πανεπιστημίων, εφημερίδων, για ομιλίες ή συνεντεύξεις.
    Αν μπορείς να τον πεις δήθεν, είναι αυθεντικά δήθεν, είναι δήθεν χωρίς να το προσπαθεί, είναι δήθεν επειδή αυθεντικά ζει και αναπνέει με το μεγαλείο του εαυτού του και της ύπαρξής του.
    Όταν τον προσκαλούν για να τον τιμήσουν στην γενέτειρά του, μια επαρχιακή κωμόπολη στην οποία έχει να πατήσει το πόδι του 40 χρόνια, εκείνος δέχεται.
    Σε μια από τις εκδηλώσεις εκεί, προβάλλεται ένα μικρό βιντεάκι, το οποίο είναι όσο πιο κιτς μπορεί να φανταστεί κανείς, όσο πιο γραφικά γλυκανάλατο, όσο πιο ενάντια σε κάθε ελάχιστο αισθητικό κανόνα, φτάνοντας να δείχνει τους γονείς του να βγαίνουν μέσα από ουράνια τόξα.
    Βλέπουμε τον συγγραφέα να κάθεται να το παρακολουθήσει και μετά βλέπουμε ολόκληρο το βίντεο. Όσο το βλέπουμε χαμογελάμε ή ίσως και γελάμε.
    Και μετά, με το τέλος του, ξαναβλέπουμε τον συγγραφέα.
    Είναι βουρκωμένος, είναι κατασυγκινημένος, έχει γίνει κουρέλι.
    Ό,τι έχει να κάνει με τα παιδιά μας ή τους γονείς μας ή τους έρωτές μας, ό,τι χτυπάει εν πάση περιπτώσει τον συναισθηματικό μας πυρήνα, αποτελεί τυφλό σημείο απέναντι στο κιτς.
    Όσο εστέτ και να ‘σαι, ό,τι σε πονά και σε συγκινεί τόσο ώστε να σε κάνει να κλάψεις, θα σε κάνει να κλάψεις ανεξαρτήτως της φόρμας μέσω της οποίας φτάνει μπροστά σου.
    Η αισθητική ξεκινά εκεί που καταφέρνεις να αποστασιοποιηθείς από το προσωπικό σου συναίσθημα, η αισθητική ξεκινά εκεί που καταφέρνεις να το μεταγράψεις με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορείς να διαχωρίσεις τη συγκίνηση που εσύ νιώθεις ανεξαρτήτως της φόρμας, από τη συγκίνηση που όντως εκπέμπει στον τρίτο ό,τι χώρεσες μέσα στη φόρμα και από την μη υπονόμευσή της από ό,τι κατάφερες να πετάξεις εγκαίρως.
  • Το σεντούκι

    Πρωτοβγήκε στα γράμματα με την τέταρτη ποιητική του συλλογή. Τα ποιήματα των τριών πρώτων δεν τα είχε γράψει ποτέ. Ούτε τα είχε σκεφτεί. Ούτε και τα είχε έστω ονειρευτεί. Αλλά ήξερε ότι τα είχε κάπου μέσα του καταχωνιασμένα, έστω και σε άμορφη μορφή. Δεν ήθελε όμως να ασχοληθεί με οτιδήποτε πρώιμο και πρόωρο, δεν ήθελε να βρεθεί μελλοντικά σε θέση να αποκηρύττει άγουρες ακόμη εκδοχές της τέχνης του. Ποιος ο λόγος; Έτσι όταν ένιωσε έτοιμος και ώριμος, πέρασε απευθείας στην τέταρτη συλλογή. Για λόγους συμμετρίας αποτελούνταν από τέσσερα ποιήματα. Καθένα τους από τέσσερεις στίχους. Καθένας τους από τέσσερεις λέξεις. Οι τίτλοι τους ήταν «Ποίημα 4.1», «Ποίημα 4.2», «Ποίημα 4.3» και «Ποίημα 4.4.»  Είχαν κοινή θεματολογία, γεγονός μάλλον αναμενόμενο αφού ήταν πανομοιότυπα. Αλλά, όπως εξηγούσε ο ποιητής, όχι και ίδια. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ένα ποίημα που επαναλαμβανόταν τέσσερεις φορές, αλλά για τέσσερα διαφορετικά ποιήματα, που ετύγχανε να αποτελούνται από τις ίδιες ακριβώς λέξεις στην ίδια ακριβώς σειρά. Και έπαιζε πολλές φορές με τους αναγνώστες του, παραθέτοντας ένα από αυτά και καλώντας τους να μαντέψουν ποιό από τα τέσσερα είναι. Το ποσοστό επιτυχίας τους ήταν εξαιρετικά μικρό. Γύρω στο 25%. Συζητούσε πολλές φορές με απογοήτευση με ομοτέχνους του για το πόσο λείπουν οι ιδανικοί αναγνώστες, πόσο λείπει ένα κοινό εκπαιδευμένο και αντάξιο του. Τον κατέβαλε όλο αυτό, δεν είναι ψέματα. Δεν ξαναεξέδωσε ποτέ. Μετά θάνατον βρήκαν ένα σεντούκι με εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες. Αποδείχθηκε ότι δούλευε και ξαναδούλευε τα ποιήματα που περιέχονταν στην τέταρτη ποιητική του συλλογή. Τους τίτλους τους κυρίως. Στο περιεχόμενό τους δεν βρέθηκαν κάποιες ορατές με γυμνό μάτι αλλαγές.