Αυτό που μας σοκάρει πάντα ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων είχε, έχει και θα έχει τελείως διαφορετική πολιτική κοσμοθεωρία από τη δική μας, να το κοιτάξουμε κάπου.
Author: Old Boy
-
-
Το εθνικό δίκαιο και το εθνικό γαμώτο
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του Μακεδονικού είναι, νομίζω, κι η εξής: ενώ η συνολικότερη αφήγηση της αδιατάρακτης συνέχειας χιλιετιών του ελληνισμού έχει χτιστεί σε σημαντικό βαθμό πάνω στην ιδέα μιας ηρωικής φυλής, η οποία αψηφώντας συντριπτικούς συσχετισμούς δυνάμεων ορμά στην όποια μάχη με αυταπάρνηση κι αποκοτιά, από τις Θερμοπύλες ως την Επανάσταση του 21 μέχρι το ΟΧΙ του 1940 (αν όχι και το ΟΧΙ του 2015), ενώ στις αρχές του 90 η κατάσταση με την Τουρκία ήταν πολύ πιο φορτισμένη από ό,τι τα πολλά τελευταία χρόνια και υπήρχε πάντα στον αέρα μια απειλή κι ένας φόβος ότι θα γίνει το μπραφ και τότε θα έχουμε να τα βάλουμε ξανά με κάποιον -παρόλους τους θηριώδεις εξοπλισμούς- πολύ ισχυρότερο, σκάει ξαφνικά το θέμα των Σκοπίων και συμβαίνουν δυο πράγματα ταυτόχρονα: από την μια προφανέστατα το εθνικό δίκαιο που σωστά ή λάθος αισθανόμαστε να μας πνίγει, από την άλλη όμως μας πνίγει κι ένα εθνικό γαμώτο: έχουμε να κάνουμε με ένα εθνικό θέμα στο οποίο επιτέλους είμαστε ο ισχυρός της υπόθεσης και δεν μπορούμε να ανεχτούμε οποιαδήποτε υποχώρηση, οποιοδήποτε σκύψιμο του κεφαλιού, οποιαδήποτε ταπείνωση: άλλο σε τελική ανάλυση να τα βάζει μαζί σου κάποιος δυνάστης ή ο μεγάλος νταής της περιοχής κι άλλο να έρχεται να σου κλέψει το όνομα – που – είναι – κι – η – ψυχή – μας ο ανύπαρκτος, ο κανένας, ο χθεσινός, ο ξυπόλητος, ο γυφτοσκοπιανός.
-
Το τέλος του αστείου
Αν γινόταν ταινία για τον Phylax δεν θα ταίριαζε να είναι καμιά βαριά καταγγελτική, θα ταίριαζε ίσως να είναι κάτι σε αδελφούς Κοέν, με ειρωνεία, λοξή ματιά, υπόγειο χιούμορ, κατάδειξη του συνολικού γκροτέσκου.
Από την άλλη όμως, εντάξει, μπορεί να μην γκρεμίστηκε και η Ακρόπολη, εντάξει, περισσότερο σε ταξιαρχία μαχητών της Ελένης Λουκά φέρνουν οι δράστες παρά σε Ταλιμπάν, εντάξει όλα ναι, και το άγαλμα ό,τι κι αν είχε στο μυαλό του ο καλλιτέχνης είναι όντως σαν γλυπτή σέλφι του οξαποδώ, αλλά το πρόβλημα στη χώρα με τον σκοταδισμό, την ακροδεξιά, τον φασισμό μέχρι τελικά και τους νεοναζί, δεν ήταν ότι τους πήραμε εξαρχής πάρα πολύ στα σοβαρά και μεγεθύναμε τη δράση τους, το πρόβλημα στη χώρα με τον σκοταδισμό, την ακροδεξιά, τον φασισμό μέχρι τελικά και τους νεοναζί, ήταν πως αντίθετα τα παίρναμε για πάρα πολλά χρόνια στην πλάκα και τον χαβαλέ και εστιάζαμε στη γραφικότητα και δεν ταραζόμασταν και έλα μωρέ τώρα και λίγος περισσότερος χώρος ακόμη στη δημόσια συζήτηση και λίγος περισσότερος χώρος ακόμη στη ζωή μας και εντάξει τελικά και τώρα τι έγινε, ένα άγαλμα αμφιβόλου αισθητικής γκρέμισαν.
Ε, έγινε. Κάτι έγινε, ναι. Κάτι έγινε, που ακόμη και αν υπήρχε ως τώρα η αστεία πλευρά του, την έληξε εδώ.
-
Επικίνδυνες αποστολές
Όταν ξύπνησε και προσπάθησε να συνδεθεί με τα προηγούμενα, κατάλαβε ότι τον είχαν ρίξει πάλι στη γη. Βρισκόταν σε μια ερημιά, αλλά ο καιρός ήταν φιλικός, ο ήλιος όσο ζεστός έπρεπε, τα ρούχα του τα κατάλληλα για την περίσταση, αν περπατούσε λίγο σίγουρα θα έβρισκε σπίτια και ανθρώπους, σήκωσε το βαλιτσάκι από δίπλα του και ξεκίνησε. Μετά από δέκα λεπτά βρήκε έναν δρόμο και άρχισε να τον διασχίζει κατά μήκος του. Σύντομα πέρασε κι ένα ημιφορτηγό, έκανε οτοστόπ, μπήκε. Ο οδηγός ήταν περίεργος, του έκανε ερωτήσεις, εκείνος απαντούσε υπεκφεύγοντας. Τον άφησε στον πιο κοντινό οικισμό, τον ευχαρίστησε, κατέβηκε. Τσίμπησε κάτι να στυλωθεί, βρήκε κι ένα δωμάτιο να μείνει, έκατσε στο κρεβάτι, άνοιξε το βαλιτσάκι, έβαλε την κασέτα να παίζει, άκουσε τη γνωστή φωνή: «Η αποστολή σου αυτή τη φορά, αν επιλέξεις να την αποδεχτείς, είναι ότι θα έχεις μια ήρεμη, καλή και τυχερή ζωή. Ωραία θα την βγάλεις, χωρίς πολλές αναταράξεις, ξώφαλτσα θα περάσουν όλα τα δύσκολα. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται είναι ότι θα είσαι ταγμένος στη σιωπή. Δηλαδή μίλα όσο θες και άκου όσο θες, αλλά μουσική και τραγούδια δεν θα ακούς. Είναι ένας κόσμος κοινής ησυχίας αυτός κι η διατάραξή της απαγορεύεται. Όπως πάντα, αν εσύ ή κάποιο μέλος της ομάδας σου γίνουν αντιληπτά, το Υπουργείο θα αρνηθεί οποιαδήποτε γνώση των πράξεών σας. Αυτή η κασέτα θα αυτοκαταστραφεί σε πέντε δεύτερα. Καλή τύχη, αγάπη μόνο και μόνο ΠΑΣΟΚ». Έβηξε δυνατά να μην ακουστεί το μπραφ της αυτοκαστροφής, άνοιξε το παράθυρο να φύγουν οι μικροκαπνοί που προκάλεσε κι αποδέχτηκε την αποστολή του. Χρόνια μετά ζούσε μια ήρεμη, καλή και τυχερή ζωή, βγάζοντάς την ωραία, χωρίς πολλές αναταράξεις, με όλα τα δύσκολα να περνούν ξώφαλτσα. Όταν μια μέρα πρωτοάκουσε από μακριά έναν ήχο που δεν του θύμιζε τίποτα από ό,τι είχε ακούσει ως τότε, άρχισε να πλησιάζει και να πλησιάζει και να πλησιάζει, μέχρι που πλησίασε τόσο που κατάλαβε ότι ήταν τραγούδι. Κοκάλωσε, άρχισε να ιδρώνει, το έβαλε φυσικά στα πόδια, αλλά είχε προλάβει να μπει στα αυτιά του. Άρχισε να αναρωτιέται γιατί είχε τεθεί αυτός ο όρος στην αποστολή του, Τι πείραζε να ακούει μουσική; Τι εξυπηρετούσε η έλλειψή της; Αγόρασε πικ απ, εγκατέστησε ηχητικό σύστημα μεγάλο, αυτά δεν απαγορεύονταν, αυτά δικαίωμά του ήταν να τα έκανε. Αγόρασε κι έναν δίσκο. Κι αυτό δικαίωμά του. Έπαψε να είναι δικαίωμά του όταν άρχισε να παίζει το πρώτο του τραγούδι. Στην αρχή την εισαγωγή του. Μετά περισσότερο, μετά έφτασε και στο ρεφρέν. Δεν μπορούσε να περιγράψει πώς ένιωθε, ένιωθε σαν ως τώρα να είχε στερηθεί το λόγο που είχε έρθει στη γη. Το γεγονός ότι το άκουγε εντελώς σιγά για να μη γίνει αντιληπτός, δεν στερούσε οτιδήποτε από το καταλυτικό της εμπειρίας. Πλήρωση, ευτυχία, έκσταση. Αλλά σιγά – σιγά το εντελώς σιγά άρχισε κάτι να στερεί. Ήταν ήδη παραβατικός, οπότε τι πείραζε να το δυνάμωνε λίγο να ακούσει σαν άνθρωπος; Άρχισε να ακούει και σαν άνθρωπος. Ξανά και ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. Οι μέρες άρχισαν να περνούν, το ίδιο και τα χρόνια. Δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ακούει το ίδιο τραγούδι. Όταν ο δίσκος έλιωνε τον αντικαθιστούσε. Με ίδιο δίσκο πάντα, με το ίδιο τραγούδι. Εδώ και καιρό δεν άκουγε σαν άνθρωπος πια. Μεγάλωνε διαρκώς την ένταση, ενίοτε είχε την εντύπωση ότι μεγάλωνε κι από μόνη της, δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά πια. Ήταν σαν να γίνονταν όλα αυτόματα. Περίπου δηλαδή. Ήταν σαν η ζωή του να είχε γίνει η διαρκής επανάληψη του ίδιου τραγουδιού. Οι τοίχοι έτριζαν από την ένταση, οι γείτονες φώναζαν συνεχώς το εκατό αλλά και άλλα νούμερα, μια μέρα είδε μπάτσους να σπάνε την πόρτα του, τους είδε και δεν τους άκουσε, δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα πια, είχε χάσει προ πολλού την ακοή του, ήταν όλα τόσο δυνατά που δεν ήταν πια μουσική αλλά μια τεράστια φασαρία. Συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε, φυλακίστηκε. Στο κελί του δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα με τα έξω αυτιά, με τα μέσα όμως άκουγε το αγαπημένο του τραγούδι. Και χαμογελούσε ευτυχισμένος που όχι μόνο αξιώθηκε να το ακούσει, αλλά και που το έφτασε ως το τέρμα του, αλλά και που το άκουσε όσο μπορούσε να ακουστεί, γιατί μπορεί από μια ένταση και πάνω η μουσική να παύει να είναι μουσική, αλλά αν δεν φτάσεις την μουσική στο ακραίο της όριο, αν δεν δοκιμάσεις ως που μπορεί να φτάσει, τότε δεν έχεις πάει κι εσύ μαζί της πουθενά αλλού από τα μέρη της κοινής ακρόασης, της κοινής αντίληψης, της κοινής ησυχίας, του κοινού νου, του κοινού συναισθήματος. Αν η μουσική είχε όριο, η λαχτάρα του για αυτήν δεν είχε. Δικό της πρόβλημα, όχι δικό του. Δική της ήττα, όχι δική του. Το κάθε όριο είναι μια ήττα. Η κάθε υπέρβασή του είναι μια αλήθεια. Στο κελί του τώρα ακούει με ακουστικά το τραγούδι του. Δεν μπορεί να το ακούσει στα αλήθεια. Το ακούει στα αλήθεια.
-
Κι όχι ο μισός πλανήτης
Ίσως ο μόνος τρόπος για να τιμήσει κανείς την μνήμη του Τζίμη Πανούση, είναι να σταθεί μακριά από αγιογραφίες και ακολουθώντας τα βήματά του να γίνει ασεβής ως και προκλητικός.
Ίσως λοιπόν υπό μια έννοια η Ελλάδα ήταν ο ιδανικός τόπος για να ανθίσει το ταλέντο του Τζιμάκου. Ίσως μόνο εδώ θα μπορούσε να κάνει επί τόσες δεκαετίες καριέρα έχοντας ως ένα από τα βασικά συστατικά της δουλειάς του μια κάποια πολιτική επαναστατικότητα και μια κάποια κοινωνική ριζοσπαστικότητα, η οποία χρησίμευε ως πρώτη ύλη για πανάκριβες (σε κόστος για τον θεατή) παραστάσεις. Ίσως μόνο εδώ μας αρέσει να κατηγορούμε τόσο μα τόσο πολύ τον καπιταλισμό στα λόγια, την ώρα που στην πράξη είτε τον απομυζούμε όπως μας παίρνει, είτε σκύβουμε χωρίς πολλά πολλά το κεφάλι στα κελεύσματά του. Ίσως μόνο εδώ μας αφορά μόνο το τι λέει στα λόγια κάποιος και δεν μας σκανδαλίζει η αντίφαση με το τι κάνει στην πράξη.
Σίγουρα όμως, υπό μια άλλη έννοια, η Ελλάδα ήταν ένας πολύ μικρός τόπος για να χωρέσει το ταλέντο του Τζιμάκου. Σίγουρα το χιούμορ του και η σάτιρά του ήταν έτη φωτός μπροστά από τον εγχώριο ανταγωνισμό και βασικά σίγουρα είχαν μια εντελώς άλλη ποιότητα. Στις ΗΠΑ θα μπορούσε να στέκεται δίπλα στους πιο μεγάλους και να τον ξέρει όλος ο κόσμος. Η σύνδεσή του με το ανατρεπτικά ευφρόσυνο ήταν κυτταρική. Δεν έλεγε αστεία. Αντιλαμβανόταν και ταυτόχρονα μετέδιδε ανά πάσα στιγμή, με όλο του το σώμα και κατεξοχήν με τα μάτιά του και το χαμόγελό του, κάτι που ξεπερνούσε κάθε επί μέρους αστείο. Αντιλαμβανόταν και ταυτόχρονα μετέδιδε ανά πάσα στιγμή μια συνενοχή σε μια θεμελιώδη υπαρξιακή συνθήκη: ότι τίποτα δεν είναι από μόνο του τόσο σοβαρό ώστε να μην μπορεί να κανιβαλιστεί ανελέητα, ότι σε μια άλλη εκδοχή του κόσμου κάθε μα κάθε μας λέξη και κάθε μα κάθε μας κίνηση θα μπορούσε να λέγεται και να γίνεται ταυτόχρονα στα σοβαρά και στα μη σοβαρά, θα μπορούσε ταυτόχρονα να κυριολεκτεί και να κοροϊδεύει.
Ριπάκο, Τζιμάκο. Δεν ξέρω πόσο δήθεν ήσουν τελικά, ξέρω όμως πόσο μεγάλος ήσουν. Κρίμα που το μάθαμε μόνο εμείς κι όχι ο μισός πλανήτης.
-
Η Επιθυμία
Καμιά φορά δεν χρειάζεται να έχεις θέμα για να γράψεις. Αρκεί κι η επιθυμία. Που με τη σειρά της δεν χρειάζεται να έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Που σε αυτή όμως την περίπτωση καλείσαι εκ των πραγμάτων να εξετάσεις τα συστατικά της: τι σημαίνει άραγε να επιθυμείς να γράφεις; Υποκαθιστά κάποια άλλη επιθυμία ή μήπως το αντίστροφο, μήπως οποιαδήποτε άλλη επιθυμία είναι υποκατάστατο της γραφής; Γράφοντας ποτέ δεν βάζεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά. Γράφοντας δημιουργείς τις σκέψεις σου. Πριν καθίσεις να γράψεις δεν έχεις ακριβώς σκέψεις στο κεφάλι, έχεις σκιές σκέψεων, περιγράμματά τους, έχεις μια επιθυμία να εξετάσεις τι δημιουργεί τη σκιά, να εξετάσεις τι υπάρχει μέσα στο περίγραμμα. Και τι συμβαίνει αν, όπως τώρα, η επιθυμία έχει αυτονομηθεί τόσο ώστε δεν υπάρχουν καν σκιές και περιγράμματα να την πυροδοτήσουν; Είναι όλο αυτό μια περιστροφή γύρω από το τίποτα; Αν ναι, γιατί να μην είναι; Κι όταν περιστρεφόμαστε γύρω από το είναι, τι ακριβώς βγαίνουμε; Σοφότεροι κι εναργέστεροι; Σιγά. Κουβέντα να γίνεται. Ο χρόνος να περνά. Ο χρόνος θα περνά κι ερήμην μας. Γράφοντας προσπαθούμε ματαίως να μην μας ερημοδικάσει. Παριστάμεθα μετά των λέξεών μας. Όταν δεν έχουμε κέφι παριστάμεθα διά. Τις αφήνουμε δηλαδή να μας εκπροσωπήσουν, ενώ εμείς είμαστε κάπου αλλού. Παριστάμεθα πάντως. Λέμε στον χρόνο αφού δεν γίνεται αλλιώς εσύ συνέχισε να περνάς, αλλά κι εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε εδώ. Κείμενο το κείμενο θα κατοχυρώνουμε την παρουσία μας, θα φωνάζουμε την ύπαρξή μας. Δεν είναι για εμάς η σιωπή. Είναι για εμάς η κυριολεκτική σιωπή. Η του στόματος. Αυτή ναι. Προφορικά τι να πούμε; Και να τα πούμε, πού θα καταγραφούν, πού θα μείνουν; Στην καρδιά και στο μυαλό όσων τα λέμε; Τηρούν αρχείο οι καρδιές και τα μυαλά; Φαινόμαστε κάπου; Μας βλέπουν οι άλλοι, μας βλέπει ο χρόνος, μας βλέπουμε εμείς; Εντάξει, εμείς μας βλέπουμε. Οι άλλοι όμως; Ο χρόνος όμως; Δεν μπορείς να παρασταθείς στη δίκη του προφορικά, δεν μπορείς να παρασταθείς στο περασμά του με χνάρι διαπροσωπικό. Τα διαπροσωπικά είναι για τους αληθινούς ανθρώπους. Εμείς οι άνθρωποι με θέματα γράφουμε. Δημόσια. Και συνεχίζουμε να γράφουμε. Ακόμη κι όταν δεν έχουμε θέμα, το βασικό μας θέμα παραμένει πανίσχυρο: θελήσαμε να υπάρξουμε.
-
Κλαμμένοι την 5η Ιουλίου
Kαι άντρες μπορούν να συνάπτουν σύμφωνα συμβίωσης με άντρες.
Και γυναίκες μπορούν να συνάπτουν σύμφωνα συμβίωσης με γυναίκες.
Και έξω μπορούν να παντρεύονται κιόλας.
Και το φύλο του μπορεί να αλλάζει κανείς πια.
Και αγάλματα με διαβόλους ανεβάζουν στα Φάληρα.
Και τον Αχιλλέα θα τον παίζει αράπαρος.
Και τα Σκόπια θα τα πούμε κι εμείς κάτι σε Μακεδονία πια.
Κι ούτε χρώμα θα σας αφήσουν, ούτε όνομα,
όλα θα σας πάρουν τα όσια και τα ιερά.
Και άντε και συλλαληθείτε στην τελική
κι εσείς κι ο κόσμος που κληρονομήσατε,
όπως πήγαμε και δημοψηφιστήκαμε κι εμείς,
κι ο κόσμος που πήγαμε να αλλάξουμε,
αλλά φευ,
κι έτσι κλαίμε μαζί με την Μπέτυ κάθε 5 Ιουλίου,
γενναίοι, παραλίγο μοιραίοι και αποφασιστικοί αντάμα,
εμείς οι εντίμως συμβιβασθέντες δεν μετανιώνουμε,
μας καταβάλλει όμως εκείνο το Ναι -το σωστό- σε όλη τη ζωή μας
ή έστω κάθε που δείχνει πέντε ο Ιούλης
-
Σε λίγο θα σε κυνηγάνε δικαστικά κι αν δεν κάνεις λάικ.