Author: Old Boy

  • Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου

    Αν κάτι πρέπει να είναι σαφές, είναι ότι τα πλήθη που κατέβηκαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και που θα κατέβουν στο συλλαλητήριο της Αθήνας, μπορεί να λένε ότι διαδηλώνουν ζητώντας να μην υπάρχει με οποιονδήποτε τρόπο η λέξη Μακεδονία στην ονομασία του γειτονικού κράτους, αλλά στην πραγματικότητα ασκούν όση περισσότερη πίεση μπορούν ώστε το γειτονικό κράτος να εξακολουθήσει να αποκαλείται από όλον τον υπόλοιπο πλανήτη σκέτο Μακεδονία.

    Αν όντως η αγωνία σου είναι το πώς θα τους λένε, τότε το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να εξετάσεις σε τι πρακτικό αποτέλεσμα οδήγησε η προηγούμενη στάση της Ελλάδας.

    Αν πάλι το θέμα σου δεν είναι το πώς θα τους λέει όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, αλλά πώς θα τους λες εσύ, τότε οκ, εσύ εξακολούθησε να τους λες όπως θες. Διαδήλωσε, συγκινήσου, νιώσε εθνικά υπερήφανος, νιώσε ασυμβίβαστος, δώσε τους οριστικά το σκέτο Μακεδονία, πες δεν θέλω να ονομαστούν κάτι σύνθετο, κάτι που δεν θα είναι σκέτο Μακεδονία, εγώ θέλω να τους λένε όλοι οι άλλοι Μακεδονία κι εγώ να τους λέω Σκόπια.

    Δικαίωμά σου. Απλά να ξέρεις γιατί συγκινείσαι, γιατί συνεγείρεσαι, ποιες ακριβώς Θερμοπύλες φυλάς.

     

  • Αν πάντως μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος στο συλλαλητήριο, δεν το έχει σε τίποτα ο Αλέξης να πεταχτεί να μιλήσει.

  • Αν πάντως μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος στο συλλαλητήριο, δεν το έχει σε τίποτα ο Αλέξης να πεταχτεί να μιλήσει.

  • Αν πάντως μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος στο συλλαλητήριο, δεν το έχει σε τίποτα ο Αλέξης να πεταχτεί να μιλήσει.

  • Όχι ο ένας τον άλλον

    Διαβάζεις τη Σώτη και η πρώτη σου αυθόρμητη αντίδραση είναι να ζωστείς σημαίες και σταυρούς και να πας στο συλλαλητήριο την Κυριακή. Αλλά εντάξει, μετά σκέφτεσαι ότι θα μιλήσει ο Πατούλης και λες, όχι, οκ, όχι ως εκεί. Άσε που αν πας μπορεί να πέσεις πάνω στον Δημήτρη Καμμένο. Κάτσε όμως. Με τον Δημήτρη Καμμένο δεν συγκυβερνάς τρία χρόνια τώρα; Αρχίζεις να μπερδεύεσαι. Ο Τατσόπουλος κοινοποιεί τη Σώτη, μιλώντας για κείμενο εθνικής αυτογνωσίας. Ήρθε ο καιρός να είσαι με τον Πέτρο ξανά; Κι ο Χειμωνάς απολύθηκε λέει από τα δεξιά μέσα που δούλευε γιατί έγραψε κατά του συλλαλητηρίου. Όχι, αλήθεια, τι συμβαίνει; Δεν είχαμε χωριστεί καλά τα προηγούμενα χρόνια; Δεν είχαμε πει ότι εμείς είμαστε από εδώ κι εσείς από εκεί; Δεν μισηθήκαμε όπως πρέπει, δεν εξακολουθούμε να μισιόμαστε στην τελική; Τώρα τι θα γίνει, θα ξαναμοιραστούν οι ομάδες αλλιώς; Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες; Α ναι, κι ο Μίκης.

    Κάπως γραφικά όλα αυτά; Ίσως. Ίσως όμως κι όχι. Αν δεν θέλουμε αυτού του είδους τη γραφικότητα, να καταργήσουμε τις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις και ιδεολογίες, να είμαστε όλοι μια ενωμένη γροθιά σε κάθε εθνικό θέμα, κάθε θέμα να το θεωρούμε και εθνικό, Έλληνες να μην τουφεκάμε Έλληνες, να είμαστε όλοι αγαπημένοι, μονιασμένοι, με ένα και μόνο τρόπο σκέψης, με μια και μόνη εθνική αλήθεια να οδηγεί το δρόμο μας και να μας χαλυβδώνει εναντίον των εχθρών μας, Έλληνες να τουφεκάμε Σκοπιανούς, Τούρκους στα Ίμια, ξένους εν πάσει περιπτώσει. Ξένους. Όχι ο ένας τον άλλον.

     

  • Σε περιμένω να ‘ρθεις και πάλι

    Πρόλαβε να γράψει ήδη ο Γιάννης Βαρβάκης, αλλά όχι μόνο κακό δεν είναι, αντίθετα ιδεατά πρέπει να γεμίσει η πρώτη σελίδα μόνο με φωτογραφίες και αναλύσεις Ζορό για αυτή την συγκλονιστική διαφήμιση.

    Ελπίζοντας να μην αντιφάσκω πλήρως με τον εαυτό μου, που πριν λίγες μέρες έλεγα ότι το πρόβλημα στη χώρα με τον σκοταδισμό, την ακροδεξιά, τον φασισμό μέχρι τελικά και τους νεοναζί, ήταν πως αντίθετα τα παίρναμε για πάρα πολλά χρόνια στην πλάκα και τον χαβαλέ και εστιάζαμε στη γραφικότητα και δεν ταραζόμασταν και έλα μωρέ τώρα και λίγος περισσότερος χώρος ακόμη στη δημόσια συζήτηση και λίγος περισσότερος χώρος ακόμη στη ζωή μας,  κι έχοντας επίγνωση της τρέχουσας συγκυρίας και του γεγονότος ότι επίσης πριν λίγες μέρες ο Παναγιώτης Ψωμιάδης μοίραζε ελληνικές σημαίες στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκη, υπενθυμίζοντας επίσης ότι ο Παναγιώτης Ψωμιάδης δεν είναι μια ακόμη γραφική φιγούρα της βορειοελλαδίτικης δεξιάς, αλλά υπήρξε ένας πανίσχυρος περιφερειάρχης που εξέπεσε από το αξίωμά του και καταδικάστηκε για απιστία και παράβαση καθήκοντος, θέλω να πω τα εξής:

    Λίγο – πολύ αυτό που απεικονίζει η διαφήμιση αυτό και είναι η υπαρκτή λαϊκή δεξιά στη χώρα μας, κι αν βγάλουμε και το επίθετο λαϊκή από εμπρός, παρόλους τους τόνους σοβαροφάνειας και αριστείας με τους οποίους έχει αποπειραθεί να ντυθεί για να παραστήσει ότι είναι κάτι άλλο, στον πυρήνα της κι εν πάση περιπτώσει στην μεγάλη πλειοψηφική της βάση, πολιτιστικά κι αισθητικά η δεξιά στην Ελλάδα δεν ήταν ο Χατζιδάκις και ο Χορν, πολιτιστικά κι αισθητικά η δεξιά στην Ελλάδα ήταν κυρίαρχα ό,τι συνόρευε με τον μητροπολίτη Καλαβρύτων κι Αιγιαλείας ή στην καλύτερη με πιο φωτισμένους μητροπολίτες, ό,τι συνόρευε με τον Φραγκούλη Φράγκο ή στην καλύτερη με περισσότερο δημοκράτες αξιωματικούς, ό,τι συνόρευε με το πάλαι πότε ακραίο κόμμα του Καρατζαφέρη μέχρι να πάρει μεταγραφή τα πρωτοπαλίκαρά του, δεν συνόρευε καν αλλά ήταν οι μακεδονάρχες Ψωμιάδης και Παπαγεωργόπουλος που αποδείχτηκαν κι οι δύο λαμόγια και καταδικάστηκαν ποινικά, κι όχι δεν είναι σκέτα πολιτικά όλα αυτά, κουβαλούσαν κι εξακολουθούν να κουβαλούν τη δική τους αισθητική και το δικό τους πολιτιστικό πρότυπο, αυτό το καρναβάλι που θα είχε όντως την πλάκα του, αν εμπεριείχε συνειδητά στοιχεία αυτοσαρκασμού, τα οποία όμως είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, αυτό το καρναβάλι που θα είχε ίσως την πλάκα του στο βαθμό που παρέμενε μια παράλληλη πολιτιστική πραγματικότητα και στο βαθμό που δεν μετατρεπόταν σε πολιτική πραγματικότητα μισαλλόδοξη, οπισθοδρομική, καταπιεστική, υποκριτική, ρατσιστική, ακροδεξιά, φασίζουσα.

  • Dr Panoutsoslove (ή πώς έμαθα να μην ανησυχώ πια και να αγαπώ τον εθνολαϊκισμό)

    Στο κατά τ’ άλλα εξαιρετικό “Darkest Hour” υπάρχει μια σκηνή, που εξελίσσεται κατά τη γνώμη μου με τέτοιο τρόπο, ώστε η ταινία χάνει για μοναδική φορά το μέτρο. Ο Τσόρτσιλ που ως τότε δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή του δημόσια συγκοινωνία, μπαίνει στον υπόγειο για να αφουγκραστεί τη γνώμη των επιβατών, τη γνώμη του απλού κόσμου, ως προς το αν θέλει να υπογραφεί συνθήκη με τους επελαύνοντες ναζί ή να συνεχιστεί ο πόλεμος με κάθε τίμημα.

    Αλλά αυτό που θέλω να πω δεν είναι η γνώμη μου για την ταινία ή για τη συγκεκριμένη σκηνή, αλλά κάτι άλλο: βλέποντάς την μου ήρθε στο νου η σκέψη ότι ενώ η πρόθεση πίσω της ήταν, εννοείται, η εξύμνηση της αληθινής έννοιας της δημοκρατίας και της σημασίας που έχει να ακούν οι ηγέτες τα θέλω των πολιτών, έρχεται ταυτόχρονα σε ένα χρονικό σημείο του φιλμ, όπου έχουμε πρώτα παρακολουθήσει τις πολυήμερες και αγωνιώδεις συζητήσεις μέσα στις τάξεις της κυβέρνησης, συζητήσεις όπου τόσο η άποψη υπέρ της υπογραφής συνθήκης για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική ήττα και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όσο και η άποψη υπέρ της συνέχισης του πολέμου επειδή είναι αδιανόητο να υποτεθεί ότι ο Χίτλερ θα σεβαστεί οποιαδήποτε υπογραφή, προβάλλονται με εκατέρωθεν τεκμηριωμένες αιτιολογήσεις. Και μπαίνει ο Τσόρτσιλ στο τρένο κι όλοι (συμπεριλαμβανομένου κι ενός νέου μαύρου που δεν τον κοιτάζει μισός συνεπιβάτης με υποψία ρατσιστικού βλέμματος, γιατί έτσι προφανώς ήταν τα πράγματα στο Λονδίνο του 1940) αρχίζουν να λένε διάφορα πατριωτικά τσιτάτα και να εξηγούν στον Ουίνστον ότι οι γερμαναράδες θα περάσουν πάνω από τα πτώματά τους.

    Οπότε εκείνο ακριβώς που σκέφτηκα είναι ότι, άθελά της, η σκηνή θα μπορούσε να λειτουργεί όχι ως η επιτομή της αξίας της δημοκρατίας, αλλά ως η επιτομή της αξίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ακόμη περισσότερο σκέφτηκα ότι η σκηνή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους όσους τα προηγούμενα χρόνια μας εξηγούσαν με κάθε ευκαιρία και σε κάθε τόνο την αντιδιαστολή μεταξύ λαϊκιστών που ικανοποιούν το θυμικό του λαού και εκλεγμένων εκπροσώπων που δουλειά τους είναι να ξέρουν, με τη βοήθεια τεχνοκρατών, διπλωματών και άλλων ειδημόνων, πώς κυβερνάται ένας τόπος και ποιο είναι το καλό του, λαμβάνοντας τις δύσκολες αποφάσεις ενάντια στο πολιτικό κόστος και τις σειρήνες του λαϊκισμού.

    Πέφτοντας λοιπόν σήμερα πάνω σε άρθρο του Αντώνη Πανούτσου στο Liberal, άρχισα διαβάζοντάς το να λέω στον εαυτό μου, μπράβο εαυτέ μου, πόσο δίκιο είχες, πόσο μέσα έπεσες. Αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Με μια πλήρη αντιστροφή του δεξιού μνημονιακού λόγου περί λαϊκισμού και δη εθνολαϊκισμού, η σκηνή χρησιμοποιείται για να υμνηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης που μετά το συλλαλητήριο έδειξε ότι ακούει την φωνή του φτωχού λαϊκού λαού, «το vox populi των δυτικών προαστίων της Αθήνας, που θέλει να ακουστεί αλλά κανείς δεν θέλει να το ακούσει».

    Ας ξεχάσουμε λοιπόν τον επονείδιστο, αριστερό, αντιμνημονιακό εθνολαϊκισμό κι ας καλοσωρίσουμε στη σκηνή τον θεάρεστο, δεξιό, πατριωτικό εθνολαϊκισμό.

    Πίσσα και πούπουλα και βοξ πόπιουλι. Μεταφορικά πάντα. Όχι στη βία, όχι στην πίσσα, όχι στα πούπουλα, ναι αίφνης στη φωνή του πόπολου.

  • Συνηθισμένοι Άνθρωποι

    Σε αυτό εδώ το πλάνο του “Ordinary People” o Tίμοθι Χάτον είναι έτοιμος να κάνει μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης με την μητέρα του, έτοιμος να της πει κάτι τρυφερό. Δεν του είναι καθόλου εύκολο, η μάνα του το έχει καταστήσει με τη στάση της και την αποξένωσή της ιδιαίτερα δύσκολο, δεν του είναι καθόλου εύκολο, αλλά του είναι πάντως φυσικό. Τα εμπόδια προέκυψαν στην πορεία, η δύναμη μέσα του που τον κινεί προς την απόπειρα εύρεσης της ζεστασιάς μεγάλη. Σε εκείνην όμως δεν είναι καν φυσικό. Τα εμπόδια και οι φραγμοί της στοργής μπήκαν πολύ νωρίτερα, τόσο νωρίτερα ώστε το να του ανοιχτεί και να του προσφέρει στοργή της είναι πια κάτι ξένο. Την σώζει το τηλέφωνο που χτυπάει, τρέχει να το σηκώσει, λέει στην φίλη της στην άλλη άκρη της γραμμής ότι ναι, μπορεί να μιλήσει και δεν κάνει κάτι άλλο αυτή τη στιγμή, δεν θα χρειαστεί να βρεθεί στην εξαιρετικά άβολη θέση να ανταποκριθεί στην επικείμενη απόπειρα επαφής του γιου της.

    Ο Χάτον λέει ότι η μάνα του τον μισεί, ο πατέρας του εξανίσταται. Ο Χάτον λέει ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, ο ψυχίατρός του τον διορθώνει: δεν σε αγαπά όσο θα ήθελες, δεν σε αγαπά αρκετά, αποδέξου τα όριά της κι ότι μπορεί να σε αγαπήσει ως ένα σημείο ή ότι δεν μπορεί να εκφράσει το παραπάνω. Ό,τι απ’ όλα κι αν ισχύει, η αδυναμία εξωτερίκευσης, η περιορισμένη αγάπη, η απέχθεια, ο Χάτον είναι ένας άνθρωπος που μεγαλώνει εκτός των άλλων που του έχουν συμβεί στην ταινία και με τη συγκεκριμένη πληγή, είναι ένας άνθρωπος που μεγαλώνει εκτός των άλλων που του έχουν συμβεί στην ταινία και με τη συγκεκριμένη αναπηρία.

    Τι συμβαίνει άραγε στους ανθρώπους που δεν αγαπήθηκαν αρκετά από τις μανάδες τους; Τι απογίνονται όταν μεγαλώνουν; Πως εσωτερικεύουν αυτή την έλλειψη, αυτή την απόσταση, αυτή την σιωπή, αυτή την παγωνιά; Τι σημαίνει για τον τρόπο που προσλαμβάνουν τον εαυτό τους;  Τι σημαίνει για τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο αν είναι αγόρια και με το ίδιο φύλο αν είναι κορίτσια; Συνηθισμένα τραύματα συνηθισμένων ανθρώπων.

  • Αυτό που μας σοκάρει πάντα ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων είχε, έχει και θα έχει τελείως διαφορετική πολιτική κοσμοθεωρία από τη δική μας, να το κοιτάξουμε κάπου.