Author: Old Boy

  • Σύνδρομο συγκέντρωσης προσοχής

    Kαθώς βλέπεις τους ανθρώπους στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και στο δρόμο όταν περπατάνε, αλλά βασικά και παντού, να κοιτάνε με τόση προσήλωση την οθόνη του κινητού τους (καθώς δηλαδή τους βλέπεις τις στιγμές που δεν κοιτάς εσύ με τόση προσήλωση την οθόνη του δικού σου), δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς: όλη αυτή η προσήλωση ως μέγεθος, όλη αυτή η προσοχή ως μέγεθος, όλη αυτή η επικέντρωση ως μέγεθος, πριν δέκα χρόνια που ακριβώς διοχετευόταν;

    Η απάντηση είναι πως πιθανότατα πουθενά συγκεκριμένα. Κάποιοι λίγοι θα διάβαζαν κάποια εφημερίδα, κάποιοι λιγότεροι θα διάβαζαν κάποιο βιβλίο, κάποιοι άλλοι μπορεί να παρατηρούσαν περισσότερο τους γύρω τους και να προσπαθούσαν να πιάσουν συζήτηση (αν και αυτό το σπορ έχει πεθάνει από τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα), αλλά οι περισσότεροι θα σκέφτονταν τα δικά τους, θα χάζευαν, θα ονειροπολούσαν.

    Κάπως έτσι, αν όταν δουλεύεις, το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας παράγοντας διαρκούς πειρασμού διάσπασης της προσοχής, ίσως στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και αλλού εκτός δουλειάς, οι οθόνες των κινητών, για όποιο λόγο κι αν τις κοιτάς (για να σκρολάρεις, για να μιλήσεις, για να παίξεις παιχνίδια), είναι ένας παράγοντας συγκέντρωσης της προσοχής.

    Σε κάθε όμως περίπτωση δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς ξανά: αν μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας έχει αποκτήσει πλέον τέτοια ερωτική σχέση με τον κόσμο που περικλείεται στην οθόνη του κινητού του, όλος αυτός ο έρωτας, όλο αυτό το μάγευμα, όλη αυτή η προσοχή από που μας ήρθε, τι αντικατέστησε και που βρισκόταν μέχρι πριν λίγα μόλις χρόνια;

  • Ρισπέκτ

    Aπό την πρώτη στιγμή που ο Σταύρος Θεοδωράκης το έπαιξε πολιτικός αρχηγός, τον λοιδόρησα, τον τρολάρισα, τον απαξίωσα και τον κορόιδεψα όσο λίγοι. Δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη, αφού λοιδόρησα, τρολάρισα, απαξίωσα και κορόιδεψα μια πολιτική ατζέντα, η οποία στο οικονομικομνημονιακό σκέλος μου ήταν και εξακολουθεί να μου είναι απεχθής, ενώ έχει μαζέψει δίπλα του κι ουκ ολίγα πολιτικά κατακάθια. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να αναγνωρίσω αφενός ότι στο οικονομικομνημονιακό σκέλος όσα έλεγε λέει και δεν κωλοτούμπιασε ποτέ και αφετέρου και κυρίως ότι σε όλα τα υπόλοιπα, από το σκοπιανό ως κάθε μα κάθε νομοσχέδιο που αφορούσε δικαιώματα, δεν έκανε μικροπολιτική, έβαλε πλάτη, στήριξε, ψήφισε, έδειξε συνέπεια και Αρχές. Οπότε ως κάποιος που τον έχει κατασπαράξει επαναληπτικά, δικαιούμαι να πω δημόσια κι ένα ρισπέκτ Σταύρο Θεοδωράκη.

  • Η εξουσία της ερμηνείας

    Kάθε φορά που ερμηνεύουμε κάτι (μια ταινία, ένα βιβλίο, μια πολιτική συνθήκη, μια συμπεριφορά, μια σχέση κ.ο.κ), είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, προσπαθούμε και να το εξουσιάσουμε. Η ερμηνεία είναι μια μορφή εξουσίας του νοήματος των πραγμάτων, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν είναι ανοικτή στη διαρκή αμφιβολία, στο βαθμό που επιχειρεί να τα ονοματίσει με τρόπο αυθεντικό, ακόμη κι αν πρόκειται για την αυθεντικότητα του υποκειμενικού βλέμματος. Το να λες «έτσι το βλέπω εγώ» δεν αρκεί από μόνο του για να αναιρέσει την προσπάθεια επιβολής του βλέμματός σου. Και δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με την επιβολή πάνω στους άλλους, όσο με την επιβολή του βλέμματός σου σε σένα τον ίδιο: έτσι το είδες, έτσι το ερμήνευσες, αυτή σου η ερμηνεία σε δεσμεύει. Η λύση δεν είναι ούτε το «έτσι το βλέπω εγώ, αλλά δέχομαι να ακούσω πού μπορεί να είμαι λάθος», γιατί κι αυτό προϋποθέτει κάτι που όσον αφορά την αποκλειστικά δική σου πλευρά είναι παγιωμένο. Ενώ παγιωμένη μέσα μας θα έπρεπε να είναι η διαρκής διερώτηση. Όχι γιατί δεν υπάρχουν πράγματα για την ερμηνεία των οποίων μπορούμε να νιώθουμε βέβαιοι. Αλλά γιατί στην περίπτωση αυτή αντικαθιστούμε μια φοβική βεβαιότητα απολίθωμα μιας παλιάς ερμηνείας, με μια βεβαιότητα δυναμική, ζωντανή κι αναβαπτιζόμενη.

  • Cheers

    Αν οι σειρές είναι από μόνες τους ένα κουκούλι και μια φυγή, αν μια από τις μεγάλες ηδονές του 21ου αιώνα, το binge – watching, είναι ένα κουκούλι και μια φυγή στη νιοστή,  το binge – watching του Cheers είναι ό,τι σε πιο κουκούλι και ό,τι σε πιο φυγή: κουκουλώνεσαι μέσα στον περιορισμένο αλλά και τόσο ευρύχωρο χώρο ενός βοστωνέζικου μπαρ των έιτις, φεύγεις για να μεταφερθείς εκεί και μόνο εκεί, μέσα στον περιορισμένο αλλά και τόσο ευρύχωρο χώρο ενός βοστωνέζικου μπαρ των έιτις. Aν και ο χρόνος που γυρίστηκε και διαδραματίζεται η σειρά είναι το λιγότερο σημαντικό στοιχείο, ακριβώς γιατί στη μαραθώνια παρακολούθηση σειρών είναι η κατάλυση του χρόνου που έχει σημασία, είναι η εγκαθίδρυση ενός εναλλακτικού παρόντος, σχεδόν ψευδαισθητικού, που έχει σημασία. Βλέποντας το Cheers δεν μεταφέρεσαι στη δεκαετία του ογδόντα, βλέποντας το Cheers μεταφέρεσαι μέσα σε αυτό το μπαρ, που έχει το δικό του χωρόχρονο.

    Η μισή χαρά στο binge – watching είναι το να βλέπεις σε κάθε νέο επεισόδιο τους τίτλους. Κι όποιος τυχόν τους πηδάει για να κερδίσει δυο λεπτά, έχει χάσει όλο το νόημα. Κάθε φορά που πέφτουν οι τίτλοι, η μουσική τους και οι εικόνες τους είναι μια επιστροφή στην υπόσχεση ότι το πάρτι συνεχίζεται, το κουκούλι και η φυγή συνεχίζονται. Και οι τίτλοι του Cheers λένε τα πράγματα με το όνομά τους: Taking a break from all your worries, sure would help a lot. Wouldn’t you like to get away?. Και οι τίτλοι του Cheers σε καλούν σε ένα ασταμάτητο τσούγκρισμα των ποτηριών, σε έναν διονυσιασμό που ξέρεις ότι δεν μπορεί να υπάρχει στα αλήθεια και άρα ξέρεις ότι μπορεί να υπάρχει και υπάρχει στα αλήθεια.

    Και όχι μόνο το τηλεοπτικό μπαρ του Cheers, αλλά και τα αληθινά μπαρ – στέκια είναι σαν κάψουλες με το δικό τους χωρόχρονο. Kαι δίπλα στο μπαρ που πίνει μια μπύρα κάθε βράδυ ο Πάτερσον του Τζάρμους, δίπλα στο σπαρακτικά υπαρξιακό μπαρ Horace and Pete’s του αυνάνα εγκληματία του me too Louis CK, δίπλα στο μπαρ του Cheers, δίπλα στα ψεύτικα μπαρ του Νιού Τζέρσεϊ, του Μπρούκλιν, της Βοστώνης, τα αληθινά μπαρ – στέκια του καθενός, που πάει είτε για να κουκουλωθεί και να κρυφτεί, είτε για να βγει απ΄το κουκούλι του και να φανερωθεί. Cheers.

     

  • Άλλη μια μέρα στο σχολείο

    Επαναλαμβάνομαι: ίσως κανείς άλλος πολιτισμός και καμιά άλλη κοινωνία στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει στραφεί τόσο συχνά με δολοφονική μανία εναντίον των δικών της παιδιών. Δεν έχουμε να κάνουμε με θηριωδίες εναντίον εχθρών. Εδώ ο εχθρός είναι ο συμμαθητής, ο συμφοιτητής, ο συνάδελφος, ο ματαιωμένος εαυτός, το περιβάλλον που γέννησε την ματαίωση, ή και κανείς απολύτως, είναι απλά κι αυτό μια δραστηριότητα όπως άλλες, είναι απλά κι αυτό που κάνουμε εδώ στη χώρα μας, είναι απλά κάτι που ήδη έχουν κάνει τόσοι άλλοι πριν από μένα και που θα κάνουν τόσοι άλλοι μετά από μένα. Τα όπλα υπάρχουν – η μόδα υπάρχει – η ματαίωση και η οργή υπάρχουν – το μηδέν και το κενό υπάρχει – λετς σουτ δε μαδερφάκερς τουντέι. 

  • Εκεί που δεν σου πέφτει λόγος

    Σκοπιανό – Novartis – Ίμια: δεν έχει περάσει ενάμισης μήνας στη χρονιά κι έχουν σκάσει διαδοχικά τρία θέματα, τα οποία αφενός ο απλός πολίτης δεν θα μπορούσε καν να προβλέψει ως το τέλος του 2017 και αφετέρου κάθε ένα τους καταλαμβάνει πλήρως και ολοσχερώς την επικαιρότητα, μέχρι να εξοβελιστεί πλήρως και ολοσχερώς από το επόμενο. Όχι ότι δεν θα επανέρχονται, όχι ότι θα μας εγκαταλείψουν. Αλλά υπάρχει κάτι θεμελιωδώς παράταιρο στο βασίλειο της επικαιρότητας, υπάρχει η ίδια η επικαιρότητα ως έννοια αυτάρκης, υπάρχει αυτός ο σχεδόν παβλοφικός τρόπος με τον οποίο όλοι στρέφουμε το κεφάλι κοιτώντας προς μια μεριά, συζητώντας περισσότερο ή λιγότερο παθιασμένα για όσα αφορούν αυτή την μεριά και μετά, με το χτύπημα δυο δακτύλων, στρέφουμε πάλι όλοι μαζί τα κεφάλια μας προς μια άλλη μεριά, συνεπαρμένοι από τα φοβερά και τρομερά διακυβεύματά της. Δεν είναι κάποια θεωρία συνωμοσίας, είναι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της ειδησεογραφίας και της δημόσιας συζήτησης· τουλάχιστον σε καιρό ειρήνης.

    Γιατί μπορεί να υποθέσει κανείς ότι σε καιρό πολεμικών συρράξεων την ατζέντα την καταλαμβάνει ο πόλεμος, πετώντας τα κλειδιά γιατί δεν θα τα χρειαστεί κανείς άλλος. Γιατί ίσως ο πόλεμος είναι ο μόνος που μπορεί να μετατρέψει τον πολίτη από σχολιαστή της επικαιρότητας σε στρατιώτη – τμήμα της ή σε άμαχο βομβαρδιζόμενο πληθυσμό – τμήμα της. Όλα αυτά βέβαια έμοιαζαν και μοιάζουν τόσο μακρινά μας. Οι πόλεμοι και οι βομβαρδισμοί παραμένουν τόσο μακρινοί μας. Εντάξει, γεωγραφικά θα έλεγε κανείς ότι όχι, αλλά τα αληθινά σύνορα είναι γεωπολιτισμικά, έτσι δεν είναι; Όχι, είμαστε οκ, εμείς. Άντε να γίνει στην πολύ χειρότερη κανένα θερμό επεισόδιο μερικών ημερών, καμιά επιστρατευσούλα, να σκοτωθούν μερικοί νέοι ήρωές μας, να εκτιναχθεί η επικαιρότητα, τα συναισθήματα και τα πάθη στα ύψη.

    Μέρες σαν τη χθεσινή συνειδητοποιείς πόσο ολοκληρωτικά ανήμπορος είσαι, πόσο ολοκληρωτικά ασήμαντος, πόσο ολοκληρωτικά πιόνι, πόσο ολοκληρωτικά δεν σου πέφτει λόγος, πόσο ολοκληρωτικά ασήμαντος είναι ο λόγος που σου πέφτει. Σε οτιδήποτε συμβεί εντός του κράτους που ζεις, σε οτιδήποτε συμβεί εντός της χώρας σου, θεωρητικά -άλλο το τι συμβαίνει στην πράξη, πάντως θεωρητικά ναι- σου πέφτει λόγος ως πολίτης, σου πέφτει λόγος διαμαρτυρίας και αντίδρασης, σου πέφτει λόγος δημοκρατικός, σου πέφτει ο λόγος σου ως μέρος του λαού. Αν όμως σου πουν αύριο πόλεμος με την Τουρκία, δεν είσαι πια μέρος του λαού – είσαι μέρος του έθνους, δεν είσαι πια πολίτης στις κάλπες και στους δρόμους – είσαι στρατιώτης που υπακούει διαταγές, αν όμως σου πουν αύριο πόλεμος με την Τουρκία, δεν θα σε ρωτήσουν πρώτα με δημοψήφισμα, δεν τους ενδιαφέρει η γνώμη σου, η γνώμη σου προϋποτίθεται, η γνώμη σου είναι αυτονόητη, αν έκαναν δημοψήφισμα θα ήταν συντριπτικά υπέρ του πολέμου και αυτή τη φορά θα το σέβονταν, γιατί, έτσι πάνε αυτά, είσαι Έλληνας και θα πας να υπερασπιστείς την πατρίδα σου. Κι αν σκοτώσεις – σκότωσες. Κι αν σκοτωθείς – σκοτώθηκες.

  • Κι αφού περάσαμε τη φάση της ακραίας νοσταλγίας για τα έιτις, αίφνης με Σκοπιανό και Ίμια κάνουμε ρετροσπεκτίβα στα νάιντις.

  • Κι αφού περάσαμε τη φάση της ακραίας νοσταλγίας για τα έιτις, αίφνης με Σκοπιανό και Ίμια κάνουμε ρετροσπεκτίβα στα νάιντις.