Author: Old Boy

  • Θεογονώντας

    Άλλοι πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός, άλλοι ότι δεν υπάρχει, μάλλον όμως και οι δυο κατηγορίες συμφωνούν στο ότι το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός είναι κάτι ανεξάρτητο της πίστης ενός εκάστου, συμφωνούν στο ότι το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός είναι κάτι που δεν εξαρτάται από τη δική μας συμμετοχή.

    Οπότε θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα μια θρησκεία, η οποία θα οδηγούσε σε μια μέση λύση πίστης. Βάσει αυτής Θεός και μετά θάνατον ζωή υπάρχουν μόνο για όσους πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός και μετά θάνατον ζωή. Κάπως έτσι δεν θα πλανάται κανείς. Και όσοι δεν πιστεύουν, πράγματι πεθαίνοντας απλά θα πεθάνουν, άρα δίκιο είχαν που δεν πίστευαν – και όσοι πιστεύουν, πράγματι πεθαίνοντας θα διαπιστώνουν ότι υπάρχει ο Θεός και η μετά θάνατον ζωή στην οποία πίστευαν, άρα δίκιο είχαν κι αυτοί.

    Στα θετικά της νέας θρησκείας, εκτός από την καθολική δικαίωση των πιστεύω κάθε ανθρώπου, είναι και η ανάδειξή του σε κυρίαρχο όχι μόνο της δικής του μοίρας, αλλά και της θεϊκής. Έχουμε έτσι πλέον έναν συμμετοχικό Θεό, έναν Θεό που διαμορφώνει ο ίδιος ο πιστός, με τη διαμόρφωσή του όμως να μην αναιρεί καθόλου την ύπαρξη του και την αλήθεια του. Το ακριβώς αντίθετο: η πίστη αληθινά γεννά τον αληθινό Θεό.

    Εξαιρετικά σημαντικό επίσης και το ότι όποιος θεωρεί ότι η ζωή μπορεί να είναι γεμάτη σκοτούρες, ζόρια, βάσανα και πόνους, αλλά αν μη τι άλλο αργά ή γρήγορα τελειώνει, παίρνει την επιλογή της μη πίστης κι έτσι πεθαίνοντας τελειώνουν όλα, πάπαλα, game over, γεια σας, RIP. Και αντίστροφα, όποιος θεωρεί ότι η ζωή εδώ είναι ένα πέρασμα, μια δοκιμασία, μια πρόβα, ένα ορντέβρ και ότι το κυρίως πιάτο είναι αμέσως μετά τον θάνατο, παίρνει την επιλογή της πίστης κι εν συνεχεία έχει όλη την αιωνιότητα για πάρτη του. Κλασική περίπτωση win – win.

    Κι εντάξει, αν όλα αυτά ακούγονται σαν μπαλαφάρες, εκείνο που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι πως όποιος ζει πιστεύοντας ότι υπάρχει Θεός, ζει μια ζωή όπου ο Θεός είναι παρών κι όποιος ζει πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει Θεός, ζει μια ζωή όπου ο Θεός είναι απών. Αν λοιπόν όσο ζούμε η ύπαρξη Θεού εξαρτάται κυριαρχικά από την πίστη μας ή την έλλειψή της, ποιος μπορεί να πει ότι αυτή η κυριαρχία δεν θα επεκταθεί και στο αμέσως μετά;

    Εσύ και η κοινή λογική. Σωστά. Ωστόσο ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει μετά, το τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει εδώ, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε εδώ, η ζωή την οποία ζούμε εδώ, είναι η πραγματικότητα στην οποία πιστεύουμε ότι ζούμε, η ζωή την οποία πιστεύουμε ότι ζούμε, με άλλα λόγια η πίστη δεν αφορά μόνο το μεταφυσικό, αφορά κατεξοχήν και όλα όσα έχουμε μάθει να θεωρούμε φυσικά και ανεξάρτητα της δικής μας ανάγνωσης και της δικής μας ερμηνείας.

  • Κάτι σαν σύνοψη

    1. Ήταν ένα σαφώς καλό μουντιάλ, ένα μουντιάλ που όχι μόνο το απολαύσαμε σε γενικές και στις περισσότερες ειδικές του γραμμές τον μήνα που προηγήθηκε, αλλά κι ένα μουντιάλ που ίσως στην πορεία των χρόνων αρχίσουμε να το θυμόμαστε ως ακόμη καλύτερο κι από αυτό που στην πραγματικότητα ήταν, ένα μουντιάλ με το οποίο θα συγκρίνουμε άλλα χειρότερα.
    2. Ήδη το φορμάτ με το οποίο θα διεξαχθεί το επόμενο, Νοέμβρη – Δεκέμβρη του 22, προκαλεί έναν πρόωρο φόβο ότι θα είναι ξενερωτικό, ότι δεν θα μπορέσουμε να το εισπράξουμε ως κανονικό μουντιάλ, ότι είναι μεγάλο λάθος να μπερδεύεσαι έτσι με την παράδοση ενός αθλητικού θεσμού, ο οποίος διεξαγόταν κάθε τέσσερα καλοκαίρια.
    3. Από την άλλη ο φόβος δεν αποκλείεται να αποδειχθεί υπερβολικός και αν μη τι άλλο το ποδόσφαιρο έχει δείξει ότι μπορεί να αντέχει και να αφομοιώνει τις όποιες αλλαγές, χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς. Φέτος ας πούμε ήρθε το VAR, κι εντάξει, το ποδόσφαιρο παρέμεινε ποδόσφαιρο.
    4. Το VAR το οποίο ήρθε και κυριάρχησε στους ομίλους και μετά σαν να έπεσε (τι σαν δηλαδή, σίγουρα έπεσε) η ντιρεκτίβα «Παιδιά, κάντε κράτει» και από τα νοκ άουτ κι ύστερα εξαφανίστηκε σχεδόν οριστικά. Μέχρι τη στιγμή του πέναλτι του τελικού.
    5. Το οποίο είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση ως προς το εξής. Ναι, είναι πέναλτι. Και ναι, ο Πέρισιτς βάζει το χέρι του επίτηδες εκεί που το βάζει. Αλλά είναι ένα πέναλτι που δεν είδε ο διαιτητής. Κι ένα πέναλτι από αυτά που περισσότερο αδικία αποδίδουν παρά δικαιοσύνη. Δηλαδή η εσχάτη των ποινών για μια τέτοια κουτοπόνηρη κι εν τέλει βλακώδη παράβαση και δη σε τελικό μουντιάλ είναι too much. Θα μπορούσε κανείς να πει στον διαιτητή ότι κακώς θα το σφύριζε αν το σφύριζε από μόνος του; Όχι. Ήταν αναγκασμένος να το σφυρίξει από τη στιγμή που πήγε να το δει; Ήταν. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση το μάτι της κάμερας έπιασε αυτό που το ανθρώπινο μάτι δεν είδε και δεν το είδε όχι από αβλεψία, αλλά επειδή το ανθρώπινο μάτι έχει μάθει να βλέπει τα ουσιώδη.
    6. Αλλά για να μην παρεξηγούμαι. Χίλιες φορές να υπάρχει VAR κι ας υπάρχουν και παράπλευρες τυπολατρικές απώλειες ουσίας, παρά το ποδόσφαιρο να είναι έρμαιο μεγάλων διαιτητικών λαθών ή, ακόμη χειρότερα, διαιτητικού δόλου.
    7. Το μεγαλύτερο παράσημο και μαζί η μεγαλύτερη μομφή που θα μπορούσε να αποδοθεί στην νέα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, είναι ότι κατέκτησε το μουντιάλ και ο μέσος φίλαθλος θεωρεί ότι το έκανε χωρίς να πλησιάσει καν το ταβάνι της απόδοσής της. Δυο εντυπωσιακά δεύτερα ημίχρονα με Αργεντινή και Κροατία, για την ακρίβεια ούτε καν ολόκληρα, της χρειάστηκαν δυο μισά δεύτερα ημίχρονα για να μοιάσει ακαταμάχητη. Κι όλο το υπόλοιπο τουρνουά σφιχτά, οικονομικά, μετρημένα, ένα – μηδέν με κεφαλιά σέντερ μπακ από στημένη φάση για πρόκριση στον ημιτελικό, ένα – μηδέν με κεφαλιά του άλλου σέντερ μπακ από στημένη φάση για πρόκριση στον τελικό, δυο γκολ στο πρώτο ημίχρονο του τελικού με μια τελική, ένα με πέναλτι κι ένα με αυτογκόλ.
    8. Από την άλλη έχεις το Βέλγιο που έβγαλε μάτια. Κι από τη Γαλλία έχασε σχεδόν σβηστά. Κάτι σημαίνει προφανώς. Και ναι, πώς να μην πεις ότι το πήρε δίκαια η Γαλλία; Δίκαια το πήρε προφανέστατα, δίκαια αλλά μιλάμε για μια ομάδα που έβαλε τέσσερα γκολ σε τελικό και που και πάλι λες, ότι υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να με ψήσει εντελώς υπέρ της. Ναι, ακούγεται σχεδόν γελοίο, το αναγνωρίζω.
    9. Στη φετινή χρονιά των τεράστιων λαθών τερματοφυλάκων, στη φετινή χρονιά που είδαμε σε τελικό τσάμπιονς λιγκ και σε τελικό μουντιάλ, να μπαίνουν γκολ με λάθη σαν αυτά του Κάριους και σαν αυτά του Γιορίς, σχεδόν κανείς δεν θα μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο δέχτηκε τα γκολ στον τελικό ο Σούμπασιτς. Λένε ότι όλοι οι άλλοι παίκτες μπορεί να κάνουν σωρεία λαθών και να μην τρέχει κάτι, αλλά ο τερματοφύλακας ένα να κάνει θα φανεί και θα έχει κατακραυγή. Ισχύει μεν, αλλά αν χάσεις την μπάλα από τα χέρια σου, αν κάνεις κακή έξοδο, αν δώσεις ασίστ στον Μπενζεμά και στον Μάντζουκιτς σε τελικούς. Αν η μπάλα περάσει δίπλα σου σε τουλάχιστον δυο, αν όχι και σε τρία από τα τέσσερα, γκολ που δέχτηκες, κανείς δεν θα σε κατηγορήσει στα αλήθεια.
    10. Όσα καλά κι αν προσέφερε το φετινό μουντιάλ, προσέφερε και μια λίαν τραυματική εμπειρία. Τις 1.114 πάσες των Ισπανών στο ματς με την Ρωσία. Αν βάλουμε σε μια στήλη όλα όσα είναι το ποδόσφαιρο και σε μια άλλη όλα όσα δεν είναι, πρώτη – πρώτη θέση στην στήλη των όσων δεν είναι, πρέπει να καταλαμβάνει στο διηνεκές το συγκεκριμένο παιχνίδι των Ισπανών.
    11. Ο Μέσι συνεθλίβη υπό το αβάσταχτο βάρος που έπρεπε να σηκώσει στους ώμους του, ο Κριστιάνο ξεκίνησε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από την κατάκτηση του τρίτου στη σειρά τσάμπιονς λιγκ αλλά μετά ξεφούσκωσε, ο Νεϊμάρ έχασε την όποια ευκαιρία του μπας και κάνει το κάτι παραπάνω όταν είδε τον Κουρτουά να εκτινάσσεται στο τελευταίο λεπτό, στην θέση τους στο βάθρο ανέβηκαν ο Κιλιάν Μπαπέ που όταν έβρισκε χώρο να καλπάσει δεν ήταν ο έφηβος που βρισκόταν αντιμέτωπος άντρες αλλά ο άντρας που βρισκόταν αντιμέτωπος με μικρά παιδιά, ο Λούκα Μόντριτς που έκανε το ίδιο αποτελεσματικά παθιασμένα τάκλιν και με μοιρογνωμόνιο μοίρασμα παιχνιδιού και ο Εντέν Αζάρ που καλύτερος κι από τα παιχνίδια που κέρδισε η ομάδα του, ήταν στο μόνο παιχνίδι που έχασε, όταν αρνήθηκε να χάσει κι έπαιρνε σε κάθε φάση την μπάλα μήπως και μπορέσει να διασπάσει το τοίχος κατά μέτωπο μόνος του. Δεν μπόρεσε. Μπόρεσε το τείχος του Ντεσάν. Και ο Ντεσάν νίκησε. Μπράβο του. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Κι αφού το ζητούμενο είναι το τρόπαιο, έκανε κι αυτό που ήθελαν οι συμπατριώτες του να κάνει. Εμείς που δεν είμαστε συμπατριώτες του θέλαμε ίσως κάτι παραπάνω.

     

  • Σχεδόν με τρόμο

    Ο γιος μου μπήκε στην ηλικία που αντιγράφει πανηγυρισμούς παικτών, κάνοντας μόνος του στο σπίτι ή έξω τις μικρές σύντομες χορογραφίες τους. Αν είναι σαν τον πατέρα του, το χούι θα κρατήσει για χρόνια. Αν κι εγώ πανηγύριζα με λιγότερη ποικιλία και πιο μονοδιάστατα, εξαντλώντας σχεδόν το τελετουργικό στην μίμηση του πανηγυρισμού του Δημήτρη Σαραβάκου.

    Το να έχεις σχεδιάσει ως ποδοσφαιριστής εκ των προτέρων έναν τύπο πανηγυρισμού (ο οποίος βέβαια μπορεί να αλλάζει από καιρό σε καιρό) είναι κι αυτό ένα είδος υπογραφής. Δεν αναιρεί το αυθόρμητο του ενθουσιασμού σου τη στιγμή της επίτευξης του γκολ, απλά έχει προσχεδιάσει τον τρόπο με τον οποίο θα εκδηλωθεί.

    Υπάρχουν όμως κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, το πρώτο συναίσθημα που σε καταλαμβάνει δεν είναι ο ενθουσιασμός, δεν είναι η άγρια χαρά, δεν είναι η λύτρωση.

    Υπάρχουν κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, η πληροφορία που φτάνει στον εγκέφαλό σου παραείναι καίρια για να μπορέσει άμεσα να αποκωδικοποιηθεί ώστε να την μεταφράσεις σε πανηγύρια.

    Υπάρχουν κάποια ελάχιστα γκολ που όταν τα πετυχαίνεις, δεν είσαι μόνο ο αυτουργός και ο πρωταγωνιστής της στιγμής, είσαι ταυτόχρονα κι ένας ακόμη θεατής και μάρτυράς της. Βρίσκεσαι μέσα στο γήπεδο και ταυτόχρονα βρίσκεσαι κάπου στην εξέδρα, ή κάπου μπροστά σε μια τηλεόραση, ή πάντως κάπου που εποπτεύεις εσένα τον ίδιο που έχει μόλις σκοράρει.

    Να έχει μόλις μπει ένα γκολ που στέλνει την πολύ μικρή χώρα σου σε τελικό μουντιάλ. Και να το έχεις βάλει εσύ αυτό το γκολ.

    Οπότε, όταν ο Μάντζουκιτς κάνει το 2-1, τα πρώτα έξι – επτά δευτερόλεπτα απλά τρέχει, προσπαθώντας να αφομοιώσει αυτό που έχει μόλις συμβεί. Στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ένα δέος που γειτνιάζει με τον τρόμο. Τρέχει σχεδόν τρομαγμένος από την συνειδητοποίηση του ρόλου που του επεφύλασσε η ζωή.

    Δεν περίμενε ποτέ ότι θα ζήσει κάτι τέτοιο. Κι όμως το ζει.

  • Δώδεκα παιδιά τη φορά

    Κι όμως, ο κόσμος θα μπορούσε να σώζεται, δώδεκα παιδιά τη φορά. Κι αφού χωρίζαμε όλα τα παιδιά σε δωδεκάδες, κι αφού σώζαμε όλα τα παιδιά, ύστερα να περνούσαμε και στους μεγάλους. Γιατί ο κόσμος θα μπορούσε να σώζεται, δώδεκα μεγάλοι τη φορά. Αντ’ αυτού, ο κόσμος καταστρέφεται, δώδεκα πνιγμένα, δώδεκα πεινασμένα, δώδεκα βομβαρδισμένα, δώδεκα φυλακισμένα σε στρατόπεδα παιδιά τη φορά, δώδεκα πνιγμένοι, δώδεκα πεινασμένοι, δώδεκα βομβαρδισμένοι, δώδεκα φυλακισμένοι σε στρατόπεδα μεγάλοι τη φορά. Κι όμως ο κόσμος θα μπορούσε να σώζεται, αν τον χωρίζαμε σε δώδεκα ανθρώπους τη φορά. Αυτός ναι, θα ήταν ένας φυσικός τρόπος να χωριστούμε οι άνθρωποι. Αντ’ αυτών, χωριζόμαστε σε έθνη, τάξεις, φύλα και διάφορες άλλες κατηγορίες, βάσει των οποίων εξουσιάζουμε κι εξουσιαζόμαστε, θεωρούμε ότι είμαστε διαφορετικοί και όχι ίδιοι, σαχλαμάρες δηλαδή με τις οποίες ο κόσμος καταστρέφεται, δώδεκα κατηγοριοποιήσεις ανά άνθρωπο τη φορά.

  • Αχάριστη

    «Αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα 

    κι αυτό το βρίσκω να `ναι άδικο».

    Σε αυτό το εμβληματικό δίστιχο του εμβληματικού τραγουδιού του Τσιτσάνη συνυπάρχουν μια μεγάλη αλήθεια και μια θεμελιώδης παρανόηση. Όταν ο άλλος δεν πονά για εμάς, ενώ εμείς πονάμε για εκείνον (ή όταν ο άλλος δεν πονά πια για εμάς, ενώ εμείς πονάμε ακόμη για εκείνον, ή όταν ο άλλος δεν πονά για εμάς τόσο όσο εμείς πονάμε για εκείνον), βρισκόμαστε όντως ενώπιον αδικίας και δη σκανδαλώδους. Δεν το χωράει ο νους μας πώς γίνεται, μας πνίγει ένα είδος δίκιου, καθώς πονάμε για τον άλλο μονομερώς θεωρούμε αίφνης ότι έχουμε ανέβει και σε κάποιο ηθικό ερωτικό βάθρο που μας καθιστά μάρτυρες. Κι αρχίζει το κατηγορητήριο: πόσο αχάριστη – πόσο αχάριστος. Κι εδώ έγκειται κι η παρανόηση. Το πώς και πόσο εμείς πονάμε για τον άλλο, αφορά εμάς. Και δεν τίθεται σε ανταποδοτική βάση, δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα αντιπαροχής αναλόγων συναισθημάτων με τα παρεχόμενα από σένα. Ο άλλος δεν οφείλει να πονά για σένα επειδή εσύ πονάς για αυτόν. Κι αυτό το βρίσκεις να ‘ναι άδικο; Ναι, εννοείται, τερατωδώς άδικο. Αλλά δεν καθιστά τον άλλο άδικο ή άδικη, αχάριστο ή αχάριστη. Η αδικία δεν είναι καταλογίσιμη στον άλλο. Η συγκεκριμένη αδικία είναι μια από τις βασικές παραμέτρους της ανθρώπινης συνθήκης: το γεγονός ότι πάρα πολύ συχνά οι έρωτες δεν είναι αμοιβαίοι, ή αμοιβαίας διάρκειας, ή αμοιβαίας έντασης. Κανείς από τους δύο όμως δεν επιλέγει αν θα ερωτευτεί τον άλλον, πόσο θα τον ερωτευτεί και για πόσο θα τον ερωτευτεί. Κανείς από τους δύο δεν βρίσκεται σε βάθρο, κανείς από τους δύο δεν δικαιούται να απαιτεί το οτιδήποτε από τον άλλο, επειδή ο ίδιος πονά. Δεν επέλεξε να πονά. Και ο άλλος δεν επέλεξε να μην πονά. Δεν επιλέγουμε, δεν είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε έτσι ή αλλιώς. Κι αυτό το βρίσκω να ‘ναι άδικο.

  • Βeat that

    Κοίτα, οι μεν λέγαμε ότι με τα μνημόνια τελικά η χώρα θα διαλυθεί οριστικά και ότι δεν γίνεται έτσι, απλά δεν γίνεται, ενώ οι δε έλεγαν ότι αν έρθουν στην εξουσία αυτοί που ήρθαν θα επέλθει ο Αρμαγεδδών. Τελικά και στην εξουσία ήρθαν και τα μνημόνια τα πήγαν ως το τέλος τους και με κάποιον τρόπο διαψεύστηκαν και οι μεν και οι δε. Όχι ότι ο τελικός απολογισμός των μνημονίων δεν είναι αδιανόητα βαρύς και ισοπεδωτικός. Είναι. Αλλά οκτώ χρόνια μετά την έναρξή τους και τρία μετά το δημοψήφισμα, η Ελλαδάρα μας, η γλυκιά μας πατρίδα, παραμένει ζωντανή και όρθια και χαμογελαστή και ναζιάρα και απ’ όλα. Παρότι συνέβη το σενάριο σύμφωνα με το οποίο και οι μεν και οι δε είχαν προφητέψει την οριστική διάλυση: και τα μνημόνια εφαρμόσαμε και με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

  • Ο λαός τραγούδι θέλει

    Υποτίθεται ότι ο Μητσοτάκης και η Γεννηματά αποφασίζοντας να πάνε κόντρα στη συμφωνία για το Μακεδονικό, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να ακολουθήσουν το ρεύμα της κοινωνίας και προσπάθησαν με αυτό τον τρόπο να μην υποστούν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ (ή ΔΗΣΥ ή Ελιά ή ΠΑΣΟΚ ή όπως το λένε αυτό το δίμηνο) μεγάλο πολιτικό κόστος, μετακυλύοντάς το όλο στην κυβέρνηση και αποτρέποντας την ενίσχυση παλιότερων και τη δημιουργία νέων ακροδεξιότερων κομμάτων.

    Πόσο αληθές είναι όμως ότι αν υπάρχει μια έντονη πεποίθηση για ένα ζήτημα στην κοινωνία, η μόνη επιλογή των κομμάτων είναι να προσπαθήσουν να κουμπώσουν σε αυτήν την πεποίθηση; Πόσο αληθές είναι ότι η πεποίθηση της κοινωνίας είναι μπετόν και όχι μέγεθος ρευστό, συζητήσιμο, δυνάμενο να διαμορφωθεί και να αλλάξει; Πολιτική είναι μόνο να ακολουθείς το ρεύμα και όχι να το συνδιαμορφώνεις; Και αυτή η πεποίθηση της κοινωνίας σχηματίζεται σε κενό πολιτικού αέρα; Αν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συζητούσαν τα της συμφωνίας όντας τουλάχιστον συνεπείς με όσα είχαν οι ίδιοι συμφωνήσει και χαράξει ως εθνική διαπραγματευτική γραμμή, αυτό δεν θα είχε επίπτωση στο ρεύμα της κοινωνίας; Η τωρινή τους στάση δεν στρέφει το ρεύμα προς τα εθνικιστικότερα, τα στρουθοκαμηλικότερα, τα ακροδεξιότερα; Πλάκα κάνουμε;

    Ναι, ο κόσμος έχει πάψει να καπελώνεται όπως παλιά, ναι, πανευρωπαϊκά και παγκόσμια έχουμε εκλογικές εκπλήξεις και αναταράξεις και αντισυστημικά ή φερόμενα ως αντισυστημικά αποτελέσματα. Αλλά ας δούμε κι ένα παράδειγμα που δεν ανάγεται ακριβώς στο μακρινό παρελθόν. Κι ας είναι ένα παράδειγμα που πονάει. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζε κυρίαρχα την αντιμνημονιακή πλευρά, ό,τι κι αν έλεγαν οι απέναντι επί χρόνια από το πρωί ως το βράδυ στα κανάλια περί ΤΙΝΑ, οι πολίτες είχαν να ακούσουν και να στηριχτούν πολιτικά σε μια άλλη αντίληψη. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δοκίμασε να πάει κόντρα και τελικά συνθηκολόγησε και τελικά προσχώρησε λιγότερο ή περισσότερο φωναχτά, με μεγαλύτερη ή μικρότερη συστολή στην TINA, τότε τι ακριβώς έκαναν οι πολίτες; Πήγαν στη ΛΑΕ; Βρήκαν άλλο αντιμνημονιακό αποκούμπι; Προσχώρησαν και συνθηκολόγησαν μαζί του. Όσο για ρεύμα; 62% με κλειστές τράπεζες. Κάπως με ρεύμα μοιάζει αυτό. Αλλά πολιτική είναι η διαρκής συνομιλία της κοινωνίας με τα κόμματα. Και η κοινωνία βάζει κάτω τα δεδομένα και τα αξιολογεί. Και κρίνει.

    Στο Μακεδονικό ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αποφάσισαν να πουν στην κοινωνία, ναι, πάμε όλοι μαζί πιο πέρα, πιο βαθιά το κεφάλι στην άμμο, πιο τουρλωμένος ο κώλος της εθνικής στρουθοκαμήλου, πιο τυφλά και γυμνά από επιχειρήματα, πιο ξεκομμένα από την πραγματικότητα, πιο χαμηλά, πιο κραυγαλέα, πιο μισαλλόδοξα. Δεν ενσωμάτωσαν κανένα ρεύμα. Το συνδιαμόρφωσαν χαρωπά σπρώχνοντας το προς τα ακόμη πιο δεξιά, μπας και ρίξουν τον αντίπαλό τους από την εξουσία μια ώρα αρχύτερα.

     

     

  • Οι δύο Μέσι

    Και τελικά μάλλον η ποδοσφαιρική ιστορία θα πει ότι υπήρχαν δύο Μέσι, αυτός της Μπαρτσελόνα κι εκείνος της Αργεντινής. Ο δεύτερος πήγε σε έναν τελικό μουντιάλ. Ο δεύτερος θα μπορούσε να έχει δικαιολογίες ότι δεν γίνεται να τα κάνει όλα μόνος του, αλλά σε μεγάλο βαθμό θα ήταν αυτό: δικαιολογίες. Η εικόνα του δεν ήταν ποτέ εκείνη που θα υποστήριζε το «γαμώτο, βοηθήστε με κι εσείς λίγο, βάλτε κι εσείς λίγο ένα χεράκι και τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ». Αλλά ίσως αξίζει να σκεφτούμε αν ο πρώτος Μέσι είναι τόσο ανυπέρβλητος, ώστε χαλάλι που δεν έλαμψε ποτέ δίπλα του αντίστοιχα ο δεύτερος, ώστε χαλάλι που ο δεύτερος Μέσι δεν πήρε ποτέ την Αργεντινή στις πλάτες του να την φτάσει ως το τέλος, ώστε χαλάλι που ο Μέσι δεν θα συνδέσει το όνομα του με τα μουντιάλ όπως ο Μαραντόνα, ο Πελέ, ο Ζιντάν, ο (παλιός) Ρονάλντο. Ναι, ίσως και να είναι.

  • Δυο τερματοφύλακες

    Ο πρώτος, ο Μάνουελ Νόιερ, ο καλύτερος τερματοφύλακας της εποχής του κι ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών, πήρε τη φανέλα του βασικού της Εθνικής Γερμανίας στο μουντιάλ, παρά την μεγάλη αποχή του από τα γήπεδα λόγω σοβαρών τραυματισμών και παρότι ο ανταγωνιστής του για την θέση δεν ήταν όποιος κι όποιος, αλλά ο εξαιρετικός τερματοφύλακας της Μπαρτσελόνα. Ως εδώ καλά. Θα ήταν καλά ακόμη κι αν έπνιγε γκολ σαν τον Κάριους στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά ο Νόιερ έκανε κάτι που δεν το συναντάς ούτε στις Κάτω Πέρα Κουκουβάουνες. Και το έκανε στην υποτίθεται πιο σοβαρή και πειθαρχημένη ομάδα, καθρέφτη στο γήπεδο του πιο σοβαρού και πειθαρχημένου λαού. Ήδη από το ματς με την Σουηδία δεν αρκέστηκε στην προώθηση σε κόρνερ στα τελευταία λεπτά, αλλά έμεινε και σε επόμενη φάση να κόβει βόλτες έξω από την μεγάλη περιοχή των αντιπάλων. Και στο ματς με την Κορέα βρέθηκε να του κλέβουν την μπάλα σε μεριά του γηπέδου που παίζει να μην έχει ξαναβρεθεί ποτέ τερματοφύλακας στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και όταν είσαι τόσο αλαζόνας που θεωρείς ότι είσαι ανώτερος από στοιχειώδεις κανόνες του παιχνιδιού, αυτή η τιμωρία σου αξίζει: να σου κλέψουν την μπάλα, να κάνουν μακρινή μπαλιά, να γίνει το 2-0 όχι απλά σε κενό τέρμα, αλλά σε τέρμα που κραύγαζε ότι αυτός εκεί ο τύπος ο γεματούτσικος που φοράει γάντια και που δουλειά του ήταν να με υπερασπίζεται, βρίσκεται μερικά μίλια μακριά, δεν τον πιάνει καν το μάτι, είχε βγει ως εξτρέμ να κάνει παιχνίδι και οβερλαπ με τα μπακ και τα εξτρέμ και γελάει ο κόσμος, γελάει ο κόσμος φωναχτά Μάνουελ Νόιερ, γιατί το να βλέπεις τον αντίπαλο επιθετικό που πάει να σου βάλει γκολ ως κουνούπι είναι προτέρημα μεγάλου τερματοφύλακα, αλλά το να βλέπεις συνολικά τους αντιπάλους ως κουνούπια κι εσένα ως γίγαντα που θα κατέβει μια βόλτα να ρυθμίσει την κατάσταση είναι μια από τις κορυφαίες ανορθογραφίες και γελοιότητες που έχουμε δει ποτέ στα γήπεδα και όταν τελειώσεις την μεγάλη καριέρα σου να είσαι σίγουρος ότι θα θυμόμαστε κι αυτή σου την υπεροψία που τιμωρήθηκε και ξεφτιλίστηκε, καθώς η Νότια η Κορέα έκανε το δύο το μηδέν στην άδεια από γίγαντα εστία.

    Ο δεύτερος, o Eσάμ Ελ Χανταρί, δεν θα αποκληθεί ποτέ κι από κανέναν ο μεγαλύτερος τερματοφύλακας όλων των εποχών, αλλά είναι επισήμως ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έπαιξε ποτέ σε μουντιάλ. Ηλικία του όταν αγωνίστηκε: 45 ετών 5 μηνών και 10 ημερών. Hμερομηνία γέννησής του: 15 Ιανουαρίου 1973. Κι όταν είσαι εντελώς συνομήλικος αυτού του ανθρώπου, όταν έχεις μπει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας των σαράντα, όταν είσαι πατημένα 45 και πας στα 46 και βλέπεις ότι στην ηλικία σου ο τύπος αυτός παίζει σε παγκόσμιο κύπελλο και πιάνει και πέναλτι, δεν είναι ότι αρνείσαι μαζί του την ηλικία σας, δεν είναι ότι δεν ξέρετε πόσων χρονών είστε, δεν είναι ότι πάτε να ξεγελάσετε κανέναν, ο χρόνος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, μπορεί όμως να χαμογελάσει και να του χαμογελάσετε κι εσείς, γιατί ναι, η ηλικία ως μέγεθος δεν είναι κάτι το σχετικό, αλλά το πώς ζει κανείς στην μια ή την άλλη ηλικία εξαρτάται πολύ λιγότερο από αυτήν και πολύ περισσότερο από τον ίδιο.

     

  • Υπάρχει το γράμμα του δικαίου, το πνεύμα του δικαίου και η εργαλειοποίηση του δικαίου για διεξαγωγή ιδεολογικών πολέμων και επίδειξη χυδαίας δύναμης. Αυτή η εργαλειοποίηση επιτέλους ηττήθηκε σήμερα, παρότι λυσσομανούσε για να κάνει το δικό της μέχρι τελευταία στιγμή.