Author: Old Boy

  • Παλάτια

    Πρώτα σε μια παραλία. Προσπερνάς μια σύνθετη κατασκευή φτιαγμένη με κουβαδάκια. Παλάτι κανονικό. Τα τραγούδια να τα ακούς πάντα καχύποπτα. Δεν είναι κακό να χτίζεις στην άμμο παλάτια. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα κακό στην κατασκευή τους. Είναι φτιαγμένα από αλήθεια κι όνειρο. Αντέχουν. Συντρίμμια μπορεί να γίνει μόνο η υλική τους υπόσταση. Όχι η ουσία τους. Κανείς δεν έφτιαξε ποτέ παλάτι στην άμμο για να αντέξει στο χρόνο. Κάθε παλάτι στην άμμο τον καταλύει τον χρόνο, του βγάζει τη γλώσσα, βγαίνει εκτός των ορίων της επικράτειάς του. Όπου χτίζονται παλάτια στην άμμο δεν υπάρχει πια χρόνος. Έχασε.

    Ύστερα καπάκι στο Αχίλλειο. Ένα παλάτι κυριολεκτικό. Ωραία φάση να είσαι Αυτοκράτορας και Αυτοκράτειρα, έχεις τη δυνατότητα να χτίσεις κάτι όχι μόνο για να μείνεις αλλά και για να μείνει. Προσφέρεις έτσι και στον πολύ τον κόσμο τη δυνατότητα να έχει κάτι να δει και να θαυμάσει. Ωραία φάση ο πλούτος, ακόμη ωραιότερη ο αυτοκρατορικός. Αξιοθέατη φάση. Αλλά παιδιά, μεταξύ μας, την φέρνει την ευτυχία η ζωάρα; Δεν την φέρνει. Μια πολυτελής παρηγοριά είναι, τίποτα περισσότερο. Τώρα αν ρωτάς γιατί δεν παραιτούνται από την πολυτέλεια της παρηγοριάς τους οι πλούσιοι και οι ισχυροί κάθε εποχής, δεν το ξέρω. Παγιδευμένοι είναι μάλλον κι αυτοί. Στα παλάτια τους.

    Ο κόσμος θα χωρίζεται πάντα σε πλούσιους και φτωχούς. Όχι από καμιά νομοτέλεια. Από μαλακία περισσότερο κι από τη δύναμη της συνήθειας.

    Και τα παλάτια θα χωρίζονται πάντα σε εκείνα που αντέχουν στον χρόνο και σε εκείνα που τον αναιρούν. Και καμιά νομοτέλεια δεν ορίζει τι επιλέγει να χτίσει ο καθένας μας στη ζωή του και με τι υλικά.

  • Μετακινητής Βουνών

    Στην κάρτα του έγραφε «Μετακινητής Βουνών». Ήταν ένα επάγγελμα που η αλήθεια ήταν σπανίως ασκούσε. Κυρίως γιατί δεν υπήρχε η ανάλογη ζήτηση. Αλλά κι επικουρικώς, γιατί όποτε προσπάθησε να το ασκήσει, τα αποτελέσματα δεν τα έλεγες και ηχηρά. Ο ίδιος βέβαια διαφωνούσε, κι επέμενε ότι η τάδε οροσειρά είχε πάει τριάντα εκατοστά παραπέρα και το δείνα όρος μισό ολόκληρο μέτρο. Ή ολόκληρο μισό μέτρο. Σου παρέθετε και στοιχεία, αποδεικνύεται έλεγε, να ‘το, δεν αερολογώ: ήταν εδώ και πήγε εκεί. Εγώ δηλαδή. Εγώ το πήγα. Και αν κανείς έκανε τον κόπο να εξετάσει τα στοιχεία, θα διαπίστωνε ότι δεν έλεγε ψέματα. Τα είχε μετακινήσει τα βουνά. Η μόνη λεπτομέρεια που του διέφευγε είναι ότι, ακόμη και τα θαύματα, για να εντυπωσιάσουν απαιτούν μια άλφα χρηστικότητα.

  • Τι υπάρχει;

    Μια φορά στα χίλια θέματα της σοσιαλμιντιακής επικαιρότητας βαριέμαι να εκφέρω γνώμη, οπότε αντί για την Παπαχρήστου, θέλω να πω κάτι για τις δηλώσεις μιας άλλης αθλήτριας του στίβου που πήρε μετάλλιο, της Μπελιμπασάκη: «Λυπάμαι πραγματικά για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Είναι απογοητευτική. Πλημμυρίζουμε. Καιγόμαστε. Υπάρχει ανεργία. Υπάρχει πείνα». Και θέλω να κάνω τη διάκριση ανάμεσα στα δύο πρώτα και στα δύο δεύτερα κακά που περιγράφει. Η πλημμύρα στην Μάνδρα και η φωτιά στο Μάτι είχαν εντελώς τραγικές συνέπειες, αλλά δεν παύουν να αποτελούν πιο «θεαματικά» γεγονότα, δεν παύουν να αποτελούν γεγονότα που εντάσσονται αυτονόητα στην κοινωνία του θεάματος και στον δημόσιο λόγο, δεν παύουν να εκλαμβάνονται -παρ’ όλη την μικροπολιτική εκμετάλλευση και παρ’ όλες τις δομικές τους αιτίες- ως πιο απολίτικα γεγονότα, δεν παύουν κυρίως να είναι γεγονότα τα οποία, ακριβώς εξαιτίας αυτού του πιο απoλίτικου χαρακτήρα του, αντιμετωπίζονται με μια λεκτική ευαισθητοποίηση στις πάσης φύσεως αθλητικές διοργανώσεις που τα ακολουθούν χρονικά.

    Αλλά η ανεργία είναι σχεδόν εκτοπισμένη από τον δημόσιο διάλογο. Κι αν η λέξη ανεργία είναι εκτοπισμένη, η λέξη πείνα είναι σχεδόν ταμπού. Σκανδαλίζει. Πεινάνε όντως στην Ελλάδα σήμερα; Οκ, πείνασαν κάποιοι τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτά πάει, τα συζητήσαμε, το εξαντλήσαμε το θέμα του μνημονίου, το οποίο από τον Σεπτέμβρη του 15 και μετά άρχισε να εξαφανίζεται από τον ορίζοντά μας, μαζί με τους ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά και ανθρώπους που άκουσον – άκουσον, πεινάνε.

    Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας. Μόνο θλιμμένους για φυσικές καταστροφές. Για τα υπόλοιπα ας μην λαϊκίζουμε. Ας πούμε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρωταθλητές μας στην προετοιμασία τους. Ανεργία, πείνα και μαλακίες.

     

  • Εξαρτάται, μου λες, εξαρτάται.

    Κάποια στιγμή βέβαια πρέπει να κάνουμε και μια υπόκλιση στους υπερσουπερτέλειους στίχους αυτής της τραγουδάρας, του «Eξαρτάται». Το τραγούδι περιγράφει το σχήμα ενός ζευγαριού, όπου το ένα μέλος έχει βγει στα κάγκελα και πνιγόμενο απ’ το δίκιο εξανίσταται: Μα τι όνειρα θα ‘κανες, αν δεν έκανα το ένα και το άλλο και το παράλλο; Κι εγώ που τις νύχτες άπλωνα την καρδιά μου για μαξιλάρι σου, κι εγώ που σκιά σου ήμουνα που ποτέ δεν κοιμάται, κι εγώ που τις νύχτες άναβα σαν φωτιά για να σβήνω τον φόβο σου, κι εγώ που τις λέξεις σκλάβωνα μοναχά να σε λέω αγάπη μου. Όχι, τι όνειρα θα ‘κανες σε αυτόν τον σκατόκοσμο που δεν σε λυπάται, αν δεν είχες εμένα στο πλάι σου, ατρόμητη καρδιά που δεν φοβάται; Είναι ζούγκλα εκεί έξω, ζούγκλα, κι εγώ σε προστατεύω από την αγριότητά της, εγώ που είμαι στο πλάι σου σε προστατεύω από ανασφάλειες, σε προστατεύω από κακοτοπιές, σου τονώνω διαρκώς το εγώ, είμαι εδώ να με ποθείς και να γουστάρεις κάθε βράδυ, Θεό σε κάνω, Θεό, όλα για σένα, εμένα ο ρόλος μου είναι να σε στηρίζω, να σε δυναμώνω, να είμαι ο φύλακας ο άγγελός σου, εσύ μπορεί να νομίζεις ότι είσαι ο σπουδαίος και ο τρανός, αλλά πίσω από κάθε σπουδαίο και τρανό κρύβεται ο απόλυτα υποστηρικτικός ο σύντροφός του, εκείνος που κάθεται σαν σκιά από πίσω του και τον περιθάλπει με όλο του το δοτικό είναι.

    Κι ενώ τα λέει όλα αυτά, ενώ του εξηγεί με το νι και με το σίγμα όλα όσα κάνει για τον σύντροφό του, ακόμη και τότε, ακόμη και τότε πώς απαντάει ο σύντροφος σε αυτή την εξαντλητική παράθεση του απόλυτου δοσίματος;

    Πρώτον, ξερά και μονολεκτικά, χαραμίζοντας μια και μόνη λέξη και απαξιώνοντας σχεδόν τον χείμαρρο των λέξεων του άλλου.

    Δεύτερον, με το πολιούχο ρήμα του σχετικισμού: εξαρτάται.

    Τι εξαρτάται, ρε παλιοαρχίδι;

    Τι εξαρτάται, ρε ξιπασμένο ανθρωπάκι;

    Ποιος νομίζεις ότι είσαι;

    Θα υπήρχες αν δεν υπήρχε ο άλλος στο πλάι σου;

    Έτσι νόμιζες;

    Ότι θα μπορούσες ποτέ να βρεις άλλον να κάνει τα ίδια για σένα και για ανταμοιβή να του λες και τα εξαρτάται σου;

    Μαλάκα, ε μαλάκα.

    Αγνώμονα.

    Τυφλέ.

    Που νόμισες ότι κάποιος είσαι επειδή ελευθέρωσες τις λέξεις σου.

    Εγώ τις σκλάβωσα ρε, μοναχά να σε λέω αγάπη μου.

  • Aν βέβαια σας φύγει

    Ξεκατινιάζονται μέσω πληρεξουσίων δικηγόρων η Αντζελίνα με τον Μπραντ, δεν μου δίνει αρκετά λεφτά για τα παιδιά, μα πώς, αφού της έχω δώσει τόσα και τόσα και τόσα, να και τα παραστατικά, ο δικαστής λέει ότι τα παιδιά πρέπει να βλέπουν λίγο και τον μπαμπά τους, να μην είναι μονοφαγού η μαμά, μα εκείνα μόνα τους δεν θέλουν, γιατί ακόμα κι όταν πονάς για όλα τα προβλήματα του κόσμου, ακόμα κι όταν θες να σώσεις όλα τα παιδιά του κόσμου, όταν το πρόβλημα έρχεται στην πόρτα σου θα φερθείς όπως φέρονται ζάμπλουτοι και πάμπτωχοι, υπερσυντηρητικοί και υπερπροοδευτικοί, σταρ του χόλιγουντ και κομπάρσοι του γραφείου τους, όταν το πρόβλημα έρχεται στην πόρτα σου ο κατινισμός θα πάρει το πάνω χέρι και τώρα όλα είναι πόλεμος, θα πολεμήσετε μέχρι εσχάτων για τα λεφτά και τα παιδιά, για τα παιδιά και τα λεφτά, μέχρι να περάσουν τα χρόνια και να σας φύγει -αν βέβαια σας φύγει- η πίκα και η ματαίωση και η λύσσα και η έχθρα και η μικρότητα και να κηρυχθεί η λήξη των εχθροπραξιών, σας εξάντλησε πια αυτή η αρνητικότητα, δεν μπορείτε άλλο, κοιτάτε μπροστά, άλλωστε περάσατε κι ωραία χρόνια με αυτόν τον άνθρωπο, άλλωστε έχετε και παιδιά μαζί.

  • Σχεδόν ασήμαντος

    Από την άλλη, η παγίδα ίσως είναι ότι παραδίνουμε σημασία στο γεγονός του θανάτου. Γίνεται σχεδόν ασήμαντος ο θάνατος, όταν στη ζωή σου έχει χωρέσει πολύ φως. Τι θα σου κάνει δηλαδή; Θα σε σκοτώσει; Ας το κάνει. Μόνο πάνω σου έχει δικαιοδοσία. Όχι σε ό,τι έζησες. Αυτό, από τη στιγμή που το ζεις, καθίσταται αυτομάτως αθάνατο.

  • Ερωτικό

    Κοίτα με με ένταση στα μάτια,

    σαν να ‘σουν ο Αυτιάς

    κι εγώ ο καλεσμένος σου,

    και το βλέμμα σου να κρεμότανε

    από την κάθε συλλαβή μου,

    σαν με αυτή να άρχιζε

    και να τέλειωνε ο κόσμος,

    σαν να ΄σουν ο Αυτιάς

    κι εγώ ο καλεσμένος σου.

     

    Κι ύστερα, όταν οι κάμερες έσβηναν

    και τέλειωνε η εκπομπή σου,

    να μην με άφηνες να φύγω

    σαν έναν ακόμα Ρωμανιά,

    αλλά να δραπετεύαμε μαζί

    από την ένταση του βλέμματός σου,

    ταξιδεύοντας χαλαρωτικά

    πάνω στα κύματα του ηχοχρώματος

    της φωνής του Μαραβέγια.

     

    Μετά θα μπαίναμε μαζί,

    στο φέισμπουκ και στο τουίτερ,

    να πούμε κάτι για την τραγωδία στο Μάτι,

    γιατί θα παραμέναμε άνθρωποι,

    παρά τον έρωτά μας,

    αλλά θα κάναμε ο ένας στον άλλο λάικ,

    γιατί θα παραμέναμε σε έρωτα,

    παρά τον συγκλονισμό μας,

    που έπρεπε κάπως να εξωτερικευτεί.

     

    Ύστερα θα κάναμε διάφορα πράγματα.

    Πρώτα, μαζί λογκ άουτ.

    Στη συνέχεια έρωτα,

    κατά προτίμηση πάλι μαζί,

    αλλά όχι κι απαραιτήτως.

    Μετά όνειρα,

    κατά προτίμηση ουτοπικά,

    αλλά όχι κι απαραιτήτως.

    Έτσι θα πέρναγε κι αυτή η μέρα.

     

    Την επόμενη δεν θα είχες εκπομπή,

    αλλά θα μου μιλούσες με πάθος όλη μέρα,

    για τα πράγματα που σε συνεγείρουν,

    θα μου υπολόγιζες περικοπές συντάξεων,

    θα μου τραγουδούσες για το ΕΚΑΣ,

    κι εγώ δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω

    αυτό το μπάσο της φωνής σου,

    αν είναι Μουζουράκης ή Μαραβέγιας –

    και πόσο πάντως ευλογία να ζουν κι οι δύο την ίδια εποχή.

     

    Aλλά κι εμείς, ε;

    Πόσο ευλογία να ζούμε κι οι δύο την ίδια εποχή.

    Στην εκφορά και το άκουσμα αυτής της φράσης,

    θα κάναμε κι οι δύο εμετό,

    μπας και καταφέρουμε να βγάλουμε από μέσα μας

    το εγγενές κιτσαριό του έρωτα,

    αυτού του αισθητικού οδοστρωτήρα,

    αυτής της μη δυνάμενης να γελοιοποιηθεί

    ισοπεδωτικής αμοιβαίας γελοιότητας.

     

     

  • Η αναγνώριση

    Xθες, και δεύτερος πατέρας είπε ότι αναγνώρισε το αγνοούμενο παιδί του σε κάποια από τις φωτογραφίες εκείνης της μοιραίας βραδιάς. Μια φιγούρα ενός παιδιού ανάμεσα σε άλλους επιζώντες, σε μια από τις παραλίες όπου κατέφυγε ο κόσμος να σωθεί. Ίσως όλα τα παιδιά μοιάζουν μεταξύ τους. Ίσως οι άνθρωποι γίνονται αδιαμφισβήτητα διαφορετικοί μεταξύ τους, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, μόνο όταν εγκαταλείπουν την ιδιότητα του παιδιού. Ίσως η παιδική ηλικία είναι μια ομπρέλα κάτω από την οποία κάθε παιδί, όσο κι αν είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, είναι ταυτόχρονα και κύρια παιδί. Ίσως εκεί που σταματάει ο νους, ταυτόχρονα να αρχίζει: ναι, κάθε παιδί δεν θα μπορούσε απλώς να είναι, είναι και δικό μας παιδί. Ίσως στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αναγνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά μιας βαθύτερης αλήθειας: το ότι το κάθε θαύμα που λέγεται παιδί δεν είναι ένα θαύμα που το κάναμε εμείς οι γονείς του. Εμείς οι γονείς του απλά διαμεσολαβήσαμε. Το κάθε ένα παιδί είναι ένα αυτοτελές θαύμα. Και υπό μια έννοια είμαστε όλοι μας περισσότερο ισότιμοι μάρτυρες αυτού του θαύματος, παρά ιδιοκτήτες του. Και στη φιγούρα του, στο πρόσωπό του, στο βλέμμα του, στη φωνή του, υπάρχει κάτι που μας ραγίζει όχι μόνο στις τραγωδίες. Στη φιγούρα του, στο πρόσωπό του, στο βλέμμα του, στη φωνή του, υπάρχει κάτι που μας ραγίζει κάθε ζωντανή του στιγμή.

  • Το αποτύπωμα

    Βρέθηκαν, λέει, αγκαλιασμένοι. Ήταν, προφανώς, οικογένεια. Μια τελευταία αγκαλιά. Παιδί μου. Μαμά. Κανονικά θα έπρεπε η ανθρώπινη αγκαλιά να είναι πυρίμαχη. Κανονικά θα έπρεπε να δημιουργεί έναν μεταφορικό χώρο μέσα στον φυσικό, όπου καμιά δύναμη να μην μπορεί να τον σκεπάσει. Ίσως και να το έκανε. Ίσως όσοι κάηκαν αγκαλιασμένοι να έχουν με έναν τρόπο σωθεί. Και ίσως όταν συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου τελειώνει τόσο απρόβλεπτα, τόσο ξαφνικά, τόσο από το πουθενά, ο κάθε άνθρωπος που τρέχει πανικόβλητος δίπλα σου να είναι ταυτόχρονα μάνα σου, πατέρας σου, παιδί σου κι αδελφός σου. Και αγκαλιάζεστε σαν συνεννοημένοι, εσείς οι ξένοι. Πριν τελειώσουν τα πάντα δηλώνετε ότι υπήρξατε άνθρωποι. Και ψάξατε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο την αγκαλιά απέναντι στην κοινή όλων μοίρα, την ζεστασιά του ανθρώπινου σώματος απέναντι στην αποτρόπαια ζέστη της πυρκαγιάς, την διαύγεια του αληθινού βλέμματος του άλλου απέναντι στην ασφυξία των πυκνών καπνών. Η αγκαλιά σας είναι το αποτύπωμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μπαίνουμε μέσα της για να κρυφτούμε από τον τόπο του κρανίου.

  • Το μόνο που δεν ξέρεις

    Οι τραγωδίες και οι καταστροφές είναι πάντα αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας. Το μόνο που δεν ξέρεις είναι αν θα χτυπήσουν και θα κάψουν τη δική σου πόρτα ή την πόρτα του διπλανού. Το μόνο που δεν ξέρεις είναι θα αν τις βιώσεις στο πετσί σου ή αν θα αποτελέσουν μια ακόμη πληροφορία που θα σχολιάσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν την λες κι ασήμαντη διαφορά όσο να ‘ναι.