Author: Old Boy

  • Αυτά τα χέρια, τα χέρια τα δικά σου.

    Βρέθηκαν πάλι οι κατάλληλες ευκαιρίες για να πέσουν οι μάσκες. Όχι ότι μένουν και πολύ στις θέσεις τους δηλαδή. Κάθε τόσο πέφτουν, κάθε τόσο το πάρτι ξαναρχίζει, το πάρτι το αντιμασκέ, στο οποίο αποκαλύπτετε ξανά και ξανά τον τρόπο που πραγματικά σκέφτεστε και το ποιοι πραγματικά είστε. Πρώτα το γλεντήσατε με τα τριαντάχρονα από το νεύμα του Αντρέα στην γκόμενά του στη σκάλα του αεροπλάνου, ύστερα με την προφυλάκιση του Γιάννου και της νόμιμης συζύγου του.

    Αποτέλεσμα εικόνας για ανδρέας νευμα

    Γιάννος Παπαντωνίου : Οι πρώτες φωτογραφίες με χειροπέδες και η δήλωσή του | tanea.gr

    Η έμφαση βέβαια στα χέρια: απ’ την μια το χουφταλιασμένο, ρεταλιασμένο χέρι του παρά λίγο νεκρού Αρχηγού σας, στην επιστροφή απ’ τα Λονδίνα που πήγε να σωθεί (γιατί φυσικά τα ΕΣΥ τα έφτιαξε για την πλέμπα – ο σοσιαλισμός είναι για όλους εκτός από τους ηγέτες του), σηματοδοτεί δια του νεύματος την ελευθερία από κάθε ηθικό, αισθητικό, βιολογικό και πολιτικό κανόνα, από την άλλη τα χέρια του ανθρώπου που οδήγησε με σιγουριά και ασφάλεια το οικονομικό καράβι της χώρας στο ασφαλές λιμάνι στο Ευρώ, όχι ελεύθερα πια, χωρίς τη δυνατότητα να κάνουν οποιοδήποτε νεύμα, καλυμμένα κάτω από το κοστούμι του, με χειροπέδες πια (και δη χειροπέδες από τις αληθινές, όχι από τις άλλες τις αόρατες που είχε βάλει πριν λίγες εβδομάδες ένας ακόμη μάρτυρας της Ελευθερίας του Τύπου, ο Θανάσης ο Μαυρίδης). 

    Αποτέλεσμα εικόνας για μαυριδης ΓΑΔΑ

    Κι επειδή τα αστεία πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνουν, ας αποφασίσουμε τι είδους δημοκρατία θέλουμε. Αυτή στην οποία δηλώνεις ότι αν δεν βάλεις φυλακή πολιτικούς σου αντιπάλους θα χάσεις τις εκλογές; Και έστω να δεχτούμε -για χάρη της συζήτησης και μόνο- ότι όντως είχαν κάνει κάποιες απατεωνιές. Ωραία, τι; Τι τους προφυλακίζεις κιόλας; Τι τους περνάς και χειροπέδες κιόλας; Ποια ταπεινά ένστικτα κολακεύεις; Αυτό είναι για σένα δημοκρατία; Το «Ρίξε τον Γιάννο στην αρένα;».

    Και να μην κολλήσουμε στον Γιάννο. Ξεκινούν από τον Γιάννο που ήταν ψιλοαποσυρμένος και απλά ένα βιβλίο πήγε να βγάλει ο άνθρωπος κι ούτε να το παρουσιάσει δεν τον άφησαν (ίσως γιατί θα μιλούσαν η Μιράντα η Ξαφά, ο Θάνος ο Βερέμης, ο Οδυσσέας Κυριακόπουλος, ο Ριχάρδος ο Σωμερίτης και δεν κάνει να ακούγονται πια τέτοιες φωνές στο καθεστώς των Πολάκηδων), για να προχωρήσουν στη συνέχεια που; Στη Νοβάρτις; Νομίζουν ότι θα περάσουν χειροπέδες και στους ανθρώπους της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, οι οποίοι τους περνάνε αντιπολιτευτική πριονοκορδέλα κάθε μέρα από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις; Αν το επιχειρήσουν, θα μας βρουν μπροστά τους.

    Μήπως όμως τότε θα είναι ήδη αργά; Μήπως για να μην ζήσουμε το «Όταν ήρθαν να πάρουν τον Άκη, τον Μαντέλη, τον Τσουκάτο, τον Παπακωνσταντίνου, τον Γιάννο, δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν Άκης, Μαντέλης, μπλα μπλα μπλα, όταν θα έρθουν να πάρουν εμένα δεν ήρθε κανείς, γιατί δεν είχε απομείνει κανείς να αντιδράσει», πρέπει να αντισταθούμε εγκαίρως και τώρα;

    Και σε τελική ανάλυση, εκείνο που χτυπιέται στο πρόσωπο του Γιάννου δεν είναι η εποχή Σημίτη. Είναι ό,τι αντιπροσωπεύει η εποχή Σημίτη και τότε και σήμερα. Είναι η μία από τις δύο Ελλάδες που εχθρεύονται. Γιατί αυτοί είναι στην απέναντι Ελλάδα. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ φιλοξένησε μέσα του τις δύο Ελλάδες, εκπροσωπώντας διαδοχικά και τις δύο. Κι αν πρέπει να διαλέξει κανείς ανάμεσα στο χέρι του Ανδρέα στο αεροπλάνο και στα χθεσινοβραδυνά χέρια του Γιάννου, τότε, ναι, με παρρησία χίλιες φορές τα χέρια του Γιάννου, γιατί το αν βούτηξαν στο βάζο με το μέλι είναι δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι αφενός τα ιστορικά τους επιτεύγματα κι αφετέρου ότι τώρα μετατρέπονται σε σύμβολο καταπάτησης ατομικών δικαιωμάτων και του εξευτελισμού των θεσμών, δια της λαϊκίστικης επιδίωξης να ικανοποιηθεί με κάθε τίμημα η κανιβαλική δίψα του κοινού.

    Από την μια η Ελλάδα του λαϊκισμού, η Ελλάδα της ασυδοσίας, η Ελλάδα του δεν υπάρχουν όρια, κανόνες, ευπρέπεια. Η Ελλάδα που κάνει νεύμα στην βυζαρού αεροσυνοδό που έχει τα μισά σου χρόνια, είναι η Ελλάδα που δεν σέβεται, είναι η Ελλάδα των καταληψιών που έκανε τον καταληψία Πρωθυπουργό, η Ελλάδα των Καρανίκων και των Φλαμπουράρηδων και της Νοτοπούλου, η Ελλάδα που μπουκάρει στο Υπουργείο Παιδείας κι ανεβαίνει σε τραπέζια, η Ελλάδα που το μόνο μεγαλύτερο μπάχαλο που μπορεί να αντικρίσει, θα το αντικρίσει στο χάος από χαρτομάνι πάνω στο γραφείο του ίδιου του Υπουργού.

    Απέναντι σε τέτοιου είδος πρώτυπα, στέκεται η Ελλάδα των θεσμών, η Ελλάδα που χτίζει, η Ελλάδα που τα σημειώνει όλα στο μπλοκάκι της και καταφέρνει, ναι, καταφέρνει, να ενταχθεί στο κοινό νόμισμα, η Ελλάδα που χτίζει, αναπτύσσεται, εκσυγχρονίζεται, μεγαλώνει, η ισχυρή Ελλάδα.

    Η μια Ελλάδα μας έβαλε στο ευρώ, η άλλη προσπάθησε να μας βγάλει, κι ούτε αυτή την καταστροφή δεν ήταν ικανή να φέρει σε πέρας. Επιλέγεις με ποια Ελλάδα είσαι: του Αντρέα, του Τσίπρα, του Πολάκη και του Κουτσόγιωρα ή του Σημίτη, του Κυριάκου, της Δημοκρατίας, της Ελλάδας που οι θεσμοί θα ξαναρχίσουν να λειτουργούν, της Ελλάδας που η Δικαιοσύνη θα σταματήσει να εργαλειοποιείται, της Ελλάδας που θα παραχθεί ξανά επιτέλους πλούτος, της Ελλάδας που θα πει όχι άλλο λαϊκισμό, όχι άλλη κλάψα, όχι άλλη λάσπη στον ανεμιστήρα, όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα, εμείς θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε την χώρα μπροστά κι ας είναι όπως είναι, με λαό βουτηγμένο στη διαφθορά, με λαό που έτσι έμαθε, να του κολακεύουν τα πιο ταπεινά ένστικτα, αυτή είναι η Ελλάδα.

  • Tο σπίτι που έχτισε η καταστροφή

    Ο φετινός Παναθηναϊκός θυμίζει λίγο τις θεωρίες που αναπτύσσει ο Λαρς φον Τρίερ στο «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ». Η δημιουργία μιας ομάδας που σφύζει από ζωή, υγεία, νιάτα και διάθεση για παραγωγικό ποδόσφαιρο, η δημιουργία μιας ομάδας που εκπέμπει αισιοδοξία και χαρά, δεν προήλθε μέσα από οποιοδήποτε θετικό σχέδιο, χτίστηκε μέσα από την αποσύνθεση και την καταστροφή και τα ερείπια. Εντελώς ανέλπιστο και εντελώς αληθινό. Για όσο κρατήσει, για όσο το αφήσουν να κρατήσει και δεν πάνε να το αποσυνθέσουν κι αυτό, θα το απολαμβάνουμε και θα γουστάρουμε.

  • Μέχρι ένα σημείο οι ΑΝΕΛ ήταν στην κυβέρνηση, γάβγιζαν που και που, αλλά ποτέ δεν δάγκωναν. Ήταν αντιαισθητική η φάση, αλλά οκ, παρέμενε σχετικά ανεκτή. Από ένα σημείο και ύστερα η σουρεαλιστική ανοικονόμητη γλίτσα του Πάνου Καμμένου άρχισε να κυριαρχεί. Και ο Τσίπρας με τη συμμαχία των προθύμων δίπλα του πασαλείβονται με τη γλίτσα, μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που θα τον αποκηρύξουν απηυδισμένοι. Αλλά θα είναι πια πολύ αργά για όλους.

  • H γενιά του ενός ως μηδέν παιδιού

    Έπεσα τις προάλλες σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Γιάννη Οικονομίδη και είπε μια φράση με την οποία μπορεί να μην ανακάλυψε την Αμερική, αλλά η διατύπωσή της είχε μια ευστοχία που κολλά στο μυαλό: «Είμαστε η γενιά του ενός ως μηδέν παιδιού».

    Είναι το αίτιο οικονομικό; Σαφώς και η κρίση έπαιξε τον δικό της πολύ μεγάλο ρόλο. Το επεσήμανε,  άλλωστε, πολύ πρόσφατα και το ΔΝΤ (ναι, οκ, η ειρωνεία του να μιλά το ΔΝΤ για τις επιπτώσεις της κρίσης είναι προφανής, αλλά ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία είναι), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την υπογεννητικότητα.

    Αλλά η γενικότερη σχέση του αριθμού των γεννήσεων με το βιοτικό επίπεδο δεν είναι βέβαια τόσο μονοδιάστατη. Αντιθέτως, αν πάμε σε άλλες περιοχές του πλανήτη ή αν μείνουμε στη δική μας και γυρίσουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι το να είσαι πολύ φτωχός -και ιδίως το να είσαι πολύ φτωχός ζώντας μέσα σε μια πολύ φτωχή κοινωνία- κάθε άλλο παρά αποτρεπτικό παράγοντα αποτελεί από το να κάνεις πολλά παιδιά. Η ήδη υφιστάμενη οικογενειακή φτώχεια μπορεί να μοιράζεται ευκολότερα σε περισσότερα μέλη. Δεν αλλάζει δραματικά κάτι το ένα, τα δύο, τα τρία παιδιά παραπάνω.

    Και φυσικά δεν αποτελεί καθόλου αποτρεπτικό παράγοντα ούτε το να είσαι πλούσιος. Αν είσαι πλούσιος, έχεις στη διάθεσή σου υπηρεσίες που καλύπτουν κάθε σου ανάγκη. Μπορείς να έχεις πολλά παιδιά, να ασχολείσαι μαζί τους τόσο όσο, να παίρνεις λίγο οξυγόνο από την επαφή σου μαζί τους και αμέσως μετά να τα επιστρέφεις στους αρμόδιους αναθρεφτές και φροντιστές τους. Πως είναι οι «κακές τράπεζες» που παίρνουν τα βάρη και τις υποχρεώσεις για να αφήνουν τις καλές ελεύθερες να αναπτυχθούν και να γιολάρουν; Κάτι αντίστοιχο.

    Σε όλους όσους βρίσκονται όμως ανάμεσα στον πλούτο – πλούτο και την φτώχεια – φτώχεια (χωρίς να σημαίνει ότι αποτελούν μια ενιαία μάζα κι ότι δεν υπάρχουν και στις τάξεις τους διαβαθμίσεις άνεσης ή στενότητας), το δεύτερο ή το τρίτο παιδί κάνει τεράστια διαφορά. Γιατί ούτε έχουν μια ομπρέλα που να καλύπτει τα πάντα, ούτε είναι βρεγμένοι που δεν φοβούνται τη βροχή. Την τρέμουν τη βροχή και θέλουν να ξέρουν μέχρι που φτάνει η ομπρέλα τους.

    Δεν βάζω και το πρώτο παιδί στην ίδια εξίσωση, επειδή ίσως οι παράγοντες που σε κατατάσσουν στο μηδέν και όχι στο ένα παιδί, είναι δευτερευόντως οικονομικοί. Εκεί ίσως το πρωταρχικό κριτήριο είναι άλλο. Είναι να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο για να είστε μαζί. Τον εντελώς κατάλληλο όμως. Και αν και όταν τον βρεις, και αν και όταν πρώτα ζήσετε ως ζευγάρι όλα όσα αναλογούν στην ευτυχία ενός ερωτευμένου και ταιριαστού ζευγαριού, τότε να σκεφτείτε να περάσετε και στο επόμενο στάδιο. Και η αναζήτηση του εντελώς κατάλληλου ανθρώπου μπορεί να περιέχει και μεγάλο βαθμό εξιδανίκευσης των πραγμάτων κι αναζήτησης ρομαντικών ουτοπιών, αλλά την ίδια ώρα περιέχει και μεγάλο βαθμό ψυχικής υγείας κι άρνησης να συμβιβαστείς με καταστάσεις που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν σε γεμίζουν όσο θα ήθελες. 

    Στη σύγκρουση των δύο επιλογών ζωής, η επιθυμία να κάνεις παιδί -στο μέτρο και στον βαθμό που υπάρχει, γιατί δεν είναι κι απαραίτητο να υπάρχει σε όλους ανεξαίρετα- υποχωρεί μπροστά στην επιθυμία να κάνεις παιδί μόνο αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις. Εντάξει, ακόμη και τώρα «πρέπει» να κάνεις παιδιά, ειδικά αν είσαι γυναίκα, ακόμη και τώρα υπάρχει η πίεση από την κοινωνία, την μαμά σου και την γιαγιά σου, αλλά σίγουρα δεν πρέπει όσο έπρεπε την εποχή της μαμάς σου και πολύ περισσότερο της γιαγιάς σου. Παλιότερες γενιές είχαν  πάρα πολύ ισχυρότερα πρέπει να διαχειριστούν. Τώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ελευθερία του «θέλω» σου, η ελευθερία να ζήσεις τη ζωή σου όπως εσύ νομίζεις, είναι λιγότερο επαναστατική, λιγότερο σκανδαλώδης.

    Τώρα υπό μία έννοια το «θέλω» έγινε το νέο «πρέπει». Και αν αυτό μπουρδουκλώνει τα πράγματα υπερβολικά, πάντως σαφώς το θέλω έπαψε να στέκεται τόσο ενοχικά απέναντι στο πρέπει. Παλιότερα ο ρόλος μας στη ζωή δεν έμπαινε σε πολλές πολλές συζητήσεις. Ζούσαμε υπηρετώντας άλλα σχέδια. Υπήρχαν σφηνωμένες στο κεφάλι μας ιδέες που μας υπερέβαιναν: Θεοί, πατρίδες, οικογένειες, χρέη, οφειλές – ήμασταν μέρη ενός ευρύτερου σχεδίου. Το εγώ άνηκε σε διάφορα «εμείς». Και το κάθε εμείς ήταν ταυτόχρονα κι ένα υπερεγώ. Τώρα υπηρετούμε τον εαυτό μας. Σε αυτόν λογοδοτούμε, αυτός είναι το βασικό να είναι καλά κι ευτυχισμένος – κι αν είναι αυτός καλά, τα υπόλοιπα θα βρεθούν. Περνάμε τη ζωή μας ψάχνοντας να τον βρούμε, έχοντας πάρει ως δεδομένο ότι κάποτε τον χάσαμε. Περνάμε τη ζωή μας ψάχνοντας να συμφιλιωθούμε μαζί του, έχοντας πάρει ως δεδομένο ότι κάποτε τσακωθήκαμε. Περνάμε ζωή μας με τα φώτα διαρκώς στραμμένα επάνω του. Είμαστε οι νον στοπ πρωταγωνιστές της ζωής μας.  Όπως ίσως θα έπρεπε. Ελεύθεροι. Αλλά και κάπως μόνοι χωρίς κάτι να μας υπερβαίνει και κάτι να μας σκεπάζει ως ιδανικό. Ο καθένας μας μια μονάδα. Που καταναλώνει επιθυμίες, όνειρα, θέλω, πρέπει, φόβους, ανάγκες. Που είναι η κόλαση όταν τη χρειάζεσαι; Μόνο μέσα σου πια. Που είναι ο παράδεισος όταν τον χρειάζεσαι; Στους άλλους ελεύθερους ανθρώπους γύρω σου και στην αγάπη μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων.

  • Οι παραβάσεις – μη παραβάσεις

    Σάββατο 6 Οκτωβρίου, δημοπρασία του οίκου Σόθμπις στο Λονδίνο, αμέσως μόλις το περίφημο έργο του Μπάνκσι «Το Κορίτσι με το Μπαλόνι» πωλείται σε τιμή γύρω στο 1 εκατομμύριο λίρες, ακούγεται ένας ήχος σαν συναγερμός και ο πίνακας αρχίζει να βγαίνει από το κάδρο και να κόβεται σε λωρίδες. Ο Μπάνκσι ανεβάζει στην σελίδα του επεξηγηματικό βίντεο για το πώς πραγματοποίησε την δολιοφθορά του, έχοντας -όπως ισχυρίζεται- τοποθετήσει σε ανύποπτο χρόνο καταστροφέα εγγράφων μέσα στην κορνίζα. «Πάει, χάθηκε» μας λέει και αργότερα παραθέτει και μια ατάκα του Πικάσο ότι η επιθυμία καταστροφής είναι κι αυτή με τη σειρά της μια επιθυμία δημιουργίας.

    Σάββατο 6 Οκτωβρίου, αγώνας μικτών πολεμικών τεχνών για τον τίτλο ελαφρών βαρών του UFC στο Λας Βέγκας, αμέσως μόλις ο Καμπίμπ Nουρμαγκομέντοφ κατορθώνει να υπερασπιστεί  εμφατικά τον τίτλο του απέναντι στον τον πιο διάσημο και πιο ακριβοπληρωμένο σταρ του αθλήματος, τον Κόνορ ΜακΓκρέγκορ, πηδάει έξω από το το ρινγκ κι αρχίζει να πλακώνεται με έναν άλλο αθλητή, μέλος του τιμ του αντιπάλου του. Το ρινγκ με τη σειρά του μετατρέπεται σε ρινγκ, καθώς ανεβαίνουν σε αυτό μέλη του δικού του τιμ να ρίξουν καμία χοντρή στον ΜακΓκρέγκορ, μετά από όλο αυτό το βρωμόξυλο η τελετή απονομής της ζώνης στο νικητή ματαιώνεται. Δεν είναι κατς όπου το ψευτοξύλο δεν περιορίζεται μόνο στο ριγκ, αλλά τέτοιου είδους ψευτοκαυγάδες είναι προγραμματισμένο και οργανικό μέρος του σόου, δεν έχουμε βασικά κανένα στοιχείο να πούμε ότι το ξυλίκι μετά το τέλος του αγώνα ήταν σικέ.

    Δυο συμπεριφορές που ενώ θεωρητικά -και όχι μόνο θεωρητικά- βγαίνουν εκτός των ορίων του παιχνιδιού, καταλήγουν να είναι μέρος του. Οι κανόνες του παιχνιδιού (τέχνη είναι από εδώ ως εδώ – ξύλο θα πέφτει από εδώ ως εδώ) κι η παράβασή τους. Ένα έργο τέχνης που ενώ υποτίθεται ότι αυτοκαταστρέφεται, μεταλλάσσεται. Ο άρτιος πίνακας θεωρήθηκε τέχνη για έναν λόγο, ο κομμένος θεωρείται τώρα για έναν άλλο, όχι εντελώς ξεκομμένο από τον λόγο που θεωρήθηκε ο άρτιος – κάθε άλλο. Ο Μπάνκσι προφανώς και ξέρει ότι αυτό που θα κάνει θα θεωρηθεί τέχνη κι όχι υπονόμευση του καπιταλισμού, του εμπορίου έργων τέχνης ή οτιδήποτε άλλου. Ότι εν πάση περιπτώσει το υλικό αποτύπωμα της υπονόμευσής του στον πίνακα θα θεωρηθεί ότι συνιστά τέχνη. Και πράγματι οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι το έργο πλέον έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από ό,τι είχε πριν την καταστροφή – μη καταστροφή του. Οπότε μήπως η ζαβολιά του στρέφεται τελικά εναντίον του εαυτού του;

    Μπα, ακριβώς επειδή ο Μπάνκσι δεν είναι τόσο αφελής, ώστε να θεωρήσει ότι θα υπονομεύσει στα αλήθεια κάτι, εκείνο που στην πραγματικότητα μας λέει με τη χειρονομία του, είναι ότι εγώ με την τέχνη μου δεν τελειώνω εκεί που τελειώνουν οι άλλοι, τη συνεχίζω, τόσο γαμάτος είμαι, τόσο ο πιο καλλιτέχνης που ανατρέπει είμαι. Αντίστοιχα, ακριβώς επειδή και ο Kαμπίμπ δεν ήταν τόσο εκτός εαυτού, ώστε να μην μπορεί να ελέγξει καθόλου τον εαυτό του, εκείνο που στην πραγματικότητα μας λέει με το έξτρα ξύλο του, είναι ότι εγώ με το ξύλο μου δεν τελειώνω εκεί που τελειώνουν οι άλλοι, το συνεχίζω, τόσο γαμάτος είμαι, τόσο ο πιο άντρας που βαράει είμαι.

    Το να ψάχνουμε όμως κίνητρα και να δικάζουμε προθέσεις σχετική και μόνο σημασία έχει. Το γιατί έγινε ό,τι έγινε πρέπει μάλλον να μας απασχολεί λιγότερο. Όροι όπως αυθεντικότητα και αφέλεια, προσχεδιασμός και συνέργεια, είναι βασικά εκτός θέματος. Δεν είναι η αφομοιωτική δύναμη του καπιταλισμού το θέμα. Το θέμα είναι ότι με αυτές τις παραβάσεις – μη παραβάσεις δημιουργείται απείρως μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι παραβάσεις – μη παραβάσεις, η δημοπρασία και ο αγώνας θα ενδιέφεραν μόνο τους ειδικούς και τους φαν. Τώρα όμως η πληροφορία διαχέεται. Εξαπλώνεται. Παύει να είναι θέμα των ειδικών και γίνεται θέμα των γενικών, θέμα όλων μας. Που σπεύδουμε να πούμε την εξυπνάδα μας. Να δώσουμε το input μας και την οπτική μας. Να αποθεώσουμε, να κατακρίνουμε ή να πούμε κάτι ενδιάμεσο. Να πούμε πάντως. Να ασχοληθούμε. Εδώ υπάρχει κάτι που μας ξάφνιασε, κάτι διαφορετικό, κάτι άξιο προσοχής, κάτι άξιο αναφοράς, κάτι αξιοανάρτητο, κάτι αξιοσχολίαστο. Η εποχή μας στα σόσιαλ μίντια, η εποχή μας γενικότερα. Διαρκή μικροθέματα προς μικροσυζήτηση. Διαρκή μικροθεάματα προς μικροκατάναλωση. Διαρκής διάσπαση της προσοχής.

    Οι παραβάσεις – μη παραβάσεις φεύγουν από το όριο του προβλεπόμενου και του επιτρεπτού, αλλά όχι από το πλαίσιο νοηματοδότησης και ερμηνείας. Το πλαίσιο παραμένει το ίδιο. Ο πίνακας μπορεί να βγαίνει από το κάδρο, αλλά παραμένουμε στο μεγαλύτερο κάδρο. Ο αθλητής μπορεί να βγαίνει από το ρινγκ, αλλά παραμένουμε στο μεγαλύτερο ρινγκ. Ο Μπάνκσι δεν σαμποτάρει το έργο του μυστικά και κατά μόνας. Το κάνει τελετουργικά. Ενώπιον των καμερών.  Ο Καμπίμπ εξακολουθεί να κάνει ό,τι έκανε πριν. Να δέρνει. Να δέρνει ενώπιον καμερών. Ίσως αν άρχιζαν να παίζουν βρωμόξυλο στο Σόθμπις ή αν αμέσως μετά τον αγώνα ο Καμπίμπ άρχιζε να απαγγέλλει Μαγιακόφσκι, να είχαμε μια μεγαλύτερη ανατροπή. Δηλαδή μεγαλύτερη διασπορά της εικόνας. Περισσότερο viral. Περισσότερες συζητήσεις. Μεγαλύτερη αποτύπωση στην μνήμη.

    Αν ο πίνακας καταστρεφόταν εκτός καμερών ή αν αν το ξύλο έπεφτε εκτός καμερών, θα ήταν διαφορετικού τύπου παραβάσεις, θα ήταν ενδεχομένως σκέτες παραβάσεις. Το κρίσιμο παραμένει η κάμερα. Η καταγραφή. Γεγονός που μας έδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο η καταγραφή της βάναυσης θανάτωσης του Ζακ Κωστόπουλου. Ένας θάνατος που καταγράφεται με κάμερα κι ένας θάνατος που δεν καταγράφεται με κάμερα είναι δυο ριζικά διαφορετικά γεγονότα. Δεν έχει τίποτα το ίδιο ο καταγεγραμμένος με τον μη καταγεγραμμένο θάνατο. Δεν έχει τίποτα το ίδιο το οποιοδήποτε καταγεγραμμένο με το οποιοδήποτε μη καταγεγραμμένο γεγονός. Υπό αυτήν την έννοια, οι άνθρωποι που τις προάλλες τραβούσαν με τα κινητά τους τον άντρα που απειλούσε να αυτοκτονήσει στην Ομόνοια δεν έκαναν κάτι το αφύσικο. Έκαναν αυτό που είναι πια το πλέον φυσικό. Κι εμείς στη συνέχεια σχολιάζαμε ακριβώς την καταγεγραμμένη δική τους εικόνα με τα κινητά. Μετά αλλάξαμε θέμα, ήρθαν άλλες εικόνες στη θέση τους, εικόνες καλλιτεχνικών παραβάσεων, εικόνες αθλητικών παραβάσεων. Εικόνες. Που τις συζητάμε. Για λίγο. Και μετά νέες συζητήσεις. Η ροή συνεχίζεται αδιάκοπα. Ξεχάσαμε τι θα πει βαριέμαι. Γίνονται πράγματα συνέχεια. Το είδες αυτό;

  • Ο Μπαμπινιώτης θα συγγράψει τον επικήδειό του για να βεβαιωθεί ότι θα αποδοθούν οι τιμές που όντως αναλογούν στο έργο του μακαρίτη.

  • Οι κραυγές

    Οι περισσότεροι από εσάς που δουλεύετε για να δουλεύετε, που το επαγγελματικό σας πεδίο δεν γεμίζει το μυαλό και την καρδιά σας, παρά μόνο προσπαθεί να μην κρατήσει -συχνότατα ανεπιτυχώς- άδεια την τσέπη σας, βγάζετε αυτή τη διαχρονική χολή εναντίον των επαγγελματιών πολιτικών καριέρας και προσποιείστε τους διαχρονικά σοκαρισμένους με τα καμώματά τους και την κινητικότητά τους, όχι επειδή τους κοιτάτε αφ’ υψηλού, από κάποιο ύψωμα ηθικής κι αξιοπρέπειας που δεν θα σας επέτρεπαν να κάνατε ποτέ το ίδιο, αλλά επειδή κατά βάθος ζηλεύετε το ύψος που δεν μπορείτε να κατακτήσετε, μια σχέση δηλαδή με το επάγγελμά σου η οποία συνιστά πάθος ζωής, σκοπό ζωής, νόημα ζωής.

    Η κάθε Παπακώστα, Μαριλίζα, Ψαριανός, Φλωρίδης, Κουβέλης, Διαμαντοπούλου, Μάρκου κλπ κλπ, το μόνο που κάνουν, το μόνο με το οποίο ασχολούνται νυχθημερόν, είναι να προσπαθήσουν να μείνουν ενεργοί στο επάγγελμά τους. Κι αν νομίζετε ότι είναι εύκολο, πάτε να το κάνετε εσείς. Δεν είναι πια όπως παλιά που υπήρχαν δυο κόμματα μπετόν που είτε έτσι είτε αλλιώς τα ψήφιζε το 80 με 90 % του κόσμου. Εκεί ήξερες ότι έπρεπε να επικρατήσεις του εσωκομματικού ανταγωνισμού. Δύσκολο ενίοτε, αλλά απείρως απλούστερο. Τα ποσοστά ήταν μπετόν, οι διαχωριστικές γραμμές ψιλομπετόν, το ταμπού μεγαλύτερο, την έκανε κανένας Κοντογιαννόπουλος κι έλεγες τα ύστερα του κόσμου.

    Αλλά από το 12 μετά όπως το κάνατε το σκηνικό, τι ακριβώς περιμένετε από αυτούς; Να πεθάνουν μαζί με το κάθε ΠΑΣΟΚ ή το κάθε Ποτάμι; Θα φτιάξουν δικούς τους φορείς. Θα φτιάξουν δικά τους κινήματα. Θα ζυμωθούν. Θα ανεξαρτητοποιηθούν. Θα μετακινηθούν. Ξανά και ξανά. Κι από το ένα υποτιθέμενο άκρο στο άλλο. Σιγά τα άκρα πια. Εντός του συνταγματικού τόξου κάθε άκρο στο ίδιο μέσο καταλήγει. Κι εκτός δηλαδή. Σιγά πια. Κι έλα μωρέ τώρα.

    Και να τι έλεγαν χθες και μα πώς γίνεται και μα πώς κολλάνε και άλλες φαιδρότητες. Αν δεν κολλάει η Παπακώστα να γίνει υπουργός της κυβέρνησης της Αριστεράς ποιος κολλάει; Αυτή είναι του επαγγέλματος. Του χώρου. Αυτό είναι το μόνο κριτήριο. Κι έχει και μια βουλευτική έδρα. Ποτέ δεν ξέρεις που θα φανεί χρήσιμη.

    Εν πάση περιπτώσει, πάρα πολλοί όταν ξεκινάνε την ενασχόλησή τους με την ενεργή πολιτική, έχουν πιθανότατα κι έναν ισχυρό ιδεολογικό πυρήνα. Μετά όσο περνάνε τα χρόνια, όσο η καθημερινή τριβή με την πολιτική στη πράξη, τις διεργασίες, τους συσχετισμούς, τους υπολογισμούς, τους συμβιβασμούς, τις υποχωρήσεις, παίρνει κεφάλι, αρχίζεις να παύεις να είσαι ο άνθρωπος που ήσουν. Έχεις γίνει πια πολιτικό ζώο. Κοιτάς την μεγάλη εικόνα. Οι κραυγές είναι για τους χλεχλέδες στα σόσιαλ, που θα σε ξαναψηφίσουν αύριο.

  • Η διαρκής τρελή χαρά

    Οι αφίσες στις στάσεις των λεωφορείων σε προδιαθέτουν για την καινούρια σεζόν, την οποία ο Γρηγόρης, ο Γιώργος, η Νάνσυ και ο Παναγής, την υποδέχονται -πως αλλιώς;- με χαμόγελο, με μούτες, με πονηρούτσικο βλέμμα, με παιχνιδιάρικη διάθεση, με κέφι. Τη Νάνσυ και τον Παναγή δεν έχω τη χαρά να τους γνωρίζω, γνωρίζω τον Γρηγόρη και τον Γιώργο όμως, οπότε ψάχνω να βρω κάτι που είχα γράψει πριν πολλά χρόνια για ανθρωπότυπους σαν τον δικό τους:

    «Ποιο είναι το job description για έναν παρουσιαστή τηλεπαιχνιδιών, ποια τα απαιτούμενα προσόντα; Να είναι επικοινωνιακός, ευχάριστος, χιουμορίστας, ετοιμόλογος, μονίμως ευδιάθετος, φιλγκουντικός και θετικενεργίτης; Τι σόι παράξενη εξειδίκευση είναι αυτή; Υπάρχει επάγγελμα πιο κοντά στον όρο αεριτζής;», έλεγα μεταξύ άλλων βαριών κι ασήκωτων κατηγοριών, καταλήγοντας στο τέλος πως «Ο τηλεπαιχνιδιάρης προσκομίζει ενώπιον του φακού το κορμί του, την επιφάνεια του κορμιού του, την επιφάνεια του εαυτού του, προσκομίζει την απουσία εαυτού προκειμένου να μην υπάρξει με την μεσολάβηση βάθους οποιαδήποτε εμπλοκή και βραχυκυκλώσουν οι κάμερες».

    Όσο όμως κι αν εξακολουθεί αυτός ο τύπος ανθρώπου να μου προξενεί σχεδόν αποστροφή, έχω αρχίσει να πιστεύω και το εξής: ότι απέναντι στο πούλημα της διαρκούς τρελής χαράς υπάρχει ένας άλλος τύπου ανθρώπου που φοράει μια πόζα διαρκούς βαριάς μελαγχολίας κι ότι απέναντι στο πούλημα της θετικής διάθεσης υπάρχει και η πόζα της μουντής μουντάδας.

    Δεν σου προσδίδει ούτε βάθος ούτε εαυτό να προσποιείσαι τον καταραμένο. Ναι, είναι ψεύτικο πράγμα η διαρκής τρελή χαρά. Αλλά ίσως όσοι προπαγανδίζουν το συγκεκριμένο προϊόν, προπαγανδίζουν ένα προϊόν προτιμότερο από εκείνο που προπαγανδίζουν οι αιωνίως πεσιμιστές.

    Μίσος βαθύ για τους Λιανούς αυτού του κόσμου, αλλά ιδανικό είναι η χαρά – όχι η μίρλα.

     

  • Στη σφαίρα

    Mια μέρα να έχεις υπάρξει ευτυχισμένος, έχεις υπάρξει για όλη σου τη ζωή.

    Μια μέρα να έχεις υπάρξει αληθινός, έχεις υπάρξει για όλη σου τη ζωή.

    Μια μέρα να έχεις υπάρξει πλήρης, έχεις υπάρξει για όλη σου τη ζωή.

    Αυτή την μία μέρα πρέπει να προσδοκά και να επιδιώκει ο άνθρωπος.

    Οτιδήποτε άλλο ανήκει στη σφαίρα των θεών.