Author: Old Boy

  • Απ’ το MEGA στον ΣΚΑΪ

    Διαβάζω προ ημερών στο «Βήμα» ένα άρθρο του Αντώνη Καρακούση σύμφωνα με το οποίο: «Αυτή τη στιγμή, μετά το «μαύρο» στο Μega και την αγορά του Alpha από τη Motor Oil της οικογένειας Βαρδινογιάννη, ελέγχει απολύτως την ΕΡΤ και σχεδόν το σύνολο των τηλεοπτικών καναλιών. Για να μη μιλήσουμε για την ποδηγεσία που ασκεί το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής στα μικρής εμβέλειας τοπικά και περιφερειακά δίκτυα. Μόνο νησίδες αντιπολίτευσης και κριτικής προσέγγισης των πεπραγμένων του κ. Τσίπρα υπάρχουν πια. Οι άλλοτε διαμαρτυρόμενοι είναι σήμερα επικυρίαρχοι».

    Σίγουρα δεν είμαι διατεθειμένος να αμφισβητήσω αυτό που λέει ο αρθρογράφος για την ΕΡΤ (γιατί έτσι είναι, είναι πασιφανές ότι είναι έτσι και ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα λυπηρό ότι είναι έτσι). Δεν ξέρω επίσης αν έχει νόημα να αμφισβητήσω το τι γίνεται στα υπόλοιπα εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια. Θα έσπευδα δηλαδή να πω ότι τουλάχιστον υπερβάλλει στις διαπιστώσεις του, αλλά ακριβώς επειδή δεν βλέπω συστηματικά ειδήσεις στα υπόλοιπα κανάλια, η αμφισβήτησή μου δεν θα ήταν τεκμηριωμένη. Να έχει δίκιο; Ποιος ξέρει; Εγώ πάντως όχι.

    Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο περιγράφει μια πολιτική μετατόπιση του τηλεοπτικού τοπίου την τελευταία εξαετία, αναγνωρίζοντας ότι ανάμεσα στις δυο εκλογές του 2012 έγιναν πραγματάκια: «Είναι αληθές επίσης ότι τα κυρίαρχα τότε, αστικά κατά βάση, μέσα ενημέρωσης πρωταγωνίστησαν στη συγκρότηση ενός φιλοευρωπαϊκού μετώπου, επειδή απλούστατα θεώρησαν άκρως επικίνδυνη, σε εκείνες τις οικονομικές συνθήκες, την ανάληψη της εξουσίας από τα άγουρα ακόμη παιδιά της Αριστεράς των δρόμων». Δεν ξέρω αν στην εξαετία που ακολούθησε τα μέσα ενημέρωσης έπαψαν να είναι αστικά κατά βάση ή και κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο, σίγουρα πάντως, αν συγκρότησαν φιλοευρωπαϊκό μέτωπο το 2012, το συγκρότησαν ακόμη πιο ολόψυχα πριν το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015.

    Ας μιλήσω λοιπόν για κάτι που ξέρω, ας μιλήσω για το δελτίο ειδήσεων που εξακολουθώ να βλέπω συστηματικά: το δελτίο ειδήσεων του Σκάι, ενός σταθμού που υποθέτω ότι μάλλον υπάγεται στις «νησίδες αντιπολίτευσης και κριτικής προσέγγισης των πεπραγμένων» της κυβέρνησης. Γιατί βλέπω όμως το συγκεκριμένο δελτίο; Επειδή το βρίσκω έγκυρο; Να πέσει κεραυνός να με κάψει. Επειδή το βρίσκω βαθύτατα μεροληπτικό μεν, αλλά τουλάχιστον παίρνει το μέρος των ιδεών που ενστερνίζομαι; Να έρθει ένας δεύτερος κεραυνός μήπως έμεινε κανένα κομμάτι άκαφτο από τον πρώτο. Εντάξει, ναι, το βλέπω για να φτιάχνομαι, το βλέπω για να εξοργίζομαι, το βλέπω για να μου υπενθυμίζω ότι υπάρχουν και χειρότερα, το βλέπω για να ετεροκαθορίζομαι, το βλέπω ώστε ακόμη και αν δυσκολεύομαι πολύ πλέον να πω ότι είμαι με τους άλλους, να καταλαβαίνω ότι δεν έχω καμία δυσκολία να πω ότι τουλάχιστον είμαι απέναντι σε αυτούς. Τι να κάνουμε, είναι ολοένα και πιο ζόρικο να εμπνέεσαι από τον λόγο και τις πράξεις των δικών σου: οι διαψεύσεις είναι πανταχού παρούσες. Ακούγοντας όμως τον λόγο και βλέποντας τις πρακτικές των απέναντι, καμία διάψευση δεν θα βρεις (μόνο ενίοτε κατάπληξη από το πόσο πιο πέρα τραβάνε τη ρητορική τους), άρα ο κόσμος παραμένει στη θέση του, και σε έναν κόσμο που παραμένει στη θέση του, μπορείς να εξακολουθήσεις να αναγνωρίζεις τη δική σου ταυτότητα και τις δικές σου ιδέες, έστω και σε αντιδιαστολή με τις δικές τους.

    Εκείνο που έχουμε σχεδόν ξεχάσει το 2018, είναι ότι σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, όταν άνοιγε το Mega, τα δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης πλασαριζόντουσαν ως το ακριβώς αντίθετο ειδησεογραφικό προϊόν. Το 1989, η αρχική ορολογία δεν ήταν ιδιωτική, αλλά «ελεύθερη» τηλεόραση, σε συνέχεια της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Και μολονότι τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών ήταν τα χρόνια του Ειδικού Δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά, δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργεί η μνήμη, πάντως δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιον ιδιαίτερα φορτισμένο ρόλο των μεγάλων ιδιωτικών καναλιών. Το Κανάλι 29 του Κουρή θυμάμαι φορτισμένο. Εκείνο αντίθετα που θυμάμαι είναι ότι αρχικά και για αρκετά χρόνια, τα δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών έρχονταν να προβάλλουν ένα πρότυπο, όπου αντιπαραβαλλόταν και στα κρατικά κανάλια με τον πάγιο φιλοκυβερνητικό τους ρόλο (αν μπορούσε να γινόταν μια σχετική έρευνα θα έδειχνε πως όποιος έβλεπε μια ζωή ΕΡΤ ήταν πάντα πιο αισιόδοξος από τους υπόλοιπους ανθρώπους) αλλά ακόμη και στις εφημερίδες, που είχαν πάντα μια γραμμή και ήταν με το ένα ή το άλλο κόμμα.

    Τα δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών ήρθαν λοιπόν να προτείνουν μια άλλη εικόνα: εδώ τα πράγματα θα είναι ισορροπημένα, εδώ θα σας παρουσιάσουμε τα πράγματα όπως έγιναν, εδώ οι ειδήσεις θα φωτίζονται επιτέλους από όλες τις πλευρές. Εντάξει, ο ΑΝΤ1 έγερνε κάπως προς τη ΝΔ, το ΜEGA έγερνε κάπως προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά το σκάνδαλο Κοσκωτά πέρασε, ο Ανδρέας αθωώθηκε, είχαμε μπει για τα καλά στην εποχή που το Τείχος είχε πέσει και η Ιστορία λίγο πολύ τελειώσει, είχαμε μπει στην εποχή που οι ιδεολογικές διαφορές είχαν αμβλυνθεί μέχρι εξαφανίσεως, ακόμη και η εποχή Σημίτη ήρθε να διαδεχθεί την τελευταία εποχή Ανδρέα που κι αυτός Υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Γιάννο είχε και Υπουργό Βιομηχανίας τον Σημίτη. Και μετά εκσυγχρονισμός, δικομματισμός του «μεσαίου χώρου», τους έπαιρνε τότε να κρατούν ισορροπίες, υπήρχε πολύ μικρότερη ανάγκη για προπαγάνδα, οι ιδέες που έπρεπε να προπαγανδιστούν είχαν καθολική αποδοχή από την ίδια την εποχή.

    Μέγα σκάνδαλο στο Χρηματιστήριο; Όλοι έλεγαν να μπεις. Γιατί να μην μπεις; Κι αν τα χάσεις, ας πρόσεχες. Γιατί δεν πρόσεχες; Ακριβώς η ρητορική και η νοοτροπία του μνημονιακού λόγου όταν ξέσπασε η κρίση: γιατί έπαιρνες δάνεια χωρίς να μπορείς να τα καλύψεις, γιατί έμαθες να ζεις πάνω από τις δυνάμεις σου κι όλα τα σχετικά. Να μπούμε στο κοινό νόμισμα; Τα υπέρ δεν αντιπαρατέθηκαν ποτέ στα αλήθεια με τα κατά, όλα γίνονταν σαν να μην υπήρχαν στην πραγματικότητα υπέρ και κατά, μόνο η πασιφανής, μόνη και αναμφισβήτητη Αλήθεια από την μια και τα απολιθώματα του ΚΚΕ από την άλλη.

    Με τον Δεκέμβρη του 2008 αρχίζει να ξεσπάει η πρώτη σοβαρή ανάγκη προπαγάνδας, καθώς ξεσπάει η πρώτη με ευρύτερη απήχηση αντίδραση στην πασιφανή, μόνη και αναμφισβήτητη Αλήθεια. Αρχίζει να αναδύεται μια γενικότερη αντίδραση για ότι πίσω από την μακιγιαρισμένη πραγματικότητα του συστήματος υπάρχει κάτι που έχει σαπίσει. Κι όταν ένα χρόνο μετά ξεσπάει η κρίση στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να μπούμε στα μνημόνια, η πολιτική διαμάχη έχει πλέον αποκτήσει ένα διακύβευμα.

    Και κάπου εδώ πάει ολοκληρωτικά περίπατο κάθε ιδέα ισορροπίας. Η ανάγκη καλεί όλους στα όπλα και το πέσιμο των μασκών. Το δελτίο ειδήσεων του Mega μετατρέπεται σε μπροστάρη της μνημονιακής προπαγάνδας. Ο Γιάννης Πρετεντέρης παύει να είναι ο μοναχικός λύκος της σκατοψυχίας και τώρα γρυλλίζουν μαζί του με μια φωνή όλα τα υπόλοιπα πρωτολυκοπαλίκαρα: «Μνημόνια ή Θάνατος». Είναι οι εποχές που βλέπεις ειδήσεις Mega με μίσος, που κρέμεσαι από κάθε λέξη τους για να ουρλιάξεις. Το Μega είναι η βασική φωνή του εχθρού. Το Μega που ενσαρκώνει όλον τον καθεστωτισμό, όλο το βαθύ εκδοτικό κράτος, όλη την διαπλοκή σε μια κοινή συνισταμένη. Το Mega που φυσικά μοιάζει τότε ακόμη αδιανόητο να πάθει ποτέ το οτιδήποτε. Η Ελλάδα μπορεί να καταστρεφόταν όπως καθημερινά προειδοποιούσαν, αλλά το Μega θα έμενε όρθιο.

    Ο Σκάι από την άλλη δεν μπόρεσε ποτέ να ντυθεί αυτόν τον ουσιαστικά θεσμικό ρόλο. Ο Σκάι δεν απέκτησε ποτέ την καθεστωτική αίγλη του Mega. Ο ταλιμπανισμός του Πορτοσάλτε είναι μόνο μια καρικατούρα του μακιαβελισμού του Πρετεντέρη. Άλλου διαμετρήματος παίκτες. Ο Πρετεντέρης ήταν για τους Βενιζέλους, ο Πορτοσάλτε για τον Άδωνη. Ο Πρετεντέρης άλλωστε τον Βορίδη προωθούσε πάντοτε, αυτή η εκδοχή της ακροδεξιάς ήταν η αγαπημένη του, η πιο στιβαρή, η λιγότερο θεατράλε. Όταν ο Πρετεντέρης ήταν σχολιαστής και είχε εκπομπάρα, ο Πορτοσάλτε έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο για την επιστροφή από την έξοδο του Πάσχα και το μποτιλιάρισμα στην Μαλακάσα. Αν το Mega ήταν με τα μνημόνια συνολικά, ο Σκάι ήταν με το ΔΝΤ, ο Σκάι ήρθε να πουλήσει νεοφιλελευθερισμό, την ώρα που το Μega πούλαγε καθεστωτισμό.

    Ο Σκάι δύσκολα θα παίξει fake news (οκ αν εξαιρέσουμε τα περί 200 δις Βαρουφάκη), αλλά θα διαμορφώσει σε κάθε δελτίο την ατζέντα του ώστε ο τρόπος αξιολόγησης των ειδήσεων, ο τρόπος παρουσίασης των ειδήσεων, ο τρόπος μαγειρέματος των υλικών της κάθε είδησης, να ξεκινά και να καταλήγει πάντα σε ένα και μόνο συγκεκριμένο παρασκεύασμα, σε ένα και μόνο συγκεκριμένο πρόταγμα: et praeterea censeo ΣΥΡΙΖΑ delendus est. Kαι το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι γιατί τέτοια λύσσα; Είναι όλο αυτό απλά μια μάχη για τη νομή της εξουσίας μεταξύ αντίπαλων φατριών, ή το γεγονός ότι όλο το πολιτικό φάσμα έχει κινηθεί προς τα δεξιότερα συνεπάγεται ότι οι πολιτικές διαφορές είναι ακόμη σημαντικές, έστω και αν όλες οι πλευρές βρίσκονται πια κάπου αλλού: Ο ΣΥΡΙΖΑ με το SPD  το οποίο λοιδορούσε, η ΝΔ με τα άλλοτε χαρακτηρισμένα από την ίδια άκρα,  Άδωνη και Βορίδη, κεντρικές φιγούρες, να θεωρεί ως άκρα πια με τα οποία δεν συνομιλεί (ακόμα;) τους χρυσαυγίτες, χρυσαυγίτες που επνέρχονται ολοένα και δριμύτεροι στο προσκήνιο, πατώντας τώρα και πάνω στον Κατσίφα, τον ίδιο Κατσίφα πάνω στον οποίο με μια φωνή όλα τα ιδιωτικά κανάλια επένδυσαν συγκίνηση και προπαγάνδα.

  • ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ, ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΤΑ ΔΙΝΕΙΣ ΟΛΑ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΞΑΝΑΒΓΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΕΙΣ ΕΣΥ ΤΗΝ ΚΑΜΕΝΗ ΓΗ ΣΟΥ.

  • Μετωπική

    Ακολουθούν μερικές πρόχειρες σκέψεις, με αφορμή μια προ ολίγων ημερών ανάρτηση στο φέισμπουκ της Γεωργίας Βαλωμένου, η οποία φωτογράφισε μια γυναίκα που φοράει μπούρκα γράφοντας: «Από την αρχή του καλοκαιριού συναντάω συχνά αυτή τη γυναίκα, μαζί με το μωρό της που είναι σε καρότσι. Και, σωστό ή λάθος αδιαφορώ, αγριεύομαι». Η ανάρτηση έχει συγκεντρώσει ως τώρα τριακόσια σχόλια και έχει συγκεντρώσει τόσα ακριβώς γιατί υπήρξαν διαφωνίες και μια διαφορετική οπτική πάνω στο ζήτημα. Ποιο είναι το ζήτημα όμως;

    Ας το χωρίσουμε σε δύο βασικές κατηγορίες: ένα είναι αυτή καθαυτή η μπούρκα (και είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι εν προκειμένω μιλάμε κυριολεκτικά για μπούρκα, όχι μαντίλα ή οτιδήποτε ελαφρύτερο από μπούρκα – δείτε επί της ορολογικής διάκρισης που συχνά δεν γίνεται, το ούτως ή άλλως πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Βασιλόπουλου) και το άλλο είναι το δικό μας δυτικό και μη ισλαμικό βλέμμα πάνω στην μπούρκα. Μολονότι οι περισσότερες ενστάσεις κατά της ανάρτησης εκκινούσαν από το βλέμμα πάνω στην μπούρκα και την γυναίκα με την μπούρκα, αποδοκιμάζοντάς το και προσπαθώντας να το αποδομήσουν, κατέληγαν τελικά να αφορούν και την ίδια την μπούρκα, κατέληγαν τελικά να υπερασπίζονται την ίδια την μπούρκα, κατέληγαν τελικά να πουν κάτω τα χέρια σας και τα βλέμματά σας από τη γυναίκα που φορά μπούρκα, θα υπερασπιστούμε κι αυτή και την μπούρκα της.

    Θα την υπερασπιστούμε από τα αριστερά. Θα την υπερασπιστούμε φεμινιστικά. Θα την υπερασπιστούμε αντισεξιστικά. Γιατί σεξιστικό, ισλαμοφοβικό κι οριενταλιστικό είναι το βλέμμα πάνω στη γυναίκα με την μπούρκα, το οποίο νομίζει ότι ξέρει τι βλέπει. Ενώ δεν ξέρει. Ενώ δεν καταλαβαίνει. Ενώ ομογενοποιεί και τσουβαλιάζει ρατσιστικά. Ενώ εμείς είμαστε αυτοί που στα αλήθεια καταλαβαίνουμε. Και σας εξηγούμε όχι ακριβώς ότι δεν σας πέφτει λόγος, αλλά ότι ο λόγος που σας πέφτει πρέπει να είναι λόγος που θα σέβεται απόλυτα το δικαίωμα κάθε γυναίκας στον αυτοπροσδιορισμό της και στις επιλογές της. Και για να μην είσαι ισλαμοφοβικός, οριενταλιστής, σεξιστής, μάθε ότι κάθε γυναίκα που φορά μπούρκα, την φορά μέχρι ρητής και συγκεκριμένης αποδείξεως του εναντίου επειδή η ίδια την επέλεξε. Ελεύθερα; Φυσικά ελεύθερα. Στο πλαίσιο μιας άλλης θρησκείας, ενός άλλου συστήματος αντιλήψεων, ενός άλλου πολιτισμού. Αν λοιπόν εμείς ως πάρα πολύ φεμινιστές και φεμινίστριες έχουμε τώρα έναν ρόλο, είναι να πάρουμε τα δίκια αυτής της ελεύθερης επιλογής της και να καταδείξουμε πόσο φρικτό είναι, ότι θεωρείς άνευ ετέρου πως το να φορά μια γυναίκα μπούρκα είναι στοιχείο που την καταπιέζει και στοιχείο οπισθοδρόμησης.

    Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι πλήρως, ότι να εξετάζεις οποιονδήποτε άλλο πολιτισμό μέσα από το πρίσμα του δικού σου, εμπεριέχει ένα σωρό προβλήματα. Αντιλαμβάνομαι πλήρως, ότι εξετάζοντας ένα άλλο σύστημα αντιλήψεων πρέπει να μην έχεις καμία βεβαιότητα για το δικό σου, ότι κάθε φορά που εντοπίζεις ένα πιθανό μελανό σημείο και μια πιθανή καταπίεση, πρέπει να αναλογίζεσαι αν υπάρχουν αντίστοιχα μελανά σημεία και καταπιέσεις στο δικό σου, τα οποία όμως έμαθες να περνάς στο ντούκου ακριβώς επειδή σου φαίνονται φυσικά. Αντιλαμβάνομαι επίσης ειδικότερα, ότι σε καταστάσεις όπου το πρώτο ενστικτώδες συναίσθημά σου είναι λίαν στενόχωρο (όπως όταν βλέπεις μια γυναίκα με μπούρκα), θα πρέπει να να συνειδητοποιείς πως αυτό που  ενοχλεί εσένα δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ενοχλεί και τον άλλο. Ότι αυτό είναι ίσως το δικό του φυσικό.  Αντιλαμβάνομαι τέλος τους πολλαπλούς κινδύνους και τα όντως ισλαμοφοβικά κι αντιμεταναστευτικά αντανακλαστικά, που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια γενικότερη συζήτηση, για τους ξένους που έρχονται να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας κι όλα αυτά.

    Ξέρω επίσης ότι ως λευκός, δυτικός, μη μουσουλμάνος άντρας είμαι ακόμη πιο αναρμόδιος να μπω στη θέση των γυναικών που φοράνε μπούρκα. Ξέρω ότι δεν έχω ασχοληθεί με το θέμα στο πλαίσιο κάποιας επιστήμης, δεν έχω ασχοληθεί με το θέμα στο πλαίσιο κάποιου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, δεν έχω ασχοληθεί με το θέμα στο πλαίσιο κάποιου σκέτου ανθρώπινου ενδιαφέροντος, δεν έχω έρθει καν σε προσωπική επαφή με πρόσφυγες. Ξέρω ότι οι μουσουλμάνοι που έχω συναναστραφεί γενικά στο σύνολο της ζωής μου είναι πολύ λίγοι, ξέρω ότι είμαι όσο σε πιο γυάλα και όσο πιο απ’ έξω μπορεί να είναι κανείς.

    Αντιλαμβανόμενος όλα αυτά και μετά από όλα αυτά τα ντισκλέιμερ αναρμοδιότητας φύλου, θρησκεύματος, εθνικότητας και βιωμάτων, εκείνο που εξακολουθεί να με ξεπερνά είναι το σε ποιο βαθμό μπορεί να αλλάζει κάθε φορά το φόκους ανάλογα με το θέμα της συζήτησης. Υπάρχει η κακιά δυτική καταπίεση της πατριαρχίας και στην μη δυτική καταπίεση πρέπει να κάνουμε δέκα βήματα πίσω πριν πούμε κάτι; Μας απασχολεί και μας πειράζει η καταπίεση ή έχουμε ανάλογα με τον καταπιεστή κι άλλα κριτήρια, σε βαθμό να ψιλογουστάρουμε κιόλας, να ψιλοσιγοντάρουμε κιόλας; Ή μήπως καταπίεση κατά των γυναικών και διακρίσεις κατά των γυναικών μπορεί να νοηθούν μόνο στον δυτικό κόσμο κι αν ένα άλλο σύστημα αντιλήψεων επιβάλλει να φοράς μπούρκα, τότε αυτό δεν είναι επιβολή, είναι αυτοδιαθεσάρα και τι ωραία που περνάνε τα κορίτσια μέσα στις μπούρκες τους, αυτό επέλεξαν, μήπως να φορούσαμε κι εμείς να πάψει να μας κοιτάει το κάθε σεξιστικό γουρούνι στο δρόμο;

    Αν δεν υπάρχει μια συνέπεια και μια συνέχεια στα πιστεύω μας, τότε οι ιδέες μας ετεροκαθορίζονται από το ποιος είναι κάθε φορά ο εχθρός μας. Αν τα πιστεύω μας δεν καθορίζονται από το δικαίωμα της γυναίκας να μην αντιμετωπίζει εις βάρος της διακρίσεις και καταπιέσεις υπό οποιαδήποτε έκφανση και σε οποιαδήποτε κοινωνία, αλλά καθορίζονται από το αν έχουμε να κάνουμε με γυναίκες μη μουσουλμάνες ως προς τις οποίες ο εχθρός είναι η πατριαρχία, ή με γυναίκες μουσουλμάνες ως προς τις οποίες ο εχθρός είναι η ισλαμοφοβία και το δυτικό βλέμμα, τότε κάτι δεν πάει καλά. Πόσο μάλλον όταν η μπούρκα δεν είναι μια πρακτική που αφορά όλον τον μουσουλμανικό κόσμο – κάθε άλλο. Αλλά αν ο μεγάλος εχθρός είναι το δυτικό βλέμμα, μάλλον κι αυτές οι διακρίσεις παραείναι λεπτές.

    Να εντοπίζουμε τον σεξισμό πάνω σε κάθε τι όταν μιλάμε για τη Δύση και την ίδια ώρα όχι μόνο να καταπίνουμε αμάσητη την μπούρκα, αλλά να επιχειρηματολογούμε υπέρ της «ελευθερίας» επιλογής της από φεμινιστική σκοπιά, είναι δυο δρόμοι που, όσα λογικά κι ιδεολογικά άλματα κι αν επιστρατευθούν, δεν μπορούν να είναι παράλληλοι: η σύγκρουση των δύο θέσεων που παίρνουμε είναι μετωπική.

  • Περπατώντας

    Όταν λένε το σλόγκαν ότι στη ζωή τα ομορφότερα πράγματα είναι δωρεάν, πολλά μπορείς να σκεφτείς, δύσκολα όμως θα πάει ο νους σου και στο περπάτημα. Ακόμη και η μανία με το τρέξιμο των τελευταίων ετών έχει οικονομική διάσταση, πάνω στο τρέξιμο πέφτουν λεφτά, βγαίνουν λεφτά, η αγορά έχει βρει τον τρόπο να βγάλει το κατιτίς της, άρα είναι μια δραστηριότητα που προμοτάρεται αναλόγως.

    Το να περπατάς όμως, το απλά να περπατάς, παραμένει μέχρι αποδείξεως του εναντίου εκτός καπιταλιστικού ενδιαφέροντος. Ίσως στην ύπαιθρο και σε παλιότερες εποχές, όταν υπήρχαν αισθητά λιγότεροι διέξοδοι ψυχαγωγίας, το περπάτημα να αποτελούσε μια περισσότερο «νόμιμη» επιλογή. Στις πόλεις, το περπάτημα συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό είτε με αναγκαστική ταλαιπωρία, όταν δεν μπορείς για τον οποιοδήποτε λόγο να εξυπηρετηθείς από αυτοκίνητο, ταξί ή μέσο μαζικής μεταφοράς, είτε με χάσιμο χρόνου. Αν δηλαδή περπατάς για να φτάσεις στον προορισμό σου, το ζητούμενο είναι ο προορισμός, και το περπάτημα συνιστά καθυστέρηση και ξεβόλεμα, κόπωση, ιδρώτα ή κρύο και βροχή, ενώ αν περπατάς ασκόπως, τότε το ασκόπως τα λέει όλα: τι είδους χαρά μπορεί να σου δίνει το να περπατάς; Για να περπατάς ασκόπως πάει να πει ότι κάποιου είδους θέματα έχεις, ότι στην καλύτερη είσαι λίγο χαμένος στην κοσμάρα σου.

    Ωστόσο το να περπατάς, το απλά να περπατάς, μπορεί να σου προσφέρει μια ευεξία, η οποία αν δεν διαφημίζεται αρκετά, είναι επειδή δεν έχει βρεθεί ακόμη ο τρόπος να επενδυθούν επάνω της κεφάλαια με σκοπό να κερδηθούν πολλαπλάσια. Όσο μπορείς να περπατάς σημαίνει ότι το σώμα σου λειτουργεί, ότι είσαι αρκετά υγιής για να μπορείς να το κάνεις, σημαίνει ότι είσαι ζωντανός και ικανός να βηματίζεις πάνω στον φυσικό σου πλανήτη, σημαίνει ότι μετακινείσαι στον χώρο, σημαίνει ότι όλο σου το κορμί συμμετέχει σε αυτήν την μετακίνηση, σημαίνει πως είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι υπάρχει ένας εγγενής σωματικός ρυθμός στο περπάτημα που το καθιστά ένα είδος χορού, συντονίζεσαι σε έναν ρυθμό που δεν ακούς κι όμως ακούς, την ώρα που το βλέμμα σου περιπλανιέται στον χώρο που διαρκώς αλλάζει με το κάθε σου βήμα, στον χώρο που αφήνεις πίσω και στον χώρο που βρίσκεις εμπρός, την ώρα που το βλέμμα σου μπορεί να σερφάρει τον φυσικό χώρο και να τον σκανάρει χωρίς καμία καταπίεση να δει αυτό ή να δει εκείνο, επιλέγοντας μόνο του τι θα το εντυπωσιάσει, τι θα του προξενήσει το ενδιαφέρον, τι θα περάσει από το βλέμμα στο μυαλό, στο μυαλό που ακριβώς επειδή όλο το σώμα είναι συντονισμένο σε μια κατεξοχήν φυσική διαδικασία, είναι και ελεύθερο να σκεφτεί καθαρά, χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το περπάτημα είναι μέσο προς επίτευξη σκοπού, αφού το να σκεφτείς καθαρά μπορεί να σημαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων να μην σκέφτεσαι τίποτα το προκαθορισμένο, τίποτα το συγκεκριμένο, τίποτα το χρησιμοθηρικό, σημαίνει απλά να σκέφτεσαι, σημαίνει να μην σκέφτεσαι τίποτα, σημαίνει το μυαλό να περπατά κι αυτό στον δικό του χώρο, σημαίνει να ονειρεύεται χωρίς να κοιμάται, να ονειρεύεται αλλά όχι να λαχταρά, δεν υπάρχει εδώ χώρος για λαχτάρα, η λαχτάρα είναι για αυτούς που τους λείπει κάτι, ενώ όταν περπατάς ασκόπως δεν σου λείπει τίποτα, τα έχεις πια όλα, έχεις ήδη φτάσει, έχεις ήδη φτάσει σωματικά και πνευματικά στον μοναδικό άξιο λόγου προορισμό, στον προορισμό της κατανόησης και της συναίσθησης πως η αληθινή ζωή ξεκινάει όταν σταματάς να σκέφτεσαι και πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να φτάσεις στο σταμάτημα της σκέψης είναι όχι αφήνοντας τη σκέψη σου να βαλτώσει, αλλά περπατώντας την την κάθε ζωντανή σου μέρα ως εκεί.

     

  • Καριόλα

    Η Τατιάνα Στεφανίδου ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να μας εξηγήσει πέραν πάσης αμφιβολίας με το προσωπικό της παράδειγμα το εξής: αυτό που λέμε «εξωτερική ομορφιά» δεν μπορεί ποτέ, αλλά ποτέ, αλλά ποτέ, αλλά ποτέ, να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το τι υπάρχει έξω από το έξω σου, ανεξάρτητα δηλαδή από το τι υπάρχει μέσα σου. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σκέτη εξωτερική ομορφιά. Ο χαρακτήρας σου και η προσωπικότητά σου αντανακλώνται και στην εμφάνισή σου. Αν είσαι κενός, ρηχός, αδιάφορος άνθρωπος, όταν σε γνωρίσει ο άλλος σύντομα θα διαπιστώσει πως η κενότητα, η ρηχότητα, η αδιαφορία γεμίζουν το βλέμμα σου, ή μάλλον αδειάζουν το βλέμμα σου, επικάθονται στη φωνή σου, μετατρέπουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου σε μάσκα. Αν σαν την Τατιάνα είσαι ιέρεια ή ιερέας της σκατοψυχίας και της έως εξαφάνισης μικρότητας, είναι και η εξωτερική σου εικόνα που γίνεται απωθητική, η εξωτερική σου εικόνα που αν την έφερε άλλος ή άλλη μπορεί να εξέπεμπε ομορφιά και χάρη και που πάνω σου εκπέμπει μόνο ασχήμια και κακοφορμία.

     

  • Πέντε χρόνια μετά

    Ένα από τα παιχνίδια που παίζουμε πάρα πολύ συχνά την δεκαετία της κρίσης και μαζί την δεκαετία των σόσιαλ μίντια, είναι εκείνο όπου η μια πλευρά κατηγορεί με κάθε δυνατή αφορμή την άλλη, για δυο μέτρα και δυο σταθμά, υποκρισία κι επιλεκτική ευαισθησία. Κάθε φορά που θα συμβεί ένα γεγονός για το οποίο οι μεν θα χαλάσουν τον ψηφιακό κόσμο, οι δε θα σπεύσουν να επισημάνουν τις φορές για τις οποίες χαλούσαν τον κόσμο μόνοι τους ή τις ασυνέπειες στο τι μας εξοργίζει, ανάλογα με το ποιος κάθε φορά χτυπάει ή και σκοτώνει ποιον.

    Κι επειδή δυστυχώς δεν μας λείπουν οι νεκροί, οι πιο πρόσφατες περιπτώσεις  είναι αυτή του Ζακ Κωστόπουλου και του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Ο δικός μας και ο δικός σας νεκρός. Α ναι, κι ένας μεσαίος χώρος. Ένας μεσαίος χώρος που ακόμη κι αν δεν θα δει αμέσως με συμπάθεια έναν τύπο που ζαλώθηκε τροποποιημένο καλάσνικοφ και πυροβολούσε, είναι ακριβώς ο χώρος που θα έρθει να εξετάσει τη δική μας στάση στα δύο γεγονότα, προσπαθώντας να αποδείξει ότι είμαστε φαρισαίοι που εξετάζουμε καρέ – καρέ πως σκότωσαν τον Ζακ, σπεύδοντας να δεχτούμε κάθε λέξη από την επίσημη εκδοχή της αλβανικής αστυνομίας. Ένας μεσαίος χώρος που ακόμη κι αν δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον Κατσίφα, βρίσκεται πάντως κοντύτερα σε κάποιον που πήρε τα όπλα εκπροσωπώντας ίσως με λάθος (να το βάλουμε «εριστικό» καλύτερα, Μίκη;) τρόπο πατριωτικά ιδανικά με τα οποία καυλώνει, από κάποιον σαν τον Ζακ, που στο μυαλό του εκπροσωπεί όλα όσα απεχθάνεται και τρέμει.

    Ακριβώς πέντε χρόνια πριν, την 1η Νοεμβρίου του 2013, ένοπλοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ τον 22χρονο Μανώλη Καπελώνη και τον 27χρονο Γιώργο Φουντούλη,  οι οποίοι περιφρουρούσαν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο. Η δολοφονία εκείνη σε έφερνε σε μια αμήχανη και ζόρικη συναισθηματικά θέση. Από την μια, είναι ό,τι πιο αυτονόητο και δεν χρειάζεται καν περαιτέρω επιχειρηματολογία, πως τέτοιου είδους εκτελέσεις είναι αποτρόπαιες. Ωστόσο, δίπλα στον αποτροπιασμό για την πράξη, σου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να χωρέσεις κάποιου είδους συμπόνια για τα θύματα. Κυκλοφόρησαν κι αμέσως φωτογραφίες των νεκρών, με τα κουρεμένα κεφάλια, τα μαύρα μπλουζάκια κλπ, τι άλλο ήταν οι άνθρωποι που εκτελέστηκαν -οι άνθρωποι που δεν ήταν καν απλοί ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, αλλά τύποι που περιφρουρούσαν τα γραφεία της- από εικονογράφηση και ενσάρκωση αυτού που θεωρούσες και θεωρείς απόλυτο εφιάλτη;

    Έκτοτε, κάθε που ανέβαινες την Μεσογείων και έβλεπες την τεράστια φωτογραφία τους έξω από το κτίριο της Χρυσής Αυγής, με τη λέξη «ΑΘΑΝΑΤΟΙ» από πάνω, ο εφιάλτης παρέμενε παρών. Εκείνο που δεν γνώριζες είναι ότι η οικογένεια του Μανώλη Καπελώνη ζήτησε δικαστικά να μην χρησιμοποιεί η Χρυσή Αυγή την εικόνα του παιδιού της. Και ότι σε πρώτο βαθμό η αγωγή της απορρίφθηκε. Kι εκείνο που κάνει μέσα σου ένα διαφορετικό κλικ, δεν είναι ότι οι γονείς του νεκρού αηδιάζουν με τους χρυσαυγίτες, είναι αυτή ειδικά η φράση της μητέρας του: «Σαν μάνα είμαι σίγουρη ότι αν ζούσε, με τη λογική, τον ανθρωπισμό και την ευαισθησία που διέθετε, σύντομα θα διέκοπτε κάθε σχέση με τον χώρο αυτό».

    Και κάπου εδώ συνειδητοποιείς, ότι ακόμη κι αν γίνει άνευ ετέρου η παραδοχή ότι ο χρυσαυγίτης είναι ένα τέρας και μόνο, πάντως αυτός που είναι τέρας το 2013 σε ηλικία 22 ετών δεν είναι καθόλου απαραίτητο να παρέμενε τέρας πέντε χρόνια μετά, το 2018 σε ηλικία 27. Και πλέον βλέποντας την φωτογραφία της Μεσογείων, θα σκέφτομαι ότι επάνω της δεν αποτυπώθηκε και δεν συνοψίστηκε η ζωή του Καπελώνη. Αλλά ότι επάνω της αποτυπώθηκε το σημείο που διακόπηκε. Ότι η εκτέλεσή του του στέρησε εκτός από τη ζωή του και το δικαίωμά του να βγει από τον εφιάλτη των νεοναζί και να πάψει να είναι μέρος του εφιάλτη.

    Ακόμη κι αν στην τωρινή του φάση κάποιος είναι η προσωποποίηση του ιδεολογικού κακού, ο κάθε άνθρωπος -και ειδικά ο νεαρός άνθρωπος- έχει τη δυνατότητα της αλλαγής. Με αυτό δεν θέλω ντε και καλά να πω να συζητήσουμε με τους φασίστες, δεν θέλω ντε και καλά να πω να προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε μυαλά, δεν θέλω ντε και καλά να πω να μην είμαστε απόλυτοι. Θέλω να πω ότι όπως χωριζόμαστε στα στρατόπεδά μας και επιλέγουμε τους νεκρούς μας και ίσως ενίοτε και τις ευαισθησίες μας, ας έχουμε παράλληλα κατά νου, ότι ακόμη κι αν οι γραμμές είναι χαραγμένες, το πού τοποθετείται κανείς μπορεί να αλλάξει.

    Αλλά ακόμη κι αν δεν άλλαζε ποτέ ο Καπελώνης, ακόμη κι αν με τον χρυσαυγίτη δεν μπορείς να κάνεις διάλογο, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι λάθος να μπαίνεις και σε διάλογο μαζί του νομιμοποιώντας τον, υπάρχει μεγάλη μάζα ανθρώπων που δεν είναι σήμερα χρυσαυγίτες. Αλλά θα μπορούσαν να είναι σε πέντε χρόνια από τώρα. Είτε με την Χρυσή Αυγή ως Χρυσή Αυγή, είτε μετά από το τέλος της δίκης της (που εντάξει αν όχι και τελεσίδικα, δεν μπορεί, σε πρώτο βαθμό θα έχει τελειώσει ως τότε) με κάποια μπολσοναρική μετονομασία της. Το ότι θα μπορούσαν να είναι αυτοί σε πέντε χρόνια χρόνια χρυσαυγίτες, ενώ δεν θα μπορούσες να είσαι εσύ, ναι, προφανώς και σημαίνει ήδη κάτι, ναι, προφανώς κι εξηγεί γιατί είστε και σήμερα σε δύο στρατόπεδα, ναι, προφανώς κι εξηγεί γιατί εσύ θα συγκινηθείς με τον θάνατο του Ζακ κι αυτός με τον θάνατο του Κατσίφα. Αλλά δεν έχει ψηφίσει ακόμη Μπολσονάρου και Ουρμπάν. Και μπορεί να τους ψηφίζει σε πέντε χρόνια. Θα είναι νέα πρόσωπα ή είναι ήδη παρόντες; Είναι ο Άδωνης, ο Βορίδης, ο Φαήλος, ο Μπαλτάκος, ο Βελόπουλος (ο οποίος αφού πρώτα έχει απολαύσει αδιανόητη προβολή από τον Σκάι, αν αύριο βγει στο κοινοβούλιο θα διαβάζουμε αναλύσεις στην Καθημερινή, που θα προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο του λαϊκισμού); Ακόμη όμως κι αυτός που ήδη ψηφίζει Άδωνη και Βορίδη σήμερα, μπορεί αύριο να τους ψηφίζει ως επικεφαλής των μεγάλων κομμάτων της ακροδεξιάς. Κι αυτό έχει διαφορά.

    Άρα τι; Δεν ξέρω. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε σε επίπεδο ιδεών, ώστε να μην γίνει κι αυτή η τελευταία μετακίνηση. Γιατί τότε θα είναι αργά. Ίσως είναι ήδη δηλαδή.

  • Και μιας βροχής ψιχάλα

    Kυκλοφορεί αυτό το βιντεάκι στο φμπ, όπου το αγόρι, επικαλούμενο την αυθεντία της μητρός του, λέει πως ψιχαλίζει και δεν βρέχει, η Μέισι του απαντά, επικαλούμενη την αυθεντία της δικής της μητρός, πως όχι, βρέχει, ο διάλογος συνεχίζεται με επανάληψη των ίδιων κατηγορηματικών αποφάνσεων, η Μέισι, αντιλαμβανόμενη ότι πρέπει να δείξει λίγη πυγμή για να επικρατήσει και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, κουνά μητριαρχικά και δασκαλίστικα το δάκτυλο προς το μέρος του, το αγόρι της απαντά ότι είσαι όμορφη, δεν είσαι αληθινή, εγώ είμαι αληθινός, η Μέισι τον ακουμπά με το δάκτυλό της, το αγόρι σαν μικρός Νεϊμάρ αρχίζει να σφαδάζει και να διαμαρτύρεται ότι πίεσες την καρδιά μου, ένα άλλο κοριτσάκι, φτυστό η Μέισι, αλλά όχι η Μέισι, μασάει και λιώνει σαν το κερί κι αρχίζει να τον χαϊδεύει και να προσπαθεί να τον κάνει καλά.

    Και τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι προφανώς τα εξής:

    1. Όταν η άλλη είναι όμορφη, παύει να είναι αληθινή;
    2. Αυτό την καθιστά ψεύτικη ή παραμυθένια;
    3. Όταν θεωρείς όμορφο τον άνθρωπο με τον οποίο συζητάς, μήπως έχει εκ των πραγμάτων ελάχιστη ως μηδενική σημασία αυτό για το οποίο συζητάτε ή και τσακώνεστε;
    4. Την καρδιά του την πλήγωσε ακουμπώντας την με το χέρι της ή και μόνο που στεκόταν απέναντί του;
    5. Όταν πληγώσει την καρδιά σου κάποιος, θα βρεθεί αμέσως να σε παρηγορήσει κάποιος άλλος;
    6. Έβρεχε τελικά ή ψιχάλιζε;