Author: Old Boy

  • Όχι κι έτσι

    Ιδιοκτήτης μαγαζιού τσακίζει στο ξύλο ντελιβερά εργαζόμενό του με σιδερογροθιά. Και η αναλογία με το έγκλημα στη Ρόδο φωνάζει: τα όρια του βιασμού (τα όρια της σιωπής των θυμάτων, τα όρια των στραβών ματιών της κοινωνίας και της κατανόησης των θεσμών, τα όρια του έλα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα και την εικόνα κι από την πλευρά του θύτη, τα όρια της κανονικότητας) που σπάνε και περνάμε στη δολοφονία – τα όρια της εργοδοτικής εκμετάλλευσης (τα όρια της σιωπής των εργαζομένων, τα όρια των στραβών ματιών της κοινωνίας και της κατανόησης των θεσμών, τα όρια του έλα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα και την εικόνα κι από την πλευρά του εργοδότη και της λειτουργίας της οικονομίας, τα όρια της κανονικότητας) που σπάνε και περνάμε στο άγριο ξύλο.

    Είπαμε να την κανονίσουν, αλλά όχι κι έτσι.

    Είπαμε να τον πιέσει ως αφεντικό, αλλά όχι κι έτσι.

    Αλλά, αν δεν υπήρχε η τυπικά παράνομη, στην πράξη όμως ημινομιμοποιημένη, εξουσία του «έτσι», και η μετάβαση στην εξουσία του «όχι κι έτσι» θα γινόταν δυσκολότερα. Κι ενώ απόλυτα εύλογα μας σκανδαλίζουν οι περιπτώσεις του «όχι κι έτσι», η ποινική τους διάσταση είναι τόσο προφανής, που θα έπρεπε πολιτικά να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο το πώς στην πράξη αποποινικοποιείται και αποσιωπάται το ευρέως διαδεδομένο «έτσι».

  • Ναι, αλλά κι αυτή;

    Τουλάχιστον όταν μετά τον βιασμό ή πριν τον βιασμό σε σκοτώνουν κιόλας, τουλάχιστον όταν εκτός του βιασμού σε δολοφονούν κιόλας, είσαι ένα θύμα εγκλημάτων που δεν έχει να αντιμετωπίσει ανοικτές πληγές. Το σώμα σου και η ψυχή σου δεν μπορούν να φιλοξενήσουν πλέον πληγές. Το μόνο επιπλέον κακό που θα πάθεις είναι ο διασυρμός σου. Μικρό το κακό: δεν είσαι πια εν ζωή για να τον βιώσεις, όπως θα τον βίωνες αν σε είχαν μόνο και σκέτα βιάσει, χαρίζοντάς σου όμως την ζωή, και αν εσύ είχες στη συνέχεια καταγγείλει τον βιασμό.  Θα μπορούσες βέβαια και να μην τον καταγγείλεις και να έχεις να διαχειριστείς ένα τραύμα λιγότερο. Η πρώτη θα ήσουν ή η τελευταία;

    Και για να είμαστε δίκαιοι, δεν θα σε διασύρουν όλοι ευθέως. Άλλοι, πιο μετριοπαθείς, πιο ψύχραιμοι, λιγότερο ακραίοι, απλά θα βάλουν στην εικόνα τη δική σου συμπεριφορά, απλά θα αναρωτηθούν, απλά θα πουν, εντάξει, δεν έπρεπε να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν, τώρα καταστράφηκαν εκτός από εσένα και οι άντρες της υπόθεσης, αλλά κι εσύ, βρε πουλάκι μου, μήπως; Μήπως;

    Εκείνο που εξηγείται βέβαια μια στάλα δυσκολότερα είναι το εξής: αν υποθέσουμε ότι όσοι σπεύδουν σε κάθε περιστατικό βιασμού να κοιτάξουν με όλη την κατανόηση του κόσμου τον θύτη και με όλη την δυσπιστία του κόσμου το θύμα, επικεντρώνονται στο πόσο τα ήθελε ο κώλος του θύματος και πόσο δικαίως τα έδωσε ο φαλλός του θύτη (ή εν πάση περιπτώσει, αν όχι ακριβώς δικαίως, έχοντας πάντως φτάσει σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε πια να κάνει αλλιώς ή που νόμιζε ότι το θύμα δεν ήθελε στα αλήθεια αλλιώς και άρα δεν είναι ούτε αυτό θύμα ούτε εκείνος θύτης), τότε σε περιστατικό που εκτός από βιασμό έχουμε και δολοφονία, τι ακριβώς μπορεί στο μυαλό τους, τη λογική τους και τον τρόπο σκέψης τους να ήθελε το θύμα;

    Είσαι τύπος έτοιμος να αποδώσεις τον χαρακτηρισμό «βιασμός» μόνο στην περίπτωση που κάποιος βιάσει καλόγρια στην μέση του δρόμου κι ενώ αυτή ουρλιάζει διαρκώς όχι. Που κι αυτό ας πούμε μπορεί να θέλεις να το σκεφτείς πρώτα, να δεις μήπως παίζει κάτι άλλο από πίσω. Ακόμα κι εσύ λοιπόν, που θεωρείς πως ο βιασμός είναι κατά βάση ψευτοαδίκημα, πως ο βιασμός ακόμη κι όταν συμβαίνει είναι σεξ και όχι βία, πως αυτό που ονομάζει η κοινωνία και οι νόμοι βιασμό εντάσσεται στο σεξουαλικό πεδίο και όχι στο πεδίο της βίας, πως γίνεται να μην τραβάς την γραμμή σου ούτε καν στο φόνο;

    Πού ακριβώς εφάπτεται το ιερό δικαίωμα του άντρα να γαμήσει με το ιερό δικαίωμα του άντρα να σκοτώσει; Πού ακριβώς εφάπτεται η σεξουαλική συμπεριφορά της γυναίκας με το δικαίωμά της στη ζωή; Στην ανάγκη μας να σχετικοποιήσουμε και να βάλουμε αστερίσκους στον βιασμό, πώς φτάνουμε να σχετικοποιούμε και να βάζουμε αστερίσκους στον φόνο; Πώς γίνεται να υπάρχει «Ναι, αλλά κι αυτή», ακόμη και σε περιπτώσεις που πετάνε μια γυναίκα στα βράχια και στη θάλασσα να πεθάνει μαρτυρικά εκεί;  Ναι, αλλά κι αυτή τι; Να πρόσεχε να μην καταλήξει νεκρή στα βράχια και στη θάλασσα; Αν πρέπει όμως να συνυπολογίζουν οι γυναίκες αυτό το ενδεχόμενο και αυτόν τον κίνδυνο κάθε που έχουν να κάνουν με άντρες, αν πρέπει να σκέφτονται ότι οκ υπάρχει και το ενδεχόμενο ο συγκεκριμένος άντρας να με βιάσει αν του πω «όχι», να με κάνει τουλούμι στο ξύλο και μετά να με σκοτώσει κιόλας, αν δεχόμαστε ότι πίσω από κάθε άντρα μπορεί ενδεχομένως να κρύβεται ένα τέτοιο κτήνος, τότε μην λέμε μετά για υστερίες φεμινιστικές, ποινικοποίηση του ερωτικού παιχνιδιού και not all men.

    Αν στους κινδύνους του φύλου συμπεριλαμβάνεται κι ο κίνδυνος να πεθάνεις μαρτυρικά στα 21 σου, αν υπάρχει ο κίνδυνος ο κάθε άντρας όταν βρεθεί τετ α τετ με μια γυναίκα να σκοτεινιάσει ρε παιδί μου, να καυλώσει κάπως παραπάνω ρε παιδί μου, να θέλει να γαμήσει πάση θυσία ρε παιδί μου, να το κάνει και με το ζόρι ρε παιδί μου, να δείρει κιόλας πολύ ρε παιδί μου, να ταπεινώσει ρε παιδί μου, να μην ανεχτεί αντίσταση ρε παιδί μου, να επιβληθεί της αντίστασης ρε παιδί μου, να κυριαρχήσει ρε παιδί μου, να δείξει σε αυτό το γυναικείο σώμα τι μπορεί να του κάνει το αντρικό, πως μπορεί να το καθηλώσει, πως μπορεί να το νικήσει, πως μπορεί να το σκοτώσει, πως μπορεί να το εκμηδενίσει, τότε ναι, ας προσέχει η κάθε γυναίκα. Γιατί το άλλο φύλο δεν έχει μόνο άντρες ικανούς να φτάσουν σε αυτό το σημείο, αλλά κυρίως άντρες ανά πάσα στιγμή έτοιμους να τους καταλάβουν, να τους υπερασπιστούν, να τους νιώσουν, να σηκώσουν το δάκτυλο δείχνοντας τη γυναίκα που τους προκάλεσε, που ψαχνόταν, που τα ήθελε και τα έπαθε.

  • Το αίμα μας

    Ας δούμε λίγο το εξής σχήμα: τα μνημόνια έρχονται, οι διαφημίσεις στα κανάλια πέφτουν ραγδαία, η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες, αρχίζουν και ξεφυτρώνουν ενεχυροδανειστήρια παντού, να και οι διαφημίσεις και τα τελεμάρκετινγκ στα κανάλια, να και ο σταρ των ενεχυροδανειστηρίων, διαφημίσεις, διαφημίσεις, διαφημίσεις, ψίχουλα ίσως σε σχέση με παλιά, αλλά εν πάση περιπτώσει χρήμα που πέφτει, τα ίδια κανάλια την ίδια ώρα μιλούν για την αύξηση της εγκληματικότητας, για αιματηρές ληστείες σε σπίτια, εγκληματικότητα, ανασφάλεια, ανομία, ζούγκλα, έρχονται στη χώρα μας και μας σφάζουν, «Είναι η ασφάλεια, ηλίθιε» που λέει κι η Σώτη, ληστείες που διοχετεύουν χρυσό σε τύπους σαν αυτόν που διαφημίζουν τα κανάλια, σαν αυτόν που ρίχνει χρήμα στα κανάλια, χρήμα που φαίνεται πως βγάζει σε μεγάλο βαθμό λιώνοντας χρυσό από τις αιματηρές ληστείες. Κάπως έτσι οι αιματηρές ληστείες αιμοδοτούν τα κανάλια τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε ειδησεογραφικό, κάπως έτσι το αίμα μεταγγίζεται εν συνεχεία στο ιδεολογικό, Αίμα – Τιμή – Χρυσή Αυγή.

    Έζησες πάνω απ’ τις δυνάμεις σου; Έμαθες να ζεις με δανεικά; Δεν ήσουν αρκετά ανταγωνιστικός ως άτομο ώστε να τα βγάζεις πέρα σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού; Κάποια στιγμή το πάρτι τελείωσε. Έπρεπε να βρεις τρόπο να τα βγάλεις πέρα. Ό,τι τιμαλφή είχες μπορούσες να πας να αφήσεις σε αυτά τα ευαγή καταστήματα. Κι αυτά ράβδοι χρυσού θα γίνονταν που θα πηγαίναν μετά στην Τουρκία. Ληστευθέντα και αλήστευτα τιμαλφή, όλα στο κοινό χυτήριο. Κλεπταποδόχοι και νεοναζί, όλοι στο κοινό πλυντήριο.

    Ακολούθα τα χρήματα. Ακολούθα την ιδεολογία. Ακολούθα τη ροή των χρημάτων. Ακολούθα τη ροή των ιδεών. Ακολούθα τη φτωχοποίηση. Ακολούθα την αφαίμαξη. Ακολούθα το αίμα. Ακολούθα την καθαρότητά του. Ακολούθα την καθαρότητα του εθνικού μας αφηγήματος στην εκπαίδευση. Ακολούθα την καθαρότητα των εθνικών μας δικαίων. Ακολούθα την καθαρότητα των συνθημάτων: η Μακεδονία είναι ελληνική. Μόνο. Και πάντα. Και τίποτα άλλο. Ακολούθα την καθαρότητα της χώρας από τις ορδές των λάθρο. Ακολούθα τα κέντρα στα οποία τελικά τους κλείσαμε επιτυχώς. Ακολούθα την Μόρια. Ακολούθα την λυτρωτική συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας για κλείσιμο των συνόρων και πάγωμα των ροών. Ακολούθα την κυβερνώσα αριστερά που τα κατάφερε. Ακολούθα το πως τελείωσε την μια δουλειά μετά την άλλη χωρίς να κουνηθεί φύλλο. Ακολούθα τη διαφορά μεταξύ κέντρων φιλοξενίας προσφύγων και στρατοπέδων συγκέντρωσης του παλαιού καθεστώτος. Ακολούθα το τέλος των μνημονίων. Ακολούθα τον ένα θρίαμβο μετά τον άλλον. Ακολούθα την μη περικοπή των συντάξεων. Ακολούθα ένα ακόμη χρόνο κοινωνικού μερίσματος. Ακολούθα όμως κατ΄εξαίρεση τα τελευταία μη ειρωνικά, ακολούθα τα ως ανάσες ζωής.

    Ακολούθα το Καστελόριζο. Ακολούθα το Βrexit. Aκολούθα τον Τραμπ. Ακολούθα τον Ουρμπάν. Ακολούθα τον Σαλβίνι. Ακολούθα τον Μπολσονάρου. Ακολούθα το νικητήριο Βίζενγκραντ. Ακολούθα τα ρεύματα της εποχής. Ακολούθα το αύριο. Ακολούθα την κότα που έκανε το αυγό και το αυγό που έκανε την κότα. Ακολούθα το φίδι έξω απ’ το αυγό. Ακολούθα τις ολοένα και πιο ασθενείς κατά τόπους αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Ακολούθα την ανακατανομή του πλούτου. Ακολούθα την ανακατανομή του τρόπου διάχυσης των πληροφοριών και των ιδεών.

    Ακολούθα την διαχρονική μητέρα όλων μαχών, την μάχη που διεξάγεται πάντα σε δύο πεδία, στο μυαλό και στο στομάχι. Ακολούθα τις σκέψεις του μυαλού σου και δες που σε οδηγούν. Ακολούθα το άνοιγμά του. Ακολούθα τους φόβους σου. Ακολούθα τις προκαταλήψεις σου. Ακολούθα τα τυφλά σου σημεία. Ακολούθα τις υλικές σου συνθήκες. Ακολούθα τον τρόπο που ζεις. Ακολούθα το κάθε μέρα σου. Ακολούθα το πως ζεις κάθε μέρα. Ακολούθα το τι χρειάζεται να κάνεις για να μπορείς να ζεις κάθε μέρα. Ή το τι δεν χρειάζεται. Ακολούθα το βλέμμα σου στο τι χρειάζονται να κάνουν οι άλλοι γύρω σου για να μπορούν να ζουν κάθε μέρα. Ακολούθα τους σε άλλα μέρη του κόσμου. Ακολούθα το πως συγκεντρώνεται ο πλούτος που. Ακολούθα το πως εξαπλώνεται η φτώχεια που.

    Ακολούθα την ανάγκη για νόημα. Ακολούθα την ανάγκη για ιδέες που σε πηγαίνουν πέραν της καθημερινής επιβίωσης. Ακολούθα την ανάγκη για πηγές δύναμης, συγκίνησης, κοινότητας. Ακολούθα την ανάγκη που έχει ο κάθε άνθρωπος να νιώθει καλά με τον εαυτό του και καλά με τους άλλους γύρω του. Ακολούθα την ανάγκη κάθε ανθρώπου για προσωπική και συλλογική ταυτότητα. Ακολούθα το ερώτημα αν αυτή η ταυτότητα προκύπτει φυσικότερα από την παραδοχή ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε λίγο πολύ το ίδιο πράγμα, επιθυμούμε λίγο πολύ τα ίδια πράγματα από τη ζωή και φοβόμαστε λίγο πολύ τα ίδια πράγματα από τη ζωή, ή, αντίθετα, από την παραδοχή ότι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας και η διαφορά μας προκύπτει κατεξοχήν από τη γλώσσα μας, τη θρησκεία μας, τη φυλή μας, τις παραδόσεις μας, το αίμα μας.

     

     

  • Το δέκατο κουτάκι

    Εννιά από τα δέκα κουτάκια του κυρίαρχου δημόσιου λόγου και του εθνικού αφηγήματος, με το οποίο γαλουχούνται στα σχολεία οι μαθητές, αναφορικά με την Ελλάδα και την διαχρονική της θέση στην Ιστορία γενικότερα και την Μακεδονία ειδικότερα, τικάρονται από τους μακεδόνες μαθητές που διαδηλώνουν και κάνουν καταλήψεις. Δεν λένε κάτι διαφορετικό τα παιδιά από αυτό που ακούν συνέχεια από τους μεγάλους, δεν συνεγείρονται με κάτι διαφορετικό τα παιδιά από αυτό με το οποίο συνεγείρονται συνέχεια οι μεγάλοι δίπλα τους. Δεν είναι ακριβώς διαμαρτυρία, είναι σαν να βγήκαν στους δρόμους να πουν φωναχτά πόσο καλά έχουν μάθει το μάθημά τους. Αν υπάρχουν συνθήματα και πανό που τα βάζουν με τη δημοκρατία και με τους πολιτικούς, αυτό το δέκατο κουτάκι χρυσαυγίτικης διαφοροποίησης, είναι ακριβώς και το δέκα τοις εκατό στο οποίο διαφοροποιείται η Χρυσή Αυγή στο Μακεδονικό από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΜΜΕ, Εκκλησία, λοιπούς φορείς, είναι ακριβώς και το δέκα τοις εκατό στο οποίο διαφοροποιείται η Χρυσή Αυγή στην ηρωοποίηση Κατσίφα από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΜΜΕ, Εκκλησία, λοιπούς φορείς.

    Προφανώς και αυτά δεν είναι ίδιον μόνο της Ελλάδας. Πιθανώς στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών διδάσκεται και επικρατεί η εκδοχή της Ιστορίας, όπου υπάρχουν μόνο εθνικά δίκαια και ποτέ εθνικά άδικα και ποτέ γκρίζες ζώνες, όπου υπάρχουν μόνο καθαρότητες, καθαρό άσπρο εναντίον καθαρού μαύρου και φουλ της συγκίνησης για όλα τα απαράγραπτα δίκαια, τα αδιανόητα δεινά και τους απαράμιλλους θριάμβους, μέσα από τα οποία έχει συγκροτηθεί η ματωμένα πεντακάθαρη εθνική ταυτότητα.

     

  • Όταν δεν τελειώνεις δημοτικό

    Ανάμεσα στα διάφορα πολύ εύστοχα σχόλια που διάβασα στα σόσιαλ μίντια τις πρώτες μέρες μετά το θανατηφόρο λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, ήταν ένα που έλεγε (και λυπάμαι που δεν θυμάμαι πια ποιος το έκανε για να τον αναφέρω), ότι τον Ζακ δεν τον κλωτσούσαν επειδή τον φοβήθηκαν, αλλά ακριβώς επειδή δεν τον φοβόντουσαν.

    Δεν χτυπούσαν μέχρι θανάτου έναν άνθρωπο για να εξουδετερώσουν τη δύναμή του και την απειλή του, αλλά επειδή εξαρχής διαπίστωσαν ότι ήταν αδύναμος και μη απειλητικός. Αν τη λύσσα των κλωτσιών στο κεφάλι του Ζακ τη νομιμοποιούσε στο μπροστινό μέρος του δικού τους κεφαλιού, η -κάθε άλλο παρά προκύπτουσα από τα στοιχεία τελικά- εισβολή στο μαγαζί, η νομιμοποίηση στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους προερχόταν από το γεγονός ότι απέναντί τους, και για την ακρίβεια από κάτω τους, κάτω από τα παπούτσιά τους, ήταν ένας άνθρωπος που δεν τους τρόμαζε, ένας άνθρωπος που βρέθηκε στο (μη) έλεός τους, ακριβώς επειδή σε κανένα πιθανό σενάριο δεν θα βρίσκονταν ποτέ οι ίδιοι κάτω από το δικό του παπούτσι. Αν ο άνθρωπος είναι για τον άλλο άνθρωπο λύκος, οι λύκοι της Γλάδστωνος κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με ένα πρόβατο. Και το κατασπάραξαν.

    Ένα είδος Γλάδστωνος και η καταδίκη σε δεκαπέντε χρόνια φυλακή σε πρώτο βαθμό και σε δέκα σε δεύτερο, για την καθαρίστρια που πλαστογράφησε το πτυχίο δημοτικού και η οποία οδηγήθηκε ήδη στις φυλακές της Θήβας. Είχε τελειώσει την πέμπτη δημοτικού. Κι αυτή το έκανε έκτη. Και προσλήφθηκε έτσι μέσω ΑΣΕΠ σε δημοτικό παιδικό σταθμό. Και δούλευε ως καθαρίστρια για είκοσι χρόνια. Έχει λοιπόν σηκωθεί τώρα ένας σαματάς και μια κατακραυγή, για το πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τόση αυστηρότητα και τέτοια ισοπεδωτική αντιμετώπιση για μια τέτοια περίπτωση. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως υπάρχει τόση αυστηρότητα ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με μια τέτοια περίπτωση. Ότι δεν έχουμε να κάνουμε με συνθήκες και ιδιαιτερότητες που οδηγούν στην επιείκεια, αλλά με συνθήκες και ιδιαιτερότητες που οδηγούν στον αντίθετο δρόμο. Ίσως δηλαδή υπό μία έννοια μαζί με την πλαστογραφία και μαζί με την απάτη τιμωρείται και η κοινωνική θέση. Τιμωρείται το γεγονός ότι η γυναίκα αυτή πλαστογράφησε για να γίνει καθαρίστρια. Πόσο πιο κάτω δηλαδή; Πόσο πιο απέχθεια; Πόσο πιο αδυναμία; Πόσο πιο Ζακ; Το γράμμα του νόμου, το πνεύμα του νόμου, η μπότα του νόμου. Ο νόμος ως μπότα.

    Δεν τιμωρείται επειδή δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Τιμωρείται ακριβώς επειδή θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τιμωρείται ακριβώς επειδή υπήρχαν πάμπολλοι τρόποι να γίνει αλλιώς: από δικονομικούς ως τα στραβά μάτια. Τιμωρείται επειδή εξαρχής την ζωή της δεν την πήρε αλλιώς. Τιμωρείται επειδή τελείωσε μόνο την πέμπτη δημοτικού. Γιατί να απαιτείται να έχεις τελειώσει δημοτικό για να μπορείς να προσληφθείς ως καθαρίστρια (καθαρίστρια: να μια λέξη που απαντάται σχεδόν μόνο στο θηλυκό); Ποιος δεν τελειώνει δημοτικό πια στις μέρες μας; Α, ναι, οι γύφτοι. Μια δικλίδα αποκλεισμού τους. Είναι λίγο ντροπή να μην τελειώνεις δημοτικό, όντας μη γύφτος, έτσι δεν είναι; Πολύ ντροπή δηλαδή. Είσαι κοινωνικά μη κανονικός από πάρα πολύ μικρός. Αλλά εντάξει δεν θα σε πατήσουμε και στο κεφάλι για αυτό. Αρκεί να μην μας δώσεις αφορμή να βρεθείς κάτω από την μπότα μας. Μας τη δίνεις όμως. Εσύ μας τη δίνεις. Δεν σε παγιδεύσαμε εμείς κάπου. Είσαι και πλαστογράφος. Είσαι και απατεώνας. Κάνεις το πέμπτη – έκτη. Δηλαδή διαπράττεις ποινικά αδικήματα, όχι για να φας πολλά αδούλευτα λεφτά, αλλά για να δουλεύεις μια ζωή με απορρυπαντικά για λίγα. Δηλαδή κάνεις ποινικά αδικήματα για να δουλέψεις ως καθαρίστρια. Ως εκεί φτάνεις. Οπότε τώρα φυλακή ποιος σε βάζει; Εμείς ή τα αδικήματά σου; Εμείς ή ο τρόπος ζωής που επέλεξες; Εμείς ή όλες οι επιλογές της ζωής σου εξακολουθητικά; Σοβαρά τώρα, αν έδειχνες λίγο περισσότερο σεβασμό στο ποινικό μας σύστημα δεν θα έβρισκες τον τρόπο τουλάχιστον να μην χρειαστεί να μπεις στη φυλακή; Ασέβεια κι εκεί. Αδυναμία κι εκεί. Σαν σφάγιο κι εκεί. Ότι τι; Θα σε λυπόμασταν; Δεν πάει έτσι. Τα χέρια μας είναι δεμένα. Τα μάτια μας φορούν μαντίλι. Μόνο τα πόδια μας είναι ελεύθερα. Έλα, φέρε το κεφαλάκι σου.

     

  • Το κούμπωμα

    Κι όμως, ενώ η αρχική ενστικτώδης αντίδραση μπορεί να είναι το τρολάρισμα (ή για τους πιο σκληροπυρηνικούς ο τύπου θυμός), έχουμε μπει για τα καλά σε μια εποχή, όπου αν έπρεπε να μαντέψεις ποιος θα ήταν ο κυρίαρχος λόγος της Νέας Δημοκρατίας για την φετινή επέτειο του Πολυτεχνείου, δεν θα μάντευες αυτό.

    Δεν είμαστε πλέον στα χρόνια που όλοι διεκδικούν μερίδιο από την καπήλευση του Πολυτεχνείου – είμαστε πλέον στα χρόνια που το Πολυτεχνείο ολοένα και πιο έντονα και ολοένα και πιο αποενοχοποιημένα αρχίζει να αντιμετωπίζεται από το πολύ δεξιό κομμάτι της κοινωνίας αμέσως ή εμμέσως -αλλά πάντως φωναχτά, αλλά πάντως όχι πια αυτολογοκριμένα- εχθρικά.

    Υπό αυτή την έννοια, προτιμώ μια Νέα Δημοκρατία που θα κουμπώσει το λογότυπό της πάνω στο Πολυτεχνείο, όσο άκομψο κι αν είναι, όσο γραφικό κι αν μοιάζει, γιατί από την άλλη παύει να το καθιστά γραφικό η ύπαρξη ισχυρότατων εσωτερικών τάσεων που προέρχονται από το στρατόπεδο των τανκς και νιώθουν ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να ειπωθεί ότι παραέχει αδικηθεί εκείνη η ωραία εποχή και μας παραείχε πνίξει ο λαϊκισμός της κουλτούρας της μεταπολίτευσης με τους ψευτοήρωές της και τα ψευτοσύμβολά της.

    Προτιμώ δηλαδή χίλιες φορές μια Νέα Δημοκρατία που θα πει, ναι, αυτό είναι ένα σύμβολο στο οποίο θέλουμε κι εμείς να κουμπώσουμε, ένα σύμβολο με το οποίο θέλουμε κι εμείς να ταυτιστούμε, ένα σύμβολο το οποίο πανηγυρικά επανανομιμοποιούμε, από μια Νέα Δημοκρατία που θα ήθελε να πάρει τις μεγαλύτερες αποστάσεις από το συγκεκριμένο σύμβολο, τον συγκεκριμένο συμβολισμό, τη συγκεκριμένη επέτειο.

    Ό,τι θα ήταν πολιτική καρικατούρα το 1988, το 1998, το 2008, δυστυχώς το 2018 αποτελεί κίνηση με πολιτικό αντίκτυπο.