Author: Old Boy

  • Δεκατρείς ξεχασμένοι νεκροί

    Kάθε επάγγελμα έχει τους κινδύνους του.

    Ο Τάσος Μπακασέτας, διεθνής ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ, είδε την ομάδα του να τον αφήνει προ λίγων μηνών εκτός πλάνων και αγωνιστικής δράσης, επειδή δεν ανανέωνε το συμβόλαιό του με τα λεφτά που του πρότεινε. Η ΑΕΚ τήρησε την ίδια στάση απέναντι και στους συμπαίκτες του Βασίλη Λαμπρόπουλο και Αντρέ Σιμόες. Ο Μπακασέτας έψαξε να βρει τα λεφτά που ήθελε στο εξωτερικό, δεν τα βρήκε και τώρα υπέγραψε νέο συμβόλαιο με την ομάδα του, καθώς σε αυτά δεν χωράνε οπαδικά ή άλλου τύπου στραβώματα, κι αφού εδώ τον συμφέρει οικονομικά να συνεχίσει, εδώ θα συνεχίσει.

    Ένας εργάτης έχασε σήμερα το πρωί τη ζωή του στα έργα που γίνονται για την ανέγερση του νέου γήπεδου της ΑΕΚ στην Νέα Φιλαδέλφεια. Αν τηρήθηκαν ή όχι επαρκώς τα μέτρα ασφαλείας θα το εξετάσουν οι αρμόδιοι, η παρατήρησή μου και η σύνδεση ανάμεσα στα δύο αυτά περιστατικά δεν εμπεριέχει κανένα άλλο υπονοούμενο, θέλει μόνο να καταλήξει στο εξής: κάθε επάγγελμα έχει τους κινδύνους του. Ο Μπακασέτας το πολύ πολύ να μην έχει δυνατότητα να παίζει μπάλα για λίγο καιρό και να βρει μικρότερο συμβόλαιο στη συνέχεια, ο εργάτης στις οικοδομές, που χτίζει το γήπεδο στο οποίο σε λίγα χρόνια ο Μπακασέτας θα παίζει, το πολύ πολύ να σκοτωθεί.

    Όσο για τον διαιτητή που σφυρίζει τα παιχνίδια, όπως τον Θανάση Τζήλο, το πολύ πολύ να τον στείλουν στο νοσοκομείο, αλλά αυτό είναι μια ακόμη ιδιορρυθμία της ελληνικής πραγματικότητας και όχι η φύση των πραγμάτων στον καπιταλισμό ή και σε όποιο άλλο σύστημα υπάρχουν εκείνοι που χτίζουν σε σκαλωσιές κι εκείνοι στους οποίους ανήκουν τα υπό ανέγερση κτίσματα (και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, εδώ η ΑΕΚ και ο ιδιοκτήτης της βγαίνουν από από την εικόνα, καθώς όλες οι δημοσιογραφικές πληροφορίες και οι διαρροές για τους δράστες του ξυλοδαρμού του Τζήλου -αληθείς ή μη- φωτογραφίζουν διασυνδέσεις με παράγοντες άλλης ομάδας του τέως ΠΟΚ).

    Κάθε επάγγελμα όμως έχει εκτός από τους κινδύνους του και τα οφέλη του. Κι αν για τον εργάτη στην οικοδομή τα οφέλη είναι κάπως αναντίστοιχα με τους κινδύνους, για τον ποδοσφαιριστή μπορεί να είναι και η εμφάνιση της ευκαιρίας να εξασφαλίσει τα εγγόνια του. Όπως συμβαίνει τώρα με τον Αλεξάντερ Πρίγιοβιτς. Κι αν μπαίνει ένα θέμα με την φυγή του Πρίγιοβιτς από τον ΠΑΟΚ είναι το εξής. Ότι το δικό σου όνειρο ζωής οπαδέ, ήταν, είναι και θα είναι δικό σου και όχι του ποδοσφαιριστή της ομάδας σου. Το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή συνίσταται στην προσπάθεια εκπλήρωσης του ονείρου σου και όχι στην συμμετοχή του σε αυτό. Εσένα νοιάζει αν θα πάρει το πρωτάθλημα μετά από μετά από 34 χρόνια ο ΠΑΟΚ, όχι τον Πρίγιοβιτς. Όχι επειδή εσύ είσαι ο ρομαντικός ιδεολόγος και ο κάθε Πρίγιοβιτς ο κυνικός πραγματιστής. Αλλά επειδή κινείστε εξ ορισμού σε διαφορετικά επίπεδα. Εσένα ο ΠΑΟΚ είναι η καύλα σου, εκείνου το επάγγελμά του. Αν με οποιονδήποτε τρόπο γινόταν κι εσένα το επάγγελμά σου, αν με οποιονδήποτε τρόπο άρχιζες να εξαρτάς κι εσύ οικονομικά οφέλη από τον ΠΑΟΚ, τότε το πεδίο των οικονομικών οφελών θα έδινε στο πεδίο των φαντασιωτικών οφελών σου να καταλάβει ότι το ζην προηγείται σχεδόν πάντα του ευ ζην, ότι το πώς θα ζήσω υλικά προηγείται σχεδόν πάντα του με τι θα φτιαχτώ και θα συγκινηθώ και θα εξιταριστώ.

    Από τον Πρίγιοβιτς ως τον Τσίπρα δεν είναι ο ρόλος του αντιπροσωπευόμενου να είναι κυνικός και πραγματιστής. Ο ρόλος του αντιπροσώπου είναι. Εσένα ως αντιπροσωπεύομενο οπαδό της Παοκάρας ή της Αριστεράς το πεδίο που σου αντιστοιχεί είναι το ιδεολογικορομαντικό. Του αντιπροσώπου ο ρόλος είναι να κάνει τη δουλειά του με τρόπο που θα του διασφαλίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για τον ίδιο, είτε αυτά είναι τα λεφτά για τον ποδοσφαιριστή, είτε η παραμονή στην εξουσία για τον πολιτικό (στο καλό σενάριο, στο σενάριο που δεν τα πιάνει). Ο οπαδός και ο ιδεολόγος θα είναι πραγματιστές και κυνικοί σε ό,τι τους αφορά προσωπικά. Στο επίπεδο της δικής τους επιβίωσης. Στο επίπεδο του δικού τους ζην.  Στο επίπεδο αυτού που κάνουν οι ίδιοι ως δουλειά.

    Και κάποια επαγγέλματα είναι πιο επικίνδυνα από κάποια άλλα. Κάποιες ζωές έχουν μικρότερη αξία από κάποιες άλλες. Τα εργατικά ατυχήματα δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ πρώτη είδηση. Ή δεύτερη. Ή τρίτη. Άλλες είναι οι προτεραιότητες. Άλλα τα ενδιαφέροντα. Κι εγώ έπρεπε να παραδώσω στήλη σήμερα και δεν είχα άλλο θέμα. Δεν με έπιασε ξαφνικά το ενδιαφέρον.  Δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό το όνομα του νεκρού εργάτη. Μέχρι στιγμής πέθανε όσο ανώνυμα έζησε. Ήταν λέει εξηντάχρονος ηλεκτροσυγκολλητής. Ένας νεκρός στην Αγιά Σοφιά. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες πόσοι να ήταν τελικά; Γκουκγλάρω. Κι αντιγράφω από παλιότερο άρθρο του 902: «Η εργατική τάξη θρήνησε, αλλά δεν ξέχασε τα ονόματα: του 62χρονου Χρήστου Μιάμη, του 35χρονου Κότσι Αστρίτ, του 45χρονου Βαγγέλη Μέρι, του 32χρονου Μανέα Μαρινέλ, του 32χρονου Αλέξι Μπάτσι, που σκοτώθηκαν στο Ολυμπιακό Χωριό, του 45χρονου Θανάση Παπαγιώργη στο κτίριο «Αθήνα 2004»,  του 29χρονου Κρέκου Γιάνι στο Ολυμπιακό Σκοπευτήριο στο Μαρκόπουλο, του 46χρονου Μιχάλη Ευαγγέλου στο Κλειστό Γυμναστήριο στο Γαλάτσι, του 48χρονου Ηλία Μαυρόπουλου και του 29χρονου Λ. Μαρινάκη στον Ιππόδρομο στο Μαρκόπουλο, του 58χρονου Παναγιώτη Μπολάνη στο Κέντρο Τύπου,  του 51χρονου Ντόκα Νταλίπ στο Ολυμπιακό Χωριό Τύπου, του 51χρονου Σωτήρη Σέκα στο Δημοσιογραφικό Χωριό στο Μαρούσι».

    Πολύ κουκουεδίστικος λυρισμός όμως, πολύ μπανάλ όλα αυτά. Ακόμη κι αν η εργατική τάξη θρήνησε και δεν ξέχασε, ξέχασε η κοινή γνώμη. Ή μάλλον για να ξεχάσεις κάτι, πρέπει κάποτε να το θυμόσουν, πρέπει κάποτε να καταγράφηκε στην μνήμη σου. Κρίμα να σκοτώνονται οι άνθρωποι στις οικοδομές. Αλλά είναι μέσα στους κινδύνους του επαγγέλματος. Το επίθετο «αδικοχαμένος» χρησιμοποιείται σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Στα εργατικά ατυχήματα όχι και τόσο. Σαν να υπάρχει μια βαθύτερη δικαιοσύνη πίσω από αυτούς τους θανάτους. Σαν να είναι οι εκπρόσωποί μας πάνω στις σκαλωσιές. Εκπροσωπούν την αναδοχή των κινδύνων που δεν θα αναλάβουμε ποτέ. Γιατί τους ανήκουν. Γιατί αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων. Γιατί αυτή είναι η τάξη τους.

  • Ούτε καν ένα ίσως

    Δύο Ιανουαρίου κι η μέρα είναι κρύα και μουντή. Οι πίτες κοπήκαν, τα φλουριά έπεσαν, τα τραπέζια μαζεύτηκαν. Οι γιορτές θα δώσουν την θέση τους στην πραγματικότητα. Όχι για τα παιδιά. Για τα παιδιά λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα και λίγο ακόμα. Μέχρι που μια άλλη δύο Ιανουαρίου δεν θα είναι πια παιδιά. Τι ωραία υπό μια έννοια. Τι όχι ωραία υπό μια άλλη. Άραγε αν είχαμε αυτή την δυνατότητα, αν μπορούσαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να ζήσουμε μια ζωή ως παιδιά και στο να μεγαλώσουμε, τι θα επιλέγαμε; Και θα το επιλέγαμε ως παιδιά ή ως ενήλικοι, με τη δυνατότητα να γυρίσουμε πίσω; Kαι πότε γίνεσαι στα αλήθεια ενήλικος, όταν σκοτώνεις τον πατέρα σου ή όταν σκοτώνεις το παιδί σου;

    Δύο Ιανουαρίου κι η μέρα είναι κρύα και μουντή. Να, αυτήν την στιγμή πάει να βγει μια υποψία ήλιου κι είσαι έτοιμος να αρπαχτείς από την ακτίνα της και να ξεκινήσεις το ταξίδι, σαν τον Ταρζάν από δέντρο σε δέντρο ή σαν τον Σπάιντερμαν από κτίριο σε κτίριο. Ένα ταξίδι από υποψία σε υποψία. Από την υποψία του κυριολεκτικού ήλιου στην υποψία του μεταφορικού φωτός. Από την υποψία του μεταφορικού φωτός στην υποψία της αισιοδοξίας. Από την υποψία της αισιοδοξίας στην υποψία της δύναμης. Από την υποψία της δύναμης που θα νιώθεις στην υποψία της δύναμης που θα εκπέμπεις στους άλλους γύρω σου. Από την υποψία των δυνατών άλλων γύρω σου στην υποψία ότι το τι είναι κακό και το τι είναι καλό δεν θα στο πει καμιά εξωτερική φωνή, αλλά μόνο η δική σου.

    Δυο Ιανουαρίου κι η μέρα παραμένει κρύα, αλλά όχι πια μουντή. Όσο έγραφες για ταξίδια από υποψία σε υποψία, σαν να καθάρισε γενικότερα κι ο ουρανός. Είναι απλά σύμπτωση και δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο; Ή θα μπορούσε να συνομιλεί μαζί μας ο ουρανός; Να μην εξαρτάται μονόπλευρα η διάθεσή μας από αυτόν, αλλά και η δική του από μας; Όπως και να ‘χει θα σουρουπώσει όπου να ‘ναι. Και η μουντάδα μπορεί να ανθίζει μόνο την μέρα. Η νύχτα την καταλύει εξ ορισμού. Το σκοτάδι της δεν είναι η άρνηση του φωτός, είναι ένα άλλου τύπου φως. Το φως της νύχτας είναι καθαρό. Το φως της νύχτας είναι ανεπιτήδευτο. Το φως της νύχτας είναι καταφύγιο κι αγκαλιά. Το φως της νύχτας είναι συγχώρεση και νόημα. Την μέρα οι άνθρωποι χτίζουν οικοδομές, καριέρες, καθημερινότητες, ηθικές κατηγορίες, ηθικές, κατηγορίες. Την μέρα οι άνθρωποι  λατρεύουν τους θεούς τους σε επίσημες τελετές, ενώ τη νύχτα, αν κι εφόσον νιώσουν έτσι, χωρίς να τους αναγκάζει και χωρίς να τους βλέπει κανείς, θα προσευχηθούν μόνοι τους. Αυτοί και ο θεός τους. Αυτοί κι ο εαυτός τους. Αυτοί και το πέραν του εαυτού τους. Αυτοί κι η ανάγκη τους να μην είναι κακοί. Αυτοί και η αδυναμία τους. Αυτοί και η ταπείνωσή τους. Η μέρα ντρέπεται να σε δει ταπεινωμένο. Η νύχτα κρύβει και περιθάλπει την ταπείνωσή σου και σου εξηγεί ότι η ταπείνωση είναι ο μόνος δρόμος για τα αστέρια.

    Δύο Ιανουαρίου κι όσο γράφεις για τη νύχτα, η νύχτα έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Αυτό δεν είναι σύμπτωση, αυτό είναι απλά ο τρόπος που κυλά ο χρόνος. Ο νέος χρόνος θα κυλήσει είτε γράψεις είτε δεν γράψεις για αυτόν, είτε σκεφτείς είτε δεν σκεφτείς για αυτόν, είτε ονειρευτείς είτε δεν ονειρευτείς για αυτόν. Ο χρόνος πάντα θα κυλά χωρίς να δίνει δεκάρα για σένα, επιφέροντας πάνω σου τις αλλαγές που είναι να φέρει, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά παιδί, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά νέος, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά μεσήλικος, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά ηλικιωμένος. Πέρασε η ώρα, πέφτει κι άλλο το φως. Έρχεται η νύχτα. Θα ταξιδέψεις από την υποψία του φιλόξενου σκοταδιού της στην υποψία ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί και δικαιούται να ελπίζει πως η ζωή είναι ένα ναι, όχι ένα όχι, ούτε καν ένα ίσως.

  • Oι απέναντι

    Nα πεθαίνεις τόσο νέος, τόσο άδικα, τόσο βάρβαρα.
    Αλλά ο τρόπος που σε σκότωσαν, και κυρίως ο τρόπος που έζησες, να δημιουργούν ένα κύμα που δεν είσαι πια εδώ για να το εισπράξεις, αλλά κι ένα κύμα με το οποίο ταυτόχρονα είσαι παντοδύναμα εδώ για να το εισπράξουν οι άλλοι, τόσο οι βάρβαροι, όσο και οι σαν εσένα, όσοι βρίσκονται δηλαδή στην απέναντι πλευρά της βαρβαρότητας.
  • Οι εξετάσεις των γιορτών

    Στην προπαίδευση του Ναυτικού στον Πόρο, ένα βράδυ θα είχαμε γιορτή. Ζωντανή μουσική, λαϊκά αλλά και κάποια πιο σύγχρονα τραγούδια (θυμάμαι το «Σε ένιωσα μέσα μου παντού, σαν να μην πέρασε μια μέρα»), από μια μπάντα του Ναυτικού. Με την χαρακτηριστική καμπάνα φωνή του ο Αρχικελευστής που κάθε πρωί μας μάλωνε, προειδοποιούσε και εμψύχωνε μαζί, μας εξήγησε ότι δεν είναι υποχρεωτική μόνο η παρουσία μας στη γιορτή, αλλά και η ενεργός συμμετοχή μας. Μας έδωσε εντολή να διασκεδάσουμε. Όπως όταν τρώγαμε μας φώναζαν «το φαγητό είναι κίνηση», για να μας εξηγήσουν ότι το φαγητό δεν είναι ούτε χαλάρωση, ούτε απόλαυση, ούτε χαβαλές, αλλά μια ακόμη προβλεπόμενη υποχρέωση στο ημερήσιο πρόγραμμα, έτσι κι εδώ ήταν η γιορτή η προβλεπόμενη υποχρέωση, υποχρέωση η οποία ακριβώς επειδή δεν εντασσόταν στο ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά ήταν κάτι το εξαιρετικό, όφειλε να εκπληρωθεί με συμμετοχή όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική. Αν με το φαγητό ο στρατός σε κρατούσε σωματικά ζωντανό (επειδή έτσι είχε κρίνει ότι είναι το πρέπον) και άρα εσύ όφειλες να καταπιείς την τροφή για να παραμείνεις ζωντανός και να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου απέναντί του, με τη γιορτή ο στρατός σου προσέφερε ψυχική ανάταση, χαλάρωση, κέφι, ψυχαγωγία και άρα εσύ όφειλες να ψυχαγωγηθείς και να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου απέναντί του.

    Ωστόσο ο στρατός είναι εξ ορισμού μια κατάσταση εξαίρεσης. Και μια κατάσταση εξ ορισμού στα σύνορα ρεαλισμού – σουρεαλισμού. Μια κατάσταση που εξ ορισμού η ακραία σοβαροφάνεια της επίσημης, τυπικής κανονικότητας είναι στα όρια της αυτοπαρωδίας. Μια θεατρική παράσταση, με στολές, σκηνικά και καθορισμένους ρόλους. Όταν υπηρετείς σε καιρό ειρήνης, τίποτα από ό,τι κάνεις εδώ δεν το κάνεις ακριβώς στα σοβαρά. Το κάνεις επειδή προβλέπεται, το κάνεις επειδή σε διατάζουν, το κάνεις μέχρι να τελειώσει η θητεία σου (κι αν την υπηρετείς και με τα κατάλληλα βύσματα τότε οι ιστορίες που θυμάσαι να λες έχουν να κάνουν με εντολές για διασκέδαση και δεν βρίθουν ακριβώς από κακουχίες και ζόρια).

    Όπως και να ΄χει, αφού εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός, πριν και μετά τον στρατό η λογική είναι πάλι παρούσα (αν το πάρεις λογικά δηλαδή). Οπότε στις δικές της γιορτές κανείς δεν σε υποχρεώνει να συμμετέχεις, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Δεν υπάρχει τίποτα το επιβεβλημένο απ΄έξω, καμία κοινωνική πίεση να εσωτερικευθεί, δεν υπάρχουν σουρεαλιστικές διαταγές ανωτέρων, τίποτα δεν στέκεται πάνω από σένα, κανείς δεν μπορεί να σε διατάξει. Άμα θες συμμετέχεις. Άμα θες γιορτάζεις. Κι άρα άμα δεν θες, δεν νιώθεις υπό καμία έννοια κι άσχημα. Δεν νιώθεις ότι όλοι οι άλλοι γύρω σου γιορτάζουν κι εσύ είσαι ο διαφορετικός, ο περίεργος, ο που κάτι έχει κάνει λάθος, ο μη κανονικός.

    Δεν νιώθεις ότι οι γιορτές είναι εξετάσεις που πρέπει να περνάς κάθε χρόνο. Αν δεν έχεις ανθρώπους γύρω σου να γιορτάσεις μαζί τους ή αν έχεις και δεν θέλεις να γιορτάσεις μαζί τους, δεν νιώθεις ότι παραδίδεις λευκή κόλλα και κόβεσαι στις μεγάλες εξετάσεις της ζωής, της κανονικότητας, της κανονικής ζωής. Κάθε χρόνο οι μεγάλοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, οι μεσαίοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, οι νέοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, τα παιδιά μεγαλώνουν λίγο ακόμα. Έρχονται και φωτογραφίζονται μπροστά στο γιορτινό τραπέζι σε μια φωτογραφία που δεν θα βγει ποτέ. Τους φωτογραφίζει ο χρόνος, καταγράφοντας το μεγάλωμα ως παρακμή και το μεγάλωμα ως ακμή. Ενίοτε φωτογραφίζει και απουσίες: κάποιος αυτόν τον χρόνο πέθανε. Κι αυτό ήταν. Δεν του αναλογούν άλλες γιορτές. Ή κάποιος αυτόν τον χρόνο έφυγε. Δεν είναι πια εδώ. Αποφάσισε να γιορτάζει αλλού. Ή αποφάσισε να γιορτάζει μόνος του. Ή αποφάσισε να μη γιορτάζει πια τις γιορτές με αυτόν τον τρόπο. Έφυγε από το καταφύγιο. Έφυγε από την προστασία. Έφυγε.

    Τον «Φάνη» δεν πρέπει να τον είχαν πει στη γιορτή της προπαίδευσης. «Δυο χρόνια είχα να σε δω και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή. Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο και τα καλά σου φόραγες σαν να `τανε γιορτή». Είναι μια γιορτή που ο ίδιος ο άνθρωπος που κερνά τη νιώθει σαν γιορτή. Σαν γιορτή δική του. Τις εξετάσεις του τις πέρασε πριν. Δεν είναι η γιορτή οι εξετάσεις του. Η γιορτή του είναι γιορτή. Πιθανότατα γιορτές θα κάνει μόνος του. Στην «Γιορτή της Μπαμπέτ», η Μπαμπέτ παραθέτει ένα δείπνο που παίρνει από την έννοια «γιορτή» κάθε τι το θεσμισμένο, κάθε τι το υποχρεωτικό, κάθε τι το προβλεπόμενο, κάθε τι το περιοδικά επαναλαμβανόμενο και της αποδίδει χαρακτήρα μοναδικό, ανεπανάληπτο, αλησμόνητο. Η γιορτή είναι της Μπαμπέτ κι ας μην γιορτάζει η ίδια. Η Μπαμπέτ γιορτάζει τον τρόπο που έμαθε να μαγειρεύει και τον τρόπο που έμαθε να προσφέρει και να αγαπά. Στη «Χώρα Προέλευσης», σε οικογενειακό τραπέζι ο γιος ρωτάει τον πατέραQ «Γιατί δεν μπορεί να είναι μια φορά η χαρά χαρά μαζί σου;». Δεν θυμάμαι τι γιόρταζαν. Πάντως ήταν όλοι μαζί. Δεν θυμάμαι τι έφταιγε στον πατέρα. Ίσως δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που του αρέσαν οι γιορτές. Και οι χαρές. Ή ένα συγκεκριμένο είδος γιορτής. Κι ένα συγκεκριμένο είδος χαράς.

  • Last Boxing Day

    Έχεις σκεφτεί ποτέ τι ακριβώς τραγουδάς στο μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο χιτ των τελευταίων πενήντα χρόνων; Σταμάτησες για μια στιγμή να αναρωτηθείς τι έχει παιχτεί, ή τραγουδάς σαν παπαγάλος; Τα περασμένα Χριστούγεννα της έδωσε την καρδιά του, αλλά ΤΗΝ ΑΜΕΣΩΣ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ (στο μπόξινγκ ντέι δηλαδή) την πρόδωσε. Για αυτόν τον καψουρόπονο τραγουδάς τόσα χρόνια; Σοβαρά τώρα; Της σκάρτης μιας μέρας; Που θα την είχε πιάσει χριστουγεννιάτικη κατάθλιψη την τύπισσα, θα ήπιε και λίγο παραπάνω και θα είπε συμπονετικά ας του κάτσω του χλεχλέ; Και θα ξύπνησε το επόμενο πρωί ΤΗΣ ΑΜΕΣΩΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ (του μπόξινγκ ντέι δηλαδή) και θα έφριξε η γυναίκα και θα έφυγε τρέχοντας; Από που κι ως που έχει αναγορευτεί ένα one Christmas stand σε μέγα ερωτικό θέμα; Θέμα που ο τύπος όχι μόνο το κουβαλάει ένα χρόνο αργότερα, αλλά βρήκε και το κατάλληλο φάρμακο: αυτά τα Χριστούγεννα για να γλιτώσει από τα δάκρυα θα ξαναδώσει την καρδιά του σε κάποια που θα αξίζει τον κόπο. Σε μοναστήρι τον έχουν κλεισμένο τον υπόλοιπο χρόνο και μόνο χριστουγεννιάτικα βγαίνει να ξεσαλώσει; Χριστουγεννιάτικε επιβήτορα, έχεις μπερδέψει τα όργανα του σώματός σου: αυτό που δίνεις κάθε χρόνο δεν είναι η καρδιά σου.

  • Moυρίνιο

    Πότε πρόλαβες, ρε Ζοσέ; Πότε πρόλαβες να βγεις εκτός θέματος; Εσύ που ήσουν το ίδιο το θέμα. Δεκαπέντε χρόνια είναι μόνο. Δεκαπέντε χρόνια που σε κερδίζαμε μέσα στο Πόρτο κι έβγαινες να δηλώσεις με σιγουριά και έπαρση ότι στη ρεβάνς θα πάρετε την πρόκριση στον ημιτελικό. Εντάξει, είχε χτυπήσει κι ο Μπασινάς στο επόμενο ματς πρωταθλήματος. Εντάξει, έβαλε στη θέση του τον Παντελή Κωνσταντινίδη και από το πρώτο λεπτό φάνηκε ότι το κέντρο μας δεν θα δάγκωνε πια. Ποιος ξέρει. Ίσως αν δεν είχε χτυπήσει ο Μπασινάς, ίσως αν δεν είχε βάλει στην θέση του τον Παντελή, να μην προκρινόσουν στην παράταση της ρεβάνς στη Λεωφόρο. Να μην πήγαινες άρα ημιτελικό Ουέφα, να μην πήγαινες μετά τελικό, να μην έπαιρνες το Ουέφα του 2002-03. Και χωρίς το μεγάλωμα της ομάδας από το ευρωπαϊκό τρόπαιο, να μην έπαιρνες την επόμενη χρονιά περίπατο και το Τσάμπιονς Λιγκ.

    Και στην απονομή σηκώθηκες κι έφυγες σφαίρα στα αποδυτήρια. Τι να σου είχε συμβεί; Με τι είχες στραβώσει; Έχτιζες ήδη τον μύθο σου διττά: με τα τρόπαια και με την συμπεριφορά σου. Με δύο στα δύο ευρωπαϊκά τρόπαια στο ξεκίνημα της προπονητικής σου καριέρας, ήσουν έτοιμος για την Τσέλσι, έτοιμος για μετάβαση στην κεντρική σκηνή της Αγγλίας: “Please don’t call me arrogant, but I’m European champion and I think I’m a special one”.

    Δεν μπορεί, κάτι είχες καταλάβει για το ποδόσφαιρο που στους άλλους διέφευγε. Δεν μπορεί, κάτι είχες βρει για τον τρόπο λειτουργίας του που οι άλλοι δεν είχαν καταλάβει ακόμη. Και με την Τσέλσι πήρες δυο πρωταθλήματα σερί, ενώ η ομάδα είχε πριν από σένα να δει πρωτάθλημα μισό αιώνα. Στην Ευρώπη βέβαια έπαψες να πηγαίνεις τόσο καλά, κάτι αδιανόητα βαρετοί ημιτελικοί με τη Λίβερπουλ σε άφηναν έξω.

    Καιρός να πάμε κάπου αλλού. Ίντερ. 2010, Tσάμπιονς Λιγκ με την Ίντερ. Ποιος να το πίστευε. Ο κόσμος ήταν πάλι ολοδικός σου. Όσοι είχαν τολμήσει να σε αμφισβητήσουν έστω και λίγο, μπορούσαν να καταπιούν τη γλώσσα τους. Είχε έρθει ο καιρός για ακόμη κεντρικότερη σκηνή, είχε έρθει ο καιρός για να επιστρέψεις στην Ρεάλ όσα της ανήκαν, αναχαιτίζοντας την φούρια της Μπαρσελόνα του Γκουαρντιόλα, του Μέσι, του Τσάβι, του Ινιέστα. Μόνο εσύ μπορούσες. Στα τρία χρόνια σου εκεί από το 2010 ως το 2013, πήρες ένα πρωτάθλημα κι ένα κύπελλο. Δεν πολυμπόρεσες. Kι έφαγες και ένα ξεγυρισμένο 5-0. Στα τρία χρόνια που ήσουν στην Ρεάλ, ήταν η Τσέλσι που πήρε ένα Τσάμπιονς Λιγκ κι ένα Europa League. Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν τη φυγή σου, η Ρεάλ πήρε τέσσερα Tσάμπιονς Λιγκ. Τέσσερα.

    Εσύ επέστρεψες στην Αγγλία, πάλι Τσέλσι, μετά Γιουνάιτεντ, κάτι πήρες πάλι, και πρωτάθλημα με Τσέλσι και Europa League με τη Γιουνάιτεντ και διάφορα άλλα ψιλά, αλλά η μπογιά σου είχε αρχίσει να ξεθωριάζει επικίνδυνα. Mέχρι να φτάσουμε στο φετινό χτικιό. Που μόνο η λέξη χτικιό μπορεί να αποδώσει αυτό που εξέπεμπαν τα πάντα στο γήπεδο, από τον τρόπο που έπαιζε η Μάντσεστερ ως την έκφραση του προσώπου σου ή τις ολοένα και πιο αρπαγμένες αντιδράσεις σου.

    Χτικιό, ρε παιδί μου. Δεν μπορεί να ταυτίζεται με το χτικιό το ποδόσφαιρο. Τουλάχιστον δεν μπορεί να ταυτίζεται με το χτικιό το ποδόσφαιρο της βιτρίνας. Είναι αμύθητα τα ποσά που διακινούνται γύρω από τη βιομηχανία του ποδοσφαιρικού θεάματος για να μπορεί να συνεχίσει να δίνει τον τόνο ο χτικιάρης. Άμα θέλει χτικιό υπάρχουν τοπικά πρωταθλήματα όπως το ελληνικό, πρωταθλήματα μίζερα, εσωστρεφή, άρρωστα, τοπικά πρωταθλήματα που ζουν και αναπνέουν το ποδόσφαιρο ως νόσο, στα οποία μπορεί να έρθει να βρει την υγειά του.

    Εντάξει, η ζωή κάνει κύκλους, ακόμη και η βιομηχανία του ποδοσφαιρικού θεάματος πιθανώς να ξανακάνει τον δικό της και πιθανώς να ξαναγίνει της μόδας αργά ή γρήγορα το ποδόσφαιρο του Μουρίνιο. Αλλά δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο που παίζουν στο χορτάρι οι ομάδες του Γκουαρντιόλα και του Κλοπ. Που κι ο Γκουαρντιόλα τι πήρε με την Μπάγιερν στην Ευρώπη; Τι έχει πάρει ως τώρα με την Σίτι στην Ευρώπη; Γιατί, μήπως έχει πάρει ο Κλοπ; Δεν είναι μόνο τα αποτελέσματα. Δεν είναι καν μόνο το ποδόσφαιρο που παίζουν. Είναι όπως έβλεπες τη χτικιάρικη προσέγγιση του Μουρίνιο να αντανακλάται στην ομάδα του, έτσι βλέπεις τους άλλους δύο και λες αυτοί οι τύποι γουστάρουν να ζουν, αυτοί οι τύποι είναι γενικά ωραίοι τύποι, αυτοί οι τύποι είναι σταρ, αυτοί οι τύποι εκπέμπουν κάτι θετικό, κάτι ενεργητικό, κάτι ολοζώντανο, κάτι ορμητικό, αυτοί οι τύποι μοιάζουν καλογαμημένοι. Το ακριβώς αντίθετο έμοιαζες, Ζοσέ. Κι εσύ και η ομάδα σου.

    Θα ξαναγυρίσει ίσως ο τροχός. Διόλου απίθανο να πάρεις κι εσύ την εκδίκησή σου, σε ένα, δύο, πέντε χρόνια. Διόλου απίθανο να συντονιστεί τότε η αλαζονική ξινίλα σου με τρόπαια και απτές αποδείξεις ότι δεν ξεπεράστηκες, ότι είσαι αξεπέραστος. Αλλά αν δεν απαλλαχτείς από το μέσα χτικιό σου κι αν δεν προσπαθήσεις να φτιάξεις ομάδες που θα παίζουν ποδόσφαιρο μη χτικιάρικο, ό,τι κι αν κατακτήσεις κανένας δεν θα θέλει να σε καλέσει στο πάρτι του, κανένας δεν θα θέλει να σε κολλήσει αφίσα στον τοίχο του, καλά είναι τα αποτελέσματα, ακόμη καλύτεροι οι τίτλοι, αλλά ενενήντα χτικιάρικα λεπτά στο χορτάρι μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο κατ’ εξαίρεση, όχι ως μόντους ποδοσφαιρικού βιβέντι, όχι για ομάδες φτιαγμένες με τόσα λεφτά, όταν υπάρχουν τόσα λεφτά η βιομηχανία του ποδοσφαιρικού θεάματος ζητά το θέαμα να είναι το ποδόσφαιρο που παίζεται κι όχι η άρνηση να παιχτεί ποδόσφαιρο και η αηδία στο πρόσωπο του προπονητή.

    Δεν θέλουμε χτικιάρηδες στη γιορτή μας.

  • To υστερόγραφο

    Aπό αυτήν την περίφημη επιστολή του Σεφέρη στην μετέπειτα σύζυγό του και σύντροφο ζωής του Μαρώ, θέλω να μιλήσω λίγο για το υστερόγραφο. Η επιστολή τελειώνει ως εξής:

    «Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα.

    Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.

    Γιώργος

    [Υ.Γ] Γράψε μου δυο λόγια, μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου»

    Αμέσως μετά το «δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς», κι αφού έχουν προηγηθεί φράσεις όπως «Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω» κι αφού έχει περιγράψει τον εαυτό του ως «έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό» που την «ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά», στο υστερόγραφο έρχεται η πραγματικά πιο σπαρακτική φράση. Στο υστερόγραφο της γράφει αλλιώς και ταυτόχρονα δεν της γράφει αλλιώς.  Στο υστερόγραφο παύει να υπνοβατεί, ανακτά την όρασή του, όλα παύουν να χάνουνται και ξαναβρίσκονται, ο λόγος φεύγει από το περιεχόμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας και πηγαίνει στην διαδικασία της. Στο υστερόγραφο παύει να της γράφει ως λογοτέχνης -έστω ως ελεεινά καυλωμένος κι ακόμη πιο ελεεινά ερωτευμένος λογοτέχνης- και της λέει κάτι χρηστικό και ταυτόχρονα καίριο, όσο πιο καίριο γίνεται: γράψε μου κι εσύ, απάντησέ μου, πες μου κι εσύ πόσο με αγαπάς και πόσο με θέλεις, αλλά πρόσεχε να είναι η διεύθυνση σωστή.

    Ειδάλλως, η δική σου επιστολή, η δική σου αγάπη, η δική σου ελεεινή καύλα, είτε θα μείνει ανεπίδοτη, είτε θα φτάσει σε λάθος παραλήπτη. Κι εγώ θα σκεφτώ από τη σιωπή σου τα χειρότερα. Tην σιωπή σου που δεν θα είναι σιωπή, αλλά μόνο ένα λάθος.

    Και δεν υπήρξε στην ιστορία των μονομερώς ερωτευμένων ανθρώπων φορά που η σιωπή του άλλου να μην ερμηνεύτηκε και ως πιθανότητα λάθους. Μήπως δεν απάντησε επειδή δεν έλαβε τη δική μου επιστολή; Μήπως δεν έχει μπαταρία για να στείλει τη δική της; Στην ερωτική επικοινωνία δεν είναι το περιεχόμενο το κρίσιμο. Είναι η διαδικασία. Είναι η απρόσκοπτη ροή της. Η συνέχειά της. Το μη ανεπίδοτο. Η μη διακοπή της. Η μη σιωπή.

    Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου. Είναι το άλφα και το ωμέγα. Πες μου ό,τι θες, αλλά φρόντισε να φτάσει η απάντησή σου σε μένα. Να ξέρω. Να μην εικάζω. Να έχω να αντιμετωπίσω τα λόγια σου κι όχι τη σιωπή σου.

  • Τρία παιδιά και δυο μπαλκόνια

    Ένα κοριτσάκι σε ένα μπαλκονάκι, σε μια όχι από τις πιο προνομιούχες περιοχές του Τόκιο, στους «Κλέφτες Καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα (2018).

    Ένα αγοράκι σε ένα μπαλκονάκι, σε μια όχι από τα πιο προνομιούχες περιοχές του Μπουένος Άιρες, στις «Μεσοτοιχίες» του Γκουστάβο Ταρέτο (2011).

    Ένα κοριτσάκι σε ένα σαλόνι, σε μια όχι από τις πιο προνομιούχες περιοχές της Βοστώνης, στο “Gone Baby Gone” του Μπεν Άφλεκ (2007).

    Για το αγοράκι δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Για την ακρίβεια δεν ξέρουμε τίποτα. Η ταινία δεν μιλά για αυτό. Προλαβαίνει να χωρέσει μόνο σε μια σκηνή, όπου το βλέπουμε φορώντας την μαύρη μπέρτα του να κάνει ποδήλατο σε ένα μπαλκόνι τόσο μικρό και τόσο στενό, ώστε έχει χώρο για να κάνει μόνο δυο πεταλιές μπροστά και δύο πίσω, δυο πεταλιές μπροστά και δυο πίσω. Μπορούμε άρα πάντα να ελπίζουμε. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι η εν λόγω ασφυξία είναι μόνο μέρος της ζωής του. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι δεν ζει φυλακισμένο, αποκλεισμένο, στεγνό από αγάπη και στοργή. Μπορούμε πάντα να ελπίζουμε ότι η μαμά του ή ο μπαμπάς του ή και οι δύο ή κάποια γιαγιά ή κάποιος παππούς ή κάποιος άλλος θα γυρίσει σύντομα σπίτι και θα του δώσει όλη την προσοχή του κόσμου.

    Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε καμία τέτοια προσδοκία για τα δύο κοριτσάκια. Εκείνων τους έλαχαν κακοί γονείς. Ακατάλληλοι εν πάση περιπτώσει για γονείς. Εκείνα είναι προορισμένα να μεγαλώσουν σε περιβάλλον κακοποιητικό. Άλλοτε σκέτα ψυχικά κακοποιητικό, άλλοτε και σωματικά. Εκείνα είναι προορισμένα να παίζουν πάντα μόνα τους. Με κούκλες που η μαμά τους δεν ξέρει το όνομά τους. Εκείνα είναι προορισμένα να εξορίζονται, μπροστά σε μια τηλεόραση ή έξω σε ένα μπαλκόνι. Να μην ενοχλούν. Γιατί αποτελούν ενοχλήσεις. Όσο υπάρχουν στα μάτια των μανάδων τους, υπάρχουν ως ενοχλήσεις.

    Και για τα δύο βρέθηκαν άλλες οικογένειες. Η μία πολύ ευκατάστατη και πολύ καθώς πρέπει. Η άλλη κάθε άλλο παρά ευκατάστατη, κάθε άλλο παρά καθώς πρέπει. Αλλά η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη. Γιατί και στις δύο άλλες οικογένειες βρήκαν ό,τι δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ποτέ στη δική τους: αγάπη και φροντίδα. Και τα δύο εκλάπησαν από την φυσική τους οικογένεια. Και τα δύο βρέθηκαν στην μη φυσική τους οικογένεια ως προϊόν απαγωγής. Και για τα δύο δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη οδός. Η νόμιμη οδός δεν θα οδηγούσε πουθενά άλλωστε.

    Δεν μπορείς να πάρεις νομίμως τα παιδιά από γονείς που δεν τα αγαπάνε. Δεν μπορείς να αναγκάσεις κανέναν γονιό να αγαπάει και να φροντίζει τα παιδιά του. Να τα φροντίζει αληθινά δηλαδή. Η φυσική οικογένεια είναι ιερή. Οι δεσμοί αίματος είναι ιεροί. Το δικαίωμα μιας μάνας κι ενός πατέρα να συνθλίψουν τον ψυχικό κόσμο του παιδιού τους είναι ιερό κι απαραβίαστο. Το δικαίωμα ενός πατέρα και μιας μάνας να βιώνουν το παιδί τους ως εμπόδιο και βάρος και όχι ως δώρο κι ευλογία είναι ιερό κι απαραβίαστο. Το δικαίωμα μιας μάνας κι ενός πατέρα να μεγαλώσουν ένα παιδί πετώντας το σε μια γωνία και αδιαφορώντας πλήρως για το τι συμβαίνει μέσα του είναι ιερό κι απαραβίαστο.

    Αν δεν κακοποιήσουν ψυχικά τα παιδιά οι γονείς που τα έφεραν στον κόσμο, ποιος θα τα κακοποιήσει; Ο ξένος; Και τι τον έχουν τον ξένο τα παιδιά για να πονέσουν πραγματικά; Ο πατέρας σου κι η μάνα σου όμως; Αυτοί ναι. Με την απουσία τους ή την παρουσία τους, έχουν τον τρόπο να σε ισοπεδώσουν προνομιακά και απαράγραπτα.

    Οι άνθρωποι που μας έφεραν στη ζωή. Οι άνθρωποι που φέρνουμε εμείς στη ζωή. Τα σπίτια μας. Τα μπαλκόνια μας. Τα παιχνίδια μας. Τι σημαίνει αγαπώ το παιδί μου; Πόσο διαμετρικά αντίθετες συμπεριφορές μπορούν να χωρέσουν κάτω από τη στέγη του ίδιου ρήματος;