Author: Old Boy

  • Αν όλα αυτά ο Αμβρόσιος τα κάνει στο όνομα της αγάπης, δεν θέλετε να σκεφτείτε τι θα έκανε αν άρχιζε ποτέ να μισεί.

  • Τριπλό το χτύπημα αν είσαι ομοφοβικός εργοδότης απ’ τη Μακεδονία.

  • Η σύμπτωση

    Το επιχείρημα ότι ο Τσιτσιπάς δεν είναι προϊόν του ελληνικού τένις, ο Αντετοκούμπο δεν είναι προϊόν του ελληνικού μπάσκετ, ο Λάνθιμος δεν είναι προϊόν του ελληνικού κινηματογράφου, το επιχείρημα ότι έχουν φτάσει λίγο πολύ αυτόφωτα στις κορυφές που έχουν φτάσει, οφείλοντας πολύ μικρό μέρος της αναρρίχησής τους στη χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τις σχολές της και την παραγωγική της διαδικασία, ενώ μοιάζει βάσιμο, παραγνωρίζει ένα βασικό γνώρισμα της διαφορετικότητας όσων κατορθώνουν να ξεχωρίσουν τόσο πάρα πολύ. Ποιο είναι αυτό; Ο συνδυασμός ταλέντου στην πιο ατόφια μορφή του και αποφασιστικότητας να αφιερώσεις τη ζωή σου στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και εκτενέστερη αξιοποίηση στην πράξη των θεωρητικών δυνατοτήτων που σου προσφέρει το ταλέντο σου.

    Δεν αρνούμαι φυσικά την δυνατότητα ύπαρξης σχολών μέσα από τις οποίες θα βοηθηθεί το ένα ή το άλλο ταλέντο να να ανθίσει. Δεν αρνούμαι φυσικά τον καταλυτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν στην ανάδειξη, ή αντίθετα την αποθάρρυνση, ενός ταλέντου οι υποδομές, δομές, λειτουργίες και νοοτροπίες του εγχώριου περιβάλλοντος. Αλλά ίσως θα αποθαρρυνθεί από το περιβάλλον ο ταλαντούχος άνθρωπος που και στο πιο ιδεατό σενάριο οι δυνατότητές του είχαν ταβάνι. Αλλά μάλλον μπορεί εξ ορισμού να αναδεικνύεται κι ανεξάρτητα από το εγχώριο περιβάλλον ο άνθρωπος που το ταλέντο του είναι πολύ μεγάλο για να ματαιωθεί.

    Η διεθνής σκηνή, η διεθνής αναγνώριση, το περιβάλλον του υψηλότερου παγκοσμίως ανταγωνισμού είναι ούτως ή άλλως το φυσικό περιβάλλον για τέτοιες σπάνιες περιπτώσεις. Και ακριβώς επειδή τα μάτια όλου του κόσμου είναι στραμμένα πάνω τους, με τον Τσιτσιπά, τον Αντετοκούμπο και τον Λάνθιμο θα πορωθούν, θα ταυτιστούν, θα συγκινηθούν σε όλον τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι εμάς μας αναλογεί όση χαρά και συγκίνηση αναλογεί σε οποιονδήποτε άλλο πολίτη, οποιασδήποτε άλλης χώρας και εθνικότητας; Αν και αμφισβητείται, η απάντηση θα έπρεπε να είναι προφανής: όχι – όχι βέβαια. Μας αναλογεί λίγη παραπάνω. Όχι υποχρεωτικά, όχι ψυχαναγκαστικά, αλλά ναι, αν σου βγαίνει να νιώθεις χαρά, συγκίνηση και -να, κι η απαγορευμένη λέξη- περηφάνια για ό,τι πετυχαίνουν, δεν είναι καθόλου περίεργο. Mα γιατί να νιώθουμε έτσι για τα επιτεύγματα κάποιου άλλου; Όποιος δεν θέλει ας μη νιώθει, όποιος δεν θέλει ας νιώθει μόνο για τα δικά του και για τίποτα απολύτως έξω από τον εαυτό του και το εγώ του, αν αυτό του φαίνεται πιο υγιές και πιο νορμάλ. Μα το θέμα δεν είναι αυτό, το θέμα είναι γιατί να θεωρούμε ότι εμείς κι αυτοί μοιραζόμαστε κάτι κοινό, είμαστε τμήματα κάποιας συλλογικής ταυτότητας, η οποία μας νομιμοποιεί να συγκινούμαστε περισσότερο;

    Αυτό είναι όντως ένας τρόπος να δεις τα πράγματα. Να πεις ότι για μένα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα το ότι είμαι Έλληνας και μιλάω ελληνικά. Ένας άλλος πιθανόν τρόπος είναι να δεις έναν Αφγανό πρόσφυγα σαν τον Ζαχίρ  και να πεις ότι θέλω δεν θέλω, κι ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, Έλληνας είμαι, στην Ελλάδα μεγάλωσα, ελληνικά μιλάω, και πως θέλω να ζω σε μια πατρίδα που να είναι ανοικτή και όχι περίκλειστη, φιλόξενη κι όχι φοβική, αλληλέγγυα και όχι μισαλλόδοξη, θέλω να ζω σε μια πατρίδα στην οποία να νιώθω και τον Ζαχίρ τμήμα της συλλογικής μου ταυτότητας, να νιώθω τον Ζαχίρ λίγο δικό μου, όσο εξ αντανακλάσεως δικό μου θεωρώ τον Αντετοκούμπο, τον Τσιτσιπά και τον Λάνθιμο, να νιώθω δηλαδή συγγενής με όλους τους αντί με κανέναν.

    Και την περηφάνια που νιώθω για τον Αντετοκούμπο να τη νιώθω και για κάθε άλλο παιδί μεταναστών και προσφύγων που είτε γεννήθηκε στην Ελλάδα είτε ήρθε εδώ, τα κατάφερε παρόλες τις αντιξοότητες και παρόλες τις δυσκολίες. Τα κατάφερε κι ας μην έφτασε σε καμία κορυφή. Και με τα παιδιά που η Ελλάδα έγινε η πρώτη πατρίδα τους, με τους μεγαλύτερους ανθρώπους που η Ελλάδα έγινε η δεύτερη πατρίδα τους, με τους ανθρώπους που η Ελλάδα είναι μόνο ένας σταθμός της διαδρομής τους, μοιραζόμαστε μια εγγύτητα και μια συνάφεια χρονική και τοπική, την εγγύτητα και τη συνάφεια ανθρώπων που ζουν στον ίδιο τόπο την ίδια χρονική στιγμή, μοιραζόμαστε εν τέλει κάτι βαθύτερο από πατρίδες: τη σύμπτωση να ζούμε την μία και μόνη ζωή μας κοντά. Κι αυτό το κοντά είναι ωραίο να δημιουργεί συγγένειες, κι αυτό το κοντά είναι ωραίο να δημιουργεί ταυτίσεις, κι αυτό το κοντά όταν γίνεται και κυριολεκτικό μαζί, τότε το μαζί μπορεί να είναι η σημαντικότερη πατρίδα, το συγκινητικότερο ανήκειν, η αυθεντικότερη συλλογική ταυτότητα.

  • Στους λαβυρίνθους

    Ένα τροχαίο με θύμα ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι κάπου στην επαρχία. Ο οδηγός φεύγει από τον τόπο της σύγκρουσης. Ένας άντρας παραδίδεται κι ομολογεί. Από την έρευνα των αστυνομικών προκύπτει ότι δεν ήταν αυτός κι ότι η ομολογία του δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Και καθόλου δεν αποκλείω να υπάρχουν άλλες εξηγήσεις πολύ πιο πεζές, αλλά εγώ θα προτιμήσω να σταθώ με μια στάλα δέος μπροστά στους λαβυρίνθους της ανθρώπινης ψυχής, λαβυρίνθους ικανούς να σε οδηγήσουν ενώπιον των Αρχών και να σε κάνουν να πεις Ναι, εγώ σκότωσα το αγόρι, Ναι, εγώ είμαι αυτός που του πήρα τη ζωή, Ναι, εγώ είμαι ο ένοχος, εγώ κουβαλάω στην πλάτη μου όλη την ενοχή του κόσμου, κοιτάξτε με με αποτροπιασμό, κλείστε με στη φυλακή, τιμωρήστε με για το σκοτεινό μυστικό μου που δεν αντέχω άλλο να κρύβω.

  • Cosi fan tutte

    Άρθρο 60 παράγραφος 1 του Συντάγματος: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Για ποιού είδους συνείδηση μιλάμε όμως; Γιατί η συνείδηση δεν είναι μπετοναρισμένο χαρακτηριστικό. Η συνείδηση συνδιαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες ζωής σου, από το εκάστοτε περιβάλλον σου, από τους ανθρώπους με τους οποίους συγχρωτίζεσαι, από τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης που διέπει τους συναδέλφους σου στο επάγγελμα ή λειτούργημα που ασκείς, από το πως σκέφτονται και πως συμπεριφέρονται οι άλλοι γύρω σου εκεί που περνάς τις περισσότερες ώρες της μέρας σου, εκεί δηλαδή που για λιγότερα ή περισσότερα χρόνια περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου.

    Η συνείδηση που έχει ο πολίτης που εντάσσεται σε ένα κόμμα, ή σε μια κυβέρνηση, ή σε μια επιτροπή, ή σε ένα διοικητικό συμβούλιο, ή σε οτιδήποτε συλλογικό και θεσμικό, δεν θα παραμείνει απαράλλακτη κατά τη διάρκεια της θητείας του. Εντασσόμενος σε ένα σύστημα αρχίζεις να επηρεάζεσαι από τη συνείδηση του συστήματος. Δεν είναι πια η συνείδηση που είχες όντας απ’ έξω. Είναι πλέον η συνείδηση που έχεις εκ των ένδον. Eδώ έτσι λειτουργούν τα πράγματα. Ακόμη και στο ενδεχόμενο που παραμείνεις ακλόνητος στις πεποιθήσεις που είχες πριν ενταχθείς στο κάθε συγκεκριμένο σύστημα, πάλι δεν έχει μείνει απαράλλακτη η συνείδησή σου. Γιατί πριν πρέσβευες όσα πρέσβευες εκ του ασφαλούς, εξ αποστάσεως και θεωρητικά, ενώ τώρα εξακολουθείς να τα πρεσβεύεις έχοντας δοκιμάσει την αλήθειά τους στην τριβή με την πραγματικότητα και τους πειρασμούς της.

    Ή μάλλον η λέξη «πειρασμοί» είναι παραπλανητικοί. Ο πειρασμός ανήκει στην επικράτεια του απαγορευμένου, της απόκλισης από το σωστό, ενώ το θέμα είναι ακριβώς ότι τα συστήματα δημιουργούν τη δική τους νόρμα, τη δική τους κανονικότητα, τη δική τους αντίληψη περί σωστού και λάθους, περί του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται να κάνεις. Και κάπου εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ειδικότερα ο ναός της, το Κοινοβούλιο, όσο κύρος κι αν έχουν απωλέσει σε όσους καλούνται να ψηφίσουν και να αντιπροσωπευθούν, δεν έχει απωλέσει σταλιά γοητείας και μελιού σε όσους έχουν την τύχη να εκλεγούν και να εισαχθούν στο ναό.

    Πρέπει προφανώς να υπάρχει κάτι το εντελώς μεθυστικό σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Πρέπει προφανώς να είναι εθιστικά σαγηνευτικό να είσαι βουλευτής. Προφανώς δεν μπορούσες να φανταστείς πριν και όντας έξω πόσο μαγικά είναι μέσα. Πόσο αλλιώς είναι όλα μέσα. Πόσο ριζικά αλλάζει η ζωή σου. Πόσο αποκτά ένα διαφορετικό νόημα η ζωή σου. Είσαι παίκτης. Ακόμα κι αν ήσουν και πριν, τώρα το παιχνίδι σου είναι πιο εξειδικευμένο. Είσαι ένας από τους τριακόσιους. Σου αρέσει. Δεν φανταζόσουν πόσο θα σου άρεσε. Είσαι για όσο κρατήσει, αλλού. Οι απ’ έξω δεν μπορούν να ξέρουν πως είναι. Και δεν μπορούν να κρίνουν. Αποκτάς μια άλλη σχέση με τον εαυτό σου. Είσαι σπουδαίος ή σπουδαία. Μετράς. Αποφασίζεις. Οι αποφάσεις σου έχουν βάρος. Ο ίδιος και η ίδια έχεις βάρος.

    Kαι όταν περάσει το πρώτο διάστημα προσαρμογής, το πρώτο διάστημα που περνάει και η τυχόν αγωνία σου για το πώς θα μπορέσεις να ανταποκριθείς και πώς θα είναι στην πράξη το βουλευτιλίκι, όταν διαπιστώσεις πως γίνεται, μπορείς, υπάρχουν άνθρωποι και μηχανισμοί που δουλεύουν για σένα, που δουλεύουν για να γίνεται και να μπορείς, όταν διαπιστώσεις ότι μπήκες στο πνεύμα του και τον ρυθμό του, τότε αρχίζει να σου δημιουργείται μια νέα αγωνία: για πόσο θα είμαι εδώ; Θα ξαναεκλεγώ; Τι μπορώ να κάνω για να παραμείνω μέσα σ’ αυτό το μεθύσι; Κι άλλωστε γιατί να μην φύγω από το κόμμα με το οποίο εκλέχθηκα; Τι είδους αφοσίωση κι εντιμότητα θα ήταν αυτή; Σάμπως δεν βλέπω από μέσα τις ασυνέπειες, τις αντιφάσεις, τους συμβιβασμούς, τις υποχωρήσεις, τους ψυχρούς υπολογισμούς, τον κυνισμό, την υποκρισία ή κι αυτή τη νέτη σκέτη ανεπάρκεια του κόμματός μου; Σάμπως δεν θα έκαναν το ίδιο στη θέση μου; Σάμπως το ίδιο δεν κάνουν τόσοι και τόσοι και τόσοι;

    Είμαι βουλευτής. Μου αρέσει να είμαι βουλευτής. Κάνω ό,τι μπορώ για να διασφαλίσω ότι θα είμαι βουλευτής και την επόμενη φορά. Ασυνείδητος είναι όποιος κάνει μια δουλειά ή ασκεί ένα λειτούργημα με μισή καρδιά. Εγώ το ασκώ ολόψυχα. Βάσει της συνείδησής μου σχηματίζω τη γνώμη μου και την ψήφο μου. Η συνείδησή μου μου υπαγορεύει να προσπαθήσω να παραμείνω εδώ, στο ναό. Ενάντια στη συνείδησή μου και πέρα απ΄την τιμή και την πεποίθησή μου θα πήγαινα αν η γνώμη μου και η ψήφος μου σχηματιζόταν βάσει νεφελωδών ιδανικών πίστης σε κομματικές γραμμές. Όχι, αφήνω την πολιτική ηθικολογία σε όσους παραμένουν εκ του ασφαλούς απ’ έξω. Είμαι μέσα και μέσα είναι αλλιώς. Ψηφίζω κατά συνείδηση.