Author: Old Boy

  • Ο πυρήνας της σκέψης τους

    Και κάπου εδώ φτάνουμε αρκετά κοντά στο τέρμα των πραγμάτων. Τάκης Θεοδωρόπουλος στην Καθημερινή: «Στοιχειώδες, κ. Γεωργιάδη. Βλέπεις ένα πρόσωπο που σε διεγείρει. Ρωτάς τι ζώδιο είναι και αμέσως μετά ζητάς ταυτότητα ή τουλάχιστον μια υπεύθυνη δήλωση όπου να εμφανίζεται ευκρινώς και ολογράφως η χρονολογία γεννήσεως, έτοιμη για το ΚΕΠ. Έτσι γίνονται τα πράγματα. Αλλιώς πώς θα πάει μπροστά η Ελλάδα;».

    Όταν βγήκε η είδηση για την καταδίκη Γεωργιάδη, δεν είχα καταλάβει -και φοβάμαι κανείς δεν είχε καταλάβει- πόσο βαθιά ιδεολογικό είναι το ζήτημα. Από την άλλη, επειδή ο κάθε Θεοδωρόπουλος δεν είναι παρά στρατιωτάκι της άνωθεν γραμμής, αν η άνωθεν γραμμή ήταν διαφορετική, αν η άνωθεν γραμμή είναι διαχωρίζουμε πλήρως τη θέση μας από τον Γεωργιάδη και μην τολμήσετε να ξαναπολιτικοποιήσετε αυτή την ποινική υπόθεση, τέτοιου είδους άρθρα προφανώς δεν θα είχαν γραφτεί ποτέ. Η ύπαρξη όμως της άνωθεν γραμμής δεν αναιρεί ότι τέτοιου είδους σκέψεις υπάρχουν φυτεμένες ως συστατικό, τελικά, στοιχείο του πυρήνα μιας πολιτικής σκέψης, η οποία διαχωρίζει τους ανθρώπους σε εκείνους που δικαιούνται να σε γαμάνε κυριολεκτικά και μεταφορικά κι εσένα που υποχρεούσαι να γίνεσαι σκεύος ικανοποίησης της ζωάρας τους, είτε χωρίς να ερωτηθείς καθόλου, είτε με το ερώτημα να είναι «προτιμάς αυτό ή την καταστροφή»; Το ίδιο ερώτημα που τέθηκε με την αποικιοκρατία των μνημονίων, το ίδιο ερώτημα που τίθεται από κάθε αποικιοκράτη που κάνει σεξ με ανήλικα θύματα τράφικινγκ.

  • Τα παιδιά ενός ανώτερου θεού

    Μπορεί να είμαι υπερβολικά κακόπιστος, μπορεί να δαιμονοποιώ υπερβολικά ανθρώπους αποκλειστικά και μόνο λόγω της πολιτικής τους ιδεολογίας, αλλά τείνω μάλλον να θεωρήσω ότι η κάθε Ασημακοπούλου, Κυρανάκης, Αυγενάκης και εν τέλει και Μητσοτάκης, δεν είναι ότι πίστεψαν στην αθωότητα του Γεωργιάδη, δεν είναι ότι έμειναν καν στο πεδίο της αμφιβολίας. Τείνω μάλλον να θεωρήσω ότι εντάξει, δεν θεώρησαν ότι έκανε και κάτι τόσο πολύ κακό. Οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε πρωτόδικα δεν αφορούν δικά τους παιδιά, αφορούν παιδιά -εφήβους για την ακρίβεια- μιας μακρινής, παρακατιανής, δεύτερης χώρας, είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού, πολίτες μιας χώρας ενός κατώτερου Θεού.

    Ό,τι συμβαίνει στο Βέγκας, μένει Βέγκας, κι ό,τι συμβαίνει στην Μολδαβία, θα έπρεπε να μείνει στην Μολδαβία. Ή ό,τι συμβαίνει με Μολδαβούς. Σιγά δηλαδή, και τι έπαθαν, και ποιο το έγκλημα στην τελική. Έγκλημα είναι ότι είναι φτωχοί. Έγκλημα είναι ότι υπάρχει φτώχεια εκεί. Έγκλημα είναι ότι είχαν υπαρκτό σοσιαλισμό που τους κληροδότησε φτώχεια, μιζέρια κι οπισθοδρόμηση. Αντίθετα έγκλημα δεν είναι, και δεν μπορεί ποτέ να είναι, ό,τι γίνεται με όρους αγοράς. Έγκλημα δεν είναι, και δεν μπορεί ποτέ να είναι, ό,τι γίνεται οργανωμένα, με παραγωγούς, μεσάζοντες, καταναλωτές, προϊόντα. Και δεν είναι ότι θα τα βγάλουμε όλα για αγορά και για πώληση, δεν είναι ότι θα πούμε πως η ελεύθερη αγορά πρέπει να παραμένει ασύδοτη και πως η νομοθεσία δεν πρέπει να της βάζει περιορισμούς.

    Είναι ότι η ελεύθερη αγορά, μέσα στη λειτουργική της σοφία, βάζει μόνη της όρια και σύνορα: στην Ελλάδα -ή εν πάση περιπτώσει στην Ελλάδα ακόμη- θα ήταν σκανδαλώδες να υπάρχει σεξοτουρισμός. Αφού είναι σκανδαλώδες, η ελεύθερη αγορά δεν ρίχνει το ενδιαφέρον της εδώ. Ξέρει που πάει. Πάει εκεί που την παίρνει. Πάει εκεί που γίνεται. Πάει εκεί που είναι οκ να γίνει. Και γίνεται η σχετική κατανομή: στην Ελλάδα τουρισμός στον οποίο πουλάμε θάλασσα και ήλιο, στην Μολδαβία, που δεν τα πολυέχει αυτά, τουρισμός στον οποίο πουλάμε ανηλίκους. Και το χρήμα κινείται. Και το χρήμα έρχεται από ξένους και μένει εκεί. Και οι τουρίστες έρχονται. Kαι αγοράζουν το τουριστικό προϊόν το οποίο τους διαφήμισαν. Και δρουν ως καταναλωτές σε μια αμοιβαία συναινετική και αμοιβαία επωφελή συναλλαγή. Αγόρασαν με το χρήμα τους μια υπηρεσία.

    Δεν είναι η σεξουαλική διάσταση η προεξάρχουσα στην περίπτωσή μας. Δεν πρόκειται για κάποιον που απλά του αρέσουν οι ανήλικοι και βρίσκει τον τρόπο να ικανοποιεί την σεξουαλική του προτίμηση. Προεξάρχουσα είναι η οικονομική διάσταση. Δεν συμπεριφέρθηκε κανείς σαν κτήνος. Σαν αγοραστής υπηρεσιών συμπεριφέρθηκε. Ένας πλούσιος αγοράζει τις υπηρεσίες που πουλά ο αντισυμβαλλόμενός του, ο οποίος έχει ως εργατικό δυναμικό του φτωχούς. Ένας πλούσιος αγόρασε λίγη σάρκα φτωχών. Ανηλίκων φτωχών; Ανηλίκων, οκ. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου.

    Το τέλος του κόσμου είναι να γίνεται πολιτική σπέκουλα και κανιβαλισμός της μιας από τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις σε προεκλογικό έτος. Αλλά ξέρετε κάτι; Έχουν αλλάξει οι καιροί. Δεν θα πετάξουμε κι εμείς τον Γεωργιάδη στην αρένα. Δεν θα τον αδειάσουμε. Δεν θα πούμε πως ό,τι έκανε ή δεν έκανε είναι δικό του επονείδιστο θέμα και μην τολμήσετε να μας ανακατέψετε, γελοίοι.  Δεν θα καταδικάσουμε. Θα σωπάσουμε και εμείς και τα ΜΜΕ μας. Σιωπή. Σιγή. Και στήριξη έμμεση. Και τεκμήρια αθωότητας. Και απαγορεύεται σε δημόσιους φορείς να σχολιάζουν εκκρεμείς υποθέσεις. Και βγάλτε τον σκασμό. Όπως τον έχουν βγάλει και όλοι οι οργανικοί αρθογράφοι μας. Δεν υπάρχει θέμα Γεωργιάδη. Σκούξτε μόνοι σας. Δεν σας κάνουμε το χατίρι. Δεν θα μεταδοθεί καμία είδηση. Δεν υπάρχει είδηση. Είδηση είναι αυτό που θα πούμε εμείς ότι είναι είδηση.

    Και είδηση δεν είναι σκύλος να δαγκώνει άνθρωπο, αλλά άνθρωπος σκύλο. Είδηση δεν είναι να ψωνίζει πλούσιος Έλληνας εφήβους στην Μολδαβία, είδηση θα είναι να ψωνίσει ποτέ φτωχός παιδιά πλουσίων στην Ελλάδα, ή στην Μολδαβία, ή οπουδήποτε αλλού. Αφήστε την αγορά να ρυθμίσει τα πράγματα μόνη της. Αφήστε μας να κάνουμε με τα λεφτά μας αυτό που θέλουμε. Όχι άλλους φραγμούς. Δικαιούμαστε να κάνουμε αυτό που λαχταράμε. Έτσι μάθαμε. Αυτός είναι ο κόσμος που μας παραδόθηκε, αυτός είναι ο κόσμος που θέλουμε να παραδώσουμε. Αλλά ακόμη πιο ελεύθερος. Με ακόμη λιγότερα ταμπού.

  • Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα στο οποίο ο καλός συγκριτικά Γεωργιάδης είναι ο Άδωνις.

  • Κάτι τρέχει στο αυτί του

    Υπό μία έννοια, «Το Πράσινο Βιβλίο» είναι μια ταινία που θα έπρεπε κανείς να περιφρονεί, ακριβώς επειδή παρότι είναι ο ορισμός της συνταγής, καταφέρνει να σε κερδίσει και να σε κάνει να γλυκαθείς. Το κέρδος της όμως είναι η άρνηση όλων εκείνων για τα οποία αγαπήσαμε το σινεμά. Σινεμά χωρίς δόντια, σινεμά χωρίς ψυχή, σινεμά χωρίς αλήθεια, σινεμά κόπι πέιστ, σινεμά χωρίς το παραμικρό ρίσκο, σινεμά που η δοσολογία του κάθε συστατικού είναι ακριβώς η προβλεπόμενη, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, μια ταινία γυρισμένη από έναν άνθρωπο που αν μη τι άλλο ήξερε να κάνει ταινίες με δόντια, με ψυχή, με αλήθεια, με ρίσκο, με θράσος, με αυθάδεια, κωμωδίες χοντροκομμένες και ενοχλητικές, κωμωδίες που η πολιτική ορθότητα ήταν στην μια πλευρά και εκείνες στην απέναντι.

    Το επικίνδυνο στο «Πράσινο Βιβλίο» είναι ότι το βλέπεις και εν πολλοίς το απολαμβάνεις. Αλλά όταν απολαμβάνεις τη συνταγή, δεν βλέπεις σινεμά, έχεις πάει σε εστιατόριο να φας το αγαπημένο σου πιάτο.

    Σινεμά είναι αυτό που έχει στο αυτί του ο Μπεν Στίλερ στο ραντεβού με την Κάμερον Ντίαζ. Συνταγή είναι αυτό που έχει στην ψυχή του ο Μαχερσάλα Άλι και στη συμπεριφορά τους μισό αιώνα πριν οι κακοί Νότιοι.

  • Όταν σε διαφημίζει ο Πορτοσάλτε

    Δεν θυμάμαι πότε πρωτοάρχισαν οι δημοσιογράφοι στις ραδιοφωνικές εκπομπές τους να απαγγέλλουν και διαφημιστικά σποτάκια. Σίγουρα όχι πολύ παλιά. Και σίγουρα στην αρχή, κάθε που ήταν να το κάνουν, μας εξηγούσαν ότι τώρα «μπαίνουμε σε διαφημιστικό περιβάλλον» ή κάτι παρόμοιο. Τώρα δεν λένε καν αυτό, περνώντας καρφί από τον πολιτικό σχολιασμό στη διαφήμιση, από το πολιτικό προϊόν στο εμπορικό. Εκείνο που βασικά αναρωτιέμαι όμως, δεν αφορά τους δημοσιογράφους, αλλά τις εταιρίες που διαφημίζονται, οι οποίες είναι σχεδόν πάντα πολυεθνικές και όχι τίποτα λιμά. Η απορία μου λοιπόν είναι η εξής: δεν αντιλαμβάνονται ότι μισθώνοντας για λογαριασμό τους τον δημοσιογράφο, δεν μισθώνουν ένα δημόσιο πρόσωπο που εκπέμπει εγκυρότητα και σεβασμό, αλλά ένα δημόσιο πρόσωπο που εκπέμπει εμπάθεια και χολή;

    Υπάρχει ενδεχομένως ένα τυφλό σημείο εδώ: όταν έγινε εφικτό να αγοραστεί η αναγνωρισιμότητα των δημοσιογράφων, όταν έγινε εφικτό το διαφημιστικό μήνυμα να το λένε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, όταν οι αντιστάσεις σταθμών και δημοσιογράφων για τον χαρακτήρα των εκπομπών τους έπεσαν, ήταν ήδη αργά, το κύρος -αληθινό ή ψευδεπίγραφο, δεν μας αφορά εν προκειμένω- είχε φύγει ταξίδι για δουλειές.

    Δεν βρισκόμαστε ούτε στη δεκαετία του ενενήντα ούτε στη δεκαετία του δύο χιλιάδες, δεν βρισκόμαστε στην εποχή που ο Νίκος Χατζηνικολάου, ή ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, ή ακόμη – ακόμη κι αυτός ο Παύλος Τσίμας μας ενημέρωναν «έγκαιρα και έγκυρα». Δεν βρισκόμαστε σε μια εποχή «ελεύθερης» τηλεόρασης, «ελεύθερης» ραδιοφωνίας, σε μια εποχή εντός ή εκτός εισαγωγικών δημοσιογραφικής αμεροληψίας, δεν βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου ο δημοσιογράφος είναι ο επαγγελματίας που στέκεται ως ακριβοδίκαιος δικαστής κρίνοντας τα εκάστοτε επίδικα πολιτική διαμάχη. Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του δέκα, βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας της κρίσης και της ακραίας πόλωσης, βρισκόμαστε στην εποχή που η πόλωση που γιγαντώθηκε με διακύβευμα το μνημόνιο μεταλλάχθηκε σε μαδομούνικη πόλωση μεταξύ των δυνάμεων που εφάρμοσαν το μνημόνιο, βρισκόμαστε στην εποχή που ο δημοσιογράφος έχει πάψει προ πολλού να παριστάνει έστω εκείνον τον τύπο ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει μια αντικειμενικότητα, εκείνον τον τύπο που μπορεί να έχει την υποκειμενική ματιά του και την ιδεολογική του θέση, αλλά πάντως δεν χρησιμοποιεί το τηλεοπτικό ή το ραδιοφωνικό μικρόφωνο για να κάνει προπαγάνδα.

    Μην παρεξηγηθώ, η προπαγάνδα μπορεί να γίνεται μια χαρά και με το πρόσχημα της αμεροληψίας. Αλλά βρισκόμαστε ακριβώς στην χρονική εκείνη στιγμή, όπου κάθε πρόσχημα έχει πεταχτεί σαν παλιά, άχρηστη, ξεπερασμένη ενοχή. Όπως εννιάμιση στους δέκα αθλητικογράφους που ψωμίζονται στα ραδιόφωνα και στα σάιτ έχουν πετάξει οποιοδήποτε πρόσχημα και μιλούν και γράφουν αποενοχοποιημένα ως αρρωστάκια οπαδοί, έτσι και οι δημοσιογράφοι του πολιτικού χώρου μιλούν και γράφουν αποενοχποιημένα ως αρρωστάκια οπαδοί του Αλέξη ή του Κυριάκου, ή έστω ως αντιδεξιά ή ως αντισύριζα αρρωστάκια.

    Έτσι ο εκφωνητής που πουλάει το προϊόν σου στο ραδιόφωνο διατηρεί πια ένα πάρα, μα πάρα, πολύ συγκεκριμένο προφίλ δημοσιολογούντος: όχι μόνο έχει επιλέξει πολιτική πλευρά (την πλευρά της ιδιοκτησίας του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται), αλλά λυσσάει νυχθημερόν εναντίον της απέναντι πολιτικής πλευράς, η αποστολή του μπροστά στα μικρόφωνα είναι αποκλειστικά και μόνο αυτή.

    Αλλά επειδή όλα αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα, εκείνο που μου προξενεί απορία δεν είναι πόσο γελοίος μπορεί να νιώθει ή να μη νιώθει ο Πορτοσάλτε, ο Τσίμας, ο Χιώτης και ο Νότης Παπαδόπουλος, όταν περνάνε απευθείας από το νιοστό επεισόδιο της πολακιάδας στη διαφήμιση της άλφα ή της βήτα πολυεθνικής. Τίποτα από όσα μπορούν να κάνουν σήμερα ή στο μέλλον ο Πορτοσάλτε, ο Τσίμας, ο Χιώτης και ο Νότης Παπαδόπουλος δεν είναι ικανό να μου προξενήσει απορία. Θα κάνουν ό,τι άλλο χρειαστεί να κάνουν, θα ζητήσουν να υπάρχουν σημαίες με σβάστικες και στα ελληνικά εμπορικά κέντρα κι όχι μόνο στα ουκρανικά, θα οδηγήσουν τανκς που θα ισοπεδώσουν το άβατο, θα συνευρεθούν με γουρούνι όπως στο εναρκτήριο επεισόδιο του Black Mirror. Εκείνο, αντιθέτως, που μου προξενεί απορία είναι ο ρόλος που βαράνε οι πολυεθνικές και οι διαφημιστικές εταιρίες με τις οποίες συνεργάζονται. Γιατί άραγε να θελήσω να αγοράσω ένα προϊόν και μια υπηρεσία που διαφημίζει ο Άρης Πορτοσάλτε και ο Βασίλης Χιώτης;

    Έχουν γίνει έρευνες που λένε, ναι, θέλουμε να στοχεύσουμε στο αντισύριζα κενό; Εμείς θέλουμε τους δεξιούς πελάτες; Σε αντίθεση με το πολιτικό προϊόν, το οποίο, συστατικά θα έλεγε κανείς, για να έχει απήχηση, απαιτεί να υπάρχει απέναντί σου ο άλλος για να διαφοροποιείσαι και να φτιάχνεις τη δική σου ταυτότητα, το εμπορικό προϊόν που πουλά η διαφήμιση υποτίθεται δεν προσπαθεί να αποξενώσει κανέναν, δεν προσπαθεί να χτίσει τείχη. Η διαφήμιση προσπαθεί να τους προσελκύσει όλους κάτω από την ομπρέλα της, προκειμένου να τους πουλήσει την ευτυχία και την ηδονή πίσω από το προϊόν.

    Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τουλάχιστον αυτό. Πρόκειται για τυφλό σημείο και δύναμη της αδράνειας ή για συνειδητή επιλογή που έγινε μετά τη διενέργεια σχετικών ερευνών; Υπάρχει τάργκετ γκρουπ αντισυριζίλας; Αν είναι όμως συνειδητή επιλογή, ας διαφοροποιηθεί και το περιεχόμενο των διαφημίσεων. Αντί για την κάθε λάκτα που πουλάει ύμνους στη διαφορετικότητα, οι εταιρίες που διαφημίζονται στον Σκάι ας πουλάνε εθνικισμό, την Μακεδονία που είναι μία κι ελληνική, κακιά υπερφορολόγηση μεσαίας τάξης, καθαρισμό των πόλεων μας από την ανομία, ας φτιάχνουν χαρακτήρες που θα θυμίζουν τον Πολάκη, τον Καρανίκα και τον Μαδούρο, ας έχουν ατάκες για τα 200 δις Βαρουφάκη, ας έχουν μουσική υπόκρουση λίγο μην παραχαράσσετε την Ιστορία, λίγο Μίκη, λίγη Αφροδίτη Μάνου να παλεύει μ’ όλες τις προκαταλήψεις.

  • Λούτρινο το φεγγαράκι

    Έρωτας είναι αυτό που υπάρχει μόνο στο μυαλό μας.

    Έρωτας είναι αυτό που υπάρχει στα αλήθεια, ό,τι κι αν λέει το μυαλό μας.

    Έρωτας είναι μια εξαιρετικά πιασάρικη ιδέα, που απ’ όταν πρωτολανσαρίστηκε, έκανε και συνεχίζει να κάνει πάταγο.

    Έρωτας είναι αυτό που δεν έχεις ιδέα πως σου συμβαίνει.

    Έρωτας υπάρχει επειδή θα πεθάνω και θα πεθάνεις – κι είναι τρομακτική η επίγνωση.

    Έρωτας θα υπήρχε ακόμη κι αν δεν πεθαίναμε ποτέ – αυτή κι αν θα ήταν τρομακτική επίγνωση.

    Έρωτας είναι αυτό που φθείρεται στις απομιμήσεις του και στις απεγνωσμένες επικλήσεις του ονόματός του.

    Έρωτας είναι το πέραν της φθοράς (όχι γιατί δεν φθείρεται, αλλά γιατί τον έρωτα που υπήρξε τίποτα δεν μπορεί να τον καταλύσει).

    Έρωτας είναι να μην θες απολύτως τίποτα παραπάνω απ’ τον άλλο, ό,τι κι αν σου δίνει ή δεν σου δίνει ο άλλος.

    Έρωτας δεν είναι να χτυπιέσαι, να πονάς, να υποφέρεις για τον άλλο.

    Έρωτας είναι ο άλλος και μόνο που υπάρχει, και μόνο που τον είδες, και μόνο που τον άκουσες, και μόνο που τον μύρισες, και μόνο που τον ονειρεύτηκες.

    Έρωτας είναι το μη ισότιμο, το μη ανταλλακτικό, το μη θυσιαζόμενο, το έξω από το ζύγι.

    Έρωτας είναι μια υπόθεση αυστηρά προσωπική σου, στην οποία κάθε τι διαπροσωπικό μπορεί να τον γιγαντώσει ή να τον ευτελίσει, αλλά όχι να τον γεννήσει, κι ούτε εντελώς να τον σκοτώσει.

    Έρωτας είναι ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή, ο ακατάλληλος άνθρωπος την ακατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος την ακατάλληλη στιγμή, ο ακατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή.

    Έρωτας δεν είναι ποτέ ένα «θέλω», έρωτας είναι πάντα ένα «έχω» – ακόμη κι όταν δεν έχεις.

    Έρωτας δεν είναι να γίνεσαι χάλια, ας απεξαρτηθεί επιτέλους το χάλια από τον έρωτα, ας απεξαρτηθεί επιτέλους ο έρωτας από την ανταπόκριση, την απόρριψη, την ματαίωση, τις μικρότητες αυτές του εγώ.

    Έρωτας είναι να είσαι καλά.

  • Στον οδοστρωτήρα

    Ο μόνος μονόδρομος είναι αυτός που διασχίζει τα στενά δρομάκια των νεκροταφείων, όταν το φρεσκοπεθαμένο σώμα σου, καλοντυμένο και ξαπλωμένο ανάσκελα στο μαύρο του κουτί, μεταφέρεται από επαγγελματίες του χώρου ως μέρος της καθημερινής τους ρουτίνας, ενώ πίσω τους ακολουθούν σαφώς λιγότερο αδιάφορα οι τεθλιμμένοι συγγενείς, οι γνωστοί κι οι φίλοι, κρατώντας όταν βρέχει ομπρέλες, αλλά όχι ομοιόμορφα μαύρες σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου ή του Σαμ Μέντες, ομπρέλες όλων των χρωμάτων και των παραλλαγών, αφού η αισθητική αρτιότητα είναι για τις τέχνες κι όχι για τη ζωή, ομπρέλες πάντως που γεμίζουν για λίγο τον ορίζοντα πάνω απ’ τα στενά δρομάκια σε αυτήν την τελευταία διαδρομή, σε αυτόν τον μόνο μονόδρομο.

    Όλοι οι άλλοι δρόμοι δηλαδή, είναι εντελώς ανοικτοί; Προφανώς και όχι, προφανώς και η δυνατότητα αυτοκαθορισμού της διαδρομής μας έχει ένα όριο. Συγκαθορίζεται η διαδρομή από τα πότε, τα που και κυρίως τα πώς θα μεγαλώσουμε. Τον εαυτό που σχηματίζουμε δεν τον σχηματίζουμε σε κενό αέρα, τον σχηματίζουμε σε άμεση συνάρτηση με τα πότε, τα που και τα πώς – κυρίως τα πώς. Η ελευθερία κίνησής μας κι επιλογής των διαδρομών μας δεν είναι απόλυτη, η τράπουλα μας είναι σε ένα βαθμό σημαδεμένη. Αλλά η ελευθερία κίνησής μας κι επιλογής των διαδρομών μας είναι υπαρκτή και κανένα σημάδι καμιάς τράπουλας δεν μπορεί να την αναιρέσει. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να πάμε παντού, πάντως μπορούμε να πάμε εδώ, ή να πάμε εκεί, ή να πάμε παραπέρα, ή να πάμε πιο πέρα απ’ το παραπέρα.

    Γνωρίζουμε -ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε- τη διαδρομή από τις παλιότερες εκδοχές του εαυτού μας ως την τωρινή. Αγνοούμε -ή νομίζουμε ότι αγνοούμε- τη διαδρομή από την τωρινή εκδοχή του εαυτού μας ως την επόμενη. Ο εαυτός μας πάντως είναι πάντα μια διαδρομή, ο εαυτός μας πάντως είναι πάντα μια κίνηση, ο εαυτός μας πάντως δεν είναι ούτε οριστική εγκατάσταση ούτε ακινησία, γιατί όσο κι αν θεωρούμε ότι δεν μετακινούμαστε – μετακινούμαστε, κι όσο κι αν θεωρούμε ότι δεν αλλάζουμε – αλλάζουμε.

    Σε κάθε νεότερη εκδοχή του εαυτού μας, χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες που παραμένουν ακλόνητα ή που επιμένουν μεταλλαγμένα. Σε κάθε νεότερη εκδοχή του εαυτού μας, νέα χαρακτηριστικά που υπήρχαν εν υπνώσει στις προηγούμενες και που τώρα ήρθε η ώρα να βρουν τον χώρο να εκδηλωθούν.

    Ένα πάντως είναι σίγουρο: όσο κι αν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είμαστε, το τι είμαστε δεν δοκιμάζεται σε κανέναν δοκιμαστικό σωλήνα, σε κανένα θεωρητικό σχήμα, σε καμιά ψυχική σέλφι που έχουμε ανεβάσει στον τοίχο της και καλά προσωπικής μας αυτογνωσίας. Ξέρουμε πάντως ποια θα είναι η τελική διαδρομή μας, ξέρουμε πάντως ότι είμαστε θνητοί, ξέρουμε πάντως ότι έχουμε ημερομηνία που το προϊόν μας λήγει. Αυτή τη σέλφι της θνητότητας μπορούμε να την αναρτούμε εγκύρως.

    Και είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ’ όλα, να είμαστε σαν μισοζώντανοι μες τη ζωή, είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ΄όλα, να μη ζήσουμε αχόρταγα, να μη ζούμε σαν να μην προλαβαίνουμε να γευτούμε όσα θα θέλαμε, είναι ίσως χαζό, είναι ίσως το πιο χαζό απ’ όλα να ξεχνάμε τον μόνο μας μονόδρομο και να κολλάμε εν ζωή δίπλα του άλλους, λιγότερο ή περισσότερο τεχνητούς και κατασκευασμένους.

    Συζητάμε διαρκώς για τα πρέπει και τα θέλω. Η θνητότητα όμως και το πεπερασμένο της ζωής μας δεν είναι ούτε πρέπει ούτε θέλω· απλά είναι, απλά υπάρχουν, πέρα από πρέπει και θέλω, πέρα από σωστό και λάθος, πέρα από το εγώ και οι άλλοι, πέρα από ηθικές, αξίες κι ηθικές αξίες.

    Τα φώτα μας ήταν πάντα πάνω μας. Το φόκους μας ήταν πάντα πάνω μας. Αλλά το αλλιώς ποιο είναι; Αν υπάρχει ένας δρόμος προς την ζωή, αν υπάρχει ένας δρόμος που σε παραδίδει στην τελευταία σου διαδρομή όταν έρθει η ώρα της χορτάτο, ικανοποιημένο και πλήρη, είναι ο δρόμος που το εγώ κυριαρχεί. Μα τι σόι εγωκεντρικός ηδονισμός είναι αυτός που πλασάρεται έτσι; Μα πόσο άρρωστη οπτική είναι αυτή; Μα πόσο θλιβερή; Μα πόσο πλήρης έλλειψη ενσυναίσθησης, ταπείνωσης, επικοινωνίας με τον Άλλο, αγάπης; Μα πώς μπορεί να είναι κανείς πλήρης και εντάξει με τον εαυτό του, αν δεν ενσωματώνει στα θέλω του και στη δίψα του για ζωή, αυτό που τον ξεπερνά, αυτό που βρίσκεται έξω από το Εγώ του, αν δεν πει ότι ο κόσμος δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με μένα, αν δεν πει ότι οφείλω να σκεφτώ και τους άλλους, οφείλω να μην βάλω τα δικά μου θέλω πάνω απ’ τα θέλω των άλλων, ή ακόμη πιο εξιδανικευμένα, οφείλω να καταλάβω πως δυστυχία είναι να αδυνατείς να εισπράξεις την αγάπη που σου δίνεται και να θεωρείς πως ευτυχία είναι οτιδήποτε άλλο;

    Όλοι έχουν ένα προσπέκτους ευτυχίας να σου μοιράσουν. Και ακόμη και αν φαίνεται ότι έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις να υπερασπιστούν, στο τέλος συγκλίνουν στην άποψη ότι αν ακολουθήσεις το δικό τους μάνιουαλ θα είσαι ευτυχισμένος κι εσύ και όλοι γύρω σου. Βλακείες βέβαια. Βλακείες. Μερικούς δρόμους τους παίρνουμε όχι με το πόδι, αλλά με οδοστρωτήρα. Άλλοτε είμαστε στο τιμόνι, άλλοτε είμαστε μπροστά στον οδοστρωτήρα. Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να είμαστε καλοί κι ωραίοι τύποι. Ποιος δεν το θέλει αυτό, ποιος δεν το θέλησε ποτέ αυτό; Είναι ότι προτιμήσαμε να μην πεθάνουμε δειλοί, είναι ότι προτιμήσαμε να μην πεθάνουμε άζηστοι, είναι ότι είπαμε ξέρω ότι θα πεθάνω, θέλω να έχω ζήσει πριν συμβεί αυτό.

  • Greece at its best

    Aλήθεια, Κυριάκο Μητσοτάκη; Αυτό είναι η Ελλάδα στα καλύτερά της; Αυτό θεωρείς αντιπροσωπευτικό της πατρίδας μας; Ένα σινεμά για δολοπλόκες τζιβιτζιλούδες που υποσκάπτουν το έργο του στέμματος; Αυτή την Ελλάδα ονειρεύεσαι; Την Ελλάδα της αιμομιξίας του Κυνόδοντα, που δυσφημεί τον ιερό θεσμό της οικογένειας όσο κανείς άλλος ποτέ; Ή τα ξεχάσαμε αυτά τώρα; Διαγράφουμε Μπογδάνους επειδή είπαν μια κουβέντα παραπάνω για τανκς, σωπαίνουμε για Αμβρόσιους, που καταδικάζονται επειδή τα έβαλαν με τους κύναιδους, κι αντί να αποθεώσουμε Άνθιμους, που είναι η Μακεδονία μας στα καλύτερά της, αποθεώνουμε Λάνθιμους, που από τη φιλμογραφία τους δεν υπάρχει διαστροφή και τιναφτόρε που δεν έχει παρελάσει; Φταίει μετά ο λαός να στραφεί στα αληθινά πατριωτικά κόμματα; Μην απορήσετε μετά, παιδιά. Δεν σας φταίει κανείς άλλος. Διαλέξατε με ποιους θα πάτε και ποιους θα αφήσετε.

  • Φέρτε μας το ΑΦΜ

    Φίλος μεν ο αντι-αντισύριζα λόγος, φιλτάτη δε η αλήθεια· ίσως όχι πάντα, ίσως πολλές φορές κάνεις τα στραβά μάτια, αλλά μην φτάσουμε να στραβωθούμε και τελείως, κρίμα θα ‘ναι. Η ως πρότινος λοιπόν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είναι πλέον μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που στηρίζεται όμως στην ψήφο βουλευτών που εκλέχτηκαν όχι με ένα, όχι με δύο, όχι με τρία, αλλά με τέσσερα άλλα κόμματα. Η ως πρότινος κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι κυβέρνηση Τσίπρα – Μεγαλοοικονόμου – Παπακώστα – Κόκκαλη – Δανέλλη – Παπαχριστόπουλου – Κουντουρά – Ζουράρη. Ο Ζουράρις που πρώτα έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης κι αμέσως μετά παρακαλούσε να μην τον κάνουν να νιώθει λιγότερο Μακεδόνας, λιγότερο Κώστας και λιγότερο Ζουράρις, ο λιγότερο Ζουράρις που επανήλθε δηλώνοντας ότι θα στηρίξει κάθε νομοσχέδιο εκτός από αυτό για την Βόρεια Μακεδονία και το ΝΑΤΟ.

    Αλλά στην τελική ο Ζουράρις είναι και ο Ζουράρις. Η Μεγαλοοικονόμου ποια είναι; Η ελπίδα μας έλεγαν ότι έρχεται και τελικά ήρθε η Μεγαλοοικονόμου και η Παπακώστα; Θα άλλαζε η Ελλάδα και μαζί της η Ευρώπη και καταλήξαμε σε ανθρώπους που εκλέχτηκαν βουλευτές με τον Βασίλη τον Λεβέντη και την Κατερίνα την Παπακώστα; Και τι άλλο να κάνεις, τα νομοσχέδια που ήθελε να περάσει τέσσερα χρόνια μπόρεσε να τα περάσει παρά την άρνηση των ΑΝΕΛ, κι όταν τελικά με τις Πρέσπες έσπασε το ντιλ με τους ΑΝΕΛ, βρήκε πάλι τον τρόπο να περάσει τη συμφωνία; Και τι άλλο να κάνεις, αυτό το ποσοστό πήρε στις εκλογές, άλλο καλύτερο πολιτικό προσωπικό να προσεταιριστεί δεν βρήκε, αυτή είναι η Ελλάδα που έλεγε ο γίγαντας Σημίτης, τον Λεβέντη έβαλε στη Βουλή, η Μεγαλοοικονόμου και ο γκαζόζας μπαοκτζής είναι η εικόνα και η ομοίωσή του;

    Όταν βγάζεις στη Βουλή τον all time classic γραφικό του χωριού γιατί έτσι, γιατί έχει πλάκα ή γιατί τα λέει καλά ή για τον οποιονδήποτε λόγο, περιμένεις τα πρωτοπαλίκαρά του να είναι τι ακριβώς; Ένας πρόεδρος που τον κερνούσαν πίτσες, να μην έχει κοντά του τύπους που τους πειράζει η γκαζόζα στο στομάχι; Σε φέρνει στην εξουσία η μεγάλη κρίση της οικονομίας και σε κρατά στην εξουσία η Μεγαλοοικονόμου. Πρέπει να το πούμε πολλές φορές να το χωνέψουμε: έχουμε κυβέρνηση Τσίπρα – Μεγαλοοικονόμου.

    Λίγο καιρό πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, έγραφα (για το “Unfollow” ένα περιοδικό στο οποίο τότε έγραφα με χαρά και καμάρι, τόσο διορατικός και με τέτοιο κριτήριο έχω υπάρξει κι εγώ στη ζωή μου) για την αναγκαία σύγκρουση με το συγκριτικά καλύτερο: «Είναι προφανώς τεράστιο το διακύβευμα να βελτιώσεις τη ζωή των ανθρώπων, πάντα ήταν, μετά από μια τέτοια κρίση είναι στη νιοστή, αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο να αναγορεύσεις σε βασικό σου κριτήριο το ότι, παιδιά μην το συζητάμε τώρα, όσο πολύ πραγματιστής κι αν γίνω, όσο κι αν συμβιβαστώ, ανάμεσα σε μένα και την άλλη λύση, για το προοδευτικό κομμάτι των ψηφοφόρων εγώ θα είμαι πάντα το συγκριτικά καλύτερο. Και αυτό δεν με εξασφαλίζει μόνο απέναντι σε σένα που θα με στηρίξεις κι ας μουρμουράς. Αυτό μπορεί πρώτιστα να με εξασφαλίζει απέναντι στη συνείδησή μου: καλύτερος είμαι από τους άλλους. Το συγκριτικά καλύτερο όμως δεν είναι αριστερό. Το συγκριτικά καλύτερο είναι συστημικό. Είναι αφομοιωμένο, υποταγμένο, ξεδοντιασμένο. Το συγκριτικά καλύτερο είναι ως πνεύμα αναβίωση του παλιού δικομματισμού (και αν όχι απόλυτα, αφού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν πάψει να έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, πάντως μεσολάβησαν και πολλά χρόνια μέχρι να φτάσουν στο σημείο να μην έχουν). Το να θες να κυβερνήσεις είναι αριστερό, αντίθετα το να μην θες, -όπως αυτό που κάνει ουσιαστικά το ΚΚΕ- δεν είναι αριστερό. Υπό αυτή την έννοια ακόμη και οι συμβιβασμοί μπορεί να είναι αριστεροί, ακόμη και ο πραγματισμός. Αλλά αριστερό δεν είναι ότι να σου αρκεί ότι όσο νερό κι αν βάλεις στο κρασί σου σε κάθε περίπτωση θα είσαι καλύτερος από τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο».

    Ό,τι κι αν καταλογίσει κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ, στο μυαλό μου το αν είναι συγκριτικά καλύτερος από την εναλλακτική εξουσίας είναι αδιαπραγμάτευτο. Από την άλλη πόσο εντελώς παλιό ΠΑΣΟΚ είναι αυτό το δίλημμα, πόσο εντελώς ΠΑΣΟΚ γίναμε, πόσο εντελώς ΠΑΣΟΚ ήμασταν ίσως πάντοτε, ας πάρουμε και το όνομά του, ας πάρουμε και το ΑΦΜ του, ας πάρουμε και τα χρέη του, το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο – δυνατό, φυγέτε Φώφηδες, αφήστε μας να απολαύσουμε μόνοι την κληρονομιά του πατέρα μας, εμείς είμαστε οι μοναδικοί κληρονόμοι του Ανδρέα.

     

  • Αγαπώντας ως το Μίσος

    Να καταδικάζεσαι για «δημόσια υποκίνηση μίσους» και να λες ότι διώκεσαι «για την αγάπη του Χριστού».  Ίσως κάπως έτσι ήταν πάντα, η αγάπη του ενός είναι το μίσος του άλλου. Ίσως κάπως έτσι ήταν πάντα, ίσως δεν χρειαζόταν καν να αγαπάς «εριστικά» (κατά την διαβόητη φράση του Μίκη Θεοδωράκη στο περσινό συλλαλητήριο) την πατρίδα σου, ή τον Θεό σου, ή τον σεξουαλικό σου προσανατολισμό, για να μισήσεις την πατρίδα, τον Θεό ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό των άλλων. Ίσως και μόνη η μη εριστική αλλά σκέτα έντονη αγάπη για αυτό στο οποίο ανήκεις να έχει εξ ορισμού ως πίσω όψη της το μίσος για αυτό στο οποίο ανήκουν οι άλλοι· κι όλα τα άλλα να είναι μισές δουλειές, μισόλογα, μισές αγάπες.

    Γιατί ίσως κατά βάθος κάθε «εδώ» στο οποίο ανήκεις αντιδιαστέλλεται με κάθε «εκεί» στο οποίο ανήκουν οι άλλοι. Τι σόι Χριστιανός είσαι αν είσαι εντελώς κουλ με το ότι οι άλλοι δεν είναι; Κάπως νερόβραστος μήπως, κάπως αποστασιοποιημένος μήπως; Τι είναι η θρησκεία, ένα φολκλορικό κατάλοιπο; Τον ένα και μοναδικό δρόμο για την Σωτηρία δεν δείχνει, τον ένα και μοναδικό Θεό δεν δείχνει; Τι σόι Έλληνας είσαι, αν είσαι εντελώς κουλ με τους άλλους που δεν είναι; Μήπως είσαι Έλληνας απλά και μόνο επειδή το λέει το ΑΔΤ σου; Πόσο Έλληνας είσαι αν δεν ταράζεσαι με τους εθνικούς κινδύνους και δεν συνεγείρεσαι από τα εθνικά δίκαια, αν δεν σε καίνε οι επιβουλές των ξένων, αν δεν ξέρεις ότι κανονικά η πατρίδα σου θα έπρεπε να είναι διπλάσια ή τριπλάσια σε έκταση, αλλά ας όψονται ιστορικά εγκλήματα και προδοσίες; Κι αν πει κανείς ότι οκ, αυτή η αντιπαράθεση αφορά μόνο ορισμένους γειτονικούς λαούς ή μεγάλες δυνάμεις που σε αδίκησαν, ακόμη και τότε με τους υπόλοιπους λαούς και τις υπόλοιπες πατρίδες που θεωρητικά δεν έχεις κάτι να χωρίσεις, εκείνο που σε χωρίζει και σε ξεχωρίζει είναι η ιδιαιτερότητά σου ως Έλληνα·  o πολιτισμός σου, η Ιστορία σου, η συνεισφορά σου στην ανθρωπότητα.

    Και τι σόι στρέιτ είσαι, αν είσαι εντελώς οκ με τους μη στρέιτ; Έφτιαξαν δολίως αυτή τη λέξη το «ομοφοβικός», για να υπονοήσουν τι άραγε; Ότι φοβάσαι τι; Μήπως είσαι κατά βάθος κι εσύ σαν αυτούς; Δεν υπάρχει κανένας φόβος. Αηδία μόνο και σιχαμάρα. Για ό,τι δεν είναι φυσικό, για ό,τι είναι ανώμαλο. Αιώνες ατέλειωτους, χιλιετίες ολόκληρες, τα λέγαμε αυτά ελεύθερα. Και τώρα μας τα ποινικοποίησαν. Και τώρα αντί να καίνε οι παπάδες τους ανώμαλους, έφτασαν να καταδικάζονται οι παπάδες που είπαν να φτύσουμε τους ανώμαλους. Να καταδικάζονται επειδή απλά και μόνο μίλησαν. Αν όμως είναι τόσο οκ να μην είσαι στρέιτ, τι θα κρατήσει τα αμέσως επόμενα χρόνια και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες το πουλί μακριά απ’ τον δικό μας κώλο; Το ταμπού και το μίσος φυλούσε τις Θερμοπύλες του ανδρικού κώλου. Τώρα ξαφνικά είναι αδίκημα να το διακινείς το μίσος. Οι Θερμοπύλες πέφτουν. Ανοίξαμε και σας περιμένουμε.

    Εδώ βέβαια θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς, πως αυτό που ο Αμβρόσιος αποκαλεί αγάπη για τον Χριστό είναι μια εντελώς δική του εκδοχή για το τι έλεγε ο Χριστός και τι σημαίνει αγάπη. Η απάντηση είναι πως τελικά το τι πρέσβευε ο Χριστός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ξεκομμένα από τον τρόπο που ερμηνεύτηκε ο λόγος του από τις επίσημες εκκλησίες του. Όπως και να τα έλεγε ο Χριστός κι ό,τι και να πρέσβευε, ο Αμβρόσιος δεν είναι ένας γραφικός σκοταδόψυχος που λέει ασυναρτησίες, ο Αμβρόσιος είναι μέρος της μεγάλης μας παράδοσης, ψυχή και σώμα της κι αυθεντικός εκφραστής της. Δεν έλεγε μόνο αυτά η εκκλησία; Ίσως. Αλλά έλεγε κατεξοχήν και αυτά. Δεν είναι η εκκλησία που τα λέει αλλιώς. Αυτή τα έλεγε εξαρχής αλλιώς. Είναι οι κοινωνίες που άλλαξαν και που πια κάνουν να μοιάζουν παράταιρα τα λόγια του Αμβρόσιου.

    Κι αν το να αγαπάς πολύ την πατρίδα σου μέχρι το μίσος των άλλων, αν το να αγαπάς πολύ τον Θεό σου μέχρι το μίσος των άλλων, αν το να αγαπάς πολύ την ετεροφυλοφιλία σου μέχρι το μίσος των άλλων είναι οι πιο προφανείς στόχοι, ας δεχτούμε ότι η πρόκληση δεν είναι το να μην αγαπάς καμιά πατρίδα μέχρι το μίσος των άλλων, το να μην αγαπάς κανέναν Θεό μέχρι το μίσος των άλλων, το να αγαπάς τον μη ετεροφυλόφιλο προσανατολισμό σου μέχρι το μίσος των άλλων, ας δεχτούμε ότι η πρόκληση είναι τα επιμέρους συστατικά της ταυτότητας του καθενός να λειτουργούν ως συστατικά που ορίζουν το ποιος είσαι εσύ, ως συστατικά που ενδεχομένως μπορεί και να ξεχωρίζουν όσους σκέφτονται σαν εσένα και νιώθουν σαν εσένα από τους άλλους, αλλά όχι ως συστατικά που σε κάνουν να αγαπάς αυτό που είσαι μέχρι τον βαθμό του μίσους για αυτό που είναι οι άλλοι.