Author: Old Boy

  • Εσύ και ο καθρέφτης σου

    Αυτές τις μέρες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε Πάσχα στην «ιδιαίτερη πατρίδα» του, την Καλαμάτα. Αυτονόητα προέβη σε πομπώδη, βαθυστοχαστοφανή αναστάσιμα μηνύματα, όπως πομπώδης και βαθυστοχαστοφανής είναι κάθε, μα κάθε, λέξη που έχει βγει από τα επίσημα χείλη του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Επειδή δεν μπορεί να λειτουργήσει με άλλον τρόπο εκτός από αυτόν του κελύφους, επειδή δεν μπορεί να μιλήσει με άλλον τρόπο εκτός από αυτόν του θεσμικά αδειανού γραβατωμένου  πουκάμισου, επειδή όταν ένας άνθρωπος σκοτώνεται από έθιμο στην πόλη που βρίσκεσαι δεν μπορείς να τα βάλεις με κανέναν εχθρό του έθνους και δεν μπορείς να μιλήσεις για καμιά μεγάλη ιδέα που μας ενώνει όλους, επειδή βασικά είσαι μόνο για τα γραφικά και για τίποτα ουσιαστικό, δεν θα φερθείς για μια φορά στην θητεία σου ανθρώπινα και αληθινά πολιτικά, δεν θα βρεις να πεις μια ανεπίσημη λέξη, δεν θα βρεις να κάνεις μια συμβολική κίνηση, θα συνεχίσεις τα επίσημα καθήκοντά σου, έτοιμος να πεις τα επόμενα εμπνευστικά και εμψυχωτικά και όλο αυτό το καλαμπούρι σου, το οποίο εμπνέει και εμψυχώνει μόνο εσένα και τον καθρέφτη σου.

  • Με κάποιον στο μπόι σου

    Όταν μια τοποθέτηση πολιτικού ξεσηκώνει τόση κατακραυγή, ώστε μέχρι και το ΚΚΕ παίρνει κατηγορηματικά θέση εναντίον της χωρίς καμία γενικότερη αναφορά στον καπιταλισμό και την εργατική τάξη, τόση κατακραυγή, ώστε μέχρι και συνάδελφοι του βουλευτές και υπουργοί την καταδικάζουν όχι μόνο ως προς την επικοινωνιακή της διάσταση αλλά συνολικά, η πιθανότερη ερμηνευτική εκδοχή είναι ότι πρόκειται πράγματι για τοποθέτηση που υπερέβη κάθε όριο και που δεν μπορεί με τίποτα να δικαιολογηθεί.

    Προσωπικά όμως, όσο και να το σκαλίζω στο κεφάλι μου, δεν μπορώ να βρω άλλο όριο το οποίο ξεπεράστηκε, πέραν του ορίου: «Λίγη ντροπή πια, δεν επιτίθεσαι έτσι σε έναν ανάπηρο άνθρωπο». Γιατί, όταν κάποιος υποψήφιος ευρωβουλευτής γράφει ούτε καν μια γενική θέση, αλλά σε πρώτο ενικό: «Δεν θέλησα ποτέ μόρια, επιδόματα, χάρες. Ίσες ευκαιρίες διεκδικώ. Διεκδικώ αυτό που δεν υπάρχει» και αποκαλύπτεται αυτό που αποκαλύφθηκε, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα κι αν είχε, δεν θα αντιμετωπιζόταν ως θύμα του σκαιού Πολάκη, αλλά μάλλον θα υπήρχε και εις βάρος του κατακραυγή.

    Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον της μεγάλης ειρωνείας μια ολόκληρη κοινωνία να αισθάνεται αυθεντικά αποτροπιασμό ακριβώς επειδή αντιμετωπίζει τον άνθρωπο που «διεκδικεί ίσες ευκαιρίες» ως μη ίσο, ως τόσο άνισα διαφορετικό που σε μια πολιτική κόντρα -έστω σε μια προσωπική επίθεση παύλα πολιτική κόντρα- δεν θα πάρει απλά αυτόματα το μέρος του, αλλά θα σκανδαλιστεί αυτόματα με το γεγονός ότι δεν σεβάστηκαν την κατάστασή του και τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Βάλ’ τα με κάποιον στο μπόι σου, Πολάκη, βάλ΄τα με κάποιον που στέκεται στα δυο του πόδια, είσαι τόσο απόπατος που τα έβαλες μέχρι και με το ανάπηρο παιδί, κανένας σεβασμός και για τίποτα πλέον, τόσο χαμηλά μπορείς να πέσεις ώστε να επιτεθείς και στον πιο αδύναμο των αδυνάμων, τον πιο χρήζοντα σεβασμού απ΄ όλους, τον κατεξοχήν μη ίσο με όλους εμάς τους υπόλοιπους;

    Μέσα στις ελάχιστες τελευταίες μέρες, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τα έβαλε με τις χριστουγεννιάτικες ελεημοσύνες του κοινωνικού μερίσματος, ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ και υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας είπε ότι το επίδομα ανεργίας κάνει τους νέους να προτιμούν να κάτσουν σπίτι τους αφού οι μισθοί είναι τόσο χαμηλά, τώρα έτερος υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας τα βάζει με τα μόρια και τα επιδόματα, ταυτίζοντάς τα με τις χάρες.

    Χάρες, ελεημοσύνες, πριμοδότηση της τεμπελιάς. Κάθε άλλο παρά καινούργια είναι αυτά, ο ιδεολογικός πόλεμος κατά του κοινωνικού κράτους δεν ξεκίνησε τώρα, δεν ξεκίνησε εδώ. Κρατά πάρα πολύ καιρό και θα συνεχιστεί πάρα πολύ καιρό. Οι άξιοι που προοδεύουν και προκόβουν και τους πίνει το αίμα το κράτος πατερούλης υπερφορολογώντας τους, για να ποτίζει τους πολλούς, τους ακαμάτηδες, την εκλογική του πελατεία. Οι άξιοι που αδυνατούν να προοδεύσουν εδώ μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον κι αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό για να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους και της αξίας τους. Μια κοινωνία που την τρέφει το κράτος, μια κοινωνία κακομαθημένη, μια κοινωνία εκπαιδευμένη να ζει με λεφτά που δεν βγάζει μόνη της. Και που της τα έδινε το κράτος παλιά δανειζόμενο λεφτά που δεν είχε με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει και τώρα της τα δίνει το κράτος υπερφορολογώντας την «μεσαία τάξη».

    Να σταματήσει το κράτος να μπλέκεται στα πόδια της οικονομίας. Να έρθουν επενδύσεις, να δημιουργηθούν δουλειές. Να δουλέψουν και να διακριθούν οι άξιοι και οι ικανοί. Να βρουν έναν λόγο να μείνουν στη χώρα. Να συνδεθούν τα Πανεπιστήμια με την αγορά εργασίας. Να πάψουν τα χρήματα του φορολογούμενου να μετατρέπονται σε επιδοματικές ελεημοσύνες. Να αντιμετωπιστούν επιτέλους οι πολίτες ως άτομα με αξιοπρέπεια, ως άτομα που πρέπει να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Να απολαμβάνει επιτέλους ο καθένας όσα η ελεύθερη αγορά κρίνει ότι του αξίζουν. Όχι άλλη μεροληψία υπέρ των αδυνάτων. Επιτέλους μεροληψία υπέρ των άξιων.

     

  • Surely they can’t do it again

    Σαν να μην είχε αρκετό δράμα το ποδόσφαιρο από μόνο του, ήρθε να προστεθεί και το έξτρα σασπένς και οι έξτρα ανατροπές του VAR. Εγώ Τότεναμ είμαι, αλλά η Σίτι του Πεπ Γκουαρντιόλα είναι επιθετικά τουλάχιστον μια ομάδα όνειρο, είναι ένα ακόμη συγκρότημα κοντοπούτανων μάγων, κι ας μην έχει Μέσι, Τσάβι ή Ινιέστα. Και το έκανε απόψε το 5 – 3, το έκανε. Για μισό λεπτό, παίκτες, προπονητές και οπαδοί πανηγύρισαν σαν να είχαν περάσει επιτέλους στα ημιτελικά, σαν να ήταν ζωντανό το όνειρο της κατάκτησης όλων των τίτλων σε μια σεζόν, σαν να είχαν βρει το γκολ της λύτρωσης στο 95΄. Δεν φεύγει ολοκληρωτικά αυτό. Δεν αναιρείται ολοκληρωτικά αυτό. Έβλεπα το ματς απ’ το ίντερνετ. Όταν το γκολ ακυρώθηκε και βρισκόμασταν ήδη στο 96′, ο σπίκερ είπε με λατρεμένη βρετανική ειρωνεία «Surely they can’t do it again», εννοώντας βέβαια ότι, ναι, θα μπορούσαν μέσα σε ένα λεπτό να βάλουν για δεύτερη φορά το πέμπτο γκολ, αν κάποιος μπορούσε θα ήταν αυτοί. Δεν το έβαλαν. Αλλά έτσι φτιάχνει το ποδόσφαιρο τις μεγάλες ιστορίες του, έτσι φτιάχνει το ποδόσφαιρο τα μεγάλα δράματά του. Σαν να μην είχε αρκετά από μόνο του, ήρθαν να προστεθούν και οι μηχανές. Όλα στην υπηρεσία του. Όλα στον μύθο του. Τι ματσάρα, Θεέ μου.

  • Τα μεσσιανικά οράματα

    Μια μαθήτρια από τη Σουηδία, η δεκαεξάχρονη Γκρέτα Τούνμπεργκ, έγινε τους τελευταίους μήνες μπροστάρισσα μιας νέας μορφής ακτιβισμού απέναντι στην συντελούμενη περιβαλλοντική καταστροφή και την αλλαγή του κλίματος του πλανήτη, βάζοντας τα παιδιά ενεργά στην εικόνα και οργανώνοντας μεταξύ άλλων σχολικές απεργίες με αποχή από τα μαθήματα. Η χθεσινή oμιλία της στην επιτροπή περιβάλλοντος του Ευρωκοινοβουλίου έκανε αίσθηση, και αν δεν είδε κανείς αποσπάσματά της στις ειδήσεις, μπορεί να την δει εδώ.

    Όποιο μέλλον κι αν φανταστεί κανείς για την Γκρέτα Τούνμπεργκ, είτε θεωρήσει ότι θα βρίσκεται στην συγκρουσιακή αιχμή των πραγμάτων, είτε θεωρήσει ότι, αργά ή γρήγορα, συνειδητά ή μη, θα μετατραπεί κι αυτή σε ένα ακόμα γρανάζι της συστημικής, εξουσιαστικής μηχανής, είναι πάντως δύσκολο να φανταστεί ότι θα ιδιωτεύσει, είναι πάντως δύσκολο να φανταστεί ότι μεγαλώνοντας θα ασχοληθεί μόνο με σπουδές, δουλειά και οικογένεια, είναι πάντως δύσκολο να φανταστεί ότι μεγαλώνοντας δεν θα συνεχίσει να ασχολείται πολύ ενεργά με τα κοινά. Με άλλα λόγια, θέλω να πω ότι προφανώς στο πρόσωπό της δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο μια έφηβη, αλλά έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που απλά τώρα είναι ακόμη σε εφηβική ηλικία. Ταυτόχρονα όμως, νομίζω, πως όσο λάθος θα ήταν να εστιάζαμε μόνο στην ηλικία και όχι στο πρόσωπο, άλλο τόσο λάθος θα ήταν να εστιάζαμε μόνο στο πρόσωπο και όχι και στην ηλικία.

    Στην εφηβεία ποιο παιδί άραγε δεν ονειρεύτηκε, έστω και μία φορά, να αλλάξει τον κόσμο; Όταν στην εφηβεία αρχίζει και συγκροτείται αλλιώς ο εαυτός σου και ο τρόπος που προσλαμβάνεις όσα βρίσκονται έξω από τον εαυτό σου, όταν δεν είσαι πια εντελώς παιδί αλλά και σίγουρα δεν είναι ακόμα μεγάλος και ώριμος, αντιλαμβάνεσαι σταδιακά μια θεμελιώδη δυσαρμονία ανάμεσα στον κόσμο που σου κληροδοτούν οι μεγάλοι και οι ώριμοι, με τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι. Είσαι πια σε θέση αφενός να κατανοήσεις αυτή την αντίφαση και αφετέρου να εξεγερθείς εσωτερικά απέναντί της.

    Γιατί όσο είσαι ακόμη εντελώς παιδί, δεν σε πολυαπασχολούν τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγμένος ο κόσμος, δεν πολυεξετάζεις τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου που σου παραδίδεται, τον δέχεσαι όπως είναι, αν μη τι άλλο στα σημεία του που δεν σε αφορούν άμεσα: οι μεγάλοι ξέρουν – εσύ είσαι απλά ένα παιδί. Κι όταν παύεις εντελώς να είσαι παιδί, όταν γίνεσαι μεγάλος και ώριμος, ξέρεις πια ως μεγάλος ότι ο κόσμος λειτουργεί όπως λειτουργεί για κάποιους λόγους, ότι εσύ είσαι μικρός, πολύ μικρός για να τον αλλάξεις και πλέον σοβαρός, πολύ σοβαρός για να προσποιηθείς ότι θα το επιχειρήσεις. Μικρότερης κλίμακας φιλοδοξίες μπορεί να σου επιτρέψεις. Προσπάθησε να αλλάξεις το ένα ή το άλλο μικροστραβό. Διόρθωσε το ένα ή το άλλο ψεγάδι στην μικρή εικόνα. Σε ό,τι μικρό κακοφορμίζει δράσε ως ρεφορμιστής. Έτσι με τα μικρά αλλάζει ο κόσμος, λίγο λίγο.

    Όταν είσαι δεκαπέντε όμως, σε ενδιαφέρουν όλες οι εικόνες, κι οι μικρές αλλά πολύ περισσότερο οι μεγάλες. Δεν γίνεται να μην σταθείς και πεις, όπα, τι ακριβώς γίνεται εδώ, γιατί ο κόσμος που πάτε να μου πασάρετε ως δεδομένο είναι έτσι και όχι αλλιώς, συγγνώμη, εξηγήστε μου λίγο πειστικά αν μπορείτε γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς, ποια ακριβώς αδιερεύνητη δύναμη σας εμποδίζει να είναι αλλιώς, τι ακριβώς σας εμποδίζει να αρχίσουμε τώρα να το πάρουμε αλλιώς;

    Όταν είσαι δεκαπέντε όμως, το μέλλον, το πώς θα είναι ο πλανήτης από την κλιματική αλλαγή το 2030 και το 2040, αφορά κυριολεκτικά πολύ περισσότερο τη δική του ζωή από αυτή των μεγάλων, όχι μόνο γιατί είναι κυριολεκτικά πολύ περισσότερο δικό σου θέμα από των μεγάλων, αλλά επίσης γιατί στα δεκαπέντε σου έχεις ενσωματωμένο στον τρόπο σκέψης σου έναν μαξιμαλιστικό ιδεαλισμό, ένα όλα μπορούν να γίνουν, μια αίσθηση παντοδυναμίας, μια αίσθηση (αν προτιμά να την πει κανείς ψευδαίσθηση, ας την πει, δικό του θέμα είναι) ότι δεν μπορεί να μην βλέπουν οι άνθρωποι το σωστό, ότι δεν μπορεί ως είδος να επιλέγουμε το κακό μας, ή το κοντόφθαλμο συμφέρον μας σε βάρος των άλλων, ή να μην βλέπουμε την μεγάλη εικόνα, ή να μην είμαστε όλοι αγαπημένοι, μονιασμένοι, υγιείς, πανέμορφοι και πλούσιοι.

    Κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει ένα μεσσιανικό όραμα. Όχι μόνο τα μοντέλα στα καλλιστεία, όχι μόνο παράφοροι ποιητές, όχι μόνο οι έφηβοι. Για αυτό είναι άνθρωπος. Για να έχει μέσα του την ανάγκη να σώσει ολόκληρο τον κόσμο. Αν δεν αποτινάζαμε αυτό το όραμα από πάνω μας σαν να είναι ντροπιαστική αφέλεια, ο κόσμος θα μπορούσε να σωθεί. Αυτή είναι άλλωστε κι η ειρωνεία: από το πολύ αποτίναγμα της αφέλειας, παραδιδόμαστε στην αυτοκαταστροφή.

  • Ορατότητα

    Και πάντα ο μέγιστος βαθμός ορατότητας θα σημειώνεται στην καταστροφή κι όχι στη δημιουργία. Όταν συντριβείς θα σε δουν κι όσοι δεν θα σε έβλεπαν ποτέ άλλοτε, θα σε μάθουν κι όσοι δεν θα σε μάθαιναν ποτέ, θα στρέψουν το βλέμμα τους στο καμπαναριό σου για να το δουν όχι να κοσμεί τον ορίζοντα και να πλαισιώνει με νόημα, ιστορία κι αρμονία τον τόπο, αλλά να καίγεται και να πέφτει. Τίποτα πιο αξιοθέατο από την καταστροφή, τίποτα πιο μνημειώδες απ’ τον χαλασμό. Πολύ πιο κοντά στο οικουμενικό συναίσθημα το τι απώλεια απ’ το τι θαύμα, το τι χάσαμε απ’ το τι έχουμε.

  • Στο ύψος του κεφαλιού του

    Απροσδιόριστης ηλικίας γυναίκα περνά το δρόμο σέρνοντας τα βήματά της. Είναι ούτως ή άλλως κοντή και περπατάει όχι απλά καμπουριαστά αλλά διπλωμένη στα δύο, σε μια εκδοχή σώματος και περπατήματος που δεν μορφοποιήθηκε ούτε σήμερα ούτε χθες, σε μια εκδοχή σώματος και περπατήματος που θυμίζει λιγότερο άνθρωπο και περισσότερο κάτι απροσδιόριστα άλλο.

    Στο φανάρι ένας σκύλος που τον κρατάει το αφεντικό του με ενισχυμένο λουρί. Θα είναι μάλλον άγριος. Όταν πλησιάζει η γυναίκα προς το μέρος του, στρέφει την μουσούδα του προς το κεφάλι της, με μια κίνηση που μοιάζει τρυφερή, σαν να είδε ένα πλάσμα που κοιτά τον κόσμο από το ύψος του δικού του κεφαλιού και να θέλησε να του πει ένα γεια, ή να του δώσει ένα φιλί, ή να το κοιτάξει με τρόπο που θα σημαίνει πως ό,τι κι αν έχει συμβεί δεν πειράζει, ό,τι κι αν έχει συμβεί μην σκύψεις περισσότερο το κεφάλι, ό,τι κι αν έχει συμβεί κράτα τουλάχιστον το κεφάλι σου στο ύψος το δικό μας, ό,τι κι αν έχει συμβεί μην πέσεις πιο χαμηλά κι από σκύλο, ό,τι κι αν έχει συμβεί βγάλε το λουρί που φόρεσες μόνη σου στο λαιμό σου, δεν μπορεί να είναι στα αλήθεια τόσο άγρια ούτε η ζωή ούτε το μυαλό σου, όπως κι αν σου έχουν φερθεί οι άνθρωποι υπάρχουμε πάντοτε κι εμείς, που την τρυφερότητά μας κανένα λουρί δεν μπορεί να φυλακίσει.

  • Ως τα 145

    Πετυχαίνω πριν λίγες μέρες λινκ άρθρου που κάτι λέει για αύξηση του προσδόκιμου ζωής στα 145. Δεν θα μάθω ποτέ πόσο κλικ μπέιτ ήταν, γιατί επιλέγω να μην το πατήσω. Αλλά το κλικ γίνεται στο μυαλό μου: μα εκατόν σαράντα πέντε; Όταν σκεφτόμαστε συνειδητά για τα περί θανάτου, το μόνο εναλλακτικό σενάριο που μας έρχεται είναι αυτό της μη θνητότητας: τι θα γινόταν αν δεν πεθαίναμε; Όταν σκεφτόμαστε συνειδητά για την φθορά του γήρατος, το μόνο εναλλακτικό σενάριο που μας έρχεται είναι αυτό της διαρκούς νεότητας: τι θα γινόταν αν δεν γερνούσαμε;

    Το εκατόν σαράντα πέντε όμως είναι σαν να δημιουργεί μια άλλη, ενδιάμεση, κατηγορία, μια κατηγορία ούτε σε απόλυτα μεγέθη τόσο μακρινή, ώστε να μην την μπορεί να τη χωρέσει στα αλήθεια ο νους, ούτε όμως σε απόλυτα μεγέθη τόσο προσεγγίσιμη, χωρίς ο νους να αναγκαστεί να ξαναδεί το πράγμα από την αρχή, χωρίς ο νους -τη στιγμή ακριβώς που τη χωρά- να μην αρχίσει να φρικάρει με τις πιθανές συνέπειές της.

    Ως τα πόσα χρόνια επιθυμεί κανείς να προβάλλει τον εαυτό του στο μέλλον; Ως τα πόσα χρόνια προτιμά να τον προβάλλει; Εξαρτάται προφανώς από την ηλικία που τώρα βρίσκεται. Και εννοείται πως όσο αυτή μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει εκ των πραγμάτων και η προβολή: είμαστε κατεξοχήν συμφεροντολογικά όντα, κατεξοχήν συμβιβαστικά, κατεξοχήν προσαρμοστικά, όντα που όποτε παραστεί ανάγκη να νερώσουμε το κρασί μας θα το κάνουμε χωρίς να ξενερώσουμε. Αλλά δεν παύουμε να έχουμε ένα ηλικιακό όριο στο μυαλό μας. Κι αν αυτό το όριο τραβιέται λίγο και πιο πέρα και λίγο και πιο πέρα όσο αλλάζουν οι εποχές, βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης και μεγαλώνει ο μέσος όρος ζωής, μπορούμε να οριοθετούμαστε κι εμείς και να κουμπώνουμε.

    Γιατί αυτό είναι το κόλπο για να τα βγάζει πέρα ο άνθρωπος μέχρι να γεράσει: ό,τι κι αν δεν λειτουργεί στο παρόν, όσο μακριά κι αν είμαστε από τα όνειρα που είχαμε κάνει κι από την ιδεατή εκδοχή του εαυτού μας, έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς τα εμπρός, όπου θα έχουμε ελαχιστοποιήσει επιτέλους τις αρνητικές πτυχές μας, έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς τα εμπρός, όπου η εικόνα των άλλων για εμάς θα έχει επιτέλους συντονιστεί με την αυτοεικόνα μας. Όσο κι αν κινδυνολογούμε για τα του γενικού μέλλοντος του κόσμου, στα του προσωπικού του μέλλοντος κανείς δεν βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Στις μελλοντικές προβολές του εαυτού μας το ποτήρι είναι ξεχειλισμένο νερό και το νερό συνεχίζει να χύνεται σαν σε πηγή.

    Υπάρχουν μάλλον δύο ειδών προβολές της εικόνας μας στο μέλλον. Μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ελπίζουμε ότι με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, δεν είναι απίθανο να πατήσουμε τα εκατό, αλλά η προβολή ενός εαυτού που παραμένει εν ζωή είναι διαφορετική από την προβολή ενός μελλοντικού εαυτού που σε κάποιο επίπεδο ακόμα λάμπει. Ας πάρουμε ένα υποθετικό κι εντελώς τυχαίο παράδειγμα ανθρώπου που έχει μπει στα 47 του. Μέχρι τα πόσα του μπορεί να σκέφτεται τον εαυτό του με μια κάποια αισιοδοξία, σε μια κάποιου τύπου ακμή, ή εν πάση περιπτώσει όχι σε κάποιου τύπου παρακμή; Μέχρι τα 65; Αφού ο υποθετικός μας ήρωας έχει μπει στα 47, να βάλουμε άλλα είκοσι χρόνια να το στρογγυλέψουμε; Σημαίνει ότι μετά από αυτά θα μπει ψυχολογικά στην παραίτηση, την εγκατάλειψη, ότι δεν θα έχει σε κάτι να προσδοκά και κάτι να ελπίζει; Όχι βέβαια. Αλλά αν καταφέρει και φτάσει σε αυτή την ηλικία, μπορεί να δει τότε σε τι θα ελπίζει και τι θα προσδοκά. Δεν γίνεται όμως να φαντασιώνεσαι εκ των προτέρων ενθουσιασμένος τα εβδομήντα σου και τα ογδόντα σου, δεν δουλεύει έτσι το πράγμα. Δεν μπορείς να κοιτάς αενάως αισιόδοξα προς το μέλλον. Δεν μπορείς να προβάλλεις αενάως αισιόδοξα την εικόνα του εαυτού σου προς τα μπρος.

    Έτσι, όταν ακούς 145, σκέφτεσαι πολύ, ρε φίλε, πάρα πολύ. Τι να κάνω ως τότε; Πάει πολύ μακριά. Και πόσα από αυτά τα χρόνια θα τα ζήσω ως γέρος και υπέργηρος; Και όχι, δεν έχει να κάνει με το αν αγαπάς τη ζωή και με το πόσο την αγαπάς. Μπορεί και πολύ να την έχεις αγαπήσει, δεν κάνει τόση διαφορά. Γιατί έχει ίσως να κάνει με το ότι αυτό που λέμε ζωή, είτε το αγαπάμε είτε δεν το αγαπάμε, είναι όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και στο μυαλό μας μέγεθος πεπερασμένο, μέγεθος συγκεκριμένων διαστάσεων.

    Ο υποθετικός μας ήρωας η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέται που μεγαλώνει, καθόλου δεν χαίρεται με την επίγνωση ότι θα πεθάνει, αλλά δεν θα ήθελε να ζήσει σχεδόν έναν αιώνα ακόμα. Και ίσως -σκέφτεται τώρα που ψάχνει κατακλείδα- είναι κι αυτό μια κάποιου είδους νίκη απέναντι στον θάνατο.

     

  • Το κακό όλων των κακών

    Θα αναφερθώ ξανά σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, μια συγκεκριμένη τραγωδία, χωρίς να θέλω σε καμία περίπτωση να προσποιηθώ ότι μπορώ να ξέρω τι αληθινά συνέβη. Και κυρίως, αν έχει κάτι σημασία, δεν είναι το τι αληθινά διαδραματίστηκε στο μυαλό ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά το ποιες γενικότερες αντιλήψεις κυριαρχούν και μας καθορίζουν, είτε το θέλουμε είτε όχι.

    Αναρωτιόμουν λοιπόν πριν μερικές μέρες πώς γίνεται να πετάς το παιδί σου απ’ το μπαλκόνι;  Χθες δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ από την έρευνα των Αρχών. Αντιγράφω:

    Μερικές εβδομάδες πριν το θλιβερό συμβάν η γυναίκα φέρεται να είχε την ψευδαίσθηση ότι υπήρξε παρενόχληση ή και αγνώστου μορφής «κακοποίηση» της τετράχρονης κόρης της σε παιδικό σταθμό που πήγαινε σε άλλη περιοχή της Αθήνας. Χωρίς να προκύψει οτιδήποτε σχετικό. Σύμφωνα με άλλες καταθέσεις η 44χρονη γυναίκα ερμήνευσε ως δείγμα μιας τέτοιου είδους κακής συμπεριφοράς σε βάρος της κόρης της μια ζωγραφιά που είχε κάνει το άτυχο κοριτσάκι. Μάλιστα ζήτησε την βοήθεια παιδοψυχολόγου που δεν έφθασε σε σαφή συμπεράσματα ότι υπήρχε σχετικό πρόβλημα. Καθώς κι ότι ούτε το σχέδιο της τετράχρονης μπορούσε να είχε τέτοιου είδους ερμηνεία.

    «Η Αρχή του Αρχιμήδη» είναι μια εξαιρετική θεατρική παράσταση, που περιγράφει ακριβώς το διάσπαρτο φόβο για την παιδοφιλία, που περιγράφει ακριβώς τον φόβο που πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε συλλογική υστερία, που περιγράφει πώς μπορεί να μολύνει αυτός ο φόβος όχι ανθρώπους με προϋπάρχοντα ψυχολογικά προβλήματα με τα οποία μπορεί να κουμπώσει με τον χειρότερο τρόπο, αλλά ανθρώπους υγιείς, υγιέστατους, πρότυπα ψυχικής υγείας. Περιγράφει επίσης την μετάβαση μέσα σε δυο – τρεις δεκαετίες, από ένα καθεστώς γενικότερης εντός ή εκτός εισαγωγικών αθωότητας απέναντι στους κινδύνους παιδεραστίας σε ένα καθεστώς ασφυκτικής συλλογικής ενοχής. Από την αφέλεια και την χαλαρότητα περάσαμε σε ένα καθεστώς που βρώμισαν συλλογικά τα μυαλά μας. Βλέπουμε πια ένα παιδί κι επειδή υπάρχουν παιδεραστές στον κόσμο είναι σαν να θεωρούμε πως κανείς πια δεν μπορεί να το κοιτάζει σαν παιδί, είναι σαν να θεωρούμε πως κάθε ενήλικο βλέμμα απέναντι σε παιδιά είναι ένα βλέμμα a priori ύποπτο. Είναι σαν επειδή υπάρχουν παιδεραστές τα παιδιά να μην μπορούμε πια να τα δούμε σαν παιδιά, είναι σαν επειδή υπάρχουν παιδεραστές αυτή ακριβώς η αθωότητα που προσπαθούμε να προστατεύσουμε να έχει εκπέσει οριστικά: τα παιδιά δεν μπορούν πια να είναι μόνο παιδιά – είναι και κάτι άλλο, βρώμικο.

    Πώς γίνεται να πετάς το παιδί σου απ’ το μπαλκόνι; Γίνεται πολύ πιο εύκολα, αν πιστέψεις ότι μολύνθηκε για πάντα, λερώθηκε για πάντα, καταστράφηκε για πάντα. Το πετάς και το λυτρώνεις από μια ζωή ανυπόφορη να βιωθεί, γιατί στο μυαλό σου του συνέβη το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί ποτέ σε άνθρωπο, γιατί στο μυαλό σου έγινε πάνω στο σώμα του και τη ψυχή του αυτό που η εποχή όρισε ως τον μεγάλο της μπαμπούλα, το κορυφαίο της ανοσιούργημα, το κακό όλων των κακών.

  • Σφύρα την έναρξη

    Εντόπισαν λοιπόν στο “This is a Coup”, το ντοκιμαντέρ του Πολ Μέισον για το δημοψήφισμα, τον περιβόητο Μανώλη Πετσίτη να περιφέρεται πίσω από τον Τσίπρα, στους διαδρόμους του Μαξίμου τη βραδιά του Όχι. Πάνω σε αυτήν την εικόνα θα μπορούσαμε να κάνουμε δυο αναγνώσεις, που δεν αποκλείουν η μία την άλλη. Η πρώτη είναι πως όταν κυκλοφορούν στο στενό σου περιβάλλον τέτοιοι τύποι, η πορεία είναι από την αρχή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προδιαγεγραμμένη: δεν είσαι για τόσο μεγάλες ρήξεις, δεν ήσουν ποτέ, αν ήσουν δεν θα υπήρχαν αυτοί δίπλα σου.

    Είτε είναι βάσιμη αυτή η ανάγνωση είτε υπερβολική, βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα την δεύτερη: ζούμε σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου μετά το δημοψήφισμα ο Τσίπρας το πάει ως το τέρμα, είτε επειδή είχε αποφασίσει ότι θα πάρει το ποσοστό του Όχι στις βαλίτσες του και θα φτάσει μεν σε έναν κάποιο συμβιβασμό με τους δανειστές αλλά με υποχωρήσεις αμοιβαίες, είτε επειδή ακόμη κι αν ήξερε ότι θα κάνει τεράστιες υποχωρήσεις, το βράδυ των περίφημων 17 ωρών διαπίστωνε ότι του ζητείται ολική και άνευ προσχημάτων παράδοση και αποφάσιζε ότι δεν γίνεται να φτάσει ως εκεί.

    Έστω λοιπόν ότι σε αυτό το εναλλακτικό σύμπαν ερχόταν η ρήξη. Και κανείς δεν θα είχε φύγει από την κυβέρνηση, κανείς δεν θα είχε προδοθεί, θα είχαν μείνει όλοι οι αληθινοί, ασυμβίβαστοι αριστεροί, κι όλοι μαζί ενωμένοι θα τραβούσαμε το νέο δρόμο της πατρίδας και της αριστεράς μαζί. Το θέμα λοιπόν είναι ότι ακριβώς αν έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό ανθρωπότυποι σαν του Πετσίτη, είναι πως ευδοκιμούν σε κάθε καθεστώς. Όχι απλά νέος δρόμος, όχι απλά μαδουρικές καταστάσεις να ζούσαμε, κομμουνισμό να έφερνε ο Αλέξης μας, ο Πετσίτης πάλι θα έβρισκε τρόπο να κάνει ζωάρα. Εντάξει, προφανώς ο καπιταλισμός προσφέρει πολλά περισσότερα θέλγητρα και ευκαιρίες και ανταμοιβές. Αλλά δεν υπήρχαν Πετσίτηδες στον υπαρκτό σοσιαλισμό; Αποκλειστικά ιδεολόγοι βρίσκονταν στις παρυφές της κορυφής της κρατικής πυραμίδας;

    Και κάπως έτσι στην πολιτειακή αλλαγή των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, είδαμε σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους ανθρώπους να παραμένουν στην εξουσία και να έχουν δύναμη, οικονομική ή άλλη, τώρα υπό άλλη ιδεολογική φορεσιά. Άνθρωποι που ασχολούνται με την εξουσία, είτε ευθέως ως πολιτικοί είτε πλαγίως ως παρατρεχάμενοι, το ποια ειδικότερη μορφή θα έχει αυτή η εξουσία δεν τους απασχολεί και τόσο. Για την ακρίβεια όσοι ασχολούνται ευθέως υπάρχουν πιθανώς και καταστάσεις και καθεστώτα που δεν τους χωράνε και δεν μπορούν να υπηρετήσουν. Όσοι ασχολούνται πλαγίως όμως, όχι, ποτέ.

    Και τελικά, στην εικόνα του Πετσίτη πίσω από τον Τσίπρα στους διαδρόμους του Μαξίμου την βραδιά του Όχι, είτε δούμε να καθρεφτίζεται το χρονικό μιας προαναγγελθείσας συνθηκολόγησης είτε όχι, υπάρχει μια συμβολικότητα την οποία δυσκολεύεσαι να ξεπεράσεις: τη βραδιά του Όχι δίπλα στον Έλληνα Πρωθυπουργό ήταν Πετσίτηδες. Και πάντα θα είναι Πετσίτηδες εκεί δίπλα, δίπλα σε κάθε μορφή εξουσίας, όποια ιδεολογία κι αν υποτίθεται ότι αυτή η εξουσία έχει έρθει για να εκφράσει. Οι Πετσίτηδες θα είναι πάντα εκεί δίπλα, ακόμη κι επανάσταση να γίνεται.  Ή μάλλον, όχι, λάθος, στις επαναστάσεις θα τηρούν στάση αναμονής. Οι επαναστάσεις έχουν ρίσκο, βία, αίμα συνήθως, ζόρια. Θα περιμένουν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια. Αλλά αν η επανάσταση κερδίσει, αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εξουσίας θα είναι εκεί. Την επόμενη ακριβώς μέρα. Προσκολλημένοι. Πανέτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Πανέτοιμοι για όλα.

  • Να μην ξέρεις πια

    Μπορεί ο Μαχερσάλα Άλι να έχει προλάβει να πάρει ήδη δύο όσκαρ β’ ρόλου, αλλά είναι στον τρίτο κύκλο του “True Detective” που καταλαβαίνεις πραγματικά πόσο σημαντικός ηθοποιός είναι. Υποδύεται έναν ήρωα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του, ο οποίος στα γηρατειά του έχει αρχίσει την καταβύθιση στο αλτσχάιμερ.

    Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα στο οποίο κανείς δίνει τις δικές του απαντήσεις: τι φαντάζει πιο τρομακτικό για την ώρα  της φθοράς και της ηλικιακής κατάπτωσης; Ασθένειες με σωματικό πόνο ή το χάσιμο του εαυτού σου; Θα προτιμούσες να υποφέρεις αλλά να παραμένεις εσύ, ή να μην πονάς αλλά να μην ξέρεις πια και ποιος είσαι, ποιος ήσουν, ποια υπήρξε η δική σου πορεία, η δική σου ιστορία, το δικό σου παραμύθι, η δική σου ζωή;