Author: Old Boy

  • Για να πλυθούμε απ’ την οργή

    Ζήτω εμείς και κάτω οι άλλοι. Κι αν για το ζήτω σε εμάς υπάρχουν ένα κάρο αστερίσκοι, δεύτερες σκέψεις και αμφιθυμίες, το κάτω οι άλλοι είναι τόσο υπέροχα κρυστάλλινο. Κάτω οι άλλοι. Οι άλλοι που έρχονται πάνω. Σε τέσσερις μέρες. Ευτυχώς τελειώνει. Πέρασε το μεσοοδιάστημα. Από βράδυ Κυριακής στανιάρουμε ξανά. Θα έχουμε να λέμε ξανά. Θα έχουμε να οργιζόμαστε ξανά. Οργιζόμασταν και 4 1/2 χρόνια που δεν ήταν πάνω, τώρα με το νέο υλικό που θα μας εφοδιάζουν ποιος μας πιάνει.

    Οι χειρότερες προβλέψεις μας θα διαψευστούν. Στη θέση τους θα συμβούν άλλες κυβερνητικές καταστροφές που δεν μπορέσαμε να τις δούμε τόσο ξεκάθαρα τώρα. Για εμάς ακόμη κι αυτό θα είναι μια κάποια δικαίωση, ένα κάποιο μαλάκες να πεις ότι δεν σας προειδοποιήσαμε επαρκώς; Όχι εντάξει, προειδοποιήθηκε ο μαλάκας ο λαός. Προειδοποιήθηκε. Δεν άλλαξε κάτι. Από ένα σημείο και ύστερα ό,τι και να λες δεν αλλάζει κάτι. Φέαρ ινάφ. Ρουλζ οφ δε γκέιμ.

    Κι ίσως η καρδιά του παιχνιδιού να μην αλλάζει, αν το παιχνίδι είναι η εκατέρωθεν οργή. Την δεκαετία του δέκα αρχίζαμε να το παίζουμε. Κρίση συν σόσιαλ μίντια, ένα κι ένα κάνουν δυο στρατόπεδα. Είχαν προηγηθεί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια με την οργή φευγάτη, τα στρατόπεδα διασκορπισμένα, τον χυλό να ευημερεί. Η ίδια μεσαία τάξη που επί ΣΥΡΙΖΑ στραγγίστηκε, ισοπεδώθηκε, εξοντώθηκε φορολογικά είναι το μεγάλο σώμα όσων τα πρώτα χρόνια των μνημονίων είπαν γιατί τόση οργή ρε παιδιά; Γιατί να μην δούμε πρώτα απ’ όλα τα λάθη μας, γιατί να μην δούμε την κρίση σαν ευκαιρία, γιατί να μην μεταρρυθμιστούμε επιτέλους να πάμε μπροστά; Η ίδια μεσαία τάξη που την έπαιρνε να μην οργίζεται τότε. Η ίδια μεσαία τάξη που όσο κι αν στραγγίστηκε, ισοπεδώθηκε, εξοντώθηκε φορολογικά επί ΣΥΡΙΖΑ, πάντως εδώ είναι ακόμα ως μεσαία κι όχι έχοντας εκπέσει του στάτους της. Εδώ και διεκδικεί το δικαίωμά της να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής διαφορετικό της κάτω από αυτήν. Εδώ και διεκδικεί το δικαίωμά της να απολαμβάνει ένα επίπεδο ζωής που θα την απαλλάξει από την πολιτική οργή, ένα επίπεδο ζωής που θα επαναφέρει την ίδια στο προ κρίσης οικονομικό καθεστώς, ένα επίπεδο ζωής που θα την επαναφέρει σε πιο απολιτίκ μονοπάτια, μακριά από ιδεολογικές σαχλαμάρες και τελειωμένες ιστορικά έριδες.

    Θυμώνει πάντα πολύ πιο εύκολα εκείνος που δεν έχει να ζήσει. Θυμώνει πάντα πολύ πιο δύσκολα εκείνος που έχει να ζήσει και ακούει αναλύσεις για τους γενικούς δείκτες της οικονομίας και τα μέτρα που αυτοί συνεπάγονται. Βιώνει έναν ενδιάμεσο θυμό εκείνος που εξακολουθεί να έχει να ζήσει, αλλά ζορίζεται πια. Απελευθερώνει έναν θυμό εκείνος που ζορίζεται πια, χωρίς τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας και των δανειστών στο κεφάλι του. Απελευθερώνει έναν θυμό εκείνος που αν είναι να ζοριστεί, θα ζοριστεί γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αφού αυτά τα μέτρα επιβάλλονται από έξω. Αν τα μέτρα είναι σε ένα βαθμό κυβερνητική επιλογή και κυρίως αν τα λεφτά από την τσέπη του δεν σώζουν την χώρα (ως εξυπηρέτηση χρέους, αποπληρωμή δανείων, ανακεφαλαιώσεις τραπεζών) αλλά την κοινωνία (επιδόματα και άλλα τέτοια επάρατα μέτρα στήριξης), τότε η μεσαία τάξη και πολύ θα θυμώσει και επιτέλους θα θυμώσει και ταξικά: δεν θα φτωχοποιηθεί και η ίδια, δεν θα γίνει η ίδια το όργανο σωτηρίας της από κάτω τάξης, δεν είμαστε όλοι ίσα και όμοια, οι φτωχοί με τους φτωχούς, οι πλούσιοι με τους πλούσιους και οι μεσαίοι με τους μεσαίους. Και όλοι μαζί με τη Νέα Δημοκρατία.

    Τη Νέα Δημοκρατία που αν μη τι άλλο ξεκινάει από μια πολύ βολική για την ίδια αφετηρία. Έχει να διαδεχθεί την μακράν χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης. Ποιος πρωτοείπε αυτή την ατάκα; Που την στήριξε; Τι σημασία έχει; Δεν χρειάζεται πια να στηρίζεις αυτό που λες. Όσο περισσότερο μπαίνεις στη διαδικασία να το στηρίξεις, τόσο περισσότερο αποδυναμώνεις αυτό που λες. Δεν χρειάζεται να στηρίζεις. Αρκεί να λες. Και να ξαναλές. Και να ξαναλές. Μέχρι να εμπεδώνεται ως κοινά παραδεδεγμένη αλήθεια.

  • Red Hot Chili Peppers

    Έγραψα προχθές στο φμπ ότι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να γεννήσει ένα εντελώς διακριτό ιδεολογικό ρεύμα: τον αντισυριζαϊσμό. Νομίζω ότι η χθεσινή φράση  του Φώτη Γεωργελέ στην απολογία -μη απολογία, στην απολογία- καταγγελία της Athens Voice περί «κανονικών ανθρώπων» συνοψίζει τον αντισυριζαϊσμό. Όχι όλον. Το μεγαλύτερο μέρος του, τον εκ δεξιών αντισυριζαϊσμό, τον αντισυριζαϊσμό που άρχισε να θεριεύει ήδη από το 2011, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τελευταία εκλογική καταγραφή 4%. Μέσα στα χρόνια των μνημονίων είχαμε ακούσει αρκετές φορές  τη φράση «κανονική χώρα». Για κανονικούς ανθρώπους ακούσαμε πρώτη φορά χθες. Και ίσως αν διαφοροποιείται σε κάτι βασικό η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στα έιτις, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ κανονικοποιήθηκε πολύ γρήγορα, είναι ότι πολύ γρήγορα θεωρήθηκε κανονικό κόμμα και οι ψηφοφόροι του κανονικοί άνθρωποι. Βέβαια ήταν και άλλο το μιντιακό περιβάλλον τότε. Ίσως με αντίστοιχο με το σημερινό να είχε αντίστοιχη αντιμετώπιση και το ΠΑΣΟΚ. Όπως και να έχει όμως, αυτό είναι ο αντισυριζαϊσμός. Οι κανονικοί άνθρωποι έπρεπε να στηρίζουν φανατικά μνημόνια, έπρεπε να ξαναψηφίσουν τα κόμματα που έφεραν την κρίση, έπρεπε επιπρόσθετα να καταλάβουν ότι ένας βασικός λόγος που ήρθε η κρίση ήταν η υπέρμετρη λαϊκίστικη γκρίνια της Αριστεράς κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, έπρεπε να καταλάβουν ότι για την κρίση έφταιγε πρωταρχικά η ελληνική κοινωνία με την αρρωστημένη νοοτροπία της, δευτερευόντως το πολιτικό σύστημα (κι αυτό στον βαθμό που υποχωρούσε και της έκανε τα τερτίπια), μηδενικά η διάρθρωση της ευρωζώνης και ακόμη μηδενικότερα ο τρόπος λειτουργίας «των αγορών», έπρεπε να μείνουν Ευρώπη, έπρεπε να ψηφίσουν ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Όσοι δεν μπήκαν σε αυτό το ιδεολογικό στρατόπεδο, όσοι επέλεξαν το απέναντι, το έκαναν καθοδηγούμενοι από μια στρατιά λυσσασμένες λαϊκίστικες συριζαίες ύαινες, που άλλοτε κρίνονταν ως ιδεοληπτικά μαδουροσταλινίζουσες κι άλλοτε ως ανερμάτιστες ιδεολογικά κι απλά δημαγωγικά υποκριτικές, με τελικό αποτέλεσμα πάντα το ίδιο: οι κανονικοί άνθρωποι από την μια -τα σκυλιά και τα πληρωμένα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ απ΄την άλλη. Στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο που επικράτησαν οι ιδέες των κανονικών ανθρώπων, βγήκαν απ’ τα μνημόνια αμέσως. Εδώ επικράτησε η εχθροπάθεια και η τοξικότητα, επειδή οι λυσσασμένες ύαινες του ΣΥΡΙΖΑ δίχασαν την κοινωνία. Κι ο επί τριάντα χρόνια ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ που ήταν πια όσο πιο κανονικός γίνεται, μολύνθηκε κι αυτός απ’ τον ιό, με αποτέλεσμα να γεμίσει κόκκινες καυτές πιπεριές και κάθε που άνοιγε το στόμα του να έβγαινε φωτιά και λαύρα αντί για έλλογα επιχειρήματα.

    Αλλά ευτυχώς όλα αυτά τελειώνουν πια, ευτυχώς η λογική επιστρέφει, ευτυχώς σε λίγες μέρες θα μας κυβερνούν κανονικοί άνθρωποι, αγαπησιάρηδες, αντιεχθροπαθείς, αψέκαστοι, απιπέριαστοι, όνειρο κακό ήταν και τελείωσε.

  • Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να γεννήσει ένα εντελώς διακριτό ιδεολογικό ρεύμα: τον αντισυριζαϊσμό.

  • Νιώθω σχετικά απογοητευμένος με τον εαυτό μου, γιατί ενώ γράφω και στάτους και κειμενάκια όπου εξηγώ τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να ψηφίσει ο ελληνικός λαός ΝΔ, τα γκάλοπ την βγάζουν αυτοδύναμη.
    Τι ακριβώς δεν εξηγώ καλά;

  • Το αντίδωρο

    Είχε χθες στις ειδήσεις ζωντανή συνέντευξη ενός παλιού προπονητή του Αντετοκούμπο, από την εποχή που έπαιζε στον Φιλαθλητικό. Η συνέντευξη δινόταν στις εξέδρες του κλειστού γυμναστηρίου του Ζωγράφου και ως ηχητική υπόκρουση στις ερωταπαντήσεις ακουγόταν αυτό το τόσο χαρακτηριστικό και τόσο αγαπησιάρικο τρίξιμο που κάνουν τα αθλητικά παπούτσια των μπασκετμπολιστών πάνω στο παρκέ όταν παίζουν διπλό. Ακόμα κι αν δεν βλέπεις, είναι σαν να σου μεταφέρει την εικόνα ο ήχος: νέοι άνθρωποι σε διαρκή κίνηση, προσπαθούν να μαρκάρουν και να ξεμαρκαριστούν ο ένας απ’ τον άλλο, προσπαθούν να ντριμπλάρουν ή να κλέψουν την μπάλα ο ένας απ’ τον άλλο, προσπαθούν να σκρινάρουν ή να αποφύγουν το σκριν ο ένας του άλλου, μια χορογραφία νιότης, ομαδικότητας, αθλητικότητας, δεξιοτεχνίας, αυτοματισμών, πέντε εναντίον πέντε, μια ομάδα εναντίον μιας άλλης, μια μπάλα, δυο καλάθια, ένας στόχος, με κάθε καινούργια προπόνηση μια καινούργια επανάληψη του ίδιου ήχου, ένας ήχος που δεν θα κρατήσει για πάντα, θα κρατήσει για όσα χρόνια σε κρατάνε τα πόδια σου (και τα πόδια δεν κρατούν για πάντα), θα κρατήσει ακόμα λιγότερο αν δεν αξίζει να βρίσκεσαι εκεί, αν τα πόδια άλλων κινούνται με περισσότερη χάρη, αντοχή και φυσικότητα, αν τα πόδια άλλων ξέρουν τα βήματα του χορού, των ελιγμών και των προσποιήσεών του, καλύτερα από σένα.

    Ακόμη περισσότερο από τον ίδιο, ακόμη περισσότερο από την οικογένειά του, ακόμη περισσότερο από την Ελλάδα και τη Νιγηρία και τους Μπακς του Μιλγουόκι, ο Γιάννης Αντετοκούμπο εκπροσωπεί αυτόν τον ήχο των όπου γης κλειστών, εκπροσωπεί την έλλειψη αντίστοιχου ήχου των όπου γης ανοικτών, εκπροσωπεί κάθε παιδί με μια μπάλα κάτω από μια μπασκέτα από την ηλικία ακόμα που η μπάλα είναι πάρα πολύ μεγάλη και βαριά και η μπασκέτα αδιανόητα ψηλά, εκπροσωπεί κάθε άνθρωπο που, κάνοντας μπάλα ένα χαρτί που πρέπει να πετάξει, το σουτάρει με στυλ στο καλάθι των αχρήστων και πανηγυρίζει αν μπει και ματαιώνεται αν αστοχήσει.

    Όσα ο Γιάννης μπόρεσε στην κανονική περίοδο ή όσα ο Καουάι μπόρεσε στα πλέι οφ, εκπροσωπούν τις στρατιές όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν· τις ανεξαρτήτως χρώματος, καταγωγής και εθνικότητας στρατιές των για πλάκα, των για λίγο, των ερασιτεχνών αλλά και των επαγγελματιών μπασκετμπολιστών, που δεν μπόρεσαν· όλων αυτών που σχηματίζουν μια πυραμίδα, η οποία όσο ανεβαίνει μεγαλώνει και ο δείκτης δυσκολίας, για να φτάσουμε στην κορυφή της κορυφής, όπου χωρούν μόνοι οι ελάχιστοι εκλεκτοί της κάθε γενιάς του αθλήματος.

    Και η βαριά βιομηχανία του αθλητικού θεάματος δεν θα μπορούσε να στηθεί σε καμιά άλλη βάση, παρά αυτή της οικουμενικής ταύτισης με τους ελάχιστους εκλεκτούς που μπορούν όσα κανείς άλλος δεν μπορεί. Τον Αντετοκούμπο τον νιώθει δικό του κι ο Τούρκος φίλος του μπάσκετ, κι η Κινέζα φίλη του μπάσκετ, κι ο χρυσαυγίτης φίλος του μπάσκετ.

    Από εκεί και πέρα ζούμε σε μια χώρα, όπου την μέρα βράβευσης του Γιάννη, ο μια ζωή ούλτρα αριστερός σκιτσογράφος και δημοσιογράφος Στάθης (Σταυρόπουλος) ανεβάζει στο Τwitter την εξής ανάρτηση: «Πέντε χρόνια Ευρωβουλευτής των Ελλήνων στις Βρυξέλλες η κυρία Κούνεβα, και όμως δεν καταδέχτηκε να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Ούτε καν για το ονόρε». Κι αν έτσι σκέφτονται κι ακόμα χειρότερα αν έτσι εκφράζονται δημοσίως οι ούλτρα αριστεροί υποψήφιοι βουλευτές, πώς να μιλήσουν μετά οι ούλτρα δεξιοί υποψήφιοι βουλευτές, όπως ένας κάποιος Κυρανάκης της ΝΔ, που αφού πρώτα τάζει επίδομα για κάθε νέο παιδί προκειμένου να καταπολεμηθεί η υπογεννητικότητα και ο καλός σχολιαστής του επισημαίνει ότι αυτό «είναι κίνητρο να γεννούν οι γύφτοι», σπεύδει να διευκρινίσει ότι το επίδομα θα δίνεται μόνο σε ελληνόπουλα, σπεύδοντας να διευκρινίσει περαιτέρω μόνο σε παιδιά γεννημένα από Έλληνες γονείς. Βρισκόμαστε ακόμα εντός του συνταγματικού τόξου, ας μην πάμε σε απόψεις πιο πέρα, δεν χρειάζεται.

    Θα επιχειρήσω μια υπόθεση. Μπορεί να πέφτω τελείως έξω, αλλά θα την επιχειρήσω. Ο Γιάννης Αντετοκούμπο βρίσκεται σε διαρκείς εξετάσεις από όλους εκείνους, από όλους τους πάρα πολλούς εκείνους, που είτε το ομολογούν είτε ντρέπονται να το ομολογήσουν δημόσια, τον κοιτάζουν ακόμη με μισό μάτι. Μάλλον τελικά θα τους εξυπηρετούσε να μην έπαιζε τα επόμενα χρόνια στην Εθνική Ελλάδας, μάλλον τελικά θα τους εξυπηρετούσε να έριχνε μαύρη πέτρα η οικογένεια Αντετοκούμπο πίσω της και να έμενε όλη μόνιμα στις ΗΠΑ, μάλλον τελικά θα τους εξυπηρετούσε τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης να ερχόταν πολύ περισσότερο σε επαφή με την πλευρά της νιγηριανής καταγωγής του ή έστω να γινόταν εντελώς αμερικανάκι. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, ο Γιάννης θα είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται την έννοια πατρίδα. Αν παίξει στο παγκόσμιο και αρχίσει να καρφώνει στα μούτρα των αραπάδων των ΗΠΑ, οκ μπορεί να νιώσουν συγκίνηση για το δικό τους παιδί. Αλλά όχι άλλα καπρίτσια. Αρκετή καλή θέληση δείξαμε ως τώρα. Για να χρησιμοποιήσουμε πάλι τα λόγια του Στάθη, παραφράζοντας τα, το θέμα με τον κύριο Αντετοκούμπο είναι θέμα αντιδώρου στο αίσθημα του λαού που τον τίμησε, επιδεικνύοντας έτσι ο λαός έναν ωραίο αντιρατσισμό κι έναν βαθύ σεβασμό στο πρόσωπο του.

     

  • Παίρνω από ένα ψιλικατζίδικο ένα μπουκάλι νερό, είναι μέσα μια οικογένεια, πάει η μαμά να μου το χτυπήσει, την προλαβαίνει ο γιος, που μοιάζει δεκατεσσάρων, την προλαβαίνει με ένα πρόσωπο γεμάτο φως και καθαρότητα, την προλαβαίνει χαρούμενος που βοηθάει κι αυτός, που συμμετέχει κι αυτός, που είναι στο σωστό σημείο την σωστή στιγμή, και καμιά φορά το σωστό σημείο την σωστή στιγμή ένα πάρα πολύ ζεστό κυριακάτικο καλοκαίρι, δεν είναι μια παραλία, δεν είναι ένα πλέι στέισον, είναι το ψιλικατζίδικο που λειτουργούν οι γονείς σου.

  • Η επιστροφή

    Στους πέντε παρουσιαστές των κεντρικών δελτίων των ιδιωτικών καναλιών που θα συμμετείχαν στο debate της 1ης Ιουλίου, δεν θα συμπεριλαμβάνεται τελικά ο Νίκος Χατζηνικολάου, ο οποίος δήλωσε ότι διαφωνεί με τους όρους διεξαγωγής του, καταγγέλλοντας διαδικασία παράλληλων μονολόγων. Μπορεί να εικάσει κανείς ότι η ένσταση του καλού δημοσιογράφου δεν έχει να κάνει τόσο με τους μονολόγους, όσο με το ότι αυτοί θα είναι παράλληλοι, καθώς όταν οι μονόλογοι δεν κινούνται παράλληλα με άλλους αλλά είναι αποκλειστικοί, όπως π.χ. η συνέντευξη του Βαγγέλη Μαρινάκη προ δύο μηνών στον ίδιο, έχουν άλλη γλύκα, όντας περιβεβλημένοι με άλλου τύπου δεοντολογική πατίνα.

    Αλλά ας στρέψουμε το βλέμμα μας εκεί που θα έπρεπε: από τον ένα από τους πέντε παρουσιαστές, στους ένα από τους πέντε πολιτικούς αρχηγούς που θα συμμετάσχουν. Ο σεναριογράφος της πολιτικής ζωής του Βασίλη Λεβέντη του επιφυλάσσει με τη σύνθεση του debate το ιδανικό φινάλε. Κανείς άλλος παρείσακτος. Ούτε Θεοδωράκης, ούτε Καμμένος, ούτε Βελόπουλος, ούτε Βαρουφάκης. Μόνο ενήλικοι στο δωμάτιο. Μόνο οι αρχηγοί των τεσσάρων παραδοσιακών κομμάτων και ιδεολογικών χώρων της Μεταπολίτευσης, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, αρχηγοί που αποτελούν έναν κρίκο στην αλυσίδα, και μαζί τους ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων, ένας αρχηγός που αποτέλεσε κρίκο στην αλυσίδα της παλιάς Ένωσης Κέντρου μόνο στο μυαλό του, ένας αρχηγός που δεν εκπροσωπεί ουσιαστικά κανένα κόμμα, ένας αρχηγός που το κόμμα εκπροσωπεί τον ίδιο, τον ίδιο που αποτέλεσε το πόστερ μπόι της γραφικότητας για δεκαετίες, τον ίδιο που για δεκαετίες λογιζόταν λιγότερο για γραφικός πολιτικός και περισσότερο για σκέτα γραφικός που παριστάνει τον πολιτικό, την ώρα που όλη η πλάση τον τρολάρει (κι ας μην είχε εφευρεθεί τις συγκεκριμένες δεκαετίες η λέξη).

    Στην εκτός συγκλονιστικού απροόπτου τελευταία του εμφάνιση στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, ο Βασίλης Λεβέντης αξιώνεται την υπέρτατη αξίωση. Κλείνει με τον πιο λαμπρό, με τον πιο ταιριαστό τρόπο, αυτή η μυθική του μετάβαση από το δωμάτιο των παιδιών και των τρελών στο δωμάτιο των ενηλίκων και των σοβαρών. Κανονικά θα έπρεπε μετά τις επερχόμενες εκλογές να κρεμάσει τα πολιτικά του γάντια και να αποσυρθεί ως θριαμβευτής. Όχι ως νικητής, αφού δεν θα έχει ξαναμπεί στη Βουλή, αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο από πρόσκαιρος νικητής ή πρόσκαιρος χαμένος, ως θριαμβευτής, ως θρύλος, ως ο άνθρωπος που δεν είδε απλά το όνειρό του να γίνεται για μια τετραετία πραγματικότητα, ως ο άνθρωπος που είδε να γίνεται για μια τετραετία πραγματικότητα ένα όνειρο λοιδορούμενο πανταχόθεν για τόσο ατέλειωτα πολύ καιρό.

    Κανονικά αυτό θα έπρεπε να κάνει, αλλά αν το κάνει θα είναι προδοσία του ίδιου του εαυτού, θα είναι σαν να αναιρεί την αδιαπραγμάτευτη συνέπεια μιας πορείας ζωής, αν το κάνει θα είναι σαν να ξεπουλάει όλα όσα έκαναν τον Βασίλη Λεβέντη να είναι ο Βασίλης Λεβέντης. Όχι, πρέπει να επιστρέψει στην τηλεόραση, πρέπει να επιστρέψει στις μικρές ώρες μικρών καναλιών, πρέπει να επιστρέψει στις κατηχήσεις του, πρέπει να επιστρέψει σε τηλέφωνα με τον κόσμο, πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες του, εντελώς ιδεατά πρέπει να επιστρέψει στον καιρό της πρώιμης δόξας του και να αρχίσει να μοιράζει πάλι φάσκελα και καρκίνους, εγκαλώντας τα ζώα που δεν τον ψήφισαν (άλλωστε στο τελευταίο δεν είναι και ακριβώς μόνος από τις ευρωεκλογές και μετά).

    Το ευρύτερο ερώτημα όμως που βάζει η περίπτωση του Βασίλη Λεβέντη είναι άλλο: τι συμβαίνει άραγε στην ζωή σου, όταν δεις το πιο μεγάλο σου όνειρο να γίνεται πραγματικότητα; Τι συμβαίνει άραγε, αν ξημερώσει μια μέρα που δεις ότι έχεις όλα όσα ήθελες; Αρχίζεις μετά από πολύ λίγο να θέλεις κι άλλα; Να θέλεις π.χ. οικουμενικές κυβερνήσεις στις οποίες θα συμμετέχεις; Βρίσκει τρόπο το ανικανοποίητο να πάρει κεφάλι ακόμη και σε σκηνικά υπέρτατης ικανοποίησης; Είναι κατασκευαστικό ελάττωμα του ανθρώπου να θέλει πάντα το πιο πολύ, το πιο πολύ, το πιο πολύ;

    Ή συμβαίνει μήπως κάτι πιο ύπουλο; Ξεδιψάει μεν ο άνθρωπος, νιώθει πλήρωση μεν ο άνθρωπος, δεν είναι ένα άπληστο ζώο πλασμένο να σκιαμαχεί αέναα  ο άνθρωπος, αλλά την ίδια ώρα είναι μια πλήρωση που σχετικοποιείται μέσα του, μια πλήρωση που δεν μπορεί να αποτελεί κάτι το απόλυτο πλέον, αφού απόλυτο μπορεί να είναι κάτι μόνο όσο παραμένει στο στάδιο του ανεκπλήρωτου; «Πως είσαι;» «Ε, καλά μωρέ, όπως τα ξέρεις, τα ίδια πάνω – κάτω. Υπέροχα είναι. Τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτά. Τα δικά σου;»

  • Να κατάγεται

    Είτε γνώρισες, είτε δεν γνώρισες πατέρα, είτε είχες τον καλύτερο πατέρα του κόσμου, είτε τον χειρότερο, είτε κάτι ενδιάμεσο, είτε είσαι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου, είτε ο χειρότερος, είτε κάτι ενδιάμεσο, είτε γνώρισες, είτε δεν γνώρισες μητέρα, είτε είχες την καλύτερη μητέρα του κόσμου, είτε την χειρότερη, είτε κάτι ενδιάμεσο, είτε είσαι η καλύτερη μητέρα του κόσμου, είτε η χειρότερη, είτε κάτι ενδιάμεσο, σε οποιαδήποτε γονεϊκή συνθήκη και με οποιαδήποτε γονεϊκή παραλλαγή, οι λέξεις «Πατέρα» και «Μητέρα», «Μπαμπά» και «Μαμά», είτε τις λες, είτε στις λένε, είτε δεν τις λες, είτε δεν στις λένε, θα είναι πάντα τραύματα που τρέχουν αίμα, άλλοτε αίμα που πονάει, κι άλλοτε αίμα από τραύμα αγάπης, πλήρωσης, δεσίματος με ό,τι είναι αδύνατο να απαλλοτριωθεί.
    Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να κατάγεται.