Author: Old Boy

  • Δωρεάν

    Είναι άραγε καλύτερο να ακούς την «Αχάριστη» ως τραγούδι γνωστό, ως ήχο οικείο, ως μουσική που συνοδεύεται από στίχους και να σιγοτραγουδάς τους στίχους νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα οριοθετώντας αυτό που ακούς, ή μήπως είναι καλύτερο να την ακούς ως τουρίστας για πρώτη φορά, ως τραγούδι άγνωστο και φορέα ενός ήχου που έρχεται κάπου έξω από εσένα, το παρελθόν σου, τα ακούσματά σου, την μνήμη των κυττάρων σου, με τους στίχους να μην σχηματίζουν λέξεις αλλά κι αυτοί ήχους μόνο, ήχους ακατάληπτους, συλλαβές που δεν ξέρεις τι μπορεί να σημαίνουν, όντας έτσι ελεύθερος να αφεθείς αποκλειστικά στην μουσική, όντας έτσι ελεύθερος από το ένα και συγκεκριμένο νόημα, όντας έτσι ελεύθερος ίσως να προσλάβεις όσους σιγοτραγουδούν ως προσκυνητές που προσεύχονται σε μια ειδικά φτιαγμένη για προσευχές γλώσσα, σε μια γλώσσα που δεν υπάρχουν λέξεις, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να φυλακιστεί, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να σε πνίξει, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να σε φέρει απέναντι στο Θείο ή στο Ανθρώπινο με όρους καταπιεστικούς, σε μια γλώσσα που σε φέρνει απέναντι στο Θείο και στο Ανθρώπινο με όρους αποδοχής των αδυναμιών αμφοτέρων, με όρους συγχώρεσης των αδυναμιών αμφοτέρων, με όρους όπου Θεοί και Άνθρωποι συμπυκνώνουν ό,τι μπόρεσαν να καταλάβουν από το φευγαλέο ταξίδι της ύπαρξης στα τρία λεπτά ενός τραγουδιού;

    Γιατί, βλέπεις, ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από το ότι ο νεότερος των Καραμανλήδων χρησιμοποιεί τη λέξη αποβράσματα για όσους δεν χτυπάνε εισιτήριο στο μετρό, είναι ότι δεν έχει χρειαστεί και δεν πρόκειται ποτέ να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει μετρό ή άλλο μέσο μαζικής μεταφοράς. Γιατί, βλέπεις, πάντοτε ο κόσμος θα χωρίζεται σε αυτούς που έχουν πάσο απεριορίστων διαδρομών στα πάσης φύσεως προνόμια και στους υπόλοιπους. Αλλά πρέπει ακόμη περισσότερο να δεις κι ακόμη περισσότερο να καταλάβεις, ότι τα προνόμια των πρώτων θα αφορούν κατά το μεγαλύτερο μέρος την προσβασιμότητά τους σε υλικά αγαθά, καταναλωτικές ανέσεις, πολυτέλειες, εξουσία, ισχύ. Και ως εκεί. Και όχι πιο πέρα.

    Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να αγοράσουν καλύτερες αχάριστες να τις ακούνε μόνο αυτοί. Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να σε εμποδίσουν εσένα να τις ακούς. Γιατί, βλέπεις, μπορούν να πάνε στα πιο πολυτελή θέρετρα και στις καλύτερες θάλασσες, αλλά υπάρχει ακόμα άφθονη θάλασσα απερίφρακτα δική σου. Γιατί, βλέπεις, όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα δεν έχεις ανάγκη οτιδήποτε άλλο που μπορούν να αγοράσουν τα λεφτά – και όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να αγοράσουν οτιδήποτε περισσότερο από αυτό που βιώνεις μέσα στη θάλασσα. Γιατί στη θάλασσα λιώνουν τα ψηφία του χρόνου κι αποκαλύπτεται πως η βαθύτερη φύση του ανθρώπου είναι η ραστώνη και η έως εξαφανίσεως του εαυτού αφαίρεση. Γιατί το μπάνιο στη θάλασσα είναι πάντα μια απάντηση, ανεξαρτήτως ερωτήματος. Κι η απάντηση είναι ότι ο άνθρωπος στη ζωή δεν χρειάζεται σχεδόν τίποτα άλλο. Μόνο το κορμί του και μια θάλασσα μπροστά.

    Γιατί, βλέπεις, όσα άλλα κορμιά κι αν μπορεί να αγοράσει το χρήμα, τα πιο πολυτελή και καλύτερα κορμιά, υπάρχουν ακόμα άφθονα κορμιά απερίφρακτα δικά σου. Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα κορμιά για να τα έχουν μόνο αυτοί, ούτε μπορούν να εμποδίσουν εσένα να τα έχεις. Για να σε εμποδίσουν επιστράτευσαν στην πορεία των αιώνων κολάσεις, στρεβλωμένα θρησκευτικά δόγματα και εκκοσμικευμένες αντανακλάσεις τους.

    Γιατί, βλέπεις, το χρήμα και το προνόμιο μπορεί να σου εξασφαλίσει ό,τι έπεται, όχι ό,τι είναι πρωταρχικό. Γιατί, βλέπεις, μπορείς να βλέπεις δωρεάν τον ουρανό. Γιατί, βλέπεις, μπορείς δωρεάν να ερωτευθείς και δωρεάν να αγαπήσεις, γιατί ο έρωτας και η αγάπη είναι δωρεά, είναι αντίδωρο της ανθρώπινης συνθήκης για όλη την προσωρινότητά της, για όλη την φθαρτότητά της, για όλο της το όχι αρκετό. Γιατί, βλέπεις, τα λεφτά και τα προνόμια είναι παιχνίδια που κατασκευάσαμε. Με αυτά τα παιχνίδια οι προνομιούχοι και οι πλούσιοι ας παίζουν το μέικ μπιλίβ τους. Η πραγματικότητα της ζωής είναι άλλη: πως ό,τι συνομιλεί με τον πυρήνα του ανθρώπου, ήταν, είναι και θα είναι διατεθειμένο για όλους, για τον κάθε ένα από εμάς. Αν θα τραγουδήσει, αν θα κολυμπήσει, αν θα αγκαλιάσει, αν θα αγαπήσει εξαρτάται μόνο από ό,τι έχει στο μυαλό του – όχι από ό,τι έχει στην τσέπη του.

  • 45 χρόνια

    Καταρχάς, επειδή καλό είναι να μην ξεχνάμε σήμερα ό,τι γράψαμε χθες και να μην λειτουργούμε σαν να παίζουμε σε αυτοτελή επεισόδια, το κείμενο της προηγούμενης εβδομάδας,  που έφερε τον δηκτικά σκληροκαριόλικο τίτλο «Ελάτε», κατέληγε ως εξής: «Ελάτε να κάνετε επέτειο των πάνω από εκατό νεκρών με τον Τσουβάλα νεοδιορισθέντα Γενικό Γραμματέα. Ελάτε». Ήρθαν λοιπόν, φυσικά και ήρθαν, ο λαός αγκάλιασε μάλιστα τον Υπουργό Χρυσοχοϊδη στο μνημόσυνο στο Μάτι, οπότε για πολλοστή φορά διαψευσμένοι ως προς το τι μπορεί να περάσει επικοινωνιακά και πολιτικά και τι όχι, ας περάσουμε σε άλλα, απολογούμενοι για την γραφικότητα του υψώματος των τόνων την περασμένη εβδομάδα, για ένα θέμα που προφανώς αποδείχθηκε πάρα, μα πάρα, μα πάρα πολύ ασήμαντο.

    Ένας χρόνος και μια μέρα απ’ το Μάτι, σαράντα πέντε χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, σαράντα πέντε χρόνια Μεταπολίτευση. Υπήρξε μια περίοδος, μέσα στο 2011, που αμφέβαλλα αν θα γίνονταν κανονικά οι εκλογές, που αμφέβαλλα αν θα παραδιδόταν στον λαό επιτέλους η δυνατότητα να καταψηφίσει το μνημόνιο και τις πολιτικές του. Υπήρξε μια περίοδος, που ο Άρης Πορτοσάλτε και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου συζητούσαν  στον ραδιοφωνικό αέρα αν θα παραδώσει ο Τσίπρας την εξουσία ή θα βρει τρόπο να κρατηθεί σε αυτή, μέσω πολέμων με την Τουρκία. Υπήρξαν μια περίοδος που γίνονταν ειδικά δικαστήρια εναντίον πρώην (και ταυτόχρονα μελλόντων) πρωθυπουργών και που παραλίγο να καταλήξουν στην καταδίκη τους. Υπήρξε μια περίοδος, που τα τραγούδια της γαλάζιας γενιάς είχαν στίχους που έλεγαν ότι, αν χρειαστεί, οι δεξιοί πατριώτες θα πάνε στο βουνό για τη σημαία και το σταυρό. Υπήρξε μια περίοδος πριν την εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 81, που παρακαλούσα έντρομος τον Θεό να μην μας κάνει κακό ο Ανδρέας. Υπήρξε μια περίοδος, που το δίλημμα ήταν Καραμανλής ή τανκς. Υπήρξε μια νύχτα, που οπαδοί άλλου κόμματος ξεκίνησαν να πανηγυρίζουν βγαίνοντας στους δρόμους και τελικά πανηγύρισαν οι οπαδοί του άλλου. Υπήρξε μια περίοδος -νύχτα, που μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο ήταν η Χρυσή Αυγή. Υπήρξαν περισσότερες της μίας περιόδου, όπου πολίτες έπεφταν νεκροί από όργανα της τάξης. Υπήρξε μια σχεδόν ολόκληρη δεκαετία, όπου πολύ μεγάλο μέρος της εξουσίας είχε εκχωρηθεί σε δανειστές του ελληνικού κράτος. Υπάρχουν και θα υπάρχουν συνέπειες αυτές της εκχώρησης και στο μέλλον. Υπάρχουν πάρα πολλά που μπορεί να επισημάνει κανείς ως προς την ποιότητα, τα όρια και την αληθινή ουσία της δημοκρατίας που έχουμε. Αλλά υπάρχει και το εξής αναμφισβήτητο πολιτειακό γεγονός: στην Μεταπολίτευση η αστική δημοκρατία στερεώθηκε και άντεξε τους μερικές φορές όχι ασήμαντους κλυδωνισμούς.

    Στις τελευταίες εκλογές ήμουν δικαστικός αντιπρόσωπος στην Τρίπολη, τελείωσα σχετικά γρήγορα, περπάτησα την πόλη να παραδώσω τον εκλογικό σάκο και τα υπόλοιπα έγγραφα στις διάφορες αρμόδιες υπηρεσίες. Αν δεν ήξερες ότι είχαν γίνει εκλογές, δεν θα μπορούσες να το μαντέψεις. Ο κόσμος ήταν στις καφετέριες και τις ταβέρνες, τα παιδιά έπαιζαν στην μεγάλη πλατεία, μπλα μπλα μπλα, ήταν ένα ήρεμο, καλοκαιριάτικο, κυριακάτικο βράδυ. Μόνο έξω από τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας είχε συγκεντρωθεί λίγος κόσμος, που και αυτός άκουγε χαλαρά τα αποτελέσματα και τις ομιλίες που μετέδιδαν τα κανάλια. Πόση αναντιστοιχία αυτού του κόσμου με τον κόσμο της δεκαετίας του ογδόντα, με τα αυτοκίνητα να κορνάρουν με τις σημαίες τριάντα μέρες προεκλογικής περιόδου. Πόση αναντιστοιχία αυτού του κόσμου με τον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου στις εκλογές παιζόταν ο αγώνας άγγελοι εναντίον διαβόλων, η τελική μάχη.

    Στις προγραμματικές, μια – δυο ομιλίες διαβολικών υπουργών μου φάνηκαν -στα λόγια τουλάχιστον- όχι ακριβώς διαβολικές. Σκιάχτηκα. Τι μου συνέβαινε; Αλλά και γενικότερα, αν παίζουν άγγελοι εναντίον διαβόλων, πώς μπορείς να αποδεχτείς την εναλλαγή στην κυβέρνηση το 2015 ή το 2019; Δημοκρατία είναι όχι απαραίτητα να ξεκολλήσεις και να πάψεις να θεωρείς τον άλλο διάβολο, αλλά να πιστεύεις πάνω απ’ όλα ότι αν ο διάβολος συγκεντρώσει περισσότερους ψήφους, τότε αυτός δικαιούται να κυβερνήσει. Και η Χρυσή Αυγή, κύριε; Στα τεσσαρακοστά πέμπτα γενέθλιά της Μεταπολίτευσης, αν η Ελληνική Δημοκρατία έχει έναν αληθινό ήρωα, αυτός είναι ο Παύλος Φύσσας.

     

  • Στη θάλασσα λιώνουν τα ψηφία του χρόνου κι αποκαλύπτεται πως η βαθύτερη φύση του ανθρώπου είναι η ραστώνη και η έως εξαφανίσεως του εαυτού αφαίρεση.

  • Ελάτε

    Στην περιβόητη συνέντευξη Τύπου μετά το Μάτι πέρσι, θυμάμαι ότι ειδικά ο αρχηγός της Αστυνομίας με είχε πείσει πως έκανε από την πλευρά του και από την πλευρά της υπηρεσίας του ό,τι μπορούσε και πως η αστυνομία και η τροχαία είχαν ενεργήσει γενικά σωστά. Διαβάζω ότι ακόμη και στην ποινική δίωξη που ασκήθηκε για την πυρκαγιά, οι εισαγγελικές αρχές εξέδωσαν απαλλακτική διάταξη για τον ίδιο. Για να το ξεκαθαρίσω από την αρχή λοιπόν, δεν θεωρώ ότι ο Κωνσταντίνος Τσουβάλας βαρύνεται με δικές του ευθύνες για την τραγωδία στο Μάτι.

    Η ανακοίνωση όμως του διορισμού του ως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είναι σαν να αποτελεί ένα κρας τεστ του περιθωρίου που έχει η νέα κυβέρνηση να λειτουργεί σε ένα επικοινωνιακό περιβάλλον τόσο σκανδαλωδώς προστατευτικό και τόσο εξοργιστικά διαστρεβλωτικό, ώστε να μπορεί να περνά αβρόχοις ποσί ό,τι απόφαση θέλει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Χωρίς να δίνει λογαριασμό όχι στους σαν εμένα που είναι ούτως ή άλλως απέναντί της, χωρίς να δίνει λογαριασμό ούτε καν σε όσους την ψήφισαν και την έφεραν στην εξουσία, χωρίς να δίνει λογαριασμό ως προς το πού τοποθετείται ο καθένας και τι πρεσβεύει ο καθένας, ώστε να υπάρχει ένας ελάχιστος κοινός τόπος αυτοπροσδιορισμού του καθενός και άρα στη συνέχεια και η δυνατότητα αντιπαράθεσης μέσω αυτού του αυτοπροσδιορισμού. Χωρίς να δίνει εν τέλει λογαριασμό σε όσα ως χθές έλεγε, κραύγαζε, ωρυόταν.

    Σε λιγότερο από μια εβδομάδα είναι η επέτειος της πυρκαγιάς στο Μάτι. Θα την περάσουμε με τον Κωνσταντίνο Τσουβάλα ως νεοδιορισθέντα Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου; Σοβαρά τώρα; Αυτό θεωρείτε ότι θα κάνετε; Θεωρείτε ότι σας παίρνει να το κάνετε; Θεωρείτε ότι είστε τόσο παντοδύναμοι; Θεωρείτε ότι είστε νεοεκλεγμένοι και δεν έχετε κανένα πολιτικό κόστος; Θεωρείτε ότι μπορείτε να αποπατείτε πάνω στη κοινή λογική, στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στη συλλογική μνήμη μιας εθνικής καταστροφής;

    Γιατί δεν είναι το θέμα αν και πού έφταιξε ο Τσουβάλας. Ένα θέμα είναι ότι ακόμη και αν δεν έφταιξε στο παραμικρό, είναι άλλο η μη ποινική του δίωξη, είναι άλλο η μη στοχοποίησή του και κάτι τελείως άλλο η εκ των υστέρων επιβράβευσή του και η ανάθεση σε αυτόν (που είχε παυθεί από αρχηγός της Αστυνομίας λίγο καιρό μετά το Μάτι από την προηγούμενη κυβέρνηση) νέου αναβαθμισμένου ρόλου και νέων αναβαθμισμένων αρμοδιοτήτων. Ακόμη και αυτό το θέμα όμως θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ξεπεραστεί, εάν και εφόσον η τραγωδία στο Μάτι είχε τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης στον δημόσιο λόγο, εάν και εφόσον η τραγωδία στο Μάτι δεν είχε εργαλειοποιηθεί τόσο εκτεταμένα, τόσο εντατικά, τόσο ακούραστα για αντιπολιτευτικούς λόγους.

    Το βασικό θέμα λοιπόν είναι πως όταν παίρνεις μια τραγωδία από το χέρι για να σε βοηθήσει να έρθεις στην εξουσία, όταν για ένα χρόνο φωνάζεις Μάτι – Μάτι – Μάτι, όταν σε κάθε πιθανή αφορμή το ανασύρεις για να το συνδέσεις με οτιδήποτε άσχετο και να γαργαλήσεις το θυμικό του ψηφοφόρου, τότε το να διορίζεις Γενικό Γραμματέα ένα από τα τέσσερα – πέντε πρόσωπα που λόγω πόστου εμπλέχθηκαν άμεσα με την τραγωδία και έδωσαν θεσμικό πρόσωπο στο κράτος που δεν κατάφερε να την αποτρέψει, είναι ύβρις. Είναι η πιο κυνική και η πιο χυδαία ομολογία ότι πάτησες επί εκατό καμμένων πτωμάτων για να πάρεις την κουτάλα της εξουσίας και τώρα που την πήρες μπορείς και να κανιβαλίσεις εμπράκτως και συμβολικά τη μνήμη τους.

    Γιατί μπορείς. Γιατί σε παίρνει. Γιατί στηρίζεσαι σε εξίσου χυδαίους και κυνικούς μισθοφόρους που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, ενώ δεν είναι παρά σκυλιά των αφεντικών τους. Γιατί δεν θα βγει να σκίσει τα ρούχα του ούτε ένας από αυτούς. Γιατί τα ίδια τομάρια που σε έφεραν στην εξουσία, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να σε κρατήσουν στην εξουσία. Γιατί είστε όλοι μαζί διαβρωμένοι ως το μεδούλι.

    Γιατί το πλέον αυτονόητο που θα έπρεπε να κάνετε -για το δικό σας επικοινωνιακό και πολιτικό συμφέρον- ήταν μόλις ερχόταν η πρόταση για τον Τσουβάλα στο τραπέζι, να την πετούσατε στα σκουπίδια. Δεν το κάνατε. Δοκιμάζετε τη δύναμή σας. Δοκιμάζετε τον μιθριδατισμό των ψηφοφόρων σας.

    Ελάτε να κάνετε επέτειο των πάνω από εκατό νεκρών με τον Τσουβάλα νεοδιορισθέντα Γενικό Γραμματέα. Ελάτε.

     

  • Ίσως αν ο Φλώρος είχε δηλώσει εξαρχής ότι έκλεψε τα λεφτά και τα έδωσε στο ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ, δεν θα είχε μπει και καθόλου φυλακή.

  • Εκλεκτικές συγγένειες

    «Ουδέποτε έχω υπάρξει αντισημίτης. Έχω όμως πολυετή πολιτική θητεία σε πολιτικά κόμματα και οργανώσεις του εθνικιστικού χώρου και έχω συνυπάρξει πολιτικά με ανθρώπους που είχαν τέτοιες απαράδεκτες ιδέες. Προς άρση λοιπόν οποιασδήποτε αμφιβολίας, αποκηρύσσω κάθε πράξη, παράλειψη ή ανοχή μου σε πράξη τρίτου που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντισημιτική ή νεοναζιστική».

    Μάκης Βορίδης

    «Μετά από πολύ σκέψη και βάσει όλων όσων έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό, αποφάσισα να ανεξαρτητοποιηθώ από τη Χρυσή Αυγή, όχι γιατί υπάρχει κάποιο μίσος ή κάποια κόντρα με την ηγεσία και τη Χρυσή Αυγή, αλλά γιατί θεωρώ ότι κάνουμε λάθος πολιτικές κινήσεις, πράγματα τα οποία εγώ τουλάχιστον δεν συμφωνώ. Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλους τους πρώην συναγωνιστές μου, να πάνε όλα καλά. Η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ούτε πρόκειται να υπάρξει μια εγκληματική οργάνωση. Ήμασταν πάντα άνθρωποι που μιλούσαμε για πατρίδα και για έθνος. Ίσως κάποια στιγμή να μας φόβισαν οι διώξεις, τα κυνηγητά και τα συναφή».

    Γιάννης Λαγός

  • Υπαρξιακό

    Σε μια ιδιοφυή στιγμή του έβδομου κύκλου του “Veep”, ο Νταν βιώνει μια υπαρξιακή κρίση: “Ames, am I gettin’ old? Maybe I gotta stop foolin’ around. Maybe that’s it. Maybe I gotta cut out all the meaningless sex with girls half my age. I mean, you pull it out to cum on her tits ’cause you think it’s gonna make you feel alive. But it doesn’t matter where you cum, Ames. Ya know? It just doesn’t. It just -It doesn’t”.

    Αν βέβαια κάτι μάτερς σε αυτή τη ζωή, Νταν, είναι ακριβώς το πού τελειώνεις. Από αυτό το τέλος μπορούν δυνάμει να ξεκινήσουν όλα, από το πού τελειώνεις μπορεί δυνάμει να αρχίσει μια άλλη ζωή: σήμερα δεν είσαι -αύριο είσαι.

    Έγραφε τις προάλλες μια φίλη για ένα παιδί 17 χρονών που πέθανε από ανακοπή καρδιάς την μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Είχε σκίσει, σε όλη την τόσο σύντομη ζωή του έσκιζε, το μέλλον προδιαγραφόταν λαμπρό, ο κόσμος και η ζωή του ανήκε, πέθανε ξαφνικά, πέθανε στα καλά καθούμενα.

    Χθες βράδυ στην Χαλκδική μεγάλοι και παιδιά έχασαν τη ζωή τους όσο πιο ξαφνικά γίνεται, οι περισσότεροι σε μια ξένη για τους ίδιους χώρα, όπου είχαν έρθει να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές. Έπεσαν στα κεφάλια τους δέντρα, έπεσαν στα κεφάλια τους σκεπές, τους πήρε και τους πέταξε σε τζαμαρίες ο αέρας, αναποδογύρισε το τροχόσπιτό τους.

    Δεν το ξέρουμε άραγε ότι μπορεί η ζωή μας να τελειώσει κυριολεκτικά ανά πάσα στιγμή; Το ξέρουμε αλλά το απωθούμε; Το ξέρουμε αλλά θεωρούμε ότι είναι μια θεωρητική γνώση που δεν αφορά εμάς; Πώς γίνεται να μην ζούμε με βάση ακριβώς αυτή τη συνειδητοποίηση; Πώς γίνεται να μην μας λυτρώνει και απελευθερώνει αυτή η συνειδητοποίηση; Πώς γίνεται να ζούμε με διαρκή φόβο για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, με διαρκές άγχος για το αύριο, με σκοτεινιά στο μυαλό μας για το αν θα συμβεί το ένα ή το άλλο κακό; Τι ακριβώς θεωρούμε ότι είναι υπό τον έλεγχό μας; Τίποτα δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Κατεξοχήν δεν είναι υπό τον έλεγχό μας η ημερομηνία λήξης μας.

    Να σκοτεινιάζαμε για το αύριο αν ξέραμε ότι η μόνη πιθανή σκοτεινή εκδοχή του αύριο, είναι αυτή για την οποία ανησυχούμε. Δεν είναι όμως. Όπως πριν καν έρθει το αύριο μπορεί να πεθάνεις σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή. Έτσι γινόταν πάντα και έτσι πάντα θα γίνεται με τους ανθρώπους. Που αν θα έπρεπε να καταλάβουν κάτι είναι ότι αυτό τουλάχιστον είναι ένα δώρο. Θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι από φόβο γιατί δεν μπορούν ούτε να προβλέψουν ούτε να ελέγξουν το πώς και το πότε του κακού που θα συμβεί. Ότι θα συμβεί κάποτε είναι το μόνο σίγουρο, σίγουρο όσο ο θάνατος.

    Αλλά μέχρι το τελικό κακό έχουν χρόνο. Ένα δευτερόλεπτο ή πολλές δεκαετίες, δεν είναι κάτι που μπορούν να ξέρουν. Είναι κάτι όμως που μπορούν να γεμίσουν με συστατικά άλλα από τον φόβο, την απαισιοδοξία, την μαυρίλα. Όσο κι αν μαυρίσουν, η ζωή θα είναι πάντα πιο μαύρη. Δεν μπορούν να τη νικήσουν έτσι, να τη σπαταλήσουν μόνο μπορούν έτσι, να την ματαιώσουν μόνο μπορούν έτσι, να την ακυρώσουν μόνο μπορούν έτσι.

  • Η Τζένη άλλαξε

    Ας ξεκινήσουμε με νούμερα:

    • Τον Ιούλιο του 15, 2.245.368 πολίτες ψήφισαν ΝΑΙ στο Δημοψήφισμα.
    • Τον Ιούλιο του 19, 2.251.411 πολίτες ψήφισαν Νέα Δημοκρατία.
    • Ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε πολύ μεγαλύτερη πτώση σε αριθμό ψηφοφόρων μεταξύ Ιανουαρίου  (2.245.978 ψήφοι) και Σεπτεμβρίου (1.926.526 ψήφοι) του 15, με τη μεσολάβηση της συνθηκολόγησης μετά το δημοψήφισμα, λαμβάνοντας 319.452 ψήφους λιγότερες,
    • από ό,τι μεταξύ Σεπτεμβρίου του 15 (1.926.526, όπως είπαμε, ψήφοι) και Ιουλίου του 19 (1.781.174 ψήφοι), με τη μεσολάβηση σχεδόν τεσσάρων ετών μνημονιακής και μεταμνημονιακής διακυβέρνησης, όπου και έλαβε 145.352 ψήφους λιγότερες.

    Όσο προφανές κι αν είναι ότι δεν αλληλεπικαλύπτονται πλήρως τα σύνολα των φηφοφόρων του ΝΑΙ του Ιουλίου του 15 με τους ψηφοφόρους της ΝΔ του Ιουλίου του 19 (υπάρχει εκτός των διαφόρων άλλων που μπορεί να σκεφτεί κανείς και το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ), εξίσου προφανές θεωρώ ότι είναι, πως όσο πολύ κοντά βρίσκονται σε απόλυτους αριθμούς, άλλο τόσο πολύ κοντά βρίσκονται και σε γενικότερη ιδεολογική τοποθέτηση. Υπ’ αυτην την έννοια -και με μια ομολογημένη δόση υπερβολής- θα μπορούσαμε να πούμε ότι τέσσερα χρόνια μετά την εκλογική συντριβή του, το ΝΑΙ καταγάγει εκλογικό θρίαμβο.

    Γιατί για τους ψηφοφόρους του ΝAI το ζητούμενο δεν ήταν μόνο η παραμονή στην Ευρωζώνη και την πατρίδα μας την Ευρώπη. Αν ήταν μόνο αυτό, θα είχε αλλάξει η στάση τους απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συνθηκολόγηση. Αλλά μολονότι εκ των πραγμάτων το μεγαλύτερο διακύβευμα είχε βγει από την εικόνα της κομματικής διαμάχης, μολονότι και οι μεν και οι δε μνημονιακοί είχαν γίνει πια, ο αντισυριζαϊσμός όχι μόνο δεν κόπασε, αλλά μάλλον μεγάλωσε κιόλας. Γιατί, για τους ψηφοφόρους του ΝΑΙ τότε και της ΝΔ τώρα, βασικό ζητούμενο είναι να ξανακυριαρχήσει απόλυτα ένα μοντέλο σκέψης και ζωής, όπου οι συζητήσεις των ανθρώπων θα επικεντρώνονται στα δυο σετ ρούχων που άλλαξε η Τζένη Μπαλατσινού, καθώς άλλο φόραγε στην ορκωμοσία του νέου ανδρός της και άλλο φόραγε στην τελετή παράδοσης – παραλαβής του υπουργείου του νέου ανδρός της. Ζητούμενο ήταν και είναι όχι η απαλλαγή από το το τοξικό πολιτικό κλίμα του ΣΥΡΙΖΑ και του παλιού αντιμνημονιακού μετώπου, αλλά η ίδια η πολιτική ως τοξικότητα, η ίδια η πολιτική ως πεδίο ανεπιθύμητων συγκρούσεων, η ίδια η πολιτική ως κάτι που εξακολουθεί και παραμένει χρειώδες.

    Ο απολιτίκ και λάιφ στάιλ κόσμος, ο κόσμος του παλαιού ανδρός της Τζένης, ένας κόσμος ωραίων, πλούσιων και πετυχημένων, ένας λαμπερός κόσμος λαμπερών ανθρώπων, είναι ένας κόσμος που θέλει να μην υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις, να μην υπάρχει οτιδήποτε που μας αποσπά την προσοχή, θέλει όλοι να έχουμε αποδεχθεί πέρα από ιδεοληψίες ότι οι κανόνες λειτουργίας των αγορών, της αγοράς εργασίας, των διεθνών οργανισμών στους οποίους είμαστε ενταγμένοι, είναι αυτοί που είναι. Τους αποδεχόμαστε και προχωράμε ειρηνικά, χωρίς τσακωμούς, αγαπημένοι, όσοι δεν τα βγάλουν στην πορεία πέρα ας πρόσεχαν και σαφώς φταίνε και οι ίδιοι, αλλά το θέμα δεν είναι να κοιτάμε προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω. Προς τη λάμψη. Να συζητάμε για τη Τζένη και τα παιδάκια που κάνουν οι πρίγκιπες στο Μπάκιγχαμ. Έτσι, ακόμη και αν είσαι σε αυτούς που δεν έχουν να βγάλουν τον μήνα, έχεις και πάλι γεμίσει το μυαλό σου και την καρδιά σου με εικόνες και παραστάσεις μιας άλλης ζωής. Μιας άλλης ζωής με τα δικά της προβλήματα κι αυτής. Δεν φέρνουν τα χρήματα και η δόξα την ευτυχία, μαζί με την λάμψη καταναλώνεται και το σαπουνοπερικό κουτσομπολιό της ίντριγκας και των δολοπλοκιών, ενίοτε και των τραγωδιών αυτών των ανθρώπων που ενώ είναι τόσο διαφορετικοί από εμάς, είναι τελικά εξίσου άνθρωποι όσο κι εμείς.

    Για πέντε χρόνια, από το 2010 ως το 2015, πίσω από τη ρήξη Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο υπήρχε τελικά και η ρήξη Πολιτική – Απολιτίκ. Η δεκαετία του δέκα ήταν μια χαμένη δεκαετία όχι τόσο για όσα χάσαμε οικονομικά, όχι τόσο για τους ανθρώπους που έφυγαν από τη χώρα, όσο για το ότι έκλεισαν τα περιοδικά του πρώην ανδρός της Τζένης, όσο για το ότι πήραμε την προσοχή μας από τις φορεσιές της και τη δώσαμε αλλού. Μακάρι τώρα να επανήλθε οριστικά η ομαλότητα. Μακάρι να ξαναρχίσουμε όλοι να είμαστε κουστουμαρισμένοι, καθαροί, ατσιγάριστοι, οικογενειάρχες, να τελειώνουμε όχι με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με την πολιτική γενικά, δεν θέλουμε άλλη πολιτική, να καθαρίσουν μόνο οι πόλεις μας, τα Πανεπιστήμιά σας, να νιώθουμε ασφάλεια με τους περιπολούντες με τις μηχανές τους αστυνομικούς, να κλείσει πια αυτή η πληγή που άνοιξε, όχι πια τα μάτια μας σε φτώχεια, μιζέρια, βρώμα, δυστυχία, ξανά τα μάτια μας στον μόνο κόσμο που αξίζει να προσέχουμε, τον κόσμο τον λαμπερό.