Author: Old Boy

  • Με σώμα σαν στρουθοκαμήλου

    Τα βάζουμε με τις θρησκείες. Αλλά χωρίς αυτές πώς να επαναστατήσεις ενάντια στον θάνατο; Δεν πρέπει να επαναστατούμε απέναντί του, ακόμη κι αν μας κινεί η μεγαλύτερη αυταπάτη; Τι μας προσφέρει αυτή η συνθηκολόγηση; Τι μας προσφέρει αυτή η συνειδητοποίηση; Τι μας προσφέρει αυτή η άνευ όρων εκχώρηση του τέλους στον θάνατο;

    Δεν είναι μια είδηση ανάμεσα στις ειδήσεις ο θάνατος, κι όμως είναι μια είδηση ανάμεσα στις ειδήσεις. Δεν είναι ένα γεγονός ανάμεσα στα γεγονότα ο θάνατος, κι όμως είναι ένα γεγονός ανάμεσα στα γεγονότα. Πώς μπορείς να τον πάρεις πίσω, πώς μπορείς να τον αναιρέσεις, πώς μπορείς να του πεις, όχι, εγώ δεν θα σε δεχτώ έτσι απλά, έλα να το ξαναδούμε το θέμα λίγο;

    Αμηχανία είναι ο θάνατος. Πληροφορία που εξοβελίζει κάθε κατάλληλη αντίδραση. Παγωμάρα είναι ο θάνατος. Σιωπή. Δεν έχει λέξεις ο θάνατος, ο θάνατος είναι η μόνη λέξη. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Δεν μπορείς να πας αλλού. Υποτάσσεσαι. Χωρίς μάχη. Χωρίς λέξεις. Χωρίς αλήθεια. Μόνη αλήθεια ο θάνατος.

    Είμαστε περίεργες κατασκευές. Ξέρουμε αυτό που δεν θα ‘πρεπε να ξέρουμε. Ξεχνάμε αυτό που δεν θα ‘πρεπε να ξεχνάμε. Ζούμε για να μην πάθουμε τίποτα κακό, λες και γίνεται να μην πάθουμε τίποτα κακό, λες και υπάρχει ένας τρόπος στο τέλος να γλιτώσουμε. Γιατί δεν μας χαρίζει ως αντίδωρο θάρρος ο θάνατος; Γιατί δεν μας κάνει τουλάχιστον να μην ανησυχούμε για οτιδήποτε άλλο;

    Σκάνδαλο να μην είσαι πια εδώ. Σκάνδαλο να είσαι σε μια κάσα. Σκάνδαλο να σε κρύψουμε στο χώμα. Οι νεκροί είναι το κεφάλι της ανθρωπότητας κι οι ακόμη ζώντες το σώμα της, το σώμα της που μοιάζει με στρουθοκάμηλου. Ελάτε να το κρύψουμε λίγο ακόμα. Ελάτε να κρυφτούμε. Τώρα είναι όλα σκοτεινά, τώρα δεν μας βλέπει κανείς, τώρα έχουμε κρυφτεί από την ύπαρξη.

    Θάνατος πριν τον θάνατο είναι η αποξένωση. Θάνατος πριν τον θάνατο είναι το να μην αγκαλιάζεις και να μην αγκαλιάζεσαι, να μην φιλάς και να μην φιλιέσαι, να μην κοιτάς και να μην κοιτάζεσαι, να μην μιλάς και να μην σου μιλούν, θάνατος πριν τον θάνατο είναι το να κλείνεσαι αντί να ανοίγεσαι, να χτίζεις τείχη μέσα στα τείχη, εσωτερικούς δαιδάλους μέσα στους εσωτερικούς δαιδάλους, θάνατος πριν τον θάνατο είναι να μην είσαι χαρούμενος που ζεις, θάνατος πριν τον θάνατο είναι να έχεις ξεχάσει να πονάς.

    Όχι ότι αποτελεί αντιστάθμισμα στον θάνατο η ζωή, οσοδήποτε πλήρης, οσοδήποτε καλή. Αλίμονο. Τίποτα δεν αποτελεί αντιστάθμισμα στον θάνατο. Και τίποτα δεν μπορεί να τον εξωραϊνει, να τον γλυκάνει, να τον σχετικοποιήσει. Δεν σχετικοποιείται το απόλυτο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με νεκρή φωνή, να κοιτάξει με νεκρά μάτια, να αγκαλιάσει με νεκρά χέρια, να φιλήσει με νεκρά χείλια.

    Κάθε κηδεία και μια συνενοχή. Κάθε κηδεία και μια συνθήκη παράδοσης. Κάθε κηδεία και μια ομολογία αδυναμίας. Κάθε κηδεία και ένα δεν ελπίζω πια. Κάθε κηδεία και ένα δεν είσαι εδώ πια. Κάθε κηδεία κι ένα κάποια μέρα δεν θα είμαι ούτε εγώ εδώ πια. Κάθε κηδεία κι ένα γιατί με ήδη απαντημένο το επειδή. Κάθε κηδεία και μια έκκληση για έναν κάποιο Θεό. Κάθε κηδεία και ένα νόημα εκ γενετής χωλό. Κάθε κηδεία και μια διχοτόμηση μεταξύ εκείνων που βαθιά πονούν κι εκείνων που ήρθαν να περάσουν μια δυσάρεστη ώρα, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Κάθε κηδεία και μια δειλία να αγκαλιαστούν οι άνθρωποι με τρόπο άλλο από αυτόν του πένθους και της συντριβής. Κάθε κηδεία και μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για να ζήσουμε εφεξής λίγο αλλιώς.

    Να συμφιλιωθούμε με τον θάνατο ή να μισήσουμε τον θάνατο; Να συμφιλιωθούμε με τον θάνατο μισώντας τον. Να κραυγάσουμε από τα βάθη της ψυχής μας ότι η ζωή είναι μια προσωρινή συνθήκη που αξίζει να βιώνει κανείς με χαρά. Να το κραυγάσουμε κι ας μην μας ακούσει κανείς.

  • Μόνο απορία

    Πέφτω πάνω σε ένα προ ημερών κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κάνει μια αναδρομή στις προσπάθειες που έχει κάνει διαχρονικά για την ελληνοτουρκική φιλία και καταλήγει σε κάποιες προτάσεις. Αντιγράφω τα εξής:

    «Θυμάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που ήταν υπέρμαχος της ελληνοτουρκικής φιλίας, μου έλεγε ότι οι Τούρκοι αισθάνονται όπως θα αισθανόμασταν κι εμείς εάν η Σαλαμίνα και η Αίγινα ήταν τουρκικά νησιά. Θεωρώ λοιπόν, ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την ασφυξία της Τουρκίας και συζητώντας μαζί της να καταλήξουμε σε μια ρεαλιστική λύση, σε μια συμφωνία των δύο πλευρών που να ξεπερνά τους τύπους και να λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι η Τουρκία ασφυκτιά και απειλεί, με αποτέλεσμα να μένει ανεκμετάλλευτος ο υποθαλάσσιος πλούτος.

    Αλλωστε ο πλούτος αυτός είναι τόσο μεγάλος, ώστε αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να μεταβάλουμε την Τουρκία από ανταγωνιστή σε συνεταίρο. Οσο για τα ποσοστά του ενός και του άλλου, αυτά θα είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που θα γίνουν με γνώμονα το διεθνές δίκαιο αλλά και την κοινή λογική που θα εμπνέεται τόσο από το αίσθημα δικαιοσύνης όσο και από τον ωμό ρεαλισμό».

    Εκείνο που προσπαθώ να καταλάβω λοιπόν είναι πώς ο ίδιος άνθρωπος που σκέφτεται πώς αισθάνονται οι Τούρκοι, που μπαίνει στη θέση τους, που μιλά για την ασφυξία που νιώθουν, που μιλά για την Σαλαμίνα και την Αίγινα, που προτείνει να γίνουμε συνεταίροι, κράτησε τη στάση που κράτησε στο Μακεδονικό.

    Δεν έχω καμία ικανοποιητική απάντηση. Μόνο απορία.

  • Ειδικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού για αμένσιωτα αναλαμβάνει ξέρετε ποιος.

  • Family Ties

    Αν η οικογένεια είναι ένας από τους πιο βασικούς πυλώνες της κανονικότητας, ένα ερώτημα που έρχεται στο νου είναι ποια συστατικά έχει άραγε μια κανονική οικογένεια, τι κάνει μια οικογένεια να είναι η ίδια κανονική; Θέλω να πω, από την μια ακούς τόσο μα τόσο συχνά ιστορίες ανθρώπων που η σχέση τους με τους γονείς τους και την οικογένεια στην οποία μεγάλωσαν είναι από δυσλειτουργική ως εντελώς τραυματική και από την άλλη όχι τόσο ακούς, όχι τόσο παρατηρείς να συμβαίνει γύρω σου, όσο διαβάζεις στα σόσιαλ μίντια ύμνους για πατεράδες και μανάδες, ύμνους για το πως μεγάλωσαν τα παιδιά τους, ύμνους για τη σχέση που διαμόρφωσαν με τα παιδιά τους. Μπορεί να φταίει η δική μου ματιά, ωστόσο πολύ συχνά η υμνολογία μου μοιάζει σαν μια ακόμη μορφή δυσλειτουργίας, πολύ συχνά περιγράφεται μια σχέση η οποία είναι σαν να περιγράφει τον τέλειο και ανεξίτηλο έρωτα, μπροστά στον οποίο κάθε κυριολεκτικός έρωτας είναι καταδικασμένος εκ προοιμίου να αποδειχθεί σκιά του αληθινού, σκιά του γονεϊκού, σκιά του οικογενειακού.

    Υπάρχουν γονείς που εκείνο που βασικά θέλησαν για σένα είναι να μην τους ενοχλείς. Υπάρχουν γονείς που εκείνο που βασικά θέλησαν για σένα είναι να είστε μαζί και να μην σας ενοχλεί άλλος κανείς. Υπάρχουν γονείς για τους οποίους η βασική ενόχληση ήσουν εσύ. Υπάρχουν γονείς για τους οποίους η βασική ενόχληση ήταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος που έμπαινε ανάμεσά σας.

    Δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν να είσαι εσύ, δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν να είσαι εσύ, αρκεί εσύ να είσαι αυτοί. Δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν το καλό σου, δεν υπάρχουν γονείς που δεν ήξεραν εκείνοι το καλό σου. Δεν υπάρχουν γονείς που δεν σε αγάπησαν δίχως όρια, δεν υπάρχουν γονείς που δεν σε αγάπησαν δίχως όρους.

    Δεν υπάρχουν γονείς που έπεσαν ποτέ από το βάθρο τους, όσες φορές κι αν νόμισες ότι τους αποκαθήλωσες. Δεν υπάρχουν παιδιά που ελευθερώθηκαν ποτέ από το βλέμμα των γονιών τους, δεν υπάρχουν παιδιά που είδαν ποτέ τον εαυτό τους με τρόπο άλλο από εκείνον με τον οποίο τα κοίταξαν αρχικά.

    Δεν διαλέξαμε τους γονείς μας, ούτε οι γονείς μας διάλεξαν εμάς. Τύχαμε ο ένας στον άλλο. Έπρεπε να πορευτούμε μετά μια ζωή ο ένας με τον άλλον. Άλλη επιλογή δεν είχαμε. Προσπαθήσαμε να πλάσουμε ο ένας τον άλλο. Οι γονείς μας προσπάθησαν να μας πλάσουν στην πράξη, εμείς προσπαθήσαμε να τους πλάσουμε στο μυαλό μας, ότι είναι έτσι ή αλλιώς.

    Έπειτα γίναμε κι εμείς γονείς με τη σειρά μας. Σειρά μας να προκαλέσουμε αγαπητικά τραύματα, τραύματα αγάπης, σειρά μας να δείξουμε στα παιδιά μας ότι αγαπώ θα πει φοβάμαι, ότι αγαπώ θα πει πονάω.

    Αν ήξερε ο άνθρωπος πώς να ζει, τότε έτσι και θα ζούσε. Αν ήξερε ο άνθρωπος πώς να μεγαλώνει τα παιδιά του, τότε έτσι και θα τα μεγάλωνε. Οικογένεια είναι ο χώρος που τα παιδιά δεν γνωρίζουν ότι οι γονείς τους δεν ξέρουν. Και αφήνονται με σιγουριά. Οικογένεια είναι ο χώρος που τα παιδιά είναι σίγουρα ότι οι γονείς τους τα αγαπούν. Δεν γίνεται αλλιώς.

    Οι καλύτεροι γονείς του κόσμου έχουν κούπες του καφέ που το αποδεικνύουν και με στάμπα. Τα παιδιά τους είναι πάντα ευγνώμονα, πάντα ερωτευμένα. Για τις κόρες ο πατέρας είναι ο άντρας της ζωής τους, για τους γιους η μάνα η γυναίκα της ζωής τους. Έπλασαν ο ένας τον άλλο με τρόπο ιδανικό, με τρόπο ιερό, ο γάμος πέτυχε.

    Οι όχι καλύτεροι γονείς του κόσμου γιορτάζουν με τα παιδιά τους σε κάθε ευκαιρία την μεγάλη γιορτή του πάσιβ αγκρέσιβ. Αλλά από μια ηλικία και ύστερα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τώρα κατεξοχήν πάσιβ αγκρέσιβ είναι η στάση των παιδιών. Ο πατέρας μου και η μάνα μου που είναι έτσι και είναι αλλιώς, αλλά τι να κάνω που τους αγαπάω, αλλά τι να κάνω ο ρόλος του παιδιού είναι να υπομένει στωικά και να θυσιάζεται.

    Έχουν πλάκα οι άνθρωποι. Ακόμη κι όταν δεν το πολυκαταλαβαίνουν. Κυρίως όταν δεν το πολυκαταλαβαίνουν.

  • Η Μαύρη Ελλάδα

    – Μαιευτήριο, επίσκεψη, η μαμά της μαμάς του διπλανού κρεβατιού ρωτάει φίλο του ζευγαριού πόσα παιδιά έχει. «Ένα κοριτσάκι». «Και ο αδελφός σου;». «Δεν έχει». «Όλοι πια ένα ή κανένα παιδί. Κανείς σχεδόν δύο. Δεν γίνεται έτσι. Έρχονται τα πακιστανάκια και τα αλβανάκια και αύριο θα είναι αυτά παντού».

    – Περπατάω στο δρόμο, ακούω από πίσω μου δυο νεαρούς να συζητάνε αποκαλώντας σε κάθε φράση τους ο ένας τον άλλο μαλάκα, προχωράνε πιο γρήγορα από μένα -πιτσιρικάδες γαρ- , όταν με προσπερνάνε βλέπω ότι είναι μαύροι, προσπαθώ μετά να καταλάβω γιατί ακριβώς ξαφνιάστηκα που οι φωνές τους, ο λόγος τους, τα ελληνικά τους, δεν αντιστοιχούσαν σε λευκά αγόρια.

    – Μέχρι τα 6 – 7 μου μεγάλωσα στην Πλατεία Κυψέλης. Τώρα στην Πλατεία Κυψέλης μεγαλώνουν παιδιά ανθρώπων που έχουν έρθει από παντού αλλά και παιδιά παιδιών ανθρώπων που είχαν έρθει από παντού. Παιδιά διαφόρων χρωμάτων, αποχρώσεων, καταγωγών. Ελληνάκια. Κάποια από αυτά θα φέρουν και το «άκι» της καταγωγής τους, κάποια άλλα ίσως ούτε αυτό, και τα μεν και τα δε Ελληνάκια. Εγώ έπαιρνα από την πλατεία κάτι πολύχρωμα γλειφιτζούρια Κότζακ, αυτά παίρνουν κάτι άλλο που σε μερικές δεκαετίες δεν θα υπάρχει αλλά θα υπάρχει μέσα τους, το άγαλμα του Κανάρη είναι ακόμα εκεί, η πλατεία των παιδικών τους χρόνων, οι αναμνήσεις τους, το παιχνίδι τους, η ρίζα τους, η γλώσσα τους, ο τρόπος τους, ο τόπος τους.

    – Αν με ρωτάς λοιπόν, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, με αφορά πολύ λιγότερο η Πλατεία Εξαρχείων και πολύ περισσότερο η Πλατεία Κυψέλης.

    – Τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικάνος ο Νικ Καλάθης, μεγάλωσε στις ΗΠΑ, αν δεν ήταν μπασκετμπολίστας μπορεί και να μην είχε ποτέ σχέση με την Ελλάδα, ελληνικά δεν μιλάει, αλλά ζει χρόνια εδώ και παίζει μπάσκετ χρόνια εδώ, και τελικά αν εκτός από Αμερικάνος είναι και κάπως Έλληνας, δεν είναι επειδή ο παππούς του ήταν απ’ τη Λήμνο και το DNA του το σωστό, αλλά επειδή έχει περάσει μερικά από τα χρόνια της νιότης του και της αθλητικής ακμής του εδώ, επειδή επίσης έχει επιλέξει να φοράει τη φανέλα της Εθνικής και να αγωνίζεται με τα χρώματά της.

    – Όση πτώση κι αν έχει τα αρκετά τελευταία χρόνια, έχουμε ακόμη αξιοπρεπές μπάσκετ και σίγουρα το αγαπάμε πολύ ως λαός. Αλλά ο Γιάννης Αντετοκούμπο δεν είναι προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Το ελληνικό μπάσκετ δεν πρόλαβε να καταλάβει τι είχε στα χέρια του. Ούτε ο Νίκος Γκάλης ήταν προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Με την εξωπραγματική προσφορά και παρουσία του έκανε το αντίστροφο, έκανε το ελληνικό μπάσκετ προϊόν του. Ανοίγω παρένθεση: για τις διαφορές και τις ομοιότητες των δύο τους είχα γράψει ένα άλλο κειμενάκι εδώ. Κλείνω παρένθεση.

    – Επιστρέφω. Πάντα θέλω να πηγαίνει καλά η Εθνική, έχοντας πολλά χρόνια να πάει καλά ένας λόγος παραπάνω, αλλά με τον Γιάννη μπροστάρη και κεντρικό της πρόσωπο, δύο λόγοι παραπάνω. Μπορεί να μην το πολυσυνειδητοποιούμε, μπορεί να κρύβεται πίσω από την προφάνειά του, αλλά αν τυχόν καταφέρναμε να πάμε καλά, μέσα στα πανηγύρια θα κοιτάζαμε τον συλλογικό εαυτό μας στον καθρέφτη και θα βλέπαμε να μας χαμογελά ένα φωτεινό κατάμαυρο πρόσωπο. Ο Γιάννης δεν εκπροσωπεί σκέτα την Ελλάδα, εκπροσωπεί την Ελλάδα του 21ου αιώνα, εκπροσωπεί την Ελλάδα που ήδη είναι και που γίνεται ολοένα και περισσότερο πολύχρωμη και που καμία δύναμη δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την πορεία, αυτό το μπόλιασμα, αυτή την μεταμόρφωση.

    – Μια μεταμόρφωση που ποτέ δεν θα φτάσει βέβαια στα επίπεδα τα οποία τρέμει η γιαγιά της πρώτης παραγράφου. Αλλά αντί να τρέμει ποιων φυλών τα παιδιά θα καταλάβουν αύριο τη χώρα μας, ίσως στο πρόσωπο του Αντετοκούμπο διακρίνει πως ήδη υπάρχουν παιδιά που κατάλαβαν τη χώρα μας, την κατάλαβαν -δεν την κατέλαβαν, παιδιά που την κατάλαβαν και την αγάπησαν, ή ίσως υπάρχουν και πράγματα που δεν πολυκατάλαβαν και δεν πολυαγάπησαν, γιατί αν ένα χαρακτηριστικό έχει η πατρίδα σου είναι ότι δεν την επιλέγεις. Τα παιδιά της νέας πολύχρωμης Ελλάδας δεν επέλεξαν την πατρίδα τους, όπως ακριβώς κι εμείς δεν την επιλέξαμε. Αλλά σε αντίθεση με μας που δεν είχαμε επιλογή, ναι, σε ένα βαθμό την επέλεξαν κιόλας. Άρα αν είναι κάτι, είναι περισσότερο Έλληνες από μας.

    – Να κοιτάξει το εγγόνι της και όλα τα εγγόνια και οι γονείς των εγγονιών και οι παππούδες των εγγονιών το πρόσωπό τους στον καθρέφτη και να το δουν μαύρο. Και να αστράψουν από περηφάνια και συγκίνηση. Θέλω να πάει καλά η Εθνική και για αυτή τη νέα, την μαύρη Ελλάδα.

  • Μόνο θα είσαι

    Γιατί βγαίνουμε απ’ τη θάλασσα; Τι μας ωθεί να επιστρέφουμε στην ξηρά; Τι μας περιμένει εκεί; Το υπόλοιπο της ζωής μας σε ρυθμό κιρκαδιανό; Γιατί; Γιατί, όμως; Γιατί δεν μένουμε εκεί; Δεν είναι καλύτερα έξω απ’ το νερό. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Αλλά εμείς εκεί. Το είδος μας. Φτιάχνει πολιτισμούς. Φτιάχνει τεχνολογίες. Φτιάχνει κοσμοθεωρίες. Το είδος μας κατοικοεδρεύει στην ξηρά. Εκεί όλα τα σπουδαία. Η θάλασσα παραμένει για τόσο όσο. Για ανάπαυλα, για αναψυχή, για διακοπές, για να διακόπτει για λίγο τον ρυθμό, προκειμένου αυτός να παραμένει στο διηνεκές σταθερός.

    Ο άνθρωπος πρέπει να περνά τη ζωή του δουλεύοντας – δεν γίνεται αλλιώς. Ο άνθρωπος θα έπρεπε να περνά τη ζωή του κολυμπώντας – κι αυτό να ήταν το δεν γίνεται αλλιώς του. Αν περνούσαμε τη ζωή μας στη θάλασσα, το μυαλό μας σιγά σιγά θα άρχιζε να καθαρίζει. Θα ερχόταν πιο κοντά στη ζωή του ψαριού στα πόδια μας ή του σκύλου στην παραλία. Γιατί δεν μας ένοιαξε ποτέ η ευτυχία μας; Γιατί δεν προτιμήσαμε να ζήσουμε με τη θάλασσα που μας δόθηκε; Ποια είδους έκπτωση μας έριξε στην ξηρά;

    Δεν ήταν κήπος, ήταν θάλασσα η Εδέμ. Ο διάβολος που μπήκε στο μυαλό μας είπε στο μυαλό μας εσύ δεν είσαι μόνο για αυτά. Εσύ δεν είσαι μόνο για κολύμπια και βουτιές και άδειασμα από λέξεις. Εσύ είσαι για πολλά περισσότερα. Έλα, φάε το μήλο των λέξεων. Γέμισε, μυαλό, με αυτές. Άρχισε να είσαι ανήσυχο. Άρχισε να ζητάς κι άλλα. Άρχισε να χτίζεις. Άρχισε να θες να ζεις με ανέσεις. Άρχισε να πρέπει να ζεις με ιδανικά. Άρχισε να ζεις εντός χρόνου. Άρχισε να μετράς τον χρόνο. Άρχισε να ζεις εντός μιας φυλής. Άρχισε να οριοθετείς το εμείς από το αυτοί. Άρχισε να περιφράσσεις τον χώρο σου. Άρχισε να έχεις βασιλιάδες. Άρχισε να έχεις θεούς. Άρχισε να έχεις νεκρούς που πέθαναν για κάτι υψηλότερο. Άρχισε να έχεις σπίτι δικό σου. Άρχισε να έχεις οικογένεια δική σου. Άρχισε να είσαι ιδιοκτήτης. Άρχισε να είσαι ιδιοκτησία. Άρχισε να δουλεύεις. Άρχισε να πολεμάς. Άρχισε να σκοτώνεις. Άρχισε να σκοτώνεσαι. Άρχισε να εξουσιάζεις. Άρχισε να εξουσιάζεσαι.

    Άρχισε να θες τον κόσμο δικό σου, χωρίς να καταλαβαίνεις καλά καλά τι είναι αυτό που θέλεις, ενώ η θάλασσα ήταν εξαρχής δική σου. Η θάλασσα ήταν εξαρχής εκεί. Δεν χρειαζόσουν τίποτα άλλο. Θα περνούσες τις μέρες σου εκεί και δεν θα βαριόσουν ποτέ, γιατί κι η έννοια βαριέμαι ήρθε μαζί με όλες τις άλλες που σου γέμισαν το μυαλό και σε έριξαν στην ξηρά. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι ενεργητικά στη θάλασσα. Σκέφτεται η θάλασσα για σένα. Γεμίζει εκείνη το μυαλό σου, αλλά όχι με λέξεις. Το γεμίζει με αρμονία, το συντονίζει με τη φύση και την βαθύτερη ύπαρξή σου, το συντονίζει με τη φύση της βαθύτερης ύπαρξής σου.

    Δεν σου έχουν προσφέρει τίποτα οι λέξεις και οι έννοιες και όσα έχτισες στην ξηρά. Είσαι σε λάθος μέρος, είσαι σε λάθος τερέν, είσαι εκεί που εξέπεσες με τη θέλησή σου. Μπορείς ακόμα να γυρίσεις. Μπορείς ακόμα να παρατήσεις κάθε τι της ξηράς και να πας να ζήσεις εκεί. Θα σε πουν τρελό, θα σε πουν διάφορα ονόματα, θα προσπαθήσουν να σε γυρίσουν με κάθε μέσο πίσω. Φοβούνται. Φοβούνται αυτό που και οι ίδιοι νιώθουν στη θάλασσα. Πως θα ήταν να παραδεχόσουν ότι έχεις παίξει το παιχνίδι όλης της ζωής σου στο λάθος έδαφος;

    Αλλά δεν σε νοιάζει πια πώς θα σε αποκαλέσουν, δεν σε νοιάζει πια τι θα σκέφτονται για σένα, δεν σε νοιάζει πια αν θα σε ξεγράψουν. Εσύ θα είσαι στη θάλασσα. Εσύ θα έχεις δείξει το δρόμο. Εσύ θα έχεις μπροστά σου ένα υπόλοιπο ζωής ελεύθερο από χρόνο, ελεύθερο από λέξεις, ελεύθερο από σκέψεις.

    Θα είσαι μέσα στη θάλασσα ένα ζώο με ανθρώπινο σώμα. Θα ξεχάσεις να μιλάς. Θα ξεχάσεις να ανησυχείς. Θα ξεχάσεις κάθε τι δευτερεύον. Μόνο θα είσαι. Μέσα στη θάλασσα. Μόνο θα είσαι.

     

  • Κάθε φορά που φυσάει λιγάκι, βγαίνω στο μπαλκόνι και χειροκροτάω τον αέρα.

  • Άκουσε να σου πω, Αντρέα.

    Mετά την βόρεια Αγγλία, την Ιταλία και την Ισπανία, το παρεάκι των Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον και Μάικλ Γουϊντερμπότομ γυρίζουν το τέταρτο “Τrip” στην Ελλάδα. Μπορείς να καταλογίσεις ένα σωρό μειονεκτήματα στη σειρά αυτή των μίνι σειρών παύλα ταινιών, μπορείς να τα καταλογίσεις ακόμη κι αν είσαι από αυτούς που τα γουστάρουν και τα απολαμβάνουν, κι αυτό παραδόξως καταλήγει να είναι κι ένα από τα πλεονεκτήματα τους, αφού δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να τα κρύψουν, εκθέτοντάς τα φόρα παρτίδα.

    Ένα από αυτά είναι η διαρκής ανακύκλωση των ίδιων μιμήσεων και μάλιστα των ίδιων φράσεων που λένε οι ίδιες φωνές. Από την άλλη, ξέρω πολύ καλά από πρώτο χέρι, ότι μπορείς να βγάλεις δεκαετίες ολόκληρες κάνοντας παρέα με δυο φίλους, όπου ό,τι θα λέτε θα το λέτε μιμούμενοι δέκα φωνές, με πρώτη ύλη πενήντα φράσεις από ατάκες καθηγητών ως ατάκες σπορτκάστερ ως ατάκες από αστεία περιστατικά που σας συνέβησαν παλιότερα, κάνοντας όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και παραλλαγές φωνής και ατάκας.

    Ίσως η γυναικεία φιλία έχει άλλα βάθη και πλάτη. Η αντρική μπορεί να περάσει από την εφηβεία στην μετεφηβεία, από την μετεφηβεία στη νεότητα, από την νεότητα στην μέση ηλικία κι από κει στα γηρατειά, μην χρησιμοποιώντας ποτέ τη φωνή της, δανειζόμενη συνεχώς φωνές άλλων, μην έχοντας καμία ανάγκη να συζητήσει τίποτα στα σοβαρά, έχοντας απόλυτη ανάγκη να συζητά κάνοντας μόνο πλάκα, μέχρι από τα γηρατειά να φτάσει στο αλτσχάιμερ, όπου εκεί το πανηγύρι των φωνών θα γίνει διονυσιακό, όπου εκεί θα συζητάμε μεταξύ μας μην ξέροντας ποιοι είμαστε εμείς κι έχοντάς τα τελείως χαμένα, έχοντας δηλαδή βρει το ύστατο νόημα.

  • Έχει να κάνει τόση ζέστη από ταινία του Κάσνταν.