Author: Old Boy

  • Η συναίρεση των σπιτιών

    Τα σπίτια μας είναι αυτοί οι ναοί της αυτάρκειας, της ιδιωτικότητας, της απομόνωσης. Τα σπίτια μας είναι όρια, σύνορα και φρούρια. Μέσα σε αυτήν την πόρτα που κλειδώνει είμαστε εμείς και μόνο εμείς. Έξω απ’ αυτήν την πόρτα οι άλλοι μπορεί να είναι γείτονες, φίλοι, συγγενείς, ξένοι, ό,τι όμως κι αν είναι τα σπίτια μας είναι ο χώρος που τελειώνουν τα αστεία: εδώ μέσα ζούμε εμείς και μόνο εμείς. Κι όποιος τυχόν άλλος ζει μαζί μας είναι οικογένειά μας ή σύντροφός μας, πάντως η συγκατοίκηση δεν είναι ποτέ σκέτη συγκατοίκηση, η συγκατοίκηση είναι συμβίωση, είναι εμείς.

    Στις πολυκατοικίες τα σπίτια σηκώνονται ψηλά πάνω απ’ τη γη, μέσα στο ίδιο κτίριο κατανέμονται τα σπίτια πολλών, χωρισμένα ασφαλώς από τοίχους και πόρτες. Με αυτόν που μένει στο ακριβώς διπλανό διαμέρισμα του ορόφου, είμαστε όσο δίπλα είμαστε με κάποιον που μένει στην άλλη πλευρά της πόλης, στην άλλη άκρη της χώρας, στην άλλη άκρη του κόσμου. Τι κι αν μας χωρίζει ένας τοίχος, τι κι αν τα διαμερίσματά μας είναι δίπλα δίπλα στον χώρο, τι κι αν καταλαμβάνουν από κοινού τα τετραγωνικά μέτρα του ορόφου του κτιρίου μας πάνω από τη γη: το βασίλειό του – το βασίλειό μας, το σπίτι του – το σπίτι μας.

    Κάθε σπίτι και η δική του οικονομία. Κάθε σπίτι και ο δικός του τρόπος ζωής. Κάθε σπίτι και η δική του χαρά και ο δικός του πόνος και οι δικές του αγωνίες. Η δική του ΔΕΗ, οι δικοί του λογαριασμοί, τα δικά του μυθιστορήματα (άλλο που δεν θα γραφτούν ποτέ). Βγαίνουμε στα μπαλκόνια μας και μετράμε τα μέτρα που μας χωρίζουν από τη γη. Άλλοτε μας πιάνει ίλιγγος, άλλοτε φόβος, άλλοτε σαν κάτι να μας καλεί. Κάνουμε φυσικά πίσω, πάντα πίσω. Πίσω και μέσα στον καναπέ, στο κρεβάτι, στα μαγικά μηχανήματα με τα οποία ενωνόμαστε με όλον τον κόσμο, σε ένα κοινό ψηφιακό σπίτι φτιαγμένο από ερεθίσματα που μας γεμίζουν ντοπαμίνη.

    Η γη πάντως είναι εκεί κάτω και τα φρούριά μας εδώ πάνω. Εκτός κι αν η γη μας καλέσει με το ζόρι πια και παρά τη θέλησή μας, εκτός κι αν η γη κουνηθεί τόσο πολύ, εκτός κι αν το κτίριό μας δεν ήταν φτιαγμένο όπως θα έπρεπε, εκτός κι αν ξαφνικά τα σύνορα των σπιτιών μας πέσουν, εκτός κι αν ξαφνικά το σπίτι του διπλανού με το σπίτι το δικό μας και το σπίτι του από κάτω αρχίσουν να συναιρούνται σε κάτι άλλο, σε κάτι ενιαίο, σε κάτι κοινό, σε κάτι που ο μόνος ιδιοκτήτης θα είναι ο θάνατος και ο απόλυτος τρόμος τις στιγμές πριν την έλευσή του.

    Και τώρα ο αέρας που καταλάμβανε ο όροφος μας είναι ελεύθερος ξανά. Έπαψε να είναι φυλακισμένος στο μπετόν. Και τώρα οι όροφοι μας και τα σπίτια μας ένα ντουβάρι πάνω στο ντουβάρι. Οι υπάρξεις μας και τα υπάρχοντά μας χαλάσματα μέσα στα χαλάσματα. Τα σπίτια μας μας πήραν μαζί τους στον τάφο. Αλλιώς μας τα είχαν πει, αλλιώς τα είχαμε μάθει: σπίτι σημαίνει ασφάλεια, ξέραμε – οι κίνδυνοι είναι πάντα εκεί έξω.

    Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, θα βρεθούν πάντα εκείνοι που θα σωθούν. Θα βρεθούν πάντα εκείνοι που θα είναι τόσο τυχεροί. Και τόσο ανθεκτικοί. Και θα ανασυρθούν από μια τρύπα μέσα από το έρεβος μέρες μετά. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό κάτι σημαίνει. Θα περίμενε κανείς ότι δεν γίνεται η δική τους σωτηρία να μην μεταφέρει ένα νόημα, να μην εξυπηρετεί κάποιον αόρατο σε μας σκοπό. Θα περίμενε κανείς ότι δεν είναι όλα τόσο στο έλεος του τυχηρού. Θα περίμενε κανείς ότι τα θαύματα είναι το τελευταίο αποκούμπι ελπίδας.

    Μεταφερόμενοι στο χρόνο, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα δούμε μάλλον τους σαν από θαύμα επιζήσαντες να ζουν πάνω – κάτω τη ζωή που θα ζούσαν ακόμη κι αν το σπίτι τους δεν είχε ισοπεδωθεί ποτέ, ακόμη κι αν τα σωστικά συνεργεία δεν τους είχαν αναστήσει από τα ερείπιά του.

     

     

  • Σόμπες για όσους έμειναν έξω από κρατικούς οργανισμούς προτείνει ο Βασίλης Κικίλιας.

  • Η φυσική κατάσταση

    Ας βγάλω στο κλαρί τον γέρικο σου κώλο. Ας βγάλω στο κλαρί την έκθεσή του στα μάτια και στο χέρι του ανθρώπου που θα σου κάνει την ένεση. Ας βγάλω στο κλαρί ό,τι χρειαστεί για να βγει ένα ακόμη κείμενο. Δεν υπάρχουν ντροπές σ’ αυτά. Μόνο εικόνες που κάτι κάνουν μέσα μας. Εικόνες που φτιάχνουμε με το μυαλό. Εικόνες που δεν βλέπουμε με τα μάτια. Γιατί είμαστε -και πάντα ήμασταν- αλλού.

    Ας βγάλω στο κλαρί ό,τι αποφασίσω εγώ. Όταν γράφεις, άλλωστε, είσαι ο μόνος που αποφασίζει. Ή ίσως κι όχι. Ίσως και το γράψιμο να είναι σχέση κι αυτό. Μια ακόμη σχέση πάνω στο τραπέζι της οποίας θα φέρεις μόνο το δικό σου σκέλος. Κι εκείνο θα φέρει το δικό του. Και θα υπάρξει μεταξύ τους συνομιλία, αλληλεπίδραση, αλληλοκαθορισμός, σύνθεση. Ναι, μάλλον έτσι είναι. Δεν αποφασίζεις μόνο εσύ όταν γράφεις. Έχεις απέναντί σου ένα ακόμη πρόσωπο, το πρόσωπο της γραφής.

    Και είναι εκείνη ως συνομιλητής που σου λέει, ναι, αυτό βγάλ’ το στο κλαρί, το άλλο όμως όχι. Δεν είναι ότι έχεις κάτι να κρύψεις. Δεν κρύβεσαι. Είσαι εκτεθειμένος και διαπερατός. Είσαι ένας ακόμη που κάποια μέρα γεννήθηκε, είσαι ένας ακόμη που κάποια στιγμή συνειδητοποίησε, είσαι ένας ακόμη που κάποια στιγμή θα πεθάνει. Αυτό είναι όλο. Αυτός είσαι όλος. Α, ναι, αυτό και η ζωή σου στο ανάμεσα. Και το πώς θα γεμίσεις το ανάμεσα που σου αναλογεί είναι μέρος του δικού σου όλου.

    Πώς να το γεμίσεις λοιπόν; Εγώ λέω ότι ο καλύτερος τρόπος να το γεμίζουμε είναι με βαθιά, βαθύτατη δίψα. Δίψα για τι, θα ρωτήσεις. Ίσως όμως είναι λάθος ερώτηση. Ίσως δεν έχει σημασία για τι ακριβώς θα διψάς, γιατί τελικά αν διψάς, θα διψάς για ζωή. Κι όπως μπορείς να διψάς για ό,τι τυχόν σου λείπει, έτσι μπορείς να διψάς για ό,τι τυχόν έχεις. Η δίψα δεν προϋποθέτει αναγκαία έλλειψη, δίψα μπορεί να υπάρχει και για ακόμη μεγαλύτερη πλήρωση.

    Και στον αντίποδα της δίψας δεν είναι το ξεδίψασμα, στον αντίποδα της δίψας είναι η παραίτηση. Πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να εκπέμπουμε αλήθεια, πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να εκπέμπουμε ομορφιά, πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να εκπέμπουμε σιγουριά. Πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να παίρνουμε τον εαυτό μας και τους άλλους από το χέρι και να προχωράμε μαζί μπροστά. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η θνητότητα είναι ευλογία, το πεπερασμένο της ύπαρξης είναι ευλογία, η φθορά είναι ευλογία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ζωή μπορεί και είναι δώρο ακριβώς επειδή δεν κρατά για πάντα, ακριβώς επειδή καραδοκεί είτε στο τέλος η έκπτωση, είτε ανά πάσα στιγμή το τέλος.

    Πρέπει να λέμε κάθε μέρα ευχαριστώ στον θάνατο γιατί μας χαρίζει το δικαίωμα να ζήσουμε συναρπαστικά. Να ζήσουμε συναρπαστικά όχι επειδή πρέπει να τα προλάβουμε όλα. Τίποτα δεν έχουμε να προλάβουμε. Είναι όλα εδώ. Πάντα ήταν. Από τότε που πρωτοκαταλάβαμε τον εαυτό μας. Από ακόμη πιο πριν. Από τότε που ζούσαμε σε άλλο σώμα. Από εκείνη την καταγωγική πλήρωση, εκείνη την πλήρωση την χωρίς λέξεις, την χωρίς συνείδηση, την μόνο αισθήσεις. Από εκείνη την κληρονομιά μιας αγάπης που δεν είναι μια έννοια αλλά απλά είναι: ενσώματα, αυτονόητα, οργανικά, λειτουργικά.

    Ερχόμαστε στον κόσμο μέσα από ένα άλλο σώμα. Θα φύγουμε από τον κόσμο μόνο με το δικό μας σώμα. Θα ζήσουμε στον κόσμο μόνο με το δικό μας σώμα. Αλλά θα θυμάται κι αυτό κι εμείς πώς ήρθαμε. Και το ιδανικό μας θα παραμένει εκείνη η καταγωγική πλήρωση, εκείνη η αγάπη που απλά είναι.

    Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι η αγάπη. Άλλοι προσπαθούν να την περιγράψουν με λέξεις, άλλοι την τρυπούν με ενέσεις σε ξένους γέρικους κώλους, σε κώλους που κανονικά δεν θα έπρεπε να τους αναλογούν.

  • Αντίλογος

    Θα προσπαθήσω, με λίγα όσο είναι δυνατόν λόγια, να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου πάνω στο σκεπτικό του άρθρου του φίλτατου Αλέξανδρου Ζωγραφάκη, για την περιβόητη γελοιογραφία του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Κι επειδή για την ακρίβεια έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη περιβόητη -ή αν είσαι από την άλλη ιδεολογική ακτή περίφημη- γελοιογραφία του Χαντζόπουλου, κι επειδή όπως λένε context is king, προσωπικά δεν θα μπω στη διαδικασία να «αφουγκραστώ» τη γελοιογραφία του σαν σκιτσάκι «ενός αγνώστου», αλλά σαν «μέρος του λόγου του και του δικού του πόστου» (και το του «πόστου του» βασικά δεν με αφορά, δεν με αφορά αν το σκιτσάκι είναι στην Καθημερινή -και ο Μπουκάλας στην Καθημερινή εξακολουθεί να γράφει, ο λόγος του όμως είναι εντελώς άλλος από τον λόγο του Χαντζόπουλου).

    Από εκεί και πέρα, όπως το διαβάζω εγώ, το άρθρο του Ζωγραφάκη, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την αληθινή πρόθεση του σκίτσου, καταλήγει σε δυο βασικά επιχειρήματα:

    1) Μα δείτε που έχει φτάσει σήμερα το ελληνικό πανεπιστήμιο, η παιδεία και η ελευθερία του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», εξαιτίας των αντιεξουσιαστών και της ανομίας. Το πανεπιστήμιο, η παιδεία και η εντός αυτού ελευθερία, δεν βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο της χούντας, αλλά του δυνάστη αντιεξουσιαστή και των πρακτικών του.

    2) Μα είναι δυνατόν να μην βλέπετε την ειρωνεία στο σκίτσο, είναι δυνατόν να μην βλέπετε ότι ο Χαντζόπουλος δεν λέει γιούπι, αλλά τι κρίμα που φτάσαμε στο σημείο να μεταμορφώνεται ο ματατζής σε υπερασπιστή της ελευθερίας;

    Η δική μου θέση είναι η εξής απέναντι σε αυτά τα δύο επιχειρήματα:

    1) Έστω ότι παίρνουμε την πιο αρνητική των πραγμάτων εκδοχή για το τι επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια. Ήδη το ότι έχουμε επιλέξει να πάρουμε αυτήν την εκδοχή, κάτι σηματοδοτεί για το σημείο αφετηρίας μας. Αλλά αυτό είναι -εννοείται- εντελώς θεμιτό: ούτε χρειάζεται ούτε γίνεται να έχουμε όλοι το ίδιο σημείο αφετηρίας. Όταν όμως από τη συγκεκριμένη αφετηρία φτάνουμε στην αναλογία «οι αντιεξουσιαστές του σήμερα είναι τα τανκς του 73 και οι ματατζήδες του σήμερα οι εξεγερμένοι του 73», τότε ναι, χάνεται κάθε μα κάθε αίσθηση μέτρου, ιστορικότητας, πολιτικής αξιολόγησης των πραγμάτων σε μια δημοκρατία, με αποτέλεσμα να σκιτσάρεται εν τέλει στη γελοιογραφία μια αυτοπροσωπογραφία διόλου κολακευτική

    2) Η Ιστορία δεν ξεκίνησε το 1974 με την Μεταπολίτευση. Η Ιστορία δεν εξαντλείται στα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης ώστε να έρθει ο ανατρεπτικός σκιτσογράφος να κάνει την ανατρεπτική σκέψη ότι φτάσαμε πια στο σημείο που ο οπλισμένος ένστολος θα χρειαστεί να προστατεύσει την δημοκρατία από τους εχθρούς της. Και το 1967 οι οπλισμένοι ένστολοι την δημοκρατία ήρθαν να προστατεύσουν από τους εχθρούς της, βάζοντάς την προσωρινά στον γύψο. Δεν υπάρχει καμία αντιστροφή της πραγματικότητας λόγω της ανομίας. Οι αντιδραστικοί πάντα θα χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λόγο, πάντα οι επεμβάσεις θα είναι «το αναγκαίο κακό», πάντα τη δημοκρατία, τη νομιμότητα, την κανονικότητα θα θέλουν να διασφαλίσουν. Η ειρωνεία του «κοίτα που φτάσαμε» του σκίτσου είναι αυτεπίστροφη: είχαμε ξαναφτάσει εκεί, μαλάκα Χαντζόπουλε. Τα τανκς τα κανονικά στο όνομα ενός άλλου «κοίτα που φτάσαμε» λειτουργούσαν. Τέλος, μέσα και στην ίδια την Μεταπολίτευση, μέσα και στην ίδια τη δημοκρατία, αστυνομικοί κι όχι στρατιωτικοί σκότωσαν σε επετείους Πολυτεχνείου το 1980 τον Κουμή και την Κανελλοπούλου και το 1985 τον Καλτεζά. Γιατί πάντα φτάναμε κάπου που δεν πήγαινε άλλο, πάντα φτάναμε κάπου που ένστολοι με όπλα έπρεπε να φυλάνε τις Θερμοπύλες μας. Η δημοκρατία τελειώνει εκεί που αρχίζουν τα κοίτα που φτάσαμε.

  • Το μόνο χειρότερο πράγμα από την ενημέρωση που παρέχουν τα ελληνικά ΜΜΕ είναι η ενημέρωση των Windows.

  • Προβλήματα

    Κάνε να οδηγήσεις στην πόλη σε ώρα αιχμής -δεν σου βάζω καν να βρέχει, ας έχει και καλοκαίρι όπως ως χθες-, σε ώρα που ο κόσμος πηγαίνει στη δουλειά του ή γυρνάει απ’ τη δουλειά του. Κάνε να στριμωχτείς σε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς πηγαίνοντας ή γυρνώντας απ’ τη δουλειά σου. Κάνε να έχεις να κάνεις τη δουλειά σου. Κάνε να έχεις να κάνεις τις δουλειές σου μετά. Κάνε να έχεις χίλια στο κεφάλι σου. Κάνε να πρέπει να τα προλάβεις κάπως όλα, να τα ρυθμίσεις κάπως όλα, να τα συμμαζέψεις κάπως όλα. Κάνε να μην βγαίνουν τα νούμερα κι όμως να πρέπει κάπως να βγουν. Κάνε να μην βγαίνουν οι σχέσεις κι όμως να πρέπει κάπως να βγουν. Κάνε να σου σκάνε όλων των ειδών τα απρόοπτα που να σε πηγαίνουν διαρκώς πίσω. Κάνε να μην ξέρεις τι είναι χειρότερο, να είσαι διαρκώς πιεσμένος ή να κοιτάς τα πράγματα με μάτι νεκρό. Κάνε να έχεις να διαχειριστείς μια συνολική ήττα που δεν ξέρεις πόσο αφορά εσένα προσωπικά και πόσο αφορά τις τριγύρω συνθήκες. Κάνε να τρέχεις χωρίς να καταλαβαίνεις ακριβώς το γιατί, κάνε να ακινητοποιείσαι χωρίς να καταλαβαίνεις ακριβώς το γιατί. Κάνε να μεγαλώνεις και να ξέρεις -όχι πια στη θεωρία, αλλά στο πετσί σου- ότι απ’ αυτό δεν υπάρχει επιστροφή, υπάρχει το ακριβώς αντίθετο. Κάνε να έχεις να φροντίσεις προγόνους κι απογόνους, με τις ανάγκες τους, τις ανημπόριες τους, τις απαιτήσεις τους. Κάνε να βλέπεις όσα πίστευες κάποτε πως θα γίνεις να μοιάζουν τώρα ο ορισμός της πλάνης και της αυτοπαραμύθας. Κάνε να νιώθεις λίγος, φοβισμένος, ματαιωμένος και μικρός. Κάνε να γίνεται μέσα σου όλο αυτό και απ’ έξω σου να πρέπει να δείχνεις ότι την παλεύεις, ότι εντάξει προχωράμε και Δόξα τω Θεώ, τρέχουμε βέβαια αλλά Δόξα τω Θεώ, ότι η καθημερινότητα είναι συνοδοιπόρος σου και όχι καταπιεστής σου.

    Κάνε να έχεις να ασχοληθείς με τα δικά σου.

    Κάνε μετά από όλα αυτά να προσπαθήσεις να με πείσεις, ότι το αν έχουμε δεξιά ή αριστεροκάτι κυβέρνηση, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να με νοιάζει ιδιαίτερα.  Κάνε μετά από όλα αυτά να προσπαθήσεις να με πείσεις, ότι το αν έχουμε δεξιά κυβέρνηση που κλείνει γλυκά το μάτι στην αυταρχικότητα, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να με νοιάζει ιδιαίτερα. Κάνε μετά από όλα αυτά να προσπαθήσεις να με πείσεις, ότι το αν από το 1974 και ύστερα έχουμε δημοκρατικές κυβερνήσεις, ενώ την επταετία 1967-74 είχαμε δικτατορία, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να με νοιάζει ιδιαίτερα. Κάνε μετά από όλα αυτά να προσπαθήσεις να με πείσεις, ότι το αν αύριο ξανακατέβαιναν τα τανκς στους δρόμους, είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να με νοιάζει ιδιαίτερα.

    Θα με ένοιαζε μόνο αν ανέτρεπε και δυσχέραινε περαιτέρω την δική μου καθημερινότητα. Η ζωή μου και ό,τι είναι για μένα αληθινά αληθινό είναι η καθημερινότητά μου και πώς θα επιβιώσω υλικά και ψυχολογικά μέσα της. Η ζωή μου και ό,τι είναι για μένα αληθινά αληθινό είναι η δουλειά μου, το σπίτι μου, η οικογένειά μου, η γκόμενά μου, οι λογαριασμοί μου, η ηλικία μου, οι ανασφάλειές μου, τα όποια εναπομείναντα ακόμη όνειρά μου.

    Τα υπόλοιπα -και συγγνώμη κιόλας- δεν είναι αληθινά αληθινά. Είναι ιδεολογίες, παρόλες, θεωρίες, να’ χαμε να λέγαμε, είναι ιστορίες και συζητήσεις που να τις κάνουμε δεν λέω, αλλά κάποια άλλη στιγμή που θα είμαι κάπως πιο χαλαρός. Τώρα τρέχω. Το ποιος θα δαρθεί με την Αστυνομία και το ποιον θα δείρει η Αστυνομία, το που θα μπει η Αστυνομία και από που θα βγει η Αστυνομία, είναι κάτι που αφορά την Αστυνομία και εκείνους που με τους οποίους τα βάζει. Με εμένα δεν θα τα βάλει ποτέ έτσι, ξέρει ότι εγώ τρώω το γλυκό ξύλο της αναγκαστικότητας από αλλού.

    Δηλαδή πραγματικά πόσο αφελής μπορεί να είσαι αν πιστεύεις ότι αν ξαναείχαμε δικτατορία από αύριο, εμένα θα με ένοιαζε ιδιαίτερα; Θα ήταν για μένα κάτι αληθινά αληθινό; Σου εξήγησα τι είναι για μένα αληθινά αληθινό. Παρατήστε μας πια με τις ψευτοδιαφορές με τις οποίες ασχολείστε. Ο κόσμος έχει αρκετά προβλήματα.

     

  • H μητέρα του σκύλου

    Στην επαρχία της Βολιβίας, μια γυναίκα – δήμαρχος διαπομπεύεται από αντικυβερνητικό – φασιστικό όχλο, της κόβουν μαλλιά, την περιλούζουν με μπογιά, την περιφέρουν στους δρόμους ξυπόλητη. Ακόμη μια θαυμάσια ευκαιρία για να κάνει χαβαλέ το πάνελ του Λιάγκα και η πρόεδρος της Τεχνόπολης, ακόμη μια θαυμάσια ευκαιρία για να αντιδιαστείλει τον ελληνικό πολιτισμό από τον πολιτισμό των βαρβάρων η Τσιμτσιλή, ακόμη μια θαυμάσια ευκαιρία για να καταδικάσουν οι μετριοπαθείς τη βία απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται, ώστε να ξεπλυθεί, σχετικοποιηθεί και εν τέλει αμφισβητηθεί ως υπαρκτή ζοφερή παγκόσμια πραγματικότητα ο φασισμός, ακόμη μια θαυμάσια ευκαιρία για να κλείσουμε τα μάτια ως προς το ποιος κλείνει διαρκώς τα μάτι παγκοσμίως στην αντίδραση, θέλοντάς τη σύμμαχό του κι αρωγό του ενάντια στον κοινό εχθρό.

  • Ελληνική ιδιωτική τηλεόραση

    Ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, 30 χρόνια ζωής. Aντιγράφω κάτι που είχα γράψει για τα 20ά της γενέθλια: Είκοσι χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης: πολιτικός καθεστωτισμός και πολιτιστικό σκουπιδαριό. Είκοσι χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης: πήραμε τις δεδομένα χαμηλές απαιτήσεις του κόσμου και τις ρίξαμε πιο κάτω και πιο κάτω και πιο κάτω, σε ένα σύστημα που δεν παίρνει αέρα από πουθενά, σε μια πραγματικότητα που εξόρισε πλήρως τον αληθινό πολιτισμό, για να δώσει τη θέση του στην ομοιογένεια μιας άνευ ορίων ή τύψεων αποβλάκωσης. Τους μισώ.

  • Σύντροφος του εαυτού της

    Στα 1971 και στη «Γνωριμία της Σάρκας», η Αν Μάργκρετ και ο Τζακ Νίκολσον είναι ζευγάρι. Έχουν χρόνια σχέση, δεν είναι στα καλύτερά τους, τσακώνονται.  Της λέει να πάει να βρει μια δουλειά, μήπως βρει με κάτι να ασχοληθεί και πάψει να δυσφορεί και με τον εαυτό της και με τον ίδιο. «Δεν θέλω δουλειά», θα του πει, «Εσένα θέλω». “Ι am taken. By me”, θα της απαντήσει έξαλλος. Έχει προλάβει να τον καπαρώσει άλλος, είναι ήδη κατειλημμένος από τον εαυτό του.

    Στα 2019 η Έμα Γουάτσον βρίσκεται στα πρόθυρα των 30 κι έτσι, ενώ δίνει συνεντεύξεις για την προώθηση της νέας της ταινίας, των «Μικρών Κυριών» της Γκρέτα Γκέργουικ, καλείται να απαντήσει και για το επικείμενο ορόσημο της ηλικίας και για την προσωπική της ζωή. Λέει λοιπόν, πως παλιά είχε θέμα όταν δεν ήταν σε σχέση, αλλά τώρα πια όχι, τώρα πια έχει συμφιλιωθεί με αυτό, έχει δε μάλιστα συμφιλιωθεί τόσο, που αντί να λέει ότι είναι “single”, προτιμά να λέει ότι είναι “self-partnered”. H Έμα Γουάτσον τα έχει με την Έμα Γουάτσον, η Έμα Γουάτσον δεν είναι σε αυτή τη φάση της ζωής της μόνη, αλλά τα έχει με τον εαυτό της.

    Στα 2019 ο Γιάννης Σπανός πεθαίνει, κι όλοι επισκέπτονται ξανά τα τραγούδια του, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση έχει και το «‘Ανθρωποι Μονάχοι» του 1977, σε στίχους του Γιάννη Καλαμίτση. Εδώ βρισκόμαστε ενώπιον ενός πολύ πιο δυσοίωνου βλέμματος πάνω στους ανθρώπους που ζουν μονάχοι. Έχουν άραγε λιγότερο ενδιαφέροντα εαυτό από εκείνον της Έμα Γουάτσον, ώστε να τους συντροφεύει και να μην νιώθουν σαν ξερόκλαδα σπασμένα και σαν ξωκλήσια ερημωμένα; Διόλου απίθανο. Και σχεδόν σίγουρα έχουν λιγότερο ενδιαφέρουσα ζωή. Είναι ο τύπος των ανθρώπων που και μέσα σε μια σχέση θα έλεγαν απεγνωσμένα στο ταίρι τους ότι το χρειάζονται, την ώρα που η Έμα Γουάτσον και μέσα σε μια σχέση θα παρέμενε κατειλημμένη από τον εαυτό της;

    Aλλά για να τελειώνουμε με τις ερωτησούλες, τις ειρωνειούλες, τις υπεκφυγούλες και για να μιλήσουμε παντελονάτα, αντρίκεια και όλα αυτά τα σεξιστικά: πρώτον, ναι, αν δεν χτίσεις εαυτό που να μην σε κάνει να βαριέσαι, που να μην σε κάνει να μιζεριάζεις, που να μην σε κάνει να υποφέρεις, που να μην σε φέρνει σε αμηχανία όταν είστε οι δυο σας, που να μην σου γεννά εξ ορισμού ένα κενό το οποίο να πρέπει να καλύψεις μέσω κάποιου άλλου, τότε υπάρχει πρόβλημα, ένα πρόβλημα που θα αντιμετωπίζεις τελικά συνεχώς είτε είσαι είτε δεν είσαι σε σχέση. Όταν είσαι κάτοχος ενός πανικόβλητου εαυτού, ο πανικός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα εκδηλώνεται. Και τον άλλο άνθρωπο τον έχεις ανάγκη περισσότερο για να κρυφτείς και να απορροφηθείς, παρά για να σχετιστείς, να μοιραστείς, να ζυμωθείς, να φτιάξετε ένα εμείς δομημένο ως αληθινή συνάντηση και ως αληθινή συμπόρευση: όταν ο άλλος ψάχνει την αγκαλιά σου μόνο για να κρύψει το πρόσωπό του, δεν έχεις πρόσωπο να δεις, έχεις μόνο έναν ρόλο να παίξεις.

    Αλλά δεύτερον, αν ο εαυτός σου έχει δια της αναπτύξεως των ενδιαφερόντων του καταλάβει τόσο χώρο μέσα σου, ώστε να είσαι απασχολημένος μαζί του διαρκώς, τότε μάλλον και πάλι γίνεται δύσκολο το να σχετιστείς, να μοιραστείς, να ζυμωθείς, να φτιάξετε ένα εμείς δομημένο ως αληθινή συνάντηση και ως αληθινή συμπόρευση: εδώ πια τον άλλο δεν τον έχεις ανάγκη για να κρυφτείς, αλλά για να ικανοποιήσεις την μία ή την άλλη δευτερεύουσα εν τέλει ανάγκη σου, αφού όλες σου τις κύριες ανάγκες τις καλύπτει πλήρως η ενασχόληση με τα του εαυτού σου.

    Τρίτο και τελευταίο, ακόμη και οι πιο ζηλευτές σχέσεις, οι πιο πάνω σχέσεις της αληθινής συνάντησης, αληθινής συμπόρευσης κλπ, είναι ταυτόχρονα δύο πράγματα: η αλήθεια τους και ο συμβολισμός τους. Καμία σχέση δεν είναι ποτέ μόνο η αλήθεια της και η ουσία της, κάθε σχέση επιτελεί πάντα μέσα μας και μια άλλου τύπου λειτουργία, κάτι δηλαδή συμβολίζει, κάτι εκπροσωπεί, κάποια είδους δήλωση συνιστά για το ποιοι είμαστε και το ποιοι θέλουμε να είμαστε.

  • Θα φτιάξουν ΚΕΘΕΑ για αρίστους τοξικοεξαρτημένους, κανένα πρεζόνι δεν θα γίνεται δεκτό, τέρμα στην ανομία και την μπίχλα.