Author: Old Boy

  • Εκτός από τα αγέννητα παιδιά πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε και για τα ασύλληπτα παιδιά. Κι αυτά έχουν δικαίωμα στη ζωή. Κι αυτά έχουν δικαίωμα να υπάρξουν και να μην μείνουν για πάντα στην ανυπαρξία. Μας έχει δώσει ο Θεός σε άνδρες και γυναίκες ένα σώμα και μαζί μια αποστολή. Αν αναλογεί σε κάθε γυναίκα να γεννήσει 25 παιδιά και σε κάθε άντρα πολλές χιλιάδες, είναι ανυπολογίστων διαστάσεων γενοκτονία ασύλληπτων παιδιών να μην τα φέρνουμε στη ζωή.

  • Οι τουλάχιστον 12 νεκροί απ’ το ναυάγιο στους Παξούς είναι μια ακόμα πληροφορία – η κτηνώδης δήλωση Γεωργιάδη επί του ναυαγίου είναι μια ακόμα πληροφορία – τα σχόλια μας με τα οποία καταγγέλλουμε τον Γεωργιάδη είναι μια ακόμη πληροφορία, τίποτα δεν είναι ακριβώς αληθινό εκτός κι αν είσαι μέσα στη βάρκα που βυθίζεται, τίποτα δεν είναι ακριβώς αληθινό εκτός κι αν πνίγεσαι, τίποτα δεν είναι ακριβώς αληθινό αν δεν πρέπει να ζήσεις τη ζωή που αντιστοιχεί σε όσους επιβιβάζονται σε τέτοιες βάρκες.

  • Ο συνδυασμός

    Το να είσαι μικρόψυχος και φθονερός δεν αποκλείει εξ ορισμού την ευστοχία των βιτριολικών βελών σου. Λίγο πολύ δεν υπάρχει άνθρωπος για τον οποίο να μην μπορείς να πεις κακίες οι οποίες να πατάνε σε κάποια υπαρκτή βάση. Το πιο εντυπωσιακό λοιπόν στις ασυναρτησίες Χωμενίδη για τον λίγες μέρες μόνο μακαρίτη Μικρούτσικο, είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός μικροψυχίας, φθόνου και μιας εντελώς ό,τι να ‘ναι ανάγνωσης του φαινομένου που γέννησε η μελοποίηση του Καββαδία απ’ τον Μικρούτσικο, μιας εντελώς ό,τι να ΄ναι ανάγνωσης των λόγων για τους οποίους αγαπήθηκαν τόσο τα ποιήματα του Καββαδία μέσα απ’ τα τραγούδια του Μικρούτσικου. Μπορεί κανείς να εικάσει ότι στο υπόλοιπο του βίου του ο Χρήστος Χωμενίδης, ακόμη κι αν καταφέρει να γράψει άρθρα περισσότερο χυδαία, δεν θα καταφέρει ποτέ να γράψει άρθρο περισσότερο γελοίο.

  • Καθίστε εσείς να τσακώνεστε για το αν ο «Ιρλανδός» ήταν αριστούργημα ή νεροβρασιά, την ώρα που η μεσαία τάξη των Τζιτζικωστών ακούει τη λέξη ταινίες και το μυαλό της πάει στον Σειρηνάκη.

  • Τραγουδάκι

    O Xανκς μας ο Θωμάς

    παιδί της μίσις Γκαμπ

    και στο Σιάτλ ξενύχτης.

     Στη Φιλαδέλφεια,

    διώχτηκε απ’ τη δουλειά,

    γιατί ήταν σοδομίτης.

     

    Του βγάλαμε γλυκό,

    κουτί σοκολατάκια,

    κι αυτός για τη ζωή

    μας είπε πραγματάκια.

     

    Μονάχος στο νησί,

    με δάκρυ θαλασσί

    και σύντροφο μια μπάλα,

    θα του ‘στριβε αλλά

    είδε στα βαθιά

    γοργόνα Ντάριλ Χάνα.

     

    Δεν μπόρεσε εκεί

    τον πόνο της να αντέξει,

    ναι της είπε, ζει,

     όλα καλά με τον Αλέξη.

     

    Κι ο Χανκς μας ο Θωμάς

    έγινε Ελληναράς,

    ο κόσμος να το μάθει.

    Πάει στη Νορμανδιά,

    μήπως και βρει ξανά

    τον Ράιαν που εχάθη.

  • Παραμονή

    Ο έρωτας για ένα άλλο πρόσωπο. Καθηλώνεσαι σε αυτό που εκπέμπει. Προσπαθείς να καταλάβεις τι το τόσο διαφορετικό έχει η δική του εκπομπή. Δεν θα καταλάβεις ποτέ. Υπάρχουν βέβαια εξηγήσεις, μπορείς να απομονώσεις στοιχεία, μπορείς να απαριθμήσεις λόγους. Οι εξηγήσεις θα φτάνουν μέχρι ένα σημείο. Από εκείνο το σημείο και πέρα ξεκινά ό,τι είναι κρίσιμο στον έρωτα. Από ό,τι δεν μπορεί να ερμηνευθεί, απ’ ό,τι δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί. Γιατί ερωτευόμαστε τον άλλον; Επειδή είναι αλλιώς. Αλλιώς απ’ όλους τους άλλους. Αλλιώς ίσως κι από μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου. Από μια διαφορετική χρονική εκδοχή: ίσως στην εκδοχή του πριν πέντε ή δεκαπέντε χρόνια να μην τον ερωτευόμαστε, ίσως σήμερα είναι που έχει διαμορφωθεί έτσι ο χαρακτήρας του ώστε αυτό που εκπέμπει να μας καταλύει. Ή από μια άλλη εξωτερική εκδοχή του: ίσως αν η χωροταξία του προσώπου του ήταν ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετική, η απόχρωση των ματιών του ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετική, το ηχόχρωμα της φωνής του ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετικό, αυτός να μην ήταν στα μάτια μας αλλιώς, αυτός να ήταν στα μάτια μας σαν όλους τους ανθρώπους.

    Πρόσεξέ με. Τρέξε σε μένα. Σκαρφάλωσε στο πρόσωπό μου. Χάσε την ισορροπία σου. Πέσε. Φάε τα μούτρα σου. Τα παλιά σου μούτρα δεν έχουν πια θέση εδώ. Είτε το θες είτε όχι, εφεξής το πρόσωπό σου αλλάζει, είτε το θες είτε όχι, δεν είσαι πια το ίδιο πρόσωπο, είτε το θες είτε όχι, έχει αναδιαταχθεί όχι μόνο η εξωτερική σου μορφή, αλλά και η θέση σου μέσα στον κόσμο, το βλέμμα σου πάνω στον κόσμο.

    Ίσως για αυτό ο έρωτας ή είναι συνολικός υπαρξιακός κλονισμός ή δεν είναι αληθινός έρωτας. Γιατί ο αληθινός έρωτας δεν εξαντλεί τη δικαιοδοσία του ως προς το πως νιώθεις για τον άνθρωπο που ερωτεύεσαι, αλλά την επεκτείνει στο πως τοποθετείσαι απέναντι στο νόημα της ζωής. Σε κάνει δηλαδή να χωνέψεις ότι η θεμελιωδέστερη επιλογή είναι αν θα ζήσουμε τη ζωή μας νιώθοντας όσο περισσότερο γίνεται ή νιώθοντας όσο λιγότερο γίνεται, αν θα ζήσουμε τη ζωή μας ανοικτοί κι εκτεθειμένοι ή περίκλειστοι και κρυμμένοι, αν θα ζήσουμε με κριτήριο το φόβο μην συμβεί κάτι κακό ή με την σιγουριά πως το μεγάλο κακό είναι να φοβάσαι να ζήσεις, να νιώσεις, να πονέσεις, να ευτυχήσεις.

    Την σκότωσε επειδή την αγάπησε πολύ. Την σκότωσε από έρωτα. Ή τον σκότωσε από έρωτα. Δεν είναι το φύλο εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ, ο έρωτας που σκοτώνει είναι. Ο έρωτας δεν σκοτώνει. Ο έρωτας είναι ζωή και όχι θάνατος. Ο θάνατος είναι ο αντίποδας του έρωτα. Και σε κάθε περίπτωση, αν θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε κάτι για τη σχέση έρωτα – θανάτου, αν θα μπορούσαμε ίσως να εξετάσουμε την αφαίρεση της ζωής ως την απόλυτη εκδήλωση ρομαντισμού, είναι εντελώς άλλο το «Δεν μπορώ να ζήσω μακριά από εσένα» και αφαιρώ τη δική μου ζωή και εντελώς άλλο το «Δεν θα ζήσεις μακριά από εμένα» και αφαιρώ τη δική σου.

    Αγόρια και κορίτσια, που έχετε ζήσει τους φοβερούς και τρομερούς έρωτες του οποίους εμείς οι υπόλοιποι οι άνιωθοι, οι νερόβραστοι, οι τόσο όσο, δεν αξιωθήκαμε ποτέ να ζήσουμε και για αυτό τώρα θεωρητικολογούμε χωρίς να ξέρουμε για τι μιλάμε και πώς είναι να είσαι τρελά ερωτευμένος, αγόρια και κορίτσια, που εσείς ξέρετε πώς όταν είσαι τρελά ερωτευμένος όλα μα όλα μπορείς να τα κάνεις άμα σου γυρίσει το μυαλό, αφήστε μας εμάς στο νεροβράσιμό μας και στην ανιωθίλα μας, αφήστε μας εμάς να τα έχουμε μπερδεμένα στο δικό μας μυαλό που δεν γυρίζει ποτέ, αφήστε μας εμάς να θεωρούμε ότι ο έρωτας είναι αυτό που δεν μπορεί να το ξεριζώσει από μέσα σου κανενός είδους ματαίωση, κανενός είδους απόρριψη, κανενός είδους προδοσία, κανενός είδους χρονική φθορά, αφήστε μας εμάς να θεωρούμε ότι ένας τέτοιος αξερίζωτος έρωτας δεν μπορεί να μετατραπεί ποτέ σε τιμωρία, γιατί και μέσα στην πιο ακραία οδύνη του παραμένει στην καρδιά του ευλογία.

     

  • Φοβάσαι μήπως τώρα μια στάλα;

    Δεν πρόσεξες όταν Αγίου Νικολάου του 2008 το ανήλικο παιδί σου πήγε να γιορτάσει την γιορτή του φίλου του στην λάθος περιοχή της Αθήνας. Πρόσεχε τουλάχιστον τώρα. Πρόσεχε μην τυχόν και πάει το ανήλικο παιδί σου να δει καμία ταινία στο σινεμά: αν δεν έχει την κατάλληλη σήμανση, θα μπουν στο σινεμά τα όργανα της τάξης, θα διακόψουν την προβολή και θα τον τρέχουν στο τμήμα. Πρόσεχε μόνο μην τυχόν και η κόρη σου έχει περίοδο και φοράει σερβιέτα: αν δεν δεχτεί να ξεβρακωθεί στην Πατησίων, θα ξεβρακωθεί πάντως θέλει δεν θέλει από μια στολή αδειανή, από μια Ελένη. Πρόσεχε μόνο μην τυχόν και βρίσκεστε οικογενειακώς στο σπίτι: να μένατε αλλού ή να αφήνατε τους κομάντος να μπουκάρουν σπίτι σας χωρίς ένταλμα.

    Δεν προσέχεις. Δεν προσέχετε. Προκαλείτε. Αντιστέκεστε στο ξεβράκωμα ωσάν η αξιοπρέπειά σας και τα γεννητικά σας όργανα να ήταν δικά σας. Αντιστέκεστε στο να μπούμε σπίτι σας ωσάν να ήταν δικό σας. Θα σας ξεβρακώσουμε. Άντρες και γυναίκες, θα σας ξεβρακώσουμε. Θα σας πατάμε με το πόδι το κεφάλι στην ταράτσα του σπιτιού σας. Δεν είναι δική σας η ταράτσα. Δεν είναι δικό σας το κεφάλι. Δικά μας είναι όλα.

    Δικές μας οι στολές. Δικές μας οι αρματωσιές. Δικά μας τα αυτόματα. Δική μας η έννομη τάξη. Δική μας η εξουσία. Δική μας η ανωνυμία. Δικά μας όλα. Και θα γίνονται ακόμα πιο δικά μας. Επιτέλους να αρχίσετε να μας φοβάστε. Επιτέλους να καταλάβετε κι εσείς. Επιτέλους να συνειδητοποιήσετε ότι όταν βάζουμε τη στολή μας, φοράμε την αρματωσιά μας και παίρνουμε τα όπλα μας, δεν είναι μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων με την οποία θα τα βάλουμε. Επιτέλους να συνειδητοποιήσετε ότι αν βρεθείτε μπροστά μας την οποιαδήποτε τυχαία λάθος στιγμή ή αν βρεθούμε εμείς μπροστά σας την οποιαδήποτε τυχαία λάθος στιγμή, εσείς ακόμη κι αν κάνετε ό,τι κάνατε κάθε μέρα, ακόμη κι αν θεωρείτε ότι είστε ο πιο νομιμόφρων, αν είναι να σας φερθούμε κτηνοειδώς, κτηνοειδώς θα σας φερθούμε χωρίς την παραμικρή διάκριση.

    Δεν πάει να ήσαστε γενικά αναφανδόν υπέρ μας; Δεν πάει να ακούτε και να βλέπετε απ’ το πρωί ως το βράδυ Σκάι και να ψηφίσατε για την λευτεριά στην ‘Α Αθήνας; Την λάθος ώρα και στιγμή εμείς το ίδιο θα σας ξεβρακώσουμε, το ίδιο θα πατήσουμε το κεφάλι σας κάτω, το ίδιο θα σας κοπανήσουμε με γκλομπ. Θεωρείτε ότι είστε πολύ μεγάλης ηλικίας για να γίνει αυτό; Τα παιδιά σας τότε. Δεν θα το βρείτε εσείς, θα το βρούνε τα παιδιά σας. Γιατί αν κάτι ξεχωρίζει τους μεν από τους δε, δεν είναι το φρόνημά τους, δεν είναι οι νοικοκυραίοι από την μια και οι μπαχαλάκηδες από την άλλη. Αν κάτι ξεχωρίζει τους μεν από τους δε είναι το ποιος φοράει τη στολή και είναι πάνοπλος και ποιος όχι. Ποιος ενεργεί στο όνομα της ελληνικής δημοκρατίας και ποιος όχι. Ποιος είναι ο φορέας της εξουσίας στον δρόμο ή στο σπίτι σου και ποιος όχι.

    Δεν είσαι ασφαλής, αν αυτό νόμιζες. Αν είχες την ασφάλεια για πολύ υψηλό αγαθό, είναι ο καιρός να καταλάβεις ότι καλά θα κάνεις, εσύ ή τα παιδιά σου, να μην έχουν κάνα συναπάντημα λάθος ώρα με ενστόλους. Τότε ξέχνα την την ασφάλεια. Τότε κινδυνεύεις. Το συνειδητοποιείς, μαλάκα μου; Νομίζεις ότι όλα είναι υπερβολές; Τι δεν έχεις καταλάβει ακόμα; Πόσων χρονών πρέπει να φτάσεις; Δεν καταλαβαίνεις ότι εσένα προσωπικά και το παιδί σου σε απειλούσε και σε απειλεί διαχρονικά πολύ περισσότερο ο ένστολος από ό,τι όλα αυτά που σου άρεσε να φοβάσαι και να τρέμεις;

    Τις φωτογραφίες απ’ το Γκουαντάναμο με τις μαύρες κουκούλες τις θυμάσαι; Τις φωτογραφίες απ’ το Γκουαντάναμο με τους ξεβράκωτους κρατούμενους τις θυμάσαι; Καλωσόρισες στην εποχή της γλυκιάς αναγκαστικότητας.

  • Σε μια φωτογραφία της στιγμής

    Ψάχνοντας θέμα για να γράψω, πέφτω πάνω σε αυτήν την φωτογραφία (της Όλγας Δέικου). Δεν ξέρω τι με κεντρίζει τόσο πολύ. Ίσως η κλίση των ποδιών του άντρα (κάνε κλικ στη φώτο να φανεί ολόκληρη). Μια εκκρεμότητα, ένας μετεωρισμός. Προλαβαίνει να περάσει τον δρόμο χωρίς να τον πατήσουν; Είναι καλοντυμένος, μοιάζει να έχει στυλ. Αλλά δεν παύει να βρέχεται. Είναι εκτεθειμένος στη βροχή. Η βροχή από πάνω, τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία στο βάθος, η τσάντα στον ώμο, κάποια δουλειά που πρέπει ενδεχομένως να προλάβει. Στο τρέξιμο. Τώρα που είναι η παραγωγική η ηλικία. Μετά τα χρόνια θα φύγουν και θα είμαστε στην εποχή του αργά. Τώρα που προλαβαίνει. Τώρα που τον παίρνει. Τώρα που περνάει επαγγελματικά και κοινωνικά η μπογιά του.

    Μια στιγμή στο χρόνο. Οι φωτογραφίες δεν χρονογραφούν. Στιγμογραφούν. Την αμέσως επόμενη στιγμή μπορεί η κλίση του σώματός του να έλεγε λιγότερα. Λιγές στιγμές αργότερα, στο απέναντι πεζοδρόμιο, η φωτογραφία θα απαθανάτιζε ένα λιγότερο σημαντικό επίδικο. Όλα τώρα κρίνονται. Καταμεσής του δρόμου. Καταμεσής της βροχής. Το τρέξιμο δεν ξεκίνησε τώρα. Ούτε κι η βροχή. Στην παραγωγική σου ηλικία το τρέξιμο μπορεί να είναι και αδρεναλίνη και η βροχή ατμοσφαιρικό ντεκόρ. Δεν κρατάς ομπρέλα. Δεν την χρειάζεσαι, δεν ήταν στις προτεραιότητές σου. Είσαι ντυμένος με στυλ. Τίποτα δεν μπορεί να σε πτοήσει στα αλήθεια. Όχι σε αυτήν την ηλικία, όχι σε αυτήν την φάση της ζωής σου.

    Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα θα γίνουν. Αν όχι όλες οι δουλειές, οι περισσότερες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτά που πρέπει να προλάβεις, θα τα προλάβεις. Κι όσα δεν προλάβεις, δεν τα πρόλαβες. Και οι σκοτούρες και τα άγχη παροδικά είναι. Στιγμές στο χρόνο. Θα έρθουν στη θέση τους άλλες σκοτούρες, άλλα άγχη, άλλες στιγμές. Και στην εναλλαγή τους θα κυλάνε και τα χρόνια. Όπως πάντα ανεπαίσθητα. Όπως πάντα μη δεκτικά φωτογράφισης. Δεν μπορείς να απαθανατίσεις τον χρόνο που κυλά. Η ροή δεν χωράει σε κάδρα. Η ροή ρέει.

    Πίσω σου ξενοδοχεία. Mέσα τους, εφήμεροι επισκέπτες της πόλης σου. Ή, γιατί όχι, μπορεί να είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς. Να ήρθες για δουλειές. Συγγνώμη αν ήρθες για αναψυχή, σε φαντάστηκα να δουλεύεις και να τρέχεις. Δική μου είναι η φαντασία, ό,τι θέλω την κάνω. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει με τη δική του φαντασία, δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να εισβάλουμε με το ζόρι στην φαντασία των άλλων.

    Τώρα που γνωριστήκαμε κάπως, άκου τι άλλο φαντάζομαι. Φαντάζομαι τα πράγματα να πηγαίνουν καλά. Φαντάζομαι να μην τρέχαμε τόσα χρόνια στα τυφλά. Φαντάζομαι να τρέχαμε τελικά πάντα προς τα εκεί που είναι το νόημα. Δεν έχω πιο αγαπημένη λέξη από αυτή: νόημα. Και δεν υπάρχει και λέξη με μεγαλύτερο νόημα από αυτή: αγάπη. Λέξη, θα μου πεις. Έχει όσο βάρος μπορούν να έχουν οι λέξεις. Και ποτέ περισσότερο. Εντάξει, ναι. Και εσύ με λέξεις μου τα είπες αυτά. Όσα είπες έχουν όσο βάρος μπορούν να έχουν οι λέξεις.

    Δες όμως, εσύ προέκυψες μέσα από μια εικόνα. Και μας λες τόσα χωρίς να χρειαστεί να πεις ή να γράψεις κάτι. Απλά με το να είσαι στην μέση του δρόμου ένα βροχερό μεσημέρι. Απλά με το να είσαι στην μέση του κάδρου μιας βροχερής φωτογραφίας. Πλαισιώνεσαι από κτίρια δεξιά και αριστερά σου. Η άσφαλτος βρεγμένη, ο ουρανός βαρύς, εσύ έχεις κοντοσταθεί. Καιροφυλακτείς. Ίσως να κρυώνεις και λίγο. Κατά βάθος δεν σε αφορά όλη αυτή η πολυλογία. Θες απλά να περάσεις απέναντι.

    Υπάρχει βέβαια και μια πιο τραβηγμένη εκδοχή. Να μην υπάρχεις στα αλήθεια. Ούτε εσύ, oύτε η βροχή, ούτε ο δρόμος, ούτε η πόλη, ούτε η φωτογραφία, ούτε καν αυτό το κείμενο. Υπάρχει και η εκδοχή να είμαστε όνειρα φτιαγμένα από όνειρα. Ακόμα και έτσι όμως φίλε μου, στην πραγματικότητα ή στο όνειρο, αν κάτι απομένει ως ιδανικό είναι το νόημα και η αγάπη.

  • Τα χακί και τα πορτοκαλί

    Εξαιτίας της κρίσης και των μνημονίων, η δεκαετία του δέκα επανέφερε πίσω την πολιτικοποίηση. Στο κλείσιμό της, η επιστροφή στην κανονικότητα που ευαγγελίζεται η νέα κυβέρνηση, είναι ακριβώς η επιστροφή στο απολιτίκ. Επειδή η πραγματικότητα έχει συχνά – πυκνά αναποδιές, το απολιτίκ θα κινδυνεύσει από τον τρόπο χειρισμού του προσφυγικού – μεταναστευτικού. Αλλά και να κινδυνεύσει, προς τα ακόμη δεξιότερα θα κινδυνεύσει, οπότε μάλλον μικρό το κακό, οπότε ο τρόπος μάντρωσης και ενσωμάτωσης των γηγενών εκλογέων πάλι θα βρεθεί. Επειδή η πραγματικότητα έχει συχνά – πυκνά αναποδιές, το απολιτίκ θα κινδυνεύσει κι από τυχόν μπάχαλα με την Τουρκία. Από την άλλη, μια εθνική συσπείρωση κι ένα όλοι μαζί οι Έλληνες ξεχνάμε τις επουσιώδεις διαφορές μας και γινόμαστε ένα, μπορεί να μην υπάγεται στην έννοια του απολιτίκ, αλλά στην θέση των αντικρουόμενων πολιτικών αφηγημάτων τοποθετεί ένα υπέρτερο πατριωτικό, που αν δεν το αποδεχτείς χωρίς ενστάσεις εξοβελίζεσαι ως προδότης, μειοδότης, εθνομηδενιστής.

    Χρησιμοποίησα τη λέξη «μπάχαλα» για τα ελληνοτουρκικά. Προ ημερών, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να προβοκάρει την κυβέρνηση, μίλησε για μπαχαλάκηδες του λευκού κολάρου, για μπαχαλάκηδες που φορούν γραβάτες και κουστούμια, αναφερόμενος στους υπόπτους για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, απέναντι στους οποίους ισχυρίστηκε ότι δεν ισχύει το δόγμα «νόμος και τάξη», καθώς ψηφίστηκε νομοθετική διάταξη ευνοϊκή των συμφερόντων τους. Η φράση μου φάνηκε άστοχη, καθώς στο μυαλό μου τουλάχιστον, όσα κι αν καταλογίσει κανείς στους κανονικούς μπαχαλάκηδες (και στο μυαλό μου όντως μπορείς να τους καταλογίσεις διάφορα), δεν παύουν να βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που ξεπλένουν μαύρο χρήμα, δεν παύουν να εκπροσωπούν δυο μάλλον εντελώς διαφορετικές εκδοχές συμπεριφοράς, δυο μάλλον εντελώς διαφορετικά αξιακά συστήματα, δυο μάλλον εντελώς διαφορετικές εκδοχές παρανομίας.

    Αντίθετα, η φράση μου φαίνεται πιο εύστοχη όταν είναι να μιλήσουμε για θερμά επεισόδια και συρράξεις. Υπάρχει μεγαλύτερο μπάχαλο από τα παιχνίδια με τους στρατούς και τα όπλα; Εκεί χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα. Κυριολεκτικά το χάνει η μάνα το παιδί. Η μητέρα του Προκόπη Παυλόπουλου υποθέτω ότι δεν ζει, αλλά και να ζει δεν έχει να φοβηθεί ότι θα χάσει το παιδί της. Άλλες μάνες έχουν, νεότερων και λιγότερο προνομιούχων παιδιών. Ωστόσο μπορούμε να είμαστε σχετικά αισιόδοξοι ότι σε θερμά επεισόδια και συρράξεις θα συρθούμε μόνο με το ζόρι. Μας συνεγείρει το εθνικό αφήγημα, μας καυλώνουν τα εθνικά δίκαια, αλλά όλα κι όλα φίλοι των συρράξεων δεν είμαστε. Κι αν ακούγεται το τελευταίο ειρωνικό, κακώς ακούγεται. Καλά κάνουμε και δεν είμαστε φίλοι τους.

    Δεν υπάρχει καμιά αληθινή καύλα να ντύσουν τους Έλληνες στα χακί. Στα πορτοκαλί θέλουν να τους ντύσουν των αγώνων δρόμων και του επιστροφής στην απολιτίκ κανονικότητα. Εντάξει, είναι μια κανονικότητα μετά από μια δεκαετία λιτότητας, μια κανονικότητα όπου η μεσαία τάξη ξεκινά δια υπουργικών χειλέων από τα 524 ευρώ τον μήνα. Μπορεί να ψιλοζορίζεσαι με 524 ευρώ αλλά δεν είσαι και κανένας που βρίσκεται πολύ χαμηλά. Είσαι κάπου εκεί, στην μέση. Η ελληνική μεσαία τάξη είναι σαν το αμερικάνικο όνειρο: όλοι έχουν δικαίωμα να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους εκεί. Είναι επίσης μια κανονικότητα στην οποία κοινωνικό μέρισμα θα μοιραστεί και φέτος. Τώρα αν θα είναι πολύ μικρότερο και θα μοιραστεί σε πολύ λιγότερους, ας μην ξεχνάμε ότι όσοι δεν θα το πάρουν, πέρσι ήταν κακομοίρηδες και φέτος ανήκουν στην μεσαία τάξη. Που επιτέλους έχει εκλέξει μια κυβέρνηση η οποία προασπίζεται τα συμφέροντά της. Γιατ,ί σε μια αντιστροφή του συνθήματος των ευρωεκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ είναι με τους πολλούς. Τους κανονικούς. Εκείνους που αγαπούν πολύ την πατρίδα τους, αλλά αγαπούν ακόμη περισσότερο την κανονικότητα της ειρήνης. Εκείνους που ξέρουν ότι η αληθινή απειλή δεν είναι ο Ερντογάν, οι ΑΟΖ και οι υφαλοκρηπίδες. Αυτά ρυθμίζονται: τόσα εγώ, τόσα εσύ, θα τα βρούμε. Η αληθινή απειλή είναι όσοι έχουν εισβάλλει στην πατρίδα μας και δεν λένε να φύγουν. Οι λάθρο. Αυτούς τους έχουμε και χωρίς πολεμικά μπάχαλα. Αυτούς  μπορούμε να τους έχουμε και πρέπει να τους έχουμε με το «νόμος και τάξη».

     

  • Αγνοί

    Πάρα πολύ συχνά σκέφτομαι ότι τα έξι χρόνια που πέρασα σε γυμνάσιο και λύκειο, ήταν από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου. Ανήκα στην παρέα των αγοριών που δεν είχαν πολλά – πολλά με κορίτσια. Βασικά ανήκα στην παρέα που αποτελούνταν από αγόρια που στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν είχαν ούτε καν λίγα – λίγα με κορίτσια. Δεν ξέρω αν ακούγεται θλιβερό, υπάρχει πάντως κάτι σχεδόν εδεμικό σε έναν ντιπ αγορίσιο κόσμο, σε έναν κόσμο που τα αγόρια δεν βιάζονταν -ή φοβούνταν, ή λίγο κι απ’ τα δύο- να μεγαλώσουν και να λερωθούν από έρωτες και ερωτισμούς κι όλα αυτά τα εκθαμβωτικά και περίπλοκα. Στην εφηβική μας ηλικία μείναμε αγνοί.