Author: Κάπα Κάπα Μοίρης

  • Τα κόκκινα φανάρια

    Περιμένεις σαν τζάνκι.

    Ένας πελάτης. Ας είναι. Το μαγαζί δεν θα κατεβάσει ρολά νωρίς σήμερα.

    Ζουκ είσαι μεγάλος. Τα παρατήσαμε όλα για πάρτη σου, γυναίκα, παιδιά, γράψιμο, φίλους, μπλογκ, ύπνο, κωλοβάρεμα χωρίς πληκτρολόγιο. Γίναμε τα πουτανάκια σου.

  • ανάπαυσον την ψυχήν του θέρους σου

    Oι γείτονες μαζεύουν από τα μπαλκόνια. Τραπέζια, καρέκλες, φαναράκια, ρεσώ, μαξιλάρια, τραπεζομάντηλα, τις γλάστρες που δεν αντέχουν στην πλάτη τους ψύχρα.

     

    Η ίδια εξόδιος ακολουθία, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.

  • Ο γιατρός μου

    Ο γιατρός μου, ένας απ’ τους -τέλος πάντων- (σ’ αυτές τις ηλικίες διευρύνονται οι γνωριμίες σου με βαριά μονοψήφιο αριθμό ειδικοτήτων), μελετάει τα πορίσματα χωρίς να κουνάει μάτια, φρύδι, μύτη, έστω έναν μυ προσώπου. Υποθέτω πως κι αυτό τους το μαθαίνουν ανάμεσα σε ανατομίες, καρδιολογίες και άλλες -ίες. Δύσκολο μάθημα, ειδικά για τον απέναντι. Εκείνοι στραβά κουτσά το πήραν το πεντάρι (ο δικός μου μάλλον ξεγυρισμένο άριστα), εσύ μπορεί να κοπείς αναπάντεχα όταν τελειώσει η σιωπή τους κι ας λες  ’μα ήμουν διαβασμένος’. Παπάρια ήσουν.

    Στον τοίχο δεξιά του έχει τα τρόπαια. Πτυχία, κόντρα πτυχία, κόντρα σφραγίδες και βαριά ονόματα, κάτι Oxford, κάτι Radcliffe, κάτι Ann Arbor, βαρέθηκα να διαβάζω κι άλλο, το θέμα είναι να μπορεις να καταλάβεις τι σκέφτεται εκείνος όσο διαβάζει δείκτες και νούμερα, όχι τα παράσημά του. Μ’ αυτά, ας είναι και περισσότερα από βορειοκορεάτη στρατηγού, δεν σώνεσαι.

    Στον τοίχο πίσω του έχει φωτογραφίες. Όχι αυτές που φαντάζεσαι. Μόνο σε μια είναι ο ίδιος, ανάμεσα σε άλλους πενήντα με άσπρες στολές, σε κάτι σκαλιά μπροστά από ένα γκρι κτίριο που μοιάζει με το Overlook αλλά ελπίζω ότι δεν είναι. Στα άλλα κάδρα ο Μίκης, ο Μάνος, ο Βελουχιώτης, ο Παπανικολάου -τον ξέρω, τον είδα και σε γραμματόσημα αυτόν-, ο Φρανκ Ζάππα, ο B.D.Foxmoor (είπαμε είμαι μεγάλος, δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο, κάτι θυμάμαι) κι ένας αρχαίος που κάθεται σταυροπόδι και δεν τον ξέρω. Θα τον ρωτήσω μετά, αν μου μείνει σάλιο στο στόμα. Τώρα στέγνωσα.

    Σηκώνει το βλέμμα από τα χαρτιά, ανοίγει το λάπτοπ. Ανάμεσά μας το γραφείο του και σιωπή. Πηχτή σαν παγωμένο βούτυρο, κατάψυξης. Να θυμηθώ, μετά, να τον ρωτήσω γιατί έχει κλιματισμό στο γραφείο και στην αίθουσα αναμονής. Εντελώς παραπανίσιο, ακόμη κι αν έχει 45 βαθμούς έξω. Αφού τα χέρια μας και τα πόδια και το μέσα μας ξεπαγιάζουν όσο περιμένεις να σε κοιτάξει και να ανοίξει το στόμα του.

    Είναι δεν είναι σαρανταπεντάρης, αν δω τον αριθμό μητρώου του στη σφραγίδα θα βεβαιωθώ αλλά τόσο αδιάκριτος δεν είμαι, όχι σήμερα. Ωραίος τύπος. Mαλλί καστανόξανθο, χτενισμένο α-λα Τζέρεμι Άιρονς.  Χακί σκούρο παντελόνι και τι-σερτ. Σήμερα έχει στάμπα κάποιον που μοιάζει με τον Τζέρι Γκαρσία αλλά δεν είμαι σίγουρος, να θυμηθώ να τον ρωτήσω και γι’ αυτό μετά.

    Το ιατρείο μυρίζει ωραία. Καθαρίλα και μια ανεπαίσθητη αύρα antiseptic fragrance. Από τις καθησυχαστικές, όχι τις φτηνιάρικες. Πού στο διάολο τα φτιάνουν αυτά τα αρώματα, δεν θα τον ρωτήσω και γι’ αυτό, έχει άλλους δυο -ήδη- στην αίθουσα αναμονής έξω, αν αρχίσω να ρωτάω θα γίνουν τέσσερις και τόσο μισάνθρωπος δεν είμαι. Όχι σήμερα, πάντως.

    Γυρίζει και με κοιτάζει. Γαμώ τα βλέμματά σας γιατροί. Ούτε όταν με κοίταξε χαμογελαστή η άλλη στα δώδεκα δεν μου κόπηκαν τα πόδια έτσι. Αυτός δεν χαμογελάει τώρα αλλά -παραδόξως- δεν είναι σκιαχτικός. Η άλλη στα δώδεκα ήταν, τρεις νύχτες δεν έκλεισα μάτι κι ας μη μου είπε κουβέντα το μαλακισμένο. Ούτε κι εγώ της είπα.

    Negative’.

    ‘Δηλαδή;’

    ‘Δηλαδή αρνητικό δηλαδή, και οι δυο σας’

    Όταν έμμεσα αμφισβητούν την οξφορδοσύνη μου θέλω να σκοτώσω άνθρωπο αλλά όχι σήμερα, όχι αυτόν, αυτούς τους χρειαζόμαστε κι ας μη θέλουμε παρτίδες μαζί τους αλλά δεν μας ρώτησε και κανείς για το τι θέλουμε.

    ’Δηλαδή όλα καλά’

    ’Ναι ρε, σαν τι περίμενες δηλαδή; Αφού στο είχα πει, όλα καλά θα είναι’

    ’Με μισή ώρα μουγκαμάρα όσο κοιτάς τις εξετάσεις τι ήθελες να περιμένω;’

    Tρία λεπτά έκανα δεν έκανα, σοβαρέψου λίγο’

    ’Το ίδιο κάνει’

    ΄Να σου πω…’

    Εδώ είμαστε. Έχει απορίες. Κάτι δεν του πολυάρεσε απ’ αυτά που είδε. Ή η φάτσα μου τώρα, δεν μπορώ να δω τι χρώμα έχω.

    ’Ναι, τι;’

    Aπό τα μέρη σας ήταν ο Άκης Πάνου, έ;’

    Kαλά κάνει κι έχει αναμμένο κλιματιστικό. Φουντώνεις εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά δεν τους σκοτώνεις, τους χρειάζεσαι. Και τους αγαπάς, όταν δεν ασχολούνται μαζί σου και με τα άντερά σου και με τα στομάχια σου και με το πάγκρεάς σου και με τα ελικοβακτηρίδιά σου και με τα άλλα εξωτικά του εσωτερικού σου κόσμου.

    ‘ Όχι, παντρεύτηκε ντόπια και έζησε στα μέρη μου, όσο πρόλαβε δηλαδή’

    ’Σπουδαίος bluesman, μοναδικός, πολύ μεγάλος΄

    Θέλω να ανάψω τσιγάρο. Θέλω πολύ ν΄ ανάψω ένα τσιγάρο. Τώρα. Αλλά τα άφησα στο αυτοκίνητο, πέντε τετράγωνα μακριά, να βλέπει θάλασσα. Να μην αγχώνεται κι εκείνο στην αναμονή για το αφεντικό του.

    ’Ήταν, ναι. Τελειώσαμε;’

    Aπό μένα ελεύθερος αλλά κάθε φορά που σε βλέπω είσαι στην τσίτα, να κάνεις κάτι με το άγχος σου, παίρνεις κάτι;’

    Zanax, έχεις κάτι καλύτερο;’

    Nα βάλεις ν’ ακούσεις το Hot Rats στην επιστροφή, αρκεί’

    Τους αγαπώ αυτούς τους γιατρούς που συνταγογραφούν έτσι. Αν μπορούσα φεύγοντας θα τους φίλαγα κιόλας. Δεν προλαβαίνω, σηκώνεται και με φιλάει αυτός, ’τα ξαναλέμε το 2018 κι ακόμη πιο αργά, καλό δρόμο’.

    Όχι, δεν θα φύγω με απορίες. Του δείχνω το τι-σερτ του.

    ’Ποιος είναι αυτός; ο Γκαρσία;’

    ‘O Μαρξ. Πιο ροκ’

    Λογικό, μη πας κόντρα με γιατρούς. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις κερδισμένος.

    Πριν ανοίξω την πόρτα δείχνω και το κάδρο στον τοίχο, αυτόνανε τον αρχαίο με το σταυροπόδι.

    ’Κι αυτός;’

    ’‘Ο John Snow. Αλλά καμία σχέση, αυτός εδώ πίσω είναι ο ορίτζιναλ, δικός μας’

     

    Ωραία ράτσα. Ειδικά όταν σε ξεπροβοδίζουν με ένα ’Negative’ πεσκέσι.

  • The parable of St Ives

     

     

    Στο φευγιό θα τα πάρω μαζί.

     

     

    Το Piperspool.

     

     

    Kαι το Parable.

     

     

    Xωρίς στιχάκια, κουπλέ-ρεφρέν και τα σχετικά αξεσουάρ. Αυτά θα γραφτούν μονάχα τους στο δρόμο, ερήμην μου, ερήμην μας. Τα ερήμην ολονών μας θα μαζευτούν μια μέρα και θα πουν τις ιστορίες τους. Και τέτοια συναυλία, στοιχηματίζω όσο-όσο, κανείς ποτέ δεν αξιώθηκε.

  • Faithfull

    Αποδέχεσαι ότι μεγάλωσες πια όταν αντί να πιάσεις στα χέρια την πρώτη πέτρα που θα βρεις μπροστά σου (και χαλίκι ας είναι και μια χούφτα γαρμπίλι ας είναι), κάθεσαι με τις ώρες και παρατηρείς τις ατέλειές της καταλήγοντας σε ετυμηγορία «όχι αυτήν, δεν θα κάνει μεγάλη ζημιά». Το ιδανικό άλλοθι των άτολμων φλώρων που γράφουν μετά τρεις χιλιάδες λέξεις μονοκοπανιά για την αξία του να ‘σαι διά βίου μάχιμος.

    H αναζήτηση της τελειότητας δεν σταματά παρά μόνο τη στιγμή που η πρώτη τυχαία, μια τιποτένια που ούτε δεύτερη ματιά θα καταδεχόσουν ως τότε να της ρίξεις, σου ’ρθει κατευθείαν στο δοξαπατρί.

    Γιατί οι απέναντί σου, που είναι πιο αποφασισμένοι και πιο κωλοπετσωμένοι από σένα, το έχουν από καιρό χαμπαριάσει πως η τέλεια κοτρόνα δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον ο κατάλληλος στόχος.

  • η εκδίκηση του Κακού

    -Κάποια μέρα θα σ’ εκδικηθώ που φεύγεις, της είπε.

     

    Λόγια, λόγια, αέρας κοπανιστός.

     

    ’Άντρες, πεταμένα λεφτά, πέτσινες επιταγές, φλωρέμποροι, μπαταχτσήδες της λαγνείας.

     

    Δεν ξανασχολήθηκε ποτέ μαζί της.

     

    Κι εκείνη τον μίσησε επειδή δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Μετά έψαχνε αληθινούς αλήτες και καθίκια του κερατά για να τραβιέται μαζί τους, να ξενυχτάει, να την μελανιάζουν, να γδέρνεται, να ματώνει και να γαμιέται. Με επιμονή, συνέπεια και πόνο. Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε την εκδίκησή της στο ακέραιο αφού αυτός δεν θέλησε ποτέ να διεκδικήσει έστω και το μερίδιο που του αναλογούσε.

     

    —-

    (απόσπασμα από το “Δύο μέτρα και πέντε σταθμά”, ανέκδοτο, εντελώς)

  • Οι δεΘΑτζήδες


    μείωση

    μεταρρύθμιση

    διαφάνεια

    μετάλλαξη

    δουλειές

    επιχειρηματικότητα

    αλλαγή

    νοοτροπία

    ριζική

    μηχανισμοί

    αξιοποίηση

    μετεξέλιξη

    σύμπραξη

    ιδιωτικοποίηση

    εργαλεία

    δικαιοσύνη

    παραγωγικότητα

    ανταγωνιστικότητα

    εξωστρέφεια

    βελτίωση

    ελπίδα

    στόχευση

    επενδύσεις

    σύγκλιση

    αποτελεσματικότητα

    επανεκκίνηση

    αύξηση

     

    …..

     

     

    Κάθε Σεπτέμβρη.

    Απέναντι απ’ τον υγρό -μονίμως, φρονώ-  Θερμαϊκό

    δίπλα και μέσα σε εξέκιουτιβ δίκλινα

    φραπόγαλα σε λόμπι, μπλακλέιμπελ σε ρουφγκάρντεν,

    ανάμεσα σε σουτζουκάκια, συναγρίδες, ταραμά

    μπαόκια

    και λερωμένες οδοντογλυφίδες,

    μίνιστερς

    και γενικοί γραμματείς

    μέσα σε κουστουμάκια

    με τρεις τσακίσεις χαμηλά (μη το παίρνεις άλλο, ίσως ψηλώσει το παιδί)

    γραβάτες τραγωδία και ορφανά από κόμπους στέρνα

    σκαρπίνια καινούργια, δυο νούμερα μεγαλύτερα

    να μη σε χτυπήσουν, πού να τρέχεις για χανζαπλάστ

    Παύλου Μελά και Tσιμισκή γωνία,

    δωδεκάποντα σετάκι με Ρίλκεν 7.13 σαντρέ

    πλάι σε πλατφόρμες, με άβαφη ρίζα

    φιρφιρίκοι, σκεμπέδες

    και κίτρινα/καφέ υπουργικά βρακιά

    με μπαϊλντισμένα λάστιχα

    που δεν πρόλαβαν ν’ αλλαχτούν

    γιατί

    το Καθήκον προέχει.

    Κάθε Σεπτέμβρη

    το ποίημα ίδιο.

    Αλλάζει μόνον ο ποιητής.

    Κι όλοι μένουν να αναρωτιούνται

    όχι τι εννοούσε,

    όχι (είμαστε πια όλοι ποιητές, τα μάθαμε τα κόλπα)

    αλλά γιατί τέτοια επιμονή

    στα ξαναζεσταμένα προκαταρκτικά

    και στο φτηνό λιπαντικό

    αφού ποτέ, εξ όσων ενθυμούμαι, δεν αρνηθήκαμε

    (καλά, όχι εσύ)

    στοματικό, κατά φύση, παρά φύση

    κι οργασμό (προαιρετικά)

    στους Καυλωμένους για τη σωτηρία μας.