Author: Κάπα Κάπα Μοίρης

  • always crashing in the same car

    Φεύγεις. Για να ξανάρθεις. Μέχρι να ξαναφύγεις. Ώσπου να επιστρέψεις. Πού είναι το εδώ και πού το εκεί, όλα μπερδεμένα. Χυλός. Swimming in a soup bowl. Αχάριστε. Έχεις φαγητό. Kαι casual joys. Πριν το check in, μετά τον ιμάντα αποσκευών, μετά την 6C, βγαίνοντας από΄ το parking. Με στολή πουτάνας. Μόνο το μέγεθος αλλάζει, αναποφάσιστο, η πουτάνα ίδια, αποφασισμένη. Στο δρόμο. Όλα δρόμος είναι. Κέρουακ μαλάκα. Έλιαζε τα αρχίδια του στην Τανγκέρη, εσύ τα στρίμωξες σ΄ένα σκούρο κοστούμι. Μετά κάθεσαι και σκαρώνεις φανταστικές ιστορίες. Για μια ζωή αληθινή. Ή αληθινές, για μια φανταστική. Into the money again, after the blue is gone. Γαμιούνται τα στιχάκια. Όλα ανάποδα. Δυσλεξία ψυχής, πρεσβυωπία, κάτι, δεν έχει λέιζερ γι’ αυτήν. Πάλι λάθος γραβάτα έχωσες στη βαλίτσα. Τον κόμπο τον θυμάσαι, μαζί σου τον σέρνεις. New career δεν έχει. Mόνο new towns. Mέχρι να σε σιχαθούν κι αυτές και να σηκώσουν φράχτες. Ανεπιθύμητος. Όταν καπνίζεις έξω κάνει κρύο. Κρυώνεις κι όταν δεν καπνίζεις. Τρεις τζούρες, τέλος. Διάδρομο και στην επιστροφή. Τα παράθυρα μπάζουν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι, με το ζόρι. Και να βλέπεις αγριόπαπιες, να πετάνε ανάστροφα. Μόνο εσύ τις βλέπεις. Υou could steal time, just for one day. Παπάρια μπορείς. Μια ζωή ενοχικός. Την Κυριακή θα ξεκουραστείς. Από τι; Aπό ποιους; And you may ask yourself. Αλλά πάει καιρός που δεν σου μιλάς πια.

     

  • τραγούδια από τους δεύτερους ορόφους

    Ετοιμάζονται για έξω. Εκείνη βγαίνει απ’ το μπάνιο, ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα. Κάποτε, όχι πάρα πολύ παλιά, τα La Perla και τα άλλα σινιέ που αγνοώ θα ντρεπόταν να αντιπαρατεθούν μαζί του, τώρα νεκρική σιγή. Άπνοια εντός, συρτάρια χωρίς ψυχή. Της διεκπεραίωσης, βολικά, σετάκι των δυο, χρώματα άστα να πάνε.

    Σκαλίζει, βγάζει, διπλώνει, ξανασκαλίζει, ξεφυσάει απογοητευμένη, «πάχυνα πολύ;» τον ρωτάει, προσδοκώντας ένα ωραίο ψέμα.

    «Όχι πολύ καλή μου, απλά με κάθε μεγαλύτερο σλόγκι που αγοράζεις ξεκληρίζεται και μια βαμβακοφυτεία στην Αίγυπτο».

    Όντως παραγνωριζόμαστε άσχημα όσο περνάνε τα χρόνια. Είμαστε σινιέ μαλάκες οι άντρες.

     

    —–

     

    Πίνουν. Με φίλους.

    Εκείνη -αν και δεν είναι, πώς θα μπορούσε; , κοντό αυτό που φόρεσε- προσπαθεί να κρύψει τα πόδια της βάζοντας την πασμίνα (έτσι δεν τα λένε αυτά τα μεγάλα πανιά που σκεπάζουν τους ώμους;) πάνω τους, νιώθει άβολα, παραφουσκωμένη. Ασφυκτιά μέσα στο μαύρο φόρεμα που «κόβει». Το εσώρουχο μπήγεται στη σάρκα. Το καλσόν εκλιπαρεί για λίγη ανάσα. Τα τακούνια την σκοτώνουν, αν τα αφήσεις σε αφήνουν. Η βότκα που πίνει είναι νερωμένη, οι άλλοι γύρω της ξενέρωτοι.

    Δεν ξέρει (ξέρει, μα ξέχασε) πως τα αρσενικά προσπαθούν να δουν παραπέρα και παραμέσα απ΄τα κρυμμένα. Δεν τους πτοούν τα παραπανίσια, ούτε και οι ατέλειες. Τα βλέμματά τους δεν είναι συγκατάβασης και συναίνεσης στην μετάλλαξη -αν και σπάνια έχουν οι άντρες επίγνωση της δικής τους αποσύνθεσης- αλλά πείνας. Ξένη σάρκα. Πάντα μυρίζει καλύτερα. Πάντα έχει άλλη γεύση. Μέχρι να πάψει να είναι ξένη.

     

    ——-

     

    Επιστρέφουν σπίτι, αργά. Είναι μόνοι. Όπως πολύ παλιά. Πετάει τις γόβες, βογγάει από ανακούφιση. Βογγάνε και οι από κάτω, βλαστημώντας. Ημιτελή βογγητά, ρέπλικες, όχι απ’ αυτά τα ωραία τα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης. Ξεκουμπώνει το σουτιέν, μόνη. Σκουπίζει, με τα χέρια, τον ιδρώτα κάτω απ΄το στήθος της. Παλεύει να βγει μέσα από το καλσόν, η ύφανση αντέχει τα βιαστικά -αλλά προσεκτικά βαμμένα- νύχια, είναι η εποχή των βαρέως διψήφιων denier, οι καλές μέρες των 5-8 πίσω ήτανε. Εκείνος κατουράει, ακόμη. Μαζί με το νερό που τρέχει, ακούει τη φωνή του: «θα κάνουμε τίποτε;». Να κάνουμε. Κάτι. Τίποτε. Ίσως. Νυστάζω. Βαριέμαι. Ας κάνουμε.

    Την ώρα που χύνει (μέσα της, τα καλά της εμμηνόπαυσης), το τίποτε και το ίσως γίνονται κάτι, για μια στιγμή. Νιώθει ωραία, φευγαλέα σκέφτεται πως την επόμενη φορά δεν θα κρύψει τα πόδια της και θα ξύνει -αφηρημένα, αλλοίμονο- το γόνατό της όσο της μιλάνε οι άντρες της παρέας κι εκείνη θα τους κοιτά στα μάτια. Αδιάφοροι, πλαδαροί, συχνά φωνακλάδες, μα ξένοι. Τι γεύση να ΄χουν άραγε; Αλλιώτικη, σίγουρα. Σηκώνεται για να μπει κάτω απ’ το ντους. Την ώρα που διασταυρώνονται οι γυμνοί δρόμοι τους (σειρά του να πλυθεί, πάντα μετά από κείνην, ευτυχώς δεν διεκδικεί πρωτεία σε όλα) τον ρωτά κοιτάζοντας τα χνούδια στο πάτωμα «τις κάρτες τις πλήρωσες σήμερα; θα μας τσακίσουν στους τόκους».

    Κι άλλα χνούδια, κι ακόμη δεν έστρωσε χειμωνιάτικα χαλιά. Αύριο το απόγευμα, αφού μουλιάσει τα ρεβίθια και βγάλει τον κιμά από την κατάψυξη, θα βάλει ηλεκτρική.

     

     

    romopolitan, σελίδα 213, Ρόι φάε τη σκόνη μου)

  • πανωκάτω

    Όλες μα όλες οι αλήθειες του κόσμου είναι μαζεμένες μέσα σε ένα ασανσέρ νοσοκομείου με δέκα ανθρώπους. Καμιά φορά αρκούν και δυο.

  • Καλοί οι Μεγάλοι Συγγραφείς, καλοί οι ποιητές, καλός ο Ντίλαν αλλά όλα τα Νόμπελ σ αυτούς που είπαν το Smokers outside the hospital doors. –

  • ο τελευταίος μεγάλος τελικός *

    Στον τελευταίο πραγματικά συναρπαστικό τελικό που έχω ευλαβικά φυλαγμένο στο σκληρό μου δίσκο και σε τριπλό backup κλειδωμένο σε θυρίδα, είχα κατέβει στο γήπεδο με τα πόδια πουά απ’ τα κουνούπια και τα χέρια γεμάτα με κρύους κεφτέδες πάνω σε μια φέτα αληθινό ψωμί. Όχι σαν τα σημερινά ξερατά.

    Κόντευε έξη. Βαθύς Ιούλιος.

    –«Δεν πιστεύω να θες να παίξεις έτσι», μουρμούρισε ο εκλέκτορας της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, που ΄χε κλείσει τα δεκατέσσερα ανήμερα πρωτομαγιά.

    -«Η μάνα μου είπε πως αν δεν φάω τρεις κεφτέδες θα με κρατήσει κλειδωμένο μέσα όλο το καλοκαίρι», γκρίνιαξα.

    -«Πες τότε της μάνας σου να ’ρθει να μαρκάρει το Ντεμέλο, φτου σου ρε τσογλανάκι, είσαι εντελώς μαμάκιας, απορώ γιατί σε βάζω μέσα».

    Απορούσα κι εγώ, μέχρι που τα χαρτάκια του αδερφού μου με το Γονιό, τον Κεφαλίδη και τον Παμπουλή από εκατό γίναν πενήντα, τριάντα, είκοσι. Στοίχιζε ακριβά μια θέση στην ομάδα της Κοραή & Αγίας Λαύρας αλλά χαλάλι. Η μούρη μου είχε υψηλή αξία μεταπώλησης. Αντίθετα η υπόληψή μου ως αδερφού είχε προ πολλού πιάσει πάτο.

    Ντεμέλο!

    To όνομα θρύλος της Δυτικής Ξάνθης. Στην ανατολική, την παλιά πόλη, είχε μόνο Αχμέτ και Ερόλ και Ερντίλ, τότε τουρκάκια, μετά μουσουλμανάκια, σήμερα ξανά τουρκάκια αλλά πάντα Αχμέτ, Ερόλ και Ερντίλ όπως και να τα βαφτίζουμε εμείς οι άλλοι. Ο «δικός μας» ήταν ένας ξανθομπάμπουρας γύρω στα δώδεκα με μπόι που δεν θα το ζήλευε ούτε ντενεκές με τελεμέ αλλά μάτι που γυάλιζε σαν σπασμένο τζάμι καταμεσής στην έρημο, αριστερό πόδι που κάρφωνε πρόκες ξυπόλητο και στόμα που όταν -σπάνια- άνοιγε έκανε τις μανάδες μας να σταυροκοπιούνται και να φτύνουν μέσα απ’ τις ανοιχτές ρόμπες τον ιδρωμένο κόρφο τους : «μακριά από αυτόν γιατί θα σου κόψω τα πόδια, κατάλαβες κακομοίρη μου;»

    Όσο πιο μακριά του μας έδιωχναν, τόσο πιο πολύ θέλαμε να του μοιάσουμε. Εκτός από μπόι όλα τα άλλα τα είχε το τσογλάνι. Διακόσα κιλά μπάλα ήξερε, παπούτσια ζίτα ελλάς με τάπες φόραγε, ωραία μακριά ξανθά μαλλιά είχε ενώ εμείς προβάραμε το κούρεμα του κυρίου -Θεός σχωρεσ’ τον- Γεωργίου I. Μπούρα : σβέρκος και πλαϊνά νεκρή γη, τρεις πόντοι ζωντανοί μπρος ίσα για να μην αυτοκτονήσει η χτένα -και που να ‘ξερε τι την περίμενε χρόνια μετά-.

    Το σκατό ερχόταν πάντα με πεντέξι αυλικούς του που μας πρόγκαγαν κάθε φορά που τρώγαμε χύμα μέχρι που έκλεινε στο τέλος ο λαιμός τους. Γιατί ο σκοπός του δεν ήταν να κερδίσει μόνο. Όχι! Ήταν να μας κάνει να πέσουμε στο χώμα εκλιπαρώντας τον να φύγει, να τσακιστεί να γυρίσει τρεις δρόμους παρακάτω στη γειτονιά του, να ντριπλάρει εκεί μπαϊλντισμένες από τη ζέστη γιαγιάδες, φρεσκοβρεμένες σκάλες, πατημένα μούρα, φρικαρισμένες γάτες, ντενεκέδες με καρπουζόφλουδες και κασόνια με γκαζόζες Εσπέρια μέχρι να πέσει λιπόθυμος, να τον μαζέψει ο Γιάννος ο Ντελής ή ο φριχτός Γαλόπουλος, να τον χώσουν μέσα σ’ ένα τσουβάλι και να μην ξανακούσουμε ποτέ ξανά γι’ αυτόν.

    Χρόνια μετά μάθαμε πως αυτό που μας έκανε να υπομένουμε τα μαρτύρια και τον εξευτελισμό ήταν από τότε κατοχυρωμένο ως μαζοχισμός. Στα δεκατρία μας όμως, η μόνη γνωστή λέξη ήταν «εκδίκηση». Περιμέναμε καρτερικά τη μια και μόνη φορά που θα έφευγε με το κεφάλι κάτω, τα γόνατα να στάζουν αίμα, το ξανθό μαλλί γεμάτο ιδρώτα και χώμα, και γέλια, πολλά γέλια, μαχαίρι σκέτο πίσω από την πλάτη του. Την περιμέναμε αυτή τη μέρα αλλά ποτέ δεν ήρθε.

    Τη μέρα του μεγάλου τελικού, αυτός που έπρεπε να πιει το πικρό ποτήρι ήμουν εγώ. Ο Σωτηράκης, που συνήθως ήταν το θύμα του Ντεμέλο, το πετ του Μινώταυρου, είχε πάει εκείνο το απόγευμα να δει τη μάνα του στο νοσοκομείο, στη ρίζα του βουνού πάνω από΄ την πόλη.

    -«Ζήτησε να με δει ρε σεις», μας είπε σχεδόν ένοχα. «Δέκα μέρες είναι μέσα και δεν ήθελα να πάω αλλά τώρα με ζήτησε, δεν γίνεται να το αρχινήσουμε  μιαν ώρα αργότερα;»

    Δεν γινόταν. Πριν νυχτώσει, ο χοντρός θα πήγαινε να δει Ξανθόπουλο στο Όσκαρ κι ο Ανεστάκος στις οκτώ θα έπρεπε να βοηθήσει τον μπαμπά του να φτιάξει πάγο για αύριο.

    –«Να πας», είπε εμφατικά ο εκλέκτορας. «Αν προλάβεις και γυρίσεις θα μπεις κι εσύ να βοηθήσεις αυτόν, αν στο μεταξύ δεν τον φωνάξει σπίτι η μάνα του».

    Πληγώθηκα με το «αυτόν» αλλά έμεινα σιωπηλός. Με τέσσερα χαρτάκια ακόμη, Μπέλλη, Συμιγδαλά, Κεραμιδά και Βερόν, θα εξασφάλιζα πως δεν θα με ξαναξεφτέλιζε δημόσια.

    Ο Σωτηράκης έφυγε.

    Δεν είχε τελειώσει ο τρίτος κεφτές ακόμη όταν έφαγα την πρώτη τρίπλα. Ξαναγύρισε και μου ’ριξε και δεύτερη. Ο Θωμάς ο χοντρός άφρισε : «βλέπε τη μπάλα ρε, δώσε τον κεφτέ να τον κρατάω εγώ, πέντε γκολ θα φάμε μέχρι να τον τελειώσεις».

    Κεφτέ ο χοντρός δεν θα ’βλεπε από μένα. Μου το ‘χε πει η μάνα μου : «και κοίτα μη τους κάνεις διανομή τους κεφτέδες, τα χάλια σου δες, κώλος δεν υπάρχει μέσα στο παντελόνι».

    Σε ένα τέταρτο τρώγαμε πέντε. Δε λέω, θυμάμαι ακόμη και σήμερα πως στα τρία έφταιγα εγώ που έχασα ως και τη σκιά του Ντεμέλο αλλά το ψωμί μου το τέλειωσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο.

    Εφτά η ώρα και τα κεφάλια βάραιναν. Για κάθε ένα που βάζαμε τρώγαμε τρία. Το ξανθό μαλλί εκεί, αγέρωχο στη θέση του, μετά από χρόνια είδα το ίδιο στην τηλεόραση να το φοράει κι ο Μπατιστούτα αλλά -το ορκίζομαι- θαρρώ πως Ντεμέλο δεν είδα άλλον, όσα χρόνια και να πέρασαν από τότε. Ίσως να φταίει το ότι τα πράγματα είναι αλλιώς στο γυαλί, ίσως ότι άλλη γεύση έχουν οι κεφτέδες μέσα στο γήπεδο, μπορεί να είναι και το ότι εκεί -στη χαράδρα που περνάγαμε για να φτάσουμε στην αλάνα που τσακίζαμε γόνατα και ανοίγαμε μύτες- πέσαν μπάζα και σηκώθηκε εδώ και χρόνια το σχολείο που φιλοξένησε στα σπλάχνα του τα παιδιά μου.

    Ίσως όμως να ναι και η εικόνα του Σωτηράκη, που κατέβαινε απ΄ το νοσοκομείο σκασμένος στο κλάμα την ώρα που τα μαζεύαμε για επιστροφή στα σπίτια μας, στις αυλές μας, στη γειτονιά μας.

    -«Τι έγινε ρε;» μας πρόλαβε ο εκλέκτορας, «τι κάνει η κυρία Μαίρη;»

    -«Πάει η μαμά μου ρε σεις, πάει…»

    Πέσαμε όλοι δέκα χιλιόμετρα βαθιά στη χαράδρα. Στην άβυσσο του ντερέ. Νιώθω πως μέχρι και σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε, πάτο δεν βρήκαμε.

    Τι πάει να πει «πάει»;

    Πού «πάει»;

    Πώς «πάνε» δηλαδή οι μανάδες όταν είσαι δεκατρία;

    Το χώμα από κάτω μας έγινε μέσα σε μια στιγμή αφιλόξενο, άγριο κι ανεπιθύμητο. Κουβέντα δεν ακούστηκε, ήθελα να πάω σε μια γωνιά να βγάλω από μέσα μου τους κιμάδες, ο Ανεστάκος ζωγράφιζε με το δάχτυλο κυκλάκια στο χώμα κι άφησε τον πάγο στο σπίτι να λιώνει, ο χοντρός κυνηγούσε με θολωμένο βλέμμα φανταστικά κουνούπια, ο Τάσος -ο εκλέκτορας- πήγε να μαζέψει τη μπάλα με βήματα που φαινόταν ατέλειωτα κι ο Ντεμέλο βρισκόταν ήδη τρεις γειτονιές πιο κάτω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν, ποτέ δεν θα γινόταν ένας από «μας».

    Αλλά κανείς μας δε μίλησε.

    Κανείς.

    Εκτός απ’ το Σωτηράκη την ώρα που σκούπιζε τα μάτια του.

    -«Τι έγινε ρε σεις; τι κάναμε σήμερα;»

    ……….

     

    * μια 101% πραγματική & αντρική ιστορία , με όλη μου την αγάπη στους αιώνιους κυπελλούχους Σωτηράκη, Χοντρό, Τάσο, Ανεστάκο, Τσικολή, Σπίθα, στον μικρό μου αδερφό που έμαθε -τόσα χρόνια αργότερα- πού επενδύθηκαν τα χαρτάκια του. Στον Δημήτρη τον «γρανίτη» που πρόλαβε και μας την έκανε ο μπαγάσας νωρίς και στον άλλον τον Δημήτρη που βιάστηκε κι αυτός να του κάνει παρέα λίγους μήνες μετά…

  • ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές

    Κάποτε, πολύ παλιά, μου είχαν ζητήσει να γράψω δοκιμαστικά -ονόματα δεν λέμε- άπαξ της εβδομάδος μια, ας την ονομάσουμε, κριτική για ταινίες παρελθουσών χρήσεων. Όχι φρέσκο πράμα, αυτό ήταν δουλειά αλλωνών, κανονικών γραφιάδων. Το όριο ήταν εκατό λέξεις, κάθε Τρίτη. Δεν ξέρω γιατί αλλά ξίνισα με τις εκατό και είπα -αυθαίρετα- να το δυσκολέψω λίγο ακόμη.

     

    Η πρεμιέρα ήταν αυτό.

     

     

    Dressed to kill / Προετοιμασία για έγκλημα  – Brian de Palma, 1980

     

     -Μπορείς με 56  λέξεις;

     

    Mπορώ.

     

    -Ξεκίνα.

     

    -Χίτσκοκ ανακατεμένος με λίγο Τέρενς Γιανγκ της εποχής Wait until dark. Mάικλ Κέιν shrink, Άντζι Ντίκινσον γυμνή με ρόγες κάγκελο στο μπάνιο, Νάνσυ Άλλεν με ποδάρες και ζαρτιέρες. Αν δεν τα είχε πει πρώτος ο Άλφρεντ είκοσι χρόνια νωρίτερα στο Ψυχώ, μπορεί και να χειροκροτούσα όρθιος.

     

    -46 λέξεις

     

    -Ο Κέιν με ξανθιά περούκα και μαύρο γυαλί είναι χάλιας.

     

    Ti movie spoiler είσαι ρε παπάρα..

     

     

     

    Δεν μου είπε κανείς τίποτε, προχώρησα στην δεύτερη απόπειρα, μια βδομάδα μετά.

     

     

     

    Joy ride / Ποτέ μη μιλάς σε ξένους – John Dahl, 2001

     

    -Μπορείς με 9 λέξεις;

     

    -Εγώ όχι, αυτό που έκλεψα από αλλού ναι : «Dont screw with people you dont know».

     

     

    Το ίδιο βράδι μου έστειλαν sms ’ευχαριστούμε αλλά σκεφτόμασταν κάτι διαφορετικό, δεν θα συνεχίσουμε’. Οκτώ ολόκληρες λέξεις αντί για ένα ’δεν πας καλά’. Κάποιες φορές η ευγένεια των ανθρώπων είναι συγκινητική.

  • Έχω και φίλους στρέιτ