Author: Κάπα Κάπα Μοίρης

  • ταμείο (ξανά)

    Οι καλύτερες στιγμές της χρονιάς που φεύγει: οι φορές που η αγκαλιά μου συναντούσε μιαν άλλη (ή και δυο και τρεις) σε σταθμούς ΚΤΕΛ, αεροδρόμια, εξώπορτες. Αφίξεις, πάντα. Με τις αναχωρήσεις είμαι λίγο μαλωμένος αν και δεν θα ‘πρεπε να είμαι αχάριστος μαζί τους, δίχως αυτές δεν έχει επιστροφές. Το βλέμμα των γιατρών (πριν καν μιλήσουν) που έλεγε τόσο εύγλωττα «τα μαζεύετε και πάτε στο καλό». Δυο-τρία ποτήρια με τους κατάλληλους ανθρώπους την κατάλληλη στιγμή· άλλες φορές δεν πετύχαινε η συνταγή κι ας ήταν ίδια κι απαράλλαχτα τα υλικά (δεν ήταν, ποτέ δεν είναι ίδια δεύτερη φορά). Μια αναπάντεχη καλή είδηση, όταν είχα πια ξεχάσει ότι την περίμενα.

    Αναλογίζομαι, πατώντας το πλήκτρο για να βγει το ζήτα, πόσο εύκολα θα μπορούσε η αγκαλιά να μείνει ανεπίδοτη. Ανάπηρη. Το βλέμμα των γιατρών να είναι σκοτάδι. Να έπινα μόνος ή με εντελώς λάθος υλικά στη συνταγή. Τα καλά νέα να μου κράταγαν μούτρα που τα ‘σβησα απ’ τη μνήμη μου, την ώρα που ταξίδευαν μερόνυχτα για να με βρουν. Και μετά να σταματούσαν οργισμένα -ή έστω παραμελημένα- στον προτελευταίο σταθμό, παίρνοντας το δρομολόγιο για πίσω, για αλλού.

    Τίποτε αυτονόητο, δεδομένο ή κατακτημένο ισόβια. Τα τοσοδούλικα φιλόδοξα interstellar μας  μπορεί να μην έχουν ούτε καν ένα χλιαρό χάπι εντ, από αύριο κιόλας, από την επόμενη ώρα. Αυτά σκέφτομαι και λέω είσαι τυχερός που έζησες ακόμη μια φορά τα απλά. Τα πολύπλοκα με μπερδεύαν, άλλωστε, παιδιόθεν.

    (29/12/2014, ακόμη ζωντανοί)

  • an end has a start *

    Οι επιθυμίες μ’ έδωσαν τ’ ωραίο ταξείδι.

    Χωρίς αυτές δεν θάβγαινα στον δρόμο.

    Κι αν πτωχικούς τους βρίσκω, οι «απολογισμοί» μου δεν με γέλασαν.

    Έτσι σοφός που έγινα, με τόση πείρα, του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μου.

    Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

    μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες δεν θα μπω.

    Μα όταν κτίζουνε τα τείχη θα προσέχω. Δεν θα κλειστώ από τον κόσμον έξω.

    Μέχρι μια Κυριακή, στις δέκα το πρωί ανάμεσα σε ωραία λουλούδια κι άσπρα να πω: “Εδώ ας σταθώ! ” . Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά τα «θέλω» μαζωμένα.

    Μονάχα να προλάβω να ειπώ σ΄αυτούς που αγαπώ

    – πριν μας αλλάξει ο χρόνος-

    πως τις μέρες μου μαζί τους της απήλαυσα.

    Kάποτε έγραφα, θαρρείς και μαστόρευα κάτι σπουδαίο και πρωτότυπο, «απολογισμούς» και «θέλω». Το ‘κανα πολλές φορές. Για τη χρονιά που έφτιαχνε βαλίτσα για την αναχώρηση μα και για κείνη που πρόβαρε τα καλά της, για το πρώτο συναπάντημα. Ευτυχώς δεν τιμωρήθηκα – ούτε από τον ποιητή, μήτε από τον Tom Smith *  – για την τόση μου αυθάδεια.

  • Hunter S. Coelho

    Oι ημέρες συνήθως διαρκούν εικοσιτέσσερις ώρες. Μέσα σε αυτές τις εικοσιτέσσερις ώρες μπορούν να συμβούν πολλά, ενδεχομένως και τίποτε αν δεν είσαι αφοσιωμένος life spotter. Όσα τίποτε και να αθροίσεις, δεν καταλήγεις σε κάτι. Αν αθροίσεις πολλά μπορεί να καταλήξεις σε ένα τίποτε. Μερικές φορές απορώ γιατί ο Κοέλιο δεν καταπιάστηκε -δεν είμαι σίγουρος, όμως- και με τέτοιες φτηνές μαθηματικές ψευτοφιλοσοφίες. Ίσως γιατί έχει εμπιστοσύνη σε κάποια ορφανά του, καλήν ώρα, που μπορεί να καταφέρουν να αραδιάσουν εκατό λέξεις για να καταλήξουν στο τίποτε, ενώ θα ήταν προτιμότερο να σιωπήσουν γεμίζοντας χίλιες ανύπαρκτες αράδες που πάντα βρίσκουν πρόθυμους αναγνώστες. Όλα αυτά γραφτήκαν άνευ λόγου μέσα σε τρία λεπτά από τα χίλια τετρακόσια σαράντα της ημέρας. Απομένουν χίλια τετρακόσια τριάντα εφτά για να μην κάνεις κανένα πλάνο αφού αυτά, λένε οι κακές και φυγόπονες γλώσσες, δουλεύουν υπερωρίες για λογαριασμό σου ερήμην σου. Καλύτερα Χάντερ Τόμσον, αυτή η ωραία ράτσα έσφαζε τα ερήμην, κι ας εκλιπαρούσαν για έλεος, στο γόνατο.

  • μια μικρή γιαπωνέζικη ιστορία

    Μια γιαπωνέζα ρυγχοφάλαινα ίσα με πεντέμισι τόνους έκανε αμέριμνη σχέδια για το επόμενο σαββατοκύριακο, που σίγουρα δεν είναι τόσο συναρπαστικό σαν τα ανθρωπί σαββατοκύριακα αλλά όσο να ’ναι ως και τα κήτη δικαιούνται να ονειρεύονται ένα χαλαρό γουίκεντ στη χάση και στη φέξη. Τα σχέδια αυτά διακόπηκαν κάπως βίαια όταν δεκαοκτώ γιαπωνέζοι φαλαινοθήρες, που -αν και εργασιομανείς- ήταν αποφασισμένοι να μην μαγαρίσουν το δικό τους ρεπό, βγήκαν παγανιά μεσοβδόμαδα αποφασισμένοι να τελειώνουν τη δουλειά πριν ξημερώσει Σάββατο.

    Στις δέκα και τριανταοκτώ πρωί Τετάρτης η ρυγχοφάλαινα διαιρέθηκε σε είκοσι, όχι και τόσο συμμετρικά, κομμάτια το μικρότερο των οποίων δεν ζύγιζε λιγότερο από τριακόσια, πάνω κάτω, κιλά. Το μυαλό της έμεινε ανέπαφο. Μέσα στα τέσσερα κιλά και τα δωδεκάμιση δισεκατομμύρια νευρώνες του, το πλάνο του σαββατοκύριακου συνέχισε να ζει ακέραιο ερήμην της.

    Το δίδαγμα από αυτήν την μικρή ιστορία (κάθε ιστορία με ελάχιστο αυτοσεβασμό οφείλει να κυοφορεί ένα, έστω, ψήγμα σοφίας) είναι ότι τα σαββατοκύριακα μπορούν ωραιότατα, αλλοίμονο, να ζουν με εμάς απόντες.

  • All inclusive

    Σε κάποια ριζόρτ κάνεις κράτηση με βαριά καρδιά.

    Όταν τα αποχωρίζεσαι δεν έχεις καμιά λαχτάρα να τα ξαναδείς.

    Φεύγοντας λες ψέμματα πως δεν θα ξανάρθεις.

    Κι είναι -ταυτόχρονα- τα μόνα που είσαι απολύτως σίγουρος ότι κάποια στιγμή, ελπίζεις όχι σύντομα, όχι για πολύ, με το μικρότερο δυνατό ξόδεμα ψυχής και σώματος, θα σε ξαναφιλοξενήσουν, ντυμένο, μισόγυμνο ή γυμνό στα σωθικά τους.

     

  • when the music’s over

    He stood up and said, ‘Right, when do I put my guitar on?’

    And of course, he didn’t have a guitar with him.

    And we said, ‘Sorry, Syd, the guitar’s all done.’

  • psychocandy

    Tα βράδια του Σαββάτου οι λύκοι λουφάζουν. Οι κοκκινοσκουφίτσες πίνουν αίμα. ’Ηταν να μη βρουν τρόπο να βγουν από το δάσος. Στάλα μεδούλι δεν αφήνουν αρούφηχτο. Όλα τα ζωντανά χώνονται στις τρύπες τους για να γλιτώσουν το συναπάντημα. Η πόλη γεμίζει λαγούμια. Για να μη γεμίσει κουφάρια. Μ’ αυτές δεν παίζεις, τα παραμύθια τέλειωσαν.

  • your trial, my funeral

    Αγόρασα το Junkyard φτύνοντας αίμα και τρώγοντας μακαρόνια με κέτσαπ και πατάτες τηγανητές για μια βδομάδα, τελευταία χρονιά στο δυάρι της Τσόχα, λίγο πριν την εξεταστική. Έγινα κομμάτια με το Kiss me black. Ως τότε είχα ακούσει μόνο το Mr Clarinet (λιώμα με μαλαματίνες σετάκι με μπίρες, ποιος, εγώ) από ένα compilation που δεν θυμάμαι το όνομά του. Ναι, το Prayers on fire το ΄χασα. Δεν έχασα όμως ούτε το Kicking against the pricks, ούτε το From her to eternity, το Your Funeral my trial, το Tender Pray. Μετά διακοπή, πολλά χρόνια, δεν ξέρω γιατί. Πολλά τα γιατί, δικό μας θέμα, των δυο μας. Μετά ξανά στο Abattoir Blues. Χαλάστηκα, σιωπηλά. Βρισκόμασταν σε σκόρπια τραγούδια του, από δω κι από κει και μέσα μου και έξω μου. Tα περισσότερα δοκάρι κι έξω. Αλλά όσα γκολ έφαγα ήταν συναρπαστικά. Δεν μπορώ να γράψω άσχημη κουβέντα γι αυτόν. Πήραμε διαζύγιο -μάλλον όχι, σε διάσταση είμαστε- αλλά ακόμη συναντιόμαστε, που και που. Μερικές φορές βαριέμαι, μερικές ανατριχιάζω. Δεν φταίει αυτός που έφυγα, my fault.

  • and the Oscars go to

    Aν θες στ’ αλήθεια τρόμο, σκέψου τηλεφώνημα στις δυο, στις τρεις, στις τέσσερις τα ξημερώματα. Όσο μεγαλώνεις, οι πιθανότητες να ακούσεις ’άντε ρε μαλάκα, πετάξου για ένα ποτό, χάθηκες’ μηδενίζονται. Το ίδιο και τα ’ω, συγγνώμη, λάθος’, όλο και πιο σπάνια λαθεύουν πια οι άνθρωποι στα βαθιά σκοτάδια. Τα ‘σε θέλω μωρό μου’ δεν ζουν πια εδώ, ούτε αυτά ούτε οι Αλίκες. Aν δεις γνώριμο αριθμό, η ταινιάρα πάει για Όσκαρ. Κι εσύ προς το αυτοκίνητο. Εντελώς μόνος, εντελώς ανυπεράσπιστος, τελείως γυμνός κι ας έριξες αλαφιασμένος ό,τι βρήκες πρόχειρο πάνω σου.

    Και μετά ανατριχιάζετε από συγκίνηση και περηφάνεια για τα σενάρια του Ευθύμη και του Γιώργου.

  • αρχαιότητες

    Διαβάζοντας το θαυμαστό του Πάνου Θεοδωρίδη  για τους κουμπαράδες ’Ταχυδρομικόν Ταμιευτήριον’, θυμήθηκα ότι κέρδισα δυο τέτοιους (έναν μπλε στρόγγυλο στην πέμπτη κι έναν κόκκινο, μεγαλύτερων κυβικών μοντέλο, στην έκτη) υμνώντας την αξία της αποταμίευσης. ΄Ήμουν καλός στα κλισέ και τους ύμνους, φοβάμαι ότι είναι αυτοάνοσο αν κρίνω απ’ όσα γράφω ως σήμερα. Σπασικλάκι δημοτικού, με μάνα δασκάλα -ποτέ δεν δέχτηκε να με έχει στην τάξη της, βασανιζόμασταν αρκετά και οι δυο εξωσχολικά-,  υποθέτω πάρα πολύ βάσιμα ότι τα σχόλια πίσω και μπρος από την πλάτη μου έδιναν κι έπαιρναν αλλά ως και σήμερα λέω πως ήταν άδικα όλα. Είχα γράψει και τις δυο φορές τις καλύτερες εκθέσεις και φάγαν όλοι τη σκόνη μου, τότε δεν ντρεπόταν κανείς για αριστείες. Κάποιοι συμμαθητές μου που δεν είδαν κουμπαρά ούτε ζωγραφιστό κυκλοφορούν, ακόμη, με γερμανικά 4Χ4 που ρουφάνε βενζίνη όπως ο Μπουκόφσκι γουίσκια και δεν ιδρώνει το αυτάκι τους. Κάποιοι άλλοι έχουν από ένα εξοχικό στη Χρυσή Αμμουδιά και στο Πευκάρι και ένα στις εδώ, λίγο τσουρούτικες, παραλίες αλλά έχουν, εγώ στα μπαλκόνια βγάζω τη μπέμπελη. Τρεις έχουν ωραιότατες μεζονέτες στη Χαλκιδική, οι δυο από προίκα,  παντρεύτηκαν ντόπιες γιατί παράκουσαν και νόμισαν ’σαν της Χαλκιδικής δεν έχει’ αλλά δεν κακόπαθαν κιόλας γιατί κατά καιρούς μαθαίνω ότι βρήκαν πορτοκαλιές κι αλλού, άντρες, πεταμένα λεφτά κι αχάριστοι, μην επαναλαμβανόμαστε. Δυο συμμαθητές έχουν χεστεί στο τάλιρο κι ας μη γράψαν λέξη τότε για το φασούλι και το σακούλι, σήμερα φυτείες φασόλια και σακούλια βουνό. Ένας έχει κανονικό TT, πάνω σε τέσσερις ρόδες, όχι με ταμπελίτσα πάνω σε κουμπαρά. Τρεις συμμαθήτριες καλοπαντρεύτηκαν με γιατρούς, η μια χήρεψε γιατί τον πήρε λίγο σιτεμένο. Την μια από τις τρεις την ήθελα κι εγώ αλλά καθυστέρησα όσο σκεφτόμουν στα έντεκά μου τι ειδικότητα να πάρω και πάπαλα και η Ιατρική και η Σοφία, σήμερα είναι σαν τρεις Σοφίες αλλά αυτά είναι προσωπικά δεδομένα, καμία σχέση με την αποταμίευση. Μια άλλη έγινε γιατρός και έμεινε δια βίου ελεύθερη γιατί δεν ήθελε, λένε οι κακές οι γλώσσες, να μοιράζεται τα φασούλια και τα σακούλια της και μπορεί και τίποτε άλλο πιο ζέον αλλά κι αυτά είναι προσωπικά δεδομένα. Να μη τα πολυλογώ, το δίδαγμα απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι είναι ορφανή από διδάγματα. Οι κουμπαράδες δεν έχω ιδέα που βρίσκονται σήμερα, ρώτησα τη μάνα μου μια φορά πριν λίγα χρόνια για την τύχη τους, είπε ένα ’τόσο άσχημα είναι τα οικονομικά σας αγόρι μου;’, με πλήγωσε, πικράθηκε, δεν ξαναρώτησα. Το περιεχόμενο το ξεφτίλισα μέχρι δραχμής. Βερμούτ δεν νομίζω να το έκανα, όπως ο Μάγιστρος, ούτε και εισιτήρια ΟΑΣΘ, μικρή η πόλη εδώ, δεν ανέβηκα ποτέ σε αστικό. Αλλά, αν δεν με γελάει η ταλαιπωρημένη μου πολύπαθη μνήμη, το έβαλα σε ένα ωραιότατο μπλε βιβλιάριο γιατί δεν ήταν αρκετά αντρικό να κλειδώνεις και να ξεκλειδώνεις χρωματιστούς κουμπαράδες στα δεκαπέντε και στα δεκάξη και το καμάρωνα να γεννάει τόκους μέχρι τις πρώτες διακοπές μαζί της μακριά, με το δεκαράκι Ρενώ, μόλις είχε μεγαλοπιαστεί με Σέατ Γρέδος ο πατέρας μου. Μετά όλα, δραχμές και τα λοιπά σωματικά, ξοδεύτηκαν μέχρι ρανίδος. Σταγόνα δεν έμεινε. Το βιβλιάριο το έχω ακόμη κρατημένο, ’Υπόλοιπο Μηδέν’, για να θυμάμαι την ημερομηνία που φύγαμε. Ακόμη αυγατίζει.