Author: Κάπα Κάπα Μοίρης

  • Πιστεύω αβάσιμα ότι τα καλύτερα καλοκαίρια μας δεν τα ζήσαμε ακόμη.

  • Συνωστισμός ανείπωτων

    Εδώ και κάποια χρόνια βουτάω στη θάλασσα με μια κοτρόνα δεμένη πάνω μου. Πάτο δεν πιάνω, ούτε και στον αφρό μένω όμως. Την συνήθισα, με συνήθισε. Προχτές έβλεπα ορίζοντα θολό από τη ζέστη. Παραδίπλα ένα κορίτσι έβαζε αντηλιακό μόνη της. Το αγόρι ξαπλωμένο μπρούμυτα διάβαζε ένα βιβλίο. Ήθελα να πετάξω την κοτρόνα μου πάνω του αλλά κιότεψα. Κι άλλωστε πάλι σε μένα θα επέστρεφε. Πιστό σκυλί. Σαν αυτά που σου γλείφουν τα σωθικά. Δεν είναι δικό μου αυτό. Με δανεικές λέξεις καμιά φορά λες πράγματα με άλλοθι. Αλλά κυρίως δεν λες. Ένα γράφεις, δέκα σκέφτεσαι, εκατό μένουν απ’ έξω. Συνωστισμός ανείπωτων. Πάντως, αυτό θέλω να το γράψω, δεν αφήνουν κορίτσια να βάζουν πάνω τους αντηλιακά με τα δικά τους χέρια. Δηλαδή, ήθελα να του πω, πιάσε και ξεφύλλισέ την ηλίθιε, το βιβλίο εκεί θα είναι και αύριο και μεθαύριο και σε δέκα χρόνια. Αλλά λόγος δεν μου ‘πεφτε. Δικά του τα χέρια. Έβγαλε κι άλλη ζέστη μετά. Κάπου κάποτε διάβασα ότι λιώνουν και πέτρες από ζέστη. Η δικιά μου είναι άλλης ράτσας. Πώς, πότε συναντηθήκαμε δεν ξέρω. Ένα χαλικάκι ήταν στην αρχή, δεν του ‘δωσα σημασία. Βρήκε καλό ξενιστή, θέριεψε. Ζηλεύω τους ανθρώπους που βουτάνε στη θάλασσα ορφανοί από κοτρόνες. Ή, έστω, τις αφήνουν έξω, δεμένες με ένα λουρί στο πόδι της ξαπλώστρας, μη τυχόν και φύγουν από το αφεντικό τους. Το κορίτσι φοράει τεράστια μαύρα γυαλιά, έχει γυρίσει προς το μέρος μου. Ελπίζω η κοτρόνα μου να είναι αόρατη. Μια φορά, μια έστω, δεν λαχτάρησε να κάνει μια βουτιά μονάχη της. Ή να κάτσει να γράψει δέκα αράδες αυτή, “εδώ και κάποια χρόνια βουτάω στη θάλασσα με έναν άνθρωπο δεμένο πάνω μου”.

  • the ocean (not)

    Όχι πολύ παλιά, η βουτιά στη θάλασσα ―από την πρώτη ως την τελευταία, λίγο πριν πλυθούν και σηκωθούν στη ντουλάπα οι πετσέτες― ήταν Κάθαρση. Τα πάντα άδειαζαν, τα ζόρια και τα “ναι μεν αλλά” έμεναν πίσω, μη σου πω ότι ούτε στο φέρι κατόρθωναν να τρυπώσουν λάθρα. Τρεις νύχτες, πέντε, έξη (κατάφερνα και διψήφιες, απίστευτο) η έγνοια ήταν η πρωινή ανατριχίλα στην πρώτη γουλιά του καφέ, ποιο μπλε θα συναντήσω και πόσο κρύες θα ’ναι οι μπύρες. Όσα κι αν ―δεν― είχε μέσα το πορτοφόλι.

    Eδώ και κάμποσα χρόνια κάθε προσπάθεια είναι όλο και πιο επίπονη. Τσιμέντο έγινε η θάλασσα. Δεν τρυπιέται, παλεύω να βουτήξω και μένω ψιλοτσακισμένος έξω. Σαν να νιώθει ότι δεν την θέλω όπως παλιά κι ας λυσσάω ολόκληρο χειμώνα κι άνοιξη να ’ρθει η ώρα να την ξαναβρώ. Να πεις ότι άλλαξε αυτή, ή ότι δεν φτιάχνουν πια τις βουτιές όπως παλιά, προστυχιά κι αχαριστία θα είναι.

     

    [ από το μπλογκ a/man/called/…]

  • Ο άλλος τα είχε χώσει στην μαντάμ Μερκελ, οι άλλοι τα χώνουν στον Μοσκοβισί, έχει διαχρονικό πλεόνασμα από σκληρούς καργιοληδες αυτή η χώρα.

  • Το χρέος μεν «βιώσιμο», ο βίος ανθρώπων αβίωτος. Και χαλάει κι ο καιρός.

  • καισαρικές

    Πρωί χωρίς μεγάλες ζέστες, δυο Κυριακές, δυο βουτιές, ήδη. Πρώτη φορά Μάιο μετά από αιώνες, o βορράς δεν είναι παίξε-γέλασε. Παραδίπλα ψυχή, μπλε, αέρας και τσιγάρα μόνο. Ζήτημα να βγήκαν απ΄το στόμα μας τρεις κουβέντες, καλό ήταν αυτό. Όχι γιατί ξεχάσαμε να συζητάμε αλλά γιατί, επιτέλους, αγαπήσαμε την σιωπή την ώρα που ακούγεται το καλύτερο σάουντρακ στον κόσμο. Ως και οι ανομολόγητες σκέψεις μας έκαναν τη χάρη και το βούλωσαν.

    Πεντακόσια μέτρα μακριά μας, άλλοι δυο. Κι άλλοι τρεις, μπορεί και τέσσερις, ποιος φοράει μυωπικά γυαλιά εκεί, από την άλλη πλευρά. Κανείς μόνος. Κρίμα αλλά καταλαβαίνω το γιατί. Κάποτε πήγαινα μόνος και μίλαγα ασταμάτητα. Με τον καιρό κατάλαβα ότι έσερνα κι άλλους πολλούς μαζί. Τώρα δεν χωράμε απέναντι απ’ το μπλε.

    Δυο νησιά απέναντι. Δεξιά κι αριστερά, ακίνητα. Τόσα χρόνια εκεί, άγκυρα, μουλαρωμένα. Ανάθεμά με κι αν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν φουρφούρισε το μέσα τους να πάνε λίγο μακρύτερα. Δεν λαχταράει η ψυχή τους να δουν κι άλλα μέρη; Ή φοβούνται μη τα ξεχάσουμε; Και στου διαόλου τη μάνα να πήγαιναν, πάλι θα τα βρίσκαμε. Αμέτρητα ’πρώτη φορά’ μας πάνω τους τα ζήσαμε, αλάθητο στίγμα, καρβουνάκια, λουμίνια, θυμίαμα, μνημόσυνα. Φτάνει.

    Φυσάει και το τσιγάρο ανάβει με την τρίτη, την τέταρτη, την έκτη. Μόνο φτηνιάρικους αναπτήρες εκεί. Για την κάβλα της αναμονής της αναμμένης κάφτρας και της πρώτης ρουφηξιάς βρεμένος. Φτηνές ιεροτελεστίες, αυτές μας πλούτισαν όμως.

    Αύριο πρωί πετάω, ξανά. Δεν αντίκρυσα ούτε ένα γλάρο σήμερα.

  • Kαλά, κι εδω που τα λέμε εννιά στα δέκα στάτους με καισαρική βγαίνουν.

  • 0 302

    Έχω να μπω σε εγχώριο -έτσι το λένε νομίζω- τραίνο και ΚΤΕΛ κάτι αιώνες. Ίσως όχι από την εποχή που είχαν κάρβουνα, ντηζελάμαξες και σκευοφόρους, θέση για τον εισπράκτορα (που ελλείψει αυτού φιλοξενούσε την πιο όμορφη της δiαδρομής) και στάσεις στην Αλαμάνα για μπιντόκ και στου Λεβέντη για ρυζόγαλο με κανέλλα, αλλά μπορεί και ναι, πάει πολύς καιρός και δουλεύει ύπουλα το fade away. Δεν μπορείς, πλέον, να σκαρώσεις καμιά σοβαρή και στιβαρή ιστορία on the road με τέτοιες ελλείψεις. Τα υλικά των παλιών διαδρομών μου είναι στοιβαγμένα σε σκοτεινές σκονισμένες αποθήκες πλάι σε αποβάθρες, υπεραστικούς σταθμούς και σαρανταπεντάρια δισκάκια σε τζουκμπόξ ή κούτες με 8-track. Τα καφέ και πράσινα κουρτινάκια τα ποτισμένα με άφιλτρα τσιγάρα, τα ’Μη κύπτετε έξω από το παράθυρον’ σε άπταιστη βολταιρική, ο Κώστας Μοναχός με τη Ρένα Βιολάντη και τα σεκλέτια του οδηγού τρεις τα ξημερώματα λίγο μετά το ’λείπει κανείς;’ της Ασπροβάλτας, έχουν από καιρό μεταναστεύσει στη χώρα του ’address unknown’.

  • the party (2018)

    the party (2018)

    Οι μούζικες του 2018 θα έχουν ξανακουστεί κι ας λείπαμε εμείς, συνεπαρμένοι από τα καθημερινά, την ώρα που γεννήθηκαν. Ο ιμάντας θα δουλεύει, η βελόνα θα’ ναι πάλι το θεσπέσιο βαμπίρ που αγαπήσαμε, το βινύλιο θα είναι η σάρκα που μας έλειψε κι ας μοιάζει στα λάθος χέρια σκοτεινό, άκαμπτο και παγωμένο.

    Θα είναι ένα πάρτι που όμοιό του δεν θα ‘χει ξαναγίνει. Με τόσο χρώμα που θα πονέσουν τα μάτια μας. Με τόσο κόσμο που θα λυγίσουν τα πατώματα. Φτάνει να βρούμε, μονάχα, την πρόσκληση που καταχωνιάσαμε, όταν άλλοι δεν αξιώθηκαν ποτέ γεμάτο γραμματοκιβώτιο. Νισάφι πια με τις “παραλήπτης άγνωστος”, τις στοιβαγμένες σφραγισμένες στο ράφι, τις “θα ήθελα γαμώτο αλλά δεν”.