Στα καράβια να επιτρέπονται επιβάτες και μέσα στις σωσίβιες λέμβους. Όχι μισές δουλειές.
Author: Κάπα Κάπα Μοίρης
-
-
Θέλω να γράψω κάτι για την ζέστη και μετά να σχολιάσω χολερικά για τους πρωτότυπους που γράφουν για τη ζέστη
-
Κοντά μεσάνυχτα, τρώω παγωτό καϊμακι με βύσσινο γλυκό σε μπολ ντροπής με κουτάλι της σούπας και μετά ένα χωνάκι με παγωτό βανίλια συν βύσσινο γλυκό να στάζει σε πόδια, χέρια, κοιλιά, σλιπ, πάτωμα και σκέφτομαι ότι πολλές φορές το σεξ είναι κάπως υπερεκτιμημένο
-
Ο ΕΟΔΥ ανακοίνωνε κρούσματα στις 6 το απόγευμα. Εδώ και καιρό κοντεύει 6μιση, 7 παρά, μέχρι να συνεννοηθούν. Χανιά να βάλω; Έχω 4. Όχι Χανιά, περιμένουμε Γερμανούς. Ρόδο να βάλω; Έχω 3. Όχι Ρόδο, περιμένουμε τους Σουηδούς. Κέρκυρα που έχω 2; Ούτε καν, έρχονται από Μάντσεστερ. Να βάλω Ξάνθη; Δώσε 5, ούτε ο διάολος θέλει να πάει εκεί.
-
Δευτέρα δικηγόροι, Τρίτη λοιμωξιολόγοι, Τετάρτη ποιητές, Πέμπτη Ρομπέν των Δασών, Παρασκευή εισαγγελείς, Σάββατο Τσε, Κυριακή σκηνοθέτες, Δευτέρα ψυχολόγοι, Τρίτη αρχιτέκτονες, Τετάρτη Ζορό, Πέμπτη Γκρίνπις, Παρασκευή Ντουρούτι, Σάββατο ρεπό, μαλάκα Νόρμαν Μπέιτς φάε τη σκόνη μας
-
Χεστήκαμε για την πλατεία σας.
-
Καλά κάνει ο Χατζηδάκης και μας διευκρινίζει ότι νοιάζεται για τα παιδιά του κι αυτός όσο εμείς για τα δικά μας γιατί για μια στιγμή πιστέψαμε ότι νοιάζεται για τα δικά μας περισσότερο από τα δικά του κι απ΄όσο εμείς για τα δικά μας και κάτι πήγε να ραγίσει στο γονεϊκό φίλτρο μέσα μας.
-
summer by numbers
Σιγά σιγά κάποιοι θα βγουν, κάποιοι όχι, κάποιοι θα αρρωστήσουν, κάποιοι δεν θα το πάρουν χαμπάρι, κάποιοι θα πεθάνουν, μετά θα μας πουν πάλι μέσα για λίγο, για πολύ, και βλέπουμε, μετά κάποιοι θα βγουν, κάποιοι όχι, θα συνεχίσουν οι άνθρωποι να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν και μετά δεν θα ξέρουν τι να μας πουν γιατί τα λεφτά -τα τελειωμένα- θα ‘χουν τελειώσει και θα ‘χουν τελειώσει και τα ψέματα και οι αλήθειες, ο,τι και να μας πουν κάποιοι θα βγουν, κάποιοι όχι, κόσμος θα πεθαίνει, μετά θα μας πουν όλοι μαζί πεθάναμε με τις μαλακίες σας αλλά δεν θα είναι έτσι γιατί κάποιοι δεν θα πέθαναν και άλλοι θα πέθαναν πάρα πολύ κι άλλοι λίγο, το ξέρω κι εγώ κι εσύ ότι η ζωή είναι εκεί έξω αλλά αυτό το καλοκαίρι -και o,τι ακολουθεί μετά- θα πάει σετάκι με θάνατο και θα μου πεις πάντα ζευγάρι ήταν αυτά και δεν έχω να πω τίποτε άλλο γιατί έτσι κι αλλιώς κάποιοι θα βγουν, κάποιοι δεν θα βγουν, κάποιοι θα πεθάνουν, summer by numbers.
-
Ή κράτησε πάρα πολύ η καραντίνα ή ομόρφυναν πάρα πολύ οι φωτογραφίες των προφίλ σας.
-
Άπνοια
Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη. Υπάρχουν κάποιοι που διατείνονται πως «ξημερώματα» πριν τις τέσσερις, άντε πέντε το πρωί, δεν υπάρχουν. Προφανώς τα ξημερώματά μας δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Ίσως -σκέφτομαι- σε κανένα δωμάτιο ή προθάλαμο νοσοκομείου αλλά εκεί δεν έχει ώρες, όλα είναι ένα. Η μέρα είναι νύχτα και ανάποδα.
Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη, ακουμπάω στο κάγκελο το χέρι μου, σε λίγο γέρνω και το κεφάλι, κοιτάζω στην ευθεία του κάγκελου, μέχρι εκεί που πάει το μάτι μου και προσπαθώ να χαθώ. Δεν είναι δύσκολο, η μυωπία είναι ενισχυτική του άγνωστου, μόνο γκρίζους και μαύρους όγκους βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε, ευτυχώς δεν ζω -όχι ακόμη- δίπλα σε καμιά χωματερή, να ακούσω και πεντέξι γλάρους να πετάνε παραδίπλα και να τρέχω μετά για Xanax.
Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια. Κακώς οι μηχανικοί δεν σκέφτηκαν να βάλουν κόρνα στα μπαλκόνια, δε λέω για τις παλιές μπρούτζινες ναυτικές, μια φτηνή κινέζικη θα αρκούσε. Ποιος προέβλεπε τότε, θα μου πεις, ότι θα καταλήγαμε να περιφερόμαστε καλοκαιριάτικα σ’ αυτό το κατάστρωμα, πέρα δώθε, να το πλένουμε κάθε μέρα -σαν τους μούτσους του Bounty- και να αγναντεύουμε από μια γωνιά του τον ίδιο σταθερό ορίζοντα που ούτε κοντά μας έρχεται ούτε στην αγκαλιά του πάμε. Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.
Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ.
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]