Author: Κάπα Κάπα Μοίρης

  • knock knock knockin’ on summer’s door

    Oι γυναίκες του σπιτιού πήγαν στην εκκλησία. Δεν ήταν δα και μεγάλο κατόρθωμα, η μια είναι στα διακόσια μέτρα και η άλλη στα τριακόσια. Παλιά, θυμάμαι, ούτε φαρμακείο μπορούσες να ανοίξεις αν δεν ήταν πεντακόσια, δεν ξέρω ακριβώς πόσα, μέτρα μακριά από άλλο. Τώρα ακόμη και μεσοτοιχία. ‘Ο παράς να πέφτει’ έλεγε ο παππούς μου, ο συνονόματος. Eκείνον δεν τον θυμάμαι ούτε μια φορά να ντύνεται για να πάει στην Ανάσταση. Υποθέτω κάτι πίστευε, εικονοστάσι και καντήλι υπήρχαν στο σπίτι, νομίζω ότι και τον σταυρό του έκανε, τα υπόλοιπα δικός του λογαριασμός. Δεν ήξερα αν ήθελα να τον ρωτήσω, κάποια στιγμή, δεν πρόλαβα κιόλας.

    Κόντευε εννιά και βγήκα για μια μικρή βόλτα, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις εκκλησίες. Διασταυρώθηκα με αρκετούς, λαμπάδα στα χέρια, φαναράκι, είδα και καναδυό κόκκινα αυγά, ντυμένοι οι περισσότεροι όπως σηκώθηκαν από τον καναπέ κι αυτό ―δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή το γιατί― με έκανε να χαμογελάσω με ανακούφιση. Ένας φορούσε γραβάτα και νομίζω τον κοίταξα, λίγο έκπληκτος λίγο απορημένος, περισσότερο από όσο κοιτάς έναν άγνωστο στο δρόμο, είχα να δω ―ζωντανά― φορεμένη γραβάτα κοντά ενάμιση χρόνο και μάλλον αναστατώθηκα, λίγο. Ελπίζω, αν και όταν ξανάρθει η ώρα, να θυμηθώ τον σωστό κόμπο, προς το παρόν τα ψαράκια (θάλασσα και ψαράκια είχε η τελευταία που μπήκε στο σπίτι) κοιμούνται στο κουτί τους που ακόμη δεν μπορώ να θυμηθώ τι εξαίσιο μυρίζει. Μα για να θυμηθείς κάτι, σκέφτομαι, πρέπει να ‘χεις πρώτα συναντηθεί με κάποιο τρόπο μαζί του, άρα ματαιοπονείς. Ή, ξανασκέφτομαι, αποκτάς κίνητρο για να το ψάξεις. Ελπίζω οι άνθρωποι που περνάνε δίπλα μου να μη διαβάζουν σκέψεις και χαμόγελα. Μερικά πράγματα καλό είναι να μένουν δια βίου αμετάφραστα από αγνώστους.

    Δυο ωραία, ψηλά κορίτσια, στο δρόμο για τα τριάντα, στενεύει το πεζοδρόμιο και περιμένω να περάσουν. Η μια μου χαμογελάει για ‘ευχαριστώ’, η άλλη κάτι πληκτρολογεί στο κινητό κρατώντας και την λαμπάδα. Είναι αξιοθαύμαστο τι μπορούν να κάνουν με ενάμιση δάχτυλο και μια οθόνη. Ευτυχώς τις έχω αφήσει πίσω μου τη στιγμή που σκέφτομαι το ‘τραγανιστά κωλαράκια’ γιατί ένα χαμόγελο, στην αρχή, και ένα νευρικό πνιχτό γέλιο ξεχύνονται σε πεζοδρόμιο και δρόμο και σκέφτομαι ότι είναι ώρα να τελειώνει αυτή η βόλτα πριν γίνω ο τζόκερ των μετρίων και φτωχών και με μαζεύουν νυχτιάτικα.

    Η νύχτα είναι πάρα πολύ όμορφη. Πάρα πολύ. Είναι ζεστή και με ανατριχιάζει επειδή ούτε ένα φουτεράκι έριξα πάνω απ’ το τι-σερτ αλλά και να το φόραγα θα το έβγαζα, είναι ήσυχη και σκοτεινή μαζί, μυρίζει ‘θέλω’, μουσικές που αγαπώ και τις έχω κάπου καταχωνιασμένες, μυρίζει σαν ρούχο που ίδρωσε κι αφέθηκε στον ήλιο να στεγνώσει. Θα μπορούσα απλά να γράψω ‘αυτή η νύχτα είναι πρελούδιο επερχόμενου θέρους’ αλλά αυτά τα κοροϊδεύω. Δεν το γράφω. Πάντως αν ήταν γυναίκα θα μπορούσα, νομίζω, να την ερωτευτώ. Με την προϋπόθεση ότι θυμάμαι πώς γίνεται αυτό. Από μακριά ακούγονται καμπάνες.

    Εντάξει, μεγάλωσες, μου λέω. Βάρυνες, άσπρισες, τα όχι κατατροπώνουν τα ναι σου. Με χαζομάρες παλαίωσης και ωρίμανσης μην παραμυθιάζεσαι, τα ‘aged in oak barrels’ δεν περνάνε εδώ. Αλλά όσο θυμάμαι πώς μυρίζει ο ήλιος και η ζέστη πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα, ένα σφηνάκι ―αν με στίψω καλά― ίσως το βγάζω ακόμη.

     

     

    [ αναδημοσίευση από εδώ ]

  • πέντε παράγραφοι

    Ξύπνιος απ’ τις εξήμιση. For no good reason. For no reason at all. Ίσως μόνον για να διαπιστώσει ότι είναι ζωντανός. Γιατί αν έχεις πεθάνει το βράδι είναι πρακτικά αδύνατον να σηκωθείς, χωρίς την ευγενική συνδρομή άλλων, το πρωί. Αυτός ζούσε πάντως. Ξαναδιάβασε το μήνυμα, δέκα ημερών, που έγραφε μόνο «σε πεθύμησα» και βεβαιώθηκε. Μετά το δωμάτιο μύρισε καφέ.

    Στα δωμάτια των ξενοδοχείων (άλλοτε τα σιχαινόταν, άλλοτε ασφυκτιούσε χωρίς αυτά) κάποιες νύχτες σκεφτόταν ποιος άραγε να έμενε στην επόμενη πόρτα (πρακτικά κανείς γιατί οι άνθρωποι δεν ζουν μέσα σε πόρτες). Τις περισσότερες φορές δεν ακουγόταν απολύτως τίποτε από δίπλα, κάτι αρκετά παράξενο μιας και ξέρουμε όλοι πως τα ντουβάρια των δωματίων στα ξενοδοχεία μπορεί να έχουν μάτια και αυτιά ―είναι κάπως τρομαχτικό αυτό μα, πίστεψέ με, το ξεπερνάς με τον καιρό― αλλά μόνωση δεν έχουν. Για πάρα πολύ ακαθόριστους και συγκεκριμένους λόγους θα ήθελε να βρίσκεται μια γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του διπλανού δωμάτιου. Αν, μάλιστα, ήταν καλοκαίρι (ή, έστω, καλοκαίρι εκεί που βρισκόταν, είναι μπερδεμένα κι αυτά πολλές φορές αν σε πηγαινοφέρνουν αεροπλάνα) την σκεφτόταν γυμνή μπρούμυτα πάνω από το στρωμένο κι απείραχτο κρεβάτι να πληκτρολογεί «σε πεθύμησα». Κάποιος, κάποια, κάπου, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά θα ζωντάνευε. Μετά αυτός τραβούσε τις κουρτίνες και έβλεπε, μισόγυμνος, την πόλη έξω, εκείνη δεν ήταν στο διπλανό ―άδειο― δωμάτιο, έτσι γίνεται με τις ιστορίες αυτές, εξελίσσονται ερήμην σου. Σόλο. Δεν είμαστε όλοι πλασμένοι για Chelsea Hotel, ούτε καν μεσοτοιχίας.

    Κάποτε της είχε πει «σου πάνε τα μαύρα» και λίγο μετά «είναι αρρώστια τα πόδια σου». Πάρα πολύ κακή επιλογή την εποχή που οι άνθρωποι ξεκληριζόταν κατά χιλιάδες από έναν γαμημένο αόρατο ιό κάθε μέρα. Αυτός που υποτίθεται τα είχε καλά με τις λέξεις διάλεξε τις χειρότερες την χειρότερη στιγμή, θαρρείς και οι άλλες στέρεψαν. Απάντηση δεν πήρε ποτέ, εξόν από ένα αμετάφραστο ημιχαμόγελο, και αποφάσισε την επόμενη φορά, αν υπήρχε επόμενη, να δοκιμάσει ένα «σου πάει η γύμνια, με καβλώνουν τα πόδια σου». Τέτοιες εποχές δεν προσφέρονται για λογιοσύνες.

    Σκάλιζε τα ράφια με τα βινύλια, ανέγγιχτα μήνες, μερικά και χρόνια. Αν ήταν σώματα θα είχαν μαραζώσει. Ανάμεσα σε Κoeln Concert και Remain in light (χάος και αταξία, λατρεμένα χούγια) βρήκε ένα σημείωμα, μαύρο μολύβι, όμορφα γράμματα. «Είναι δύσκολο να γράφουμε πια». To έφερε στη μύτη του. Μάταια. Το έβαλε ανάμεσα σε Darkness at the edge of town και ABBA Greatest Hits και θα δοκίμαζε λίγες βδομάδες αργότερα.

    Μετρούσε μια-μια τις μέρες, τις ώρες μέχρι να ξανασυναντηθούν. Ήθελε να του γράψει δυο λέξεις μόνο, «σε πεθύμησα», αλλά δεν είχε καμία απολύτως ιδέα σε ποιο νούμερο στέλνεις μήνυμα στο καλοκαίρι και έβαλε το κινητό να φορτίζει.

  • Αν είσαι ερασιτέχνης σίγουρα έναν φθόνο για τους επαγγελματίες τον έχεις.

  • Αν είσαι ερασιτέχνης σίγουρα έναν φθόνο για τους επαγγελματίες τον έχεις.

  • sour times/strange days

    sour times/strange days

    Άνοιγμα μάτια στις 6. Κλείσιμο αφύπνισης κινητού (προγραμματισμένο στις 07:01, μη ρωτάς γιατί) για να μην ξυπνήσουν αλαφιασμένοι αξημέρωτα οι υπόλοιποι. Πέταγμα παπλώματος στις 6 και 5. Κατούρημα. Ντους. Τριμάρισμα. 6 και μισή καφές νούμερο 1, μια τζούρα πράμα. Κωλοβάρεμα ως τις 7 παρά τέταρτο. Κινητό και κωλοβάρεμα, ομοίως, ως τις 7. Βρακί, κάλτσες. Και λάθος βρακί να βάλεις νο μπιγκ ντιλ, αυτές τις εποχές μόνο εσύ, η λατρεία σου στο σπίτι και ―χτύπα ξύλο― στα εξωτερικά του νοσοκομείου υπάρχει περίπτωση να το δουν. Για την γυναίκα δεν παίρνω και όρκο, πιο πιθανό ―χτύπα ξύλο― στο νοσοκομείο. Κάλτσες σε παράταξη στο συρτάρι σαν παρέλαση Βόρειας Κορέας, πουτάνα OCD την κατέστρεψες. Μ’ αυτές κανένα λάθος, πιο πιθανό να κάνει αντιπολίτευση ο Σκάι στον Μητσοτάκη παρά να πετύχεις κατά λάθος διχρωμία ή άλλο σχέδιο. Εφτά και τέταρτο ντυμένος. Τραβάω κουρτίνα. Τέτοια ώρα καλοκαίρι η απέναντι έπινε καφέ στο μπαλκόνι με βρακί και τι-σερτ. Τώρα μόνο περιστέρια χέζουν. Εφτάμιση στο αυτοκίνητο. Αυτά τα δεκάλεπτα κενά μνήμης-κωλοβάρεμα είναι ύποπτα και ύπουλα, δεν ξέρω τι γίνεται εντός τους. Οκτώ παρά εικοσιπέντε παρκάρισμα με αλάρμ στη διαδρομή και καφές 2. Το κορίτσι στο ταμείο είναι όμορφο αλλά η μάσκα της δεν είναι. Ξεχνάω το πρόσωπό της σιγά-σιγά. Spotify. Φλίτγουντ Μακ με την ξανθούλα πόκετ σάιζ. Αν δεν υπήρχε η Ντέμπι ίσως τα έφτιαχνα μαζί της. Οκτώ παρά δέκα, παρά πέντε, με καλημερίζουν στην πύλη, κάποιες φορές είμαι αφηρημένος και δεν ανταποδίδω και νιώθω, με αναδρομικότητα ραν ταν πλαν, πολύ γαïδούρι αλλά τους χαιρετάω διπλά όταν φεύγω (αν δεν είμαι πάλι αφηρημένος ή χαμένος σε καργιόλες σκέψεις) και έτσι νομίζω ότι ψιλοξεχρεώνω.

    Κενό. Μεροκάματο. None of your business. Απλά οθόνες και καφέδες 2μιση, 3 και 4.

    Έξη, εξήμιση, νύχτα πάντως, ξεπαρκάρω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά μήπως ξέχασα ανοιχτά φώτα στο γραφείο. Αντανακλαστική κίνηση, βλακωδώς, αφού και να τα ξέχασα θα κλείσουν μόνα τους στις οκτώ. Ξεχνάω φεύγοντας να ανταποδώσω την καληνύχτα στον φύλακα αφού ―εν τω μεταξύ― προλαβαίνει (γαμιόλη Μέρφι, «μόλις πάρει μπρος ο κινητήρας ενεργοποιείται αυτόματα το κινητό») να χτυπήσει το τηλέφωνο πριν περάσω την πύλη, γιατί εσύ μπορεί να έκλεισες δεκάωρο ή εντεκάωρο αλλά απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι όλοι στα ντουζένια τους κι όλο και κάτι ‘τελευταίο-επείγον’ θα θυμήθηκαν οι goudaνθρωποι και οι Brexitάδες.

    Εξήμιση, εφτά παρά σε μεγαλομπακάλικο. Η λίστα έχει έρθει προ πολλού στο κινητό. Δεν ζουν παιδιά στο σπίτι, νερόφιδα ζουν, μισή ντουζίνα χυμούς και δυο λίτρα γάλατα κάθε μέρα, γερά να είναι τα πουλάκια μου. Τα αγαπώ unconditionally όμως, κοντεύει καιρός που θα αδειάσουν τα δωμάτια-χρηματοκιβώτια και θα μείνω πάμπτωχος αλλά θα τους λέω, στο τηλέφωνο, ότι είμαι πάμπλουτος. Αρχίδια θα είμαι. Όσο πηγαίνω σχεδόν τρέχοντας στο ταμείο (ο σχωρεμένος ο Ρομέρο θα έκανε παπάδες σκηνοθετώντας σήμερα σε μάρκετ γεμάτα με ασυμπτωματικούς αντί για ζόμπι) χτυπάει τηλέφωνο «Skinos πήρες;», «γιατί, είχε η λίστα Skinos;», «γιατί είχε τζιν και Τζακ που κουβάλησες το Σάββατο;», δεν βγάζεις άκρη ούτε γλώσσα, λες μόνο ένα «εντάξει μωρό μου, δεν θα φτωχύνουμε με λίγο μαστιχόζουμο, πάω» και κλείνω πριν προλάβω να ακούσω κριτική για το χιούμορ μου που ξεψυχάει εβδομάδα με τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό προς λεπτό. Σεφερλή θα σε αποκαθηλώσω πριν μπει η άνοιξη.

    Κενό.

    Spotify. Πέφτω πάνω σε Πετ Σοπ Μπόηζ. Παίρνω τον περιφερειακό για να ακούσω όλο το Vampires. Δεκάδες Βηταεξάδες στα πεζοδρόμια. Και εκατοντάδες σκυλιά. Πέθανε νωρίς ο Ρομέρο τελικά. Και η Κρουέλα. Kάνε ότι δεν το διάβασες.

    Παρκάρισμα.

    Κανείς παπάρας δεν φιλοτιμήθηκε να ανάψει τα φώτα της πυλωτής. Το κάνουν επίτηδες, περιμένοντας εμένα να τα ανάψω στις εφτάμιση που φτάνω, τέρατα οικονομίας και σταρχιδισμού όλοι τους. Όταν ξαναγίνω διαχειριστής θα βάλω στα κοινόχρηστα «Επίδομα καντηλανάφτη», τσάμπα τίποτε πλέον κουφάλες.

    Ασανσέρ με προφυλάξεις έξτρα. Δεν μπορώ να ξέρω ποιος ασυμπτωματικός έκανε βόλτες στους ορόφους μ’ αυτό. Ευτυχώς τρεις όροφοι είναι, ανεβάζω μάσκα ως το μέτωπο ―δεν έχω μεγάλη μούρη, βολεύει― και κρατάω αναπνοή. Ο Enzo Molinari των πτωχών.

    Ξεκλειδώνω.

    Στις δυο, τρεις ώρες που μεσολαβούν μέχρι να με πάρει ο ύπνος με την ροζ φλις στον καναπέ (σετάρει ωραία το ροζ με τις γκρι τρίχες, την γκρι βερμούδα και το μαύρο παρτάλι τι σερτ) έχω προλάβει να μάθω το σκορ νεκρών της ημέρας, να κάνω ντους, να βάλω ρούχα στην κρεμάστρα και να τα βγάλω έξω στο μπαλκόνι ανάβοντας ―με την ευκαιρία― τα λίγο καταναγκαστικά happiness λαμπάκια, να πατήσω κουμπί στα μικροκύματα, να απαντήσω «όλα καλά» και «τα συνηθισμένα» στα «πώς πήγε η μέρα σήμερα;» και «κανένα νέο;» and the rest is none of anyone’s business μέχρι να πάει έντεκα και να με ξυπνήσει ένα τρυφερά γνώριμο «θα βλέπουμε ταινία ή θα ακούμε ροχαλητό τώρα;».

    Μετά παλεύω να κοιμηθώ στο κρεβάτι εμβαδομετρώντας το ταβάνι όσο περιμένω να ξημερώσει Τρίτη (ή Τετάρτη, ή Πέμπτη, ή Παρασκευή). Άνοιγμα μάτια στις 6. Κλείσιμο αφύπνισης κινητού (προγραμματισμένο στις 07:01, μη ρωτάς γιατί)……..

    [ αναδημοσιεύεται από εδώ ]

  • Σκέφτομαι να μην πληρώσω ΕΝΦΙΑ αφού βγαίνω και δεν βγαίνω
  • Tα επόμενα δεκαπέντε στάτους θα είναι κρίσιμα

  • that’s fuckin’ entertainment!

    Περιπολικά με σειρήνες στο on, ζητάδες με τις ορμόνες στο on, ασθενοφόρα με σειρήνες στο on, μωρά με κλάμα στο on, σκυλιά με γαβγίσματα στο on, άσφαλτος στο off, ρημαγμένη εντελώς, πατάς φρένο στις σκέψεις σου πριν σε καταπιεί η λακκούβα, τα μισά φώτα στο δρόμο σβηστά, τα άλλα κάνουν σήματα μορς μέχρι να πουν «τετέλεσται» κι αυτά, τα απομεινάρια ενός σπασμένου καθρέφτη μπάνιου πλάι στον κάδο, μαζί με ένα ζευγάρι παλιά Reebok pump νούμερο 41, δυο παζλ με τρενάκια και ένα σακατεμένο παιδικό τηλέφωνο μέσα σε μια σακούλα απ΄τα τζάμπο. Κάποτε τρεις γωνίες παρακάτω είχε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, τώρα ρημάδι κι αυτός, τα μωρά μεγάλωσαν και μπορούν να παίζουν πια με τη φωτιά ξηλώνοντας καλώδια και σπάζοντας τζάμια, αφού πρώτα γράψαν στο ντουβάρι του διόροφου πίσω «γαμιέται ο Γκράχαμ Μπελ». Τον Οκτώβρη το φως φεύγει γρήγορα, φουρφουράκια ζουν στο στομάχι σου, μια σαύρα κάνει βόλτες πάνω στ΄ αρχίδια σου κι ανατριχιάζεις, μερικές μέρες έρχονται και εξαφανίζονται πιο γρήγορα κι από τρία ευρώ στην τσέπη, βρέχει χωρίς σταματημό απ΄τη Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη και νερώνει τη μπίρα στο πεζούλι δίπλα σου, στις ειδήσεις είπαν ότι οι άνεργοι φτάσαν ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες αλλά εσένα σε νοιάζει ο μπαμπάς σου, ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ένας από χτες, δεν θες να γυρίσεις στο σπίτι κι ας είσαι μουσκίδι, κι ας τρως τη βροχή με το πηρούνι, καλοριφέρ έχει ν’ ανάψει από πρόπερσι και το κλιματιστικό παίρνει μπρος μόνο την ώρα του μπάνιου και μισή ώρα το πρωί, μέχρι να ντυθεί και να φύγει η μικρή στο σχολείο, δεν είσαι σίγουρος αν οι λεκέδες στο ταβάνι είναι υγρασία ή τα μυαλά σου που θέλαν να πάρουν δρόμο και λοξοδρόμησαν, τα ηλίθια. Τον Ιούλιο ξύπναγες απ΄τις έξη, την ώρα που η τυχερή η μάνα σου έφευγε για το τετράωρο -αλλά δεν γύρναγε ποτέ πριν τις μιάμιση, δυο το μεσημέρι-, έκανες ότι κοιμάσαι για να μην αρχίσει την κουβέντα, μόλις άκουγες πόρτα να κλείνει έφτιαχνες καφέ, έβγαινες στο μπαλκόνι, άναβες τσιγάρο, η πόλη μύριζε ήδη μπαγιάτικη ανθρωπίλα ανάκατη με τα βουνά από σκουπίδια μέσα και έξω απ΄τους κάδους, η γειτόνισσα έβαζε την κασέτα με τα τροπάρια, άνοιγες το κινητό ψάχνοντας sms, κανένα, λυσσάς να βρεις κάποιον για να φύγετε μαζί, κάπου, όπου, καλοκαίρι είναι γαμώτο, αλλά με τριάντα ευρώ δεν πας ούτε μια γωνιά παρακάτω. Ίσως θα μπορούσες να πας μέσα της, στην αγκαλιά, στο λαιμό, στα μαλλιά, στη μυρωδιά της, στα μπούτια της, αν υπήρχε, δεν υπάρχει, μαλώσατε με το τελευταίο τσιγάρο δέκα μέρες πριν, έφυγε, θυμάσαι από ποια γωνιά στην άσφαλτο πέρασε απέναντι, ποιο πεζοδρόμιο πάτησε, τι ήθελες να φωνάξεις και λέξη δεν βγήκε, δε γαμιέται, θα πας στο πάρκο σήμερα παρέα με μια μπίρα απ΄το ψυγείο, θα βλέπεις την μισοάδεια -μουχλιασμένη σχεδόν- γούρνα, παιδάκια έτοιμα να σπάσουν τα κεφάλια τους στις κούνιες, ένα ζευγάρι που θαρρείς ξημερώθηκε εκεί, θα ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο -να ΄ναι καλά ο περιπτεράς με τα χύμα ρώσικα- και θα ορκιστείς ότι μια μέρα θα εξαφανιστείς, μακριά από όλη αυτή τη μαλακία, απ’ τα ξεχειλωμένα τετράωρα και τη φλεβίτιδα της μάνας σου, απ’ το τρύπιο βλέμμα του μπαμπά σου, απ’ τους απλήρωτους λογαριασμούς που στρογγυλοκάθησαν στο σπίτι και θέλουν να σας πετάξουν σαν χαλασμένα έπιπλα έξω απ’ αυτό. Θα εξαφανιστείς. Αφού πρώτα γράψεις σε κάθε γωνιά της πόλης «χάρισμά σας τόση ευτυχία μαλάκες, μη τη μοιράζεστε μαζί μου», θα μπεις σ’ ένα λεωφορείο, σ’ ένα τρένο, σ’ ένα κάτι και θα πας να τη βρεις. Ό,τι όνομα κι αν έχει.

    (blame it on Paul Weller, δικά του τα στιχάκια και οι λέξεις όλες, that’s fuckin’ entertainment ! )

    [ αναδημοσιεύεται από εδώ ]

  • Μπορείς να βρίζεις όσο θέλεις μητσοτάκηδες, χαρδαλιάδες και τσιόδρες, μπορεί να έχεις πολύ ή λιγότερο ή πολύ περισσότερο δίκιο για το τι δεν έκαναν ως κράτος, αλλά το θέαμα των πανηλίθιων εγκληματιών μέσα στο σούπερ μάρκετ με την κατεβασμένη μάσκα να συγκρατεί το προγούλι, κάτω από τη μύτη, κρεμασμένη σαν σκουλαρίκι στο αυτί, με πλαστική μάσκα που αφήνει ακάλυπτα τα πάντα, στο τέλος και χωρίς μάσκα -όπου έβρισα δυνατά και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα- σημαίνει ότι είμαστε χαμένοι από χέρι και δεν χρειαζόμαστε κανέναν για το blame game.